Γιάννης Ε. Χρυσάφης
Ηταν το 1973 όταν μια ομάδα τριάκοντα και πλέον νεαρών τότε στην ηλικία μοναχών υπό την καθοδήγηση, πνευματική και ουσιαστική, ενός φωτισμένου ιερομονάχου, του αρχιμανδρίτη Αιμιλιανού, έκανε το μεγάλο άλμα: Αφησαν τη μονή της αρχικής μετανοίας τους, το Μεγάλο Μετέωρο, και από τη θεσσαλική γη, τόπο καταγωγής της πλειοψηφίας των μοναχών, μετεγκαταστάθηκαν –μετά από πολλή σκέψη, προσευχή και συνεννοήσεις σε πολλαπλά επίπεδα– στο Άγιο Όρος και πιο συγκεκριμένα στην ιερά μονή της Σιμωνόπετρας. Δεν ήταν τυχαία και ούτε βιαστική η απόφαση της αλλαγής. Καθοριστικός παράγοντας ήταν η ανάγκη εγκατάστασης σε ένα περιβάλλον και ένα χώρο που θα παρείχε τη δυνατότητα περισσότερης ησυχίας και λιγότερης συναναστροφής με τα πλήθη των επισκεπτών-τουριστών, όπως είχε εξελιχθεί η κατάσταση στα Μετέωρα, καθότι οι προϋποθέσεις αυτές ανέκαθεν είχαν καθοριστικό ρόλο για την πρόοδο της μοναχικής ζωής. Παράλληλα όμως ήταν και μια δελεαστική όσο και άκρως απαιτητική πρόκληση η συμμετοχή στη διαμόρφωση ενός χώρου, ο οποίος είχε ανάγκη από νέα χέρια, από νέα προσέγγιση στη λειτουργία του, ως μια από τις ιστορικές μονές του Αγίου Ορους, όπως επίσης και από προσωπική εργασία για την κτηριακή αποκατάστασή της, μια και οι εναπομείναντες στη Σιμωνόπετρα ηλικιωμένοι μοναχοί αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις των εργασιών.
Ο κάθε μοναχός ξεχωριστά και όλοι μαζί, κατά περίπτωση, πάντα υπό την καθοδήγηση του Γέροντος Αιμιλιανού, ανέλαβαν το έργο της ανακαίνισης με τη νεανική τους έμπνευση και το αποτέλεσμα είναι η σημερινή, εξαιρετική εικόνα της Σιμωνόπετρας. Ακόμη δε και η καταστροφική πυρκαγιά που μεσολάβησε το 1990, αντί να αναστείλει το έργο, έδωσε νέα ώθηση στον ενθουσιασμό της αδελφότητας.
Μεγάλο το φάσμα των δραστηριοτήτων και των ενδιαφερόντων της νέας αδελφότητας και θα μπορούσαμε να πούμε, κάπως πρωτοποριακό για τα δεδομένα της εποχής της, ωστόσο αυτό που αξίζει να σταθούμε στην προκειμένη περίπτωση, ήταν η φροντίδα τους να περισώσουν και να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για τη διαφύλαξη της νεότερης «αγιορειτικής μνήμης».
Με κύριο φορέα και γενικότερο πλαίσιο την «Αγιορειτική Μνήμη», δημιουργήθηκαν επιμέρους φορείς, μεταξύ των οποίων η Αγιορειτική Φωτοθήκη, Πινακοθήκη, Βιβλιοθήκη, Χαρτοθήκη, Ταινιοθήκη, Ηχοθήκη και Βοτανοθήκη.
Η Αγιορειτική Φωτοθήκη άρχισε με έναν σημαντικό αριθμό γυάλινων πλακών και έντυπων φωτογραφιών του Αγίου Όρους και με βάση αυτά προέβη αμέσως στις πρώτες εκδόσεις και εκθέσεις της στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αυτό κίνησε το ενδιαφέρον πολλών συλλεκτών και φωτογράφων να της δωρήσουν το αγιορειτικό φωτογραφικό τους αρχείο, ενώ παράλληλα φρόντισε να περισώσει μέσα από αγορές ό,τι αφορούσε το Άγιον Όρος. Πέραν όμως από αυτά συνέλεξε και κληρονόμησε φωτογραφικό εξοπλισμό αγιορειτικών φωτογραφείων, ιχνηλατώντας έτσι σταδιακά και καταγράφοντας την φωτογραφική ιστορία του Αγίου Όρους. Παράλληλα όμως φρόντιζε και για την ταυτοποίηση των φωτογραφιζομένων προσώπων και κτηρίων, δίνοντας έξαφνα οπτική υπόσταση σε προσωπικότητες γνωστές μόνο από το όνομά τους.
Η Αγιορειτική Πινακοθήκη εστίασε το ενδιαφέρον της σε δύο κυρίως τομείς: την Αγιορειτική Χαλκογραφία και τη Συλλογή έργων αγιορειτικής θεματολογίας Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών. Ιδιαίτερα η Αγιορειτική Χαλκογραφία αποτελεί κεφάλαιο εξέχουσας σημασίας και σπουδαιότητας για την καλλιτεχνική δημιουργία των αγιορειτών μοναχών, αλλά και του μεταβυζαντινού και νεοελληνικού εικαστικού πολιτισμού. Ενδεικτικά, μέσα σε 200 χρόνια οι Αγιορείτες παρήγαγαν 1.000 χαλκογραφικά θέματα με χιλιάδες εκτυπώματα, εκ των οποίων η Αγιορειτική Πινακοθήκη περιέσωσε άνω των 100 χάλκινων μητρών και εκατοντάδες εκτυπώματα, αποτελώντας έτσι τη μεγαλύτερη συλλογή στο είδος αυτό.
Η Αγιορειτική Χαρτοθήκη συστάθηκε στις αρχές του 2000, σε συνεργασία με την Εθνική Χαρτοθήκη και τον καθηγητή Ευάγγελο Λιβιεράτο και με την παρακίνηση του συλλέκτη Σάββα Δεμερτζή. Σύντομα προέβη σε έκθεση και έκδοση για τους αγιορείτικους χάρτες, ανοίγοντας και δίνοντας ουσιαστική ώθηση και υλικό στον νέο αυτό τομέα.
Η Αγιορειτική Βιβλιοθήκη, καρπός πολυετούς συλλογής και αναζήτησης οποιουδήποτε συγγράμματος έχει εκδοθεί για το Άγιον Όρος, είτε από Αγιορείτες, αποτέλεσε έναν ασφαλή συνοδοιπόρο στη μελέτη, που η κάθε μία από τις επιμέρους ενότητες, απαιτούσε. Χρόνο με τον χρόνο πλούτιζε μέχρι που ήρθε ο καιρός να δώσει και διαδικτυακά, ελεύθερα προς χρήση και ανάγνωση, όποιο δημοσίευμα είχε την έγκριση του δημιουργού ή ήταν ελεύθερο δικαιωμάτων.
Όλες οι παραπάνω δραστηριότητες δεν θα ήταν βεβαίως δυνατόν να επιτευχθούν χωρίς τη συνδρομή και συνεργασία φιλότιμων συνεργατών, αφανών δωρητών, διακεκριμένων προσωπικοτήτων, και τόσων άλλων που ο καθένας με τον τρόπο του αγάπησε το έργο αυτό και συνέβαλε για την επαύξηση και προώθησή του. Όλοι οι φορείς προσέλκυσαν το ενδιαφέρον Ελλήνων και ξένων δημιουργών και συλλεκτών, ούτως ώστε οι τελευταίοι να ενδιαφέρονται για τον εμπλουτισμό των συλλογών της Αγιορειτικής Μνήμης, για τη συνεργασία μαζί της ή ακόμη και για την υπόδειξη άγνωστων συλλογών και τεκμηρίων.
Οι δημοσιεύσεις που θα ακολουθήσουν στον ιστότοπο της «Καθημερινής» αφορούν σε θέματα νεότερης Ιστορίας και Τέχνης του Αγίου Όρους, όπως αυτά πρωταναδείχθηκαν χάρη στη δημιουργία των συλλογών της «Αγιορειτικής Μνήμης».