Αντιγόνη Λυμπεράκη, Πλάτων Τήνιος, Αλεξάνδρα Τραγάκη, Θωμάς Γεωργιάδης
Πλησιάζοντας στο κατώφλι των 50 ετών, ο μελλοντικός χρόνος μετασχηματίζεται από ένα επίπεδο ταμπλό χωρίς προοπτική, σε ένα σκηνικό με βάθος και σκιές. Η ζωή 50+ δεν είναι ένα και μόνο πράγμα. Αλλο να είσαι 55, άλλο να είσαι 70 και άλλο να είσαι 85.
Για τον λόγο αυτό εξετάζουμε τις εμπειρίες και επιδόσεις σε τρεις ξεχωριστές ηλικιακές ομάδες: από 50 μέχρι 65, από 65 μέχρι 80 και την ομάδα πάνω από τα 80. Διακρίνουμε, λοιπόν, τις τρεις γενιές της ωριμότητας. Οπως είναι φυσικό, ο έλεγχος επιδόσεων είναι πολύ διαφορετικός.
Κάθε γενιά γερνάει με τον δικό της τρόπο
Δεν αρκεί όμως αυτό. Δεν φτάνει να δεις τους γονείς σου να γερνούν προκειμένου να καταλάβεις το δικό σου μέλλον, ή αυτό των παιδιών σου. Διαφορετικές συνθήκες και διαφορετικές συνήθειες και εμπειρίες στα πρώτα και στα μεσαία χρόνια της ζωής συχνά οδηγούν σε διαφορετικό έλεγχο επιδόσεων στα ώριμα χρόνια – κατά κάποιον τρόπο, κάθε γενιά γερνάει με τον δικό της τρόπο.
Αλλά ούτε εδώ τελειώνει η ιστορία της εμπειρίας της ωριμότητας. Μέσα στην ίδια γενιά, άνδρες και γυναίκες πορεύονται διαφορετικά (και) στα χρόνια της ώριμης ηλικίας. Πόσο διαφορετικά όμως; Αυτό το διερευνούμε αναλύοντας τις επιδόσεις ανά φύλο.
Και για να γίνει η κατάσταση ακόμα λιγότερο προβλέψιμη, πρέπει να συνεκτιμήσουμε όχι μόνο τη γενιά και το φύλο, αλλά και την κοινωνικο-οικονομική θέση του ατόμου: το εκπαιδευτικό επίπεδο (που συχνά συνδέεται με οικονομική άνεση), τη θέση του στην κατανομή του εισοδήματος: αλλιώς (ενδέχεται να) γερνάει κάποιος στο φτωχότερο 25% σε σύγκριση με κάποιον στο πλουσιότερο 25%. Αυτό το αναδεικνύουμε, όσο μας επιτρέπουν τα δεδομένα, αναζητώντας σε ποιες περιπτώσεις η οικονομική θέση δείχνει να επηρεάζει τις επιδόσεις.
Βοήθεια σε είδος και σε χρήμα
Ο «έλεγχος επιδόσεων» με τα στοιχεία SHARE εδώ περιέχει μερικές κρίσιμες ενότητες: εξετάζουμε την κατάσταση υγείας (φυσική και ψυχική) – από την οποία προκύπτουν οι ανάγκες για φροντίδα. Αναζητούμε την επίδραση που ασκούν οικονομικοί παράγοντες (η οικονομική θέση του ατόμου), η γενιά και, κυρίως, το φύλο. Η προσοχή στρέφεται στη συνέχεια στις διευθετήσεις που αφορούν την κατοικία και στις σχέσεις ανάμεσα στις γενεές (αλληλεγγύη στο πλαίσιο της οικογένειας) όπου το άτομο προσφέρει και δέχεται βοήθεια σε είδος και σε χρήμα. Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω αποκρυσταλλώνεται σε σημαντικές διαφορές ως προς την ικανοποίηση από τη ζωή, την κοινωνικότητα και το απόθεμα εμπιστοσύνης στη διάρκεια της ζωής.
Η ενότητα αυτή εξετάζει μια τέτοια στιγμή – το 2015, έκτο κύμα της έρευνας. Το έτος αυτό είναι πριν τις αναταράξεις που προκλήθηκαν από τον κορωνοϊό. Για την Ελλάδα έχει το μεγάλο πλεονέκτημα ότι σηματοδοτεί την επάνοδό της με αυξημένο δείγμα αλλά και πλήρη κάλυψη όλου του πληθυσμού άνω των 50. Αυτό επιτρέπει να παραχθεί για κάθε θέμα ενδιαφέροντος ένα είδος «φύλλου αγώνος» (Score card) της πορείας της γήρανσης: Ετσι παράγονται πίνακες που συγκρίνουν την πορεία διαφορετικών ηλικιών (50-65, 66-80, 80+), διαφορετικών χωρών ή ομάδων χωρών, φύλων αλλά και συγκρίσεις με τα παλαιότερα κύματα. Τα στοιχεία αυτά μπορούν να αξιοποιηθούν για να αξιολογηθεί το στάδιο προσαρμογής που βρίσκεται η Ελλάδα σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Καλή φυσική κατάσταση μετά τα 50, αλλά…
Από τους πολλούς τρόπους αξιολόγησης της φυσικής κατάστασης των ανθρώπων του δείγματος, εδώ χρησιμοποιούμε τον δείκτη αυτο-αναφερόμενης κατάστασης υγείας, δηλαδή την αντίληψη που έχει το κάθε άτομο 50+ για τη δική του επίδοση υγείας. Το πώς αισθάνεται κάποιος επηρεάζει την αυτονομία του αλλά και την ελευθερία του. Επηρεάζει ακόμα το αίσθημα ασφάλειας και (κατά συνέπεια) την ποιότητα και την ποσότητα των δραστηριοτήτων στις οποίες συμμετέχει. Εντέλει επηρεάζει ουσιωδώς και το είδος των σχέσεων που αναπτύσσει, καθώς και τη δυνατότητά του να αντεπεξέλθει σε μια κακοτοπιά μικρής ή μεγάλης σημασίας.
Η μεγάλη εικόνα των ατόμων 50+ στην Ευρώπη δείχνει ότι τα άτομα με κακή υγεία είναι κατά μέσο όρο το 12% στις 18 χώρες. Στην Ελλάδα φαίνεται πως οι άνθρωποι 50+ απολαμβάνουν καλύτερη υγεία, καθώς το ποσοστό εκείνων που αναφέρουν την κατάσταση της υγείας τους ως «κακή» είναι 8,8%. Σε 11 χώρες οι άνθρωποι ηλικίας άνω των 50 ετών αναφέρουν ότι έχουν χειρότερη υγεία, και σε 6 καλύτερη σε σύγκριση με την Ελλάδα.
Ενώ συνολικά οι άνθρωποι τρίτης ηλικίας στην Ελλάδα φαίνονται υγιέστεροι, ο ρυθμός επιδείνωσης της υγείας τους καθώς μεγαλώνουν είναι ταχύτερος.
Μέσα στον πληθυσμό των ατόμων πάνω από 50 ετών, ιδιαίτερα καλή υγεία απολαμβάνουν (όπως άλλωστε θα περίμενε κάποιος) οι νεότερες ηλικίες, δηλαδή η ομάδα από 50 ως 64 ετών. Ενώ όμως συνολικά οι άνθρωποι τρίτης ηλικίας στην Ελλάδα φαίνονται υγιέστεροι, ο ρυθμός επιδείνωσης της υγείας τους καθώς μεγαλώνουν είναι ταχύτερος. Ενώ στις βόρειες χώρες τα άτομα σε κακή υγεία διπλασιάζουν το ποσοστό τους από τις ηλικίες 50-64 στις ηλικίες πάνω από τα 80, στην Ελλάδα (και στις άλλες χώρες του Νότου) ο ρυθμός επιδείνωσης είναι πολύ ταχύτερος (9 φορές).
Στο πλαίσιο της μεγάλης ευρωπαϊκής εικόνας των 18 χωρών (γράφημα), η κατάσταση υγείας των ανθρώπων πάνω από τα 50 στην Ελλάδα είναι:
⦁ Καλύτερη από όλες τις ομάδες χωρών στις ηλικίες 50 ως 64 ετών.
⦁ Λίγο χειρότερη σε σύγκριση με τις βόρειες και κεντρικές, αλλά καλύτερη σε σύγκριση με τις νότιες και τις ανατολικές στις ηλικίες πάνω από τα 65.
Οι γυναίκες έχουν παντού χειρότερη υγεία από τους συνομηλίκους άντρες, αλλά η διαφορά στις επιδόσεις (το χάσμα φύλου στην υγεία) αυξάνει όσο κινούμαστε προς τα νότια και προς τα ανατολικά. Η Ελλάδα βρίσκεται ξανά κάπου στη μέση.
Αυτά ήταν τα καλά νέα. Τα κακά νέα αφορούν τις επιπτώσεις της κρίσης στην κατάσταση υγείας.
Για να μετρήσουμε τις επιπτώσεις που είχε η οικονομική ύφεση στον πληθυσμό μεγαλύτερης ηλικίας στην Ευρώπη, συγκρίνουμε τα ευρήματα δύο διαφορετικών κυμάτων της έρευνας SHARE: ειδικότερα συγκρίνουμε τα αποτελέσματα του 2015 (έτος μετά το τέλος της κρίσης περίπου για όλες τις χώρες) με του 2007 (ίσως το τελευταίο κύμα που αποτυπώνει την κατάσταση πριν από την κρίση παντού).
Συγκρίνοντας τις επιδόσεις υγείας πριν και μετά την κρίση διαπιστώνουμε ότι ενώ όλες οι ομάδες χωρών εμφανίζουν αισθητή βελτίωση της υγείας σε ολόκληρο το φάσμα των ηλικιών πάνω από τα 50 χρόνια, στην Ελλάδα σημειώνεται επιδείνωση (το ποσοστό των ατόμων 50 ετών και άνω που δήλωναν κακή κατάσταση υγείας αυξήθηκε από 6.3% το 2007 σε 8.8% το 2015). Η ίδια τάση (επιδείνωση της υγείας) χαρακτηρίζει και τα δύο φύλα, με μια ταχύτερη επιδείνωση στις γυναίκες πάνω από 80 ετών. Το φτωχότερο 25% του πληθυσμού δοκιμάζεται από σχετικά εντονότερη επιδείνωση της φυσικής του υγείας και τούτο ισχύει και για τις 3 κατηγορίες των ατόμων άνω των 50 (50-64, 65-79 και 80+).
Η ψυχική υγεία είναι αντιστρόφως ανάλογη της εισοδηματικής κατάστασης, ιδιαίτερα μετά τα 65. Χαμηλότερα εισοδήματα συσχετίζονται με υψηλότερο δείκτη κατάθλιψης.
Η κατάσταση της ψυχικής υγείας και οι γνωσιακές δυνατότητες είναι κρίσιμοι παράγοντες που προσδιορίζουν όχι μόνο τη διάθεση στην καθημερινή ζωή αλλά και τη δυνατότητα ανεξάρτητης διαβίωσης και ελευθερίας επιλογών.
Η ψυχική υγεία μετριέται εδώ με την κλίμακα euro-d που εξετάζει διαφορετικές εκφάνσεις κατάθλιψης με ενιαίο τρόπο για ολόκληρο τον πληθυσμό του ευρωπαϊκού δείγματος του SHARE.
Εξετάζοντας τη μεγάλη εικόνα στην ψυχική υγεία διαπιστώνουμε ότι η Ελλάδα σημειώνει λιγότερο θετικές επιδόσεις, σε σύγκριση με αυτές της φυσικής υγείας. Το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 50 ετών που εμφανίζει δυσλειτουργίες σε πάνω από 4 διαστάσεις της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα είναι ελαφρά υψηλότερο από τον μέσο όρο (στο 32% έναντι του 30%). Αυτό σημαίνει ότι 10 χώρες βρίσκονται σε καλύτερη θέση και 6 σε χειρότερη. Στον ευρωπαϊκό χάρτη συγκριτικής κατάθλιψης, η χώρα μας τοποθετείται κοντά στις νότιες χώρες και ανάμεσα στις βόρειες και κεντρικές από τη μια, και τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης από την άλλη.
Ισως το πλέον αξιοσημείωτο δεδομένο που προκύπτει από τη συγκριτική εικόνα είναι ότι τόσο οι επιδόσεις ψυχικής υγείας όσο και οι διαφοροποιήσεις ανά φύλο σημειώνουν μια συστηματική τάση επιδείνωσης καθώς κινούμαστε από τις βόρειες προς τις κεντρικές χώρες, και στη συνέχεια προς τις νότιες και τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης.
Σχετικά χειρότερη επίδοση στην ψυχική υγεία χαρακτηρίζει τις γυναίκες και τα περισσότερο ηλικιωμένα άτομα. Επίσης, η ψυχική υγεία είναι αντιστρόφως ανάλογη της εισοδηματικής κατάστασης, ιδιαίτερα μετά τα 65: χαμηλότερα εισοδήματα συσχετίζονται με υψηλότερο δείκτη κατάθλιψης. Υποφέρουν, δηλαδή, περισσότερο από κατάθλιψη άτομα της ομάδας του φτωχότερου 25% της εισοδηματικής κλίμακας, λιγότερο το μεσαίο 50% και ακόμα λιγότερο τα άτομα από το πλουσιότερο 25% του πληθυσμού.
Η χηρεία επιβαρύνει περισσότερο την ψυχική υγεία των γυναικών
Πολλές ακόμα μελέτες επιβεβαιώνουν τα παραπάνω ευρήματα, τόσο ως προς την επιδείνωση της ψυχικής υγείας όσο οι άνθρωποι μεγαλώνουν, όσο και ως προς την αντίστροφη σχέση μεταξύ εισοδήματος και κατάθλιψης.
Η συσχέτιση ηλικίας και κατάθλιψης πιθανόν να οφείλεται στις μεγαλύτερες πιθανότητες απώλειας συντρόφου όσο περνούν τα χρόνια, και στη μετάπτωση σε κατάσταση χηρείας. Αν μείνουμε λίγο περισσότερο στη συσχέτιση μεταξύ κατάθλιψης και φύλου αξίζει να αναρωτηθούμε αν τα υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης μεταξύ μεγαλύτερων γυναικών σε σύγκριση με τους συνομήλικους άνδρες οφείλονται στη διαφορετική επίδραση της χηρείας στα δύο φύλα ή στη μεγαλύτερη πιθανότητα να βρεθούν οι γυναίκες σε κατάσταση χηρείας.
Πληθώρα μελετών επιβεβαιώνουν την αναμενόμενη συσχέτιση μεταξύ της κατάστασης χηρείας και της (επιβαρυμένης) ψυχικής υγείας (Carr, 2004; Chou & Chi, 2000; Monserud & Wong, 2015; Sasson & Umberson, 2014; Schaan, 2013; Van de Velde κ.ά. 2010), με τη μεγαλύτερη επιβάρυνση της ψυχικής υγείας να συντελείται κατά το πρώτο (Jadhav & Weir,2018; Parkes, 1998; Vable κ.ά. 2015) ή έως και τα δύο πρώτα έτη της χηρείας (Zisook & Shuchter,1993).
Ανάλογη συμφωνία των ευρημάτων έχει να κάνει και με το φύλο της επιβαρυμένης ψυχικής υγείας, με τις γυναίκες –στο σύνολό τους– να εμφανίζουν υψηλότερο κίνδυνο αντιμετώπισης καταθλιπτικών συμπτωμάτων σε σχέση με τους άνδρες (Acciai, 2017; Calvó-Perxas κ.ά. 2016; Dewey & Prince, 2005; Schmitz & Brandt, 2019).
Τι συμβαίνει όμως με τη μετάβαση από τον έγγαμο βίο στην κατάσταση χηρείας; Επηρεάζει το ίδιο άνδρες και γυναίκες; Οι περισσότερες μελέτες που βασίζονται σε διαχρονική ανάλυση (δηλαδή χρησιμοποιούν δεδομένα για δείγμα ίδιων ατόμων με πληροφορίες για τουλάχιστον δύο χρονικές στιγμές) καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η μετάβαση από τον έγγαμο βίο στην κατάσταση χηρείας επιβαρύνει περισσότερο την ψυχική υγεία των γυναικών σε σχέση με των ανδρών (Burns, Browning, & Kendig, 2015; Chou & Chi, 2000; Liechtenstein κ.ά. 1996).
Ισως περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρημα της ιδιαίτερης σημασίας της φροντίδας πριν από τον θάνατο. Ευρήματα μελετών (Keene & Prokos, 2008; Schaan, 2013) υποστηρίζουν ότι ενώ η παροχή φροντίδας αυξάνει τα επίπεδα κατάθλιψης πριν από την κατάσταση χηρείας, για τα άτομα που παρείχαν φροντίδα στη/στον σύζυγό τους η μετάβαση στη χηρεία συνεπάγεται μικρότερη επιβάρυνση της ψυχικής τους υγείας.
Φροντίδα από «αόρατες φιγούρες»
Οι ηλικιωμένοι άνθρωποι συχνά αντιμετωπίζουν δυσκολίες στις καθημερινές τους δραστηριότητες, όπως να ντυθούν, να κινηθούν μέσα στο δωμάτιο, να κάνουν μπάνιο, να φάνε, να ξαπλώσουν/να σηκωθούν από το κρεβάτι και να χρησιμοποιούν την τουαλέτα. Αυτές οι δραστηριότητες είναι κρίσιμες για την ποιότητα ζωής των ανθρώπων και οι δυσκολίες σε κάποιες από αυτές αυξάνει την εξάρτηση από άλλα άτομα ενώ παράλληλα επιβαρύνει τη διάθεση και την αυτοεκτίμησή τους.
Αν και η σημασία της αποτύπωσης του εύρους των αναγκών είναι αυτονόητη, εντούτοις επικρατεί μια ιδιότυπη σιωπή γύρω από τις ανάγκες φροντίδας και τις δραστηριότητες υποστήριξης των ηλικιωμένων ανθρώπων προκειμένου να πραγματοποιήσουν τις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής.
Αυτό ίσως να οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι οι δραστηριότητες φροντίδας και υποστήριξης εμπίπτουν στα «αυτονόητα καθήκοντα του οικιακού/οικογενειακού χώρου» όπου αόρατοι άνθρωποι, οι γυναίκες, προσφέρουν αυτονόητες υπηρεσίες (φροντίδα). Τα ευρήματα της έρευνας SHARE μας βοηθούν να αντιληφθούμε τις ανάγκες φροντίδας και να εντοπίσουμε αν και πώς ικανοποιούνται – και πού.
Ο δείκτης ανάγκης για φροντίδα
Ο δείκτης ανάγκης για φροντίδα σε καθημερινές δραστηριότητες (Activities of Daily Living-ADLs) μετριέται μέσα στην έρευνα SHARE. Εξετάζοντας το ποσοστό των ανθρώπων πάνω από τα 50 με δυσκολίες σε περισσότερο από μία καθημερινή δραστηριότητα, βλέπουμε ότι η Ελλάδα έχει συγκριτικά καλές επιδόσεις – δηλαδή σχετικά μικρότερο ποσοστό ατόμων αντιμετωπίζει εμπόδια στις καθημερινές δραστηριότητες (9% έναντι 13% που είναι ο μέσος όρος των χωρών του δείγματος). Χαμηλές ανάγκες για φροντίδα στην Ελλάδα χαρακτηρίζουν όλες τις ηλικιακές ομάδες και ισχύουν και για τις γυναίκες. Μόνο στις βόρειες χώρες οι γυναίκες έχουν ακόμα καλύτερη επίδοση. Παντού, όπως είναι αναμενόμενο, οι ανάγκες αυξάνουν με την ηλικία, και εντονότερα μετά το 80 χρόνια.
Το σπίτι, η οικογένεια και οι φίλοι
Είναι γνωστό από παλιά, και εξακολουθεί να ισχύει σε σημαντικό βαθμό, ότι στην Ελλάδα υπάρχει υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρώπης. Αυτό επιβεβαιώνεται και στον πληθυσμό 50+.
Αυτό που έχει αξία να σχολιασθεί είναι ότι στην Ελλάδα το φτωχότερο 25% του πληθυσμού έχει συχνότερα το δικό του σπίτι (83% στην Ελλάδα σε σύγκριση με 45% στις βόρειες χώρες, 53% στις κεντρικές, 79% στις άλλες νότιες και 64% στις ανατολικές). Η ιδιοκατοίκηση είναι ιδιαίτερα υψηλή και στο μεσαίο 50% της κλίμακας των εισοδημάτων και μόνο στην Ιταλία και στην Ισπανία είναι υψηλότερο.
Η Ελλάδα εμφανίζει υστέρηση ως προς την καταλληλότητα και τον εξοπλισμό των κατοικιών, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις κινητικές δυσκολίες των μεγαλύτερων ανθρώπων
Πώς απέκτησαν αυτοί οι άνθρωποι το σπίτι τους; Η εικόνα των χωρών του δείγματος μας δείχνει ότι στην απόκτηση κατοικίας σημαντικό ρόλο παίζει η κληρονομιά. Συνολικά, σχεδόν το 40% των ατόμων του δείγματος «οφείλει» το γεγονός ότι ιδιοκατοικεί σε κληρονομιά ή/και βοήθεια και δώρα από την οικογένεια. Η χώρα μας εμφανίζει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη στον ιδιαίτερο ρόλο των οικογενειακών μεταβιβάσεων στην απόκτηση κατοικίας.
Τέλος, εκτός από τη διαθεσιμότητα (ιδιόκτητης) κατοικίας, ιδιαίτερη σημασία για τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας είναι η καταλληλότητα του σπιτιού τους και η πρόσβαση σε εξοπλισμό που διευκολύνει την κίνηση και την ανεξαρτησία τους. Η Ελλάδα εμφανίζει υστέρηση ως προς την καταλληλότητα και τον εξοπλισμό των κατοικιών, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις κινητικές δυσκολίες των μεγαλύτερων ανθρώπων.
Στο θέμα της καταλληλότητας της κατοικίας ανθρώπων άνω των 65 ετών με δυσκολίες στις καθημερινές τους δραστηριότητες, η Ελλάδα σημειώνει τη χαμηλότερη επίδοση ανταπόκρισης των σπιτιών στις ανάγκες των κατοίκων σε σύγκριση με όλους και παντού (μόλις 20% όσων έχουν κινητικές δυσκολίες μένουν σε σπίτι κατάλληλα εξοπλισμένο, στο μισό περίπου του μέσου όρου).
Οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, όταν είναι στενές και υποστηρικτικές, μπορεί να προσφέρουν μεγάλα πλεονεκτήματα στα πιο ηλικιωμένα μέλη, αναιρώντας κάποια από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητά τους και προσφέροντας λύσεις συμμετοχής και ψυχολογικής εξισορρόπησης. Πότε οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια θεωρούνται στενές και πυκνές;
Στις 3 μεσογειακές χώρες
Κριτήρια για το πόσο πυκνές και στενές είναι οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια υπάρχουν πολλά. Ενα κριτήριο μέτρησης που χρησιμοποιείται ευρύτατα βασίζεται στην εγγύτητα (το αντίθετο της απόστασης) του τόπου διαμονής των μελών μιας οικογένειας.
Εξετάζοντας το πόσο κοντά ζουν οι άνθρωποι πάνω από τα 50 στην Ευρώπη με το πλησιέστερο παιδί τους, διαπιστώνουμε (όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο) ότι στις 3 μεσογειακές χώρες (Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία) τείνουν να κατοικούν πολύ πιο συχνά κοντά ή ακόμα και στο ίδιο νοικοκυριό με κάποιο παιδί τους.
Παρόμοια εικόνα εμφανίζουν και κάποιες από τις ανατολικές χώρες (Πολωνία, Σλοβενία και Κροατία). Αυτή η τάση είναι εμφανής σε όλες τις ηλικιακές υποκατηγορίες, αλλά είναι εντονότερη στα νεότερα άτομα άνω των 50 παντού στην Ευρώπη, και πολύ περισσότερο στις νότιες χώρες (και στην Ελλάδα, δηλαδή). Αυτό ίσως συσχετίζεται με το γεγονός ότι, δεδομένης της αύξησης ηλικίας απόκτησης του πρώτου παιδιού, είναι συνηθισμένο για γονείς στην ομάδα 50-64 ετών να συγκατοικούν ακόμα με το μικρότερο παιδί τους.
Η υπόθεση αυτή επιβεβαιώνεται από το γράφημα κάτω που αποτυπώνει την ηλικία αποχώρησης του παιδιού από το σπίτι των γονιών του: πρωταθλήτριες στην παραμονή του παιδιού στο πατρικό είναι οι νότιες χώρες, και μάλιστα με μεγάλη διαφορά από όλους τους άλλους (Hotel mama). Νωρίτερα φεύγουν τα παιδιά στις βόρειες χώρες, ακολουθούν εκείνα από την κεντρική Ευρώπη και λίγο αργότερα από τις ανατολικές χώρες. Στην Ελλάδα αυξάνει σταθερά η ηλικία αποχώρησης από το σπίτι (μοιραία έτσι αυξάνει και η ηλικία των γονέων τη στιγμή της αποχώρησης – κατά 11 χρόνια και τα δύο).
Φροντίδα και κοινωνικά δίκτυα
Οι γιαγιάδες και οι παππούδες φροντίζουν τα εγγόνια τους που είναι κάτω από 15 ετών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Αυτό που διαφέρει ανάμεσα στις χώρες είναι η συχνότητα με την οποία παρέχουν αυτή τη φροντίδα.
Εχει ενδιαφέρον η συχνότητα με την οποία φροντίζουν τα εγγόνια τους οι γυναίκες 50-64 ετών ανά κατάσταση απασχόλησης.
Στις νότιες χώρες και ακόμα περισσότερο στις ανατολικές, σημαντικό ποσοστό των εργαζόμενων γυναικών ασχολείται σε καθημερινή βάση με τα εγγόνια τους.
Οι γυναίκες που εργάζονται στις βόρειες και στις κεντρικές χώρες ασχολούνται σε ελάχιστο βαθμό καθημερινά με τα εγγόνια τους. Στις νότιες χώρες (και στην Ελλάδα) –και ακόμα περισσότερο στις ανατολικές– σημαντικό ποσοστό των εργαζόμενων γυναικών ασχολείται σε καθημερινή βάση με τα εγγόνια τους. Οπως είναι αναμενόμενο, οι γυναίκες που δεν εργάζονται ασχολούνται περισσότερο (10 ποσοστιαίες μονάδες πάνω) στις κεντρικές και στις νότιες χώρες.
Οχι όμως στις βόρειες, και ούτε στις ανατολικές. Σημαντικό ποσοστό, μάλιστα, αυτών των γυναικών 50-64 ετών φροντίζουν ταυτοχρόνως και τους γονείς τους και τα εγγόνια τους. Αυτό που παρατηρούμε, όμως, είναι ότι τα εγγόνια έχουν προτεραιότητα στην παροχή φροντίδας.
Οσο σημαντικός και αν είναι ο ρόλος της οικογένειας, δεν αποτελεί το απόλυτο σύμπαν στην καθημερινότητα των ανθρώπων: αναπτύσσονται σχέσεις και με άλλους ανθρώπους.
Αυτό που έχει αξία σε όλες τις ηλικίες, αλλά κυρίως όσο προχωρούν οι άνθρωποι σε βαθύτερο γήρας, είναι το αν υπάρχουν άνθρωποι (εκτός του νοικοκυριού τους) με τους οποίους να μπορούν να συζητήσουν πράγματα που είναι σημαντικά για αυτούς.
Βλέπουμε ότι οι νεότεροι άνθρωποι του δείγματος (από 50 ως 64 ετών) έχουν πολυπληθέστερα δίκτυα ανθρώπων με τους οποίους συζητούν, και αυτό ισχύει για όλες τις ομάδες χωρών. Είναι ίσως ευκολότερο, διότι οι δεσμοί με την αγορά εργασίας είναι πυκνότεροι και συχνά η κοινωνικότητα σχετίζεται με την εργασία. Επιπλέον οι νεότεροι άνθρωποι έχουν μικρότερη πιθανότητα να έχουν χηρέψει και κατά κανόνα έχουν μεγαλύτερη κινητικότητα.