Αναβαθμίστε τον για να δείτε σωστά αυτό το site. Αναβαθμίστε τον browser σας τώρα!
Από τη νύχτα πριν τις συλλήψεις μέχρι τις συσκέψεις στο Μέγαρο Μαξίμου και τα δικαστικά γραφεία η «Κ» αποκαλύπτει νέα στοιχεία από το παρασκήνιο ενός χρόνου ερευνών για την εγκληματική δράση του ηγετικού πυρήνα της Χρυσής Αυγής.
ΕΡΕΥΝΕΣ 21.09.2014 • ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΑΚΑΟΥΝΑΚΗ
Ξημερώματα Σαββάτου της 28ης Σεπτεμβρίου 2013. Στον δωδέκατο όροφο της ΓΑΔΑ, στα γραφεία της Αντιτρομοκρατικής, υπάρχει ιδιαίτερη κινητικότητα. Μια ολιγομελής ομάδα έχει μόλις ενημερωθεί για μία αποστολή που θα έπρεπε να εκτελεστεί με απόλυτη μυστικότητα. Οι οδηγίες είναι πολύ συγκεκριμένες: ένα όνομα και μια διεύθυνση οικίας στον καθένα, μαζί με εντάλματα σύλληψης και κατ’ οίκον έρευνες. Τα μαύρα τζιπ φεύγουν λίγο μετά τις επτά το πρωί από το κτίριο. Το πιο σημαντικό είναι να φτάσουν όλοι στον προορισμό τους την ίδια ώρα.
Ενα από αυτά κατευθύνεται στην οδό 25ης Μαρτίου στην Πεύκη. Την πόρτα του διαμερίσματος ανοίγει η Ελένη Ζαρούλια. «Ο αρχηγός κοιμάται», λέει στους αξιωματικούς με αυστηρό ύφος.
Λίγα λεπτά αργότερα, εμφανίζεται ο Νίκος Μιχαλολιάκος. «Ηταν ήρεμος, σαν να το περίμενε», θα πουν αργότερα. Μέσα σε λίγη ώρα καταφθάνει και ο Παναγιώτης Μιχαλόλιας, αδερφός και συνήγορος του Μιχαλολιάκου, ο οποίος είναι φανερά πιο εκνευρισμένος από τον αδερφό του. «Θα τα πούμε στα δικαστήρια», λέει στους άνδρες της Αντιτρομοκρατικής, καθώς εκείνοι ερευνούν το σπίτι του γραμματέα της Χρυσής Αυγής. Στο διαμέρισμα βρίσκονται –μεταξύ άλλων– 43.000 ευρώ σε μετρητά, μαχαιροπίρουνα με τον αετό στη σβάστικα, το βιβλίο «Ο αγών μου» του Αδόλφου Χίτλερ, όπλα και σφαίρες.
Μαζί με το τζιπ που μεταφέρει τον Μιχαλολιάκο στη ΓΑΔΑ καταφθάνουν ένας ένας και άλλοι συλληφθέντες. Κάποιοι ήταν ακόμη με τις πιτζάμες τους, ένας μάλιστα με το μποξεράκι του.
Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο, ο Μιχαλολιάκος αλλάζει συμπεριφορά. Ακόμα και οι εκφράσεις του προσώπου του αλλάζουν και από ήρεμος γίνεται ξαφνικά επιθετικός.
Ήταν η πρώτη, αλλά όχι η μοναδική φορά μέσα στον χρόνο που θα ακολουθήσει, που ο Μιχαλολιάκος αλλά και οι υπόλοιποι συλληφθέντες θα δείξουν μια εντελώς διαφορετική συμπεριφορά προς τα έξω απ’ ό,τι πίσω από τις κλειστές πόρτες της ανάκρισης ή αργότερα των φυλακών.
Εν τω μεταξύ, και ενώ όλη η Ελλάδα έβλεπε από τις τηλεοράσεις τις εικόνες των κινηματογραφικών μεταγωγών, δύο έμπειροι ανακριτές, ο Σπύρος Γεωργουλέας και ο Γιώργος Παπακώστας, δέχονται ένα τηλεφώνημα από την προϊσταμένη των δικαστηρίων και μαθαίνουν πως αναλαμβάνουν άμεσα τον χειρισμό της υπόθεσης. Στα δικαστήρια θα φθάσουν λίγο μετά τις τέσσερις το απόγευμα εκείνου του Σαββάτου. Εξω από το κτίριο έχουν ήδη μαζευτεί κλούβες της Αστυνομίας, άνδρες της Αντιτρομοκρατικής και δεκάδες δημοσιογράφοι. Εκείνοι όμως δεν σταματούν λεπτό. Ανεβαίνουν στον πρώτο όροφο για να ξεκινήσουν αμέσως το διάβασμα της δικογραφίας.
Η αυτόφωρη διαδικασία που είχε ακολουθηθεί σήμαινε πως είχαν θεωρητικά μονάχα τρεις ημέρες προθεσμία να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες και να κρίνουν αν οι συλληφθέντες θα προφυλακίζονταν ή όχι. Η δικογραφία όμως δεν έχει καν φτάσει στο γραφείο τους νωρίς το απόγευμα. Δύο ώρες αργότερα, δύο λαχανιασμένοι υπάλληλοι τους παραδίδουν τρεις κούτες και ένα καφάσι. Μέσα υπάρχουν όλα τα στοιχεία στα οποία είχε βασιστεί ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χαράλαμπος Βουρλιώτης για να βγάλει το πόρισμα πως η Χρυσή Αυγή δεν είναι απλώς ένα πολιτικό κόμμα αλλά εγκληματική οργάνωση.
Στο υλικό που παίρνουν για πρώτη φορά στα χέρια τους οι δύο ανακριτές, βασικό στοιχείο είναι ένας περίπλοκος χάρτης με τις τηλεφωνικές επικοινωνίες των κατηγορουμένων το μοιραίο βράδυ της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα από τον Γιώργο Ρουπακιά, ενεργό μέλος της Χρυσής Αυγής.
Τα 150 τηλεφωνήματα στο διάστημα τριών ωρών και κυρίως ο τρόπος που έγιναν αξιολογούνται από τις δικαστικές αρχές ως η ισχυρότερη ένδειξη ότι εκείνο το βράδυ όλοι οι εμπλεκόμενοι, από τα απλά μέλη μέχρι και τα ανώτατα στελέχη του κόμματος, λειτούργησαν ακολουθώντας μια πολύ συγκεκριμένη ιεραρχική δομή. Στην κορυφή της ενημέρωσης δεν είναι άλλος παρά ο ίδιος ο αρχηγός του κόμματος. Ο Μιχαλολιάκος θα πει στην ανάκριση πως το επίμαχο τηλεφώνημα με τον συγκατηγορούμενό του Λαγό ήταν για να συνεννοηθούν για τη διαδρομή που θα ακολουθούσε την επόμενη ημέρα, οι αρχές όμως δεν πείθονται.
Δεν θα μάθουμε ποτέ τι είχε πραγματικά ειπωθεί σε εκείνα τα τηλεφωνήματα, αφού εκ των υστέρων δεν είναι δυνατή η ανάκτηση του περιεχομένου από τις συνομιλίες αλλά μονάχα οι κλήσεις. Οι έμπειροι αξιωματικοί της Αντιτρομοκρατικής είχαν μπει ενεργά στο παιχνίδι ήδη το επόμενο πρωί της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, δέκα μέρες νωρίτερα. Με τη χρήση ενός προγράμματος που μελετά τη δραστηριότητα των κεραιών κινητής τηλεφωνίας, είχαν εντοπίσει όσες κλήσεις έγιναν στην περιοχή της δολοφονίας, από ποιους και προς ποιους. Μια ιδιαίτερα περίπλοκη διαδικασία, που κανονικά μπορεί να πάρει μήνες, ενεργοποιήθηκε κάτω από μεγάλη πίεση μέσα σε λίγα 24ωρα.
Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που αξιωματικοί θα ασχοληθούν με κάποιους από τους συλληφθέντες. Ήδη από το 2012, μια ομάδα έχει αρχίσει να μαζεύει πληροφορίες για τη δράση της βίαιης Ακροδεξιάς στην Ελλάδα, ενώ γνωστή στους κύκλους της Ασφάλειας ήταν και η μυστική παρακολούθηση της ΕΥΠ τού –τότε υποψηφίου– βουλευτή Γιάννη Λαγού. Η αναφορά εκείνη που έκανε λόγο, μεταξύ άλλων, για εκβιασμούς, προστασία σε μαγαζιά της νύχτας, διακίνηση γυναικών και παράνομη οπλοφορία είχε μείνει στο συρτάρι μετά τις εκλογές του 2012. Τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής είχαν αφήσει μουδιασμένη την πολιτική ηγεσία και, παρά τις σοβαρές καταγγελίες που υπήρχαν για τη δράση των μελών της, κανείς δεν έπαιρνε την ευθύνη για την αντιμετώπισή της.
Το βράδυ της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, ο τότε υπουργός Δημοσίας Τάξης Νίκος Δένδιας είχε ξυπνήσει από το τηλεφώνημα του αρχηγού της Αστυνομίας που τον ενημέρωσε για το τι είχε συμβεί. Εκείνος με τη σειρά του κάλεσε τον πρωθυπουργό και τον ενημέρωσε πως σκόπευε να διατάξει έφοδο στα γραφεία της Χρυσής Αυγής. Ο Σαμαράς του έδωσε το «πράσινο» φως.
Την επομένη μέρα ο Δένδιας βρίσκεται από νωρίς στο υπουργικό του γραφείο στην Κατεχάκη και με τη βοήθεια δύο δικηγόρων συγκεντρώνει υποθέσεις μελών της Χρυσής Αυγής που θα μπορούσαν να συσχετιστούν για να αποδείξουν πως τα περιστατικά αυτά δεν είναι μεμονωμένα αλλά χαρακτηριστικά μιας εγκληματικής οργάνωσης. Η ιδέα δεν είχε έρθει ξαφνικά μετά τη δολοφονία Φύσσα, αλλά από ζυμώσεις και συζητήσεις του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος το προηγούμενο διάστημα. Αφορμή δεν ήταν κάποια από τις αμέτρητες επιθέσεις μελών της Χρυσής Αυγής σε αλλοδαπούς τα τελευταία χρόνια αλλά τα επεισόδια που είχαν προκαλέσει σε εκδήλωση μνήμης του Εμφυλίου πολέμου στην εκλογική περιφέρεια του πρωθυπουργού, στον Μελιγαλά.
«Ποιοι νομίζουν πως είναι» είχε αναφωνήσει θυμωμένος το βράδυ της Κυριακής 15 Σεπτεμβρίου, καθώς παρακολουθούσε έκπληκτος στην τηλεόραση τον Παναγιώταρο και τον Κασιδιάρη να κινούνται με στρατιωτικό βηματισμό και να επιτίθενται στον δήμαρχο Οιχαλίας κατά τη διάρκεια της ομιλίας του. Το περιστατικό συζητήθηκε την επόμενη μέρα στον πρωινό καφέ και κάποιος από τον στενό κύκλο είχε προτείνει την απαγόρευση παρελάσεων εκτός στρατού. Η ιδέα όμως είχε απορριφθεί. Λίγες ήμερες πριν, έχει γίνει και η επίθεση Χρυσαυγιτών σε μια ομάδα του ΚΚΕ που αφισοκολλούσε στο Πέραμα, οπότε σε εκείνο το σημείο κάποιος έριξε στο τραπέζι την ιδέα για τον νόμο 187 περί εγκληματικής οργάνωσης.
Η δολοφονία του Φύσσα δύο ημέρες μετά είναι η τραγική αφορμή που θα πείσει τον πρωθυπουργό πως ήρθε η ώρα να κινηθεί ενάντια στη Χρυσή Αυγή μετά από αδράνεια χρόνων.
Όμως ανάμεσα στις 32 δικογραφίες που ο Δένδιας στέλνει στον Αρειο Πάγο, οι δύο ανακριτές συνειδητοποιούν πως κάποιες αφορούν πλημμελήματα, μια εξετάζει περιστατικό εναντίον μελών της Χρυσής Αυγής, σοβαρότερες υποθέσεις που οι ίδιοι γνώριζαν από δημοσιεύματα –αυτή της δολοφονικής επίθεσης εναντίον των Αιγύπτιων ψαράδων στο Πέραμα μία μόλις ημέρα μετά τις απειλές εναντίον τους σε ανοιχτή ομιλία από τον Γιάννη Λαγού- δεν υπάρχουν καν στη λίστα που έχουν στα χέρια τους.
Οι ανακριτές βρίσκονται σε δύσκολη θέση. Δεν μπορούν να ανακρίνουν βάσει δημοσιευμάτων, ούτε κρίνοντας τον χαρακτήρα των συλληφθέντων αλλά με τα στοιχεία που διαθέτουν τη δεδομένη στιγμή. Αργότερα θα εξομολογηθούν στο στενό τους περιβάλλον πως η πίεση ήταν μεγάλη – όχι από κάποιον πολιτικό, αφού επιμένουν πως κανείς δεν τόλμησε να τους τηλεφωνήσει, αλλά από την ίδια την υπόθεση. Ενιωθαν πως όλη η Ελλάδα ήταν από πάνω τους. Οφειλαν, όπως χαρακτηριστικά είπαν στο περιβάλλον τους, με ψυχραιμία να ακολουθήσουν τυφλά ό,τι ορίζει ο νόμος, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την εξέλιξη της υπόθεσης.
Κάποια στιγμή όμως, κάτι που είδαν σε μια ιστοσελίδα, τους έβγαλε πραγματικά από τα ρούχα τους: λίγες μόλις ώρες πριν από την ανάκριση του Χρήστου Παππά, είδαν στο Διαδίκτυο τα πειστήρια από την έφοδο στο σπίτι του στα Γιάννενα. Ντοκουμέντα που οι ίδιοι δεν είχαν ακόμα στα χέρια τους. Ακολούθησε ένα ιδιαίτερα έντονο τηλεφώνημα στη Διεύθυνση της Αντιτρομοκρατικής και το επίμαχο cd έφτασε κυριολεκτικά στο παρά πέντε. Οι δύο ανακριτές δεν πρόλαβαν καν να τυπώσουν το περιεχόμενό του με αποτέλεσμα να ζητήσουν από τον Παππά εξηγήσεις δείχνοντας τις φωτογραφίες στην οθόνη του υπολογιστή τους.
Τέτοιου είδους εμπόδια δεν ήταν τα μοναδικά που η δικαστική ή η πολιτική ηγεσία είχαν να αντιμετωπίσουν. Ενας πόλεμος ενάντια στη δίωξη είχε ξεκινήσει εκ των έσω.
Μέσα στο Μέγαρο Μαξίμου, ο Τάκης Μπαλτάκος, ο έμπιστος σύμβουλος του πρωθυπουργού και γενικός γραμματέας της κυβέρνησης δεν είχε άλλωστε ποτέ κρύψει τις απόψεις του.
«Θα τους κάνουμε ιερομάρτυρες, θα γιγαντωθούν», έλεγε στον πρωθυπουργό. Όταν είδε Μιχαλολιάκο και Παπά με χειροπέδες να φωνάζουν «Ζήτω η Ελλάς» ένιωσε ότι οι χειρότεροί του φόβοι του επαληθεύονται.
«Ξέρεις πώς ακούγεται αυτό στους στρατιωτικούς και στην εκκλησία;», έλεγε με κάθε ευκαιρία σε μέλη του υπουργικού συμβουλίου προσπαθώντας να βρει συμμάχους στον αγώνα του ενάντια στην ποινική δίωξη της Χρυσής Αυγής.
Άγνωστος παραμένει ο ρόλος που έπαιξε εκείνες τις κρίσιμες ημέρες, αλλά εκ των υστέρων, δικαστικοί λειτουργοί γνώστες της υπόθεσης συνειδητοποίησαν πως ένας δικηγόρος - στενός συνεργάτης του Μπαλτάκου – βρισκόταν ημέρα και νύχτα στην Ευελπίδων προσπαθώντας να εκμαιεύσει πληροφορίες για την εξέλιξη της ανάκρισης.
Οταν ανακοινώθηκε ότι ο Κασιδιάρης -με τα στοιχεία που υπήρχαν εκείνη τη στιγμή- δεν θα προφυλακιζόταν αλλά θα του επιβάλλονταν περιοριστικοί όροι, στο Μαξίμου σήμανε συναγερμός.
Ο πρωθυπουργός βρισκόταν στην Αμερική και θεωρούσε την υπόθεση δεμένη. Το δύσκολο τηλεφώνημα στην Ουάσιγκτον στις τέσσερις το πρωί, ανέλαβε να κάνει ο Δένδιας. Εν τω μεταξύ το λόμπι ενάντια στη δίωξη είχε ήδη πιάσει δουλειά, τροφοδοτώντας διάφορα μπλογκς με φήμες ότι ο Σαμαράς είναι εξαγριωμένος με τους υπουργούς που τον είχαν δήθεν παραπλανήσει. Αποδεικνύοντας το ακριβώς αντίθετο, με το που επέστρεψε από την Αμερική, ο Σαμαράς ζήτησε από τον Δένδια να τον συνοδεύσει περπατώντας από τη βουλή ώς το Μέγαρο Μαξίμου. Επρόκειτο για ένα μήνυμα σε όσους θεωρούσαν πως θα έπαιρνε αποστάσεις από τη δίωξη, και για κάποιους το μήνυμα είχε πρώτο αποδέκτη τον Τάκη Μπαλτάκο, με τον οποίο οι σχέσεις του εκείνη την περίοδο πέρασαν κρίση.
Λίγες ώρες αφότου αφήνεται ελεύθερος ο Κασιδιάρης, ο Μιχαλολιάκος ανακρίνεται και κρίνεται προφυλακιστέος. Ο γραμματέας της Χρυσής Αυγής βγαίνει από τα δικαστήρια φωνάζοντας «Ζήτω η νίκη» –κατά το ναζιστικό «Sieg Heil» - και οδηγείται με τον Λαγό στην έρημη τρίτη πτέρυγα των Γυναικείων Φυλακών Κορυδαλλού.
Εκεί, ο Μιχαλολιάκος θα ζητήσει όλο το σώμα των εφημερίδων, ο δε Λαγός όργανα γυμναστικής. Την επομένη φτάνει εκεί και ο Παππάς ως ο υπαρχηγός της εγκληματικής οργάνωσης.
Η δικογραφία – τρεις εβδομάδες αργότερα – περνάει στις ανακρίτριες Ιωάννα Κλάπα και Μαρία Δημητροπούλου. Τους επόμενους 9 μήνες, συνολικά 150 μάρτυρες καταθέτουν νέα στοιχεία για τον ναζιστικό χαρακτήρα της οργάνωσης, τα εγκληματικά τάγματα εφόδου και την ένοπλη στρατιωτική της δομή. Οι 32 υποθέσεις του Δένδια πολλαπλασιάζονται και εκατοντάδες περιστατικά αποκαλύπτουν τη συνεχιζόμενη δράση ομαδικής βίας μελών της Χρυσής Αυγής.
Την ίδια στιγμή, η Ασφάλεια κάνει φύλλο και φτερό το υλικό που έχει κατασχεθεί: κινητά τηλέφωνα, σκληροί δίσκοι και υπολογιστές. Πρόκειται για πολύτιμο υλικό που σε πολλές περιπτώσεις αντικρούει τα όσα είχαν ισχυριστεί στις αρχικές τους καταθέσεις οι κατηγορούμενοι, όπως π.χ. οι χειρόγραφες σημειώσεις του Χρήστου Παππά στο κρυφό καταστατικό, την ύπαρξη του οποίου δήλωνε αρχικά πως αγνοούσε, χαρακτηρίζοντάς το κείμενο «βλακώδες», ή τα βίντεο και οι φωτογραφίες που αποκαλύπτουν τη ναζιστική εμμονή που τόσο έντονα όλοι οι κατηγορούμενοι απαρνούνταν.
Εξίσου αποκαλυπτικές είναι και οι ηχητικές συνομιλίες που είχαν καταγραφεί τις πρώτες κιόλας ημέρες μετά τη δολοφονία, αλλά μέσα στη βιασύνη της αρχικής δίωξης δεν είχαν καν απομαγνητοφωνηθεί. Αυτές αλλά και όλος ο όγκος των στοιχείων πλέον αξιοποιούνται και ξεσκεπάζουν με τον πιο καθαρό τρόπο την εμπλοκή της ηγεσίας του κόμματος τόσο στην υπόθεση Φύσσα όσο και στην επίθεση στους αφισοκολλητές του ΚΚΕ στο Πέραμα.
Η διαδικασία κυλάει ομαλά, μέχρι που την Τετάρτη 2 Απριλίου ο Κασιδιάρης ανεβαίνει στο βήμα της Βουλής και προειδοποιεί για αποκαλύψεις. Λίγη ώρα αργότερα, η συνομιλία –προϊόν υποκλοπής– με τον γενικό γραμματέα της κυβέρνησης Τάκη Μπαλτάκο αναρτάται σε ρωσική ιστοσελίδα.
Ο Μπαλτάκος παραιτείται άμεσα και για τον Ηλία Κασιδιάρη προστίθεται μια ακόμη κατηγορία – αυτή της υποκλοπής. Η συμπληρωματική του απολογία για την εν εξελίξει δίωξη προγραμματίζεται για τον Ιούλιο. Οι ανακρίτριες και ο εισαγγελέας αποφασίζουν ομόφωνα την προφυλάκισή του με το σκεπτικό ότι είναι ύποπτος να τελέσει και άλλα αδικήματα αν παραμείνει έξω. Η κατηγορία που τελικά τον οδηγεί στον Κορυδαλλό αφορά παράνομη κατοχή όπλων.
Τις ημέρες μετά την προφυλάκιση διαρρέουν πληροφορίες ενός σχεδίου, σύμφωνα με το οποίο ο Κασιδιάρης είχε ανοίξει δίαυλο επικοινωνίας με τη Ρωσία, με σκοπό να αιτηθεί εκεί πολιτικό άσυλο. Ο Κασιδιάρης το αρνείται.
Παρόλο που είναι άγνωστο αν το ταξίδι αυτό θα γινόταν ή ακόμα και αν γινόταν κατά πόσο θα είχε την εξέλιξη που επιθυμούσε ο Κασιδιάρης και ο δικηγόρος του, στις 11 Ιουλίου ξαναβρέθηκε με τους επτά προφυλακισμένους βουλευτές, αυτή τη φορά πίσω από τα κάγκελα του Κορυδαλλού.
Εκεί, μακριά από τις κάμερες, η ψυχολογία και η συμπεριφορά τους είναι εντελώς διαφορετική. Περιμένοντας το κατηγορητήριο που θα τους παραπέμψει στο ακροατήριο πριν από το τέλος του χρόνου, οι ισορροπίες κρέμονται από μια κλωστή και άγνωστη παραμένει η στάση που θα κρατήσει ο κάθε κατηγορούμενος στο δικαστήριο.
ΔΕΙΤΕ TO BINTEO:
Το Νο2 της Χρυσής Αυγής κατηχεί ανήλικα παιδιά