«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»
τη-μεραρχία-των-κρητών-που-θαύμαζε-ο-κ-562730344

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»

Στο τέταρτο μέρος της ειδικής έκδοσης επιλέξαμε να επικεντρωθούμε στις προσωπικές ιστορίες όσων έδρασαν εκείνη την περίοδο: είτε στην πρώτη γραμμή, είτε στα μετόπισθεν

Newsroom
SPECIAL REPORT
Το έπος του 1940-41 μέσα από τα ενθύμια των Ελλήνων στρατιωτών
  1. «Hκούσθη βόμβος αεροπλάνων και συγχρόνως εκκρήξεις βομβών, πανδαιμόνιον από φωνάς και κλάματα»
  2. «Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»
  3. «Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το: Αέρα! Αέρα! Ιταλοί!»
  4. «Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»

Στο τέταρτο μέρος για το Έπος του ’40, που αποτελείται από ενθύμια και οικογενειακά κειμήλια των αναγνωστών της Καθημερινής, επιλέξαμε να επικεντρωθούμε στις προσωπικές ιστορίες όσων έδρασαν εκείνη την περίοδο: είτε στην πρώτη γραμμή, είτε στα μετόπισθεν.

Όπως στις επιστολές και τις φωτογραφίες που λαχταρούσαν να λάβουν οι στρατιώτες στα ελληνοαλβανικά σύνορα για να έχουν πάντα δίπλα τους τις ευχές των αγαπημένων τους· στις εμπειρίες από τις μάχες, που αποτυπώνονται με τη μορφή ριζίτικου τραγουδιού στο ημερολόγιο ενός Κρητικού στρατιώτη· στον νέο που λαχταρούσε να μάθει από τον τραυματία Δαβάκη τις εξελίξεις στο μέτωπο· στις ιστορίες ανθρωπιάς, φιλίας και σεβασμού των Ιταλών αιχμαλώτων. 

Αλλά και στην εθελοντική προσφορά μιας 19χρονης κοπέλας, στο Κέντρο Ψυχαγωγίας του Στρατιώτου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, υπέρ των Ελλήνων τραυματιών στρατιωτών. Όπως και σε μια όχι τόσο γνωστή πτυχή εκείνων των χρόνων: στη συμβολή των Ελλήνων της Αιγύπτου στον πόλεμο και, τέλος, στη διεξαγωγή ψυχολογικού πολέμου εναντίον του εχθρού, όπου πρωταγωνιστούσαν, μεταξύ άλλων, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Αλέκος Λειβαδίτης και ο Πάνος Βισβάρδης.

«Τα πάθη του μετώπου»

Το μήνα το Νοέμβριο, φύγαμε από την Κρήτη
χαιρέτα όλος ο λαός, μαζί κι ο Ψηλορείτης,
στο πλοίο μάς εβάλανε στην Πάτρα μάς εβγάλα
και τρέχαμε με όρεξη και με πολλή λαχτάρα.
Εις το Χαϊδάρι πήγαμε κι εκεί καταυλιστήκαμε
[…]

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-1
Το εξώφυλλο από το ημερολόγιο του Ν. Κωνσταντουδάκη [Αποστολέας: Κατερίνα Ρόρη].

Με πονεμένη την καρδιά και δάκρυα του προσώπου
Θα αναρχινήξω να σας πω τα πάθη του μετώπου
[…]
Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος
θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος
[…]
Στο μέτωπο μας βγάλανε κι από κει προχωρούμε,
της Αλβανίας τα βουνά ξετρέχουμε να βρούμε
[…]
Μα έφταξε η μέρα η σκληρή που ήταν καλλιά μη φτάξει
π’ αρχίσανε τα βάσανα και τα παντέρμα πάθη
[…]
Από τις πέντε από βραδίς ως το πρωί στις δέκα 
κάμαμε να βαδίσουμε επτά χιλιομέτρα
[…]
Μεροξημερωνόμαστε στους βράχους και στα χιόνια
καλλιά του όποιος δεν έφτανε ετούτανα τα χρόνια.
Μέσα σε λάσπες μπαίναμε και πέρναγε η βραδιά μας,
και χάναμε το θάρρος μας και την παλικαριά μας.
Στο μέτωπο σιμώναμε κι ολονυχτίς βαδίζα,
είχαμε τ’ αερόπλανα που μας εβομβαρδίζαν
[…]
Απόσπασμα από το έμμετρο ημερολόγιο του Νικόλαου Κωνσταντουδάκη. Ψαράς από την Παλαιόχωρα Χανίων, πολέμησε στο μέτωπο ως στρατιώτης της V Μεραρχίας Κρητών και κατέγραψε την εμπειρία του κατά το πρότυπο των παραδοσιακών ριζίτικων τραγουδιών του τόπου του. [Αποστολέας: Κατερίνα Ρόρη]

«… η ιστορία μας είναι μια ζωντανή συνέχεια»

Από 45 ημερών η Ελλάς έχει υποστεί την πλέον άνανδρον και την πλέον άδικον επίθεσιν, την διά της επιδόσεως ενός ανόητου τελεσιγράφου… (από την φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι)… Με ένα ψευδές και ανύπαρκτο πρόσχημα… Ο σκοπός –ποιος άλλος να ήταν;– από το να μας κατακτήση ολόκληρους και να μας υποδούλωση στην βαριά του μπότα;… Αυτό είναι μια κατάσταση που δεν μπορεί να γίνει ανεκτή από κανέναν Έλληνα…

Επολέμησαμεν και μαχόμεθα λοιπόν δι’ ό,τι προφιλέστερον έχει ο άνθρωπος. Διά την περίσωσιν της εθνικής και ατομικής μας ελευθερίας, εις την παρούσαν και τας μέλλουσας γενεάς, και δι’ αυτό δεν θα σταματήση ποτέ η αντίστασίς μας. […]

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-2
Παρουσίαση της ομιλίας του Γ. Ροϊλού στην εφημερίδα Κλειώ του Καΐρου [Αποστολέας: Λάμπρος Ροϊλός].

Θέλεις αυτό το ίδιο «Μολών λαβέ» να το ξανάβρης και σήμερα; Δεν έχεις παρά να μεταφερθής στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, στην σκάλα ενός σπιτιού της Κηφισιάς, όπου ο πρωθυπουργός της Ελλάδος σού το φώναξε, όπως και λίγο αργότερα το βροντοφώνησεν ο συναγερμός των Αθηναϊκών δρόμων… Θέλεις να ξαναβρής τα κατορθώματα του Θεμιστοκλή; Θα τα ξαναβρής ίδια και μεγαλύτερα δεκάδες αιώνων αργότερα, μόλις προ 120 χρόνων, στα κατορθώματα του Μιαούλη και του Κανάρη… Όλη η ιστορία μας είναι μια ζωντανή συνέχεια.

Το ρεζίλεμα και τη σφαγή των ορδών σου από τους ευζώνους μας στις χαράδρες της Πίνδου, δεν τώπαθαν μόνον οι Πέρσαι προ 25 αιώνων, τώπαθαν οι ορδές του Δράμαλη στο Δερβενάκη, από τους άμεσους προγόνους των ίδιων αυτών ευζώνων, μόλις πριν 120 χρόνια.

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-3
Δημοσίευμα της εφημερίδας Φως του Καΐρου, στις 13/12/1940 [Αποστολέας: Λάμπρος Ροϊλός].

Εκεί που καταπιάσθηκες να μπης, απερίσκεπτε, κυνηγώντας εύκολες και άμαχες, όπως ενόμιζες, δόξες στην ζηλευτή μας Ήπειρο, ξέρεις τι μέρη θα εύρισκες; 

Εκεί είναι το Σούλι που μια δράκα αγωνιστών στους ψηλούς του βράχους εξευτέλισαν σουλτάνους και σατράπες… Ξέρεις τι θα εύρισκες παρακάτω; Το Ζάλογγο. Εκεί ένα πρωινό πιαστήκανε αγκαλιά και χόρεψαν τον ηρωικότερο και τραγικότερο χορό του κόσμου, λεβέντισσες, Ηπειρώτισσες, για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού… Ξέρεις τι θα εύρισκες παρακάτω; Τα λιμέρια του Τζαβέλα και του Βλαχάβα, και αν θες και πιο πρόσφατα ακόμη το Μπιζάνι. Πιο κάτω το Χάνι της Γραβιάς και το γεφύρι της Αλαμάνας.

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-4
Ο Γ. Ροϊλός (κέντρο), πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Καΐρου, με τον βασιλιά Γεώργιο, κατά την επίσκεψη του δεύτερου στην αιγυπτιακή πρωτεύουσα, τον Μάιο του 1942 [Αποστολέας: Λάμπρος Ροϊλός].

Και ξέρεις τι βρήκε παρακάτω πριν 120 χρόνια ένας επιδρομέας χίλιες φορές πιο γενναίος από σένα; Το Μεσολόγγι! Εκεί βάσταξε μια αντίσταση που ξεσήκωσε ρίγη θαυμασμού στην ανθρωπότητα όλην.

Τα ίδια βράχια, τα ίδια βουνά και τους δισέγγονους των ίδιων ηρώων θα εύρισκες, αν μπορούσες να μπεις στο Ελληνικό έδαφος, περνώντας την Πίνδο. Αλλά ούτε μπόρεσες, ούτε θα μπορέσεις ποτέ.

Γι’ αυτό καλύτερα να σου θυμίσω έναν άλλο ήρωα της ιστορίας μας: Όταν οι τελευταίες σου βάρκες θα προσπαθούν να απομακρυνθούν από τις ματωμένες ακτές, θα δης μυριάδες εκδικητικά χέρια να τις γραπώνουν και να τις συγκρατούν. Τότε θα θυμηθής τον Κυναίγειρον, που στον Μαραθώνα, όταν τούκοψαν τα χέρια οι φυγάδες Πέρσαι, άρπαξε με τα δόντια του τη βάρκα, και έχασε το κεφάλι του διά να προλάβουν οι σύντροφοί του να σφάξουν τους φυγάδες.

«Κυναίγυροι» θα ορθωθούν μπροστά σου στην Αυλώνα και στο Δυρράχιο μεθαύριο.

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-5
Αναμνηστική φωτογραφία του Γεώργιου Πολυταρίδη με τον ξάδελφό του Παντελίδη. Ο Γ. Πολυταρίδης, από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, κατετάγη εθελοντής στον ελληνικό στρατό αμέσως μετά το ξέσπασμα του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Υπηρέτησε στο Αρχηγείο του Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, που είχε εγκατασταθεί στη «Μεγάλη Βρετανία». Ήταν υπεύθυνος για την παραλαβή των πολεμικών εφοδίων που έφθαναν στον Πειραιά. Στη διάρκεια μιας παραλαβής τραυματίστηκε σοβαρά και μεταφέρθηκε στον Ερυθρό Σταυρό για νοσηλεία [Αποστολέας: Αντώνιος Φ. Γ. Πολυταρίδης].

Και στην Αθήνα θα φθάσει πάλι ο δοξασμένος πολεμιστής για να φωνάξει ξεψυχώντας την αρχαία κραυγή των Μαραθωνομάχων: «Νενικήκαμεν».

Και η Ελλάς που έδειξε πώς θέλει να ζήση, θα ζήση πάλι περήφανη και ελεύθερη.
Αποσπάσματα από ραδιοφωνική ομιλία του Γεώργιου Ροϊλού στις 15 Δεκεμβρίου 1940. Ο Γ. Ροϊλός υπήρξε διακεκριμένος νομικός και εξέχον μέλος του Ελληνισμού της Αιγύπτου. Αργό­τερα διετέλεσε πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Καΐρου. [Αποστολέας: Λάμπρος Ροϊλός]

Η πανωλεθρία των Λύκων της Τοσκάνης

Είναι Χριστούγεννα! Βρισκόμαστε στα υψώματα έξω από το χωριό Ραμπάνι, σε υψόμετρο 930 μέτρων.

Είναι 5 το πρωί. Ακόμη βαθύ σκοτάδι. Ετοιμαζόμαστε για την επίθεση κατά του υψώματος 1200μ, το οποίο μας στοίχισε την απώλεια πολλών ανδρών. Όλοι οι άνδρες της πυροβολαρχίας μας ετοιμάζονται, καθώς και οι υπόλοιπες δεκατρείς πυροβολαρχίες, που βρίσκονται παραπλεύρως στα παρακείμενα υψώματα. Εμείς κατέχουμε το κέντρο της σειράς. Λάβαμε το ρόφημά μας και περιμένουμε την διαταγή. Τα γύρω βουνά είναι κατάλευκα από το χιόνι. Παντού ησυχία! Δεν ακούγεται θόρυβος καθόλου. Όλη η φύση κοιμάται! Τίποτε δεν προαισθάνεται από την καταιγίδα, που θα ενσκήψει μέσα σε λίγο στους κόλπους της. 

Κίνηση μόνο μεγάλη παρατηρείται. Είναι τα μεταγωγικά, τα οποία καθ’ όλη την νύκτα συνεχίζουν την μεταφορά πυρομαχικών κυρίως και τροφίμων στα προχωρημένα τμήματα του Πεζικού. Το πρωινό ξύπνημα μου θυμίζει το ξύπνημα στο σπίτι μου από τους ήχους της καμπάνας των Χριστουγέννων. Η σκέψη αυτή δεν κρατήθηκε για πολύ, διότι η φροντίδα για τον ουλαμό μου μ’ έκανε να χάσω την ωραία εικόνα απ’ το νου μου.

Η ώρα πλησιάζει για να αρχίσουμε την προπαρασκευή της επίθεσης. Αρχίζει να γλυκοχαράζει. Στις 6.20 λαμβάνομε την διαταγή της ταχείας εκτελέσεως της βολής με όλα τα μέσα. Αμέσως όλοι με όρεξη και ακατάσχετο ενθουσιασμό αρχίζουμε την προπαρασκευή. Ομοβροντίες και άλλα είδη βολών δονούν τα γύρω μέρη. Το χωριό ξυπνάει απ’ τις εκπυρσοκροτήσεις και, βλέποντας την μεγάλη επιτυχία, όλοι ζητωκραυγάζουν υπέρ του πυροβολικού. Στον ενθουσιασμό αυτό εμείς οι αξιωματικοί ζούμε στιγμές αλησμόνητες, νομίζουμε ότι πετάμε. Τα βλήματά μας σφυρίζουν στον αέρα και κάνουν τον εχθρό να τρομοκρατείται.

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-6
Ο Γ. Κ. Παπαδημητρίου ανάμεσα σε άλλους τραυματίες [Αποστολέας: Δημήτρης Μπούκης].

Τραγούδια διάφορα καθώς και τα κάλαντα ψέλνονται από τους στρατιώτες μας με όρεξη μεγάλη, ενώ η βολή συνεχίζεται. Οι λάμψεις των πυροβόλων φωτίζουν ολόκληρο το χωριό και τα γύρω υψώματα. Οι εχθρικές οβίδες ανασκάπτουν το γύρω έδαφος. Ο εχθρός, καθώς μας πληροφορούν, πιάστηκε στον ύπνο. Οι διαρρήξεις των εχθρικών οβίδων και οι εκπυρσοκροτήσεις μας δονούν τις χαράδρες και ο αντίλαλος ακούγεται χιλιόμετρα μακριά. […]

Οι στρατιώτες μας τρέχουν με την υποστήριξη των πυρών των πολυβόλων και των όλμων. Σε μια στιγμή σταματούν. Κάθε βράχος, κάθε σκίνο στέλνει φονικά πυρά στον εχθρό που φεύγει. Μετά από λίγο ακούγεται η σάλπιγγα. Ριγούμε όλοι στο παρατηρητήριο. Ετοιμάζονται για την έφοδο. Ένα σύνθημα ακούγεται και μετά από λίγο ακούγεται από την χαράδρα ο αντίλαλος «Αέραα… Αέραα…» 

Οι στρατιώτες τρέχουν, ενώ οι ξιφολόγχες αστράφτουν και κάνουν τον εχθρό να φεύγει πανικόβλητος. Καθώς τρέχουν τα παλικάρια της μάχης, βλέπω να πέφτουν τρία τέσσερα, επάνω σε μικρά σκίνα. Νομίζω ότι λαβώθηκαν ή σκοτώθηκαν. Ένα δάκρυ συμπόνιας κυλάει στο μάγουλό μου. Έκλεισαν τα μάτια τους με τον ενθουσιασμό στο πρόσωπό τους, έπεσαν ηρωικώς τιμημένοι για πάντα. Η έφοδος συνεχίζεται. Άλλοι στρατιώτες μας συλλαμβάνουν τον εχθρό στα χαρακώματα, άλλοι καταδιώκουν τον εχθρό και άλλοι διευθετούν τις θέσεις τους παράμερα. Μία άλλη συγκινητική εικόνα έρχεται να συνεχίσει την προηγουμένη. Αφαιρώντας τα κιάλια μου, μπροστά μας και μέσα στο πολυβολείο βλέπω δύο νεκρούς στρατιώτες μας. Το πολυβόλο έχει σιγήσει μαζί με τα τιμημένα παιδιά. Στο πολυβολείο τώρα βασιλεύει νεκρική σιγή.

Κάποιοι γονείς, κάποιοι αδελφοί, κάποια χήρα μάνα θα περιμένει το παιδί της χωρίς να γνωρίζει τώρα ότι έκλεισε τα μάτια του με την χαρά και με τελευταία λέξη του «Πες στην μάνα μου…» τελείωσε ενδόξως.

Η μάχη τελείωσε. Τώρα στο ύψωμα αυτό, όπου πέρασε αυτή η καταιγίδα, δεν βλέπουμε καμία κίνηση. Νεκρική σιγή. Βλέπουμε μόνο τα ηρωικά φίλια τμήματα να κρατούν σταθερά το ύψωμα. Δεν πέρασε μία ώρα και προβάλλονται στον ορίζοντα οι σιλουέτες των αιχμαλώτων Ιταλών, καθώς κατεβαίνουν την κορυφογραμμή. Είναι αντικείμενο ενθουσιωδών εκδηλώσεων των στρατιωτών μας. Είναι τα στρατεύματα των «Λύκων της Τοσκάνης», που ήρθαν πρόσφατα και αιχμαλωτίσθηκαν.

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-7
O Γ. Κ. Παπαδημητρίου [Αποστολέας: Δημήτρης Μπούκης].

Έτσι τελείωσε η ιστορική αυτή μάχη. 

Το μεσημέρι γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα κατενθουσιασμένοι με χορούς και τραγούδια. Οι ηρωικοί τραυματίες μας, κατερχόμενοι από το 1200μ, ζητωκραυγάζονται από όλους τους στρατιώτες και αξιωματικούς. Συγκινούνται απ’ τις εκδηλώσεις και την συμπάθεια και δακρύζουν. Τους δίνουμε θάρρος με την υπόσχεση ότι όπως και αυτοί έπραξαν το καθήκον τους και εμείς θα συνεχίσουμε τις παραδόσεις της Πατρίδας μας γράφοντας νέες σελίδες δόξας και ηρωισμού στην μακραίωνη ιστορία της. […]

Απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Γ. Κ. Παπαδημητρίου. Γεννήθηκε το 1921 στο Κορωπί και αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Αναχώρησε για το αλβανικό μέτωπο με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού του Πυροβολικού. Τραυματίστηκε τον Ιανουάριο του 1941, αλλά μετά την ανάρρωσή του επέστρεψε στην πρώτη γραμμή. [Αποστολέας: Δημήτρης Μπούκης]

«…το πρώτο φιλί της αγάπης μας»

[…] Μέσα σε ένα φως γαλάζιο που εδημιουργείτο από πολλούς ειδικούς λαμπτήρας έβλεπα να μανουβράρουν 4-5 αμαξοστοιχίες με πολλά βαγόνια, ενώ στα διά­κενα των γραμμών και γύρω ένα πυκνό πλήθος, χιλιάδες στρατιωτών με πολυποίκιλες αποσκευές και φορτηγά ζώα εγέμιζαν ασφυκτικά τον χώρο. Οι περισσότεροι φαντάροι καθόντουσαν χάμω στο χώμα και πολλοί απ’ αυτούς, παρά το πανδαιμόνιον που εγίνετο γύρω τους, είχαν από την κούρασι πάρει έναν ύπνο. 

Πάνω απ’ τα κεφάλια μας συχνοπερνούσαν αεροπλάνα δικά μας με κόκκινο και γαλάζιο φως στις άκρες των φτερών. Μαύρα αισθήματα δοκίμαζα αντικρίζοντας την εικόνα αυτή, και σε μια στιγμή εσκέφθηκα ότι θα είχε κάθε δίκιο όλο αυτό το πλήθος αν σηκωνόταν με μιας και με μια μυριόστομη κραυγή φώναζε σε όλους και σε όλα γύρω του και περισσότερο προς την ζωή, την ειρηνική ζωή που άφηνε, σαν στα αρχαία ρωμαϊκά χρόνια, “Morituri te salutant”. 

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-8
Ο Ηλίας Λαμπρόπουλος, επιλοχίας στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, με την οικογένειά του πριν αναχωρήσει για το αλβανικό μέτωπο [Αποστολέας: Μαίρη Αγγέλου].

Στην μία μετά τα μεσάνυχτα μας δόθηκε η διαταγή να συγκεντρωθούμε στον σταθμό του Ρουφ στις οκτώ το πρωί. Αμέσως άφησα τα πράγματά μου και το όπλο μου σε έναν συνάδελφο που δεν είχε να πάη πουθενά αυτές τις νυχτερινές ώρες κατ’ ευθείαν έξω για την Αθήνα. Με ταξί κατώρθωσα να δω τους στενότερους συγγενείς μου, να κοιμηθώ τρεις ώρες και να είμαι στο σταθμό στις 7½. Αλλά η αναχώρησις είχε αναβληθή για μία ώρα ίσως και περισσότερο, γιατί η επιβίβαση των μεταγωγικών ζώων ήταν πολύ δύσκολη και εγινόταν σιγά σιγά. Την ώρα αυτή εσκέφθηκα να την χρησιμοποιήσω για να κατορθώσω να δω έστω κι από μακριά την Α., που βέβαια δεν ήταν δυνατό να την δω εις προηγούμενες νυχτερινές ώρες. Η Α. ήταν μια πραγματική φίλη που την αγαπούσα και την εκτιμούσα παρά πολύ από αρκετά χρόνια πιο πριν, χωρίς όμως και η φιλία μας μέχρι τότε να έχει πάρει τη μορφή της αγάπης. 

Με ένα ταξί σε πέντε λεπτά ήμουν στην γειτονιά της. Στον σωφέρ είπα να περιμένει στο μέρος που τον άφησα, κι’ εγώ βγήκα επάνω στον λόφο που είναι απέναντι από το σπίτι της. Επερίμενα αρκετά λεπτά και δεν έβλεπα ούτε πόρτα ούτε παράθυρο να ανοίγη, κι’ όσο περνούσε η ώρα τόσο η αγωνία μου μεν εμεγάλωνε γιατί είχα το φόβο μήπως περάσει η ώρα και ξεκινήση η αμαξοστοιχία με την οποία θα έφευγε το τμήμα μου. Στο τέλος απεφάσισα να φύγω, κι’ εξεκίνησα, αλλά, καθώς περνούσα έξω από το σπίτι της, να κι’ ανοίγει η μπαλκονόπορτα και βγαίνει η Α. στο μπαλκόνι απεριποίητη, με μία ρόμπα του σπιτιού, γιατί ακόμη ήταν αρκετά πρωί. Μόλις μ’ είδε ξαφνιάστηκε και εκατάλαβε ότι έπρεπε να κατεβή να με δη αμέσως. Δεν μπορούσε όμως να ξέρη πόσο πολύ βιαζόμουν, και τα δέκα λεπτά που επερίμενα στην γωνία μέχρις ότου ντυθή κάπως και βγη μού φάνηκαν ένας αιώνας. Τέλος ήρθε και, αφού μπήκαμε βιαστικά στο ταξί, το οποίο εξεκίνησε αμέσως για του Ρουφ, μπόρεσα να της πω με λίγα λόγια όλα τα νέα μου κι’ ότι φεύγω αμέσως για το μέτωπο. 

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-9
Ο Δημήτρης Ταραντίνος, καθιστός δίπλα στο κοριτσάκι, με συμπολεμιστές του [Αποστολέας: Νικόλας Ταραντίνος].

Όταν βγήκαμε στου Ρουφ, έμαθα από συναδέλφους ότι είχαμε ακόμη καμμιά δεκαριά λεπτά καιρό. Το περιβάλλον, η ζωηρά κίνησις και η προσπάθεια που κατέβαλε η Α. δεν άφησαν να εκδηλωθή η λύπη και η συγκίνησή της. Πόσο με συνεκίνησε που μου επρότεινε να πάμε για μια στιγμή στην εκεί εκκλησία, όπου άναψε μια λαμπάδα και προσευχήθηκε για μένα. Ίσως αυτό να ήταν ένα τίποτε, κάτι πολύ μικρό, αλλά σε μένα αυτό έκανε τόση εντύπωσι, και θα το θυμάμαι πάντοτε για μία ώμορφη και τόσο συγκινητική εκδήλωση αγάπης. 

Ύστερα, επειδή δεν μας έπερνε πια η ώρα, μόλις εβγήκαμε από την εκκλησία, εμπήκαμε πάλι μέσα στο ταξί και απομακρυνθήκαμε καμιά διακοσαριά μέτρα από τον σταθμό, και μέσα σ’ αυτό αποχαιρετιστήκαμε με ένα φιλί, το πρώτο φιλί της αγάπης μας.[…]
Απόσπασμα από το ημερολόγιο του Δημήτρη Ταραντίνου, έφεδρου ανθυπολοχαγού στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. [Αποστολέας: Νικόλας Ταραντίνος]

«…στα χειλάκια σου χίλια φιλιά»

Προχθές σού έγραψα βιαστικά, και έστειλα το γράμμα μου στα Ιωάννινα να ταχυδρομηθή. Σου είχα υποσχεθή ότι θα σου έγραφα χθες. Σήμερα το πράττω ευχαρίστως και διότι αυτήν την στιγμήν έλαβα με τον δεύτερον λοχίαν το από 20 λήγοντος γράμμα σου και το κουτί με το γλυκό. Σου γνωστοποιώ, ότι έλαβον τα δύο δέματα από τον πρώτον λοχίαν, ένα από το ταχυδρομείον με την «περικεφαλαία», το φαναράκι κλπ. Τα εσώρουχα που μου έστειλες είναι πολύ ωραία και μου έρχονται καλά, τα γάντια ωσαύτως. Επί του παρόντος δεν έχω ανάγκην ουδενός πράγματος. Έλαβα και δύο ταχυδρομικά δελτάρια.

Από την Σιάτισταν φεύγοντες, τις δύο πρώτες ημέρες επί αλόγου και τις 3 άλλες επί μουλαριού, διαμέσου κατσικοδρόμων, ατραπών και ποταμών, εφθάσαμεν και ευρισκόμεθα, ως πάντοτε προσωρινώς, εις τα παλαιά ελληνοαλβανικά σύνορα. Ταξείδι κοπιαστικόν αλλά ευχάριστον διότι, μετεβλήθη εις κυνηγητόν των Ιταλών. Εδώ εργασία όλην την ημέραν και την περισσότερη νύκτα και με τα αεροπλάνα συνεχώς από πάνω από τα κεφάλια μας.

Εργάζομαι πρόθυμα με ευχαρίστησιν και ευσυνειδησία, και η εργασία που κάνω δεν είναι κατώτερη του μαχομένου, θα σου την ειπώ όταν έλθω με το καλό. Πάντως έχω τρεις αξιωματικούς βοηθούς, πάντες καλά παιδιά και δύο στρατιώτας. Επαναλαμβάνω, ότι κουράζομαι, αλλά είμαι ευχαριστημένος γιατί προσφέρω ό,τι μπορώ στην Πατρίδα μας. Καθώς θα μαθαίνεις από τις εφημερίδες, οι Ιταλοί υποχωρούν προ του ενθουσιασμού μας, της πίστεώς μας επί την νίκην και της γενναιότητος του στρατού μας. Κούρασιν δεν αισθάνομαι και από απόψεως ζωής, περνώ σαν στην εκστρατεία. Έχω ένα καλόν στρατιώτην, Λαμιώτην, υπηρέτην, και τα φροντίζη αυτός τα της εγκαταστάσεώς μου. Έως σήμερα ούτε πονοκέφαλο είχα. Αυτά για μένα. Τώρα, Μπουμπού μου, φεύγω και έρχομαι σε σένα.

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-10
9 Σεπτεμβρίου 1940, Κοζάνη. Ο υπίατρος Σπ. Μπαρτσόκας [Αποστολέας: Χρήστος Σπ. Μπαρτσόκας].

Επιθυμώ και θέλω να μη στενοχωρείσαι για μένα και ό,τι είπεν ο Θεός. Να φροντίζης περί της υγείας σου, διότι άνευ σου εγώ δεν κάνω, και για το παιδί μας. Να πης στον Πατέρα, εάν δεν φτιάσατε καταφύγιον εντός της πολυκατοικίας μας, να τρυπήσητε, καθώς λέγει, τον τοίχον, ίνα πηγαίνετε γρήγορα και μη κρυώνετε. Όσον αφορά το μέρος που πρέπει να μένετε, νομίζω, ότι για την ώρα, καλλίτερον είναι στας Αθήνας. 

Να μη κάνεις οικονομίας και προσεχώς θα σου στείλω ολίγα χρήματα. Να είσαι ψύχραιμη ως πάντα και σοβαρά.

Διά το παιδί μας: να τρώγη καλά και να του δίδης adexoline 7 σταγόνες το μεσημέρι και 7 το βράδυ, και όταν σωθή ή εν ελλείψει, σιρόπι diodotannique 250 γραμμ., μεσημέρι και βράδυ από ένα κουταλάκι του καφέ προ φαγητού.

Από τον Πατέρα έλαβον ένα ωραίο γράμμα και πες του τον ευχαριστώ και ότι το εδιάβασα εις τους στρατηγούς και ηυχαριστήθηκαν, δια τα πατριωτικά του αισθήματα. 
Επιστολή του Σπύρου Μπαρτσόκα προς τη σύζυγό του, με ημερομηνία 29 Νοεμβρίου. Ο υπίατρος Σπ. Μπαρτσόκας ήταν διευθυντής Κρυπτογραφικού στο αλβανικό μέτωπο, από τον Ιούλιο 1940 έως τον Μάρτιο 1941. [Αποστολέας: Χρήστος Σπ. Μπαρτσόκας]

21 Νοεμβρίου 1940  
Αγαπημένη μου Μαρία,

Σήμερα είναι η γιορτή σου. Η ημέρα αυτή, για αρκετά χρόνια, ήταν για μας μία από τις καλλίτερες ημέρες του χρόνου. Αυτό είχα υπ’ όψιν μου και δεν ήθελα να την περάσω εν αδρανεία, έστω και εάν είμεθα χώρια.

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-11
Ο Γ. Δημητροκάλλης, έφιππος, αναχωρώντας για την Αλβανία [Αποστολέας: Ι. Γ. Δημητροκάλλης].

Πήρα τους αγαπημένους συναδέλφους μου, που η κοινή τύχη μάς ενώνει, καλλίτερα κι’ από ερωτευμένους, και γιορτάσαμε κατά πρωτότυπον τρόπον την γιορτή σου. Εις ενθύμιον, δε, θα σου στείλω και δυο φωτογραφίες με τις θερμότερες ευχές μου. 

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-12
Επιστολές του Γεώργιου Δημητροκάλλη προς τη σύζυγό του Μαρία. [Αποστολέας: Ι. Γ. Δημητροκάλλης]

Εσύ δεν σκέπτεσαι, ποτέ, κατά τον τρόπον τον ιδικόν μου και δεν αμφιβάλλω πως θα ήσουν στενοχωρημένη. Σου συνιστώ, όμως, και διά τελευταίαν φορά, όχι μόνον μην στενοχωρείσαι, αλλά να είσαι υπερήφανη και ευχαριστημένη, διότι, εξ άλλου, ξέρεις πολύ καλά, πως η ζωή αυτή μού άρεσε από ανέκαθεν. Δεν μπορείς να φαντασθείς πόσον ωραίον είναι να κινείσαι, να εργάζεσαι και εν γένει να ζεις μόνον για την τιμή και την δόξα της Πατρίδος. […]
Στο Γιαννάκι μας χίλια φιλάκια.

26-12-40 
[…] Την παραμονή των Χριστουγέννων, σου έστειλα 2-3 γράμματα από το Αργυρόκαστρο, όπου είχα στείλει έναν στρατιώτη και μίαν επιταγή 1.000 δραχμών για Χριστουγεννιάτικο δώρο. Αλλά τα έστειλα στην διεύθυνση την παλαιά, Ασκληπιού 52. Λοιπόν φρόντισε να τα πάρης. Περιμένω εναγωνίως το πουλόβερ και τα γάντια. Σήμερα έλαβα και μια κάρτα σου υπό ημερομηνία. […]

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-13
Επιστολές του Γεώργιου Δημητροκάλλη προς τη σύζυγό του Μαρία. [Αποστολέας: Ι. Γ. Δημητροκάλλης]

Περιμένω επίσης μια φωτογραφία σου με το παιδί, την θέλω απαραιτήτως και σύντομα. Αύριο θα γράψω και στον Τάκη και θα μηνύσω και στον Δημήτρη, ναρθή να του ειπώ τα νέα. Μην ξεχάσεις να μου στείλεις τουλάχιστον 10 στήλες του φακού πλακέ, όχι στρογγυλές, γιατί εκείνον τον πέταξα. Στο σπίτι και στους θείους πολλούς χαιρετισμούς. Στον Γιώργο του Τάσου να πίνη καμμιά ρετσίνα και για μας, γιατί εδώ δεν έχουν όχι κρασί αλλά ούτε μάτια.Στο Γιαννάκι μας και στα χειλάκια σου χίλια φιλιά.
Ο Γιώργος σου
Επιστολές του Γεώργιου Δημητροκάλλη προς τη σύζυγό του Μαρία. [Αποστολέας: Ι. Γ. Δημητροκάλλης]

Ψυχαγωγία και ψυχολογικός πόλεμος

28-3-41
Εσηκωθήκαμεν και κατόπιν ετραγούδησαν από τα μεγάφωνα οι Βισβάρδης, Κωνσταντάρας, Λειβαδίτης και διάφοροι άλλοι για την ψυχαγωγίαν των στρατιωτών μας. […]

30-3-41
Ξυπνήσαμε και εμάθαμε ένα ευχάριστο γεγονός. Θ.Μ.Σ.Λ.Ν. [Σημ. Θάνατος Μουσολίνι]

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-14
Φωτογραφία του Ελευθέριου Χατζηδάκη, στις 29/4/1941, μάλλον κοντά στην οικογενειακή κατοικία, όταν επέστρεψε από το μέτωπο στην Αθήνα. Η επιστροφή στην πόλη έγινε, ουσιαστικά, πεζή και διήρκεσε εννέα ημέρες. Η κατάσταση των αρβύλων είναι χαρακτηριστική των δυσκολιών που αντιμετώπισαν οι Έλληνες στρατιώτες στη φάση αυτή [Αποστολέας: Δημ. Χατζηδάκης].

2-4-41
Το πρωί εσηκωθήκαμε στις 7 και με πολλές προφυλάξεις διά του χαρακώματος εφθάσαμε σε βράχο, όπου παραμείναμε έως τας 8 το βράδυ, όπου και τοποθετήσαμε το μηχάνημα. Μετά το πέρας της εργασίας ήρχισεν σφοδρός κανονιοβολισμός, τα βλήματα των οποίων έσκαζαν επάνω από τα κεφάλια μας. Κρυμμένος κάτω από ένα απυρόβλητο βράχο άκουγα τις οβίδες να σκάνε από επάνω μου, χώματα και θραύσματα έπιπταν επάνω στο αντίσκηνό μου όπου ευρισκόμουν κάτω από τον βράχο, η πίεσις του αέρος από τας εκρήξεις των οβίδων ήτο τόση ώστε ενόμιζε κανείς ότι θα του κτυπούσε το κεφάλι στον τοίχο. Επεράσαμε 1½ ώρα αγωνίας, ώσπου, κατά τας 12 μ.μ., να φορτώσουμε και να φύγωμε. Στο δρόμο που εβαδίζαμε όλο επεισόδια, αναποδογύρισμα του μουλαριού, παραπατήματα, λόγω του σκότους επατούσαμε στα νερά και τις λάσπες, ακολουθήσαμε κατόπιν ένα μονοπάτι λάθος και ξαναγυρίσαμε πίσω, ατελείωτες χαράδρες, μονοπάτια αδιάβατα, κατηφοριές και ανηφοριές ατελείωτες, γλιστρήματα και παραπατήματα επικίνδυνα και, τέλος, ένα γλίστρημα του μουλαριού με τις μπαταρίες, έξαφνα το είδαμε να κατρακυλά σε μία χαράδρα 30 μ. Αποτέλεσμα ήτο να σπάση ή μία μπαταρία και το μουλάρι να μη πάθη τίποτε. […]

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-15
Εξώφυλλο από το ημερολόγιο του Ελ. Χατζηδάκη [Αποστολέας: Δημ. Χατζηδάκης].

29-4-41
Το πρωί, αφού επερπάτησα λίγο, ανέβηκα σ’ ένα κανόνι γερμανικό, αλλά μετά 3-4 χιλιόμετρα με εκατέβασαν. Χωρίς να χάσω καιρό, σκαρφαλώνω στη σκάρα ενός επιβατικού αυτοκινήτου και μας έφερε μέχρι την Μάνδρα, οπότε μας εκράτησαν οι Γερμανοί το αυτοκίνητο. Απ’ την Μάνδρα μέχρι το Βοτανικό κατόπιν ήλθα πεζή (28 χιλιόμετρα), οπότε επήρα το τραμ και με έφερε σπίτι μου κατά τας 7 το απόγευμα.
Αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Ελευθέριου Χατζηδάκη, ο οποίος έλαβε μέρος στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο ως δεκανέας διαβιβαστής, στο όρος Τομόρι, στην ευρύτερη περιοχή του Μπερατίου. Το συνεργείο του διέθετε κινητές μεγαφωνικές εγκαταστάσεις, τις οποίες μετέφερε με μουλάρια απέναντι από τις ιταλικές γραμμές. Με αυτές απευθύνονταν στους Ιταλούς, τραγουδώντας, παροτρύνοντάς τους να επιστρέψουν στη χώρα τους και περιπαίζοντας ή χλευάζοντάς τους, στο πλαίσιο του ψυχολογικού πολέμου. Μέλη του συνεργείου ήταν οι ηθοποιοί Λάμπρος Κωνσταντάρας και Αλέκος Λειβαδίτης, ο τραγουδιστής Πάνος Βισβάρδης και οι Σπύρος Βαβανάτσος και Πλάτων Διαμαντόπουλος. Στο ημερολόγιό του παρατίθενται επιγραμματικές αναφορές – ενίοτε με σκοπίμως ασαφή φρασεολογία (ενδεικτικά: «δοκιμή» αντί «εκπομπή»). [Αποστολέας: Δημ. Χατζηδάκης]

«Γκράτσιε!»

[…] Όταν η Ιταλία συνθηκολόγησε και οι Γερμανοί κυνηγούσαν τους Ιταλούς, ένα παλικάρι από τη Βερόνα, ο Αιμίλιο, βρέθηκε μέσα στο κτήμα και ζήτησε άσυλο. «Άσυλο», η ιερότερη σύλληψη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Αλλά ο πατέρας μου δεν το παραχώρησε λόγω αρχαιογνωσίας. Το παραχώρησε γιατί έβγαινε μέσα από την ψυχή του. Για έναν σχεδόν χρόνο έκρυβε τον Αιμίλιο. Μέχρι που ήρθε η καλή στιγμή που πήρε το ναυλωμένο πλοίο από την Πάτρα για να γυρίσει στη χώρα του. «Όταν φθάσω στο σπίτι μου, κύριο Παναγιώτη, θα σου γράψω ένα μεγάλο-μεγάλο-μεγάλο ευχαριστώ».

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-16
Τζάνειο Νοσοκομείο, Πειραιάς, Φεβρουάριος 1941. Η Β. Χρύση (έκτη από αριστερά, δίπλα στον αξιωματικό με το πηλήκιο) με νοσηλευόμενους στρατιώτες και μέλη του προσωπικού του νοσοκομείου [Αποστολέας: Αννίτα Π. Παναρέτου].

Το γράμμα δεν έφθασε ποτέ. Ο Αιμίλιο πνίγηκε στα νερά της Αδριατικής. Το πλοίο το βουλιάξανε οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, οι Γερμανοί ή οι Αμερικανοί, από λάθος ή από πρόθεση, δεν έχει και μεγάλη διαφορά. Ωστόσο, κάθε χρόνο, στο μεγάλο ψυχοσάββατο, η μνήμη του νεαρού Ιταλού ξαναρχότανε στο σπίτι μας. Η μάνα μου, όπως κι όλες οι Αιτωλικιώτισσες εκείνη την ημέρα, ετοίμαζε για να στείλει στην εκκλησία κόλλυβα και πρόσφορο, τυλιγμένο μέσα σε άσπρη φρεσκοπλυμένη πετσέτα. Μαζί, σε απλό χαρτί, κάτω από ένα σταυρό, έγραφε τα ονόματα αγαπημένων νεκρών, για να τα διαβάσει ο παπάς: «Υπέρ αναπαύσεως των ψυχών».

«Και τον Αιμίλιο», της έλεγε ο πατέρας μου. «Μην ξεχάσεις να γράψεις και τον Αιμίλιο!» […] 
Απόσπασμα από τη μαρτυρία της Μάγδας Βελτσίστα σχετικά με τη βοήθεια που παρείχε ο πατέρας της, Παναγιώτης Βελτσίστας, σε έναν Ιταλό αιχμάλωτο. [Αποστολέας: Μάγδα Βελτσίστα]

Γένοβα, 12-2-1953
Αξιότιμε κ. διευθυντά,
Θα σας παρακαλούσα να δημοσιεύσετε στο Tempo όσα με λίγα λόγια εκθέτω: Στις 18 Δεκεμβρίου 1940 αιχμαλωτίστηκα από τους Έλληνες, προσβεβλημένος από κρυοπαγήματα και σταδιακά ακρωτηριάστηκα στα κάτω άκρα, στο στρατιωτικό νοσοκομείο Αθηνών, γιατί προσεβλήθην επί πλέον από γάγγραινα.

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-17
Η 19χρονη Β. Χρύση, στις αρχές του 1941, κατοικούσε με τους γονείς και τη μεγαλύτερη αδελφή της στον Πειραιά, τον οποίο εγκατέλειψαν μετά τον βομβαρδισμό του Απριλίου 1941. Προσέφερε εθελοντικά στο Τμήμα Ψυχαγωγίας του Στρατιώτου, το οποίο ιδρύθηκε από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό. Η Β. Χρύση (δεύτερη από δεξιά) με συναδέλφους της και μέλη του προσωπικού του νοσοκομείου. [Αποστολέας: Αννίτα Π. Παναρέτου].

Είχα την ευτυχία να εγχειριστώ από τον έξοχο γιατρό Βίκτωρα Φουρναράκη, που με έγκαιρη αποτελεσματική επέμβαση κατόρθωσε να με σώσει. Τα καλά και ενθαρρυντικά του λόγια μ’ έκαναν να ξαναποκτήσω τη χαμένη μου πίστη στη ζωή, διατήρησα δε απ’ αυτόν μια ανάμνηση όλο υποχρέωση. Γύρισα στην πατρίδα μου την 21η Μαρτίου 1941 με την καρδιά γεμάτη ευγνωμοσύνη για τον καλό γιατρό.

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-18
Η 19χρονη Β. Χρύση (τέταρτη από αριστερά), πάνω από τον καθήμενο, με τραυματίες στρατιώτες και συναδέλφους της. [Αποστολέας: Αννίτα Π. Παναρέτου].

Δώδεκα χρόνια ζητούσα να μάθω νέα του και τέλος, χάρις στο ενδιαφέρον του πρόξενου της Ιταλίας στας Αθήνας, κατόρθωσα να πάρω τη διεύθυνσή του στην Ελλάδα, στη Χίο. Τώρα, μέσω του εβδομαδιαίου περιοδικού σας, σας παρακαλώ να φέρετε στη δημοσιότητα τις πιο θερμές μου ευχαριστίες στον γιατρό Βίκτωρα Φουρναράκη και να εκφράσετε την ευγνωμοσύνη μου για όσα έκαμε τόσο για μένα ειδικά όσο και για όλους τους συναδέλφους μου της αιχμαλωσίας.

Mario Chiani 
Επιστολή του Ιταλού στρατιώτη Mario Chiani, ο οποίος αιχμαλωτίστηκε έχοντας κρυοπαγήματα και χειρουργήθηκε από τον Βίκτωρα Φουρναράκη. Η επιστολή δημοσιεύθηκε στο εβδομαδιαίο ιταλικό περιοδικό Τempo και αναδημοσιεύτηκε από το Βήμα (3/5/1953) σε μετάφραση του καθηγητή Γ.Π. Στεριώτη. [Αποστολέας: Αντώνης Ν. Βενέτης]

Ατέλειωτες οι σειρές των Ιταλών αιχμαλώτων, που περνούσαν στη λεωφόρο (όπου και το στρατόπεδο Ναυπλίου το 1940) ή στέκονταν για λίγο – δεν ξέρω τι περιμένοντας. Τους χαζεύαμε τα παιδιά. Μας έκαναν εντύπωση τα γένια τους, η κουρασμένη τους όψη, τα ήμερά τους πρόσωπα… Πόσο μοιάζαν με μας τους Έλληνες! 

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-19
Η Β. Χρύση (στο κέντρο) με συναδέλφους της σε πλοίο μεταφοράς τραυματιών στο λιμάνι του Πειραιά [Αποστολέας: Αννίτα Π. Παναρέτου].

[…] Τους λυπόμαστε τους Ιταλούς στρατιώτες, καθώς τους βλέπαμε νικημένους, ταπεινωμένους, αιχμάλωτους, χωρίς όπλα… να σκύβουν και να μαζεύουν με λαχτάρα κάποιες «γόπες», όπως λέγαμε τα αποτσίγαρα, που είχαν την τύχη να βρουν δίπλα στη σειρά ή ένα το πολύ βήμα έξω από αυτήν, όπου μπορούσαν προς στιγμή να βγούνε. Με πέντ’ έξη απ’ αυτές «έστριβαν» κι έκαναν τσιγάρο!

Ο μικρότερος αδερφός μας, ο Σπύρος, αυθόρμητα εκδήλωσε τα φιλάνθρωπα αισθήματά του. Μάζεψε κάμποσες «γόπες» και θέλησε να τις δώσει σ’ έναν Ιταλό αξιωματικό, που του γυάλισε στο μάτι απ’ τη στολή, τα αστέρια, το παράστημα. Τον πήρε όμως το μάτι του πατέρα μας Δημήτρη Ροζάκη, που ’ταν έφεδρος λοχαγός και Γενικός Επόπτης του στρατοπέδου. Και το χέρι του κατέβηκε δυνατό πάνω στο μάγουλο του μικρού φιλάνθρωπου σ’ ένα ηχηρό μπάτσο! 

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-20
Ιταλοί αιχμάλωτοι, σε φωτογραφία του Δ. Γιάκογλου [Αποστολέας: Ν. Ε. Τόλης].

—Ντροπή! Πέταξέ τες γρήγορα στο χαντάκι! 

Τον διέταξε σαν να ’τανε ένας μικρός στρατιώτης…

Ο Σπύρος, αναψοκοκκινισμένος, πιότερο από ντροπή παρά από το σκαμπίλι, με τα σιωπηλά δάκρυα να πέφτουν στα μάγουλά του, άνοιξε αργά το χεράκι του και οι πολυπόθητες για τους αιχμάλωτους γόπες έπεσαν δισταχτικά στο χαντάκι του δρόμου…

Η καλή πράξη του μικρού έμεινε πρόθεση, ενώ οι Ιταλοί κοιτάζονταν μεταξύ τους, εντυπωσιασμένοι για τον σκληρόκαρδο λοχαγό, που τους στέρησε τις γόπες, χτυπώντας τον μικρό. 

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-21
Ιταλός στρατιώτης που βρήκε άσυλο στο σπίτι του Βασίλη Καραγεωργίου στην Ιτέα Φωκίδας, μετά τη συνθηκολόγηση της χώρας του (καλοκαίρι 1943). Ο Καραγεωργίου κατάφερε να τον φυγαδεύσει, μέσω θαλάσσης, στο Αίγιο, ώστε να έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει στην πατρίδα του. Τη φωτογραφία άφησε ο Ιταλός στρατιώτης στην οικογένεια που τον φιλοξένησε, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης [Αποστολέας: Νίκος Δημ. Νικολαΐδης].

Μα ήδη ο Σπύρος, πριν ακόμα καταλάβει γιατί έφαγε το σκαμπίλι, έφευγε τρέχοντας με άλλη διαταγή του Γενικού Επόπτη, κρατώντας σφιχτά για να μη χαθεί, κάτι που τού ’δωσε! Γύρισε σε δυο λεπτά από την καντίνα, κρατώντας ένα διπλό πακέτο τσιγάρα! Στάθηκε μπροστά στον πατέρα μας κοιτώντας τον στα μάτια. Εκείνος του ’κανε ένα νόημα με το κεφάλι, κι ο μικρός έτρεξε στον Ιταλό αξιωματικό και τού ’δωσε θριαμβευτικά τα τσιγάρα! Το πρόσωπό του, όπου τα δάκρυα από το σκαμπίλι είχαν κάνει δυο άνισες αυλακιές, έλαμπε από χαρά!

Ο Ιταλός πήρε το απρόσμενο διπλό πακέτο, ψιθυρίζοντας αμήχανα «Γκράτσιε!» Οι Ιταλοί αιχμάλωτοι μάς κοίταζαν να απομακρυνόμαστε προς την πύλη του στρατοπέδου, όπου κυμάτιζε η γαλανόλευκη, μην μπορώντας να συνέλθουν από την έκπληξή τους. […] 
Απόσπασμα από τις αναμνήσεις του Π. Δ. Ροζάκη για τον πατέρα του Δημήτρη, που υπηρέτησε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο ως έφεδρος λοχαγός και γενικός επόπτης Εμπέδων Ναυπλίου. [Αποστολέας: Π. Δ. Ροζάκης]

«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-22
Σελίδες από το ημερολόγιο του Ν. Κωνσταντουδάκη [Αποστολέας: Κατερίνα Ρόρη].
«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-23
Σελίδες από το ημερολόγιο του Ν. Κωνσταντουδάκη [Αποστολέας: Κατερίνα Ρόρη].
«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-24
Σελίδες από το ημερολόγιο του Ν. Κωνσταντουδάκη [Αποστολέας: Κατερίνα Ρόρη].
«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-25
Το εξώφυλλο από τα απομνημονεύματα του Γ. Κ. Παπαδημητρίου [Αποστολέας: Δημήτρης Μπούκης].
«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-26
Μερικές σελίδες από τα απομνημονεύματα του Γ. Κ. Παπαδημητρίου [Αποστολέας: Δημήτρης Μπούκης].
«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-27
Μερικές σελίδες από τα απομνημονεύματα του Γ. Κ. Παπαδημητρίου [Αποστολέας: Δημήτρης Μπούκης].
«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-28
Μερικές σελίδες από τα απομνημονεύματα του Γ. Κ. Παπαδημητρίου [Αποστολέας: Δημήτρης Μπούκης].
«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-29
Μερικές σελίδες από τα απομνημονεύματα του Γ. Κ. Παπαδημητρίου [Αποστολέας: Δημήτρης Μπούκης].
«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-30
Επιστολές του Γεώργιου Δημητροκάλλη προς τη σύζυγό του Μαρία. [Αποστολέας: Ι. Γ. Δημητροκάλλης]
«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-31
Επιστολές του Γεώργιου Δημητροκάλλη προς τη σύζυγό του Μαρία. [Αποστολέας: Ι. Γ. Δημητροκάλλης]
«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-32
Σελίδες από το ημερολόγιο του Ελ. Χατζηδάκη [Αποστολέας: Δημ. Χατζηδάκης].
«Τη μεραρχία των Κρητών που θαύμαζε ο κόσμος θα σας ειπώ τα πάθη μας να σας επιάσει πόνος»-33
Σελίδες από το ημερολόγιο του Ελ. Χατζηδάκη [Αποστολέας: Δημ. Χατζηδάκης].
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT