«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»
ξεκούραστοι-τώρα-και-ανανεωμένοι-βά-562734307

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»

Στα υλικά που επιλέξαμε για το δεύτερο μέρος της έκδοσης αποθησαυρίζονται γεγονότα κορυφαίας σημασίας, όπως η ανατίναξη της Γέφυρας του Γκόλα και η τιτανομαχία στο Ύψωμα 731, αλλά και ανθρώπινες στιγμές

Newsroom
SPECIAL REPORT
Το έπος του 1940-41 μέσα από τα ενθύμια των Ελλήνων στρατιωτών
  1. «Hκούσθη βόμβος αεροπλάνων και συγχρόνως εκκρήξεις βομβών, πανδαιμόνιον από φωνάς και κλάματα»
  2. «Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»

Δεύτερο μέρος της Καθημερινής για το Έπος του 1940, η οποία πραγματοποιείται με βάση τα ενθύμια (μαρτυρίες, φωτογραφίες, επιστολικά δελτάρια, ημερολόγια, έγγραφα κ.ά.) που έστειλαν οι αναγνώστες, ανταποκρινόμενοι στην έκκλησή της. Θα ακολουθήσουν και άλλες.

Στα υλικά που επιλέξαμε για τούτη την έκδοση αποθησαυρίζονται γεγονότα κορυφαίας σημασίας, όπως η ανατίναξη της Γέφυρας του Γκόλα (ώστε να ανακοπεί από τα πρώτα της βήματα η προέλαση των Ιταλών) και η τιτανομαχία στο Ύψωμα 731, αλλά και ανθρώπινες στιγμές: η διατροφή των Ελλήνων στρατιωτών στο μέτωπο, οι επιστολές των γονιών από το μέτωπο στα παιδιά τους και οι περιγραφές των τότε μαθητών για τις πρώτες μέρες του πολέμου. Συγκλονιστικά είναι τα ενθύμια που αφορούν τον θάνατο Ελλήνων στρατιωτών, καθώς και η αλληλογραφία που αντάλλασσε μια 15χρονη κοπέλα με τους στρατιώτες που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή, για να τους εμψυχώνει.

Και κάτι δικό μας: Η μαρτυρία του Δημήτρη Κολιάτσου, πολεμικού ανταποκριτή της Καθημερινής στο αλβανικό μέτωπο.

Η ανατίναξη της Γέφυρας του Γκόλα

[…] Εγώ είμουν στο τηλέφωνο. Κατά τις πεντέμησι παίρνουν τηλέφωνο από το Μπουραζάνι. Ήταν ο μπαρμπα-Κώστας Αποστολίδης, διοικητής του εκεί τάγματος. Κι επειδή ακούστηκαν κάποιοι πυροβολισμοί, και βουρλίστηκε ο Φριζής [Σημ.: αντισυνταγματάρχης Μαρδοχαίος Φριζής, διοικητής τάγματος]: «Πάρε τον Πελλένη».

Παίρνω τον Πελλένη, Κλέαρχο τον έλεγαν.

«Κλέαρχε», του λέω, «έχω δίπλα μου τον διοικητή, και μου λέει νάσαι έτοιμος». Ήταν στη Γέφυρα του Γκόλα, ήταν του Μηχανικού αυτός. Είχε τηλέφωνο. Με αυτόν είχαμε συνεχή επαφή.

«Τι να κάνω; Ακούω μηχανές και θόρυβο».

«Νάσαι έτοιμος», μου είπε.

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-1
Ο Παναγιώτης Μπέτζιος [Αποστολέας: Κωνσταντίνος Χρ. Κωστούλας].

Όταν πέρασε λίγη ώρα, μου λέει ο Φριζής:

«Μήνα την ανατινάξω και αυτοί οι θεατρίνοι δεν κάνουν τίποτε, είναι όλο επιδείξεις, και μου χρεώσουν και τη γέφυρα οι Ρωμιοί, γιατί με κατέστησαν προσωπικά υπεύθυνο για την ανατίναξη;»

«Εγώ, κ. συνταγματάρχα, δεν ξέρω, τι να σας πω», του λέω, «δεν έχω ιδέα απ’ αυτές τις δουλειές».

«Δεν σε συμβουλεύομαι, παιδί μου, απλώς λέω σε τι κατάσταση βρίσκομαι».

Λίγο πριν φθάσει έξι η ώρα, μου λέει: «Μου δίνεις τον Πελλένη;»

Λέω: «Κλέαρχε, θέλει να σου μιλήσει ο συνταγματάρχης, προσωπικώς».

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-2
Ο Κλέαρχος Πελλένης, από την Ελάτη Ζαγορίου, ήταν ο επικεφαλής της ομάδας που ανατίναξε τη γέφυρα του Γκόλα την αυγή της 28ης Οκτωβρίου 1940, σύμφωνα με το σχέδιο της VIII Μεραρχίας [Αποστολέας: Κωνσταντίνος Χρ. Κωστούλας].

Το πήρε αυτός και του λέει:

«Παιδί μου, κάνε το σταυρό σου και πυροδότησε».

Και την ανατίναξε. Όχι ακριβώς στις έξι, λίγο πριν. Παρά πέντε ήταν;

Απόσπασμα από τη μαρτυρία του Παναγιώτη Μπέτζιου, έφεδρου ανθυπολοχαγού Πεζικού από το Βασιλικό Πωγωνίου, ο οποίος συμμετείχε στον συντονισμό της επιχείρησης ανατίναξης της Γέφυρας του Γκόλα, στον Γυφτοπόταμο των Ιωαννίνων, την πρώτη μέρα του πολέμου, με στόχο την αναχαίτιση των ιταλικών στρατευμάτων. [Αποστολέας: Κωνσταντίνος Χρ. Κωστούλας]

Στο Ύψωμα 731

[…] Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731. Κάναμε πρώτα την προετοιμασία με το πυροβολικό, ρίχνοντας αμέτρητες οβίδες στις κορυφές του. Ύστερα ήταν η σειρά των πεζικάριων, οι οποίοι όρμησαν και μέσα σε λίγες ώρες το κατέλαβαν. Είχε μια πολύ στρατηγική θέση το ύψωμα αυτό, που ήταν στη βάση του όρους Τρεμπεσίνα, και βρίσκονταν πέρα από μια χαράδρα. Έγινε πραγματικό μακελειό στο ύψωμα αυτό και τόσο πολύ κατασκάφτηκε από τους βομβαρδισμούς, ώστε το υψόμετρό του μειώθηκε κατά 5 μέτρα και σήμερα είναι 726 μέτρα. Ήταν δασωμένο, γεμάτο πανύψηλα δένδρα και έγινε εντελώς φαλακρό.

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-3
Η κατάληξη της επίθεσης των τεθωρακισμένων στο Ύψωμα 731, υπό τον πρίγκιπα Τζόρτζο ντι Μπορμπόνε-Πάρμα, ανιψιό του βασιλιά της Ιταλίας Βιτόριο Εμανουέλε Γ’ [Αποστολέας: Ιωάννης Τσαπάρας].

Αφού το καταλάβαμε, κάναμε τη δική μας οχύρωση πλέον για να το κρατήσουμε από αντεπιθέσεις. Η οχύρωση ήταν τέλεια και αυτό αποδείχθηκε λίγο αργότερα με την εαρινή επίθεση του Μουσολίνι. Άφηναν οι δικοί μας τους Ιταλούς να προχωρήσουν στο σημείο αυτό και μετά από λίγο ξεκάμπιζαν μέσα από τα λαγούμια τους και τους πελεκούσαν όλους. Γι’ αυτό η εαρινή επίθεση είχε τα ίδια δεινοπαθήματα με τις άλλες επιθέσεις των Ιταλών.

Εμείς στρατοπεδεύσαμε απέναντι από το 731, σε ένα χωριό που λεγόταν Πάβαρι. Ήταν σα να ήμασταν πάνω στη Μακρινίτσα και από εκεί ρίχναμε με τα πυροβόλα κάτω στην περιοχή του Βόλου, όπου ήταν το στρατηγικό αυτό Ύψωμα 731, από το οποίο περνούσε ο μοναδικός δρόμος προσπεράσματος προς τα απέναντι μέρη.

Εκεί πλέον σταματήσαμε την προέλαση, ενώ θα μπορούσαμε να τους κυνηγήσουμε τους Ιταλούς ακόμη πιο κάτω, μέχρι τη θάλασσα, αλλά είχαμε διαταγή να μην προχωρήσουμε, ώστε να απασχολούμε εκεί πολύ ιταλικό στρατό και να μην πάει κάτω στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή, όπου υπήρχε ήδη ένα άλλο εκτεταμένο πολεμικό μέτωπο με τον Ρόμελ.

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-4
Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Ι. Τσαπάρας σε προωθημένο παρατηρητήριο του Ορειβατικού Πυροβολικού [Αποστολέας: Ιωάννης Τσαπάρας].

Μείναμε, λοιπόν, στο μέρος αυτό αμυνόμενοι και κρατούσαμε το 731 από την Πρωτοχρονιά του 1941 μέχρι και το Μάρτιο. Στο μεταξύ οι Ιταλοί έκαναν συνέχεια επιθέσεις, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. 

Όλες τις αποκρούαμε. […]

Απόσπασμα από τις αναμνήσεις του Αλέξανδρου Χάιδου, λοχία και εκτελούντος χρέη σιτιστή στο Ορειβατικό Πυροβολικό, ο οποίος συμμετείχε στη μάχη του Υψώματος 731. [Αποστολέας: Κωνσταντίνος Μαυρομμάτης]

[…] Την 22α Μαρτίου, και ενώ περίμενα βομβαρδισμόν, είδα απέναντι τρεις άνδρες να σηκώνουν μία άσπρην σημαία. Αμέσως κι εγώ με ένα μαντήλι άσπρο στην ξιφολόγχη τούς κάλεσα να προχωρήσουν. Αφού τους δέχτηκα, τους ρώτησα τι ζητούν. Ήταν ένας λοχαγός, ένας παπάς κι ένας Ρόδιος διερμηνέας. Μου ζητούσαν δεκαήμερον ανακωχήν για να θάψουν τους νεκρούς. Σήκωσα το τηλέφωνο και είπα στον ταγματάρχη μου ότι ζητούσαν ανακωχή για να θάψουν τους νεκρούς. Αλλά τον παρακάλεσα να μην εγκριθεί, διότι τα πτώματα των Ιταλών ήσαν προπύργιον για το Ύψωμα.

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-5
Οι Ιταλοί ανεβαίνουν στο Ύψωμα 731 [Αποστολέας: Ιωάννης Τσαπάρας].

Την δωδέκατη ώρα χτύπησε το τηλέφωνο και μου είπε ο ταγματάρχης μου ότι δεν εγκρίνεται. Τότε ο λοχαγός χτύπησε το χέρι του σε ένα κασόνι από πυρομαχικά και με ένα ύφος μού είπε πως θα ισοπεδώσει με το πυροβολικό του το ύψωμα. Εγώ διά του διερμηνέως τον ρώτησα αν γνωρίζει αρχαία ελληνική ιστορία. Μου απάντησε «ναι». Τον είπα πως όταν οι Πέρσες ήλθαν να κατακτήσουν την Αθήνα, στας Θερμοπύλας συνάντησαν τον Λεωνίδα με τους Τριακόσιους και του πρότειναν να παραδοθεί. Και ο Λεωνίδας απάντησε «όχι». Τότε οι Πέρσες είπαν πως με τα βέλη τους θα σκεπάσουν τον ήλιο, και ο Λεωνίδας απάντησε «θα πολεμάμε υπό σκιάν». Εγώ του απάντησα «εάν ισοπεδώσεις το ύψωμα, θα φυτέψουμε τριανταφυλλιές». Αμέσως σηκώθηκε και έφυγε θυμωμένος χωρίς να με αποχαιρετήσει. Μόνον ο παπάς μού είπε «αλλοίμονον».

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-6
O τρόμος και η αγωνία του Μουσολίνι έναντι του Υψώματος 731, αποτυπωμένα στον καμβά από τον γιο του Ρομάνο, ο οποίος χρησιμοποίησε διαβαθμισμένες φωτογραφίες [Αποστολέας: Ιωάννης Τσαπάρας].

Την 2αν ώραν άρχισε επίθεσις με δίωρον βομβαρδισμόν από δύο τάγματα και αναχαίτισις υπό των ημετέρων τμημάτων. Την 23η, 24η, 25η Μαρτίου βομβαρδισμός, επίθεσις και αναχαίτισις. Την 25η κατά τον βομβαρδισμόν εφονεύθησαν δύο αξιωματικοί, Κωνσταντινίδης και Μαδεμλής, και τραυματίστηκε ο αξιωματικός Αναστάσιος Τζόμαλος. Την 26η δεν έγινε επίθεσις, διότι ως με επληροφόρησε ο ταγματάρχης έφυγε το πυροβολικό προς βορράν, αλλά είχαν μόνο πολυβόλα. Οι μάχες τελείωσαν χωρίς να καταλάβουν το Ύψωμα 731. Οι απώλειες του εχθρού τις υπολόγισα πέραν των δέκα χιλιάδων και των ημετέρων περίπου χιλίων ανδρών και δέκα αξιωματικών. […]

Απόσπασμα από τις αναμνήσεις του Ευριπίδη Ιωάν. Χρυσάφη, διοικητή του 9ου Λόχου του 19ου Συντάγματος στη μάχη του Υψώματος 731. [Αποστολέας: Ιωάννης Ευρ. Χρυσάφης]

«…με ένα τέταρτο κουραμάνας»

10 Νοεμβρίου 1940
[…] Σήμερα πήραμε τσάι χωρίς ψωμί, καθώς και το μεσημέρι ρουβύθια χωρίς ψωμί. Το απόγευμα μετά το συσσίτιο έπλυνα τη φανέλα μου. Ευτυχώς σταμάτησε η βροχή και έτσι ζεσταθήκαμε λίγο. Ώρα 9 π.μ. μάς φώναξαν να πάρουμε γαλέτα γιατί είμαστε ξελιγωμένοι από την πείνα. Τραβηχθήκαμε προς τα πίσω σαν φίδια και μας δώσαν από μία. […]

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-7
Στρατιώτες βρίσκονται σε ένα χωριό για να εξασφαλίσουν προμήθειες [Αποστολέας: Χρήστος Αργυρόπουλος].

Στις 4 μ.μ. με έστειλε ο λοχαγός ως επικεφαλής με 5-6 στρατιώτες να πάρουμε το συσσίτιο (φακές) ύστερα από πολλές ημέρες που είχαμε να φάμε. Γυρίζοντας πάλι με το συσσίτιο και πεινασμένοι, δεν βρίσκουμε τον λόχο μας, αλλά έναν στρατιώτη και μας λέγει: 

—Να χύσετε αμέσως το φαγητό, και ένας να επιστρέψει τις χύτρες στο μαγειρείο και να πάμε να βρούμε τον λόχο. […]

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-8
Σελίδα από το ημερολόγιο του Ν. Χούπα [Αποστολέας: Χαράλαμπος Θεοδώρου].

27 Νοεμβρίου 1940
Το πρωΐ της 27ης Νοεμβρίου μάς δώσαν μαγειρεμένα ρεβίθια αντί για τσάι. Τα φάγαμε και αυτά χωρίς ψωμί, γιατί δεν είχαμε. Κατά τας 10 η ώρα ο Σκεντέρης και ο Σαμαράς πήγανε και αγοράσανε δύο κραμπολάχανα και τα φάγαμε ρεφενέ. Καθίσαμε εγώ και ο Ανθ/γός Πετρ. Μανούκας στον ήλιο και ψειρισθήκαμε. Πρώτη φορά στη ζωή μου ήρθα σε τέτοιο θλιβερό στάδιο, να περπατά η ψείρα έξω από το σακάκι. Το βράδυ μάς μοίρασαν κονιάκ, σταφίδες, μισή ρέγγα και σαπούνι, και στας 12 τα μεσάνυχτα, χωρίς να κοιμηθούμε διόλου, ήρθε διαταγή να φύγουμε.

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-9
Γεύμα στο μέτωπο [Αποστολέας: Χρήστος Αργυρόπουλος].

12 Δεκεμβρίου 1940
Σήμερα το κρύο είναι ανυπόφορο. Αρχίσαμε να κάνουμε βόλτες αλλά δεν ζεσταινόμαστε. Ξελιγωμένοι δε από την πείνα εις αφάνταστο σημείο. Έχουμε τώρα 6 ημέρες με μόνο ένα τέταρτο κουραμάνας. Άλλος από την πείνα και άλλος από το κρύο, πολλοί άνδρες έπεφταν λιπόθυμοι πάνω στη λάσπη και άλλοι έκλαιγαν σαν χήρες γυναίκες. Πρώτη φορά στη ζωή μου είδα να σκούζουν άνδρες από την πείνα.

Ύστερα από πολλές φωνές τρόμαξαν να βράσουν λίγα φασόλια και λίγα μακαρόνια που είχαν, και τα βράσαν όλα μαζί. Από την πείνα μάς φάνηκαν μέλι, έστω και ανάλατα. Το θλιβερό ήτανε που στη διανομή πλακώσανε όλοι οι στρατιώτες, ποιος να πρωτοπάρει, και το χύσανε το καζάνι. Ευτυχώς εγώ είχα πάρει. […]

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-10
Ο Ν. Χούπας (δεξιά), ράφτης από τη Βράχα Ευρυτανίας, με τον εξάδελφό του Φώτη Πολύμερο, το 1940 [Αποστολέας: Χαράλαμπος Θεοδώρου].

Εν τω μεταξύ, εγώ με τον Σκεντέρη πήγαμε στο χωριό να βρούμε λίγο ψωμί να αγοράσουμε, ή καλαμπόκι ή ό,τι άλλο τίποτα, να βάλωμε στο στόμα μας. Ποτέ δεν θα ξεχάσω, αν ο Θεός μού έχει ακόμα ημέρες να ζήσω και να ξαναγίνω πολίτης, την πείνα αυτή. Στον δρόμο που πηγαίναμε, βρίσκαμε πρασόφυλλα και φλούδες από κρεμμύδια πατημένες στις λάσπες. Τις πέρναμε και τις τρώγαμε. Με πολλά παρακάλια στο χωριό, τρόμαξε και μας έδωσε ένας χωριάτης από ένα καλαμπόκι, το ψήσαμε και το φάγαμε. Σε μια κοπριά βρίσκαμε πρασόφυλλα. Βρήκαμε δε και δύο πράσα και πήραμε από ένα. Γυρίζοντας στις σκηνές μας, λάβαμε διαταγή και υποχωρήσαμε πάλι, πηγαίνοντες στον λόχο μας. […]

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Νικόλαου Ι. Χούπα, Ημερολόγιο ενός στρατιώτη. Από τον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο του 1940 (3 Οκτ. 1940–3 Ιαν. 1940).[Αποστολέας: Χαράλαμπος Θεοδώρου]

Η Καθημερινή στο μέτωπο

[…] Με τους συναδέλφους Στάθη Θωμόπουλο και τον αλησμόνητο Θωμά Μαλαβέτα φύγαμε από το Αργυρόκαστρο, περάσαμε από τη γέφυρα της Παληοκάστρας, για να πάμε στο Κούτσι, κοντά στα Κολώνια, που ήταν ο σταθμός διοικήσεως της 8ης Μεραρχίας.

Η γέφυρα της Παληοκάστρας ήταν γκρεμισμένη. Είχε ανατιναχθή κατά την εσπευσμένη υποχώρηση από τους Ιταλούς. Τρεις σταυροί νωπών τάφων, Ελλήνων ηρώων στρατιωτών, δίπλα από τα συντρίμμια της γέφυρας του Δρίνου, μας ανακόπτουν το δρόμο για ένα ευλαβικό προσκύνημα. Στους δύο σταυρούς υπήρχαν γραμμένα πρόχειρα τα ονόματα, στον τρίτο σταυρό η επιγραφή «Άγνωστος». […]

Σκοτώθηκαν και οι τρεις μόλις προς μιας ώρας, σχεδόν πολτοποιήθηκαν από ένα βλήμα βαρέος ιταλικού πυροβολικού. Ολόκληρη η περιοχή εκείνη εβάλλετο συνεχώς από τις εχθρικές του Τεπελενίου και της Κλεισούρας πυροβολαρχίες. Οι Ιταλοί είχαν προνομιούχα παρατηρητήρια στο «Σεντέλι» και στο «Λέκλι», και δεν μας άφηναν να ξεμυτίσουμε. Ξόδευαν όλη την ημέρα και τη νύχτα τα βλήματά τους χωρίς κανένα θετικό αποτέλεσμα. Άλλαξαν με την επιμονή τους και με τα συνεχή πυρά οι Ιταλοί σε λίγα μέτρα τον ρουν του Δρίνου ποταμού. Πάνω στο προσκύνημα μας βρήκε μια μεγάλη και ισχυρή εχθρική αεροπορική επιδρομή, από βομβαρδιστικά και καταδιωκτικά αεροπλάνα. Δεν ξέραμε από πού να πάμε, γιατί ήταν πεδινή η περιοχή που βρισκόμαστε. Τραβήξαμε κοντά σε μια χαράδρα. Υπήρχε καμουφλαρισμένη μια μεγάλη σκηνή εφοδιασμού του 11ου Συντάγματος.

Τα εχθρικά καταδιωκτικά αεροπλάνα αποσπάστηκαν από τον σχηματισμό τους, κατήλθαν σε χαμηλό ύψος, έκαναν ελιγμούς και πυροβολούσαν τα αυτοκίνητα που έτρεχαν σαν δαιμονισμένα για να προφυλαχθούν.

Ο Θωμόπουλος μας φώναξε: «Πέστε κάτω με την κοιλιά γιατί χαθήκαμε…» Μείναμε έτσι ισοπεδωμένοι με τη μάνα γη πάνω από μισή ώρα.

Άρχισε, εν τω μεταξύ, να σκοτεινιάζει και να πέφτει πυκνό το χιόνι. Η λάσπη έφθανε ως το γόνατο και οι εχθρικές οβίδες έσκαγαν με δαιμονιώδη κρότο δίπλα μας. Νηστικοί και παγωμένοι, τραβήξαμε να βρούμε καταφύγιο πέρα στη χαράδρα που βρισκόταν η σκηνή.

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-11
Λίγες μέρες μετά την ανακατάληψη του Δελβινακίου. Διακρίνονται, από αριστερά προς τα δεξιά, ο Μ. Τζαννής (τότε δήμαρχος Αγρινίου), ο Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας και ο λοχαγός Γεώργιος Κολιάτσος (αδελφός του Χρήστου) [Αποστολέας: Αντώνιος Κολιάτσος].

Οι στρατιώτες μάς έριξαν τσουβάλια γεμάτα από κριθάρι για να πατήσουμε και να φθάσουμε ως τη σκηνή. Σε λίγο ήλθε και ο ανθυπολοχαγός της διαχειρίσεως, Θεόδωρος Σταθουλόπουλος, από την έδρα του συντάγματός του. Μας έδωσαν τυρί, κουραμάνα, κονσέρβες και ένα εκλεκτό μπουκάλι κονιάκ, και ξαπλωθήκαμε επάνω στα βρεγμένα γεμάτα κριθάρι τσουβάλια. […]

Οι ιταλικές οβίδες έσκασαν μπροστά μας και ξάφνιασαν τα άλογά μας. Ο στρατηγός [Κοσμάς] δυσφόρησε με την «υποδοχή» που μας έκαναν οι Ιταλοί, και άρχισε να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη δική μας ασφάλεια, παρά για τη δική του και του επιτελείου του.

Συνέστησε στον Μελά να κατέβει από το άλογό του και να προφυλαχτεί στα πολλά δεξιά και αριστερά φυσικά βραχώδη καταφύγια εις την προ Λαμπόβου περιοχή. Ο Μελάς αποποιήθηκε τη φιλική του στρατηγού σύσταση και απάντησε: «Δεν φαντάζομαι, στρατηγέ μου, ότι η ζωή ενός ή δύο δημοσιογράφων να έχει μεγαλύτερη αξία από τη δική σας».

Και επέμενε να συνεχίσουμε τον δρόμο μας. Η επιμονή αυτή του Μελά ανάγκασε τον στρατηγό να κατέβουμε όλοι από τα άλογα και να προφυλαχθούμε από τη μανία του ιταλικού πυροβολικού. Από τα παρατηρητήρια, τα οποία επισκεφθήκαμε αργότερα, παρακολουθήσαμε με τις διόπτρες το απέναντι Τεπελένι, τη γενέτειρα του αιμοδιψούς Αλή Πασά του Τεπελενλή, που ήταν τελείως κατεστραμμένο από τους συνεχείς αγγλικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς.

Από τη θέση εκείνη που ευρισκόμεθα, το Τεπελένι απείχε σε ευθεία γραμμή περί τα 5 χιλιόμετρα. Με τις διόπτρες παρακολουθήσαμε επίσης την καταστροφή κινουμένων φαλαγγών από Τεπελένι προς Κλεισούρα, από τα επιτυχή πυρά φραγμού και απαγορεύσεως του πυροβολικού μας.

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-12
Λίγο μετά την πτώση του Αργυροκάστρου. Διακρίνονται, από δεξιά προς αριστερά, ο Χρ. Κολιάτσος, ο Βρετανός συνταγματάρχης Κριπς, ο λοχαγός Γ. Κολιάτσος και κάποιος σύνδεσμος της βρετανικής αποστολής [Αποστολέας: Αντώνιος Κολιάτσος].

Το βράδυ στο σταθμό διοικήσεως του Α΄ Σώματος Στρατού μάς έγινε και το σχετικό μάθημα πάνω στους επιτελικούς χάρτες για την πρόοδο των επιχειρήσεων από τον επιτελάρχη του Σώματος συνταγματάρχη Πεντζόπουλο και τον αντισυνταγματάρχη Λασπιά.

Στο φιλόξενο σπίτι του Καρατζά στη Δερβιτσάνη, που καταλύσαμε, η όμορφη και αγνή Ελληνοπούλα Βικτωρία ή Βίτα, όπως τη φώναζαν οι οικείοι της, που της αφιέρωσε αργότερα ένα χρονογράφημα στην «Καθημερινή» ο Μελάς για τις περιποιήσεις και τα πατριωτικά της αισθήματα, έστρωσε για τον ακαδημαϊκό συνάδελφο το κρεβάτι, όπου είχε κοιμηθεί πριν λίγες μέρες ο Διάδοχος Παύλος και ο Πρίγκηψ Πέτρος, ενώ για τον υποφαινόμενο παραχωρήθηκε ο απέναντι καναπές.

Ο Μελάς, φθασμένος αυτός και τιμημένος λογοτέχνης, ακαδημαϊκός και διαπρεπής δημοσιογράφος, αποποιήθηκε με ευγένεια τις βασιλικές τιμές, ίσως… διότι εφοβείτο μήπως του διαφθείρουν τα εδώ και κάμποσο καιρό σκληραγωγημένα από τις πολεμικές περιπέτειες ήθη, αυτά τα θαυμάσια χονδρά μάλλινα σκεπάσματα. […]

Ενθυμήματα του Σπύρου Κολιάτσου, πολεμικού ανταποκριτή της Καθημερινής κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Αποσπάσματα από το βιβλίο του Σελίδες δόξης, το οποίο εξέδωσε το 1951. [Αποστολέας: Αντώνιος Κολιάτσος]

«Σήμερα, παιδιά, δεν έχει μάθημα, έχουμε πόλεμο!»

Όλα τα παιδιά, μικρά και μεγάλα, περιμέναμε στο προαύλιο του Δημοτικού Σχολείου της Ηλιούπολης, να μπούμε στις τάξεις. Αργούσε όμως να χτυπήσει το κουδούνι. Μετά από μια δύο ώρες, δεν μπορούσαμε να υπολογίσουμε το χρόνο γιατί τα ρολόγια ήταν άπιαστο όνειρο τότε για μας, ακούστηκε ο γνώριμος ήχος του κουδουνιού που θα μας ακολουθούσε για ολόκληρη τη μαθητική μας ζωή.

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-13
Μπροστά όψη του επιστολικού δελτάριου που έστειλε ο Χρήστος Ρίζος, υπασπιστής στο Φρουραρχείο Πρεβέζης, στον γιο του Λάμπρο [Αποστολέας: Λάμπρος Ρίζος].

Οι μαθητές συγκεντρωθήκαμε κατά τάξεις, ακολουθώντας τις υποδείξεις των δασκάλων και κάποιων μαθητών της έκτης, μπροστά από τη σημαία που την κρατούσε ένας πιο μεγάλος μαθητής. Πίσω της στέκονταν οι δάσκαλοι και οι δασκάλες με τον διευθυντή στη μέση. Έγινε η καθιερωμένη προσευχή και στη συνέχεια ψάλλαμε, όλοι μαζί, τον εθνικό ύμνο. Τα πρόσωπα όμως του διδακτικού προσωπικού ήταν πολύ σοβαρά και σκυθρωπά.

Η δασκάλα μάλιστα της τρίτης, η κύρια Σταυρούλα, που την τρέμανε όλα τα παιδιά για την αυστηρότητά της, τραγουδούσε τον εθνικό ύμνο και έκλαιγε με λυγμούς συγχρόνως. Σκέφτηκα πως ίσως την πονούσε το δόντι της… Στη συνέχεια ο διευθυντής με μια πατριωτική ομιλία μάς ανακοίνωσε πως αναστέλλεται η λειτουργία του σχολείου γιατί η Ιταλία μάς κήρυξε τον πόλεμο και πως ο γενναίος στρατός μας αμύνεται στα σύνορα. Μας ζήτησε να ζητωκραυγάσουμε υπέρ της πατρίδας, του βασιλέα, του πρωθυπουργού και του στρατού, και να επιστρέψουμε ήσυχα στα σπίτια μας.

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-14
Πίσω όψη του επιστολικού δελτάριου που έστειλε ο Χρήστος Ρίζος, υπασπιστής στο Φρουραρχείο Πρεβέζης, στον γιο του Λάμπρο [Αποστολέας: Λάμπρος Ρίζος].

Εμάς τους πιο μικρούς μάς άρεσε όλη αυτή η κατάσταση. Τρέχαμε, πηδάγαμε, χειροκροτούσαμε και φωνάζαμε… «Ζήτω ο πόλεμος»! […]

Απόσπασμα από τη μαρτυρία του Φρίξου Δήμου, μαθητή της Α’ Δημοτικού τον Οκτώβριο του 1940. [Αποστολέας: Φρίξος Δήμου]

Είναι Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου 1940. Ήσυχο πρωινό στο Δημοτικό Σχολείο. Παίζουμε στην αυλή, περνάει η ώρα και περιμένουμε ανέμελοι το κουδούνι. Κάποτε, σημαίνει ο κώδων, μαζευόμαστε για παράταξη, αλλά δεν βλέπουμε τον Διευθυντή στο κεφαλόσκαλο. Μάθαμε πως ήδη τον κάλεσαν με ατομική πρόσκληση, καθώς και το γιο της κυρίας Θεανώς. Ήλθε η κυρία Θεανώ και άρχισε με μάτια βουρκωμένα:

—Σήμερα, παιδιά, δεν έχει μάθημα, έχουμε πόλεμο, και συνέχισε με λυγμούς.

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-15
Μπροστά όψη της επιστολής που έστειλε ο Μιχάλης Δημητρίου στην κόρη του Καίτη, στις 17 Δεκεμβρίου 1940 [Αποστολέας: Καίτη Δημητρίου-Αργυράτου].

Δεν ακούσαμε τίποτε άλλο, μας έφτανε που δεν είχαμε μάθημα. Χοροπηδούσαμε με κραυγές χαράς, «Ζήτω ο πόλεμος, δεν έχει μάθημα!»

Νομίζαμε πως ο πόλεμος είναι ένα παιχνίδι, κάτι σαν τις σχολικές παραστάσεις Τούρκοι – Κλέφτες και Αρματολοί ή Κλέφτες κι Αστυνόμοι.

Το Σχολείο έμεινε με δύο δασκάλες. Έπαψαν και τα νυχτερινά μαθήματα για τους γονείς μας, που είχε θεσπίσει ο Μεταξάς.

Γυρίσαμε οίκαδε, χαρούμενοι, αλλά εκεί επικρατούσε άλλο κλίμα. Οι γυναίκες της γειτονιάς στην αυλή του σπιτιού μας. Κατήφεια και κλάμα, κανείς δεν μας ρωτάει «Τι γυρεύετε τέτοια ώρα στο σπίτι». […]

Απόσπασμα από τις αναμνήσεις του Ιορδάνη Β. Παπαδόπουλου, μαθητή της Δ’ Δημοτικού από το Πλατύ Ημαθίας, κατά την κήρυξη του πολέμου. [Αποστολέας: Ιορδάνης Β. Παπαδόπουλος]

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-16
Πίσω όψη της επιστολής που έστειλε ο Μιχάλης Δημητρίου στην κόρη του Καίτη, στις 17 Δεκεμβρίου 1940 [Αποστολέας: Καίτη Δημητρίου-Αργυράτου].

[…] Θυμάμαι ότι πήγαμε με τον πατέρα μου θέατρο, σε μια επιθεώρηση. Ο κόσμος να σκάει στα γέλια, στην κατάμεστη αίθουσα, και κάθε φορά που έβγαινε ένας ηθοποιός κοκορόφτερος, σφυρίγματα, μούτζες, βρισιές. Κι ύστερα ένας άλλος ηθοποιός, τραυματίας αυτός από το μέτωπο, απόλυτη σιγή, άκουγες καρφίτσα. Το τέλος δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Μετά από ένα βαθύ ηρωικό τραγούδι της εποχής, σηκώθηκαν όλοι (ανατριχιάζω και συγκινούμαι ακόμη) τραγουδώντας ενθουσιαστικά, αλλά και ευλαβικά, τον εθνικό ύμνο. […]

Απόσπασμα από τις αναμνήσεις του Κίμωνα Αναστασιάδη, ο οποίος ήταν 11 ετών όταν ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος. [Αποστολέας: Κίμων Αναστασιάδης]

Τ.Τ. 152 τη 24/12/40

Αγαπημένο μου παιδί,

Χρόνια πολλά για την γιορτή σου. Είσαι πολύ μικρός για να νοιώσεις την σημασία της επιστολής που σου στέλλω. Σου γράφω από τα βάθη της Αλβανίας, όπου υπερασπίζομαι την Πατρίδα μας, την ηθική και το δίκαιόν μας, ίνα, όταν μεγαλώσης, θυμάσαι αυτόν τον μεγάλο αγώνα που κάνουμε και ότι εις αυτόν συμμετέχει και ο πατέρας σου. Εις την αγαπημένην μου Δωρούλα και Μητερούλα σου, την οποίαν φιλώ πολύ, εμπιστεύομαι την φύλαξιν του δελταρίου τούτου.

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-17
24 Δεκεμβρίου 1940. Επιστολικό δελτάριο του Σπύρου Μπαρτσόκα, διευθυντή Κρυπτογραφικού στο αλβανικό μέτωπο, στον γιο του Χρήστο Μπαρτσόκα. [Αποστολέας: Χρήστος Σπ. Μπαρτσόκας].

Σε φιλώ, ο πατήρ σου,

Σπύρος

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-18
Ο μικρός Χρήστος, φωτογραφημένος από τη Βούλα Θεοχάρη Παπαϊωάννου στην Αθήνα ενώ σημαδεύει μια φιγούρα του Μουσολίνι, που δεν διακρίνεται [Αποστολέας: Χρήστος Σπ. Μπαρτσόκας].

«Μάνα του Έπους του ’40»

Η πολύτεκνη Ε. Ι. Ιωαννίδου, από την Κυπαρισσία, είχε 5 γιους στο μέτωπο και άλλους 4 που ήταν μικρότερης ηλικίας. Όταν πληροφορήθηκε ότι ένα από τα παιδιά της, ο Βαγγέλης, έπεσε στην Κλεισούρα, τον Ιανουάριο του 1941, τηλεγράφησε (2/2/1941), στον πρωθυπουργό Αλ. Κορυζή, τα εξής:

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-19
Άγαλμα της Ε. Ιωαννίδου στην Κυπαρισσία, η οποία ανακηρύχθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων «Μάνα του Έπους του ’40».

«Ο υιός μου Ευάγγελος Ιω. Ιωαννίδης απωλέσθη εις τας επιχειρήσεις της Κλεισούρας. Παρήγγειλα εις τους τέσσαρας ήδη υπηρετούντας, Χρήστον, Κώσταν, Γεώργιον και Νίκον Ιω. Ιωαννίδην, να εκδικηθώσι τον θάνατον του αδελφού των. Κρατώ εις εφεδρείαν άλλους τέσσαρας, Πάνον, Αθανάσιον, Γρηγόριον και Μενέλαον Ιω. Ιωαννίδην, κλάσεων 1917 και νεωτέρων.

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-20
Τέλη 1940. Ο Βαγγέλης Ιωαννίδης στρατιώτης στη Θεσσαλονίκη. 

Παρακαλώ κληθώσιν ονομαστικώς και ούτοι εις πάσαν περίπτωσιν ανάγκης της Πατρίδος ή τυχόν απωλείας ετέρου τέκνου μου προς εκδίκησιν εχθρού. Γνωρίσατε Βασιλέα μας ότι ύστατον επιφώνημά μου θέλει είναι: Ζήτω η Πατρίς, Ελένη Ιω. Ιωαννίδου, Κυπαρισσία».

[Αποστολέας: Μίκα Ιωαννίδου].

«Ο Γιώργος έκανε το καθήκον του»

Βέροια, 6 Μαρτίου 1941

Αγαπητή μου Αντιγόνη,

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-21
Ο Γ. Ι. Θεοδωρόπουλος γεννήθηκε το 1912 στη Μυρτοποταμιά Μεσσηνίας. Πολέμησε μέσα από τις γραμμές του 16ου Συντάγματος Πεζικού και σκοτώθηκε σε μάχη στην Κλεισούρα, στις 19 Δεκεμβρίου 1940. [Αποστολέας: Ιωάννης Κ. Θεοδωρόπουλος].

Ήμουν έτοιμη να παραπονεθώ πως με ξεχάσατε όταν ήλθε το δελτάριο της Ρουμπίνης [η Ρουμπίνη Κρασσακοπούλου ήταν θυγατέρα επιφανούς οικονομικού παράγοντα της Μεσσηνίας] με την είδηση ότι ο Γιώργος σας έπεσε πολεμώντας τον άθλιο εχθρό μας.

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-22
Συλλυπητήριο επιστολικό δελτάριο που έστειλε η Αθηνά Οικονομοπούλου, σύζυγος του διευθυντή της Αγροτικής Τραπέζης Βεροίας, στην Αντιγόνη Θεοδωροπούλου, νύφη του εκλιπόντος Γ. Ι. Θεοδωρόπουλου. [Αποστολέας: Ιωάννης Κ. Θεοδωρόπουλος].

Όσο θλιβερή κι αν είναι η σκέψις πως χάθηκε για πάντα ένας νέος λεβέντης γεμάτος ζωή, εντούτοις ο σκοπός ο τόσο μεγάλος κι ιερός για τον οποίο θυσιάστηκε προκαλεί τον θαυμασμό όλων και αντί για συλλυπητήρια, συγχαρητήρια βγαίνουν από την καρδιά μας. Ναι Αντιγόνη μου, ο Γιώργος έκανε το καθήκον του, όπως θα το κάνουν όλοι οι Έλληνες αν χρειαστεί.

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-23
Μπροστά όψη του συλλυπητήριου επιστολικού δελτάριου που έστειλε η Αθηνά Οικονομοπούλου, σύζυγος του διευθυντή της Αγροτικής Τραπέζης Βεροίας, στην Αντιγόνη Θεοδωροπούλου, νύφη του εκλιπόντος Γ. Ι. Θεοδωρόπουλου. [Αποστολέας: Ιωάννης Κ. Θεοδωρόπουλος].

Εύχομαι ζωή και υγεία στον Κώστα σου [πρόκειται για τον πατέρα του αποστολέα] και σ’ όλους τους δικούς του για να εκδικηθούν τη στέρηση του ήρωα νεκρού. […]

[Αποστολέας: Ιωάννης Κ. Θεοδωρόπουλος].

«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-24
Απαντητική επιστολή που έλαβε η Μαίρη Σακελλαρίου από τον Γεώργιο Οικονόμου, υπαξιωματικό του Β΄ Συνοριακoύ Τομέα της VI Μεραρχίας, στον οποίο είχε γράψει για την Πρωτοχρονιά του 1941. Η Μ. Σακελλαρίου, που ήταν δεκαπεντέμισι ετών τότε, έστελνε επιστολές σε άγνωστους σε αυτήν στρατιώτες στο μέτωπο, για να τους εμψυχώνει [Αποστολέας: Παναγιώτης Γεωργίλης].
«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-25
Απαντητική επιστολή που έλαβε η Μαίρη Σακελλαρίου από τον Γεώργιο Οικονόμου, υπαξιωματικό του Β΄ Συνοριακoύ Τομέα της VI Μεραρχίας, στον οποίο είχε γράψει για την Πρωτοχρονιά του 1941. Η Μ. Σακελλαρίου, που ήταν δεκαπεντέμισι ετών τότε, έστελνε επιστολές σε άγνωστους σε αυτήν στρατιώτες στο μέτωπο, για να τους εμψυχώνει [Αποστολέας: Παναγιώτης Γεωργίλης].
«Ξεκούραστοι, τώρα και ανανεωμένοι, βάλαμε μπρος για το Ύψωμα 731»-26
Απαντητική επιστολή που έλαβε η Μαίρη Σακελλαρίου από τον Γεώργιο Οικονόμου, υπαξιωματικό του Β΄ Συνοριακoύ Τομέα της VI Μεραρχίας, στον οποίο είχε γράψει για την Πρωτοχρονιά του 1941. Η Μ. Σακελλαρίου, που ήταν δεκαπεντέμισι ετών τότε, έστελνε επιστολές σε άγνωστους σε αυτήν στρατιώτες στο μέτωπο, για να τους εμψυχώνει [Αποστολέας: Παναγιώτης Γεωργίλης].
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT