Το μαχαίρι του 1977 και ο Ελληνας

47 χρόνια ύστερα από ένα διπλό φονικό, ένας ομογενής συλλαμβάνεται στη Ρώμη. Η «Κ» ξετυλίγει το νήμα

το-μαχαίρι-του-1977-και-ο-ελληνας-563245444

Οσο οι αστυνομικοί κατακλύζονταν από νέες υποτιθέμενες πληροφορίες, τόσο θόλωνε η εικόνα. Δύο γυναίκες ήταν νεκρές, έχοντας δεχθεί πολλαπλές μαχαιριές μέσα στο σπίτι τους, σε προάστιο της Μελβούρνης. Οι δεκαετίες, όμως, περνούσαν και ύποπτος δεν υπήρχε στο κάδρο. Το ανεξιχνίαστο έγκλημα του 1977 είχε απασχολήσει πολλούς και συζητιέται ακόμη. Ολα αυτά τα χρόνια στην Αυστραλία η δίωξη ανθρωποκτονιών δέχτηκε τουλάχιστον 1.000 κλήσεις πολιτών, εξέτασε έως και 100 γείτονες, φίλους και συγγενείς των θυμάτων, αλλά και όσα υποτίθεται ότι γνώριζε για την υπόθεση κάποιος κατάδικος. Χωρίς επίλογο στην ιστορία, πολλοί ήταν πρόθυμοι να εισφέρουν τη δική τους θεωρία, ακόμη και ένα μέντιουμ ενεπλάκη. Ωσπου την περασμένη εβδομάδα συνελήφθη ένας Ελληνας μόλις προσγειώθηκε η πτήση του από την Αθήνα στη Ρώμη. Εις βάρος του εκκρεμούσε ερυθρά αγγελία της Ιντερπόλ για τη διπλή δολοφονία.

Η είδηση, όπως προ 47 ετών, έχει μονοπωλήσει το ενδιαφέρον των ΜΜΕ στη Μελβούρνη. Η ανταποκρίτρια τηλεοπτικού δικτύου της Αυστραλίας ταξίδεψε πρόσφατα στην Αθήνα, αναζητώντας συγγενείς του υπόπτου. «Σεβαστείτε την ιδιωτικότητά μας», της είπε κοφτά ο αδελφός του, προτού αποφύγει βιαστικά την κάμερα που είχε στηθεί έξω από το σπίτι του. Μιλώντας με ανθρώπους που έχουν ασχοληθεί με την υπόθεση, η «Κ» ξετυλίγει το κουβάρι.

Περιγραφές

Ηταν 13 Ιανουαρίου 1977 όταν οι δύο γυναίκες εντοπίστηκαν νεκρές στο σπίτι τους στην περιοχή Κόλινγουντ της Μελβούρνης. Οι σοροί τους βρέθηκαν στις 9.30 το πρωί εκείνης της ημέρας από μία φίλη τους, ενώ οι αστυνομικές αρχές εκτίμησαν ότι το έγκλημα είχε τελεστεί τουλάχιστον 48 ώρες νωρίτερα. Τα θύματα ήταν η 27χρονη Σουζάνα Αρμστρονγκ και η 28χρονη Σούζαν Μπάρτλετ, η οποία εργαζόταν ως καθηγήτρια στο τοπικό γυμνάσιο. Στο σπίτι βρέθηκε ζωντανός, μέσα στην κούνια του, ο 16 μηνών γιος της Αρμστρονγκ. Βάσει των περιγραφών της εποχής είχε μείνει εκεί τουλάχιστον επί δύο ημέρες, νηστικός, ενώ είναι παράδοξο πώς δεν κινητοποιήθηκε νωρίτερα κάποιος γείτονας από τα κλάματά του. Το έγκλημα έγινε γνωστό στην Αυστραλία ως «οι φόνοι της οδού Easey».

Το μαχαίρι του 1977 και ο Ελληνας-1
Τα δύο θύματα της οδού Easey, Σούζαν Μπαρτλέτ και Σουζάνα Αρμστρονγκ.

«Φρικτό και απαίσιο χαρακτηρίζεται αυτό το έγκλημα από την αστυνομία, τον Τύπο και την κοινή γνώμη. Και είναι. Αρκεί να φανταστεί κανείς ότι μια γυναίκα έφερε 40 τραύματα από στιλέτο και η άλλη 25», έγραφε η ομογενειακή εφημερίδα «Νέος Κόσμος». «Το έγκλημα έγινε σε μια περιοχή με έντονο ελληνικό στοιχείο. Τα θύματα είχαν στενές σχέσεις με την ομογένεια, τους ήξεραν και είχαν συγκλονιστεί», υπογραμμίζει στην «Κ» ο Σωτήρης Χατζημανώλης, διευθυντής σύνταξης της εφημερίδας.

Οι δύο γυναίκες είχαν ταξιδέψει κάποια χρόνια νωρίτερα στην Ελλάδα, ενώ ως πατέρας του παιδιού της Αρμστρονγκ αναφέρεται ότι ήταν ένας ψαράς από τη Νάξο. Λίγες εβδομάδες πριν από το έγκλημα η 27χρονη είχε επιστρέψει μόνη της μαζί με το βρέφος της στην Αυστραλία.

Το μαχαίρι του 1977 και ο Ελληνας-2

«Νεαρό άτομο»

Στο πρώτο δημοσίευμα του «Νέου Κόσμου» περιγράφεται ότι τα θύματα συνήθιζαν να μην κλείνουν την πόρτα του σπιτιού τους και ότι ο άγνωστος δράστης τις βίασε προτού τις σκοτώσει. Λίγες ημέρες αργότερα η εφημερίδα δημοσίευσε τις φωτογραφίες του φονικού όπλου: ένα μαχαίρι το οποίο είχε εντοπιστεί στην αποβάθρα κοντινού σιδηροδρομικού σταθμού. Στη λαβή υπήρχαν ίχνη αίματος που αντιστοιχούσαν σε ένα από τα θύματα. Οι φωτογραφίες του μαχαιριού δόθηκαν τότε στις εφημερίδες από τις ανακριτικές αρχές με την προσδοκία ότι θα βρισκόταν αυτός που το πούλησε.

Στα τέλη εκείνου του μήνα η αστυνομία της Μελβούρνης ζήτησε τη συνδρομή της Ιντερπόλ για να επικοινωνήσει με τον Ελληνα πατέρα του παιδιού της Αρμστρονγκ. Ο επικεφαλής της έρευνας δήλωνε ότι «πολύ σύντομα θα βρεθεί ο δολοφόνος» και ότι από τα χτυπήματα θεωρούσαν πως «ο δράστης ήταν νεαρό άτομο».

Το 2017 ο ύποπτος είχε συναινέσει να δώσει δείγμα DNA, όμως πριν συμβεί αυτό έφυγε από την Αυστραλία για την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα.

Στα χρόνια που ακολούθησαν δεν υπήρξε πρόοδος στην υπόθεση. Δεν άλλαξε κάτι ούτε το 2017, όταν οι αστυνομικές αρχές προσέφεραν 1 εκατομμύριο δολάρια ως αμοιβή για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στον εντοπισμό του δράστη. Η ιστορία, όμως, προσείλκυε το ενδιαφέρον πολλών. Η Αυστραλή δημοσιογράφος Ελεν Τόμας έγραψε ένα βιβλίο για την υπόθεση και πρόσφατα δημιούργησε ένα σχετικό podcast έξι επεισοδίων. «Η διπλή δολοφονία σόκαρε τη Μελβούρνη», λέει στην «Κ». «Ηταν σχεδόν αδύνατο να κατανοήσει κάποιος πώς δύο νεαρές γυναίκες δέχονται τόσο άγρια επίθεση μέσα στο σπίτι τους, όπου ένα βρέφος κοιμόταν στην κούνια του. Ηταν ένα τρομακτικό έγκλημα που προκάλεσε προβληματισμό για την ασφάλεια στον ιδιωτικό χώρο».

Το μαχαίρι του 1977 και ο Ελληνας-3
Οι έρευνες που έγιναν το 1977 στη σκηνή του εγκλήματος δεν έφεραν αποτέλεσμα.

Οπως επισημαίνει η ίδια, οι αστυνομικές αρχές θεωρούσαν ότι θα εξιχνίαζαν γρήγορα την υπόθεση. Αρχικά είχαν μια λίστα οκτώ υπόπτων και εστίασαν σε δημοσιογράφο του αστυνομικού ρεπορτάζ, ο οποίος ήταν γείτονας των θυμάτων. Ωστόσο σταδιακά κρίθηκε ότι αυτά τα πρόσωπα δεν σχετίζονταν με το έγκλημα.

«Ολιγωρία»

Η Τόμας διαπιστώνει ότι υπήρξε ολιγωρία των Αρχών κατά τα πρώτα στάδια της έρευνας. «Απέτυχαν να εξετάσουν αρκετούς κατοίκους», λέει. «Ο άνθρωπος που έμενε ακριβώς δίπλα περιέγραψε ότι είχε δει έναν άνδρα στο σπίτι τη νύχτα ή τα ξημερώματα πριν από τους φόνους, αλλά τον εξέτασαν πάνω από έναν χρόνο αργότερα και η περιγραφή που έδωσε για τον ύποπτο δεν δημοσιοποιήθηκε ποτέ». Αντίστοιχα, όπως παρατηρεί, άλλος μάρτυρας που είδε εκείνη τη νύχτα ένα αυτοκίνητο να απομακρύνεται από τον δρόμο εξετάστηκε έπειτα από δεκαετίες. Μεταξύ άλλων, η δημοσιογραφική προσέγγιση της εποχής εστίαζε στο γεγονός ότι τα θύματα ήταν νεαρές, έμεναν μόνες και η μία ήταν ανύπαντρη μητέρα. «Αυτή η αποτύπωση ήταν άδικη και δεν βοήθησε την υπόθεση», παρατηρεί η Τόμας.

Το 2017 οι αστυνομικές αρχές ζήτησαν από ορισμένα άτομα να δώσουν δείγμα DNA για να το συγκρίνουν με στοιχεία από τη σκηνή του εγκλήματος. Τότε φέρεται να ζητήθηκε και από τον Πέρι (Περικλή) Κουρουμπλή η λήψη γενετικού υλικού. Ο Κουρουμπλής έχει διπλή υπηκοότητα, ήταν 17 ετών όταν συνέβη το έγκλημα και ζούσε στη Μελβούρνη. Σύμφωνα με δημοσιεύματα αυστραλιανών ΜΜΕ, παρότι αρχικά είχε συναινέσει, δεν έδωσε τελικά δείγμα DNA, εγκατέλειψε τη χώρα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα.

Σύμφωνα με πληροφορίες οι οποίες δεν κατέστη εφικτό να επιβεβαιωθούν, το όνομά του συνδέθηκε με την υπόθεση αφού οι αστυνομικές αρχές έλαβαν δείγμα γενετικού υλικού από συγγενή του στην Αυστραλία και φέρεται να διαπίστωσαν κάποια συσχέτιση. Η Τόμας υποστηρίζει ότι το μαχαίρι είχε εντοπιστεί το 1977 από έναν αστυνομικό μέσα στο αυτοκίνητο του Κουρουμπλή και εκείνος είχε ισχυριστεί πως το είχε βρει πεταμένο στον σιδηροδρομικό σταθμό. Τότε, φαίνεται ότι δεν είχε θεωρηθεί ύποπτος.

Ο Κουρουμπλής δεν φαίνεται να έχει ποινικό μητρώο στην Ελλάδα. Ενας συγγενής του στην Αθήνα με τον οποίο επικοινώνησε η «Κ» δεν θέλησε να κάνει κάποιο σχόλιο. «Τα έχασα μόλις διάβασα την είδηση. Λέω πώς γίνεται;» δηλώνει ο Θανάσης Παρούσης, στο συνεργείο του οποίου επισκεύαζε το όχημά του ο 65χρονος.

Εκτιμάται ότι οι Αρχές της Αυστραλίας δεν επεδίωξαν την έκδοσή του από τη χώρα μας γιατί το αδίκημα έχει παραγραφεί. Ωστόσο, αντίστοιχο χρονικό όριο φαίνεται ότι δεν ισχύει για τις ανθρωποκτονίες στην Ιταλία. Η δικηγόρος Σερένα Τούτσι ορίστηκε αρχικά συνήγορός του από τη νομική βοήθεια για το πρώτο στάδιο της διαδικασίας στη Ρώμη. Οπως δηλώνει η ίδια στην «Κ», ο Κουρουμπλής υποστηρίζει πως είναι αθώος και έχει συναινέσει στην έκδοσή του στην Αυστραλία.

«Είναι σκάνδαλο. Δεν μπορείς να πραγματοποιήσεις μια σοβαρή δίκη για ένα έγκλημα που διαπράχθηκε πριν από 47 χρόνια», σημειώνει στην «Κ» ο δικηγόρος Αλεξάντρο Μαρία Τιρέλι, πρόεδρος του Επιμελητηρίου Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Ποινικού Δικαίου στην Ιταλία. Δύο νομικοί από το γραφείο του ορίστηκαν πρόσφατα πληρεξούσιοι δικηγόροι του 65χρονου. Βρίσκονται, όμως, με δεμένα χέρια καθώς μετά την αρχική συναίνεσή του για την έκδοση, ο εκζητούμενος δεν έχει δυνατότητα να αλλάξει τώρα στάση.

Γιατί, όμως, ταξίδεψε στη Ρώμη; Κατά μία εκδοχή, πριν από καιρό ένας άνδρας επικοινώνησε μαζί του υποστηρίζοντας ότι είναι Ελληνοαυστραλός αρχιτέκτονας και ενδιαφέρεται να επενδύσει σε ένα ακίνητο που έχει ο 65χρονος στην Ελλάδα. Εδωσαν ραντεβού στην Ιταλία, αλλά μόλις βρέθηκε στο αεροδρόμιο συνελήφθη. «Με εξέπληξε ότι σχεδόν έπειτα από μισόν αιώνα αυτή η υπόθεση παραμένει ενεργή», τονίζει η Τόμας.


Κεντρική φωτογραφία: «Φρικτό και απαίσιο χαρακτηρίζεται αυτό το έγκλημα από την αστυνομία, τον Τύπο και την κοινή γνώμη. Και είναι. Αρκεί να φανταστεί κανείς ότι η μια γυναίκα έφερε 40 τραύματα από στιλέτο και η άλλη 25», έγραφε τότε η ομογενειακή εφημερίδα «Νέος Κόσμος».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT