Αυτό κι αν είναι θρίλερ πολυσύνθετο, διεθνές, με παρελθόν και καθώς φαίνεται και με μέλλον. Ο Αρτουρ Τζιόεφ, Ρώσος υπήκοος και Οσετός στην εθνικότητα, εκδόθηκε έπειτα από τρία χρόνια από την Ελλάδα στη Ρωσία πριν από λίγες ημέρες. Ο συνήγορός του Αλέξης Κρυσταλλίδης καταγγέλλει ότι η παράδοσή του στις ρωσικές αρχές έγινε χωρίς να τηρηθούν στοιχειωδώς οι κανόνες του ελληνικού και ευρωπαϊκού νόμου. Το ημέτερο υπουργείο Δικαιοσύνης λέει ότι τηρήθηκαν όλα στο πλαίσιο της νομιμότητας. Η όλη υπόθεση έχει και πολιτική διάσταση, καθώς ο εκζητούμενος είναι συγγενής της υποψήψιας προέδρου της νότιας Οσετίας, η οποία βρισκόταν σε ανοικτή σύγκρουση με τη Μόσχα. Οι ρωσικές αρχές τον κατηγορούν για 60 (!) φόνους αλλά και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, τον ηγέτη της οποίας η Αυστρία δεν εκδίδει (ακόμα) στη Ρωσία.
Στην Ελλάδα
Ο Τζιόεφ έφτασε στην Ελλάδα στις 25 Απριλίου του 2015 με πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα μέσω Βουλγαρίας. Η διαφυγή του από την Οσετία είχε διευκολυνθεί –σύμφωνα με πληροφορίες από τις μυστικές υπηρεσίες της Γεωργίας– καθώς κινδύνευε η ζωή του, όπως αναφέρουν οικείοι του σε ένορκες καταθέσεις στις αρχές της Θεσσαλονίκης. Η θεία του Τζιόεφ, Αλα Τζόεβα, ήταν υποψήφια πρόεδρος στη νότια Οσετία στις πρώτες εκλογές μετά τον πόλεμο Ρωσίας – Γεωργίας για τον έλεγχο αυτής της επικράτειας. Εξελέγη μάλιστα, αλλά αργότερα αντικαταστάθηκε από άλλον υποψήφιο που ήταν «άνθρωπος» της Μόσχας.
Μάρτυρας κατέθεσε στη Θεσσαλονίκη ότι ο εκζητούμενος διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην εκλογή της Τζόεβα το 2011. Η ένορκη αυτή βεβαίωση δεν ελήφθη υπόψη διότι κατατέθηκε εκπρόθεσμα κατά το δικαστήριο το 2015 και αφού ο Τζιόεφ είχε καταδικασθεί σε φυλάκιση 36 μηνών για την είσοδό του στην Ελλάδα με πλαστά έγγραφα.
Στις 26 Μαΐου 2015, με αίτημα της Γενικής Εισαγγελίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας ζητήθηκαν η έκδοσή του και η παράδοσή του στις ρωσικές αρχές. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης γνωμοδότησε αρνητικά και εξέδωσε την υπ’ αρ. 456/2015 απόφασή του, με την οποία έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι ο εκζητούμενος δεν μπορεί να εκδοθεί, επειδή υπάρχουν πολιτικοί λόγοι για τη δίωξή του. Η εν λόγω απόφαση είχε καταστεί αμετάκλητη, αφού δεν ασκήθηκε κανένα ένδικο μέσο. Στο ρωσικό αίτημα διατυπωνόταν η θέση ότι ο Τζιόεφ είχε συνεργήσει σε 60 φόνους, χωρίς να προσδιορίζεται το πού και το πώς. Οι ελλείψεις αυτές συμπληρώθηκαν σε δεύτερο ρωσικό αίτημα.
Στις 10 Ιουλίου 2015, οι ρωσικές αρχές, με δεύτερο αίτημά τους, ζήτησαν ξανά την έκδοσή του. Στις 30 Μαρτίου 2016, το αίτημα αυτό έγινε τελεσίδικα δεκτό από τις ελληνικές αρχές. Ο δικηγόρος του Τζιόεφ, Αλέξης Κρυσταλλίδης, λέει στην «Κ» ότι οι ίδιοι φόνοι αποδίδονταν σε εκζητούμενους από την Αυστρία που φέρονται να τους τέλεσαν σε άλλο χρόνο και τόπο. Μια «απόπειρα» να μεταχθεί ο Τζιόεφ στη Ρωσία απετράπη την τελευταία στιγμή από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Πάντως, στις 30 Σεπτεμβρίου 2016 εκδόθηκε απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης, περί εκδόσεως στη Ρωσία. Την απόφαση προσέβαλε ο Τζιόεφ με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Στις 28 Νοεμβρίου 2017, επί της αιτήσεως ακυρώσεως αυτής, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 3046/2017 απόφαση του ΣτΕ, η οποία κρίνει ότι καθ’ όσον χρόνο δεν έχει τελεσιδικήσει από τα διοικητικά δικαστήρια η αίτηση παροχής ασύλου, που είχε ήδη υποβάλει ο προσφεύγων από τις 9.6.2015 και εκκρεμούσε σε πρώτο βαθμό στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, η απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης δεν μπορούσε να εκτελεστεί.
Οι δικαστές αναφέρουν πως «Στην περίπτωση αυτή η ανάγκη προστασίας του εκζητουμένου από την επαvαπροώθηση, που συνεπάγεται η πραγματοποίηση της έκδοσης, επιβάλλει τη νομική και χρονική ιεράρχηση των δύο διαδικασιών, η οποία ρυθμίζεται από την ήδη ισχύουσα διάταξη… όπου ορίζεται ότι κανένας δεν εκδίδεται πριν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, ήτοι απόφαση η οποία δεν υπόκειται πλέον σε αίτηση ακυρώσεως, επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας που έχει υποβάλει, εφόσον επικαλείται φόβο δίωξης στο εκζητούν κράτος…».
Ετσι, στην ίδια απόφαση αναφέρεται ότι η προστασία του Τζιόεφ διαρκεί όσο χρειάζεται ώστε να εξεταστούν οι αιτήσεις ασύλου. Αυτές εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν χωρίς ωστόσο να ειδοποιηθεί έγκαιρα ο συνήγορος του Τζιόεφ, όπως υποστηρίζει ο τελευταίος.
Μεταφορά στη Μόσχα
Στις 21 Φεβρουαρίου 2018, ο αρμόδιος εισαγγελέας εκτέλεσε την υπουργική απόφαση «παραβιάζοντας», κατά τον συνήγορο κ. Κρυσταλλίδη, «την απόφαση του ΣτΕ, αφού η τελεσιδικία επήρχετο μόνο σε περίπτωση εκδικάσεως της εφέσεως από το ΣτΕ, το οποίο θα δικάσει και θα αποφανθεί σε δεύτερο και τελευταίο βαθμό».
Ο κ. Κρυσταλλίδης λέει ότι το πρωί εκείνης της ημέρας έλαβε ένα τηλεφώνημα από τον Τζιόεφ, που τον ενημέρωσε ότι επρόκειτο να μεταφερθεί στις φυλακές Κορυδαλλού για να εκδοθεί.Σύμφωνα ωστόσο με πληροφορίες από αστυνομικές και δικαστικές πηγές στη Θεσσαλονίκη, ο εκζητούμενος συνοδευόμενος από πέντε Ρώσους αστυνομικούς επιβιβάσθηκε σε αεροπλάνο στο αεροδρόμιο «Μακεδονία» και μετήχθη στη Μόσχα. Ο αρμόδιος εισαγγελέας Εφετών είχε δώσει την εντολή να υλοποιηθεί η υπουργική απόφαση.
Πηγές του υπουργείου Δικαιοσύνης ανέφεραν ότι ο εισαγγελικός λειτουργός για την έκδοση δεσμεύεται μόνο από το διατακτικό της σχετικής απόφασης για έκδοση αλλά και το διατακτικό της απόφασης του ΣτΕ και όχι από τις «σκέψεις» που διαλαμβάνονται στην απόφαση αυτή. Δεν είναι σαφές αν ο εκζητούμενος ταξίδεψε με ταξιδιωτικά έγγραφα και πού είχαν εκδοθεί αυτά…
Με τον Γκαγκίεφ
Οι ρωσικές αρχές είπαν ότι ο Τζιόεφ βρίσκεται σε ρωσικό έδαφος και τον χαρακτήρισαν εξέχον μέλος της εγκληματικής οργάνωσης του Οσετού ολιγάρχη Ασλάν Γκαγκίεφ που κατηγορείται ότι εμπλέκεται σε 60 φόνους. Ο Γκαγκίεφ που κρατείται στην Αυστρία έχει αποφασισθεί από τα αυστριακά δικαστήρια να εκδοθεί στη Μόσχα, αλλά επικαλείται… αεροφοβία. Ταυτόχρονα έχει διασφαλίσει ασφαλιστικά μέτρα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και η έκδοσή του αναστέλλεται. Τον ίδιο δρόμο θα μπορούσε να έχει επιλέξει και ο Τζιόεφ, αν έγκαιρα ενημερωνόταν για την πρόθεση των Αρχών να εφαρμόσουν την απόφαση έκδοσης του υπουργού Δικαιοσύνης. Οι Ρώσοι κατηγορούν τον Γκαγκίεφ για φόνους τραπεζιτών, πολιτικών και δημοσίων λειτουργών στη Μόσχα, στην Οσετία και σε άλλες περιοχές της Ρωσίας. Για τον Τζιόεφ επιμένουν ότι πρόκειται για το «δεξί του χέρι».