Μάρω Δούκα

2' 45" χρόνος ανάγνωσης

Μάρω Δούκα
Μάρω Δούκα-1

Της Αννας Γριμάνη

Η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;

Ούτε αίσθημα, πιστεύω, ούτε συνείδηση. Απλώς υπάρχει, εάν και

όσο υπάρχει, αβίαστα στη ζωή μας, όπως αβίαστα κυλάει, ή οφείλει να

κυλάει, το ποτάμι προς τη θάλασσα. Και είναι η σχέση μας με τη

γλώσσα και η συνομιλία μας με το χρόνο.

Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα.

Ενα εξαιρετικής τεχνικής και χρωματικών συνδυασμών, επάνω σε

κίτρινο ατλάζι, κέντημα της μητέρας μου.

Η υπέροχη εκδοχή του Ελληνα.

Γιατί όχι η υπέροχη εκδοχή της Eλληνίδας; Μπούκαραν, λέει, στα

χρόνια της Κατοχής οι Γερμανοί λάτρεις του Πλάτωνα και του Γκαίτε

στο σπίτι μιας Κρητικιάς γερόντισσας για να συλλάβουν την κόρη της,

κι εκείνη μέσα στην ταραχή, αλλοπαρμένη, τους ζητούσε συγγνώμη

γιατί δεν είχε τίποτα να τους φιλέψει, ούτε έναν ρεβιθοκαφέ!

Αυτό που με χαλάει.

Πολλά, και πιο πολύ απ’ όλα η καταναλωτική μανία μας…

Είναι προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Ελληνας σήμερα;

Και σήμερα και χθες, ούτε προσόν, θα έλεγα, ούτε μειονέκτημα.

Ευλογία μόνο ή κατάρα. Ανάλογα με τη στιγμή και τη διάθεση.

Παράγει πολιτισμό ο Ελληνας της νέας εποχής ή μένει

προσκολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;

Ο πολιτισμός δεν παράγεται, καλλιεργείται και ευδοκιμεί

αναπόσπαστος από τον περιβάλλοντα χώρο του… Γιατί πολιτισμός,

βέβαια, δεν είναι μόνο τα μεγάλα και τα σπουδαία, «πολιτισμός»

είναι και οι φωτιές που ανάβουμε και καίμε τα δάση μας,

«πολιτισμός» και ο τρόπος που σβήνουμε τις φωτιές…

Με ποια ταυτότητα οι Νεοέλληνες περιέρχονται στον σύγχρονο

κόσμο;

Με την ταυτότητα του ανασφαλούς που άγεται από τη μεγάλη ιδέα

που έχει για τον εαυτό του και φέρεται από τη μειονεξία του

απέναντι σε όσους θεωρεί ανώτερους…

Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα.

Τα «γιατί» μου είχαν πάντα να κάνουν μ’ εμένα και εξαρτιόνταν

άμεσα από τα «πρέπει» μου. Γι’ αυτό και δεν μου περίσσευε τίποτα

για πέταμα.

Ο Ελληνας ποιητής μου.

Ο Γιάννης Ρίτσος. Αλλά και ποιητές της γενιάς μου. Και η Κική

Δημουλά. Και φυσικά ο Σολωμός. Και βέβαια ο Καβάφης.

Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου.

Ολοι τρώγαν και πίναν, λέει, στο πανηγύρι του Αϊ-Γιαννιού, και ο

στρατηγός Μακρυγιάννης, δεκατετράχρονο παλικαράκι τότε, έστεκε

παρακεί ντροπιασμένος, γιατί τον είχε ξυλοφορτώσει δημόσια ένας

συγχωριανός του. Κι αυτή την ντροπή άλλο κριτή δεν ήβρε να την πει

και να τον δικαιώσει παρά τον Αϊ-Γιάννη. Μπαίνει νύχτα στην

εκκλησία, κλείνει την πόρτα κι αρχινά τα κλάματα με μεγάλες φωνές

και μετάνοιες: «Τ’ είναι αυτό οπού ‘γινε σ’ εμέναν, γομάρι είμαι να

με δέρνουν;» Και τον παρακαλεί να του δώσει άρματα καλά κι ασημένια

και δεκαπέντε πουγκιά χρήματα και αυτός θα του φτιάξει ένα μεγάλο

καντήλι ασημένιο. Κι έτσι, «με τις πολλές φωνές», καταλήγει,

«κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον». Και περνούσαν τα χρόνια και

πρόκοψε ο ξυλοδαρμένος έφηβος και πολέμησε τη νεκραναστημένη

πατρίδα κι έμαθε γράμματα στα γεράματά του, γιατί δεν άντεχε να

βλέπει το άδικο να πνίγει το δίκιο κι αυτός να μην μπορεί να μας

αφήσει γραμμένο ότι είμαστε εις το «εμείς» κι όχι εις το «εγώ».

Αυτό, λοιπόν, το μακρυγιαννικό «εγώ» που αναζητάει το «εμείς», για

να υπάρξει, ήταν ανέκαθεν η αδιαπραγμάτευτη ελληνική μου

αλήθεια.

Η Οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη – ορίστε την.

Θα την όριζα ως επαρχιακή οδό τραυμάτων και θαυμάτων…

* Η Μάρω Δούκα είναι συγγραφέας

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT