Το Άγιο Όρος έχει ταυτίσει την ονομασία του ως ο τόπος όπου η Ορθοδοξία και ο μοναχισμός που την ασπάζεται έχουν βρει όχι μόνον μια έδρα που έθεσε υπό τη σκέπη της η ίδια η Παναγία, αλλά και τον ιδανικό χώρο για ησυχία και διαβίωση κάτω από εξαιρετικές περιβαλλοντικές συνθήκες. Ως προς το τελευταίο είναι κοινή διαπίστωση και των αμέτρητων διαχρονικά επισκεπτών και προσκυνητών, Ελλήνων και ξένων, ομόθρησκων και αλλόθρησκων, οποιουδήποτε μορφωτικού επιπέδου και κοινωνικού στρώματος. Σε αυτή τη χερσόνησο, έκτασης 330 τετραγωνικών χιλιομέτρων, μήκους περί των 40 χιλιομέτρων και κυμαινόμενου πλάτους 6 έως 10 χιλιομέτρων, που αντιγράφει σε μεγάλο βαθμό τη χαλκιδικιώτικη χλωρίδα με κάποια λογική σε αριθμούς πανίδα, η φύση βρήκε πρόσφορο τρόπο και χώρο για να ξεδιπλώσει την τεράστια ομορφιά της και τον αμέτρητο πλούτο της: Σε δένδρα, σε λουλούδια, σε γάργαρα νερά, σε πτηνά και ζώα, έντομα και αμόλυντο αέρα. Με κάποια ιδιότυπη μοναδική εξαίρεση που αντιπροσωπεύεται από τον επιβλητικό αλλά γυμνό όγκο του όρους του Άθω, ύψους 2033 μέτρων.
Μέσα σε αυτό τον επίγειο παράδεισο η αγιορειτική χλωρίδα κέντρισε πολύ νωρίς το ενδιαφέρον μελετητών και ερευνητών, επιστημόνων και ερασιτεχνών, περιηγητών και προσκυνητών. Η ιδιαιτερότητα της ύπαρξης της αγιωνύμου πολιτείας κατέστησε όλους τους ενδιαφερόμενους πολύ προσεκτικούς και επιμελείς. Οι καταγραφές και οι περιγραφές ιστορικά ξεκινούν πολύ νωρίς, αλλά μια πρώτη γραπτή αναφορά προέρχεται από τον περιηγητή Belon (1546) αν και είναι βέβαιο από παρενθετικές αναφορές ότι ειδικά για τα φαρμακευτικά φυτά, τα ελαιόδεντρα για το λάδι και τις ελιές, τα αμπέλια για το νάμα και το κρασί και γενικώς για τα βρώσιμα προϊόντα της γης, υπάρχουν στοιχεία από τα πρώτα χρόνια της υπερχιλιόχρονης ιστορίας του Αγίου Όρους. Η πρώτη βοτανική μελέτη έγινε από τον Sibthorp, το 1787, και ακολουθεί πληθώρα βοτανικών, μεμονωμένων ή συλλογικών μελετών, που χαρτογραφούν τη χλωριδική ταυτότητα του Αγίου Όρους. Αλλά η πλέον συγκροτημένη καταγραφή είναι εκείνη (1963) του βοτανολόγου καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κ. Γκανιάτσα, ο οποίος συνολικά δειγμάτισε 1402 πάσης φύσεως φυτά, τα οποία, για την ιστορία, κατηγοριοποίησε σε 1118 είδη, 90 υποείδη και 194 ποικιλίες. Ωστόσο, μετά από νεότερες έρευνες προέκυψε ότι ο συνολικός αριθμός είναι 1453 είδη και υποείδη φυτών που ανήκουν σε 539 γένη και 109 οικογένειες. Σε αυτούς τους αριθμούς περιλαμβάνονται 220 φαρμακευτικά φυτά και βότανα, μερικά από τα οποία είναι δηλητηριώδη έως πολύ δηλητηριώδη.
Ένα άλλο στοιχείο που προέκυψε από την έρευνα των ειδικών -και τιμά ιδιαίτερα το Άγιο Όρος- είναι ότι αυτός ο χλωριδικός πλούτος αποδίδεται στη γεωγραφική θέση της χερσονήσου, στα γεωλογικά στοιχεία της, στο γεγονός ότι το Άγιο Όρος επεκτείνεται σε μεγάλο μήκος στη θάλασσα που το περιβάλλει, διατηρώντας ωστόσο τη σύνδεση με τη ξηρά (της Χαλκιδικής) και στον ορεινό και σχετικά υψηλό μέγεθος του όρους Άθω. Πέραν όμως των παραπάνω, σημαντικό παράγοντα για τη διατήρηση του πλούτου, αποτέλεσε και αποτελεί η προστασία και αγάπη με τις οποίες οι αγιορείτες μοναχοί περιβάλλουν τον φυσικό αυτό πλούτο, ο οποίος εν τέλει είναι και η κατοικία τους.
Η Αγιορειτική Μνήμη της Σιμωνόπετρας δεν ήταν δυνατόν να παραβλέψει αυτό το ιδιαίτερης σημασίας κεφάλαιο. Σχετικά νωρίς συστήθηκε η Αγιορειτική Βοτανοθήκη, η οποία με την επιστημονική καθοδήγηση του καθηγητή Στέφανου Διαμαντή και άλλων κατά καιρούς ειδικών, ενώ η παρουσία του συνεργάτη της, Αντώνη Βασιλειάδη, με τις πρωτότυπες μεθόδους αποξήρανσης και διατήρησης των φυτών, υπήρξε καθοριστική για τη δημιουργία μεγάλου αρχείου αποξηραμένων αγιορειτικών φυτών. Οι μέθοδοι που επιλέχθηκαν και ο τρόπος διατήρησής τους συνδυάστηκε με την έμφυτη καλλιτεχνία του, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι πίνακες αποξηραμένων αγιορειτικών φυτών, αλλά, συνάμα, και έργα τέχνης.
Πέραν όμως αυτού η «Αγιορειτική Βοτανοθήκη» καταβάλλει προσπάθειες είτε με εκδόσεις, είτε με εκθέσεις, είτε με την υποστήριξη επιστημονικών αποστολών για την ανάδειξη του αθωνικού αυτού πλούτου και της μοναδικότητας που κρύβει η αγιορειτική φύση, καθότι η ίδια η φύση λειτουργεί ως κήρυγμα και ως αποκάλυψη της παρουσίας του Θεού, τόσο στον μοναχό όσο και στον προσκυνητή.