Αναβαθμίστε τον για να δείτε σωστά αυτό το site. Αναβαθμίστε τον browser σας τώρα!
Η «Κ» δημοσιεύει πρώτη φορά φωτογραφικά ντοκουμέντα για το ύποπτο «παρελθόν» αρχαιοτήτων που κατασχέθηκαν στο Μανχάταν.
ΕΡΕΥΝΕΣ 14.01.2018 • ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Το αποκαλούσαν «Θεά της Σαρδηνίας» και η εκτιμώμενη αξία του έφθανε το 1,2 εκατ. δολάρια. Το μαρμάρινο γυναικείο ειδώλιο θα έβγαινε σε δημοπρασία στις 11 Δεκεμβρίου 2014. Στις φωτογραφίες του επίσημου καταλόγου παρουσιαζόταν άθικτο, επιμελώς συντηρημένο. Μια πιο προσεκτική ματιά, όμως, αποκάλυπτε κάτω από τον αριστερό μαστό και στη βάση του ύποπτα σημάδια.
Ήταν μαύρες αποχρώσεις, απομεινάρια επικαθίσεων αιώνων. Σε αντικείμενα σαν κι αυτό, φυτά και ρίζες δέντρων ενδέχεται με τα χρόνια να αφήνουν το αποτύπωμά τους. Για τους επίδοξους αγοραστές αντίστοιχα στοιχεία κρίνονται πολύτιμα, καθώς χρησιμεύουν ως αποδείξεις γνησιότητας αυξάνοντας τη χρηματική αξία. Για τους διώκτες αρχαιοκαπήλων, όμως, τα ίδια σημάδια μπορεί να αποτελέσουν πρόσθετες ενδείξεις ότι το επίμαχο αντικείμενο αποτελεί προϊόν λαθρανασκαφής.
Λίγες εβδομάδες πριν από τη δημοπράτηση ο δρ Χρήστος Τσιρογιάννης, ερευνητής παράνομων αρχαιοτήτων και διεθνών αρχαιοκαπηλικών κυκλωμάτων στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, κατάφερε να ταυτίσει τη «Θεά της Σαρδηνίας» με φωτογραφίες στο αρχείο του Ιταλού εμπόρου τέχνης και καταδικασθέντος για αρχαιοκαπηλία Τζιάκομο Μέντιτσι. Σε αυτές το ειδώλιο φαίνεται ακαθάριστο και σπασμένο σε έξι κομμάτια (λείπει σχεδόν η μισή κεφαλή).
Υπάρχει όμως κάτι κοινό με την εικόνα του καταλόγου δημοπράτησης. Οι επικαθίσεις εντοπίζονται στα ίδια ακριβώς σημεία. Ο Έλληνας ερευνητής ενημέρωσε τις αμερικανικές και ιταλικές αρχές και μόλις έξι ημέρες μετά την ανακάλυψή του ο οίκος Christie’s απέσυρε το αντικείμενο. Φορείς στη Σαρδηνία απαίτησαν τον επαναπατρισμό του. Η τύχη του δεν έχει γίνει δημοσίως γνωστή. Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά, όμως, αυτή η ταύτιση θα οδηγούσε σε νέες σημαντικές αποκαλύψεις με έντονο ελληνικό ενδιαφέρον.
Στο ιστορικό συλλογής που είχε παραθέσει ο οίκος δημοπρασιών φαινόταν ότι η «Θεά της Σαρδηνίας» ανήκε τουλάχιστον από το 1997 στον Αμερικανό μεγιστάνα Μάικλ Στάινχαρντ. Την προηγούμενη εβδομάδα αστυνομικοί της Νέας Υόρκης πραγματοποίησαν έφοδο στο σπίτι και στο γραφείο του δισεκατομμυριούχου κατάσχοντας 15 αντικείμενα, τα οποία εκτιμάται ότι είναι προϊόντα αρχαιοκαπηλίας από την Ελλάδα και την Ιταλία.
Η σύνδεση προσώπων και αντικείμενων, όμως, δεν εξαντλείται σε αυτές τις δύο υποθέσεις. Η «Κ» παρουσιάζει πώς το νήμα των ταυτίσεων από την επίμονη δουλειά του κ. Τσιρογιάννη και σε κάποιες περιπτώσεις με τη σημαντική βοήθεια απρόσμενων συμμάχων του, οδηγεί σε νέα ευρήματα και στην αποκάλυψη πολυπλόκαμων δικτύων διακίνησης αρχαιοτήτων. Παράλληλα δημοσιεύει πρώτη φορά φωτογραφικά ντοκουμέντα για το ύποπτο παρελθόν της κατασχεμένης συλλογής Στάινχαρντ, τα οποία παραχώρησε στην «Κ» ο Έλληνας ερευνητής.
Στο ένταλμα έρευνας στο διαμέρισμα του Στάινχαρντ στο Μανχάταν απαριθμώνται τα κατασχεμένα αντικείμενα. Ανάμεσά τους βρίσκεται και μια αρχαιοελληνική λευκή λήκυθος. Χρονολογείται σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα στο 420 π.Χ., αναπαριστά ταφική πομπή και η αξία της εκτιμάται στα 380.000 δολάρια.
Όπως εξηγεί στην «Κ» ο κ. Τσιρογιάννης, το ίδιο αντικείμενο εντοπίζεται σε πέντε φωτογραφίες (καλυμμένο με χώμα σε ορισμένες εικόνες και σε άλλες καθαρισμένο μετά τη συντήρησή του), στο αρχείο των εμπόρων αρχαιοτήτων Ρόμπιν Σάιμς - Χρήστου Μιχαηλίδη, που συνδέθηκαν με το σκάνδαλο του Μουσείου Γκετί και εκ των οποίων ο δεύτερος σκοτώθηκε σε δυστύχημα το 1999.
Το συγκεκριμένο αρχείο έγινε γνωστό από την περιβόητη υπόθεση της Σχοινούσας. Πέρασε στα χέρια των ελληνικών αρχών το 2006 μετά την κατάσχεση δεκάδων αρχαίων αντικειμένων σε βίλα του νησιού (η σχετική δίκη ξεκίνησε μόλις την περασμένη Τετάρτη στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών). Πρόκειται για 17 πράσινα δερματόδετα ντοσιέ, τα οποία εντοπίστηκαν στη βίλα. Με χρυσά γράμματα αναγράφεται στο καθένα το περιεχόμενό τους. Σε αυτά βρέθηκαν συνολικά 2.217 φωτογραφίες αρχαιοτήτων.
Ο κ. Τσιρογιάννης είχε περιγράψει παλιότερα στην «Κ» αυτό το υλικό, στο οποίο διατηρεί πρόσβαση, ως «πανόραμα με εκπληκτικής ομορφιάς αντικείμενα όλων των αρχαίων πολιτισμών που έχουν βρεθεί παράνομα τις τελευταίες δεκαετίες σε διάφορα μέρη της υφηλίου».
Έκτοτε αυτές οι εικόνες, μαζί με όσες έχουν εντοπιστεί στα αντίστοιχα αρχεία του Μέντιτσι, αλλά και του Ιταλού εμπόρου αρχαιοτήτων Τζιανφράνκο Μπεκίνα, χρησιμεύουν για την ταυτοποίηση πιθανών προϊόντων λαθρανασκαφής και ανοίγουν τον δρόμο για τη διαδικασία διεκδίκησης αντικειμένων από τα κράτη όπου ανασκάφηκαν. Οι φωτογραφίες αντικειμένων που κατασχέθηκαν στη συλλογή Στάινχαρντ ταυτίστηκαν από τον Ελληνα ερευνητή με υλικό στα αρχεία Σάιμς - Μιχαηλίδη και Μέντιτσι.
«Άνθρωποι όπως ο Χρήστος Τσιρογιάννης είναι αναντικατάστατοι», λέει σε τηλεφωνική της συνομιλία με την «Κ» από το γραφείο της στην Ιταλία η Λίντα Άλμπερτσον, διευθύνουσα σύμβουλος της Ενωσης για τη Διερεύνηση Εγκλημάτων κατά της Τέχνης (ARCA). «Έχει την υπομονή να μελετήσει χιλιάδες σελίδες αρχειακού υλικού και να τις αντιπαραβάλει με καταλόγους οίκων δημοπρασιών», προσθέτει και εξηγεί ότι δεν αρκεί απλώς κάποιος να διαθέτει φωτογραφική μνήμη για να το επιτύχει. Χρειάζονται οργανωτικές ικανότητες και λεπτομερής κατηγοριοποίηση για να είναι έτοιμος να ανατρέξει ανά πάσα στιγμή στα στοιχεία που αναζητεί.
Όσο μοναχική κι αν φαίνεται αυτή η ερευνητική δουλειά, στην πραγματικότητα δεν είναι πάντοτε. Πληροφορίες μπορεί να καταφθάσουν απροσδόκητα. Όπως συνέβη πριν από μήνες, όταν επικοινώνησε με τον κ. Τσιρογιάννη η Φανή Βουβουλίκα, αρχαιολόγος και ξεναγός, η οποία είχε σπουδάσει και διαμείνει στη Γαλλία επί μία δεκαετία. Είχε μάθει για το έργο του και προθυμοποιήθηκε να του στέλνει υλικό από καταλόγους γαλλικών οίκων δημοπρασιών μήπως και εντοπίσει κάτι ελληνικό.
«Σκέφτηκα ότι από εκεί μπορεί να υπάρξει κάποιο φως στο τούνελ. Είναι τόσο πολύπλοκα και διευρυμένα τα κυκλώματα που ενεργούν εις βάρος των αρχαιοτήτων», λέει στην «Κ» η κ. Βουβουλίκα από τη Θεσσαλονίκη όπου ζει πλέον.
Στις αρχές του περασμένου μήνα ο κ. Τσιρογιάννης κατάφερε να ταυτίσει το μαρμάρινο άγαλμα νεαρού αθλητή σε κατάλογο γαλλικού οίκου δημοπρασιών που του έστειλε η κ. Βουβουλίκα. Το αντικείμενο επρόκειτο να δημοπρατηθεί στις 8 Δεκεμβρίου στο Παρίσι. Το ίδιο άγαλμα, σύμφωνα με την έρευνα του Έλληνα ειδικού, εμφανίζεται σε τρεις επαγγελματικές φωτογραφίες στο κατασχεθέν αρχείο των Σάιμς - Μιχαηλίδη. Τόσο αυτή η λεπτομέρεια, όσο και το γεγονός ότι το ίδιο αντικείμενο είχε πωληθεί στις 5 Ιουλίου 1982 σε δημοπρασία στο Λονδίνο, δεν αναφέρονταν στο ιστορικό συλλογής του γαλλικού οίκου. Αυτά τα στοιχεία τού κίνησαν υποψίες.
Ο Χρήστος Τσιρογάννης αναγνωρίζει πόσο σημαντική είναι η βοήθεια που του παρέχουν κατά καιρούς άνθρωποι όπως η κ. Βουβουλίκα. «Υπάρχουν και άλλοι σαν κι εκείνη που επικοινωνούν μαζί μου και στέλνουν ό,τι πληροφορία έχουν και αξίζει να φαίνεται η συμβολή τους και η προσφορά τους», λέει.
Αξιοποιώντας τις πληροφορίες της και το υλικό που είχε στη διάθεσή του, ταύτισε τον Δεκέμβριο το άγαλμα του νεαρού αθλητή και ενημέρωσε άμεσα τις γαλλικές αρχές. Τόνισε ότι είναι σημαντικό να βρεθεί ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης το 1982, λέγοντας ότι ο Μέντιτσι και ο Μπεκίνα (γνωστοί, πλέον, από την εμπλοκή τους σε άλλες υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας) δραστηριοποιούνταν στο Λονδίνο εκείνη την περίοδο.
Από τα διαθέσιμα στοιχεία δεν ήταν ξεκάθαρο σε ποια χώρα είχε ανακαλυφθεί, γι’ αυτό ήταν κρίσιμο να ιχνηλατηθεί η πορεία του. Τελικά, το άγαλμα δεν πωλήθηκε στην καθορισμένη ημερομηνία. Η έκβαση της υπόθεσης (εάν έχει κατασχεθεί ή όχι) μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει γνωστή.
Τα κατασχεμένα φωτογραφικά αρχεία, στα οποία βασίζεται για τις πραγματογνωμοσύνες του ο Ελληνας ερευνητής, είναι πολύτιμο εργαλείο για αντικείμενα που ανασκάφηκαν λαθραία πριν από δεκαετίες. Ωστόσο, η κ. Άλμπερτσον επισημαίνει ότι τα σύγχρονα κυκλώματα εξελίσσονται και υιοθετούν, πλέον, άλλες μεθόδους ανταλλαγής πληροφοριών. «Η κρυπτογράφηση που προσφέρουν εφαρμογές ανταλλαγής γραπτών μηνυμάτων, βίντεο και φωτογραφιών ή κλήσεων μέσω κινητών τηλεφώνων αποτελεί εμπόδιο για τις Αρχές και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από χαμηλόβαθμους αλλά και επιφανείς διακινητές για να μοιράσουν πληροφορίες ή να πουλήσουν αντικείμενα», λέει.
Κρίνοντας από τις συνήθεις πρακτικές των αρχαιοκαπηλικών κυκλωμάτων η Αμερικανίδα ειδικός εξηγεί ότι συνήθως μεσολαβούν αρκετά χρόνια (σε κάποιες περιπτώσεις πάνω από δεκαετία) μέχρι να βγει ένα αντικείμενο στην επιφάνεια, συνήθως σε κάποια δημοπρασία. Γιατί συμβαίνει αυτό; «Περιμένουν. Όπως όταν βλέπεις ένα ωραίο μπουκάλι κρασί στην κάβα σου και γνωρίζεις ότι πρέπει να περάσει καιρός, να ωριμάσει και να ανέβει η αξία του», λέει.
Κάτι αντίστοιχο θεωρεί ότι μπορεί να γίνει και με τις αρχαιότητες που έχουν λεηλατηθεί τα τελευταία χρόνια από το Ισλαμικό Κράτος στα εδάφη της Συρίας και του Ιράκ. «Πιστεύω ότι συλημένα αντικείμενα από τη Μέση Ανατολή θα βγουν στην επιφάνεια όταν η διεθνής προσοχή δεν θα είναι, πλέον, στραμμένη στις μάχες της Συρίας και του Ιράκ», λέει. «Η λεηλασία αρχαιοτήτων, όμως, δεν είναι μια παράνομη δραστηριότητα στην οποία εμπλέκονται μόνο τζιχαντιστές τρομοκράτες. Αλλά είναι μέθοδος χρηματοδότησης διαφόρων τύπων εγκληματιών σε όλο τον κόσμο».
Η ταύτιση ενός αρχαίου αντικειμένου, πάντως, μέσω φωτογραφιών κατασχεμένων αρχείων, όπως συμβαίνει και στην πρόσφατη υπόθεση του Μάικλ Στάινχαρντ, μπορεί να λειτουργεί ως πειστήριο αυθεντικότητας, είναι όμως το πρώτο κομμάτι μιας μακράς διαδικασίας.
Το παζλ της διεκδίκησης ολοκληρώνεται με την τεκμηρίωση. Οι αντίστοιχες υπηρεσίες, εν προκειμένω στη χώρα μας αυτές του υπουργείου Πολιτισμού, πρέπει να αποδείξουν ότι το επίμαχο αντικείμενο προήλθε από ελληνικό έδαφος και όχι από την Ιταλία ή αλλού. Μόνο τότε θα μπορέσει να ξεκινήσει το ταξίδι της επιστροφής.
Ρεπορτάζ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Για την Kαθημερινή της Κυριακής και το Kathimerini.gr.
Κυριακή 14.01.2018