Αναβαθμίστε τον για να δείτε σωστά αυτό το site. Αναβαθμίστε τον browser σας τώρα!
Πώς φτάσαμε σε καταδίκη Ελληνίδας για υπόθεση εμπορίας οργάνων στην Ινδία.
ΕΡΕΥΝΕΣ 15.10.2017 • ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Η 60χρονη Σ.Χ. ήθελε να γλιτώσει από τη βασανιστική διαδικασία της αιμοκάθαρσης. Όπου κι αν στρεφόταν, όμως, κανείς δεν δεχόταν να την υποβάλει σε μεταμόσχευση νεφρού. Το ρίσκο, έλεγαν, ήταν μεγάλο. Το 2004 ταξίδεψε στη Γαλλία όπου διαγνώστηκαν τα σοβαρά καρδιακά της προβλήματα. Δύο χρόνια αργότερα στις Φιλιππίνες, βρήκαν ότι έπασχε από καρκίνο του τραχήλου. Μόνο στην Ινδία υπήρχε ένας γιατρός, πρόθυμος να τη χειρουργήσει.
Το 2007 η Ελληνίδα νεφροπαθής βρέθηκε στο Γκουργκαόν, ένα αναπτυσσόμενο προάστιο στο Νέο Δελχί. Έμεινε στον ξενώνα της κλινικής, όπου υπήρχαν μάγειρας, καλωδιακή τηλεόραση, ακόμη και αίθουσα μπιλιάρδου για τους ασθενείς. Δύο ημέρες, όμως, μετά τη μεταμόσχευση, στις 18 Ιουνίου εκείνου του έτους, ανακοινώθηκε σε συγγενείς της στην Ελλάδα ο θάνατός της.
Μαζί της είχε ταξιδέψει για τον ίδιο λόγο ένας ακόμη Ελληνας νεφροπαθής. Με την επιστροφή του στην Αθήνα οι συγγενείς του τον οδήγησαν αμέσως από το αεροδρόμιο σε νοσοκομείο της Αττικής. Παρουσίαζε μετεγχειρητικές επιπλοκές εμπύρετου οξέος πνευμονικού οιδήματος. Στις 25 Ιουλίου 2007 πέθανε. Ως αιτία θανάτου αναφερόταν στα σχετικά έγγραφα: «σηψαιμικό σοκ από μικρόβια που εισήλθαν στον οργανισμό κατά τη διάρκεια μεταμόσχευσης που έκανε στην Ινδία».
Λίγους μήνες αργότερα, στην ίδια κλινική από την οποία είχαν περάσει αυτοί οι ασθενείς, οι αστυνομικές αρχές της Ινδίας εντόπισαν σε έφοδό τους άλλους τέσσερις Ελληνες. Όπως προκύπτει από μαρτυρικές καταθέσεις και δικαστικά έγγραφα κάποιοι εξ αυτών επρόκειτο να υποβληθούν σε μεταμόσχευση νεφρού πληρώνοντας έως και 40.000 ευρώ στον ίδιο γιατρό. Για να καλύψουν το κόστος μάλιστα ορισμένοι ασθενείς είχαν πάρει δάνεια από ελληνικές τράπεζες. Οι δότες ήταν φτωχοί Ινδοί που λάμβαναν ως αμοιβή από 500 έως και 1.500 ευρώ.
Η Ιντερπόλ εξέδωσε ερυθρά αγγελία για τη σύλληψη του Αμίτ Κουμάρ, του Ινδού γιατρού που ηγείτο του κυκλώματος εμπορίας νεφρών. Για την ελληνική δικαιοσύνη, όμως, χρειάστηκε να περάσει σχεδόν μια δεκαετία μέχρι να κλείσει το πρώτο κεφάλαιο της υπόθεσης.
Στις 17 Ιουλίου 2017 το Ε΄ Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών επέβαλε ποινή φυλάκισης εννέα ετών σε 50χρονη Ελληνίδα που κατηγορείται ότι λειτουργούσε ως μεσάζουσα με το κύκλωμα της Ινδίας. Άλλοι κατηγορούμενοι για την ίδια υπόθεση, μεταξύ των οποίων και μία γιατρός, αθωώθηκαν. Η 50χρονη παραμένει ελεύθερη υπό όρους, καθώς η έφεση που άσκησε έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Μέχρι να φτάσει, πάντως, το ελληνικό σκέλος της υπόθεσης στο ακροατήριο και να ολοκληρωθεί σε πρώτο βαθμό, τουλάχιστον τέσσερις από τους 17 μάρτυρες πέθαναν από λόγους υγείας. Σήμερα, η «Κ» παρουσιάζει για πρώτη φορά άγνωστες πτυχές της ιστορίας τους και τους λόγους που τους οδήγησαν στα χέρια του Αμίτ Κουμάρ, του γιατρού που αποκαλείται από συμπατριώτες του «Δρ Τρόμος».
Δεν είναι ξεκάθαρο εάν ο Κουμάρ κατείχε όντως πανεπιστημιακό πτυχίο ιατρικής ή βασιζόταν σε εμπειρικές γνώσεις. Στο παρελθόν, πάντως, είχε συλληφθεί τουλάχιστον δύο φορές για παράνομες μεταμοσχεύσεις. Συνήθως έμενε ελεύθερος καταβάλλοντας χρηματική εγγύηση, άλλαζε το όνομά του και έστηνε σε άλλο μέρος της Ινδίας νέα κλινική. Πέρα από το χειρουργείο, ο κινηματογράφος ήταν το μεγάλο πάθος του.
Το 1991 υπό το ψευδώνυμο Σαντός Ραούτ έπαιξε τον ρόλο του αστυνομικού στην ταινία τρίτης διαλογής «Khooni Raat» («Ματωμένη Νύχτα»). Τρία χρόνια αργότερα φέρεται να πραγματοποίησε ως χειρουργός την πρώτη του μεταμόσχευση.
Στην Ελλάδα, όμως, σταδιακά ο Κουμάρ απέκτησε καλή φήμη. Όπως αναφέρθηκε και από μάρτυρες κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, ο Ινδός επισκεπτόταν την Αθήνα και συναντούσε ασθενείς στο ξενοδοχείο «Τιτάνια».
Τον Οκτώβριο του 2005 μια έμπορος, ιδιοκτήτρια καταστήματος λευκών ειδών και επίπλων στη Δυτική Αττική, ταξίδεψε στο Νέο Δελχί μαζί με τη νεφροπαθή μητέρα της. Υποστήριξε ότι η μακρά λίστα αναμονής στην Ελλάδα δεν της άφηνε άλλη επιλογή. Επί χρόνια, η μητέρα της υποβαλλόταν στην πολύωρη αιμοκάθαρση, μια διαδικασία που περιέγραφε ως «καθημερινό θάνατο». Ώσπου χειρουργήθηκε από τον Κουμάρ και δεν εμφάνισε επιπλοκές.
Έκτοτε, όποτε δεχόταν σχετικές ερωτήσεις από άλλους ασθενείς ή συγγενείς τους, η έμπορος περιέγραφε στον στενό κύκλο των νεφροπαθών την εμπειρία της. Όπως ισχυρίστηκε αργότερα στις ελληνικές δικαστικές αρχές, ο Ινδός γιατρός είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη της και δεν είχε υποπέσει στην αντίληψή της κάποια παρανομία του. Υποστήριξε ότι στα μάτια της φάνταζε «σωτήρας» και «υπεράνθρωπος».
Συνόδευσε άλλες τρεις φορές τέσσερις Έλληνες ασθενείς σε ταξίδια για μεταμόσχευση. Αργότερα ισχυρίστηκε ότι το έκανε για δύο λόγους: αφενός γιατί ως εισαγωγέας υφασμάτων από την Ινδία είχε επαγγελματικό ενδιαφέρον στην περιοχή και αφετέρου γιατί βοηθούσε τους Έλληνες νεφροπαθείς ως διερμηνέας αγγλικών. Υποστήριζε ότι η διαμονή της εκεί ξεπερνούσε τις 20 ημέρες κάθε φορά και ότι τα χρήματα που λάμβανε από τους ασθενείς (σύμφωνα με μαρτυρίες 5.000 ευρώ ή περισσότερα) κάλυπταν μόνο τα εισιτήρια και τα έξοδα διαβίωσης και δεν προορίζονταν για προσωπικό όφελος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του ελληνικού δικαστηρίου, από το 1994 έως και το 2008 συνολικά 114 Έλληνες νεφροπαθείς πραγματοποίησαν μεταμόσχευση στο εξωτερικό. Εξ αυτών οι 48 επέλεξαν την Ινδία. Οι εννέα πέθαναν μετά την επέμβαση και στους τέσσερις απορρίφθηκε το μόσχευμα.
Τα ταξίδια των Ελλήνων όμως στην Ινδία (με δική τους πρωτοβουλία και χωρίς σχετική άδεια) έχουν την αφετηρία τους τουλάχιστον στο 1990. Όπως είχε καταθέσει στις ελληνικές αρχές, με αφορμή την υπόθεση του Κουμάρ, ο πρώην πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Νεφροπαθών Γιώργος Καστρινάκης (ο οποίος πέθανε πέρυσι) το 1990 ένας τυπογράφος μεταμοσχεύθηκε στην Ινδία και «απεβίωσε στην Ελλάδα λίγες εβδομάδες μετά την επιστροφή του προσβληθείς από μικρόβιο».
Τη μετάβαση στο Νέο Δελχί είδε ως μόνη λύση το 2008 και η Ε.Δ. Δεν πρόλαβε όμως να μπει στο χειρουργείο. Τον Ιανουάριο εκείνου του έτους δέκα αστυνομικοί εισέβαλαν στην κλινική του Κουμάρ. Την εντόπισαν εκεί, μαζί με τον σύζυγό της, μία ακόμη Ελληνίδα και την έμπορο λευκών ειδών από τη Δυτική Αττική.
Λόγω της εύθραυστης κατάστασής της οι ινδικές αρχές της επέτρεψαν να επιστρέψει στην Ελλάδα. Αργότερα, κατέθεσε στην αστυνομία ότι η έμπορος ζήτησε 2.700 ευρώ για να μεταφράσει τις εξετάσεις ιστοσυμβατότητας από τα ελληνικά στα αγγλικά. Ακόμη δήλωσε ότι θα πλήρωνε 10.000 ευρώ για να δει ο Ινδός γιατρός τα χαρτιά της και 40.000 ευρώ για τη μεταμόσχευση.
Άνθρωπος που τη γνώριζε λέει στην «Κ» ότι η υγεία της ήταν ήδη αρκετά επιβαρυμένη. Είχε βασίσει σε αυτό το ταξίδι τις ελπίδες της για επιβίωση. Τελικά πέθανε χωρίς να βρει μόσχευμα στην Ελλάδα, προτού προλάβει να εμφανιστεί και ως μάρτυρας στο δικαστήριο.
Η ελληνική νομοθεσία επιτρέπει τις μεταμοσχεύσεις ασθενών στο εξωτερικό εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι. Τριμελής επιτροπή του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων αναλαμβάνει τη γνωμοδότηση κρίνοντας πόσο σοβαρή είναι η κατάσταση του ασθενούς και εάν μπορεί ή όχι να αντιμετωπιστεί το περιστατικό στη χώρα μας.
Ενδεικτικά, την περίοδο 2012-2013 εκδόθηκαν 36 εγκρίσεις για μεταμόσχευση νεφρού σε Γαλλία, Αγγλία, ΗΠΑ, Γερμανία, Ιταλία. Αντίστοιχα τα έτη 2014-2016 οι ίδιες εγκρίσεις έφτασαν τις 49. Μεταβάσεις σε κράτη όπως η Ινδία δεν εγκρίνονταν γιατί υπήρχε ο κίνδυνος επιπλοκών ή εμπορίας οργάνων.
Το 2013, ο μέσος χρόνος αναμονής για αντίστοιχη επέμβαση στην Ελλάδα έφτανε τα 6-7 έτη. Βάσει νομοθεσίας, οι πηγές μοσχευμάτων για νεφροπαθείς είναι δύο: είτε συγγενείς ζώντες δότες ή αποβιώσαντες μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες που ακολουθούνται σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας των νοσοκομείων.
Το πρόβλημα της έλλειψης μοσχευμάτων όμως συνεχίζεται και στις μέρες μας. Ο δείκτης δωρεάς οργάνων ήταν 5,6 δότες ανά εκατομμύριο πληθυσμού το 2013, ενώ πέρυσι έπεσε στο 4,6. Δεν είναι χαμηλός μόνο σε σύγκριση με παρελθόντα έτη. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν 12 ή 14 δότες ανά εκατομμύριο πληθυσμού (τριπλάσιοι από τον ελληνικό μέσο όρο).
Για τον κ. Σβάρνα οι ελλείψεις οφείλονται στο κενό ενημέρωσης. «Θα έπρεπε η ιδέα της δωρεάς να περνάει από όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης», λέει.
Η αύξηση των μοσχευμάτων δεν θα προσφέρει μόνο λύση σε ανθρώπους που μέσα στην απόγνωσή τους στρέφονταν σε γιατρούς όπως ο Κουμάρ, αλλά συμφέρει και την ελληνική οικονομία. Όπως εξηγεί ο πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Μεταμοσχευμένων Νεφρού, το κόστος ενός αιμοκαθαιρόμενου ασθενούς είναι πολλαπλάσιο των εξόδων παρακολούθησης ενός μεταμοσχευμένου. Φέτος, μέχρι και τις 2 Οκτωβρίου, έχουν πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα 71 μεταμοσχεύσεις νεφρού (από πτωματικούς δότες), πλησιάζοντας τον αριθμό όλου του περυσινού έτους. Το 2006, όμως, ο αριθμός αντίστοιχων μεταμοσχεύσεων ήταν διπλάσιος.
Ο διευθυντής της Νεφρολογικής Κλινικής του Λαϊκού Νοσοκομείου, Ιωάννης Μπολέτης, θυμάται στο παρελθόν μεταμοσχευμένους ασθενείς να εισάγονται κατευθείαν έπειτα από επεμβάσεις σε χώρες όπως η Ινδία. Εμφάνιζαν λοιμώξεις από ανθεκτικά μικρόβια, καθώς έπαιρναν γρήγορα εξιτήριο από τις κλινικές και επέστρεφαν στην Ελλάδα. Ο κ. Σβάρνας απορεί πώς άντεχαν αυτοί οι ασθενείς τόσο άμεσα μετά το χειρουργείο το πολύωρο ταξίδι της επιστροφής.
Πάντως, ο κ. Μπολέτης παρατηρεί ότι τα τελευταία χρόνια δεν εμφανίζονται για μετέπειτα παρακολούθηση ασθενείς μεταμοσχευμένοι στην Ινδία ή στις Φιλιππίνες. Ίσως να ευθύνεται η οικονομική δυσπραγία για αυτή τη διακοπή ή η εξάρθρωση κυκλωμάτων εμπορίας οργάνων, όπως στην περίπτωση του Κουμάρ.
Το κύκλωμα εμπορίας οργάνων που λειτουργούσε στο Νέο Δελχί εξαπατούσε τους φτωχούς δότες υποσχόμενο ότι θα τους εξασφαλίσει εργασία. Οπως αναφέρεται σε δικαστικά έγγραφα, τουλάχιστον 500 επεμβάσεις είχαν πραγματοποιηθεί από τον Κουμάρ από το 1999 έως το 2008. Μέρος των χρημάτων που λάμβανε ως αμοιβή χρησιμοποιήθηκαν για αγορά ακινήτων στο εξωτερικό και άλλα κατατέθηκαν σε λογαριασμό του στον Καναδά. Ο Κουμάρ αρνείται ότι εξαπατούσε τους δότες.
Τουλάχιστον δύο Ελληνες ασθενείς δήλωσαν ότι μετά την επέμβαση γνώρισαν τους δότες και τους ευχαρίστησαν με φιλοδωρήματα των 300 και των 500 ευρώ. Εκ των υστέρων, ενώπιον του δικαστηρίου, ορισμένοι ασθενείς άλλαξαν τη στάση τους λέγοντας ότι δεν υπήρχε οικονομική συναλλαγή με τους δότες.
Προτού φτάσει, πάντως, η υπόθεση στο ακροατήριο εκδόθηκαν από τις ελληνικές αρχές εντάλματα σύλληψης του Κουμάρ και ενός συνεργού του, ενώ ζητήθηκε και δικαστική συνδρομή από την Ινδία. Οι δύο άνδρες δεν στάλθηκαν ποτέ στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα ινδικών εφημερίδων, ο Κουμάρ συνελήφθη στο Νεπάλ και το 2013 καταδικάστηκε σε επτά έτη φυλάκισης. Το 2014 –όπως είχε συμβεί και σε άλλες υποθέσεις του στο παρελθόν– αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση. Χάθηκε για λίγο καιρό, ώσπου συνελήφθη ξανά πέρυσι και σήμερα αντιμετωπίζει παρόμοιες κατηγορίες για νέα υπόθεση εμπορίας οργάνων στην πατρίδα του.
Όλα αυτά τα χρόνια εκμεταλλευόμενος το πυκνό δίκτυο συνεργών του κατόρθωνε ανά διαστήματα να καλύπτει τα ίχνη του. Το 2003 πέθανε σε κλινική του, μετά τη μεταμόσχευση, 55χρονος Τούρκος νεφροπαθής. Ένας εκ των συνεργών του Κουμάρ, όμως, παρουσίασε τον θανόντα ως τουρίστα που ένιωσε σφίξιμο στο στήθος μετά την επίσκεψή του στο Ταζ Μαχάλ και πέθανε από ανακοπή.
Όταν το 2008 αποκαλύφθηκε πέρα από τα σύνορα της Ινδίας ο ρόλος του Κουμάρ, οι ελληνικές αστυνομικές αρχές ερεύνησαν τους τραπεζικούς λογαριασμούς της εμπόρου από τη Δυτική Αττική, ενώ στο κατάστημά της κατασχέθηκαν και φωτογραφίες από το Νέο Δελχί. Σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα, σε μία εξ αυτών εικονίζεται μαζί με τον Κουμάρ και σε άλλες δίπλα σε ασθενή με ορό ή φορώντας ιατρική στολή χειρουργείου. Κατά την προανάκριση κάποιοι από τους ασθενείς ή συγγενείς τους είχαν αναφέρει ότι η έμπορος δεν τους είχε συστηθεί με την πραγματική της ιδιότητα και παρίστανε τη δικηγόρο.
Η ψευδής δήλωση αιτίας θανάτου φαίνεται ότι εφαρμόστηκε και σε ελληνική περίπτωση. Όπως προκύπτει από τα δικαστικά έγγραφα, τον Ιούνιο του 2007 μετά τον θάνατο της νεφροπαθούς Σ.Χ., η έμπορος προσπάθησε να οργανώσει τη διαδικασία επιστροφής της σορού στην Αθήνα. Εμφανίστηκε τότε στο νοσοκομείο Lotus Haryanna και σε αστυνομικό τμήμα για τη χορήγηση πιστοποιητικού θανάτου και την έκδοση άδειας μεταφοράς, δηλώνοντας ψευδώς ότι η θανούσα ήταν θεία της. Είπε ότι είχαν επισκεφτεί την Ινδία για τουρισμό, η 60χρονη ασθενής αισθάνθηκε πόνους στο στήθος και πέθανε στο νοσοκομείο από καρδιακή προσβολή. Το πιστοποιητικό που υπέγραψε συγγενής του Κουμάρ ανέφερε ως αιτία θανάτου: «Οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου».
Ρεπορτάζ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Διαβάστε το δεύτερο μέρος της έρευνας: Ταξίδι ζωής και θανάτου στην Ινδία
Για την «K» και το Kathimerini.gr.
Κυριακή 15.10.2017