Αντιγόνη Λυμπεράκη, Πλάτων Τήνιος, Αλεξάνδρα Τραγάκη, Θωμάς Γεωργιάδης
Στην Ευρώπη ζουν σήμερα περίπου 145 εκατομμύρια άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, σχεδόν τρεις φορές περισσότερα από όσα το 1960. Μόνο μέσα στις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, ο αριθμός των Ευρωπαίων ηλικιωμένων αυξήθηκε κατά περίπου 40 εκατομμύρια άτομα, αυξάνοντας την ηλικιακή διάμεσο κατά 5 χρόνια.
Ο μισός πληθυσμός της Ευρώπης είναι σήμερα άνω των 45 ετών. Η μετατόπιση του πληθυσμού προς τις μεγαλύτερες ηλικίες, ωστόσο, δεν είναι μόνο ευρωπαϊκό φαινόμενο. Σε παγκόσμια κλίμακα, ποτέ στο παρελθόν δεν είχε καταφέρει τόσο μεγάλος αριθμός ανθρώπων να επιβιώσει σε τόσο μεγάλες ηλικίες. Η μακροβιότητα είναι ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της ανθρωπότητας, και αν δεν γιορτάζεται ως τέτοιο είναι γιατί όλοι όσοι ζούμε αυτήν την επιτυχία αντιλαμβανόμαστε ότι σηματοδοτεί το πέρασμα σε μια νέα, εντελώς διαφορετική εποχή.
Η αιτία πίσω την εντυπωσιακή αριθμητική αύξηση των 65+ είναι η μείωση του κινδύνου θανάτου σε όλες τις ηλικίες, που σημαίνει μεγαλύτερη διάρκειας ζωής για περισσότερους ανθρώπους, κι όχι μόνο για τους τυχερούς. Ενα νεογέννητο μωρό σήμερα εκτιμάται ότι θα ζήσει κατά μέσο όρο περίπου 72 χρόνια, τουλάχιστον 25 χρόνια περισσότερο από τη μέση διάρκεια ζωής το 1950. Ειδικά στην Ευρώπη το προσδόκιμο ζωής το 2021 έφτασε τα 73,6 χρόνια για τους άνδρες και τα 80,5 για τις γυναίκες από 60 και 65,5 αντίστοιχα το 1950.
Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής ακολουθήθηκε, ή μάλλον, συνέβαλε στη μείωση της γονιμότητας. Σε παγκόσμιο επίπεδο, από το 1950, ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα μειώθηκε στο μισό (από 5 σε 2,5 παιδιά/γυναίκα). Αποφεύχθηκε, έτσι, η πληθυσμιακή έκρηξη που φοβόντουσαν οικονομολόγοι και δημογράφοι τις δεκαετίες 1970 και 1980.
Ενα νεογέννητο μωρό σήμερα εκτιμάται ότι θα ζήσει κατά μέσο όρο περίπου 72 χρόνια, τουλάχιστον 25 χρόνια περισσότερο από τη μέση διάρκεια ζωής το 1950.
Η συνεχιζόμενη, όμως, μείωση της γονιμότητας και η διατήρησή της σε πολύ χαμηλά επίπεδα επέτειναν το φαινόμενο της μετατόπισης προς τα πάνω του κέντρου βάρους του πληθυσμού, με το μερίδιο των ηλικιωμένων συνεχώς να αυξάνεται. Οι περιοχές με το μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής είναι κατά κανόνα εκείνες με τα χαμηλότερα επίπεδα γονιμότητας. Η βάση της πληθυσμιακής πυραμίδας συρρικνώνεται και η κορυφή της διογκώνεται. Η αναλογία των ηλικιωμένων στον ευρωπαϊκό πληθυσμό από 1 στους 12 κατοίκους το 1960, ανέβηκε στο 1 στους 5 το 2020 και εκτιμάται ότι θα πλησιάσει το 1 στους 3 μέχρι το 2050. Ενα ιστορικό πέρασμα έχει ήδη συμβεί στην Ευρώπη, καθώς οι άνω των 65 ετών είναι ήδη περισσότεροι από τα παιδιά κάτω των 15 ετών.
Υψηλό προσδόκιμο ζωής και εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο γονιμότητας
Η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών με υψηλό προσδόκιμο ζωής και εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο γονιμότητας. Ηδη από το 1985, ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα έπεσε κάτω από το 1,5 χωρίς ποτέ να καταφέρει να ανακάμψει. Το αποτύπωμα της διατήρησης της γονιμότητας σε πολύ χαμηλά επίπεδα για εξαιρετικά μεγάλο διάστημα (επί 4 δεκαετίες) είναι εμφανές στην ηλικιακή δομή του πληθυσμού της χώρας και προδικάζει σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις για τις επόμενες 2-3 δεκαετίες (Πλαίσιο 2.1). Σήμερα, ο μισός πληθυσμός είναι άνω των 46 ετών, ένα στα πέντε άτομα είναι άνω των 65 ετών, ενώ οι άνω των 80 αποτελούν το 6% του συνολικού πληθυσμού (βλέπε διάγραμμα για την ηλικιακή πυραμίδα).
Η γήρανση του πληθυσμού είναι η κυρίαρχη δημογραφική τάση σε όλο τον κόσμο: από 727 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως το 2020 ο αριθμός των 65+ υπολογίζεται ότι θα έχει διπλασιασθεί μέχρι το 2050. Καθώς οι άνθρωποι επιβιώνουν μαζικά μέχρι τα γεράματα και πολυπληθείς γενιές φθάνουν στην κορυφή της πυραμίδας του πληθυσμού, η οικονομική και κοινωνική δομή και συνοχή κινδυνεύουν.
Αντιμέτωπες με τις πρώτες συνέπειες της γήρανσης
Η Βόρεια Αμερική, η Ευρώπη και η Ανατολική Ασία βρίσκονται ήδη αντιμέτωπες με τις πρώτες συνέπειες της γήρανσης και συνειδητοποιούν σταδιακά ότι οι προεκτάσεις του φαινομένου είναι πιο εκτεταμένες απ′ ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί.
Καθώς ο πληθυσμός των ηλικιωμένων αυξάνεται, αυξάνονται οι ανάγκες σε ανθρώπινους πόρους στον τομέα της υγείας, της πρόληψης και της μακροχρόνιας φροντίδας.
Η οικονομική βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος και του συστήματος υγείας είναι από τα πρώτα ζητήματα που προκαλούν ανησυχία, σίγουρα όμως δεν είναι τα μοναδικά. Καθώς ο πληθυσμός των ηλικιωμένων αυξάνεται, αυξάνονται οι ανάγκες σε ανθρώπινους πόρους στον τομέα της υγείας, της πρόληψης και της μακροχρόνιας φροντίδας. Πιθανές ελλείψεις εργατικού δυναμικού και δεξιοτήτων στον τομέα αυτό θα μπορούσαν να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο το βιοτικό μας επίπεδο στα χρόνια που έρχονται.
Η σταθερή αύξηση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας η οποία αποτέλεσε για δεκαετίες την κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής προόδου, θα σταματήσει.
Το εργατικό δυναμικό έχει ήδη αρχίσει να συρρικνώνεται
Στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες σύντομα θα αρχίσει να μειώνεται. Σε ορισμένες, όπως η Ιαπωνία, η Ιταλία και η Ελλάδα, το εργατικό δυναμικό έχει ήδη αρχίσει να συρρικνώνεται. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό όχι μόνο για την τήρηση των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων και κατ’ επέκταση τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, αλλά και για την αύξηση της παραγωγής, το ύψος φορολογικών εσόδων, το επίπεδο των μελλοντικών μισθών και τις επιπτώσεις τους στον πληθωρισμό και τα επιτόκια. Επιπλέον, η δημογραφική γήρανση οδηγεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, σε μείωση του αριθμού των χρηστών και των δικαιούχων ορισμένων δημόσιων αγαθών ή υπηρεσιών. Υπάρχει, επομένως, σοβαρός κίνδυνος απαξίωσης υποδομών (π.χ. κτίρια, μεταφορές, δρόμοι) ή κατάργησης προσφερόμενων υπηρεσιών (π.χ. εκπαίδευση), εάν ο αριθμός των χρηστών πέσει κάτω από το αναγκαίο εκείνο επίπεδο που καθιστά συμφέρουσα τη διατήρησή τους. Αυτό συμβαίνει ήδη σε αρκετές ευρωπαϊκές αγροτικές περιοχές που απειλούνται από την ερήμωση.
Η εκρηκτική αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων περιγράφεται συχνά ως «ασημένιο τσουνάμι», ένας ανησυχητικός όρος που προειδοποιεί για μια μαζική καταστροφή που πρόκειται να πλήξει πολλά έθνη. Τα αυξανόμενα ποσοστά του ηλικιωμένου και γηραιού πληθυσμού ασκούν πίεση επηρεάζοντας πρακτικά όλους τους τομείς της ζωής μας.
Το μέγεθος και η ηλικιακή δομή του πληθυσμού το 2050 μπορούν να εκτιμηθούν με μεγάλη ακρίβεια, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος του τότε πληθυσμού έχει ήδη γεννηθεί.
Εάν οι προοπτικές είναι τόσο δυσοίωνες, τι μπορεί να κάνει κανείς για να αντιστρέψει ή τουλάχιστον να καθυστερήσει τη διαδικασία γήρανσης; Η απάντηση είναι αφοπλιστικά απλή: τίποτε δεν μπορεί να ανατρέψει αυτή την τάση. Οι δημογραφικές εξελίξεις συντελούνται αργά και για αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό προδιαγεγραμμένες. Το μέγεθος και η ηλικιακή δομή του πληθυσμού το 2050 μπορούν να εκτιμηθούν με μεγάλη ακρίβεια, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος του τότε πληθυσμού έχει ήδη γεννηθεί.
Εδώ βρίσκονται, επίσης, και οι δυνάμει γονείς των επόμενων δεκαετιών με την αναπαραγωγική συμπεριφορά τους να είναι σε μεγάλο βαθμό προβλέψιμη. Η μόνη μη προβλέψιμη παράμετρος είναι οι μεταναστευτικές ροές. Οι μεταναστευτικές ροές ανάλογα με την κατεύθυνσή τους θα μπορούσαν να εντείνουν ή να μετριάσουν τη μείωση του εργατικού δυναμικού, τη γήρανση και τη συρρίκνωση του πληθυσμού. Δεν μπορούν, όμως, να ανατρέψουν την τάση. Είναι πλέον κοινά αποδεκτό ότι η γήρανση του πληθυσμού δεν μπορεί να ανακοπεί, ούτε να καθυστερήσει, τουλάχιστον όχι μέσα στις επόμενες 2 με 3 δεκαετίες. Επιπλέον η δυναμική του φαινομένου δημιουργεί διαρκώς νέες προκλήσεις.
Η γήρανση ήρθε για να μείνει και είτε μας αρέσει είτε όχι δεν υπάρχει άλλη λύση από το να διαχειρισθούμε τις συνέπειές της. Το να πετύχουμε να ζούμε όχι μόνο περισσότερο αλλά και με καλύτερη υγεία είναι η κρίσιμη παράμετρος.
Τις προηγούμενες δεκαετίες, η γήρανση προήλθε από την αύξηση του πληθυσμού στις ηλικίες 55-75 ετών. Τις επόμενες, η αύξηση θα αφορά κυρίως τον πληθυσμό άνω των 75 ετών.
Η γήρανση ήρθε για να μείνει και είτε μας αρέσει είτε όχι δεν υπάρχει άλλη λύση από το να διαχειριστούμε τις συνέπειές της. Το να πετύχουμε να ζούμε όχι μόνο περισσότερο αλλά και σε καλύτερη υγεία είναι η κρίσιμη παράμετρος. Τόσο κρίσιμη που ο ΟΗΕ ανακήρυξε τα έτη 2020-2030 ως τη δεκαετία της «υγιούς γήρανσης». Αντί να επιμηκύνουμε τα γηρατειά, το πραγματικό όφελος της μακροζωίας είναι η επιμήκυνση της μέσης ηλικίας. Ενα μέρος αυτού του στόχου έχει ήδη επιτευχθεί. Ο ορισμός του «γήρατος» έχει εξελιχθεί δραματικά με την πάροδο των ετών, τα 50 είναι ήδη τα νέα 35. Ο επόμενος στόχος είναι να γίνουν τα 80 τα νέα 60. Διατυπωμένο με δημογραφικούς όρους, το κλειδί βρίσκεται στο λεγόμενο «μέρισμα μακροζωίας» (longevity dividend). Με τον όρο αυτό περιγράφονται τα πολλαπλά οφέλη που μπορούν να προκύψουν αν το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής συνδυασθεί με βελτιώσεις στην υγεία, αλλαγές στη συμπεριφορά του καθενός από εμάς και αλλαγές στα κοινωνικά πρότυπα, ώστε να επιτευχθεί υγιής, ενεργή, ουσιαστική και παραγωγική ζωή.
Προς την κατεύθυνση αυτή χρειάζεται ατομική και κοινωνική προετοιμασία, ώστε να μεγαλώνουμε σωματικά και συναισθηματικά υγιείς, δραστήριοι και χρήσιμοι χωρίς να θέτουμε σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα και την κοινωνική συνοχή.
Σημείωση: Η μπλε πυραμίδα αποτυπώνει την ηλικιακή δομή του πληθυσμού της Ελλάδας το 2021 και η κόκκινη το 2050. Είναι εμφανής η προς τα πάνω μετατόπιση μεγάλου τμήματος του πληθυσμού της χώρας, Το 2050, η μεγάλη πρόκληση θα είναι η διαχείριση των super-agers, των ατόμων άνω των 80 ετών που θα αποτελούν σχεδόν το 15% του πληθυσμού της χώρας.
Δεν αποκλείονται οι εκπλήξεις, καθώς η αλληλεπίδραση της δημογραφίας με την οικονομία και οι επιπτώσεις στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις δεν είναι διαχρονικά αμετάβλητες.
H δημογραφική πορεία της Ελλάδας, όπως και της Ευρώπης είναι μεσοπρόθεσμα προδιαγεγραμμένη. Σε βάθος χρόνου, όμως, δεν αποκλείονται οι εκπλήξεις, καθώς η αλληλεπίδραση της δημογραφίας με την οικονομία και οι επιπτώσεις στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις δεν είναι διαχρονικά αμετάβλητες. Η παγκόσμια ιστορία έχει επισημάνει τη δυνατότητα των δημογραφικών εξελίξεων να υποκινήσουν αλλαγές στη συμπεριφορά, να προκαλέσουν τεχνολογικές καινοτομίες και να προωθήσουν θεσμικές μεταρρυθμίσεις αντισταθμίζοντας τις αρχικά διαφαινόμενες αρνητικές προοπτικές.
Τα ποσοστά φτώχειας και αναλφαβητισμού μειώθηκαν σε όλο τον κόσμο, το επίπεδο ζωής βελτιώθηκε συνολικά και οι ανισότητες, χωρίς να εκλείψουν, μειώθηκαν δραματικά.
Ετσι ενώ ο παγκόσμιος πληθυσμός διπλασιαζόταν από 3 σε 6 δισεκατομμύρια κατά το δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, οι νεο-μαλθουσιανές προβλέψεις όχι απλά δεν επαληθεύτηκαν αλλά αντίθετα το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε, το προσδόκιμο ζωής επιμηκύνθηκε κατά περισσότερο από 15 χρόνια, τα ποσοστά φτώχειας και αναλφαβητισμού μειώθηκαν σε όλο τον κόσμο. Το επίπεδο ζωής βελτιώθηκε συνολικά και οι ανισότητες, χωρίς να εκλείψουν, μειώθηκαν δραματικά.
Η πανδημία Covid-19 και ο πόλεμος στην Ουκρανία
Οι δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα είναι ίσως λιγότερο ενθαρρυντικές. Η παγκόσμια οικονομική κρίση ανέκοψε την ανοδική πορεία της οικονομίας, η πανδημία Covid-19 προκάλεσε παγκόσμια υγειονομική κρίση και μείωσε (προσωρινά) το προσδόκιμο ζωής σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες. Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, μετά την ενεργειακή, απειλεί με επισιτιστική κρίση όλο σχεδόν τον πλανήτη. Η κλιματική κρίση εξελίσσεται ταχύτερα από το προβλεπόμενο, διαταράσσοντας την καθημερινότητα εκατομμυρίων ανθρώπων. Ολα τα παραπάνω θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη των 17 στόχων βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ μέχρι το 2030. Ομως η ανθρωπότητα φαίνεται ότι διαθέτει και τώρα κάποια εργαλεία: η τεχνητή νοημοσύνη δίνει ελπίδες για την αποτελεσματική αντιμετώπιση όλων των παραπάνω κρίσεων, συμπεριλαμβανομένης και της δημογραφικής κρίσης.
Ο πλανήτης μακροβιότητα παραμένει αχαρτογράφητος, όπως και οι «απαντήσεις» στις μεγάλες αλλά σίγουρα όχι ανυπέρβλητες δημογραφικές προκλήσεις του 21ου αιώνα. Η μακροβιότητα ήταν το τεράστιο ανθρώπινο επίτευγμα του 20ού αιώνα. Η σωστή διαχείρισή της προς όφελος των σημερινών αλλά και μελλοντικών γενεών οφείλει να γίνει το επίτευγμα του 21ου αιώνα.
Θα μπορούσε να αποτραπεί η μείωση του πληθυσμού;
Ως συνέπεια της δημογραφικής γήρανσης, τις επόμενες δεκαετίες, ο πληθυσμός της Ελλάδας αναμένεται να μειωθεί σημαντικά. Διάφορες προβλέψεις που προέρχονται από διάφορους οργανισμούς καταλήγουν σε παρεμφερή συμπεράσματα. Σύμφωνα με τη μεσαία παραλλαγή (medium variant) των πιο πρόσφατων προβλέψεων που παρέχονται από το Τμήμα Πληθυσμού του ΟΗΕ (2022), ο πληθυσμός αναμένεται να μειωθεί κατά 11,3% και να φτάσει περίπου τα 9,2 εκατομμύρια μέχρι το 2050. Αυτό δεν είναι το χειρότερο σενάριο: σύμφωνα με την υπόθεση της χαμηλής παραλλαγής (low-variant), ο πληθυσμός εκτιμάται ότι θα πέσει στα 8,5 εκατομμύρια.
Από το 2011, οι γεννήσεις στην Ελλάδα είναι λιγότερες από τους θανάτους και η μεταξύ τους διαφορά αυξάνεται με τον χρόνο.
Οταν συζητούνται οι πληθυσμιακές προβολές, συχνά επισημαίνεται ότι δεν είναι παρά εκτιμήσεις που βασίζονται σε υποθέσεις εργασίας, υπονοώντας εμμέσως ότι η μείωση του πληθυσμού θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να επιβραδυνθεί ή ακόμη και να αντιστραφεί.
Εστιάζοντας στα ελληνικά δεδομένα, ας εξετάσουμε πόσο ρεαλιστική είναι μια τέτοια υπόθεση.
Ενας πληθυσμός αυξάνεται όταν οι γεννήσεις υπερβαίνουν αριθμητικά τους θανάτους ή/και οι μεταναστευτικές εισροές υπερτερούν των εκροών. Από το 2011, οι γεννήσεις στην Ελλάδα είναι λιγότερες από τους θανάτους και η μεταξύ τους διαφορά αυξάνεται με τον χρόνο. Το 2021, οι θάνατοι ήταν 1,5 φορά περισσότεροι από τις γεννήσεις.
Στο ετήσιο έλλειμμα του φυσικού ισοζυγίου (-58.000) προστίθεται και το έλλειμμα στο μεταναστευτικό ισοζύγιο (-16.000), έτσι ο πληθυσμός μεταβλήθηκε κατά -0,7% μεταξύ 2021 και 2022. Για να περιορισθεί ή και εξαλειφθεί η διαφορά μεταξύ γεννήσεων και θανάτων πρέπει τις επόμενες δεκαετίες ο αριθμός των γεννήσεων να πλησιάσει τον αριθμό των θανάτων. Ο αριθμός των παιδιών που γεννιούνται κάθε χρόνο διαμορφώνεται από δύο μεταβλητές: τον μέσο αριθμό των παιδιών που αποκτά κάθε γυναίκα και τον αριθμό των γυναικών σε αναπαραγωγική ηλικία.
Τα τελευταία 20 χρόνια ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα είναι σχεδόν σταθερός στο 1,3 με 1,4. Αντίθετα ο αριθμός των γυναικών στη βασική αναπαραγωγική ηλικία (20-39 ετών) έχει μειωθεί κατά 454.000 γυναίκες (-28%). Μέχρι το 2040, εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά ακόμα 350.000 γυναίκες.
Προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσο είναι πιθανή η αναχαίτιση της πληθυσμιακής συρρίκνωσης, υπολογίστηκε ο απαιτούμενος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα ώστε το φυσικό ισοζύγιο να μηδενισθεί μέχρι το 2040 και να μείνει σταθερό μέχρι το 2050.
Τα ευρήματα, αν και αναμενόμενα, είναι σίγουρα εντυπωσιακά. Ο ραγδαία αυξανόμενος αριθμός των ογδοντάχρονων δεν θα επιτρέψει τη μείωση των θανάτων μέσα στις επόμενες 3 δεκαετίες, παρά την ενδεχόμενη περαιτέρω πρόοδο στη μακροζωία. Εν τω μεταξύ, όσο λιγότερες είναι οι γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία, τόσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των παιδιών που απαιτείται να αποκτήσει η καθεμία, ώστε να αυξηθούν οι γεννήσεις.
Τα επόμενα 30 χρόνια η μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας δεν μπορεί να αποφευχθεί, μπορεί μόνο να μετριασθεί. Ακόμα κι αυτό όμως δεν είναι εύκολο να συμβεί.
Θέτοντας ως στόχο οι γεννήσεις να ισοφαρίσουν τους θανάτους έως το 2040, ο δείκτης γονιμότητας θα πρέπει να ακολουθήσει μια απότομη ανοδική τάση (με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 3%) πριν φθάσει τα 2,4 παιδιά ανά γυναίκα έως το 2040 και σχεδόν τα 3 παιδιά ανά γυναίκα το 2050 . Περιττό να επισημανθεί ότι αντίστοιχα επίπεδα γονιμότητας δεν έχουν καταγραφεί σε αναπτυγμένη χώρα τα τελευταία 50 χρόνια.
Τα επόμενα 30 χρόνια η μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας δεν μπορεί να αποφευχθεί, μπορεί μόνο να μετριασθεί. Ακόμα κι αυτό όμως δεν είναι εύκολο να συμβεί. Χρειάζονται μεταναστευτικές εισροές και ένα μείγμα πολιτικών στήριξης της οικογένειας που αφορούν στην αγορά εργασίας, τη στέγη, την επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο και την πρόνοια. Αντίστοιχα δύσκολη είναι η αποτροπή της περαιτέρω γήρανσης, ακόμα κι αν το προσδόκιμο ζωής σταματήσει να αυξάνει. Λόγω του «συνωστισμού» που παρατηρείται στις ηλικίες άνω των 55 ετών, τα ποσοστά των ηλικιωμένων στο συνολικό πληθυσμό θα συνεχίσουν να αυξάνουν. Το επίπεδο γονιμότητας ή η ένταση των μεταναστευτικών εισροών που απαιτούνται για να αποτρέψουν τη συνεχιζόμενη γήρανση του πληθυσμού εκτός από ανέφικτα είναι και μη επιθυμητά λόγω των αναπόφευκτων συνεπειών τους.
Θα ζήσει η κόρη μου ως τα 100;
Το 2021 στην Ελλάδα ζούσαν περισσότερα από 715.000 άτομα ηλικίας άνω των 80 ετών. Ατομα που γεννήθηκαν πριν το 1940, όταν το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση δεν ξεπερνούσε τα 55 έτη, και που επέζησαν από τη βιαιότητα και την πείνα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την πανδημία της Covid-19. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως αν ένα κορίτσι που γεννιέται σήμερα στην Ελλάδα εκτιμάται ότι θα ζήσει κατά μέσο όρο 83 χρόνια, στην πραγματικότητα η πιθανότητα να ζήσει πολύ περισσότερο είναι πολύ μεγάλη.
Σχεδόν τα μισά από τα σημερινά δεκάχρονα παιδιά εκτιμάται ότι θα γιορτάσουν τα εκατοστά γενέθλιά τους.
Ακόμα όμως και οι Millennials και η Γενιά Χ έχουν μεγάλες πιθανότητες να πλησιάσουν ή να ξεπεράσουν τον αιώνα ζωής. Οι εξελίξεις αυτές δεν αφορούν μόνο όσους ασχολούνται με την κοινωνική και οικονομική πολιτική της χώρας.
Καλούμαστε να προετοιμαστούμε οικονομικά, βιολογικά, ψυχολογικά, πνευματικά, κοινωνικά ώστε να καταφέρουμε να επωφεληθούμε και να αξιοποιήσουμε θετικά τα επιπλέον χρόνια που θα έχουμε στη διάθεσή μας.
Η επιμήκυνση της ζωής, και μάλιστα μέχρι ηλικίες που μέχρι πρόσφατα συνδέονταν με την περιθωριοποίηση και τη μοναξιά, επηρεάζει την οργάνωση της ζωής του καθενός από εμάς, και βέβαια των παιδιών μας. Η ηλικία μπορεί να είναι απλά ένας αριθμός, αλλά ο αριθμός αυτός καθορίζει τις φάσεις της ζωής μας (σχολείο-σπουδές-δουλειά-σύνταξη), προσδιορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μας απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Στον πλανήτη μακροβιότητα καλούμαστε να επαναπροσδιορίσουμε τα περισσότερα από αυτά τα ηλικιακά ορόσημα.
Καλούμαστε επίσης να προετοιμαστούμε, ο καθένας σε προσωπικό επίπεδο, οικονομικά, βιολογικά, ψυχολογικά, πνευματικά, κοινωνικά ώστε να καταφέρουμε να επωφεληθούμε και να αξιοποιήσουμε θετικά τα επιπλέον χρόνια που θα έχουμε στη διάθεσή μας. Και, βέβαια, να προετοιμάσουμε και την επόμενη γενιά. Να τη μάθουμε να ζει και να συνεργάζεται με άτομα διαφορετικών ηλικιών, να σέβεται και να δείχνει ενσυναίσθηση. Διότι μακροζωία χωρίς διαγενεακή αλληλεγγύη είναι μισό δώρο.