Προκλήσεις και επαγγελματικές ευκαιρίες μετά τα 50
Τα αμυντικά και τα επιθετικά μέτρα για την διεύρυνση της απασχόλησης
και τα διδάγματα από το Σουηδικό μοντέλο
SPECIAL REPORT
Η Εποχή Της Μακροβιότητας
  1. Το δημογραφικό μας πεπρωμένο
  2. Το «ασημένιο τσουνάμι» απειλεί την οικονομική και κοινωνική δομή
  3. Ο χάρτης του άγνωστου «πλανήτη μακροβιότητα»
  4. Τι δείχνει το «φύλλο αγώνα» για καθεμία από τις τρεις γενιές της ωριμότητας
  5. Προκλήσεις και επαγγελματικές ευκαιρίες μετά τα 50
  6. Πόσο επιτυχημένη είναι η διαχείριση της γήρανσης στην Ελλάδα; 

Προκλήσεις και επαγγελματικές ευκαιρίες μετά τα 50

Τα αμυντικά και τα επιθετικά μέτρα για τη διεύρυνση της απασχόλησης και τα διδάγματα από το σουηδικό μοντέλο

25' 53" χρόνος ανάγνωσης

Το κύριο πεδίο στο οποίο θα κριθεί η επιτυχία ανταπόκρισης απέναντι στη γήρανση είναι το ατομικό: το πόσο αποτελεσματικά δηλαδή προσαρμόζει ο καθένας ξεχωριστά τη δική του ζωή απέναντι στις δικές του προκλήσεις και δυνατότητες. Εξετάζοντας το θέμα διαφορετικά, αν η ατομική προσαρμογή είναι πλήρης και ικανοποιητική, τότε τα θέματα που θα απομένουν να παραπεμφθούν σε συλλογικές αποφάσεις θα είναι λίγα.

Οταν, όμως, μεγάλος αριθμός ατόμων βρίσκονται ταυτόχρονα αντιμέτωπα με παρεμφερή προβλήματα, τότε προκύπτει σημαντικό πεδίο για συλλογικές παρεμβάσεις.  
Θεσμοί ή νομικές πρωτοβουλίες μπορεί να προετοιμάζουν, να διευκολύνουν, ή πιθανώς να αποτρέπουν τις ατομικές προσαρμογές. Τέτοιοι μηχανισμοί είναι το σύστημα συντάξεων, η εργατική νομοθεσία, θεσμοί αποταμίευσης και συνήθειες στην αγορά ακινήτων. 
Δημοσιονομικά. Αν οι ατομικές προσαρμογές καθυστερούν ή είναι ελλιπείς, θα προκύψουν ανάγκες για διόρθωση ή συμπλήρωση εκ μέρους του Δημοσίου. Αυτές συχνά δρομολογούν επιδοτήσεις από τη γενεά που εργάζεται προς αυτήν που πλησιάζει την τρίτη ηλικία. Οι επιδοτήσεις αυτές δημιουργούν μεγάλα δημοσιονομικά κενά, όπως για παράδειγμα στα ταμεία συνταξιοδότησης ή στα νοσοκομεία. Με τον τρόπο αυτό η πορεία της γήρανσης καταλήγει να είναι ίσως ο πιο σημαντικός μηχανισμός καθορισμού της μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής κατάστασης μιας χώρας.
Χρονική διάρθρωση. Με βάση τη δημογραφική ιστορία, προκύπτουν τρεις διακριτές χρονικές περίοδοι όπου η καθεμία δεκαετία θέτει διαφορετικές προκλήσεις που απαιτούν αποτελεσματικές διορθώσεις, επιβάλλοντας έτσι ειδική στόχευση. 

  1. Δεκαετία 2010: η ταχύτερα αυξανόμενη ομάδα ήταν στις ηλικίες 50-65 – στα άτομα στο κατώφλι της συνταξιοδότησης: Τα πιο κρίσιμα θέματα εδώ είναι η αποδοτική εργασία μεγαλύτερων ατόμων και η αποτροπή των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων.
  2. Δεκαετία 2020: η ταχύτερα αυξανόμενη ομάδα είναι στις ηλικίες 65-80 – οι «νεότεροι ηλικιωμένοι». Τα θέματα αιχμής είναι η διατήρηση της καλής υγείας και η συμμετοχή στις κοινωνικές και οικονομικές διεργασίες – η δυναμική συμμετοχή στην παραγωγή αλλά και στην κατανάλωση.
  3. Δεκαετία 2030: η ταχύτερα αυξανόμενη ομάδα είναι στις ηλικίες 80+ – οι «γηραιότεροι ηλικιωμένοι». Θέματα αιχμής είναι η ποιότητα ζωής και η εξασφάλιση ποιοτικής φροντίδας σε όσους τη χρειάζονται.

Κρίσιμοι σύμμαχοι στην ανταπόκριση είναι δύο: Πρώτον, οι ηλικιωμένοι που θα έλθουν –η γενιά του Πολυτεχνείου– διαφέρει από τις προηγούμενες: Είναι πιο υγιής, μορφωμένη, εύπορη, συνειδητοποιημένη ενώ σημαντικό τμήμα της ατομικής προσαρμογής ίσως ήδη να έχει συντελεσθεί. Το πόσο και πού είναι προς εμπειρική διερεύνηση.

Δεύτερον, η αναζήτηση λύσεων είναι κοινό ζητούμενο από τη δεκαετία του 1980 παντού στον αναπτυγμένο κόσμο και άρα μπορούν να αντληθούν εμπειρίες και ιδέες – θετικές ή αρνητικές. Σε κάποια μάλιστα θέματα, όπως στις συντάξεις, το περίγραμμα των λύσεων μπορεί να έχει αποφασισθεί και να υλοποιείται σταδιακά.

Σε δύο κατευθύνσεις

Η αποτελεσματική διαχείριση της γήρανσης –της silver economy– πρέπει να κινηθεί σε δύο κατευθύνσεις, που εξετάζονται με τη σειρά: Πρώτον, στην άμυνα: να απαντήσει στις προκλήσεις – άμεσα στις συντάξεις, μεσοπρόθεσμα στην περίθαλψη και ενεργοποίηση, και ως το 2030 στην φροντίδα των υπερηλίκων. Δεύτερον, στην επίθεση. Κάθε μεγάλη κοινωνική αλλαγή «ανακατεύει την τράπουλα» και δημιουργεί επιχειρηματικές ευκαιρίες που προσδίδουν δυναμισμό.

Πέραν της ταχύτητας προσαρμογής (όταν όλοι αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα, όποιος το λύσει πρώτος έχει προβάδισμα), υπάρχουν και επιμέρους πρωτοβουλίες που αξιοποιούν ειδικά χαρακτηριστικά της αναμενόμενης κατάστασης: Κάποια από αυτά, ενδεικτικά, είναι το αντικείμενο της τελευταίας ενότητας, «Η γήρανση ως ευκαιρία»: Η αγορά ακινήτων, η διαχείριση αποταμιεύσεων, η αγορά φροντίδας. 

Η Γενιά του Πολυτεχνείου

Η χρονική διάρθρωση των δημογραφικών εξελίξεων επιβάλλει διαφορετικές προτεραιότητες ανά δεκαετία αναλόγως της φάσης ζωής που διανύει η πλειοψηφική ομάδα ατόμων, αυτοί που συνήθως λέγονται η «Γενιά του Πολυτεχνείου» – οι «boomers» της Ελλάδας. Η πρώτη από αυτές τις προσαρμογές αναφέρεται στη διεύρυνση της απασχόλησης: την επιμήκυνση του εργασιακού βίου και την ενσωμάτωση των γυναικών. Η προσαρμογή αυτή είναι σε εξέλιξη. Η δεύτερη πρόκληση αναφέρεται στις δυνατότητες και ευκαιρίες ενσωμάτωσης ατόμων 65-80 στην κοινωνία – με βελτιώσεις στην υγεία και την οικονομική κατάσταση συνταξιούχων. Η ανάγκη αυτή είναι γνωστή και βρίσκεται ήδη στην ατζέντα πολιτικής. Τέλος, κενό υπάρχει ακόμη σε ό,τι αφορά την τρίτη πρόκληση: το πώς και ποιος θα παρέχει τη φροντίδα που θα χρειάζεται ο μεγάλος αριθμός ογδοντάρηδων από το 2030 και μετά

Αύξηση απασχόλησης 

Οπως είδαμε, η πρώτη αντίδραση στην ανεπάρκεια εργατικών χεριών είναι και η πιο άμεση: τόνωση και ενίσχυση του οικονομικού ρόλου των μεγαλύτερων σε ηλικία. Δηλαδή, η αύξηση απασχόλησης στις τρεις διαστάσεις που υπάρχει μεγάλη υστέρηση: στις γυναίκες (χαμηλή συμμετοχή στην αγορά εργασίας κυρίως μητέρων), στους νέους (δυσκολίες εισόδου στην αγορά εργασίας, υψηλή ανεργία) αλλά κυρίως στην ανάσχεση της πρόωρης αποχώρησης των μεγαλύτερων.
Στα πρώτα δύο –γυναίκες και νέοι– εξακολουθεί να υπάρχει υστέρηση, μειούμενη σε σχέση με το παρελθόν, μεγάλη σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης. Το γράφημα (που επεξεργάζεται στοιχεία από την Ερευνα Εργατικού Δυναμικού) δείχνει ότι νεότερες γυναίκες (γεννηθείσες ως το 1963) εργάζονταν σε όλα τα στάδια της ζωής τους περισσότερο από την προηγούμενη γενιά, αλλά πάντα λιγότερο από γυναίκες στην Ε.Ε. και πολύ λιγότερο από γυναίκες στη Σουηδία.

Τα περιθώρια βελτίωσης επομένως είναι μεγάλα. Πολιτικές όπως η διεύρυνση των υπηρεσιών παιδικής φύλαξης για μητέρες, και κατάρτιση και παιδεία για τους νεότερους προσπαθούν να μειώσουν το χάσμα που χωρίζει την Ελλάδα από τη λοιπή Ευρώπη.

 

Οσοι συνταξιοδοτούνται από εδώ και πέρα θα έχουν μικρότερες συντάξεις από τους παλαιότερους τις οποίες θα μπορούν να εισπράττουν σε σημαντικά μεγαλύτερη ηλικία.

Η κατάσταση είναι πιο σύνθετη στην εργασία των μεγαλύτερων. Για να δουλεύουν περισσότερο, δηλαδή να καθυστερήσουν τη συνταξιοδότησή τους, πρέπει να το επιθυμούν οι ίδιοι (αυτό που λέγεται προσφορά εργασίας εκ μέρους των εργαζομένων), αλλά πρέπει επίσης να επιθυμούν να τους προσλάβουν οι εργοδότες (ζήτηση εργασίας εκ μέρους εργοδοτών).

Το θέμα αυτό αντιμετωπίστηκε αρχικά ως παρενέργεια του ασφαλιστικού: διόγκωση δαπανών και δημιουργία ελλειμμάτων στα ασφαλιστικά ταμεία – δηλαδή ως πρόβλημα της προσφοράς εργασίας. Και ως τέτοιο θεραπεύτηκε στην Ελλάδα από σειρά νομοθετημάτων που άρχισαν το 1990-2, συνεχίστηκαν με μειωμένη ένταση τη δεκαετία του 2000 και αποτέλεσαν αιχμή του δόρατος των μνημονιακών προσαρμογών από το 2010 ως το 2019.  

Η σωρευτική παρέμβαση το 2023 κατέληξε σε ένα ασφαλιστικό σύστημα με τα εξής χαρακτηριστικά:
⦁ Οσοι συνταξιοδοτούνται από εδώ και πέρα θα έχουν μικρότερες συντάξεις από τους παλαιότερους τις οποίες θα μπορούν να εισπράττουν σε σημαντικά μεγαλύτερη ηλικία (67 ετών ή 62 με 40 χρόνια ασφάλισης). 
⦁ Οσοι είχαν προλάβει να πάρουν σύνταξη (πολλοί είχαν συνταξιοδοτηθεί πολύ πριν τα 60) υπέστησαν σημαντικές περικοπές στις συντάξεις τους. Αυτές ήταν πολύ υψηλότερες (πάνω από 50%) για όσους είχαν πληρώσει περισσότερες εισφορές και περί το 15% συνολικά για την πλειονότητα των χαμηλοσυνταξιούχων (που εισέπρατταν τα κατώτατα όρια).

Ομως, με δεδομένο ότι οι μέσοι μισθοί του ιδιωτικού τομέα στην κρίση μειώθηκαν κατά διπλάσιο ποσοστό, περί το 30%, αυτό μεταφράζεται σε μετατόπιση της σχετικής φτώχειας προς τους εργαζόμενους· ενώ παλιότερα η φτώχεια είχε γκρίζο χρώμα, τώρα πλέον ισχύει το αντίθετο.

Επώδυνα ασφαλιστικά

Είναι τα επώδυνα ασφαλιστικά της προηγούμενης δεκαετίας ικανή ανταπόκριση στο πρόβλημα της γήρανσης; Σίγουρα η Ελλάδα είναι σε καλύτερη μοίρα από χώρες όπως η Γαλλία (που τώρα προσπαθεί να αναιρέσει τη μείωση των ορίων ηλικίας για να τα φέρει στα 62), ή την Ισπανία που δεν έχει αρχίσει καν. Από την άλλη, όμως, κρίνοντας από τη συνεχιζόμενη ραγδαία έξοδο προς συνταξιοδότηση, το ρεύμα δεν φαίνεται να έχει ανακοπεί – το αντίθετο μάλιστα. 
Πώς ερμηνεύεται αυτό; Οι έξοδοι μπορεί ακόμη να επικεντρώνονται σε άτομα που προσπαθούν να «προλάβουν» την αύξηση των ορίων, η οποία ολοκληρώθηκε το 2022. 

Ομως ακόμη και όσοι συνταξιοδοτούνται διαπιστώνουν ότι η σύνταξη που θα πάρουν είναι σημαντικά μικρότερη από αυτή των προκατόχων τους. Καθώς άτομα αυτής της κατηγορίας αυξάνουν, το πρόβλημα θα μεταφραστεί σε ανεπάρκεια εισοδημάτων – η συνταξιοδότηση από εδώ και πέρα θα σηματοδοτεί μείωση του βιοτικού επιπέδου σε σχέση με την εργασιακή ζωή, που μάλιστα θα εντείνεται με τη διάβρωση των συντάξεων από τον πληθωρισμό. Πρόκειται για σοβαρή επιδείνωση που σταδιακά μόνο θα γίνεται αισθητή.

Η λύση στην οποία ωθεί η λογική του συστήματος είναι η διεύρυνση της απασχόλησης με την καθυστέρηση συνταξιοδότησης.

Η «παραδοσιακή» απάντηση στο μελλοντικό πρόβλημα είναι η αύξηση συντάξεων ή χορήγηση επιδομάτων όπως το ΕΚΑΣ. Όμως αυτή κινδυνεύει να επαναφέρει το παλιό πρόβλημα των ελλειμμάτων. Η λύση στην οποία ωθεί η λογική του συστήματος είναι η διεύρυνση της απασχόλησης με την καθυστέρηση συνταξιοδότησης – δηλαδή μια λύση αυτοβοήθειας. 

Δεν βρίσκουν κατάλληλη δουλειά

Γιατί δεν έχει προκύψει ήδη μια τέτοια εξέλιξη; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στο έτερο σκέλος της εξίσωσης – της ζήτησης εργασίας από τους εργοδότες. Δηλαδή, θα ήθελαν περισσότεροι να εργάζονται, αλλά δεν βρίσκουν δουλειά ή δεν βρίσκουν κατάλληλη δουλειά. Αν και συναισθηματικές σχέσεις στον χώρο εργασίας σημαίνουν ότι σχετικά λίγοι απολύονται λόγω ηλικίας (αν και ενθαρρύνονται να μην παραμένουν μετά τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας), αυτό δεν ισχύει για επιχειρήσεις που κλείνουν, όπως έγινε μαζικά κατά τη διάρκεια της κρίσης: Απαξ και κάποιος άνω των 50 χάσει τη δουλειά του, πολύ δύσκολα βρίσκει νέα – η αγορά εργασίας για τους άνω των 50 είναι σχεδόν ανύπαρκτη.

Τέλος, ελάχιστες είναι οι δυνατότητες σταδιακής απόσυρσης από την αγορά εργασίας – αυτό που προσφέρεται στον 60άρη είναι πλήρης δουλειά (σαν να ήταν 40) ή τίποτε. Αρα οι δυνατότητες ενίσχυσης του εισοδήματος, αν αυτό είναι ανεπαρκές, είναι πολύ περιορισμένες.
Τα άτομα άνω των 50 είναι η μόνη ομάδα πληθυσμού που αυξάνεται. Από τη συμμετοχή τους στην οικονομική δραστηριότητα δηλαδή εξαρτάται η άμυνα της οικονομίας απέναντι στη γήρανση. Για να ολοκληρωθεί το στοίχημα της διεύρυνσης της απασχόλησης βρισκόμαστε προς το παρόν, «στα μισά του δρόμου» – ελήφθησαν μέτρα για να επιθυμούν άτομα να εργασθούν. Απομένουν πρωτοβουλίες για να επιθυμούν οι εργοδότες να τους προσλάβουν και να λειτουργεί η αγορά όταν ψάχνουν για δουλειά.

Τα άτομα άνω των 50 είναι η μόνη ομάδα πληθυσμού που αυξάνεται. Από τη συμμετοχή τους στην οικονομική δραστηριότητα δηλαδή εξαρτάται η άμυνα της οικονομίας απέναντι στη γήρανση.

Πόσα χρόνια έχουν εργασθεί οι Ευρωπαίοι μέχρι να φτάσουν 65 χρονών; Η εικόνα είναι πολύ διαφορετική για άνδρες και για γυναίκες. Σε ό,τι αφορά τους άνδρες και τα έτη εργασίας τους μέχρι να φτάσουν στην ηλικία των 65 χρονών, η εικόνα είναι αρκετά ομοιογενής με λίγες διακυμάνσεις (από 39 ως 45 έτη εργασίας).

Στις γυναίκες, όμως, η εικόνα γίνεται πολύ περισσότερο ανομοιογενής. Εξετάζοντας μόνον τις γυναίκες που έχουν εργασθεί, τα έτη εργασίας μέχρι τα 65 κυμαίνονται από την ελάχιστη τιμή των 24 ετών στην Ιταλία και στο Βέλγιο μέχρι τη μέγιστη διάρκεια εργασιακού βίου στα 37 έτη στην Τσεχία. Η Ελλάδα βρίσκεται στα 32 έτη εργασίας για τις γυναίκες που έχουν εργασθεί. Στο γράφημα αποτυπώνεται αυτή η ασυμμετρία της διάρκειας του εργασιακού βίου ανάμεσα σε άνδρες και σε γυναίκες στις χώρες του δείγματος. 
Σχολιάζοντας τα παραπάνω θα μπορούσε κάποιος να εφησυχάσει κάπως ως προς την κατάσταση ισότητας, θεωρώντας ότι τα πράγματα κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση και τελικώς ο εργασιακός βίος των γυναικών στην Ελλάδα δεν είναι και τόσο σύντομος ούτε απόλυτα (32 χρόνια) ούτε σχετικά με άλλες χώρες. Ομως, θα έκανε μεγάλο λάθος αν τελικώς εφησύχαζε.

Αυτό που αποκαλύπτουν οι δεύτερες και οι τρίτες αναγνώσεις των στοιχείων είναι ότι στην Ελλάδα (όπως και στις άλλες χώρες του Νότου) υπάρχει ένα πολύ υψηλό ποσοστό γυναικών που δεν έχουν εργασθεί ποτέ. Αυτές που εργάσθηκαν ήταν εκείνες κυρίως που είχαν καλύτερες δουλειές (με διάρκεια περίπου ίδια και ελαφρές σχετικά υστερήσεις στην αμοιβή).

Αν συνεξετάσουμε το σύνολο του πληθυσμού, βρίσκουμε ότι η Ελλάδα καταλαμβάνει την πρώτη θέση με 55% των γυναικών να μην έχουν εργασθεί ποτέ, και αναλογικά το μικρότερο ποσοστό όσων έχουν εργασθεί με αμοιβή ίση ή μεγαλύτερη του 67% του μισθού του συζύγου τους (στη Σουηδία μόλις 4% των γυναικών δεν έχουν εργασθεί ποτέ, και 73% είχαν αμοιβή μεγαλύτερη του 67% του συζύγου τους). Τούτο δημιουργεί σημαντικές ελλείψεις στη συνταξιοδοτική κάλυψη των γυναικών.Ενώ στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης η συνταξιοδοτική κάλυψη των γυναικών είναι περίπου πλήρης (94% στις ηλικίες 65-79 και 100% στις άνω των 80 ετών), η Ελλάδα έχει τη μικρότερη κάλυψη από όλες τις χώρες στις ηλικίες 65-79 (43% ενώ οι άλλες νότιες χώρες φτάνουν τουλάχιστον στο 55%), και μόλις 51% στις ηλικίες πάνω από 80.

Ο εργασιακός βίος στην Ελλάδα σταματάει νωρίτερα 

Σε ποια φάση της ζωής των ανθρώπων συσσωρεύονται αυτά τα έτη εργασίας; 
Αν εξετάσουμε την απασχόληση μετά τα 50 (και μέχρι τα 64) διαπιστώνουμε ότι στην Ελλάδα καταγράφεται ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης (48% έναντι μέσου όρου χωρών στο 59%). Ισως το πλέον ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι η Ελλάδα αποκλίνει από τη γενικευμένη τάση όλων των άλλων χωρών που κινούνται προς την παράταση του εργασιακού βίου μετά το 2007. Ετσι, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που μειώνεται το ποσοστό ατόμων 50-65 ετών που απασχολούνται, από 52% σε 48%. Την ίδια ώρα, στο σύνολο των χωρών του δείγματος το ποσοστό αυτό αυξάνει από 50% σε 59%. 

Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που μειώνεται το ποσοστό ατόμων 50-65 ετών που απασχολούνται, από το 52% στο 48%.

Οι γυναίκες αξιολογούν τις επιλογές τους

Ακούμε (και λέμε) ολοένα και συχνότερα ότι στη χώρα μας εργάζονται (με αμοιβή) σχετικά λίγες γυναίκες και τούτο συνεπάγεται απώλεια εισοδήματος για το νοικοκυριό τους, ισχνή διαπραγματευτική δύναμη και ελευθερία για τις ίδιες, σπατάλη ταλέντου και προσπάθειας για την οικονομία, υποτονική εμπλοκή στην κοινωνική και πολιτική ζωή – χασούρα για τη δημοκρατία.

Πώς αντιλαμβάνονται, όμως, τη ζωή τους εκείνες που εργάστηκαν; Είναι περισσότερο ή λιγότερο ικανοποιημένες από εκείνες που παρέμειναν σε παραδοσιακότερους ρόλους; Είχε κόστος η επιλογή τους στο πώς αντιλαμβάνονται τη ζωή τους στα ώριμα χρόνια; Και αν υπήρχε κόστος, μήπως αυτό ήταν το αναγκαίο διαβατήριο για μια κίνηση «κόντρα στο ρεύμα»;

Ενας τρόπος να μετρήσει κάποιος το πραγματικό αποτέλεσμα επιλογών που αλλάζουν τους παραδοσιακούς ρόλους είναι να εξετάσει το σύνολο της επαγγελματικής ζωής των γυναικών που σήμερα είναι πάνω από 60 χρονών. Χρησιμοποιώντας στοιχεία SHARElife (Lyberaki, Tinios & Papadoudis 2014), επιχειρήσαμε να εξετάσουμε τις γυναίκες εκείνες που αποτελούν μειοψηφία στη χώρα τους από την άποψη της συμμετοχής στην απασχόληση (αλλά αποτελούν την πλειοψηφία σε άλλες χώρες).

Συγκρίναμε τους απολογισμούς ζωής δύο κατηγοριών γυναικών (αυτές που αφοσιώθηκαν στην οικογένεια χωρίς να εργασθούν καθόλου και ποτέ, και τις γυναίκες με πλήρη συμμετοχή στην απασχόληση). Η σύγκριση έγινε σε δύο χώρες: Ελλάδα και Σουηδία. Στην Ελλάδα, ο κανόνας ήταν γυναίκες της πρώτης κατηγορίας, στη Σουηδία το αντίθετο. Η συγκριτική άσκηση είχε διπλό ενδιαφέρον: συγκρίναμε τους απολογισμούς των δύο ομάδων γυναικών μεταξύ τους, στη χώρα τους. Στη συνέχεια συγκρίναμε τους απολογισμούς των γυναικών της ίδιας κατηγορίας (καριέρας και οικογένειας) ανάμεσα στις δύο χώρες (όπου ο κανόνας της πλειοψηφίας ήταν πολύ διαφορετικός). Τα ευρήματα μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

  1. Οι γυναίκες καριέρας στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι κολυμπάνε κόντρα στο ρεύμα (είναι μόλις 25%), εκδηλώνουν μεγαλύτερη ικανοποίηση από τη ζωή τους σε σύγκριση με τις αφοσιωμένες στην οικογένεια – που αποτελούν τον κανόνα (45%)
  2. Αν και είναι, σε γενικές γραμμές περισσότερο εκπαιδευμένες, σε καλύτερη υγεία και, τελικά, σε καλύτερη οικονομική θέση από τις υπόλοιπες γυναίκες στη χώρα τους (Ελλάδα), οι ίδιες πιστεύουν ότι η καριέρα έχει απαιτήσει σημαντικές θυσίες σε κάθε βήμα
  3. Σε σύγκριση με τις γυναίκες καριέρας στη Σουηδία (όπου η καριέρα της γυναίκας αποτελεί τον κανόνα), οι πρωτοπόρες γυναίκες στην Ελλάδα έχουν χαμηλότερη ικανοποίηση από τη δουλειά τους, αισθάνονται ότι έχουν θυσιάσει πολλά για τη δουλειά τους, και, εν τέλει είναι λιγότερο ικανοποιημένες με τη συγκομιδή των επιτυχιών τους

Μήπως άραγε αυτή η κόπωση είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας που απαιτείται για να κινηθούν κόντρα στο ρεύμα; Πώς αποτιμούν τη ζωή τους οι Σουηδέζες που αφοσιώθηκαν αποκλειστικά στην οικογένειά τους; Οι γυναίκες πλήρως αφοσιωμένες στην οικογένειά τους που δεν εργάστηκαν ποτέ στη Σουηδία (μικρή μειοψηφία), αν και φτωχότερες και με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, εντούτοις σημειώνουν περίπου ίδια ικανοποίηση από τη ζωή τους, σε σχέση με τις Σουηδέζες που εργάστηκαν, και μεγαλύτερη ικανοποίηση από τις Ελληνίδες που εργάστηκαν. Είναι, δηλαδή, μια επιλογή που γι’ αυτές έχει αποδώσει. Συνεπώς, δεν έχει το ίδιο κόστος η απομάκρυνση από τον κανόνα σε διαφορετικές χώρες. Στις χώρες ίσων ευκαιριών, οι γυναίκες μπορούν να διαλέξουν το ρόλο που προτιμούν χωρίς να τιμωρούνται αν πρόκειται για επιλογή μειοψηφίας.

Εχουν πολύ καλύτερες πιθανότητες από τους γονείς τους

Η ομάδα που χρωματίζει την τρέχουσα δεκαετία θα είναι τα άτομα που συνταξιοδοτήθηκαν πρόσφατα. Οπως είδαμε, αυτοί έχουν εισοδήματα από συντάξεις μικρότερα από πριν, αλλά έχουν πολύ καλύτερες πιθανότητες από τους γονείς τους για μια ενεργό συμμετοχή στην κοινωνική ζωή. Το θέμα της εξασφάλισης και τόνωσης των εργασιακών τους αποδοχών έχει ήδη αναφερθεί. Για να μπορούν να συνεισφέρουν στην κοινωνία μεγάλη σημασία έχουν οι δυνατότητες συμμετοχής στην κοινωνική ζωή. Αυτές εξαρτώνται από την κατάσταση της φυσικής υγείας τους, τις δυνατότητες συμμετοχής στην κοινωνική ζωή πέραν της εργασίας και το αν θα έχουν αντίκτυπο στην ψυχική τους υγεία. 

Τρεις εναλλακτικές υποθέσεις

Καθώς ζούμε παραπάνω, ποια θα είναι η ποιότητα ζωής; Μήπως η μεγαλύτερη ζωή σημαίνει απλώς περισσότερα χρόνια ασθένειας; Υπάρχουν τρεις εναλλακτικές ερευνητικές επιδημιολογικές υποθέσεις: (H νοσηρότητα ορίζεται ως συνολικός αριθμός ημερών που διανύονται σε κατάσταση αρρώστιας ή ανάγκης φροντίδας ως ποσοστό της ζωής).
⦁ Σύντμηση της νοσηρότητας (Compression of morbidity), ή συμπίεση της νοσηρότητας. Καθώς ζούμε παραπάνω, η περίοδος κακής υγείας μειώνεται – απόλυτα (σε χρόνια κακής υγείας) ή σχετικά (ως ποσοστό της ζωής). Ο James Fries σε εργασία του 1980 εξηγεί ότι οι χρόνιες παθήσεις υποχωρούν ταχύτερα από την αύξηση του προσδόκιμου. Αρα ο μέσος άνθρωπος ελπίζει βάσιμα σε περισσότερα υγιή χρόνια. Ο λόγος της υποχώρησης σχετίζεται και με αλλαγές στη διαβίωση: περισσότερη άσκηση/ λιγότερο κάπνισμα. 
⦁ Διεύρυνση της νοσηρότητας (Expansion of morbidity). Καθώς ζούμε παραπάνω, η περίοδος κακής υγείας αυξάνεται – απόλυτα (περισσότερα χρόνια κακής υγείας) ή σχετικά (ως ποσοστό της ζωής). Ο E.M. Gruenberg (1977) αναφέρει ότι εξαντλήθηκαν οι ευεργετικές επιπτώσεις της βελτίωσης υγείας στις μικρότερες ηλικίες. Τα κέρδη τώρα πλέον στο προσδόκιμο είναι δυσκολότερα και δαπανηρότερα.
⦁ Δυναμική ισορροπία (Dynamic Equilibrium). Καθώς αντιμετωπίζονται καταστάσεις που παλαιότερα ήταν θανατηφόρες, δημιουργείται «χώρος» για να εκδηλωθούν άλλα προβλήματα υγείας (μια «αποτυχία λόγω επιτυχίας»), ενώ επιβραδύνεται η εξέλιξη χρόνιων παθήσεων. Αυτό αλλάζει τη μέση διάρκεια των επεισοδίων ασθένειας οι οποίες, όμως, θα είναι ελαφρύτερες. Ο K.G.Manton (1982) θεωρεί ότι η ελαφρά νοσηρότητα αυξάνει, η σοβαρή μειώνεται τόσο με την αξιοποίηση τεχνολογικών δυνατοτήτων, όσο και με προόδους στις θεραπείες. Το μερίδιο της ζωής με σοβαρή ασθένεια μειώνεται σε σχετικούς όρους.
Τι από όλα ισχύει; Στις ΗΠΑ διάφορες μελέτες φαίνεται να επιβεβαιώνουν το σενάριο της σύντμησης της νοσηρότητας, το οποίο φαίνεται να είναι και γενικότερα το επικρατέστερο – με πολλές επιφυλάξεις όμως. Το τι θα ισχύσει στο μέλλον είναι άδηλο: Το κρίσιμο θέμα είναι οι συμπεριφορές (άσκηση, παχυσαρκία) και οι συνήθειες (κάπνισμα, αλκοόλ), δηλαδή ενέργειες που γίνονται πολύ πριν κάποιος φτάσει σε μεγάλη ηλικία. Τα πάντα είναι ανοικτά. 

To προηγούμενο κεφάλαιο αναφέρθηκε εκτενώς στην κατάσταση υγείας του δείγματος SHARE στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Το SHARE όμως δείχνει και εικόνα των συστημάτων περίθαλψης. Μάλιστα όσον αφορά τη συχνότητα επισκέψεων σε γιατρό το προηγούμενο δωδεκάμηνο οι Ελληνες (παρά την εικόνα περί του αντιθέτου) εμφανίζονται μάλλον συγκρατημένοι (υψηλό ποσοστό δεν πήγαν ποτέ).

 

Σημείωση: Εξαιρούνται επισκέψεις σε οδοντιάτρους και παραμονές σε νοσοκομείο, αλλά συμπεριλαμβάνονται επισκέψεις σε τμήμα εκτάκτων περιστατικών ή των τακτικών εξωτερικών ιατρείων χωρίς διανυκτέρευση.

Ο λόγος για αυτό είναι η αδυναμία κάλυψης του κόστους που είναι πενταπλάσια του μέσου όρου. Αυτό μεταφράζεται και σε υψηλή δυσαρέσκεια για το σύστημα υγείας συνολικά.

Η Ελλάδα έχει μακράν το υψηλότερο ποσοστό απόρριψης και δυσαρέσκειας έναντι του συστήματος υγείας. Μάλιστα είναι η μόνη χώρα που οι αρνητικές απόψεις (πολύ και κάπως δυσαρεστημένος) είναι πλειοψηφικές στον πληθυσμό (57%).

Η Ελλάδα έχει μακράν το υψηλότερο ποσοστό απόρριψης και δυσαρέσκειας έναντι του συστήματος υγείας.

Είναι συγκεκριμένα η μόνη χώρα που οι αρνητικές απόψεις (πολύ και κάπως δυσαρεστημένος) είναι πλειοψηφικές στον πληθυσμό (57%). Είναι χειρότερα όχι μόνο σε σχέση με τις αναπτυγμένες χώρες της δυτικής και βόρειας Ευρώπης αλλά και από την Ιταλία (32%) ή την Πολωνία (43%).

Η δυσαρέσκεια αυτή αντανακλά μια γενική τάση στον πληθυσμό, όμως είναι σίγουρο ότι οφείλεται και στην απουσία πρόβλεψης για τα ειδικά προβλήματα του ηλικιωμένου πληθυσμού ή την απουσία πρόληψης. 

 

Υπηρεσίες φροντίδας

Από το 2030 η ταχύτερα αυξανόμενη ομάδα του πληθυσμού είναι αυτή ηλικίας άνω των 80. Στις ηλικίες αυτές εκτοξεύεται η αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης καθημερινών αναγκών διαβίωσης – πράγμα που υποχρεώνει την καταφυγή σε υπηρεσίες φροντίδας.

Τις ανάγκες φροντίδας καλύπτει ένα μείγμα άτυπης αλληλεγγύης, από την οικογένεια ή φίλους, επαγγελματικές υπηρεσίες κατ’ οίκον με ή χωρίς κρατική χρηματοδότηση και δομές.

Η φροντίδα, αναλόγως της έκτασης της ανάγκης, μπορεί να απαιτεί την παρουσία τρίτου προσώπου για κάποιο διάστημα καθημερινά μέχρι την ανάγκη 24ωρης φροντίδας. Τις ανάγκες αυτού του είδους καλύπτει ένα μείγμα άτυπης αλληλεγγύης, από την οικογένεια ή φίλους, επαγγελματικές υπηρεσίες κατ’ οίκον από την αγορά με ή χωρίς κρατική χρηματοδότηση και δομές κατοικίας. Πολύ συχνά, αν υπάρχει αδυναμία εξεύρεσης φροντίδας, τα άτομα που χρειάζονται φροντίδα παραμένουν αναγκαστικά «φιλοξενούμενα» σε νοσοκομεία χαρακτηριζόμενα ως ιατρικά περιστατικά (με πολλαπλό κόστος και χειρότερη ποιότητα ζωής). 

Το δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι αναπτυγμένες χώρες είναι οξύ:
⦁ Οι ανάγκες φροντίδας θα εκτοξευθούν εξαιτίας του αριθμού ατόμων 80+ ακόμη και αν υπάρξει βελτίωση της υγείας και μικρότερη ανάγκη ανά άτομο.
⦁ Η δυνατότητα ανταπόκρισης θα μειωθεί: θα υπάρχουν λιγότερα μέλη της οικογένειας σε θέση να φροντίζουν συγγενείς, ενώ το κράτος θα αδυνατεί να αναπληρώσει όσα λείπουν για δημοσιονομικούς λόγους. 

Σε επίσημες προβολές δημόσιας δαπάνης που κατατέθηκαν το 2021, το κράτος υπολογίζει τη δική του επιβάρυνση για μακροχρόνια φροντίδα ως 0,01% του ΑΕΠ, τη στιγμή που η Ολλανδία με λιγότερο γηρασμένο πληθυσμό ξοδεύει 3,5%

Η υφή του προβλήματος προκύπτει από τον εξής συλλογισμό: Σήμερα στην Ελλάδα υπηρεσίες φροντίδας προσφέρουν αφιλοκερδώς στην οικογένειά τους κυρίως γυναίκες 50+ ετών. Πολλές από αυτές συνταξιοδοτούνταν νωρίς ακριβώς για να μπορούν να φροντίσουν τους γονείς τους, τον σύζυγό τους ή να βοηθήσουν με τα εγγόνια. 

Ομως είναι εκείνες που πλήττονται περισσότερο από τις αυξήσεις στα όρια ηλικίας. Αρα το κράτος τις αποτρέπει από το να φροντίζουν συγγενείς τους, χωρίς όμως να μεριμνά για το ποιος άλλος θα το κάνει ή να φροντίζει στη χρηματοδότηση των υπηρεσιών φροντίδας. Σε επίσημες προβολές δημόσιας δαπάνης που κατατέθηκαν το 2021, το κράτος υπολογίζει τη δική του επιβάρυνση για μακροχρόνια φροντίδα ως 0,01% του ΑΕΠ (πρακτικά μηδέν – δηλαδή το σύνολο καλύπτεται από την οικογένεια), τη στιγμή που η Ολλανδία με λιγότερο γηρασμένο πληθυσμό ξοδεύει 3,5% (ΕU AWG 2021).

Oι (προφανώς λανθασμένοι) υπολογισμοί αυτοί είναι ένδειξη ότι η μακροχρόνια φροντίδα έχει παραμερισθεί ως πολιτική προτεραιότητα, εκτιμώντας προφανώς ότι άλλα θέματα είναι πιο επείγοντα.

Αμήχανη αφωνία

Η αμήχανη αφωνία για τη φροντίδα δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Σε χώρες που παραδοσιακά παρέχουν κρατική αρωγή υπάρχει προβληματισμός για τη γραφειοκρατική αντιμετώπιση και την ποιότητα υπηρεσιών. Ολες σχεδόν βασίζονται στην ύπαρξη φτηνών εργατικών χεριών από μετανάστριες, την ίδια στιγμή που τα κράτη προσπαθούν να εμποδίζουν τέτοια χέρια να εισέλθουν. 
Τα στοιχεία SHARE δείχνουν μια μεγάλη συχνότητα περιπτώσεων όπου άτομα που δηλώνουν ότι έχουν ανάγκη φροντίδας εμφανίζονται να μη λαμβάνουν κανενός είδους αρωγή, είτε από το κράτος είτε από την οικογένειά τους. Το ποσοστό μη ικανοποιημένης ανάγκης (το «χάσμα φροντίδας») κυμαίνεται από 13-14% σε Αυστρία και Ελλάδα ως ένα μέγιστο 30% στην Ελβετία και μπορεί να εκληφθεί ως δείγμα των ελλείψεων των συστημάτων φροντίδας. Καθώς η έκταση της ανάγκης αυξάνει (δηλαδή μεγαλώνει ο αριθμός καθημερινών αναγκών- ΑDLs – για τις οποίες δεν υπάρχει αυτοεξυπηρέτηση), το χάσμα μικραίνει. Ομως ακόμη και έτσι, τα στοιχεία ακάλυπτων αναγκών παραμένουν ιδιαίτερα ανησυχητικά.

Οι ανεπάρκειες αυτές εμφανίζονται ασχέτως του συστήματος φροντίδας. Το γράφημα δείχνει μια μεγάλη ανομοιογένεια στην Ευρώπη μεταξύ βόρειων χωρών που βασίζονται σε τυπικές- επίσημες (συνήθως κρατικές) δομές και χωρών του Νότου και της Ανατολής που βασίζονται κυρίως στην οικογένεια. Σημαντική παρατήρηση ότι όλα τα συστήματα είναι στην πράξη μεικτά – αφού ακόμη και όπου δεσπόζει το κράτος, οι περισσότεροι λαμβάνουν βοήθεια και των δύο ειδών ταυτόχρονα.

Η ποιότητα υπηρεσιών φαίνεται να απασχολεί όσους λαμβάνουν φροντίδα. Εκεί σημαντικός παράγοντας είναι η διαπροσωπική σχέση με τους φροντιστές. Μάλιστα όσοι λαμβάνουν κυρίως άτυπη φροντίδα δηλώνουν πιο ικανοποιημένοι από το επίπεδο φροντίδας από ό,τι σε πιο απρόσωπα, γραφειοκρατικά συστήματα. 

Διάγραμμα 5.12: Ικανοποίηση από τη φροντίδα ανά είδος φροντίδας, σύνολο δείγματος

Συνοψίζοντας για το μέλλον, στις βόρειες χώρες υπάρχει αμηχανία για το δημοσιονομικό κόστος και για την ανεπάρκεια του αριθμού φροντιστών. Στις νότιες παραπέμπεται το πρόβλημα στην ήδη υπερφορτωμένη οικογένεια με αντίστοιχο κενό άγνοιας/αδιαφορίας στο ποιος φροντίζει. Η απροθυμία να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα στις πραγματικές του διαστάσεις κινδυνεύει να οδηγήσει σε μια στρατηγική παράλυση – το χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα αφού αποτρέπεται κάθε λύση.

Η γήρανση ως ευκαιρία

Οταν όλες οι χώρες αντιμετωπίζουν το ίδιο φαινόμενο –την ανατροπή της σχέσης δημογραφίας – οικονομίας – κοινωνίας– εκείνες οι χώρες που αντιδρούν ταχύτερα θα έχουν προβάδισμα, αφού θα μετριάσουν τις αρνητικές εξελίξεις και θα είναι σε καλύτερη θέση να εντοπίσουν τυχόν θετικές. Αρα έχει τεράστια σημασία η συγκριτική αξιολόγηση του πόσο γρήγορα και αν αντιδρούν. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, σε εμφανή αδυναμία να επιλύσει το ασφαλιστικό από το 1992, δανειζόταν στις διεθνείς αγορές για να επιχορηγεί τα ταμεία συντάξεων. Αυτός ο δανεισμός έπαιξε κρίσιμο ρόλο στη χρεοκοπία και στα μνημόνια της χαμένης δεκαετίας 2010-2020. Αντιστρόφως, αν η μεταρρυθμιστική ενέργεια που σπαταλήθηκε –επί ματαίω– στο ασφαλιστικό είχε κατευθυνθεί αλλού, τότε η εικόνα θα ήταν πολύ καλύτερη.  

Η διαμόρφωση νέων θεσμών, η προσαρμογή παλαιών δομών και η ευρηματικότητα μπορούν να αξιοποιήσουν αυτές τις διαφορές των αυριανών ηλικιωμένων από τους προκατόχους τους προς όφελος της ανάπτυξης

 
Πέραν του πλεονεκτήματος του πρωτοπόρου, που ισχύει για όλες τις χώρες με κοινά θέματα, το ίδιο το φαινόμενο της γήρανσης από μόνο του μπορεί, με την κατάλληλη αντιμετώπιση, να ξεκλειδώσει πλεονεκτήματα που αλλιώς υπνώττουν. Η ενότητα 2 ανέδειξε ότι η δημογραφία αλλάζει μόνο τους αναμενόμενους αριθμούς.

Οι αριθμοί ατόμων, όμως, αποκτούν νόημα και περιεχόμενο από κοινωνικούς ρόλους και οικονομικές λειτουργίες – οι οποίες επιδέχονται, συχνά, και ριζικές, αλλαγές. Στη βάση όλων των διαπιστώσεων βρίσκεται η παρατήρηση ότι «η ηλικία δεν είναι μοίρα», ότι τα άτομα σε μεγάλες ηλικίες στα επόμενα 10-20 χρόνια διαφέρουν ουσιωδώς από τους προκατόχους τους της ίδιας ηλικίας. Η διαμόρφωση νέων θεσμών, η προσαρμογή παλαιών δομών και η ευρηματικότητα μπορούν να αξιοποιήσουν αυτές τις διαφορές προς όφελος της ανάπτυξης. Είναι αυτό που θα προσδώσει δυναμισμό στην εποχή που έρχεται. Από τη φύση τους, όμως, αυτές οι βελτιώσεις και αλλαγές δεν μπορεί να είναι γνωστές εκ των προτέρων παρά μόνο εικοτολογίες για το γενικό περίγραμμά τους.

Οι πρωτοπόροι των επόμενων 10-20 χρόνων

Το σημαντικότερο σημείο που θα αξιοποιήσουν οι πρωτοπόροι των επόμενων 10-20 χρόνων είναι η παρατήρηση ότι οι σημερινοί ηλικιωμένοι έχουν περισσότερες δυνατότητες, πόρους, γνώσεις, κεφάλαια και εμπειρία από τις προηγούμενες γενιές, με τις διαφορές να είναι εντονότερες για τις γυναίκες. Αυτή τεκμηριώνεται από διαχρονικά στοιχεία όπως αυτά του SHARE με συγκρίσεις μεταξύ διαφορετικών γενεών στην ίδια και σε διαφορετικές χώρες.

Η «αργυρή» τουριστική ανάπτυξη αξιοποιεί την ύπαρξη συνταξιούχων σε χώρες της Ευρώπης οι οποίοι χαίρουν σχετικά καλής υγείας, οικονομικών αποθεμάτων και επωφελούνται χαρακτηριστικών της Ελλάδας.

Η επιχειρηματική πρωτοβουλία πηγάζει από την εξυπηρέτηση ατόμων και κοινωνικών αναγκών, την ευρηματική απάντηση σε κοινωνικά προβλήματα ή την αξιοποίηση νέων δυνατοτήτων. Τρία τέτοια παραδείγματα είναι: η «αργυρή» τουριστική ανάπτυξη, η αξιοποίηση και μετατροπή ακινήτων και η διαμόρφωση νέων αποταμιευτικών προϊόντων.
Πρώτον, η «αργυρή» τουριστική ανάπτυξη αξιοποιεί την ύπαρξη συνταξιούχων σε χώρες της Ευρώπης οι οποίοι χαίρουν σχετικά καλής υγείας, οικονομικών αποθεμάτων και επωφελούνται χαρακτηριστικών της Ελλάδας όπως είναι το κλίμα, οι σύγχρονες υγειονομικές υποδομές, το εκσυγχρονισμένο δίκτυο μεταφορών.

Στον κατάλογο προτεραιοτήτων των ατόμων αυτών είναι η καλή ζωή, ενώ η εξοικείωση με ηλεκτρονικά μέσα καλύπτει τις ανάγκες επικοινωνίας. Οι ευκαιρίες αυτές αρχίζουν από την επιμήκυνση της τουριστικής σεζόν, αλλά μπορούν να επεκταθούν σε ιαματικό τουρισμό, σε τουρισμό ευζωίας ως και στην ημιμόνιμη εγκατάσταση σε περιοχές της χώρας με την απόκτηση δεύτερης κατοικίας.

Κρίσιμη προϋπόθεση είναι η δυνατότητα διασυνοριακών μεταφορών ασφαλιστικών δικαιωμάτων: αν μια μετακόμιση στην Ελλάδα συνεπάγεται απώλεια κάλυψης (π.χ. για μακροχρόνια φροντίδα) δεν θα γίνει. Σχετική έκθεση είχε δημοσιοποιήσει η διαΝΕΟσις το 2018. 
Δεύτερον, ανάπτυξη νέων θεσμών στεγαστικής πίστης – τα αντίστροφα στεγαστικά δάνεια. Σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία ή η Ισπανία είναι συχνό το φαινόμενο ανεπαρκούς σύνταξης παράλληλα με την ύπαρξη σημαντικής ακίνητης περιουσίας: φτωχοί στο εισόδημα, πλούσιοι σε ακίνητα.  

Αυτό επιδεινώθηκε μετά την οικονομική κρίση και την περικοπή των υψηλότερων συντάξεων και θα εντείνεται με την έκδοση νέων χαμηλότερων συντάξεων. Λύση σε αυτό το θέμα θα ήταν η αποδέσμευση οικιστικού κεφαλαίου (Εquity release), ούτως ώστε το οικιστικό κεφάλαιο να μπορεί να συμπληρώσει το εισόδημα από τη σύνταξη.

Ομως στην περίπτωση ιδιοκατοίκησης αυτή η ρευστοποίηση συμβαδίζει με αναγκαστική μετακόμιση, με ό,τι αυτή συνεπάγεται σε ψυχολογικό κόστος.
Η χρηματοοικονομική αποδέσμευση (Εquity Release Scheme) ή Αντίστροφο Στεγαστικό Δάνεια (Reverse mortgage) είναι μια απάντηση. H εμπλοκή ενός χρηματοοικονομικού οργανισμού επιτρέπει την άντληση ρευστού κεφαλαίου με την παράλληλη παραμονή στο ακίνητο. Εδώ η παράπλευρη απώλεια είναι ότι μειώνεται (μέχρις εξαφανισμού) τυχόν κληρονομιά. Η πιο συνήθης περίπτωση (το μοντέλο δανεισμού, κοινό στο Η.Β. και την Ολλανδία) προβλέπει τη χορήγηση νέου ενυπόθηκου δανείου, του οποίου οι τόκοι προστίθενται στο κεφάλαιο που επιστρέφεται στο τέλος του δανείου (συνήθως με τον θάνατο του ιδιοκτήτη όταν πωλείται το ακίνητο). Με τον τρόπο αυτό ρευστοποιείται το ακίνητο (μετατρέπεται σε δάνειο πληρωτέο στο τέλος) αποδίδοντας ένα ποσό το οποίο με τη σειρά του μπορεί να μετατραπεί σε ισόβια σύνταξη.

Στεγαστικά δάνεια σε άτομα άνω των 62 ετών

Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση στις ΗΠΑ εγγυάται αντίστροφα στεγαστικά δάνεια σε άτομα άνω των 62 ετών βάσει νόμου του 1987, που καθόριζε ότι τυχόν πτώση της αξίας της κατοικίας δεν θα οδηγούσε σε μείωση του δανείου (HECM -home equity conversion mortgage). Υπάρχει και θεσμοθετημένος σύμβουλος για να διευκολύνει τους ενδιαφερόμενους. Στην Αυστραλία, νόμος του 2012 ορίζει ότι το δάνειο μπορεί να είναι ως το 50% της αξίας του ακινήτου, ενώ τα δάνεια μπορεί να αξιοποιηθούν για βελτιώσεις στο σπίτι ή για μακροχρόνια φροντίδα. Στον Καναδά, τα ποσά λαμβάνονται αφορολόγητα (ως δάνεια). Σε γενικές γραμμές, αναμένεται η γήρανση του πληθυσμού να τονώσει το ενδιαφέρον για τέτοια δάνεια. Στην Ιταλία, νόμος του 2015 ρυθμίζει θέματα προκειμένου να ενθαρρύνει τέτοια δάνεια. Σε περίπτωση θανάτου του δανειολήπτη οι κληρονόμοι του μπορούν (α) να αποπληρώσουν το δάνειο και να πάρουν το σπίτι (β) να πουλήσουν οι ίδιοι το σπίτι ή (γ) να επιτρέψουν στην τράπεζα να πουλήσει το σπίτι.

Αν η αξία του σπιτιού υπερβεί την αξία του δανείου, τη διαφορά εισπράττουν οι κληρονόμοι. Αν το σπίτι δεν πουληθεί, η τράπεζα δεν μπορεί να απαιτήσει το δάνειο από τους κληρονόμους. 
Τα δάνεια αυτά δεν έχουν αναπτυχθεί όσο γρήγορα ήλπιζαν κάποιοι. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, τέτοια δάνεια είναι στην ουσία άγνωστα. Συνεπώς προκύπτει το ερώτημα: Γιατί είναι τόσο περιορισμένη η χρήση τους; 
Μια σειρά από παράγοντες εξηγούν τη μικρή διάδοση:

Υψηλά κόστη διαμεσολάβησης που καταβάλλονται στην αρχή (αναλογιστική μελέτη κ.λπ.).
Το επιτόκιο τείνει να είναι υψηλότερο από συμβατικό ενυπόθηκο δάνειο.
Καθώς ο δανειολήπτης ούτε καταβάλλει τόκους ούτε αποπληρώνει το κεφάλαιο, το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου αυξάνεται σωρευτικά με κίνδυνο το δάνειο να υπερβεί την αξία του σπιτιού (αρνητική αξία).
Οι ενδιαφερόμενοι δυσκολεύονται να κατανοήσουν τον μηχανισμό και φοβούνται μήπως γίνουν θύματα εκμετάλλευσης. Ο οικονομικός αναλφαβητισμός παίζει κρίσιμο ανασταλτικό ρόλο.

Δημιουργείται η ανάγκη για νέα εργαλεία αποταμίευσης, τα οποία πρέπει να έχουν ισχυρές διασυνδέσεις με παραγωγικές επενδύσεις.

Τρίτον, τα χρηματοπιστωτικά, η αγορά αποταμιεύσεων: νέου είδους ταμεία τονώνουν τις αποταμιεύσεις. Το δικαίωμα σύνταξης είναι το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο για τον μέσο πολίτη στις αναπτυγμένες χώρες, ίσης ή και μεγαλύτερης σημασίας από το ιδιόκτητο σπίτι. Η αρνητική δημοσιότητα γύρω από τα προβλήματα των δημοσίων συντάξεων εντείνει το ενδιαφέρον για εναλλακτικούς αποδέκτες αποταμίευσης. Παράλληλα, όπως είδαμε η παραγωγική ανταπόκριση στη γήρανση απαιτεί επενδύσεις οι οποίες με τη σειρά τους χρηματοδοτούνται από αποταμιεύσεις. Ετσι δημιουργείται η ανάγκη για νέα εργαλεία αποταμίευσης, τα οποία όμως πρέπει να έχουν ισχυρές διασυνδέσεις με παραγωγικές επενδύσεις. Η αναζήτηση αυτή ενδυναμώνεται από την υιοθέτηση μεικτών σχημάτων αποταμίευσης «πολλαπλών πυλώνων» όπου «παραδοσιακές συντάξεις» πλαισιώνονται από νεότερα σχήματα, όπως επαγγελματικά ταμεία ή άλλες μορφές μακροχρόνιας επένδυσης. Η τάση αυτή είναι πολύ πιθανόν να επιταχυνθεί στα χρόνια που έρχονται. 

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT