Γιάννης Ε. Χρυσάφης
Οι επισκέπτες και οι προσκυνητές προσερχόμενοι στο Άγιο Όρος υποκλίνονται στην έντονη θρησκευτικότητα που αποπνέει ο τόπος όπως αυτή εκδηλώνεται τόσο μέσα από τις κατανυκτικές ακολουθίες όσο και μέσα από τον ασκητικό χαρακτήρα των μοναχών. Είναι μια διαδικασία σχεδόν αυτόματη, καθόλου επιτηδευμένη ή προκατασκευασμένη, που υποστηρίζεται σε καθοριστικό βαθμό και από την υποβλητική επιρροή της αγιογραφικής απεικόνισης των ιερών χώρων και των εικόνων. Λαμπροί αγιογράφοι περιόδων του παρελθόντος αλλά και σχετικά σύγχρονοι δημιούργησαν στο αγιώνυμο Όρος εξαιρετικά έργα τέχνης που συνδυάζουν τόσο τη θρησκευτικότητα των χώρων όσο και την καλλιτεχνική διάσταση του Αγίου Όρους.
Όλος αυτός ο συνδυασμός μπορεί να μην συντέλεσε στη δημιουργία μιας νέας σχολής ή ρεύματος στη ζωγραφική, όπως επισημαίνεται από πολλούς ζωγράφους, αλλά σίγουρα αποτέλεσε σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό έναυσμα για έμπνευση και αναστοχασμό στην καλλιτεχνική τους πορεία και τεχνοτροπία. Σε κάθε περίπτωση όλοι φρόντισαν να απεικονίσουν, με το δικό τους πινέλο, όψεις του Αγίου Όρους, από τα μοναστήρια μέχρι τις σκήτες και τα κελλιά, μορφές μοναχών και εσωτερικούς χώρους καθολικών και μονών, και εξαιρετικές τοπιογραφίες του φυσικού αθωνικού περιβάλλοντος. Σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις καλλιτεχνών η επίδραση ήταν μεγαλύτερη και άφησε το αποτύπωμά της στο έργο τους. Χαρακτηριστικές είναι και οι περιπτώσεις ζωγράφων, οι οποίοι δημιούργησαν και ένα είδος ευγενούς ανταγωνισμού ή και σύγκρισης μεταξύ τους, επηρεασμένοι σαφώς από την αγιορειτική παραγωγή τους. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις μεταξύ του Σπύρου Παπαλουκά και του Πολύκλειτου Ρέγκου, από τη μια, και του Φώτη Κόντογλου με τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη, από την άλλη, σε αγαστή συμπόρευση και με το λογοτεχνικό έργο των τελευταίων.
Όλες οι παραπάνω αναφερθείσες περιπτώσεις καλλιτεχνών συνδέονται με το λεγόμενο κίνημα της δεκαετίας του ’30, δένοντας σε μια ιδιότυπη σχέση το καινούργιο που ήθελε ο 20ός αιώνας –και του οποίου ήταν και οι εκπρόσωποί του– με μια παλιά στοn χρόνο βυζαντινή παράδοση που στέρεα εκφραζόταν στο Άγιο Όρος. Αν κρίνουμε από τα έργα τους και την ανταπόκριση στον κόσμο, το αποτέλεσμα ήταν απόλυτα θετικό και βεβαίως εποικοδομητικό. Ακόμη πιο θετικό είναι το γεγονός ότι η γενιά καλλιτεχνών που ακολούθησε –ή καλύτερα οι γενιές– είχαν την ίδια καταλυτική επίδραση από την επαφή τους με την καλλιτεχνική θρησκευτική κληρονομιά του Αγίου Όρους.
Αν και ο κύκλος των καλλιτεχνών που ξεκινούν την επαφή με τους θησαυρούς του Όρους αρχίζει από τον Θεόδωρο Ράλλη το 1885, ο Σπύρος Παπαλουκάς ήταν και παραμένει καλλιτεχνικά ένας εκ των κορυφαίων ζωγράφων που στις αρχές της δεκαετίας του 1920 αφιέρωσε πολλούς μήνες στην αγιώνυμο πολιτεία μελετώντας και συγκρίνοντας, για να απαθανατίσει δεκάδες τοπία, μονές, κελλιά και όψεις της. Το σύνολο της αγιορειτικής παραγωγής του παρουσιάστηκε σε μια εξαιρετική έκθεση το 1924 στον Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης. Η Αγιορειτική Πινακοθήκη, που αποτελεί τμήμα της Αγιορειτικής Μνήμης της Σιμωνόπετρας, τίμησε τον Σπύρο Παπαλουκά, με δίγλωσση έκδοση (ελληνικά και αγγλικά) παρουσίασε τα αγιορείτικα έργα του, με τίτλο «Θητεία στον Άθω» (2003).
Στο ίδιο μήκος κύματος αλλά με το δικό τους στιλ κινήθηκαν και οι άλλοι μεγάλοι καλλιτέχνες όπως, ο Πολύκλειτος Ρέγκος, ο Φώτης Κόντογλου και ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Δεν υπολείπονται όμως σε δημιουργία και επίδραση από την τέχνη του Όρους νεότεροι καλλιτέχνες, όπως οι Παύλος Σάμιος, Φαίδων Πατρικαλάκης, Μάρκος Καμπάνης, Νίκος Αλεξίου, Γιάννης Μενεσίδης και άλλοι. Εξίσου, το Άγιον Όρος ενέπνευσε και ξένους καλλιτέχνες, από διαφορετικές χώρες, ομόθρησκους ή αλλόθρησκους. Ένα απλό αλλά εντυπωσιακό παράδειγμα –αν και αποτελεί από μόνος του ένα ολόκληρο κεφάλαιο- είναι ο Άγγλος ζωγράφος και συγγραφέας Edward Lear (1812-1888) ο οποίος μετά την επίσκεψή του στο Άγιο Όρος το 1856 άφησε ένα εξαιρετικό σύνολο υδατογραφιών με θέμα τον Άθω. Επίσης, πρέπει να τονιστεί ότι και αρκετοί ζωγράφοι μοναχοί άφησαν να επηρεαστεί το πινέλο τους στα έργα τους, παρεκκλίνοντας από την αυστηρή γραμμή της κλασικής αγιογραφίας. Ενδεικτικά, μία -από τις πολλές- αποτελεί η περίπτωση του πρόσφατα κοιμηθέντος παπα-Αναστάση, του Κελλίου του Τιμίου Προδρόμου, στις Καρυές, με χαρακτηριστικό προσωπικό στιλ. Να σημειωθεί ότι στο κελλί αυτό μόνασε στο παρελθόν ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά των Αγράφων, μέγας διδάσκαλος της αγιογραφικής τέχνης (περίπου 1670-1746), συγγραφέας του θεμελιώδους έργου για τη βυζαντινή αγιογραφεία «Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης» (1728-1733), μελέτη-οδηγός για τις ακόλουθες γενιές, που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και συνετέλεσε στην επιστροφή των νεότερων αγιογράφων στη βυζαντινή τεχνοτροπία.
Όλη αυτή η καλλιτεχνική παραγωγή των Ελλήνων, αλλά και των ξένων ζωγράφων, όπως του Lear, πέρα από την εξαιρετική εικαστική αξία έχει και ένα επιπρόσθετο ενδιαφέρον: απεικονίζοντας οι καλλιτέχνες μονές, σκήτες, κελλιά και τοπία γενικώς όπως και πρόσωπα μοναχών άφησαν εσαεί ένα μοναδικό «αρχείο» του τι και ποιος ήταν στην εποχή τους, επιτρέποντας τη μεταχρονολογημένη ταύτιση με το σήμερα. Δικαίως, η Αγιορειτική Πινακοθήκη της Σιμωνόπετρας διατηρεί στο αρχείο της όχι μόνον πρωτότυπα έργα των Ελλήνων ζωγράφων που πέρασαν από το Όρος αλλά και πολλά αντίτυπα, χάριν της διαιώνισης της Αγιορειτικής Μνήμης.