Σε ζητήματα σύνθετα, όπως η προσιτή στέγη, δεν είναι εύκολο να δοθούν εύκολες και άμεσες λύσεις. Σύμφωνα μάλιστα με την ανάλυση της Resi, «το δομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και αυτό που χρήζει επείγουσας μέριμνας είναι τα χαμηλά εισοδήματα». Αν δηλαδή αυξηθούν σημαντικά οι μισθοί και δεν συνεχίσουν να πλήττονται από το κύμα ακρίβειας,το οποίο έχει ουσιαστικά εξαϋλώσει τις αυξήσεις των εισοδημάτων από τα προηγούμενα χρόνια, θα έχει γίνει ένα πρώτο και σημαντικό βήμα.
Με βάση τα σχετικά στοιχεία, το 2022, το προσαρμοσμένο μεικτό διαθέσιμο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα ήταν μόλις 17.482 ευρώ/ετησίως, ελάχιστα υψηλότερο από χώρες όπως η Σλοβακία και πίσω από χώρες όπως η Κροατία, η Λεττονία, η Εσθονία και η Ουγγαρία. Η χώρα βρίσκεται στην τελευταία θέση της Ε.Ε. και χωρίς να υπολογίζονται η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Μάλτα, για τις οποίες η Eurostat δεν δημοσιεύει στοιχεία.
Οσο διατηρείται το «χάσμα» ανάμεσα στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και τις τιμές των ακινήτων, τόσο θα μεγεθύνεται το πρόβλημα
Είναι λοιπόν εμφανές ότι όσο διατηρείται το «χάσμα» ανάμεσα στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών και φυσικά και των ακινήτων, τόσο θα μεγεθύνεται το πρόβλημα. Η λύση δηλαδή σύμφωνα με τη Resi, αλλά και τη συντριπτική πλειονότητα των φορέων της αγοράς ακινήτων, δεν είναι να επανέλθει η κρίση και η ύφεση στην αγορά κατοικίας, μέσω π.χ. ενός «σοκ» στη ζήτηση, αλλά να ενισχυθούν τα εισοδήματα των πολιτών, ώστε να είναι πιο εύκολη η πρόσβαση στην αγορά κατοικίας, είτε για αγορά είτε για ενοικίαση.
Μέχρι στιγμής, οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης αφορούν το σκέλος της προσφοράς κατοικιών. Ενα πρώτο μέτρο αφορά την παροχή επιδοτήσεων για την επισκευή και διάθεση προς ενοικίαση κατοικιών, που ήταν κλειστές. Το πρόγραμμα «Ανακαινίζω-Νοικιάζω» ξεκίνησε να «τρέχει» πριν από μερικές ημέρες, στοχεύοντας στην επιστροφή περίπου 12.000 κλειστών κατοικιών στην αγορά. Για τον σκοπό αυτό, παρέχεται η δυνατότητα επιδότησης των εργασιών ανακαίνισης μέχρι ποσοστό 40% και μέχρι ποσού 10.000 ευρώ.
Εχουν αυξηθεί τα κλειστά διαμερίσματα, ιδίως στην Αττική, καθώς πολλοί ιδιοκτήτες ή κληρονόμοι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να τα επισκευάσουν, ώστε να τα διαθέσουν προς πώληση ή μίσθωση
Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς ακινήτων, πράγματι, ένα βασικό πρόβλημα που έχει οδηγήσει στην αύξηση του αριθμού των κλειστών διαμερισμάτων, ιδίως στην Αττική, οφείλεται στο ότι πολλοί ιδιοκτήτες, ή όσοι κληρονόμησαν ακίνητα μέσα στην κρίση, δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να τα επισκευάσουν, ώστε να τα διαθέσουν προς πώληση ή μίσθωση. Το πρόγραμμα έχει σχεδιαστεί ώστε να δώσει μια ώθηση σε αυτήν την κατηγορία ακινήτων, θέτοντας ως προϋπόθεση την εν συνεχεία υποχρεωτική διάθεση των κατοικιών προς μακροχρόνια μίσθωση.
Ενα ακόμα μέτρο ελήφθη στο σκέλος του προγράμματος «Χρυσή Βίζα», το οποίο αναθεωρήθηκε για δεύτερη φορά τα τελευταία δύο χρόνια, με στόχο να στρέψει τους ξένους επενδυτές σε άλλες μορφές επενδύσεων. Για παράδειγμα, το ελάχιστο ύψος επένδυσης θα διαμορφωθεί σε 800.000 ευρώ στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τα νησιά με τουλάχιστον 3.100 κατοίκους. Το ποσό αυτό κρίνεται απαγορευτικό και θεωρείται από όσους δραστηριοποιούνται στην αγορά ακινήτων, ένας έμμεσος τρόπος να καταργηθεί το πρόγραμμα. Στόχος είναι να μη δημιουργούνται υπερβολικές προσδοκίες σε πολλούς ιδιοκτήτες, που με τη σειρά τους «φουσκώνουν» αδικαιολόγητα τις ζητούμενες τιμές πώλησης.
Ωστόσο, στις διατάξεις που ψηφίστηκαν πρόσφατα περιλαμβάνεται και η δυνατότητα λήψης άδειας παραμονής με ελάχιστο ύψος επένδυσης μόλις 250.000 ευρώ, εφόσον το ακίνητο που αποκτάται έχει προέλθει από αλλαγή χρήσης. Αν δηλαδή, ήταν πριν γραφείο, αποθήκη, ή βιομηχανικό κτίριο και έχει μετατραπεί σε κατοικία, μπορεί να αποκτηθεί από τους ενδιαφερόμενους επενδυτές αντί 250.000 ευρώ, εξασφαλίζοντας έτσι την πολυπόθητη άδεια παραμονής. Παράλληλα, έχει απαγορευτεί η αξιοποίηση μέσω βραχυχρόνιας μίσθωσης, ώστε να ωθήσει τους επενδυτές στην επιλογή της μακροχρόνιας μίσθωσης, κάτι πάντως που ήδη προτιμούσε το 90-95% αυτών, τουλάχιστον με βάση τις αναφορές πηγών της αγοράς ακινήτων.
Νέες κατασκευές, με ευνοϊκούς όρους
Παράλληλα, σχεδιάζονται κι άλλες πολιτικές, όπως η αξιοποίηση δημόσιων ακινήτων μέσω ΣΔΙΤ. Οι ιδιώτες θα προχωρούν σε νέες κατασκευές, με ευνοϊκούς όρους (χωρίς να πληρώνουν π.χ. το κόστος της γης), αλλά σε αντάλλαγμα θα πρέπει να παραχωρούν ένα μέρος των διαμερισμάτων που θα κατασκευαστούν, με χαμηλό ενοίκιο.
Ολα αυτά τα μέτρα μοιάζουν να κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, επιδιώκοντας να αυξήσουν την προσφορά κατοικιών, ώστε να «αναχαιτιστεί» ο ρυθμός ανόδου των τιμών. Ωστόσο, δεν αναμένεται να οδηγήσουν σε μειώσεις, κάτι που σημαίνει ότι η κύρια προσέγγιση θα πρέπει όντως να είναι η αύξηση των εισοδημάτων των νοικοκυριών.