Τους τελευταίους μήνες του 2020 ένα κοριτσάκι νηπιακής ηλικίας άρχισε να εμφανίζει ανησυχητική αλλαγή στη συμπεριφορά του, αρνούμενο την επικοινωνία με τον πατέρα του. Οι γονείς της είχαν χωρίσει λίγους μήνες αφότου την απέκτησαν κι έτσι για σχεδόν όλη της τη ζωή η μικρή έμενε με τη μητέρα και τους παππούδες της, έχοντας τακτική επικοινωνία με τον πατέρα, ρυθμισμένη στο πλαίσιο συναινετικού διαζυγίου.
Μετά από μια τέτοια επικοινωνία, το παιδί επέστρεψε φέροντας τραύματα στο κεφάλι και στο χέρι. Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα άρχισε, σταδιακά και αποσπασματικά, να μιλάει για κάποιο φίλο του μπαμπά της, ο οποίος διενεργεί γενετήσιες πράξεις σε βάρος της και την τραβάει φωτογραφίες ή βίντεο. Η μητέρα απευθύνθηκε στην Ασφάλεια, όπου την προέτρεψαν να κάνει καταγγελία για να διερευνήσουν την υπόθεση.
Μέσα σε 10 λεπτά
Δύο χρόνια μετά την καταγγελία, οκτώ αστυνομικοί κατέφθασαν μέσα στη νύχτα στο σπίτι των παππούδων όπου κοιμόταν το παιδί, ζητώντας από εκείνους να το ξυπνήσουν και να τους το παραδώσουν, ώστε να το μεταφέρουν στον πατέρα του, σε εκτέλεση απόφασης αστικού δικαστηρίου που αφαιρούσε το σύνολο της γονικής μέριμνας από τη μητέρα. Οι παππούδες ζήτησαν η διαδικασία να γίνει την επόμενη ημέρα παρουσία της μητέρας, ώστε η ίδια να έχει την ευκαιρία να αποχαιρετήσει το παιδί της, να το ενημερώσει και να το προετοιμάσει για την αιφνίδια αλλαγή που θα επέλθει στη ζωή του. Οι αστυνομικοί τούς απείλησαν πως θα τους συλλάβουν για συνέργεια σε αρπαγή ανηλίκου. Ακολούθησαν δραματικές σκηνές, με το παιδί –άρρωστο με πυρετό– να μην μπορεί να ξυπνήσει, να του φορούν τα ρούχα πάνω από τις πιτζάμες και να το δίνουν στους αστυνομικούς μισοκοιμισμένο. Το μικρό κορίτσι μπήκε εντέλει σε όχημα της Ασφάλειας με ανθρώπους που δεν έχει ξαναδεί ποτέ της, ενώ άγνωστο παραμένει το ποιος και το πώς τής εξήγησε γιατί μέσα σε 10 λεπτά άλλαξαν οι συνθήκες της ζωής της.
Το μικρό κορίτσι μπήκε εντέλει σε όχημα της Ασφάλειας με ανθρώπους που δεν έχει ξαναδεί ποτέ της, ενώ άγνωστο παραμένει το ποιος και το πώς τής εξήγησε γιατί μέσα σε 10 λεπτά άλλαξαν οι συνθήκες της ζωής της.
Τα παραπάνω περιγράφονται εκτενώς σε υπόμνημα που έχει υποβληθεί στον Αρειο Πάγο στο πλαίσιο αναφοράς του Ευρωπαϊκού Δικτύου Κατά της Βίας για δυσμενή και μη ενδεδειγμένη διαχείριση υπόθεσης σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού από τις Αρχές, συνοδευόμενο από αίτημα για κατεπείγουσα λήψη μέτρων προστασίας και επιτήρησης της ασφάλειας του παιδιού. Η αναφορά –και τα τεκμηριωτικά έγγραφα–, που είναι στην κατοχή της «Κ», παραμένει μέχρι και σήμερα αναπάντητη. Οπως εξηγεί η πρόεδρος του ΕΔΚΒ, ψυχολόγος, Κική Πετρουλάκη, η οργάνωση ξεκίνησε να παρακολουθεί την υπόθεση όταν η μητέρα απευθύνθηκε εκεί για συμβουλευτική και υποστήριξη 16 μήνες μετά την καταγγελία, επειδή αισθανόταν πως η διαδικασία διερεύνησής της, αντί να προστατεύει το παιδί, το ταλαιπωρούσε και το εξέθετε σε όλο και μεγαλύτερο κίνδυνο. «Αρκετούς μήνες αργότερα, όταν μας κάλεσε να μας πει για τη δικαστική απόφαση, την καθησυχάσαμε λέγοντάς της ότι δεν είναι άμεσα εκτελεστή. Και όμως, το ίδιο βράδυ, η Αστυνομία πήρε το παιδί μέσα στη νύχτα», λέει τονίζοντας ότι αυτό το έκαναν οι ίδιες Αρχές που επί δύο χρόνια διερευνούσαν την υπόθεση «με τους δικούς τους αργούς ρυθμούς».
«Η μητέρα δεν πήγε μόνο στην Αστυνομία, πήγε πάμπολλες φορές και σε εισαγγελέα ανηλίκων ζητώντας προστασία», επισημαίνει η πρόεδρος του ΕΔΚΒ. «Εκεί την προέτρεψαν να εξετάσει το παιδί ψυχολόγος για να διαπιστωθεί αν λέει αλήθεια. Και αναγκάστηκε να πάει ιδιωτικά, διότι πραγματογνώμονας ορίστηκε επτά μήνες μετά – κι επειδή στην πόλη αυτή δεν λειτουργεί Σπίτι του Παιδιού, όρισαν έναν παιδοψυχίατρο της περιοχής. Στη συνέχεια οι αστυνομικές αρχές βάλανε τη μητέρα να ρωτάει το παιδί προκειμένου να εντοπίσουν το σπίτι του ανθρώπου που ανέφερε ότι ασελγεί σε βάρος του. Κι αυτή κάθε φορά που το παιδί τής έλεγε μία πληροφορία, πήγαινε και τη μετέφερε στο τοπικό αστυνομικό τμήμα. Εν τω μεταξύ, ο πατέρας ερχόταν να πάρει το παιδί, αυτό δεν ήθελε να πάει μαζί του, και όλοι την προέτρεπαν να του το δίνει, γιατί “αν δεν το δίνεις, θα μπλέξεις”».
Οκτώ φορές
Οπως περιγράφεται στο υπόμνημα, κατά παράβαση του πρωτοκόλλου δικανικής συνέντευξης, μέσα σε χρονικό διάστημα 16 μηνών η ανήλικη εξετάστηκε σε 7 διαφορετικές διαδικασίες, από 7 επαγγελματίες, 5 εκ των οποίων εκπροσωπούσαν τις αρμόδιες για την προστασία του Αρχές, ενώ 4 μήνες μετά την τελευταία πραγματογνωμοσύνη, εξετάστηκε και από τη δικαστή – για 8η φορά. Η αντιεπιστημονικότητα των μεθόδων που ακολουθήθηκαν προκαλεί ερωτηματικά για το κατά πόσο μπορούν οι εν λόγω μέθοδοι αφενός να εξυπηρετήσουν τη διερεύνηση της αλήθειας, αφετέρου να προστατεύσουν ένα παιδί το οποίο εντέλει θυματοποιήθηκε ξανά και ξανά από το ίδιο το σύστημα.
Μάλιστα, παρόλο που καμία από τις εκθέσεις που συντάχθηκαν δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι ασελγείς πράξεις σε βάρος του κοριτσιού να έχουν λάβει χώρα, ο δεύτερος πραγματογνώμονας παιδοψυχίατρος που την εξέτασε αναφέρει πως «η μετά απολύτου βεβαιότητος κρίση είναι ανέφικτη» καθώς: 1) Εχει παρέλθει σημαντικό χρονικό διάστημα από την τέλεση των φερόμενων πράξεων, 2) έχει μεσολαβήσει εξέταση του παιδιού από άλλους επαγγελματίες, 3) δεν υπάρχουν στη δικογραφία λόγω της φύσης της ασέλγειας ιατροδικαστικά ευρήματα και 4) η ανήλικη κατά την εξεταζόμενη περίοδο είχε μικρή ηλικία. Αξιοσημείωτο είναι επίσης πως μία από τις πολλές εξετάσεις του παιδιού έγινε «κατ’ αντιπαράσταση» με τον πατέρα της, κόντρα σε κάθε επιστημονική εμπειρία και πρακτική, με το παιδί να είναι εμφανώς αναστατωμένο και να βάζει τα κλάματα.
Η απόφαση
«Βιβλιογραφικά, είναι γνωστό πως οι διαδοχικές εξετάσεις επιμολύνουν με διάφορους τρόπους τις αναμνήσεις ιδιαίτερα των παιδιών μικρής ηλικίας. Η δικαστική απόφαση για αφαίρεση της γονικής μέριμνας, όμως, στέκεται στις αντιφάσεις μεταξύ των διαδοχικών εξετάσεων» επισημαίνει στην «Κ» η Κική Πετρουλάκη. Η ίδια υπογραμμίζει το γεγονός πως η εν λόγω απόφαση κρίνει μετά βεβαιότητας ότι καμία από τις αναφερόμενες πράξεις ασέλγειας δεν έλαβε χώρα πριν καν ολοκληρωθεί η ποινική διερεύνηση των καταγγελλόμενων εγκλημάτων, προκαταλαμβάνοντας έτσι το αποτέλεσμα της ποινικής διαδικασίας. Βασίζεται μάλιστα στο συμπέρασμα ότι τα καταγγελλόμενα αποτέλεσαν μία «συστηματική προσπάθεια της αιτούσας να παρουσιάσει τον αιτούντα ως έναν κακοποιητή πατέρα, με σκοπό αρχικά να παρεμποδίσει το δικαίωμα επικοινωνίας και σταδιακά να καταλήξει στην ολική αποκοπή του από το τέκνο, ώστε να αιτηθεί και να επιτύχει την αφαίρεση της γονικής μέριμνας».
«Αν οι δικαστές έχουν τέτοιες δεξιότητες ώστε να μπορούν να τα καταλαβαίνουν όλα αυτά όταν πράγματι συμβαίνουν με τέτοια βεβαιότητα, μακάρι. Εγώ θα έλεγα μακάρι», σημειώνει σκωπτικά η πρόεδρος του ΕΔΚΒ.
«Η δικογραφία είναι ακόμα ανοιχτή»
Τρία χρόνια αφότου οι Αρχές έλαβαν γνώση του συγκεκριμένου περιστατικού, και με το ποινικό σκέλος της υπόθεσης να έχει μπει στο αρχείο, η έρευνα των κοινωνικών λειτουργών που είναι ακόμα σε εξέλιξη απέφερε ισχυρισμούς ότι το μικρό κορίτσι που μίλησε για ασελγείς πράξεις σε βάρος του σε νηπιακή ηλικία και πλέον είναι σε ηλικία δημοτικού, αυτοτραυματίζεται στα γεννητικά του όργανα. Η μητέρα του ενημερώθηκε ότι θεωρείται ύποπτη «για κάτι» και, αυτή τη φορά, προληπτικά αφαιρέθηκε το δικαίωμα της επίσκεψης και επικοινωνίας με το τέκνο, τόσο από την ίδια όσο και από τους παππούδες. Το παιδί κλήθηκε να εξεταστεί για 9η φορά.
Αστυνομικές πηγές μετέφεραν στην «Κ» ότι, αν και δεν έχει προκύψει ποινική ευθύνη ως προς το κομμάτι της κακοποίησης της ανήλικης, ωστόσο η δικογραφία είναι ακόμα ανοιχτή, καθώς οι δύο γονείς εξακολουθούν να υποβάλλουν εκατέρωθεν μηνύσεις. «Πρόκειται για μια πολύ προβληματική κατάσταση που μας απασχολεί διαρκώς εδώ και τρία χρόνια. Oλες οι ενέργειες, συμπεριλαμβανομένης της αφαίρεσης του παιδιού από το σπίτι, έχουν γίνει σύμφωνα με τις υποδείξεις και τις συμβουλές των αρμόδιων εισαγγελικών αρχών. Προτεραιότητα είναι να βρεθεί τρόπος να προστατευθεί το παιδί, που είναι το μόνο θύμα αυτής της ιστορίας», πρόσθεσαν.
Γονεϊκή αποξένωση και συναφείς έννοιες
Στην πρόσφατη έκθεσή της για την Ελλάδα, η Επιτροπή Εμπειρογνωμώνων του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Καταπολέμηση της Ενδοοικογενειακής Βίας GREVIO αναφέρεται στο άρθρο 1532 του Αστικού Κώδικα που περιλαμβάνει τη «διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του παιδιού με τον άλλο γονέα» ως λόγο αφαίρεσης των γονικών δικαιωμάτων, ακόμα και από μη βίαιο γονέα. Η GREVIO επισημαίνει ότι η γενική διατύπωση των νομικών διατάξεων και η απουσία ρητής αναφοράς σε καταστάσεις ενδοοικογενειακής βίας παρέχει πρόσφορο έδαφος για προβληματικές δικαστικές πρακτικές που βασίζονται στη χρήση του αμφιλεγόμενου «συνδρόμου γονικής αποξένωσης». Καλεί μάλιστα τη χώρα μας «να λάβει όλα τα αναγκαία πρακτικά και νομοθετικά μέτρα για να τερματιστεί η πρακτική τής αφαίρεσης των παιδιών από μη βίαιους γονείς ή του περιορισμού των γονεϊκών τους δικαιωμάτων με την αιτιολογία του “συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης” ή συναφών εννοιών».
Η επιστημονική έρευνα σε βάθος χρόνου έχει δείξει πως το ποσοστό των ανηλίκων που λένε ψέματα για τέτοια ζητήματα είναι πολύ μικρό, κάτω του 3%.
Πόσο πιθανό είναι όμως ένα παιδί να ισχυριστεί ψευδώς ασελγείς πράξεις σε βάρος του επειδή χειραγωγείται από ένα γονέα; Επαγγελματίες του πεδίου με τους οποίους συνομίλησε η «Κ» επισήμαναν ότι οι ανήλικοι μπορούν κάποιες φορές, ιδίως στο πλαίσιο συγκρουσιακών διαζυγίων, να προβούν σε τέτοιους αναληθείς ισχυρισμούς προκειμένου να ικανοποιήσουν έναν από τους δύο γονείς. Ωστόσο, η επιστημονική έρευνα σε βάθος χρόνου έχει δείξει πως το ποσοστό των ανηλίκων που λένε ψέματα για τέτοια ζητήματα είναι πολύ μικρό, κάτω του 3%, σύμφωνα με τα ευρήματα πολυετούς αναδρομικής μελέτης που διενεργήθηκε στις ΗΠΑ και στον Καναδά, όπως επεσήμανε στην «Κ» ο διευθυντής του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού Γιώργος Νικολαΐδης.
Συμπληγάδες πέτρες
Ποιος είναι ο τρόπος ανίχνευσης της αλήθειας; «Η ευλαβική τήρηση του πρωτοκόλλου», μας είπε η Ολγα Θεμελή, αν. καθηγήτρια Εγκληματολογικής Ψυχολογίας, συγγραφέας και ιθύνων νους πίσω από τη διαμόρφωση του πρωτοκόλλου δικανικής συνέντευξης ανηλίκων που θεσμοθετήθηκε στη χώρα μας το 2019. «Κάποια στιγμή πρέπει να αρχίσουν να προσβάλλονται αποφάσεις επειδή δεν ακολουθήθηκε το πρωτόκολλο» τόνισε, προσθέτοντας πως στο εξωτερικό για να λάβεις την κατάθεση ενός παιδιού πρέπει να έχεις ειδική πιστοποίηση. «Εδώ δεν απαιτείται τίποτα. Οποιοσδήποτε αστυνομικός, εισαγγελέας, δικαστής, ψυχολόγος, ψυχίατρος, οποιοσδήποτε εμπλέκεται σε αυτά τα πολύπλοκα γρανάζια του ποινικού μηχανισμού μπορεί να λάβει την κατάθεση ενός παιδιού. Αλλωστε το παιδί στην Ελλάδα καταθέτει αμέτρητες φορές. Μπορεί να κληθεί από την αστυνομία δύο, τρεις, έξι, επτά, οκτώ, δέκα, δεκαπέντε φορές. Θα κληθεί από τον εισαγγελέα. Θα κληθεί από τον ανακριτή. Μπορεί να παραστεί στο δικαστήριο. Θα ερωτηθεί από τους διαδίκους. Θα μιλήσει σε τεχνικούς συμβούλους – πραγματογνώμονες».
Οσο πιο πολλά πρόσωπα εξουσίας εμπλέκονται, τόσο πιο πολύ τα παιδιά θέλουν να ευχαριστήσουν κάθε ένα από αυτά, αλλάζουν τις απαντήσεις τους σε μια προσπάθεια να διαφύγουν, να το σκάσουν, να δραπετεύσουν από τις συμπληγάδες πέτρες.
Σύμφωνα με τον Γιώργο Νικολαΐδη, τα παιδιά στην Ελλάδα καταθέτουν κατά μέσο όρο 14 φορές. «Εχω περιστατικό όπου στη διάρκεια μιας δεκαετίας διατάχθηκαν 28 παιδοψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες. Και είμαι σίγουρος ότι ο δικαστής που διέτασσε την 28η μετά από 8-9 χρόνια ήταν σίγουρος και ο ίδιος ότι δεν επρόκειτο να αναδείξει τίποτα περί της αληθείας που δεν είχε αναδειχθεί από τις προηγούμενες 27. Ομως είναι έτσι στημένο το σύστημα, που είναι μια κίνηση φορσέ».
Η Ολγα Θεμελή έχει καταγράψει εκτενώς τις συνέπειες των παραπάνω στο βιβλίο της που εκδόθηκε πρόσφατα με τίτλο «Παιδιά Χαμένα στην Κατάθεση». «Οι συνέπειες είναι ολέθριες», συνοψίζει στην «Κ». «Καταρχήν, η επαναθυματοποίηση. Με τις διαρκείς αναφορές τα παιδιά αναβιώνουν το τραύμα. Μιλώντας λίγο πιο επιστημονικά, μια πολύ σημαντική συνέπεια για όσους μελετούμε κυρίως αυτό το φαινόμενο είναι η αλλοίωση των μνημονικών ιχνών. Δηλαδή, όσο πιο πολλές φορές γίνεται μια απόπειρα ανάκλησης ενός μνημονικού αποτυπώματος από διαφορετικούς ανθρώπους, με έναν τρόπο τελείως αντιεπιστημονικό, άλλες φορές με εκφοβισμό, άλλες φορές με θετικές ενισχύσεις, άλλες φορές κατά τη διάρκεια πάρα πολλών ωρών, τόσο λιγότερο αξιόπιστο είναι αυτό που θα λάβουμε στα χέρια μας. Γι’ αυτό πάρα πολλές φορές τα παιδιά ανακαλούν ή αποφασίζουν να αλλάξουν τους αρχικούς τους ισχυρισμούς. Οσο πιο πολλά πρόσωπα εξουσίας εμπλέκονται, τόσο πιο πολύ τα παιδιά θέλουν να ευχαριστήσουν κάθε ένα από αυτά, και αλλάζουν τις απαντήσεις τους σε μια προσπάθεια να διαφύγουν, να το σκάσουν, να δραπετεύσουν από τις συμπληγάδες πέτρες».