Αναβαθμίστε τον για να δείτε σωστά αυτό το site. Αναβαθμίστε τον browser σας τώρα!
Οι ιστορίες εκείνων που γλίτωσαν από τη φωτιά στο Μάτι και όσων δεν τα κατάφεραν, λίγα βήματα πριν από τη θάλασσα.
ΕΡΕΥΝΕΣ 29.07.2018 • ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Η Δευτέρα της 23ης Ιουλίου ήταν μια ημέρα σαν όλες τις άλλες για τον Γιώργο Παπαδόπουλο. Στις 4.30 το απόγευμα είχε ήδη πάρει τον δρόμο του γυρισμού από τη δουλειά. Όσο οδηγούσε στη Λεωφόρο Μαραθώνος άκουσε στο ραδιόφωνο ότι υπήρχε εστία φωτιάς στο Νταού Πεντέλης. Δεν ανησύχησε. Για τους μόνιμους κατοίκους στο Μάτι Αττικής ειδήσεις σαν κι αυτή είχαν γίνει ρουτίνα. «Κάθε χρόνο τα ίδια ακούμε», σκέφτηκε. Ποτέ ξανά οι φλόγες δεν είχαν φτάσει στο πλατύσκαλό του. Πάρκαρε στο σπίτι του, χάιδεψε το λυκόσκυλό του, άλλαξε ρούχα. Δεν περίμενε ότι τις επόμενες ημέρες, στα γύρω στενά, θα μετρούσαν πτώματα.
Αντιλήφθηκε τον κίνδυνο όταν βγήκε στην οδό Τρίτωνος και είδε τον μαύρο καπνό να έχει αγκαλιάσει ένα ψηλό πεύκο στο τέρμα του δρόμου. Έτρεξε ενστικτωδώς προς τη θάλασσα μαζί με τον σκύλο του. Όπως έκανε και η Μαίρη Χανδρινού μαζί με τον σύζυγό της στην οδό Περικλέους.
«Δεν πρόλαβαν να ρίξουν ούτε ένα δάκρυ νερό εδώ, μέσα στο Μάτι. Δεν πρόλαβαν να μας σώσουν», λέει.
Όταν άλλοι γείτονες είδαν τις φλόγες να ζώνουν την ταβέρνα του «Βασίλη», στη ράχη του οικισμού, κατάλαβαν από μόνοι τους –χωρίς άλλη ειδοποίηση όπως λένε– ότι η λεωφόρος Μαραθώνος δεν μπορούσε να τους θωρακίσει. Έπρεπε να τρέξουν για τη ζωή τους.
Μέσα από δεκάδες μαρτυρίες, η «Κ» ανασυνθέτει τις κρίσιμες στιγμές που η φωτιά κατέκαψε το Μάτι και παρουσιάζει τα πρόσωπα εκείνων που γλίτωσαν –από τύχη– και όσων δεν τα κατάφεραν, λίγα βήματα πριν από τη θάλασσα.
Το Μάτι θεωρείτο η πευκόφυτη «Ριβιέρα της Ανατολικής Αττικής». Παρά την άναρχη δόμησή του –που ξεκίνησε κατά βάση στα χρόνια της δικτατορίας– οι λιγοστές έξοδοι προς τη λεωφόρο Μαραθώνος προσέφεραν στους παραθεριστές και στους μόνιμους κατοίκους του μια αίσθηση απομόνωσης, ηρεμίας. Η ρυμοτομία του οικισμού, όμως, συνέβαλε στην παγίδευσή τους.
Η Χριστίνα Παπασταύρου έχει σπίτι πάνω στη λεωφόρο Μαραθώνος. Γνώριζε την περιοχή καλά από τα καλοκαιρινά της μπάνια και γι’ αυτό κατάφερε να βρει δίοδο προς τη θάλασσα όταν την κυνηγούσε η φωτιά στην οδό Κύπρου.
«Ήρθαμε με την εγγονή μου στα γνωστά νερά για να γλιτώσουμε», λέει όσο ψάχνει στα απανθρακωμένα αυτοκίνητα το δικό της. Πάρκαρε βιαστικά την ημέρα της πυρκαγιάς στη λεωφόρο Ποσειδώνος, τον δρόμο στο Μάτι που αν και παραλιακός βλέπει από χαραμάδες τη θάλασσα.
Σε απόσταση 990 μέτρων σε αυτό τον δρόμο, κατά μήκος του οποίου εγκλωβίστηκαν και κάηκαν δεκάδες αυτοκίνητα, η «Κ» μέτρησε μόλις τέσσερις προσβάσεις στον αιγιαλό: Στη λ. Ποσειδώνος το άνοιγμα που οδηγεί στον Ναυτικό Όμιλο έχει πλάτος 7 μέτρα, στο νούμερο 53 της οδού υπάρχει αδόμητο οικόπεδο πλάτους 13,5 μέτρων το οποίο ήταν φραγμένο από μπάζα, λίγο πιο κάτω ένα στενάκι πλάτους 1,4 μ. καταλήγει στη θάλασσα και στην Αργυρά Ακτή βρίσκεται η είσοδος της ομώνυμης ταβέρνας, πλάτους 5 μέτρων.
Κάποιοι δεν πρόφτασαν να προσεγγίσουν ούτε αυτά τα σημεία. Στο Κόκκινο Λιμανάκι, το οποίο ξεκινάει μετά την ταβέρνα στην Αργυρά Ακτή, η Χριστιάνα Φράγκου, πρώην νομαρχιακή σύμβουλος Ανατολικής Αττικής, ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει το σπίτι της μαζί με την οικογένειά της. Μόλις άνοιξε την πόρτα του οικοπέδου λέει ότι είδε δεκάδες ανθρώπους να τρέχουν και να φωνάζουν «Φωτιά!». Έκαναν μεταβολή και μαζί με περίπου 25 άτομα που τους ακολούθησαν κατέβηκαν, όπως λέει, «κάποια υποτυπώδη σκαλάκια» που είχε σκάψει ο παππούς της στο χείλος του οικοπέδου για να βρεθούν στη θάλασσα και να σωθούν, αγκιστρωμένοι στα βράχια.
Στο οικόπεδο μπήκε έπειτα και άλλη ομάδα ανθρώπων. Δεν φαίνεται ότι γνώριζαν για τα σκαλάκια, ή ακόμα κι αν ήξεραν γι’ αυτά μέσα στη δίνη του καπνού δεν κατάφεραν να τα εντοπίσουν.
«Όταν κατεβαίναμε ήμουν από τους τελευταίους. Η φωτιά είχε φτάσει πάνω μας, τα μάτια τσούζανε, δεν ένιωθες πόδια και χέρια. Όταν βρεθήκαμε κάτω στα βράχια ο ήλιος χάθηκε από τον καπνό και ακούγαμε τα αυτοκίνητά μας να σκάνε και το βουητό που έκανε ο κυκλώνας της φωτιάς», λέει στην «Κ» η κ. Φράγκου. «Δεν τους άκουγα τους επόμενους», προσθέτει.
Με το ξημέρωμα εθελοντές του Ερυθρού Σταυρού εντόπισαν σε αυτό το οικόπεδο δεκάδες ανθρώπινες σορούς. Αρχικά είχε γνωστοποιηθεί ότι ήταν 26. Αργότερα ο αριθμός τους ανέβηκε και οι έρευνες συνεχίζονταν. Η ιδιοκτήτρια του οικοπέδου είχε δει ζευγάρια κλειδιών στα αποκαΐδια, ενημέρωσε τις αρμόδιες αρχές και σε επανέλεγχο εντοπίστηκαν επιπλέον ευρήματα.
Την περασμένη Πέμπτη, ελεγκτές της Ειδικής Γραμματείας του Σώματος Επιθεωρητών του υπουργείου Περιβάλλοντος με επικεφαλής τον Δημήτρη Δερματά επισκέφθηκαν το συγκεκριμένο οικόπεδο για να ψάξουν ενδεχόμενες πολεοδομικές παραβάσεις. Η κ. Φράγκου λέει ότι η έκταση αγοράστηκε το 1938 και το σπίτι χτίστηκε το 1947.
Τα εξοχικά με τις μεγάλες αυλές που βρίσκονται στο Κόκκινο Λιμανάκι έχουν χτιστεί σε ύψωμα που απέχει περίπου 20 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Από αυτόν το λόφο φαίνεται ότι πήδηξε στο κενό και σκοτώθηκε η 13χρονη Εβίτα Φύτρου, προσπαθώντας να ξεφύγει από τις φλόγες. Ήταν μαθήτρια της Β΄ Γυμνασίου και αθλήτρια ποδηλασίας της ΑΕΚ. Μεγάλο ταλέντο, για όσους τη γνώριζαν.
Ακολουθούσε τα βήματα του πατέρα της, του βετεράνου ποδηλάτη Γρηγόρη Φύτρου, ο οποίος βρισκόταν μαζί της την περασμένη Δευτέρα και χάθηκε στην πυρκαγιά με τον 11χρονο γιο του, Ανδρέα. Η μητέρα της οικογένειας ανέφερε σε μήνυμά της που διαβάστηκε στην τηλεόραση ότι προσπαθούσε επί τέσσερις ώρες να προσεγγίσει το Μάτι μετά το ξέσπασμα της φωτιάς. «Όταν θα καταφέρω να αναγνωρίσω και τα αγόρια μου –γιατί ο κρατικός μηχανισμός και σε αυτό έχει χάσει τον μπούσουλα– θα σας πω με βεβαιότητα ότι έχασα τα πάντα», έγραψε.
Όταν μπόρεσε να φτάσει στα βράχια κάτω από το οικόπεδό της, η κ. Φράγκου λέει ότι έχασε την επαφή με τον γιο της. «Είχε βρεθεί στη θάλασσα και έχασε τον προσανατολισμό του. Κολυμπούσε για ώρες ώσπου είδε από μια τρύπα που σχηματίστηκε στον καπνό ολόγυρά του ένα αεροπλάνο να κατευθύνεται προς το “Ελευθέριος Βενιζέλος”. Έτσι κατάλαβε πού βρισκόταν η στεριά και σώθηκε», αναφέρει.
Διέξοδο στη θάλασσα αναζήτησε και ο 62χρονος Γιώργος Ασημάκος. Πέρασε τέσσερις ώρες στο νερό κρατώντας όσο άντεχε το κεφάλι του κάτω από την επιφάνεια για να αποφύγει τον καπνό. «Η θάλασσα έβραζε», λέει. «Στην αρχή καιγόμασταν. Μετά, όταν είχε κοπάσει η φωτιά όσοι είχαμε παπούτσια –γιατί οι περισσότεροι ήταν ξυπόλητοι– ανεβήκαμε στα βράχια. Όσο περνούσε η ώρα, μέχρι να έρθουν βάρκες να μας παραλάβουν, κρυώναμε».
Ακόμη απορεί πώς τα κατάφερε, αν και δεν είναι η πρώτη φορά που βιώνει μια καταστροφή. Λέει ότι έχει ζήσει τον μεγάλο σεισμό του 1986 στην Καλαμάτα και ότι το σπίτι όπου έμενε ως μετανάστης στη Βοστώνη κάηκε σε πυρκαγιά από βραχυκύκλωμα στο υπόγειο.
«Τι απέμεινε; Μόνο κεραυνός δεν με έχει χτυπήσει», λέει.
Τυχερή στάθηκε και η Βουλγάρα Βαλεντίνα Ντέλτσεβα. Διηγείται πως όταν πλησίαζε η φωτιά στην οδό Δημοκρατίας έσπρωξε το αναπηρικό αμαξίδιο με τον ηλικιωμένο που φροντίζει, μπήκαν στο ασανσέρ της πολυκατοικίας, αλλά εγκλωβίστηκαν στο ισόγειο. «Πρέπει να ήμασταν μία ώρα μέσα. Λέω θα πεθάνουμε εδώ. Είχαμε όμως μεγάλη τύχη. Για κάποιο λόγο γλιτώσαμε. Γιατί αν βγαίναμε έξω εκείνη τη στιγμή, θα καιγόμασταν», λέει.
Όσο σκαρφάλωνε μέσα στην εβδομάδα ο αριθμός των νεκρών από τη φωτιά τόσο παρέμενε θολό το τοπίο γύρω από τον ακριβή αριθμό των αγνοουμένων. Ο Γιάννης Φιλιππόπουλος ξεκίνησε από τη Δευτέρα την αναζήτηση των δίδυμων κοριτσιών του. Αρχικά θεώρησε ότι είδε τις 9χρονες Σοφία και Βασιλική σε βάρκα που αποβίβασε διασωθέντες στο λιμάνι της Ραφήνας. Αποδείχθηκε, όμως, ότι αυτά δεν ήταν τα δικά του παιδιά.
Ο πατέρας κατέθεσε στην αστυνομία για να βοηθήσει τις Αρχές, φέρεται να ζήτησε να δει τις σορούς θυμάτων στο νεκροτομείο, προσέλαβε ιδιωτικό ερευνητή και έδωσε δείγμα DNA, ενώ εκδόθηκε και σήμα εξαφάνισης Amber Alert με τις φωτογραφίες τους. Τελικά, το βράδυ της Παρασκευής ο ιδιωτικός ερευνητής της οικογένειας, Γιώργος Τσούκαλης, ανέφερε ότι ταυτοποιήθηκαν οι σοροί των δύο κοριτσιών μέσω DNA, καθώς και του παππού και της γιαγιάς τους οι οποίοι βρίσκονταν μαζί τους στο Μάτι.
Οι συγγενείς των περισσότερων θανόντων, πάντως, δεν είχαν μέχρι το Σάββατο τη δυνατότητα να παραλάβουν τις σορούς για να τους κηδεύσουν. Ακόμη και στις περιπτώσεις που ήταν εφικτή η οπτική αναγνώριση, η Αστυνομία ακολουθεί τη διαδικασία ταυτοποίησης μέσω γενετικού υλικού που θεωρείται πιο ασφαλής μέθοδος.
Στο πυρόπληκτο Μάτι οι κάτοικοι ακόμη προσπαθούν να ερμηνεύσουν πώς η φωτιά ισοπέδωσε αρκετά σπίτια και ορισμένα, αν και γειτονικά, έμειναν ανέπαφα. Πώς ελλείψει γνώσεων και επαρκούς ενημέρωσης κάποιοι διέφυγαν και άλλοι παγιδεύτηκαν.
Μία ημέρα μετά τη φωτιά στο Μάτι Αττικής, οι τοίχοι στο διαμέρισμα της Τζούλιας Ιωαννίδου είναι ακόμη πυρωμένοι. Νιώθεις τη ζέστη στο πρόσωπο. «Άγγιξε τον τοίχο, καίει», λέει. «Οι διπλανοί μας καταστράφηκαν ολοσχερώς, σα να τους χτύπησε κομπρεσέρ», προσθέτει και εξηγεί την παράξενη πορεία της φωτιάς.
Μιλάει για το πώς οι φλόγες κύκλωσαν την πολυκατοικία και πώς ο αέρας όριζε το πού θα χτυπήσουν. Τα σημάδια φαίνονται μπροστά μας. Το πλαϊνό μπαλκόνι της καταστράφηκε. Το υπνοδωμάτιο έμεινε ανέπαφο, αλλά οι φλόγες έπειτα έστριψαν και έλιωσαν τα παντζούρια και το ψυγείο στην κουζίνα.
Όσο περπατάμε στα αποκαΐδια του διαμερίσματός της μία από τις ομάδες της Πυροσβεστικής, επιφορτισμένη με την αναζήτηση νεκρών και αγνοουμένων, χτυπάει πόρτες, κοιτάζει από φινιστρίνια μπάνιων. Ανεβοκατεβαίνουν και τους τρεις ορόφους προτού ο επικεφαλής δώσει το σήμα της αναχώρησης. Τουλάχιστον εδώ δεν μετρήθηκε άλλη απώλεια.
Με τη βοήθεια εργατών λιγοστοί κάτοικοι μαζεύουν ήδη τα συντρίμμια. Οι περισσότεροι, όμως, αποφεύγουν ακόμη να επιστρέψουν στον οικισμό. Η γη στο Μάτι δεν καπνίζει πια, αλλά κάθε ημέρα μοιάζει και πιο σιωπηλή.
«Μια ζωή ήρθε τούμπα. Πώς να μείνεις εδώ;», λέει ο κ. Παπαδόπουλος που έχει βγάλει βόλτα το λυκόσκυλό του στην καμένη του γειτονιά. Πόσο θόρυβο κάνει η απόγνωση; Σίγουρα λιγότερο από την καταστροφή.
Ρεπορτάζ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
Φωτογραφίες: ΑΛΕΞΙΑ ΤΣΑΓΚΑΡΗ/ ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΛΕΣΙΔΗΣ (ΑΠΕ)
Για την Kαθημερινή της Κυριακής και το Kathimerini.gr.
29.07.2018