Η δολοφονία του λόρδου Μαουντμπάτεν

Ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός καταφέρνει καίριο πλήγμα στους Βρετανούς και κλιμακώνει την αντιπαράθεση

7' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στο τέλος της δεκαετίας του 1970, η Βόρειος Ιρλανδία βίωνε έντονα το χάος και τη βία των ταραχών που είχαν ξεκινήσει τη δεκαετία του 1960, με συγκρούσεις μεταξύ των οπαδών του ΙRA και του προτεσταντικού πληθυσμού του Ολστερ. Ο ΙRΑ στις διακηρύξεις του τόνιζε ότι «…ο αγώνας για ελευθερία εισέρχεται σε νέα φάση όπου όφειλε να αναβαθμίσει τις προσπάθειες, να διπλασιάσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις… να χυθεί περισσότερο αίμα… έτσι ώστε το Στέμμα ν’ αφήσει ελεύθερη την Ιρλανδία για πάντα». Οι πιο ριζοσπαστικοί Ιρλανδοί εθνικιστές δημιούργησαν τον λεγόμενο «Προσωρινό IRA» (Provisional IRA – PIRA), ο οποίος συγκροτήθηκε ως επαναστατική παραστρατιωτική οργάνωση (1969). Μία δεκαετία αργότερα η βία είχε αναβαθμισθεί σε ένταση και συχνότητα, τα θύματα είχαν αυξηθεί, οι καταστροφές είχαν πολλαπλασιαστεί. Η εποχή που ονομάστηκε από τους Βρετανούς «The Troubles» (Οι ταραχές), χαρακτηρίστηκε από τον ιδιότυπο 25ετή «πόλεμο» μεταξύ του βρετανικού στρατού και του ΙRΑ, o οποίος αποτελούσε το ένοπλο σκέλος του Ιρλανδικού Απελευθερωτικού Κινήματος. Κομβικό σημείο αυτή την εποχή αποτέλεσαν τα αιματηρά γεγονότα της «Ματωμένης Κυριακής» (Bloody Sunday) του 1972, όταν Βρετανοί στρατιώτες σκότωσαν 14 άοπλους διαδηλωτές στο Λoντοντέρι, με αποτέλεσμα ο επίσημος ΙRΑ να χάσει την υποστήριξη σημαντικού μέρους της ιρλανδικής κοινής γνώμης έναντι του «Προσωρινού ΙRΑ».

Η δολοφονία του λόρδου Μαουντμπάτεν-1
Λονδίνο, 5 Σεπτεμβρίου 1979. Κατά την τελετή της κηδείας του λόρδου Μαουντμπάτεν, το φέρετρο, καλυμμένο με τη βρετανική σημαία, πάνω σε κιλλίβαντα ναυτικού πυροβόλου περνάει έξω από το Κοινοβούλιο συνοδεία αγήματος του Πολεμικού Ναυτικού. 

Κορύφωση μιας κλιμακούμενης σειράς αιματηρών επιθέσεων

Σε αυτή τη διελκυστίνδα της κλιμακούμενης βίας, το έτος 1979 πρέπει να χαρακτηριστεί ιστορικά εμβληματικό, καθώς οι σχέσεις μεταξύ Βρετανών και Ιρλανδών και αντίστοιχα μεταξύ ενωτικών (προτεσταντών) και αποσχιστών (καθολικών) εντάθηκαν με επώδυνο τρόπο. Η βία, που περιλαμβάνει εντυπωσιακό αριθμό βομβιστικών ενεργειών, εκρήξεων, κλοπών αλλά και δολοφονιών, έφτασε στην κορύφωσή της με τη δολοφονία του λόρδου Μαουντμπάτεν (Αύγουστος 1979). Είχαν προηγηθεί πολλές δολοφονίες και απόπειρες δολοφονιών το ίδιο έτος κατά βρετανικών στόχων από την ιρλανδική οργάνωση, μεταξύ των οποίων διακρίνονται:
• Η δολοφονία του πρέσβη της Βρετανίας στην Ολλανδία, σερ Ρίτσαρντ Σάικς (Μάρτιος 1979).
• Η δολοφονία του Βρετανού υπουργού υπευθύνου για τη Βόρειο Ιρλανδία.
• Η απόπειρα δολοφονίας ενός Βρετανού αξιωματούχου, η οποία παρ’ ολίγον να στοιχίσει τη ζωή στον γ.γ. του ΝΑΤΟ, στρατηγό Αλεξάντερ Χέιγκ.

Η δολοφονία του λόρδου Μαουντμπάτεν-2
Η δολοφονία του Μαουντμπάτεν και ο θάνατος των Βρετανών στρατιωτών στην πρώτη σελίδα της «Κ».

Παρά το ότι οι υπηρεσίες ασφαλείας της Βρετανίας είχαν συμβουλεύσει τον λόρδο Μαουντμπάτεν να μην πάει στο εξοχικό που διατηρούσε στην Ιρλανδία για τις καλοκαιρινές διακοπές του, εκείνος είχε απαντήσει ότι «…οι Ιρλανδοί είναι φίλοι μου», διακωμωδώντας και αντιμετωπίζοντας με αυτοσαρκασμό τις προτάσεις για τη φύλαξή του λέγοντας «…ποιος θα ήθελε να σκοτώσει έναν ηλικιωμένο;». Απόπειρες εναντίον του είχαν γίνει και στο παρελθόν από τη δεκαετία του 1960, ενώ άλλη μία απόπειρα ανατίναξης του σκάφους του τον Αύγουστο του 1978 είχε αποτύχει λόγω θαλασσοταραχής. Στις 27 Αυγούστου του 1979, ο λόρδος με μέλη της οικογενείας του επιβιβάστηκαν στο σκάφος του. Ενα τέταρτο αργότερα το σκάφος ανατινάχθηκε. Μαζί του ήταν η κόρη του, ο γαμπρός του, η μητέρα του γαμπρού του, τα δίδυμα 14χρονα αγόρια της κόρης του και ένα μικρό αγόρι από την περιοχή. Σκοτώθηκαν ο ίδιος, ένα από τα δίδυμα εγγόνια του, η μητέρα του γαμπρού του και το μικρό αγόρι. Οι υπόλοιποι επέζησαν με σωματικά τραύματα, αλλά κυρίως πολλά ψυχικά. Ωρες μετά την ανατίναξη του σκάφους, μια βόμβα του ΙRΑ σκότωσε 18 Βρετανούς στρατιώτες κοντά στα σύνορα με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Ηταν μια εξαιρετικά αιματηρή ημέρα. Πολύ σύντομα ο ΙRΑ ανέλαβε την ευθύνη για τη δολοφονία του λόρδου Μαουντμπάτεν. Η συγκεκριμένη δολοφονική ενέργεια, καθώς έγινε με τηλεχειρισμό, έδειξε την εξέλιξη και τις «νέες» δυνατότητες της οργάνωσης. Ο κατασκευαστής της βόμβας, Τόμας Μακ Μάχον, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη αλλά αφέθηκε ελεύθερος με τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής του 1998 (Good Friday Agreement), η οποία είχε γίνει με σκοπό να μπει τέλος στη διαμάχη μεταξύ ενωτικών (προτεσταντών) και αποσχιστών (καθολικών).

Η δολοφονία του λόρδου Μαουντμπάτεν-3
Λίγο μετά την έκρηξη της βόμβας του IRA, ένα από τα θύματα μεταφέρεται στο λιμάνι Mullaghmore. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Ηταν ένας εύκολος στόχος με ιδιαίτερα συμβολική σημασία

Ο λόρδος Μαουντμπάτεν θεωρείται ότι επιλέχθηκε ως ένας εύκολος στόχος, καθώς δεν δεχόταν την ασφάλεια που του πρότειναν οι βρετανικές υπηρεσίες ασφαλείας. Ταυτόχρονα, ήταν ένας στόχος συμβολικός, η δολοφονία του οποίου στόχευε στον εκφοβισμό των Βρετανών, αλλά και στην επίδειξη των ικανοτήτων του ΙRΑ. Καθώς ο λόρδος ήταν μέλος της βασιλικής οικογένειας, ο θάνατός του θα έσπερνε αναμφίβολα τον τρόμο στους Βρετανούς πολίτες. Οπως ανέφερε η οργάνωση «…αυτή η επιχείρηση είναι άλλη μία προσπάθεια να αντιληφθεί ο βρετανικός λαός τη συνεχιζόμενη κατοχή της χώρας μας». Η δολοφονία του έφερε έντονο θυμό στους Βρετανούς πολιτικούς, στην κοινή γνώμη, αλλά ακόμη και σ’ αυτούς που δεν έβλεπαν αρνητικά τον αγώνα του ΙRΑ για ανεξαρτησία. Η δολοφονία του λόρδου και των μελών της οικογενείας του δεν ήταν εύκολο να «νομιμοποιηθεί».

Ενα ερώτημα το οποίο παραμένει ακόμη αναπάντητο, είναι γιατί επιλέχθηκε ο συγκεκριμένος στόχος εκτός από το προαναφερθέν, ότι ήταν ένας εύκολος και συμβολικός στόχος. Στο βιογραφικό του λόρδου Μαουντμπάτεν, μεταξύ των πολλών τίτλων ως μέλους της βασιλικής οικογένειας συγκαταλέγονταν τα εξής: ήταν δισέγγονος της βασίλισσας Βικτωρίας, δεύτερος εξάδελφος της βασίλισσας Ελισάβετ, θείος του πρίγκιπα Φιλίππου, μέντορας του πρίγκιπα Καρόλου. Υπήρξε ο τελευταίος αντιβασιλέας της Ινδίας, αυτός που κήρυξε την ανεξαρτησία της και παρέμεινε γενικός κυβερνήτης στον διαχωρισμό του κράτους, με το Πακιστάν. Υπήρξε κόμης της Βιρμανίας (1900-1979) και αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού. (Οι τίτλοι του ήταν πολλοί, για τον λόγο αυτό, η αναφορά είναι απολύτως ενδεικτική.)

Εκλεγμένη πρωθυπουργός της Βρετανίας –πριν από τη δολοφονία– ήταν η Μάργκαρετ Θάτσερ. Η «απάντησή» της στη δράση του ΙRΑ μετά τη δολοφονία του λόρδου ήταν απόλυτη, ολοκληρωτική και ιδιαίτερα σκληρή. Χαρακτήρισε τον ΙRΑ εγκληματική οργάνωση, στερώντας του την ιδιότητα της πολιτικής οργάνωσης την οποία έφερε τα προηγούμενα χρόνια. Στη συνέχεια στέρησε τα πολιτικά δικαιώματα από τους φυλακισμένους του ΙRΑ. Η οργάνωση απάντησε με απεργίες πείνας στις φυλακές. Ο επικεφαλής των απεργών πείνας, Μπόμπι Σαντς, εξελέγη στη βρετανική Βουλή, αλλά πέθανε στη φυλακή λόγω απεργίας πείνας (5 Μαΐου 1981). Ο θάνατός του πυροδότησε διεθνή σχόλια κατά της Θάτσερ, η οποία παρέμεινε κάθετη εναντίον του ΙRΑ, έως το τέλος της θητείας της. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η δολοφονία του λόρδου Μαουντμπάτεν και των μελών της οικογενείας του σηματοδότησε μια εξαιρετικά βίαιη εποχή για τη Βρετανία και τη Βόρειο Ιρλανδία, αλλά κυρίως για τον ΙRΑ. Σημειώνεται η απόπειρα δολοφονίας κατά της Μάργκαρετ Θάτσερ, με αποτέλεσμα τον θάνατο πέντε μελών του κόμματός της και τον τραυματισμό τριάντα ενός (1984).

Η δολοφονία του λόρδου Μαουντμπάτεν-4
Η βασίλισσα Ελισάβετ μπροστά στο φέρετρο του Μαουντμπάτεν, ο οποίος ήταν θείος του πρίγκιπα Φιλίππου και μέντορας του σημερινού βασιλιά Καρόλου. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Η ιστορική χειραψία της βασίλισσας Ελισάβετ και η δημόσια συγγνώμη του Σιν Φέιν

Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να συμφωνηθεί η εκεχειρία και να αρχίσει μια εποχή ειρήνης μεταξύ των δύο πλευρών. Το 2005, ο ΙRΑ κήρυξε τον τερματισμό των ένοπλων επιχειρήσεων, έχοντας ανακοινώσει ότι θα προχωρούσε στην επίτευξη των σκοπών και στόχων του με πολιτικά μέσα. Το 2012 η βασίλισσα Ελισάβετ έτεινε το χέρι της και έκανε χειραψία με τον Μάρτιν Μακ Γκίνες, ο οποίος υπήρξε πρώην διοικητής του ΙRΑ. Το 2012 ήταν αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της ημιαυτόνομης, υπό βρετανική κυριαρχία, Β. Ιρλανδίας. Η χειραψία ως κίνηση συμβόλιζε το τέλος του 30ετούς πολέμου μεταξύ των δύο πλευρών, που στοίχισε τη ζωή σε χιλιάδες στρατιώτες και πολίτες. Ο Μακ Γκίνες υπήρξε ηγετικό στέλεχος του ΙRΑ, πρωτεργάτης σε πολλές επιχειρήσεις του, με έντονη επιχειρησιακή δράση. Η συμβολική χειραψία με τη βασίλισσα Ελισάβετ δεν έγινε αποδεκτή από το σύνολο των Ιρλανδών. Πολλοί ήταν αυτοί που την είδαν ως προδοσία και αυτό εκφράστηκε με γκράφιτι «αποκήρυξης» του Μακ Γκίνες και του Σιν Φέιν, το οποίο είναι το πολιτικό σκέλος του καταργηθέντος Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (ΙRΑ). Το 2021, 24 ώρες μετά την κηδεία του πρίγκιπα Φιλίππου, η Μαίρη Λου Μακντόναλντ, πρόεδρος του Σιν Φέιν, δήλωσε ότι λυπάται 

«…που έγινε η δολοφονία» και ότι το γεγονός «…είναι πολύ θλιβερό». Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ακούστηκε δημόσια η συγγνώμη από την πλευρά των Ιρλανδών για τη δολοφονία του λόρδου Μαουντμπάτεν, ενώ σε μια συνάντηση που είχε πραγματοποιηθεί το 2015 με τον προηγούμενο Ιρλανδό πρόεδρο του Σιν Φέιν και τον πρίγκιπα Κάρολο δεν υπήρξε καμία συζήτηση για το θέμα.
Η δολοφονία του λόρδου Μαουντμπάτεν στιγμάτισε έντονα την εποχή που συνέβη τις σχέσεις μεταξύ Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας, και παραμένει έως τις μέρες μας μια δολοφονία με σωρεία εμπλεκομένων, η οποία άφησε χώρο για πολλές υποθέσεις και σενάρια ως προς την ανάλυση του προσανατολισμού της πολιτικής βίας. Το ιστορικό γεγονός, όμως, είναι και παραμένει η ανάληψη της ευθύνης για τη δολοφονία του.
 
* Η κ. Μαίρη Μπόση είναι καθηγήτρια Διεθνούς Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT