«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»
όταν-έφεραν-στο-χωριό-τον-δαβάκη-τραυ-562721788

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»

Στο πέμπτο μέρος συγκινητικές είναι οι αναμνήσεις των Ελλήνων στρατιωτών που έκαναν τα πάντα για να προστατεύσουν τους συμπολεμιστές τους και αποκαλυπτικές οι φωτογραφίες που απαθανάτισαν δυνατές φιλίες που σφυρηλατήθηκαν στο μέτωπο

Newsroom
SPECIAL REPORT
Το έπος του 1940-41 μέσα από τα ενθύμια των Ελλήνων στρατιωτών
  1. «Hκούσθη βόμβος αεροπλάνων και συγχρόνως εκκρήξεις βομβών, πανδαιμόνιον από φωνάς και κλάματα»
  2. «Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»
  3. «Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»
  4. «Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»
  5. «Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»

Στο πέμπτο μέρος με τα οικογενειακά ενθύμια των αναγνωστών της Καθημερινής για το Έπος του ’40, αναφερόμαστε στη δράση του Αποσπάσματος Πίνδου στο Επταχώρι, υπό τους Δαβάκη, Καραβία και Μισύρη, και στη στενή συνεργασία τους με τους κατοίκους του χωριού πριν και μετά την ιταλική επίθεση.

Εν συνεχεία, μεταφερόμαστε στα μετόπισθεν, για να παρακολουθήσουμε τις πρωτοβουλίες της ΕΟΝ για την υποστήριξη των Ελλήνων στρατιωτών, που μάχονταν στο μέτωπο, και παρουσιάζουμε το πώς κάλυψαν στιγμές του πολέμου ο ξένος Τύπος και η Κλεισούρα, η εφημερίδα του Β΄ Σώματος Στρατού, την ευθύνη κυκλοφορίας της οποίας είχε ο Λουκής Ακρίτας. Μνεία γίνεται και στον Κωνσταντίνο Τσίλη, που υπηρέτησε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο και εν συνεχεία εργάστηκε ως οδηγός στην Καθημερινή.

Συγκινητικές είναι οι αναμνήσεις των Ελλήνων στρατιωτών που έκαναν τα πάντα για να προστατεύσουν τους συμπολεμιστές τους στο πεδίο της μάχης, και αποκαλυπτικές οι φωτογραφίες που απαθανάτισαν δυνατές φιλίες που σφυρηλατήθηκαν στο μέτωπο. Συγκλονίζουν, τέλος, οι μαρτυρίες όσων κλήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα και να προσαρμοστούν στο νέο καθεστώς γερμανοϊταλικής κατοχής.

«…θα τους μαντρώσουμε όπου να ’ναι!»

Στις 28 Οκτωβρίου, που κηρύχτηκε ο πόλεμος, το χωριό άδειασε για 3-4 μέρες, κρυφτήκαμε στο δάσος και στα κατσάβραχα Βοΐου, στις καλύβες που είχαν στα χωράφια τους εκεί κάποιοι χωριανοί.

Δεν ησύχαζα, δεν μπορούσα να είμαι κρυμμένος κι ο πόλεμος να ακούγεται… κατέβηκα στο χωριό και πήγα στο λόφο όπου ήταν το φυλάκιο, με μερικούς στρατιώτες να χειρίζονται ασύρματο, παίρνοντας και στέλνοντας μηνύματα. Ήξερα καλά τους δύο, σπίτι μας έμεναν δυο μήνες, όλα τα σπίτια φιλοξένησαν στρατιώτες τότε.

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-1
Οκτώβριος 1940, Επταχώρι. Ο Κ. Δαβάκης, έφιππος, μπροστά από τον Σταθμό Διοίκησης του Αποσπάσματος Πίνδου [Αρχείο Θανάση Δαβάκη / Αποστολέας: Ιωάννα Λουλάκη].

—Ήρθα να βοηθώ σε ό,τι μπορώ, είπα.

—Τότε να σε κάνουμε εθελοντή. 

Και έγινα εθελοντής, μου έδωσαν και στρατιωτικά ρούχα, κι εγώ καμάρωνα έτσι ντυμένος!

Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, στου Τζημόπουλου το σπίτι [Σημ. Τζημοπούλειο Λαογραφικό Μουσείο Επταχωρίου], και ζήτησα να τον δω…

Δε μ’ άφηνε ο φρουρός στην πόρτα. Επέμενα: «Τον ξέρω, μιλούσαμε όλο τον καιρό, θέλω να ρωτήσω πώς πάει ο πόλεμος!» φώναζα.

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-2
Σεπτέμβριος 1940, πλατεία Επταχωρίου. Στο κέντρο ο Κ. Δαβάκης με τον μητροπολίτη Γρεβενών Φίλιππο [Αρχείο Θανάση Δαβάκη / Αποστολέας: Ιωάννα Λουλάκη].

Πήρε είδηση από πάνω ο Δαβάκης (αυτό ήθελα κι εγώ) και φώναξε: «Αφήστε το παιδί!»

Ήταν ανασηκωμένος στο σιδεροκρέβατο και σηκώνοντας το χέρι (δεν τον ξεχνώ): «Έλα, λεβέντη μου, μη φοβάσαι. Όλα καλά παν, θα τους μαντρώσουμε όπου να ’ναι!»
Μαρτυρία του Αργύριου Λουλάκη από το Επταχώρι, ο οποίος ήταν 15 ετών κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. [Αποστολέας: Ιωάννα Λουλάκη]

«Το Επταχώρι θα σας ευγνωμονή»

Γενναίε Συνταγματάρχα,
Μόλις χθες, επιστρέψας εξ Αλβανίας και μάλιστα εξ ελαχίστης αποστάσεως από της Κλεισούρας, ευρήκα την επιστολήν σας, εις την οποίαν και σας απαντώ αμέσως.

Χάρηκα πολύ, όπως χάρηκε και όλο το Επταχώρι, διότι αποκατεστάθη η υγεία σας. Και ημείς όλοι καλά είμαστε.

Σχετικώς με την εντολήν σας, σας γράφω.

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-3
Ο Δημήτριος Μισύρης (δεξιά), υποδιοικητής του Αποσπάσματος Πίνδου, με τον Κ. Δαβάκη στο Επταχώρι [Αποστολέας: Ιωάννα Λουλάκη].

Το αφιέρωμά σας εις τον ναόν της Αγίας Παρασκευής μας, ας είναι ένας μικρός πολυέλαιος, έστω και τεσσάρων λαμπάδων προ της Ωραίας Πύλης· και, εάν η αξία κρίνηται υπερβολική, ας είναι δύο κανδήλαι, μία για την εικόνα της Παναγίας και μία για την εικόνα της Αγίας Παρασκευής.

Το μεγαλύτερόν σας όμως αφιέρωμα, κατά την γνώμην μου και την γνώμην του γράφοντος την επιστολήν μου, δημοδιδασκάλου Δημ. Ταμπακοπούλου, ας ήτο μία πατρική σας εν καιρώ προσπάθεια να αποκτήση το Επταχώρι δημόσιον δρόμον εκ Μόρφης διά Πεντάλοφον, διότι από εκεί είναι τα κέντρα εφοδιασμού και καταναλώσεώς του.

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-4
Σεπτέμβριος 1940, δάσος Επταχωρίου. Στο κέντρο ο Κ. Δαβάκης και δεξιά του ο Κ. Τσέτσος ανοίγουν ένα χαράκωμα [Αρχείο Θανάση Δαβάκη / Αποστολέας: Ιωάννα Λουλάκη].

Το Επταχώρι θα σας ευγνωμονή. Σας ευγνωμονεί ήδη, διότι το εσώσατε από την καταστροφήν. Θα σας ευγνωμονή αιωνίως, εάν του χαρίσετε και ζωήν διά της συγκοινωνίας, εκ της οποίας υποφέρει, καταδικαζόμενον εις μαρασμόν, παρά τα προσοδοφόρα δάση του.

Ερρίψαμεν οι δύο μας την πρότασιν να ονομασθή η πλατεία μας «Πλατεία Δαβάκη Κ.» και εγένετο ασπαστή. Εν καιρώ θα σας ανακοινώσωμεν πράξιν του Κοινοτικού Συμβουλίου.

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-5
Σεπτέμβριος 1940. Ο Δαβάκης είναι έτοιμος να σύρει τον χορό. Από το μαντήλι τον κρατάει ο Κ. Τσέτσος [Αρχείο Δημήτριου Μισύρη / Αποστολέας: Δημήτρης Μισύρης].

Ελπίζομεν ότι θα εισηγηθήτε όπου δει μίαν τοιαύτην πρότασιν διά την ζωήν και το μέλλον του Επταχωρίου, μετά του οποίου συνεδέθη το όνομά σας, από τας πολεμικάς επιχειρήσεις, ων υπήρξατε πρωταγωνιστής.

Ο αείμνηστος Υπολοχαγός Διάκος έχει ταφή εις το νεκροταφείον Ζούζουλης.

Σας έστειλα και άλλην μίαν επιστολήν προ καιρού.

Όταν, συν Θεώ, αναχωρήσητε διά το Μέτωπον, μου γράφετε.

Έχοντες υπόψει και τας προς την Πατρίδα υπηρεσίας μου, ενεργείτε ό,τι δει.

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-6
Οκτώβριος 1940, δάσος Επταχωρίου. Ο Κ. Δαβάκης με τους επιτελείς του. Αριστερά του ο Κ. Τσέτσος και δεξιά του ο αντισυνταγματάρχης Δ. Μισύρης [Αρχείο Θανάση Δαβάκη / Αποστολέας: Ιωάννα Λουλάκη].

Απ’ όλο το Επταχώρι, τα σέβη μου. Χαιρετισμούς ιδιαιτέρως από τον μπαρμπα-Θεοχάρη, τον μπαρμπα-Κώστα, Κώσταινα και Πάτρα, και από την οικογένειάν μου, και από τον γράφοντα την παρούσαν μου Ταμπακόπουλον, δημοδιδάσκαλον.

Με πολλήν εκτίμησιν
Κοσμάς Τσέτσος

ΥΓ. Ο γαμβρός μου Κώστας έχει τραυματισθή εις τον μηρόν.
Επιστολή του Κοσμά Τσέτσου, προέδρου του Επταχωρίου, προς τον Κωνσταντίνο Δαβάκη.[Αποστολέας: Ιωάννα Λουλάκη]

«Θα νικήσουμε οπωσδήποτε…»

[…] Εις τον Σταθμόν Λαρίσης κορίτσια και αγόρια της ΕΟΝ Αθηνών μάς διένειμον αρκετά σύκα και καρύδια, αμύγδαλα, και από δύο περίπου πακέτα σιγάρα εις έκαστον. 

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-7
25 Μαρτίου 1940. Η δεκαπεντάχρονη Μαίρη Σακελλαρίου (δεύτερη από αριστερά) με φίλες της, φορώντας τη στολή της ΕΟΝ [Αποστολέας: Παναγιώτης Γεωργίλης].

Εκτός του δώρου αυτού είναι εντελώς αδύνατον να περιγραφή ο ενθουσιασμός και οι ευχές τις οποίες μάς ηύχοντο οι Αθηναίοι άνδρες, γυναίκες, κορίτσια και παιδιά. 

«Στο καλό, στο καλό, καλό γύρισμα, καλήν αντάμωση, και με την νίκην, ο Θεός να φυλάττη, η Παναγία μαζί σας» και τόσα άλλα που δεν λέγονται.

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-8
Σελίδες με νέα από τη δράση της ΕΟΝ κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου [Αρχείο Παύλου Ι. Αλεξιάδη / Αποστολέας: Παύλος Ι. Αλεξιάδης].

Εμείς τους ανταποδίδαμε τον χαιρετισμόν και τους ευχαριστούσαμε, και στα κορίτσια λέγαμε: «Θα νικήσουμε οπωσδήποτε και θα γυρίσωμε να σας παντρευτούμε», και τα κορίτσια με κλάματα στα μάτια μάς απαντούσαν καταφατικά. 

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-9
Φωτογραφικό αφιέρωμα στη Νεολαία, επίσημο περιοδικό της ΕΟΝ [Αρχείο Παύλου Ι. Αλεξιάδη / Αποστολέας: Παύλος Ι. Αλεξιάδης].

Εμπρός σε όλα αυτά και στις δικές μας φωνές ότι θα νικήσωμεν, πολλοί συνεκινήθησαν και άθελα έκλαιαν.
Απόσπασμα από το ημερολόγιο του Παναγιώτη Γιαννακούλια από το Κεντρικό Μεσσηνίας, που πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο έως τον Ιανουάριο του 1941, οπότε τραυματίστηκε. [Αποστολέας: Απόστολος Γιαννακούλιας]

«…οι σφαίρες έπεφταν βροχή και έσχιζαν την πέτρα»

[…] Μόνο ένας από τους άντρες μου έμεινε χωρίς να τραυματισθεί, ο Γιάννης Επιδέξιος από τον Βόλο, ράφτης στο επάγγελμα. Οι τραυματίες γύρισαν όλοι πίσω. 

Εγώ με τον Γιάννη, για να αποφύγουμε τις βολές των Ιταλών, και για να προφυλαχθούμε, πλακώσαμε σε μια νεροσυρμή, ανταποδίδοντας τα πυρά. 

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-10
Ο Αρτέμιος Παγανής, από τον Κτικάδο Τήνου, με συμπολεμιστές του. Υπηρέτησε στον 1ο Λόχο του 30ού Συντάγματος Πεζικού. Σκοτώθηκε στις 26/1/1941, στη μάχη στο Ντομπρένι, βορειοδυτικά της Μοσχόπολης [Αποστολέας: Θεοδοσία Τζαδήμα].

—Πάμε να προχωρήσουμε, Γιάννη, από εκεί, του λέω. 

—Κάτσε μωρέ λίγο, απαντά. Δεν βλέπεις, μείναμε οι δυο μας. Κάτσε να δούμε τι διάβολο θα γίνει. 

—Πρέπει να πάμε, λέω εγώ, τέτοια διαταγή έχουμε. 
Να ανεβούμε ακόμα πιο ψηλά για να καταλάβουμε το «Σπιτ Καμαράτ» με τους άλλους από εκεί, από την άλλη μεριά. 

Στο μέρος αυτό ήταν ένα τάγμα Ιταλών και τους πολιορκούσαμε από τις τρεις μεριές. Έναν δικό μας φαντάρο τον είδα που ταμπουρώθηκε πίσω από μια μεγάλη πέτρα και τον χτυπούσε συνέχεια το πολυβόλο το ιταλικό, και οι σφαίρες έπεφταν βροχή και έσχιζαν την πέτρα. Αυτός όμως εκεί ανταπέδιδε τα πυρά. Τι απέγινε αυτός ο άνθρωπος δεν έμαθα. 

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-11
Φωτογραφία που έδωσε ως ενθύμιο στον Αλέξανδρο Βερνίκο, λοχία Πεζικού, συμπολεμιστής του [Αποστολέας: Νικόλας Α. Βερνίκος].

Εμείς οι δυο προχωρούσαμε σερνόμενοι στο έδαφος, και σε μια στιγμή σηκώνει το όπλο ο Γιάννης για να βάλει. Αμέσως τον παίρνει μια σφαίρα εχθρική και τον τραυματίζει στο χέρι. 

—Ωχ! Ωχ! τραυματίστηκα, φωνάζει. 

Εκείνη την ώρα κιότεψα. 

—Ε βρε Γιάννη, τραυματίστηκες κι εσύ. Έμεινα τώρα μονάχος μου. Τι να κάνω; 

Του δένω το χέρι, και αμέσως εκείνος γύρισε πίσω να πάει να βρει τους άλλους τραυματίες, αφού μου έδωσε κάτι φαγώσιμα (σιτάρι, σταφίδες και άλλα), καθώς και μερικά πράγματα που 
θα με χρειάζονταν. Έβγαλε και μια φανέλα από το σακίδιο. 

—Αυτή τη φανέλα, Χρίστο, δεν σ’ τη δίνω, γιατί την έπλεξε η αδερφή μου και την έχω για ενθύμιο. 

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-12
Αναμνηστική φωτογραφία του Αλ. Βερνίκου (με το παλτό με τη ζώνη) με συμπολεμιστές του [Αποστολέας: Νικόλας Α. Βερνίκος].

Ύστερα με χαιρέτησε και σύρθηκε προς τα πίσω για να επανέλθει στη βάση, απ’ όπου ξεκινήσαμε την προηγούμενη ημέρα, και να συναντηθεί με τους άλλους τραυματίες. Τους τραυματίες αυτούς τους πήγαιναν στο «τωρινό» (προσωρινό) νοσοκομείο, που είχαν στήσει στο έδαφος της Αλβανίας, και από εκεί τους προωθούσαν στα Γιάννενα. […]
Απόσπασμα από τη μαρτυρία του Χρήστου Ζούμπου, δεκανέα από τα Κανάλια Καρδίτσας, για τη δράση του στο αλβανικό μέτωπο.[Αποστολέας: Κωνσταντίνος Κωνσταντίνος Μαυρομμάτης]

«…το Bedford έγινε παρανάλωμα του πυρός» 

[Ο Αθανάσιος Δαραμήλας] υπηρέτησε ως οδηγός στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940. Για τις ανάγκες του μετώπου μετέφερε τρόφιμα και πολεμικό υλικό. Κατά την επιστροφή, το φορτίο του αποτελούνταν συχνά από Ιταλούς αιχμαλώτους. Μεριμνούσε συνήθως και τους χορηγούσε κουραμάνα και κάτι συνοδευτικό, ενώ παράλληλα τους ζητούσε να τραγουδούν ιταλικά τραγούδια, που τα έβρισκε πολύ μελωδικά. Για αυτούς ήταν μία ευκαιρία να ξεχάσουν –έστω για λίγο– την κατάσταση της αιχμαλωσίας και, φυσικά, τη δίνη των πολεμικών επιχειρήσεων. 

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-13
Ο Αθανάσιος Δαραμήλας [Αποστολέας: Κωνσταντίνος Αθ. Δαραμήλας].

Όλα τα παραπάνω συνεχίστηκαν μέχρι που λίγες μέρες πριν την ανακωχή, επιστρέφοντας από το μέτωπο, δέχτηκε αεροπορική επίθεση και μόλις που πρόλαβε να πεταχτεί έξω στη σκάρπα του δρόμου, το δε Bedford έγινε παρανάλωμα του πυρός.
Απόσπασμα από τις αναμνήσεις του Κωνσταντίνου Δαραμήλα, γιου του Αθανάσιου Δαραμήλα. [Αποστολέας: Κωνσταντίνος Αθ. Δαραμήλας]

«…ήρθαμε στο χωριό με κάτι κουρέλια»

[…] Μετά από λίγο χρόνο, τον Απρίλιο του 1941, έπεσε το μέτωπο της Βουλγαρίας, και οι Γερμανοί μπήκαν μέσα στην Ελλάδα. Έγινε δε και η συνθηκολόγηση. Τότε οι αξιωματικοί μάς παράτησαν, όπου φύγει φύγει, και εμείς οι στρατιώτες, πλέον, δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Πήραμε τότε ό,τι μπορούσαμε μαζί μας και με αυτοκίνητα κινήσαμε για τη Δράμα. […]

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-14
Δελτίο ταυτότητας του Κ. Γιαννακού, που εκδόθηκε στην Καρδίτσα στις 29 Σεπτεμβρίου 1945 [Αποστολέας: Κωνσταντίνος Μαυρομμάτης].

Στη Δράμα μείναμε μερικές ημέρες στο όρχο, όπου υπήρχαν μεγάλες αποθήκες τροφίμων, οι οποίες έμειναν χωρίς φρουρά και λεηλατήθηκαν από τον κόσμο. Οι πολίτες απ’ έξω από το στρατόπεδο καιροφυλακτούσαν πότε θα βρουν την ευκαιρία, ή πότε θα φύγουμε εμείς, για να μπουν μέσα και να πάρουν ό,τι ήθελαν, να λεηλατήσουν τα πάντα. 

Εμείς φύγαμε πεζοί από εκεί, περάσαμε από τις Σέρρες και φθάσαμε έξω από τη Θεσσαλονίκη. Στο δρόμο κάποιοι κάτοικοι μας έλεγαν να βγάλουμε τα στρατιωτικά τα ρούχα για το φόβο των Γερμανών. Τα δίναμε σ’ αυτούς και εκείνοι μας έδιναν ό,τι παλιό είχαν, παντελόνι, πουκάμισο, σακάκι κ.λπ. […]

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-15
Βεβαίωση του λοχαγού Τέρπανδρου Βαλέτα ότι το Δ’ Κλιμάκιο Όρχου Αυτοκινήτων εγκαταστάθηκε στην Κορυτσά, στις 10 Ιανουαρίου 1941 [Αποστολέας: Δημήτρης Κατσιφαράκης].

Στο δρόμο κοιμόμασταν όπου να ’ναι, και μερικοί κάτοικοι μας δέχονταν και μας φιλοξενούσαν στα σπίτια τους, δυο και τρεις και τέσσερις και πέντε ακόμη στρατιώτες. Μας έβαζαν να λουστούμε, να καθαριστούμε από τις ψείρες, και μας έδιναν να φάμε από το δικό τους φαγητό. Κάποιες νοικοκυρές μάς έδιναν και σκαφίδι με νερό για να πλύνουμε τα πόδια μας και να ξεμουδιάσουν από το πολύ περπάτημα.

Από εκεί δεν πήγαμε στη Λάρισα, φοβούμενοι τους Γερμανούς, αλλά κάναμε προς τα πάνω, στον Όλυμπο, και από εκεί στον Τύρναβο. Ύστερα, βουνό βουνό, περνούσαμε τις ράχες, πεζοί και νηστικοί. Ήρθαμε, τελικά, προς τα δικά μας μέρη, στη Φαρκαδώνα (ή Τσιότι). 

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-16
Ο Κωνσταντίνος Τσίλης (δεξιά) με συμπολεμιστή του στο μέτωπο. Ο Κ. Τσίλης υπηρέτησε ως οδηγός στο Δ’ Κλιμάκιο του Α’ Όρχου Αυτοκινήτων κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Μετά το τέλος του πολέμου εργάστηκε ως οδηγός στην Καθημερινή [Αποστολέας: Δημήτρης Κατσιφαράκης].

Δεν πολεμήσαμε, δεν πιάσαμε μάχες, αλλά είχαμε κάποιες ταλαιπωρίες. Υποφέραμε πολύ και από την ψείρα, που ήταν γεμάτο το σώμα μας, και με το ντι-ντι-τι φροντίσαμε να βρούμε κάποια ανακούφιση. Όταν ήρθαμε στο χωριό, κατακουρασμένοι και καταταλαιπωρημένοι, με κάτι κουρέλια που φορούσαμε, δεν μας γνώριζαν οι χωριανοί».
Απόσπασμα από τη μαρτυρία του Κωνσταντίνου Γιαννακού, από τα Κανάλια Καρδίτσας, ο οποίος επιστρατεύτηκε όταν ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος και τοποθετήθηκε στη στρατιωτική δύναμη που στρατοπέδευε πέριξ του ποταμού Νέστου. [Αποστολέας: Κωνσταντίνος Μαυρομμάτης]

Ο βομβαρδισμός των Πατρών

Στην τελευταία τάξη του Β΄ Γυμνασίου, που στεγαζόταν στη γωνία Καραϊσκάκη και Γούναρη, μας βρήκε η Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940.

Από τον γυμνασιάρχη μας, τον αείμνηστο Δημήτρη Τσιλλύρα, συγκεντρωμένοι στο στενόχωρο προαύλιο του σχολείου, ακούγαμε τα πρώτα ενθουσιαστικά κηρύγματα και ζητωκραυγάζαμε, όταν τον πατραϊκό ουρανό της φθινοπωρινής εκείνης μέρας άρχισαν να αυλακώνουν σμήνη, πέντε-πέντε αεροπλάνα. Τα σήματά τους, όμοια με τα σήματα της δικής μας αεροπορίας, μας ξεγέλασαν, και μ’ ένα παραλήρημα ενθουσιασμού τα χαιρετούσαμε πετώντας στον αέρα τα μαθητικά μας πηλήκια και τα πολύχρωμα πουλόβερ. Πού να φαντασθούμε ότι τα φτερωτά τέρατα έκρυβαν στα σπλάχνα τους τον θάνατο και την καταστροφή;

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-17
16 Μαρτίου 1941, Χειμάρα. Όρθιοι από αριστερά: Ο στρατιώτης Παναγιώτης Αρχάκος και ο λοχίας Γεώργιος Μπούρας από το Χάβαρι Ηλείας. Καθισμένοι από αριστερά: Οι στρατιώτες Καράμπελας και Αρμάος, και ένας δεκανέας αγνώστων στοιχείων [Αποστολέας: Γιάννης Μπαραμπούτης].

Τότε ακούστηκε η πρώτη βόμβα: ένα διαπεραστικό σφύριγμα και μετά ο εκκωφαντικός κρότος. Καταλάβαμε πλέον πόσο ξεγελαστήκαμε.

Οι Πατρινοί ξεχύθηκαν στους δρόμους κι έτρεχαν να φύγουν μακριά από την κόλαση του βομβαρδισμού. Σκηνές αλλοφροσύνης, σκηνές συγκινητικές στο κάθε μας βήμα. Άγουρες μητέρες με σφιχταγκαλιασμένα τα μωρά στην αγκαλιά τους τρέχουν έξαλλες να προφυλαχθούν. Αμούστακα παιδιά κουβαλούν στην πλάτη τον γέροντα παππού και καταριούνται τον ύπουλο εισβολέα. Οι νέοι, οι στρατεύσιμοι, με ενθουσιασμό τρέχουν στα έμπεδα να φορέσουν την τιμημένη στολή του Έλληνα φαντάρου.

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-18
Ο δεκανέας Νικόλαος Σπανδάγος κατά την επιστροφή του από το μέτωπο [Αποστολέας: Βασίλειος Ν. Σπανδάγος].

Δεν προλάβαμε να στρίψουμε στη γωνία Κορίνθου και Γούναρη μαζί με τους συμμαθητές μου, τον Φώτη τον Παπαηλιού και τον Τσάτσο τον Παπαστεργιόπουλο, όταν η βόμβα που έπεσε στο «Πάνθεον» μάς έριξε κάτω. Τι έγινε εκεί στο «Πάνθεον»! Ανθρώπινα κουφάρια κουτσουρεμένα, χωρίς πόδια και χέρια, και το αίμα πλημμύρα.

Ο φαρμακοποιός ο Μετζίνης κείτονταν κάτω, μ’ ένα πικρό χαμόγελο, κοιτάζοντας το κομμένο πόδι του που ήταν λίγο πιο κάτω. Σ’ ένα μπαλκόνι κρέμεται σακατεμένο από τα θραύσματα της βόμβας ένα γέρικο κουφάρι. Εκεί τον βρήκε ο θάνατος. Κι ο κόσμος, πηδώντας ανάμεσα στα πτώματα και το αίμα, έτρεχε, έτρεχε… Για πού; Κανείς δεν ήξερε. Οργή και μίσος διακατείχαν τους Πατρινούς εκείνες τις ώρες. Μόνο στο σιδηροδρομικό σταθμό στην παραλία –όπου οι λεβεντόκορμοι φαντάροι μας έφευγαν βιαστικά για το μέτωπο– κυριαρχεί ο ενθουσιασμός. Όχι δάκρυα αποχαιρετισμού, 
όχι λυγμοί φόβου. Μόνο ευχές για τη νίκη και προσταγή για τιμωρία.

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-19
Φωτογραφία του Παναγιώτη Τσιρακόπουλου (αριστερά) με τον συστρατιώτη του Γρ. Κουνέλη και ιδιόχειρο σημείωμα που απευθύνει στη μετέπειτα σύζυγό του, Σοφία Καπράλου. Ο Π. Τσιρακόπουλος επιστρατεύθηκε με την έναρξη του πολέμου και στάλθηκε στο αλβανικό μέτωπο. Μετά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού επέστρεψε πεζή, μέσω Φλώρινας, στον Πειραιά [Αποστολέας: Τίνα και Ειρήνη Τσιρακοπούλου].

Η 28η Οκτωβρίου 1940 ήταν για την Πάτρα μια μέρα φρίκης, μια μέρα ενθουσιασμού.
Μαρτυρία του Αντώνη Φίλια, μαθητή της τελευταίας τάξης του Β’ Γυμνασίου Πατρών κατά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. [Αποστολέας: Βασίλης Μπεκίρης]

«…ξαναγυρίζουμε τσακισμένοι κυριολεκτικά» 

22/4/1941 Τρίτη
Φεύγουμε στις 9.00 π.μ. από τον Βελβενδό. Εγώ πήρα και ένα γαϊδουράκι γιατί με πονούν τα πόδια φοβερά και δεν μπορώ να βαδίσω. Κουρελήδες όπως είμεθα, και ύστερα από τόσες επιτυχίες στην Αλβανία, ξαναγυρίζουμε στην πατρίδα τσακισμένοι κυριολεκτικά. Όλοι παρηγορούμεθα με τη σκέψη πως θα ξαναδούμε τους δικούς μας και με την ελπίδα μιας καλυτέρας αύριον, αρκεί να τελειώσει ο πόλεμος. Στο χωριό φθάνουμε στις 12.00 το μεσημέρι. Πολύς κόσμος περιμένει τους δικούς του να γυρίσουν. Ποιους, άραγε, η μοίρα διάλεξε φρουρούς για πάντα των αλβανικών βουνών, ενώ οι δικοί τους περιμένουν την επάνοδό τους; Αιωνία ας είναι η μνήμη τους και ελαφρό το χώμα που τους σκέπασε. Κακόμοιρα παιδιά, αθάνατα ελληνικά νιάτα. Όσοι όμως ζήσαμε τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο στα αλβανικά βουνά δεν ξεχνούμε και μια άλλη τάξη μετά τους νεκρούς μας. Τους ανάπηρους και γενικά τους τραυματίες, κυρίως όμως τους πρώτους. Τι θα απογίνουν αυτοί. 

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-20
Σελίδες από το ημερολόγιο του Ιωάννη Μουτσοκάπα [Αποστολέας: Δημήτριος Ιω. Μουτσοκάπας].

Μπήκαμε στο χωριό μας πλέον. Μας χαιρετούν όλοι για την επάνοδό μας και ξεχωριστά οι οικείοι μας. Ο πόλεμος με την Ιταλία, που άρχισε σαν άμυνα και κατέληξε σε λαμπρή εξόρμηση, νικηφόρα, τελείωσε άδοξα για μας. Λόγω της γεωγραφικής μας θέσεως, βρεθήκαμε στον δρόμο του μεγαλύτερου στρατού του κόσμου. Ποια θα είναι η θέση των Ελλήνων στη νέα Ευρώπη; Ας ελπίσουμε ότι δεν θα παραγκωνισθούμε.
Απόσπασμα από το ημερολόγιο του Ιωάννη Μουτσοκάπα, ο οποίος πολέμησε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. [Αποστολέας: Δημήτριος Ιω. Μουτσοκάπας]

«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-21
Φωτογραφία του Ανδρέα Λ. Μπούρα, χωροφύλακα του μηχανοκίνητου Τάγματος της Βασιλικής Χωροφυλακής, κατά την επιστροφή του στην Αθήνα, στις 22/4/1941 [Αποστολέας: Βασίλειος Α. Μπούρας].
«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-22
Φωτογραφία του Ανδρέα Λ. Μπούρα, χωροφύλακα του μηχανοκίνητου Τάγματος της Βασιλικής Χωροφυλακής, κατά την επιστροφή του στην Αθήνα, στις 22/4/1941 (αφιέρωση στο πίσω μέρος) [Αποστολέας: Βασίλειος Α. Μπούρας].
«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-23
Φύλλο της Κλεισούρας, εφημερίδας του Β΄ Σώματος Στρατού. Διευθυντής σύνταξης ήταν ο δημοσιογράφος, λογοτέχνης και μετέπειτα πολιτικός, Λουκής Ακρίτας [Αποστολέας: Χρήστος Σπ. Μπαρτσόκας].
«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-24
Η είδηση του τορπιλισμού της «Έλλης», όπως παρουσιάστηκε από το βρετανικό περιοδικό The War Weekly [Αρχείο Παύλου Ι. Αλεξιάδη / Αποστολέας: Παύλος Ι. Αλεξιάδης].
«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-25
Αντίτυπο του περιοδικού Life της 16ης Δεκεμβρίου 1940, με εξώφυλλο έναν εύζωνα [Αποστολέας: Νικόλας Α. Βερνίκος].
«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-26
Ημερολόγιο του 1940. Στις πρώτες σελίδες με τις χρήσιμες πληροφορίες συμπεριλαμβάνονται οδηγίες «Διά την ατομικήν αεράμυναν» [Αποστολέας: Ιωάννης-Νικόλαος Λαμπάκης / Αρχείο Οικογένειας Λαμπάκη].
«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-27
Ημερολόγιο του 1940. Στις πρώτες σελίδες με τις χρήσιμες πληροφορίες συμπεριλαμβάνονται οδηγίες «Διά την ατομικήν αεράμυναν» [Αποστολέας: Ιωάννης-Νικόλαος Λαμπάκης / Αρχείο Οικογένειας Λαμπάκη].
«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-28
Ημερολόγιο του 1940. Στις πρώτες σελίδες με τις χρήσιμες πληροφορίες συμπεριλαμβάνονται οδηγίες «Διά την ατομικήν αεράμυναν» [Αποστολέας: Ιωάννης-Νικόλαος Λαμπάκης / Αρχείο Οικογένειας Λαμπάκη].
«Όταν έφεραν στο χωριό τον Δαβάκη, τραυματισμένο, πήγα στο σπίτι που τον είχαν, και ζήτησα να τον δω»-29
Ημερολόγιο του 1940. Στις πρώτες σελίδες με τις χρήσιμες πληροφορίες συμπεριλαμβάνονται οδηγίες «Διά την ατομικήν αεράμυναν» [Αποστολέας: Ιωάννης-Νικόλαος Λαμπάκης / Αρχείο Οικογένειας Λαμπάκη].
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT