Το 2020 σε μικρή επαρχιακή πόλη της Ελλάδας ένα κορίτσι του δημοτικού σχολείου περιέγραψε σε συμμαθητή του ασελγείς πράξεις που φέρεται να είχε υποστεί από τον πατέρα της. Το παιδί μετέφερε όσα άκουσε στη δασκάλα του, προκαλώντας την κινητοποίηση του σχολείου, που υπέβαλε αναφορά στις αρμόδιες αρχές. Το μικρό κορίτσι κλήθηκε να καταθέσει στο αστυνομικό τμήμα, παρουσία ψυχολόγου, με τον πατέρα να προφυλακίζεται περίπου δύο χρόνια μετά.
Στη δίκη που πραγματοποιήθηκε δεν είχε οριστεί νομικός εκπρόσωπος για την υποστήριξη της κατηγορίας. Οπως μετέφερε στην «Κ» ο δικηγόρος του πατέρα, σύσσωμη η οικογένεια του παιδιού, συμπεριλαμβανομένης της μητέρας, εξέφρασαν την υποστήριξή τους στον κατηγορούμενο, ο οποίος είχε «απέναντί» του μόνο τον εισαγγελέα της έδρας. Κατέθεσαν επίσης η δασκάλα και ο διευθυντής του σχολείου.
Επαγγελματίες «πρώτης γραμμής»
Επαγγελματίες που απευθύνονται στη Γραμμή ΕΛΙΖΑ 10454
Οι εκπαιδευτικοί είναι η πρώτη επαγγελματική ομάδα που απευθύνεται στη Γραμμή ΕΛΙΖΑ 10454, ακολουθούν οι σχολικοί κοινωνικοί λειτουργοί και οι ψυχολόγοι, ενώ η τρίτη μεγάλη κατηγορία είναι οι παιδίατροι. Πάνω από το 25% των κλήσεων αφορούν σοβαρά περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων, που συχνά συνυπάρχει με άλλες μορφές κακοποίησης.
Οι εκπαιδευτικοί θεωρούνται επαγγελματίες «πρώτης γραμμής» σε ό,τι αφορά την αναγνώριση περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων. Ο νόμος περί ενδοοικογενειακής βίας (ν. 3500/2006) ρητά τούς υποχρεώνει να αναφέρουν περιστατικά κακοποίησης στον διευθυντή τους και ο διευθυντής στις εισαγγελικές αρχές ή στην Αστυνομία. Δεν είναι ωστόσο εύκολο για μία δασκάλα ή ένα δάσκαλο να προχωρήσει σε καταγγελία. Οι ίδιοι είναι ανοιχτοί σε μηνύσεις από τους φερόμενους ως δράστες, ενώ δεν εκπαιδεύονται στο πλαίσιο των σπουδών τους για τα ζητήματα αυτά, ώστε να μπορούν να αναγνωρίσουν τα σημάδια. Αμφιταλαντεύονται. «Κι αν κάνω λάθος; Αν το παιδί λέει ψέματα;».
Τα ερωτήματα αυτά ακούει συχνά ο Γιώργος Γιαννακίδης, κοινωνικός λειτουργός, επικεφαλής χειριστής της Γραμμής ΕΛΙΖΑ 10454, όπου καλούν εκπαιδευτικοί και άλλοι επαγγελματίες ώστε να λάβουν συμβουλευτική και υποστήριξη σε περίπτωση που πέσει στην αντίληψή τους περιστατικό κακοποίησης ανηλίκου. «Αυτό που τους εξηγούμε είναι ότι δεν είμαστε ανακριτές ούτε ντετέκτιβ, δεν διερευνούμε εμείς τα περιστατικά, τα ερευνά ο εισαγγελέας με την κοινωνική υπηρεσία. Εμείς οφείλουμε να κοινοποιούμε ανησυχία, υποψία και βεβαίως, αν υπάρχει, αποκάλυψη από το ίδιο το παιδί».
«Τους ενδυναμώνουμε ώστε να αναλάβουν την ευθύνη»
Τόσο στο πλαίσιο της λειτουργίας της γραμμής αλλά και των δωρεάν επιμορφώσεων που διοργανώνει τακτικά η ΕΛΙΖΑ, ο κ. Γιαννακίδης γίνεται παραλήπτης της αγωνίας και της ματαίωσης των εκπαιδευτικών που προσπαθούν να προστατεύσουν τα ανήλικα θύματα. «Πολλές φορές, όταν βλέπουν να περνούν χρόνια από την καταγγελία και να μην αλλάζει τίποτα, ματαιώνονται. Τους επισημαίνουμε ότι σε κάθε περίπτωση εκείνοι πρέπει να κάνουν το καθήκον τους, τους ενδυναμώνουμε ώστε να αναλάβουν την ευθύνη. Διότι, όταν ένα παιδί χάνει την εμπιστοσύνη και το αίσθημα ασφάλειας από τους γονείς, οι εκπαιδευτικοί είναι οι αμέσως επόμενοι στη σειρά, και μπορεί να μην έχει άλλους ανθρώπους να απευθυνθεί. Είναι σημαντικό συνεπώς για το παιδί να γνωρίζει ότι υπάρχει κάποιος που προσπαθεί να το βγάλει από τον φαύλο κύκλο, ακόμα κι αν το ίδιο το σύστημα δεν το προστατεύει».
Τρία χρόνια μετά την καταγγελία της δασκάλας στη μικρή επαρχιακή πόλη, το δικαστήριο έκρινε τον τον πατέρα ένοχο υποβάλλοντάς του πολυετή ποινή φυλάκισης χωρίς αναστολή. Επί της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης ασκήθηκε έφεση, παραμένει όμως προφυλακισμένος έως την εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό. Ολο αυτό το διάστημα το κορίτσι παραμένει στο οικογενειακό περιβάλλον που δεν το πίστεψε, ενώ δεν έχει γίνει γνωστό αν λαμβάνει κάποια ψυχολογική υποστήριξη. Σύμφωνα με τον δικηγόρο του πατέρα, η οικογένεια ήταν στο «ραντάρ» των κοινωνικών υπηρεσιών πριν από την καταγγελία.
Η «Κ» επικοινώνησε με υπηρεσία επιμελητών ανηλίκων της ευρύτερης περιοχής – που δεν κατονομάζεται για λόγους προστασίας της ταυτότητας του παιδιού. «Είναι πολύ ψυχοφθόρα η δουλειά μας και δεν έχουμε τη στελέχωση να την κάνουμε όπως πρέπει» μας είπε επαγγελματίας που υπηρετεί επί τρεις δεκαετίες τον χώρο. «Αυτή τη στιγμή μία κοινωνική λειτουργός παρακολουθεί εκατοντάδες περιπτώσεις, παραβατικών κυρίως, ανηλίκων. Επειδή είμαστε μικρή κοινωνία όμως και δεν υπάρχουν δομές για τα κακοποιημένα παιδιά, κάποιες φορές συνδράμουμε και σε τέτοιες περιπτώσεις. Θα προσπαθήσουμε σε συνεννόηση με τον εισαγγελέα να προσεγγίσουμε αυτό το παιδί», κατέληξε.
Ζητήματα δαιδαλώδη
Σύμφωνα με τον ν. 4478/2017, τα ανήλικα θύματα κακοποίησης χρήζουν ειδικής ανάγκης προστασίας λόγω ιδιαίτερου κινδύνου να υποστούν δευτερογενή και επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση, εκφοβισμό και αντεκδίκηση και για τον σκοπό αυτόν υποβάλλονται σε ατομική αξιολόγηση από τα Σπίτια του Παιδιού και, όπου δεν υπάρχουν, από τα Γραφεία Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής. Αυτό, σύμφωνα με το υπουργείο Δικαιοσύνης λαμβάνει χώρα είτε πριν από τη δικανική εξέταση είτε μετά, και «κατά πλειοψηφία συμβαίνει σε όλες τις υποθέσεις».
Ο Φώτης Τέγος, κοινωνικός λειτουργός – επιμελητής Ανηλίκων, προϊστάμενος του Σπιτιού του Παιδιού Θεσσαλονίκης, εξηγεί ότι η κοινωνική έρευνα είναι μια διαδικασία λήψης κοινωνικού ιστορικού και επαφής με «σημαντικούς άλλους» ή με υπηρεσίες που έχουν ασχοληθεί με το παιδί. «Η επίσκεψη στο σπίτι όπου διαμένει το παιδί είναι μια διαδικασία που προσπαθούμε να αποφεύγουμε μερικές φορές στον βαθμό που δεν απαιτείται», διευκρινίζει επισημαίνοντας πως ένας σημαντικός αριθμός παιδιών που καταλήγουν στην υπηρεσία του είναι παιδιά που έχουν ήδη φάκελο σε άλλες κοινωνικές υπηρεσίες, δηλαδή πρόκειται για μια κλιμάκωση ενός φαινομένου θυματοποίησης. «Για να προστατέψεις αυτά τα παιδιά, χρειάζεσαι μια καλή κοινωνική υπηρεσία να κάνει ουσιαστική κοινωνική έρευνα, αλλά χρειάζεσαι και υπηρεσίες ψυχικής υγείας οι οποίες λειτουργούν άμεσα με ένα ιατρικό πρωτόκολλο. Από εκεί και πέρα, το κράτος μπορεί να λάβει μέτρα, όπως ασφαλιστικά μέτρα, απαγόρευση επικοινωνίας με τον φερόμενο ως δράστη κ.λπ. Στην Ελλάδα όμως όλα αυτά τα ζητήματα είναι δαιδαλώδη», συνοψίζει ο ίδιος.
Οντας παλιότερα μέλος ομάδας προστασίας ανηλίκων που έμπαινα στη διαδικασία να κάνω κοινωνικές έρευνες έπειτα από εισαγγελική εντολή, δεχόμασταν επιθέσεις, ακόμα και απειλές για τη ζωή μας.
Ο Γιώργος Γιαννακίδης θέτει ακόμα μία παράμετρο. «Οντας παλιότερα μέλος ομάδας προστασίας ανηλίκων που έμπαινα στη διαδικασία να κάνω κοινωνικές έρευνες μετά από εισαγγελική εντολή, δεχόμασταν επιθέσεις, ακόμα και απειλές για τη ζωή μας», λέει στην «Κ». Ο κοινωνικός λειτουργός, που σήμερα, μέσω της γραμμής ΕΛΙΖΑ 10454, συμβουλεύει συναδέλφους του και άλλους επαγγελματίες που καλούνται να διαχειριστούν τέτοια περιστατικά, έχει όπως λέει πλέον την πολυτέλεια, ύστερα από 15 χρόνια στο επάγγελμα, να επιλέγει τις συνθήκες εργασίας του. «Ημουν τυχερός, άλλοι συνάδελφοι δεν έχουν αυτή την τύχη» παραδέχεται. «Είναι εκτεθειμένοι, δεν μιλάμε καν για βαρέα και ανθυγιεινά, ενώ είναι από τους πιο χαμηλόμισθους επαγγελματίες που υπάρχουν. Οπότε καταλαβαίνετε ότι είτε δεν έχουν το κίνητρο να είναι 100% αφοσιωμένοι ή εξαντλούνται. Υπάρχει μεγάλο ποσοστό εξουθένωσης στη δουλειά μας και επέρχεται πολύ γρήγορα. Για εμένα ένας λόγος που έφυγα ήταν ακριβώς αυτός, δεν ένιωθα ότι είμαι ασφαλής και προστατευμένος».
«Ο κοινωνικός λειτουργός είναι τα μάτια του εισαγγελέα»
Ο ίδιος εξηγεί ότι ο κοινωνικός λειτουργός είναι επί της ουσίας «τα μάτια του εισαγγελέα» όταν διερευνά μια υπόθεση. «Με εντολή εισαγγελέα θα κάνει τις επαφές, θα συναντήσει την οικογένεια, το παιδί, τους γονείς, θα μπει στον χώρο διαβίωσης, θα μιλήσει με το σχολείο του παιδιού, για να δει ποια είναι η απόδοση και η συμπεριφορά του, οπότε θα διαμορφώσει μια συνολική εικόνα. Από εκεί και πέρα, θα ενημερώσει με την αντίστοιχη κοινωνική έκθεση τον εισαγγελέα και ανάλογα με τα ευρήματα ο εισαγγελέας θα κατευθύνει για τα επόμενα βήματα. Συνήθως από εκεί ξεκινούν τα προβλήματα».
Οπως σημειώνει, όταν οι κατά τόπους εισαγγελικές αρχές απευθύνονται στις κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων όπου διαμένει το παιδί, «λίγοι είναι οι δήμοι που έχουν κοινωνικούς λειτουργούς που ανήκουν αμιγώς στην ομάδα προστασίας ανηλίκων, συνήθως έχουν παράλληλα και πάρα πολλά άλλα περιστατικά. Το ότι ξεκινάς λοιπόν να διερευνάς ένα περιστατικό, δεν σημαίνει ότι ολοκληρώνεται και άμεσα, συνήθως σε ακολουθεί για πολύ καιρό, διότι πρέπει να έχεις την εποπτεία, να αναλάβεις το κομμάτι το συμβουλευτικό και να πηγαίνεις ανά τακτά χρονικά διαστήματα για ένα follow up. Από εκεί και πέρα, υπάρχει ένα πρωτόκολλο που λέει για παράδειγμα ότι για λόγους ασφαλείας πρέπει να πας μαζί με ακόμα ένα συνάδελφο. Αυτό πώς μπορεί να τηρηθεί με την υποστελέχωση που χαρακτηρίζει τις εν λόγω υπηρεσίες; Υπάρχουν δήμοι με έναν μόνο κοινωνικό λειτουργό».
Σκεφτείτε τι επιθετικότητα θα δεχθεί ο κοινωνικός λειτουργός από μια οικογένεια που πριν από δύο μήνες εισηγήθηκε την απομάκρυνση του παιδιού από αυτήν, και τώρα καλείται να την υποστηρίξει.
Σύμφωνα με τον Γιαννακίδη, η κατάσταση δυσκολεύει ακόμα περισσότερο αν ο εισαγγελέας κρίνει απαραίτητη την απομάκρυνση του ανηλίκου από το σπίτι. «Τότε ξεκινά ένας άλλος γολγοθάς, διότι δομές δεν υπάρχουν, πού θα πάει το παιδί; Προσωρινά μπορεί να μεταφερθεί σε ένα νοσοκομείο Παίδων, όπου δευτερογενώς κινδυνεύει να κακοποιηθεί είτε από το ίδιο το σύστημα είτε από άλλα παιδιά εντός του νοσοκομείου – σκεφτείτε ότι ένα βρέφος 2 ετών θα βρεθεί στο ίδιο πλαίσιο με έναν 15χρονο. Αν μετά από μήνες δεν βρεθεί το κατάλληλο πλαίσιο φιλοξενίας, ο εισαγγελέας μπορεί να κρίνει ότι είναι καλύτερο το παιδί να επιστρέψει στο σπίτι του υπό την εποπτεία του κοινωνικού λειτουργού. Φαντάζεστε λοιπόν τι επιθετικότητα θα δεχθεί ο επαγγελματίας αυτός από την οικογένεια, που πριν από δύο μήνες εισηγήθηκε την απομάκρυνση του παιδιού από αυτήν, και τώρα καλείται να την υποστηρίξει».