Αναβαθμίστε τον για να δείτε σωστά αυτό το site. Αναβαθμίστε τον browser σας τώρα!
Μισό αιώνα μετά τη βύθιση της ακταιωρού «Φαέθων», οι κυπριακές αρχές προσπαθούν μέσω DNA να ταυτοποιήσουν οστά πεσόντων.
ΕΡΕΥΝΕΣ 29.04.2017 • ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ • ΒΙΝΤΕΟ: ENRI CANAJ • ΜΟΝΤΑΖ: ΓΩΓΩ ΜΠΕΜΠΕΛΟΥ
Μόλις είχε ολοκληρώσει το μεσημεριανό του γεύμα, όταν οι επισκέπτες που περίμενε χτύπησαν την πόρτα. Τους υποδέχθηκε με λικέρ κουμ κουάτ και συκόπιτα. «Ξέρετε, είχα παραθερίσει παλιά στην Κέρκυρα», του είπε ένα από τα μέλη της ομάδας. Τον είχαν ενημερώσει για τον σκοπό του ταξιδιού τους, όμως και πάλι χρειαζόταν μια φράση σαν κι αυτή, για να σπάσει ο πάγος. «Δεν ξεχνιούνται οι ήρωες», επανέλαβαν προτού φύγουν και με προσεκτικές κινήσεις συνέλεξαν δείγματα σάλιου από την εσωτερική πλευρά του στόματος του οικοδεσπότη τους.
«Με πήγαν πολλά χρόνια πίσω. Αναμοχλεύεται ο πόνος», λέει ο 71χρονος Κώστας Αγάθος όταν τον συναντάμε λίγες ημέρες μετά στο ίδιο σαλόνι στην Άνω Γαρούνα Κέρκυρας. Κρεμασμένη στον τοίχο, μας κοιτάζει από ψηλά η εικόνα του αδερφού του, Σπυρίδωνα. Αυτή και άλλες δύο φωτογραφίες του, σε όλες με επίσημη στολή εξόδου του ναυτικού, είναι όσα έχουν απομείνει από εκείνον.
Ήταν 8 Αυγούστου 1964, όταν τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη έπληξαν την ακταιωρό «Φαέθων» στην Κύπρο, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας μέλη του πληρώματος. Μεταξύ των έξι Ελλαδιτών πεσόντων βρισκόταν και ο υποκελευστής Σπυρίδων Αγάθος. Οι σοροί τους τάφηκαν τότε στο κοιμητήριο Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λευκωσία. Εκταφές όμως που πραγματοποιήθηκαν αργότερα, χωρίς επιστημονικό τρόπο, φαίνεται ότι οδήγησαν σε μοιραία λάθη. Κάποιες οικογένειες παρέλαβαν οστά που ανήκαν σε άλλους.
Στις αρχές Απριλίου, μισό αιώνα μετά τον βομβαρδισμό της ακταιωρού, ομάδες ανθρωπολόγων και γενετιστών στην Κύπρο προσπαθούν να ξεδιαλύνουν τα σφάλματα του παρελθόντος. Πραγματοποίησαν νέες εκταφές και συνέλεξαν δείγματα DNA από συγγενείς των πεσόντων για να ταυτοποιήσουν επιστημονικά τα λείψανα.
Έστω και τώρα αδέρφια και ανίψια προσδοκούν να λάβουν απαντήσεις. Άλλωστε, επί δεκαετίες τους είχε στερηθεί η πρόσβαση στην αλήθεια. Παρά τις οχλήσεις τους, το τι ακριβώς είχε συμβεί στην Κύπρο παρέμενε μυστικό, υπό τον μανδύα του «άκρως απόρρητου».
Ο Σπυρίδων Αγάθος είχε αποφασίσει να ακολουθήσει καριέρα στο τότε Βασιλικό Ναυτικό. Το 1951 μπήκε στη Σχολή Ναυτοπαίδων του Βόλου. Αργότερα σπούδασε αγγλικά δια αλληλογραφίας και συμμετείχε σε αποστολές του Ναυτικού για παραλαβή παλιών αντιτορπιλικών από τις ΗΠΑ που παραχωρούνταν στην Ελλάδα στο πλαίσιο αμερικανικής βοήθειας.
Ήταν Μάιος του 1964, μία ημέρα μετά τον εορτασμό 100 ετών από την ένταξη των Επτανήσων στην Ελλάδα, όταν ο Κώστας Αγάθος αντίκρισε για τελευταία φορά τον αδερφό του. «Δεν νομίζω να ήξερε ακόμη για την αποστολή του», λέει.
Θυμάται ότι σε εκείνη τη συνάντηση έκαναν σχέδια για τις διακοπές του καλοκαιριού. Λίγο καιρό αργότερα, μία ημέρα προτού αναχωρήσει για την Κύπρο, ο Σπυρίδων παντρεύτηκε τη σύντροφό του, Μαρία στη Σαλαμίνα. Κατά τον αδερφό του το έκανε γιατί φοβήθηκε ότι δεν θα την ξαναδεί.
Τον προορισμό του απέκρυψε από τη δική του οικογένεια και ο κυβερνήτης της ακταιωρού, Δημήτρης Μητσάτσος. Τους είπε ότι θα πήγαινε στην Ιταλία για μία άσκηση. Το πλοίο όμως θα βρισκόταν στις βόρειες ακτές της Κύπρου για να αποτρέψει αποβιβάσεις Τούρκων στρατιωτικών και οπλισμού στα χωριά Μανσούρα και Κόκκινα.
Για την ειδική αποστολή επιλέχθηκαν δύο πλοία, τα «Φαέθων» και «Αρίων». Επρόκειτο για ξύλινα, παράκτια περιπολικά που είχαν κατασκευαστεί το 1935 από το γερμανικό ναυτικό του Χίτλερ και πλέον αξιοποιούνταν σε γεωτρήσεις εταιρείας στην Ερυθρά Θάλασσα. Αγοράστηκαν από τον Κύπριο επιχειρηματία Αναστάση Λεβέντη και δωρίστηκαν στην πατρίδα του.
Ο κ. Μητσάτσος θυμάται ότι τα ξύλα είχαν σκεβρώσει, οι αρμοί είχαν άνοιγμα ένα με δύο χιλιοστά και υπήρχε ο κίνδυνος εισροής υδάτων. Το χρονοδιάγραμμα όμως ήταν πιεστικό. Δεν υπήρχε περιθώριο για εκτεταμένες επισκευές. Λίγες εργασίες συντήρησης πρόφτασαν να γίνουν προτού αποπλεύσουν από την Ελλάδα.
Για τα 22 μέλη πληρώματος του «Φαέθων» εκδόθηκαν ναυτικά φυλλάδια που τους εμφάνιζαν ως Κύπριους. Μεταξύ τους μιλούσαν πλέον χρησιμοποιώντας τα ψευδώνυμα, για να τα συνηθίσουν. Ο κ. Μητσάτσος λεγόταν Δημήτρης Φασίλης. Το πλοίο δεν έφερε σημαία, ούτε διακριτικό κλήσεως. Ήταν ένα πλοίο φάντασμα.
Τον Δεκαπενταύγουστο του 1964, ένα τηλεφώνημα στο κοινοτικό γραφείο της Άνω Γαρούνας ταράζει τον Κώστα Αγάθο. Αρχικά του λένε ότι ο αδερφός του τραυματίστηκε. Το κρύβει από τους γονείς του, τα νέα όμως κυκλοφορούν στο χωριό. Στην εκκλησία οι συντοπίτες μόλις κοιτούν τη μητέρα του βουρκώνουν. Το πανηγύρι αναβάλλεται. Τα γραμμόφωνα δεν παίζουν τραγούδια στα σοκάκια ως συνήθως.
Αποφασίζει να το κρατήσει και άλλο μυστικό από τους γονείς του και κατεβαίνει στην Αθήνα για να μάθει λεπτομέρειες. Η είδηση του θανάτου όμως του αδερφού του φτάνει στην Κέρκυρα προτού προλάβει να επιστρέψει. Όταν γυρίζει στο πατρικό σπίτι βρίσκει τους γονείς του συντετριμμένους.
Χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, πλέοντας στην Ιαπωνία με εμπορικό καράβι, ο Κεφαλονίτης ναυτικός Γεράσιμος Θεοδωράτος μαθαίνει τα δυσάρεστα νέα και για τον δικό του αδερφό, Παναγιώτη, ο οποίος επέβαινε στο «Φαέθων». Έκτοτε προσπαθεί να μάθει την αλήθεια.
«Δεν είχα απαίτηση για αποζημίωση, αλλά να μου πουν πώς έφυγε ο αδερφός μου», λέει.
Επισήμως, το ελληνικό κράτος σιωπά. «Δεν μας είπαν τίποτα. Απολύτως τίποτα», λέει ο κ. Θεοδωράτος. Έπειτα από πιέσεις καταφέρνει να μάθει ότι ο αδερφός του σκοτώθηκε στην Κύπρο. Κανένα άλλο στοιχείο όμως δεν του δίνεται τότε για την υπόθεση. Αντίθετα ο κ. Αγάθος ενημερώνεται ότι ο αδερφός του «εφονεύθη σε διατεταγμένη υπηρεσία σε γυμνάσια στην Ανατολική Μεσόγειο».
Έχοντας διασωθεί και επιστρέψει στην Ελλάδα ο κ. Μητσάτσος μάταια προσπαθεί να πείσει ανωτέρους του να του επιτρέψουν να μιλήσει. Το δεξί του χέρι είχε ακρωτηριαστεί, τον είχαν συμβουλέψει όμως να λέει ότι το έχασε σε ατύχημα, όχι σε μάχη.
Ήταν σα να του ζητούσαν να αρνηθεί την ύπαρξή του. Για χρόνια ο Δημήτρης Μητσάτσος ήταν υποχρεωμένος να μη μοιραστεί με κανέναν ό,τι συνέβη στην Κύπρο. Διαμαρτυρήθηκε σε αρχηγούς του Ναυτικού και υπουργούς. «Η απάντηση ήταν “εσύ κοίτα τη δουλειά σου”», λέει.
Το 2007 είχε εξιστορήσει για πρώτη φορά στην «Κ» το χρονικό της μάχης, με αφορμή το πρώτο μνημόσυνο που τελέστηκε τότε εις μνήμην των πεσόντων στη Λευκωσία. Δέκα χρόνια μετά, μας δείχνει ασπρόμαυρες φωτογραφίες-ντοκουμέντα από τον βομβαρδισμό και διηγείται με ευθύ βλέμμα και μια χαρακτηριστική βραχνάδα στη φωνή τα γεγονότα.
Λέει ότι το πλοίο είχε χαλασμένη τη μία μηχανή, ενώ καθώς έπλεαν με προορισμό την Κύπρο στα ανοιχτά της Κάσου τους πρόδωσε και η δεύτερη. Σχηματίζοντας αλυσίδα, με κουβάδες στα χέρια (τους οποίους είχαν προφτάσει να αρπάξουν από την Ελλάδα πριν από την αναχώρησή τους), τα μέλη του πληρώματος προσπαθούσαν να βγάλουν τα νερά από το μηχανοστάσιο μέχρι να διορθωθεί η βλάβη. Τα προβλήματα όμως συνεχίστηκαν. Η πυξίδα είχε απόκλιση και άλλα ναυτικά βοηθήματα δεν λειτουργούσαν. «Για να βρούμε την Κύπρο ιδρώσαμε», λέει ο κ. Μητσάτσος.
Τελικά κατάφεραν να προσανατολιστούν χρησιμοποιώντας ραδιογωνιόμετρο που λάμβανε σήμα από το ραδιοφάρο του αεροδρομίου της Λευκωσίας. Μετά πολλών κόπων έφτασαν στον προορισμό τους και τοποθέτησαν στο πλοίο τα πολυβόλα που είχαν κρύψει στα υποφράγματα.
Στις 7 Αυγούστου μαίνονταν αιματηρές συγκρούσεις στην περιοχή της Τηλλυρίας και το «Φαέθων» παρουσίασε πάλι βλάβη σε μία από τις μηχανές όταν έσπασε μια αντλία. Δόθηκε εντολή τότε να πλεύσει στο Καραβοστάσι και να περιμένει εφοδιασμό με ανταλλακτικά. Στη διαδρομή πέρασε από πάνω τους σε χαμηλή πτήση ένα αεροσκάφος και την επομένη ο κ. Μητσάτσος διάβασε σε τοπική εφημερίδα ότι τουρκικά αεροπλάνα επιτέθηκαν σε ιταλικό εμπορικό πλοίο γιατί το είχαν θεωρήσει κυπριακό. Έκρινε τότε ότι το «Φαέθων» θα γινόταν άμεσα στόχος.
«Έστειλα σήμα στη Λευκωσία και είπα ότι αναμένω αεροπορική εχθρική επίθεση. Ποιες είναι οι διαταγές; Είπαν να μείνουμε εκεί και να χτυπήσουμε αφού πρώτα βληθούμε», λέει. Από τα πέντε πολυβόλα του πλοίου όμως μόνο το ένα ήταν λειτουργικό. Σε κάποια είχε γίνει λάθος στους γεμιστήρες από την Ελλάδα, σε άλλα δεν τους είχαν εφοδιάσει με πυρομαχικά.
Προτού εμφανιστούν τα τουρκικά αεροσκάφη, ο κ. Μητσάτσος ενημέρωσε τους άνδρες του. «Είπα ότι θα μείνω γιατί αυτή είναι η δουλειά μου. Μόνιμος αξιωματικός, γι’ αυτό με πληρώνουν», λέει.
«Όποιος θέλει όμως μπορεί να μπει στη βάρκα του σημαιοφόρου και να φύγει. Ούτε προδοσίες ούτε τίποτα. Σε λίγο μπορεί να μη ζω. Δεν έφυγε κανείς».
Τα μέλη του πληρώματος έμειναν στο πόστο τους, όπως είχαν πράξει και πριν από την αναχώρηση για Κύπρο όταν τους είχε ενημερώσει ο κυβερνήτης τους για την αποστολή.
Με μια μηχανή πλέον και ένα πολυβόλο το «Φαέθων» έκανε ελιγμούς μεταξύ δύο αμερικανικών φορτηγών πλοίων που ήταν αραγμένα στον όρμο του Ξερού για να φορτώσουν μεταλλεύματα. Θεώρησαν ότι τα τουρκικά αεροσκάφη δεν θα τους χτυπούσαν εάν έβλεπαν τις αμερικανικές σημαίες. Ούτε αυτό σταμάτησε όμως τις ριπές των τεσσάρων τουρκικών F100 που ξεπρόβαλαν από την πλευρά του ήλιου.
Έπειτα από μία ώρα η μάχη είχε τελειώσει.
Οι άνδρες του «Φαέθων» κατάφεραν παρά τη δεινή τους θέση να καταρρίψουν ένα αεροσκάφος. Από τις βολές των υπολοίπων όμως σκοτώθηκαν έξι Ελλαδίτες και ένας Κύπριος. Οι σφαίρες βρήκαν τον κ. Μητσάτσο στο δεξί του χέρι. Το πλοίο τελικά προσάραξε δίπλα σε ξύλινη προβλήτα και ο κυβερνήτης διέταξε εγκατάλειψη.
Τα αεροσκάφη χτυπούσαν τους ναυαγούς ακόμα και όταν εκείνοι κολυμπούσαν προς τη στεριά.
Τα καρέ της μάχης αποτυπώθηκαν από το φακό του φωτογράφου Jim Pringle. Κάποιες από τις εικόνες δημοσιεύτηκαν λίγες ημέρες αργότερα, στις 21 Αυγούστου 1964, σε τεύχος του αμερικανικού περιοδικού «Life». Ο τίτλος του θέματος ήταν: «Ο βομβαρδισμός της Κύπρου».
Άλλες εικόνες του Pringle διατέθηκαν στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Associated Press και μέχρι σήμερα παραμένουν στη βάση δεδομένων του για τους συνδρομητές του. Λίγες ημέρες μετά τη διεξαγωγή της η μάχη ήταν πλέον ευρέως γνωστή. Το γεγονός αυτό όμως φαίνεται πως λίγη σημασία είχε τότε για τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.
Στην Ελλάδα δεν άργησαν να φτάσουν τότε τα νέα, όμως δεν έγιναν γνωστές όλες οι λεπτομέρειες. Την επομένη της μάχης, δημοσίευμα στην «Καθημερινή» περιέγραφε το «Φαέθων» μόνο ως «κυπριακό κανονιοφόρο». Παρά την αναφορά σε νεκρούς και τραυματίες το δημοσίευμα δεν διευκρίνιζε ότι ήταν Έλληνες.
Δύο ημέρες αργότερα οι επιζήσαντες προσγειώθηκαν υπό άκρα μυστικότητα στην Αθήνα. Ο κ. Μητσάτσος οδηγήθηκε στο παροπλισμένο Ναυτικό Νοσοκομείο Πειραιά. «Με έκρυψαν, για να μη με δουν οι δημοσιογράφοι», λέει. Προσθέτει ότι η ολιγωρία του ιατρικού προσωπικού στην Ελλάδα είχε ως αποτέλεσμα να ακρωτηριαστεί το χέρι του. «Την επομένη μύριζε το δωμάτιο. Είχα πάθει γάγγραινα», λέει.
Ο ίδιος, λόγω του τραυματισμού του, εξηγεί ότι δεν ήταν μπροστά στην ταφή των πεσόντων. Πρόσφατα έμαθε για τις έρευνες των κυπριακών αρχών. «Ως κυβερνήτης αυτών των ανθρώπων λυπούμαι βαθύτατα. Όταν σκοτώνεται ένας άνθρωπος είτε φοράει γαλόνια είτε όχι, κάποιες τιμές του αξίζουν. Δόθηκαν τότε κάποιες τιμές αλλά οι γονείς τους δεν ήταν εκεί, οι συγγενείς τους δεν ήταν εκεί. Τουλάχιστον αυτοί που τους έθαψαν δεν ήξεραν ποιους θάβουν;» λέει, τονίζοντας ότι γίνονται μεν προσπάθειες εκ μέρους της πολιτείας για να διορθωθούν σήμερα τα λάθη, όμως για τις οικογένειες των πεσόντων ξύνονται πάλι πληγές.
Στο βόρειο τμήμα του κοιμητηρίου Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης τάφηκαν οι έξι Έλληνες πεσόντες του «Φαέθων»: ο σημαιοφόρος Παναγιώτης Χρυσούλλης, οι υποκελευστές Σπυρίδων Αγάθος και Νικόλαος Πανάγος και οι ναύτες Παναγιώτης Θεοδωράτος, Νικόλαος Νιάφας, Νικόλαος Καπαδούκας. Την περίοδο ’79-’81 στο πλαίσιο εκτεταμένων εκταφών στην Κύπρο για επιστροφή λειψάνων πεσόντων άνοιξε και ένας από αυτούς τους τάφους. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν τουλάχιστον άλλες δύο εκταφές στο ίδιο σημείο.
Από το 1999, όταν πλέον παρόμοιες διαδικασίες γίνονταν με επιστημονικό τρόπο, οι κυπριακές αρχές βρέθηκαν μπροστά σε ανησυχητικά ευρήματα. Διαπίστωσαν ότι σε κάποιες περιπτώσεις πεσόντων της τουρκικής εισβολής ή της περιόδου ’64-’67 δεν αντιστοιχούσαν τα ονόματα στις πλάκες με το εσωτερικό των τάφων.
Το 2007 ο κ. Θεοδωράτος κλήθηκε στο ΓΕΕΘΑ. Μαζί με τον μεγαλύτερο γιο του έδωσαν δείγμα DNA όπως τους ζητήθηκε. Δέκα χρόνια μετά η υπενθύμιση της ιστορίας έφερε ξανά στο προσκήνιο επώδυνες αναμνήσεις. «Θέλω να επιστρέψουν τα οστά του. Ο Παναγής δεν γυρίζει πίσω», λέει ο κ. Θεοδωράτος που έδωσε –όπως έχουν κάνει πολλοί συγγενείς πεσόντων και αγνοουμένων της Κύπρου– το όνομα του αδερφού του στον δευτερότοκο γιο του.
«Θέλω να εκφράσω ένα μεγάλο συγγνώμη εκ μέρους της πολιτείας για όλα τα λάθη που έγιναν στο παρελθόν και γιατί αναγκάζουμε τους συγγενείς να ζήσουν ξανά αυτή την τραγωδία», λέει στην «Κ» ο επίτροπος Προεδρίας για Ανθρωπιστικά Θέματα και πολιτικός προϊστάμενος της εκταφής, Φώτης Φωτίου. Επικεφαλής της διαδικασίας είναι ο σύμβουλός του, Ξενοφών Καλλής.
Σε εξέλιξη βρίσκεται η αποκατάσταση των τάφων και στο σημείο θα κατασκευαστεί έπειτα και μνημείο. Οι ανθρωπολογικές εξετάσεις έχουν ολοκληρωθεί και δείγματα έχουν ήδη σταλεί στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου. «Αναμένω μέσα στον Μάιο να ολοκληρωθούν όλα και μαζί, Κύπρος και Ελλάδα, να κάνουμε αυτό που πρέπει, να αποτίσουμε τις δέουσες τιμές έστω και ετεροχρονισμένα», λέει ο κ. Φωτίου.
Μπορεί να έχει περάσει μισός αιώνας, όμως οι οικογένειες των πεσόντων ζουν ακόμη με τη σκιά της απώλειας. Στα Μονοπωλάτα Κεφαλονιάς, το χωριό του Παναγιώτη Θεοδωράτου, οι ντόπιοι φοβούνταν να στείλουν τα παιδιά τους στην Κύπρο στην επιστράτευση του ’74.
«Όλο το χωριό τον αγαπούσε», λέει ο αδερφός του, Γεράσιμος. Με την ιστορία του θείου που δεν πρόλαβαν να γνωρίσουν μεγάλωσαν έπειτα και οι γιοι του. Όταν ήρθε η ώρα να υπηρετήσουν τη θητεία τους στο Ναυτικό υπήρχαν επιφυλάξεις στην οικογένεια.
Αντίστοιχα, η σύζυγος του Σπυρίδωνος Αγάθου δεν παντρεύτηκε ξανά. «Τους έστειλαν για εκτέλεση. Δεν ξεχνάς ποτέ. Είναι το μόνο πράγμα που ο χρόνος δεν γίνεται γιατρός», τονίζει ο αδερφός του, Κώστας.
Η Ελλάδα δεν φαίνεται να διδάχτηκε άμεσα από τα λάθη της στην υπόθεση της ακταιωρού «Φαέθων». Το 1974, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η ιστορία μοιάζει να επαναλαμβάνεται όταν Έλληνες καταδρομείς στέλνονται αιφνιδιαστικά και υπό άκρα μυστικότητα στη Λευκωσία με αεροσκάφη τύπου «Νοράτλας». Από την κατάρριψη ενός εξ' αυτών σκοτώνονται 31 άνθρωποι. Γίνονται και πάλι λάθη στις εκταφές των οστών ορισμένων πεσόντων και οι οικογένειές τους εισπράττουν την αδιαφορία του ελληνικού κράτους. Περνούν συνολικά 42 χρόνια από το συμβάν μέχρι να γραφτεί ο επίλογος, να ταυτοποιηθούν τα λείψανα και να παραδοθούν με τιμές στους συγγενείς.
To 1973 με εντολές της χούντας o κ. Μητσάτσος δεν προήχθη και παρέμεινε στο βαθμό του πλοιάρχου σε πολεμική διαθεσιμότητα. Είχε αποφασίσει ήδη όμως να ακολουθήσει άλλο δρόμο. Αποφοίτησε από το Πολυτεχνείο και από το 1983 μέχρι σήμερα είναι γενικός διευθυντής της Ελληνικής Ενωσης Προστασίας Θαλασσίου Περιβάλλοντος (HELMEPA).
Τον Ιανουάριο του 2016 ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Πάνος Καμμένος με τον Κύπριο ομόλογό του Χριστόφορο Φωκαΐδη τον παρασημοφόρησαν σε εκδήλωση απόδοσης τιμών στους πεσόντες που πραγματοποιήθηκε με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παράλληλα, εκείνη την περίοδο ήρθη και το απόρρητο.
«Ήταν ένα γεγονός που σημάδεψε τις έξι οικογένειες», λέει ο κ. Μητσάτσος. «Απόγευμα Αυγούστου, όταν άλλοι στην Ελλάδα κολυμπούσαν και διασκέδαζαν αυτοί οι άνθρωποι πολεμούσαν».
Οι πληγές μιας μυστικής αποστολής
Ρεπορτάζ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Κάμερα: ENRI CANAJ
Μοντάζ: ΓΩΓΩ ΜΠΕΜΠΕΛΟΥ
Φωτογραφίες αρχείου: AP
Βίντεο αρχείου: ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ SIGMA
Για την Kαθημερινή και το Kathimerini.gr.
29.04.2017