«Hκούσθη βόμβος αεροπλάνων και συγχρόνως εκκρήξεις βομβών, πανδαιμόνιον από φωνάς και κλάματα»
Οι αναγνώστες ανταποκρίθηκαν στην έκκληση της «Καθημερινής» να ανασύρουν φωτογραφίες, ημερολόγια, επιστολικά δελτάρια και άλλα ενθύμια από τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο που παρέμεναν στα συρτάρια, και να ζωντανέψουμε μαζί την Ιστορία μας
Με αφορμή τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το «Όχι» του 1940, η Καθημερινή επιμελήθηκε μία ειδική έκδοση με υλικά που συγκεντρώθηκαν από τους αναγνώστες της. Πρόκειται για σημαντική επέτειο που δεν έπρεπε να περάσει απαρατήρητη. Το έπος του 1940-41 είναι πυλώνας δικαιολογημένης υπερηφάνειας και εθνικής αυτοπεποίθησης. Πρέπει, συνεπώς, να τιμάται αναλόγως.
Στην απόδοση της οφειλόμενης τιμής και στη διάσωση της εθνικής μνήμης, επιδίωξε και επιδιώκει να συμβάλει η Καθημερινή. Η ιδέα ήταν απλή: Μια έκκληση στους αναγνώστες να ανασύρουν φωτογραφίες, ημερολόγια, επιστολικά δελτάρια και άλλα ενθύμια από τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο που παρέμεναν στα συρτάρια, και να ζωντανέψουμε μαζί την Ιστορία μας.
Η ανταπόκριση ξεπέρασε κάθε προσδοκία, και το υλικό που έχει συγκεντρωθεί είναι πραγματικά πολύτιμο, όχι μόνο για τους απογόνους των στρατιωτών που βρέθηκαν στο μέτωπο, αλλά για όλους. Αυτονόητες, συνεπώς, οι οφειλόμενες ευχαριστίες.
Ένα μικρό μέρος του υλικού που απεστάλη παρουσιάζεται στην παρούσα έκδοση. Αφού ταξινομηθεί το υλικό που έχει ήδη αποσταλεί ή θα αποσταλεί, θα ακολουθήσει σειρά ανάλογων εκδόσεων.
Δευτέρα 28-10-40
Tην πρωίαν ώραν 7 με εξύπνησεν η μητέρα μου να μου αναγγείλη την κήρυξιν του πολέμου.
Eσηκώθην στας 8½ και μετέβην εις Nομαρχίαν. Στας 9 και ½ ηκούσθη βόμβος αεροπλάνων και συγχρόνως εκκρήξεις βομβών, πανδαιμόνιον από φωνάς και κλάματα.
Όλος ο κόσμος εξεχύθη εις τον δρόμον, μαζί δε κι’ εγώ. Έτρεξα προς το σπίτι μου να κυττάξω για τους δικούς μου. Eβρήκα τη μητέρα μου στο δρόμο και διηυθύνθημεν προς το σπίτι. Aκριβώς έξωθι του Oικονόμου ήκουσα δαιμονιώδη θόρυβο από σύριγμα βομβών.
Έπεσα κάτω μαζύ με τη μητέρα μου και ήκουσα δύο τρεις αλλεπαλλήλους εκκρήξεις. Eίδα καπνό προς το σπίτι μου και ενόμισα ότι έπεσε μέσα. Έτρεξα απάνω φωνάζοντας σαν τρελλός την αδελφή μου. Tο σπίτι ήτο ανάστατο, δεν έμεινε τζάμι, δεν έμεινε έπιπλο. Σε λίγο απήντησε η Nιόνια [σημ. η αδελφή του] και συνήλθα. Ήλθον συγχρόνως σπίτι μου ο πατέρας μου και ο Σταματέλος με την αδελφή του.
Eπακολούθησαν νέα κύματα αεροπλάνων και νέαι εκκρήξεις. Mετά μίαν ώραν απεφασίσαμεν να απομακρυνθώμεν από την πόλιν. Όλοι μαζί ανεχωρήσαμεν. Kατά την διέλευσιν εκ της οδού 3 Nαυάρχων είδον αυτοκίνητον πλήρες πτωμάτων και σαρκών. Xαμαί υπήρχον ολίγα οστά πλησίον μιας οπής εκ βόμβας και αίμα άφθονον. Φρίκη. Έχασα καθ’ οδόν τον πατέρα μου ο οποίος και πάλιν έδειξε την επιμονήν του. Mετέβημεν πεζή εις Zαρουχλέικα στου Xάραρη και εκεί έμαθα την επιστράτευσι.
– Kατά τας 1 νέα επίθεσις από 5 βομβαρδιστικά. Eίδα τας βόμβας να πίπτουν γυαλίζοντας και ήκουσα εκκρήξεις. Σε λίγο νυστικός απεχαιρέτησα μητέρα και αδελφή και έφυγα να παρουσιασθώ.
Kαθ’ οδόν με ευρήκε συναγερμός χωρίς να εμφανισθούν αεροπλάνα. Mετέβην εις Σύνταγμα. Kαθ’ οδόν είδον αυτοκίνητα πλήρη πτωμάτων μεταβαίνοντα εις νεκροταφείον. Παρουσιάσθην εις 3ον K. Eπιστρατεύσεως και εστάλην εις Γεωργ. Σχολήν. Eπήγα σπίτι μου να ντυθώ. Mε ευρήκε νέος συναγερμός και επήγα στου Zαφειρόπουλου το καταφύγιο. Eκεί βρήκα γιαγιά, θείο και θείαν. Eντύθηκα και μετέβην εις Γεωργ. Σχολήν. Aπό εκεί επήγα όπισθεν νεκροταφείου διά καμουφλάζ πυρομαχικών. Kαθ’ όλην την νύκτα μετεφέροντο και εφυλλάσοντο πυρομαχικά, παραμείνας άυπνος. Όλην την νύκτα ακούω φανταστικές σειρήνες. Eίμαι όλο νεύρα.
Tετάρτη 30-10-40
Eσυνεχίσθη η ιδία κατάστασις όλην την ημέρα, με συνεχείς συναγερμούς. Eφάνησαν αεροπλάνα και εκτυπώντο από ένα μικρό αντιτορπιλλικό που ήλθε στο λιμάνι χωρίς όμως να τα φθάνη.
Eξακολουθεί η ιδία εργασία καθ’ όλην την ημέρα. Tροφή σταφύλια μόνο. H εργασία συνεχίζεται με 40 γιάννηδες και 5-6 οπλισμένους σκοπούς.
Tην νύκτα ετοποθέτησα σκοπούς, και ήλπιζα να κοιμηθώ λίγο κάτω από το υπόστεγο του Παυλά (;). Στας 9½-10 ακούοντας πυροβολισμό και είτα άλλον, σηκώνομαι και ρωτώ τον σκοπό ο οποίος απαντά ότι τον πυροβόλησαν. Mε καταλαμβάνει κατ’ αρχήν φόβος και είναι ο φόβος της τρομεράς ευθύνης. Συγκεντρώνω στο ύψωμα τους άνδρας και ταμπουρώνομαι. Eπακολουθούν πυροβολισμοί. Συσκεπτόμεθα όλοι και αποφασίζω να πάω για ενισχύσεις. Διατίθεται όμως ένας δεκανέας.
Σκοτάδι πλήρες, βροχή και κακό. Mένω στη θέσι μου με μια ξιφολόγχη στο χέρι. Παρέρχονται 2 ώρες, 2 αιώνες αγωνίας, προσέχοντας και την αναπνοή μας. Eν τέλει αντί ενισχύσεως έρχεται το αυτοκίνητο με το δεκανέα Mέμο ονόματι. Mπαίνω μέσα και πηγαίνω στο 3ο K.E. το οποίο βρίσκεται στους σταύλους της επαύλεως Παπαϊωάννου στην Aγιά. Bρίσκω πολλούς γνωστούς εκεί. Ξυπνώ το Xριστοφή και μου δίνουν 10 άνδρες οπλισμένους και μένα ένα καλό μάουζερ.
Ξέχασα ότι πηγαίνοντας προς το 3ον K.E. και ακριβώς έξωθι του νεκροταφείου ήσαν δύο πτώματα ξαπλωμένα…
Πηγαίνομε πάλι στο νεκροταφείο παρ’ όλον ότι φοβήται ο σωφέρ και τακτοποιώ φρουρούς. Eίναι όλοι παιδιά με ζωή. Στέκονται όρθιοι χωρίς χλαίνη στας θέσεις των παρά τη ραγδαιότατη βροχή η οποία τους μουσκεύει. Mαζί τους και εγώ. Oι παλαιοί προσπαθούν να κοιμηθούν διότι είναι πτώματα. Eξακολουθούν αι υπόνοιαι και οι πυροβολισμοί. Tο όπλο μου δεν πιάνει λόγω του λίπους το οποίον έχει. Έχω ένα καλό παιδί βλάχο ο οποίος αλωνίζει τον τόπο πυροβολώντας. Πόσο μου έδωσε αυτός κουράγιο και συγχρόνως πόση ντροπή για ένα στιγμιαίο φόβο…
Ξημερώνομαι έτσι. Συλλαμβάνουμε πολλούς Iταλούς. Συνεχείς συναγερμοί. Σ’ ένα από αυτούς έχω παρέα το Γιάννη Παπαναστασίου και τη γυναίκα του. Λίγο πιο πέρα σε μια παληά πυριτιδαποθήκη ευρίσκονται η οικογένεια του Xρ.[ιστόφορου] Σκαμνάκη. Mου έδωσαν λίγο ψωμί και καραμέλες. Tο σπίτι του κατεστράφη τελείως. Παρέμεινα όλη την νύκτα εκεί και την επομένη απεφασίσθη η αντικατάστασίς μου. Eίχαμε πολλούς συναγερμούς. Απόσπασμα από το ημερολόγιο του Παναγιώτη Οικονομόπουλου, ο οποίος υπηρέτησε στο Μηχανικό στο ελληνοαλβανικό μέτωπο [Αποστολέας: Ανδρέας Χρ. Ριζόπουλος].
.Τ. 481 6/1/41
Αγαπητέ Γιάννη
Από γραφικώτατες πλαγιές της Αλβανίας σού στέλνω τας πλέον εγκαρδίους ευχάς διά τον καινούργιον χρόνον καθώς και διά την ονομαστικήν σου εορτήν.
Επίσης για δώρα σάς στείλλαμε και αρκετούς Ιταλούς και πιστεύω να φθάσουν να πάρετε από έναν όλοι οι εορτάζοντες σήμερον.
Χθες έλαβον και ένα δέμα σας με 2 κονιάκ, 2 πούρα, 2 σαρδ., 1 σοκολ. και 4 δέματα από σπήτι και σας ευχαριστώ θερμώς.
Εις τα γράμματά σας απήντησα προ ημερών.
Χαιρετισμούς εις Νίκον κλπ.
Με αγάπην
Παναγιώτης Επιστολικό δελτάριο που απέστειλε στις 6 Ιανουαρίου 1941 από το μέτωπο ο υπαξιωματικός Παναγιώτης Κοντώσης στον τότε συνεταίρο του Γιάννη Σταυρόπουλο, για να του ευχηθεί για την ονομαστική του εορτή. [Αποστολέας: Γιάννης Βογιατζής]
Αγαπητέ μου Μπαμπά
5/12/40
Πήρα τα δύο σας σημειώματα, χάρηκα πολύ που είστε όλοι καλά, στεναχωρέθηκα όμως συγχρόνως που πάλι στεναχωριέστε οικονομικώς κι’ απ’ τη δουλειά. — Νομίζω Μπαμπά μου πως δεν αξίζει τον κόπο να στεναχωριέστε ιδίως τώρα για τέτοια πράγματα, πρέπει πρώτα απ’ όλα την υγείαν σας, άλλωστε η σημερινή κατάστασις μας κάνει να δοκιμάζουμε τόσες έντονες συγκινήσεις που ωχριούν μπρος όλες οι άλλες. —
Σήμερα επεσκέφθηκα ένα νοσοκομείο Στρατιωτικό, στην αρχή τα μάτια μου βούρκωσαν, ύστερα σιγά σιγά συνήλθα, όταν μάλιστα μίλησα με τους τραυματίες κι’ είδα το κουράγιο τους, ντράπηκα για τον εαυτό μου και τη λιποψυχία μου.
Εβοήθησα 2 που δεν μπορούσαν να περπατήσουν και κάθισα μαζί τους, τους άκουσα να μιλούν και κατάλαβα πως δεν αξίζει τον κόπο να στεναχωριόμαστε για τίποτε το ατομικό, σήμερα ιδίως που κινδυνεύουν τόσα όλα πολυτιμώτερα πράγματα — πρέπει να πιστέψετε ένα πράγμα πως πάνω απ’ όλα μάς ενδιαφέρει να είστε καλά εσείς κι’ η Μαμά μας, να σας βλέπουμε γερούς δυνατούς μαζί μας, κι όταν με το καλό τελειώσει ο πόλεμος, όπως θέλουμε, και γυρίσουμε πάλι κάτω, όλα θα διορθωθούν. —
Πρέπει, Μπαμπά, να είστε εδώ να δείτε τι μεγάλος πραγματικά είναι ο αγώνας που κάνουν οι στρατιώτες μας, βουνά που ούτε για περίπατο δεν μπορεί κανείς να τα περάση, να σπαν με τη λόγχη∙ αντίκρυσα τον Ιβάν και τον Μόραβα, είδα τις πεδιάδες που πέρασαν λίγες μέρες πριν από μένα οι στρατιώτες, χωρίς να θέλει κανείς αποκαλύπτεται, και ευχαριστώ το θεό για το θαύμα που γίνεται. —
Ύστερα απ’ τον πόλεμο η Ελλάδα θα μεγαλώσει, ίσως όχι τόσο εδαφικά αλλά ηθικά, θα περπατάμε με το μέτωπο ψηλά και θα είμαστε δικαιολογημένα υπερήφανοι που έτυχε να ζούμε αυτά τα χρόνια.—
Φαντάζομαι πως σε λίγο δε θα υπάρχει ζήτημα οικονομικό γιατί μια που συνεργαζόμαστε με την Αγγλία δεν θα υπάρχει λόγος να μη στέλνουν λεπτά, επίσης νομίζω ότι και το κράτος κάτι θα μας δώσει έναντι των επιτάξεων. ‒
Από φαΐ ευτυχώς εδώ βρισκόμαστε, και φαγιά ωραία ανατολίτικα, πες τε της Μαμάς πως οι αρβανίτες μαγειρεύουν θαυμάσιο λάχανο καπούσκα. — Επίσης ωραίο κοκκινιστό με σκορδάκι. — Τρώγω Μπαμπά μου έξω όταν έχω λεπτά, παρ’ όλο ότι καταλαβαίνω πως στενοχωριόμαστε γιατί φοβάμαι μήπως αν κρυώσω δεν είμαι γερός για ν’ αντιδράσω. — Πες τε της Μαμάς μας πως θέλω να μου γράφει και κείνη. — Τα πράγματα ελπίζω πως θα τα πάρω αύριο.
Πριν σας καληνυχτίσω σάς εύχομαι άλλη μια φορά χρόνια πολλά.-
Με άπειρη αγάπη και σεβασμό
Αλέκος Επιστολή του Αλέξανδρου Ν. Βερνίκου προς τον πατέρα του με ημερομηνία αποστολής 5/12/1940 [Αποστολέας Νικόλας Α. Βερνίκος].
[…] Την κατηραμένην αυτήν ώραν υπέστην και εγώ το τραύμα. – Προβληματική πλέον κατέστη η μεταφορά μου και περιπετειώδης άνευ φορείου και άνευ ζώου. – Ευτυχώς 4-5 παιδιά αφού με έδεσαν προσωρινώς με έβαλαν σε μια κουβέρτα για το μισό δρόμο και στην πλάτην για τον υπόλοιπον και με ταλαιπωρίαν, πόνον και μετά ώρες 6 έφθασα εις ένα πλησιέστερο χωριό που δεν απήχεν στην πραγματικότητα πλέον της μιας ώρας.
Με ξανάδεσεν ο Νοσοκόμος και με επέταξαν σε μια γωνιά με άχυρα βρεγμένα για να ξημερώσω. Από το ημερολόγιο του στρατιώτη Πεζικού Παναγιώτη Αντ. Γιαννακούλια [Αποστολέας: Απόστολος Κ. Γιαννακούλιας]
Α. Τσαγκαράκης
Ο δάσκαλος Αντώνιος Δημ. Τσαγκαράκης, από τo Θραψανό Ηρακλείου Κρήτης, υπηρέτησε ως λοχίας στο 43ο Σύνταγμα Πεζικού και έπεσε μαχόμενος στις 10 Μαρτίου 1941, στα περίχωρα της Τρεμπεσίνας.
Σύμφωνα με διήγηση του συναδέλφου του, λοχία Ιωάννη Τριανταφυλλίδη:
«Ούτος, επικεφαλής της ομάδος του, ευρισκομένης πλησίον της ιδικής μου, καθ’ ην στιγμήν εκυκλώθη η διμοιρία μας υπό της εχθρικής δυνάμεως τάγματος, έδιδε διαταγάς και εμάχετο λυσσωδώς. Φονευθέντος του οπλοπολυβολητού του ήρπασε μόνος του το οπλοπολυβόλον και, επειδή ο καιρός ήτο ομιχλώδης, ανελθών επί βράχου διά να έχη καλυτέραν και μεγαλυτέραν ορατότητα, έβαλλεν ακαταπαύστως κατά του εχθρού φωνάζων διαρκώς: “Θάρρος, παιδιά, και τους φάγαμε… Αέρα, παιδιά. Πάνω τους, παιδιά” […]». [Αποστολέας: Ρένα Γενιατάκη]
Θ. Ταβλαρίδης
Ο Θωμάς Θ. Ταβλαρίδης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και υπηρετούσε κατά την κήρυξη του πολέμου ως έφεδρος ανθυπολοχαγός διαβιβάσεων στα μακεδονικά οχυρά, συγκεκριμένα στο οχυρό Λίσσε.
«Στο οχυρό», γράφει στο χειρόγραφό του, «υπηρετούσαμε περί τα 20 άτομα, οπλίτες και αξιωματικοί, που προετοιμαζόμασταν ν’ αντιμετωπίσουμε την επίθεση των Γερμανών, η οποία μετά τη συντριβή των Ιταλών συμμάχων τους στο αλβανικό μέτωπο, ήταν αναμενόμενη. […]
Όταν στις 12 το μεσημέρι της 6ης Απριλίου τα πρώτα γερμανικά μηχανοκίνητα έκαναν την εμφάνισή τους, τους αφήσαμε να προχωρήσουν σχεδόν μέχρι τα μέσα του υψιπέδου και κατόπιν τους υποδεχτήκαμε με καταιγισμό από στοχευμένες βολές του πυροβολικού μας, πολυβολισμούς και άλλα πυρά που τους προξένησαν μεγάλες απώλειες και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν». [Αποστολέας: Βαρβάρα Ταβλαρίδου-Μπακάλη]
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει.Για να σχολιάσετε, συμπληρώστε τα στοιχεία σας (όνομα, επώνυμο) στο λογαριασμό σας.Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ». Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.