Στις 2 Μαΐου 1977, ο Γιάννης Ρίτσος τιμήθηκε στη Μόσχα με το «∆ιεθνές Βραβείο Ειρήνης Λένιν για την Ενίσχυση της Ειρήνης μεταξύ των Λαών», ένα βραβείο το οποίο απονεμόταν από τη σοβιετική κυβέρνηση σε ανθρώπους που διακρίνονταν στην τέχνη, την επιστήμη και την τεχνολογία. Επρόκειτο για μία από τις πολλές διακρίσεις που έλαβε ο Έλληνας ποιητής. Κατά τη διάρκεια της εξηντάχρονης πορείας του στον χώρο των γραμμάτων, ο Γιάννης Ρίτσος έμεινε σταθερός σε αξίες όπως ο ανθρωπισμός και η ελευθερία, ενώ υπήρξε παράλληλα σταθερά στρατευμένος στις αριστερές και κομμουνιστικές ιδέες. Όντας ένας ποιητής με έντονη κοινωνική συνείδηση, ο Ρίτσος μετουσίωσε τις προσλαμβάνουσες από τον πολιτικό και κοινωνικό περίγυρό του σε ποίηση, καταθέτοντας συγχρόνως τη μαρτυρία του από την αναζήτησή του στα βάθη της ψυχής του ανθρώπου. ∆ημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, καθώς και τέσσερα θεατρικά έργα. Η Καθημερινή παρακολουθούσε από τον Μεσοπόλεμο ακόμα το έργο του Ρίτσου. Στην παρούσα έκδοση περιλαμβάνονται, εκτός από μια κριτική του 1937 για το ποίημα «Το τραγούδι της αδελφής μου», μια άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξή του στον Αχ. Χατζόπουλο τον Οκτώβριο του 1974, καθώς και ένα αφιέρωμα του τελευταίου στον Ρίτσο, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1977, με αφορμή την απονομή του Βραβείου Λένιν. Τέλος, περιλαμβάνεται και η νεκρολογία του Σπύρου Τσακνιά για τον ποιητή της «Ρωμιοσύνης». Στην εισαγωγή της έκδοσης, ο Ευριπίδης Γαραντούδης, καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, προσεγγίζει το έργο του Ρίτσου με μια σύγχρονη ματιά.
Η εποποιία της καθημερινότητας
Το ογκωδέστατο ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου (Μονεμβασιά 1909-Αθήνα 1990), συγκεντρωμένο σήμερα σε 14 τόμους με περίπου 6.300 σελίδες, συνδέθηκε, τόσο από τον ίδιο, όσο και από την κριτική, με την ένταξη, ήδη από τα νεανικά του χρόνια, στο Κομμουνιστικό Κόμμα και με τη μετέπειτα σταθερή αφιέρωσή του στην αριστερή ιδεολογία. Παράλληλα, ο Ρίτσος έμεινε προσηλωμένος στην υπηρεσία της ποίησης ως τέχνης που συναρτάται με την ιδεολογία, αλλά διατηρεί την αυτονομία της. Παρά τα προβλήματα της υγείας του, τις οικονομικές δυσκολίες και τις μακρές περιόδους εξορίας και περιορισμού του, ο Ρίτσος υπήρξε ακαταπόνητος εργάτης του λόγου και αντιμετώπισε τις κάθε είδους αντιξοότητες με ακατάβλητο σθένος και ακλόνητη πίστη στις ιδέες του. Την τελευταία μόνο δεκαπενταετία, από την αρχή της Μεταπολίτευσης μέχρι τον θάνατό του, οι βιοτικές του συνθήκες τού επέτρεψαν να αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό έργο του. Παράλληλα με την ποίηση, ο Ρίτσος άφησε αξιόλογο πεζογραφικό, θεατρικό, δοκιμιακό και μεταφραστικό έργο, ενώ ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική και τη μουσική.
Τα ποιήματα του Ρίτσου της περιόδου 1930-1935, αυτά των πρώτων συλλογών, Τρακτέρ (1934) και Πυραμίδες (1935), γραμμένα σε αυστηρά έμμετρο στίχο, μαρτυρούν τη σχέση του με παλαιότερους και σύγχρονους παραδοσιακούς ποιητές (Παλαμάς, Σικελιανός, Βάρναλης και Καρυωτάκης). Πρόκειται για ποιήματα που τα χαρακτηρίζει η εκφραστική αστάθεια, καθώς μερικά αφομοιώνουν τα θέματα και το ύφος των ελεγείων και των σατιρών του Καρυωτάκη και εκφράζουν καθαρά αρνητικό ψυχισμό, ενώ άλλα εκδηλώνουν τη θετική θεώρηση της ζωής ως απόρροια της επαναστατικής ιδεολογίας. Από το 1935 και εξής, ο Ρίτσος έγραψε εκτενή, συνθετικά ποιήματα σε ελεύθερο στίχο, ως επί το πλείστον λυρικά και ερωτικά, όπως «Το τραγούδι της αδελφής μου» (1937) και «Το εμβατήριο του ωκεανού» (1940). Αυτά τα ποιήματα χαρακτηρίζονται επίσης από διαφορές στο ύφος και στον ψυχοσυναισθηματικό τόνο τους, διαφορές που οφείλονται στην ίδια αιτία της πολυμορφίας των αυστηρά έμμετρων ποιημάτων, δηλαδή στη μετάπτωση ανάμεσα σε διαφορετικά μεταξύ τους και αναφομοίωτα πρότυπα.
Ύστερα από την υιοθέτηση του ελεύθερου στίχου, ο Ρίτσος δεν αποδεσμεύτηκε από την κληρονομιά της αυστηρά έμμετρης και παραδοσιακής ποίησης, όπως μαρτυρεί η επιλογή του να γράψει τον «Επιτάφιο» (1936) σε δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα. Το πολύ γνωστό αυτό ποίημα, που το 1960 μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη, βασίστηκε στην είδηση του θανάτου ενός καπνεργάτη στη Θεσσαλονίκη, όταν κατεστάλη βίαια η διαδήλωση των απεργών καπνεργατών τον Μάιο του 1936. Η επιλογή του αυστηρά έμμετρου στίχου στον «Επιτάφιο» υπαγορεύτηκε κυρίως από τον λαϊκό χαρακτήρα του ποιήματος. Η λαϊκότητα αυτή αποδίδει τον θρήνο της μάνας του σκοτωμένου εργάτη και απορρέει από την πρόθεση του ποιητή να συνδεθεί, τόσο στιχουργικά όσο και εκφραστικά, με την παράδοση του δημοτικού μοιρολογιού και τις νεότερες έντεχνες εκβλαστήσεις της. Το ποίημα καταλήγει σε κοινωνική καταγγελία και ευαγγελίζεται την εξέγερση των καταπιεσμένων.
Το σύνθεμα «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» (1942) αποτελεί σταθμό στις ακαταστάλακτες μοντέρνες αναζητήσεις του Ρίτσου στα ελευθερόστιχα ποιήματά του, επειδή, για πρώτη φορά, σε αυτό βρήκε το δικό του, μορφολογικό και εκφραστικό, στίγμα στον ελεύθερο στίχο. Στερέωσε τον, κατά βάθος ρυθμικά ενορχηστρωμένο, ελεύθερο στίχο του στην ενάργεια της πραγματογνωστικής παρατήρησης και καταγραφής του απλού λαϊκού κόσμου, τις ποικίλες όψεις του οποίου θα εκφράσει σε πολλά μεταγενέστερα ποιήματά του. Ο τόμος Αγρύπνια (1954) συγκέντρωσε μεγάλο μέρος της ποιητικής παραγωγής της ταραγμένης δεκαετίας του 1940, γι’ αυτό τα περισσότερα ποιήματά του απηχούν τα δραματικά βιώματα της εποχής. Ποιήματα όπως η «Ρωμιοσύνη» και η «Κυρά των αμπελιών», που εκφράζουν με επική διάθεση το αντιστασιακό φρόνημα, συνυπάρχουν με άλλα, όπου ο λόγος γίνεται λιτός και καταγγελτικός, σε συνάρτηση με τον ιδεολογικό αγώνα και το βίωμα της εξορίας.
Την περίοδο 1954-1967 η σχετική ύφεση της πολιτικής οξύτητας επέφερε την κοινωνική επανένταξη του Ρίτσου, συνθήκη που του επέτρεψε να κινηθεί σε εσωτερικότερες αναζητήσεις, συγχρονισμένες με τη μοντέρνα έκφραση, χωρίς να υποβαθμίζεται ο ιδεολογικός στόχος. Η υποβλητική σύνθεση «Σονάτα του σεληνόφωτος» (1956) εγκαινίασε μια σειρά δραματικών μονολόγων με σκηνική δομή, όπου ο λόγος εκφέρεται από ένα σύγχρονο ή μυθικό πρόσωπο. Τα ποιήματα αυτά έχουν ως θέματά τους τη μοναξιά, τη στέρηση του έρωτα, την κυριαρχική αίσθηση της φθοράς, το γήρας του σώματος, τη σύγκρουση του ατόμου με το κοινωνικό περιβάλλον. Πρόκειται κυρίως για αρχαιόθεμα ποιήματα που ανανέωσαν τον διάλογο της μοντέρνας ποίησης με την ελληνική αρχαιότητα, ιδίως επειδή πέτυχαν τη συγχώνευση του μύθου με τις σύγχρονες πολιτικοκοινωνικές εμπειρίες. Οι δραματικοί μονόλογοι του Ρίτσου συγκεντρώθηκαν το 1972 στον τόμο Τέταρτη διάσταση (1956-1972).
Η ποίηση του Ρίτσου, χωρίς να αποκοπεί από τα παλαιότερα γνωρίσματά της, σημαδεύτηκε από τις αρνητικές πολιτικές εξελίξεις της δικτατορίας του 1967.
Την περίοδο 1967-1972, η ποίηση του Ρίτσου, χωρίς να αποκοπεί από τα παλαιότερα γνωρίσματά της, σημαδεύτηκε από τις αρνητικές πολιτικές εξελίξεις της δικτατορίας του 1967 και γι’ αυτό χαρακτηρίζεται από την ειρωνεία, τον σαρκασμό, την αίσθηση του παράλογου και του μάταιου, όπως δείχνουν τα ποιήματα των συλλογών Επαναλήψεις Β (1968) και Επαναλήψεις Γ (1969). Παράλληλα, το αντιστασιακό φρόνημα απέναντι στην καταπίεση, ανάμεικτο με πικρία για τις απανωτές ήττες, εκδηλώθηκε σε βιβλία όπως το Πέτρες, επαναλήψεις, κιγκλίδωμα (1972) και τα ∆εκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1973). Την πρώτη δεκαετία της Μεταπολίτευσης ο Ρίτσος διήνυσε περίοδο δημιουργικού και εκδοτικού οργασμού, όπως δείχνει η «Γκραγκάντα» (1973) ή ο «Σάρκινος λόγος» (1981). Πρόκειται για ποιήματα που συνάρθρωσαν ένα εκφραστικό μωσαϊκό διαφόρων, διαφορετικών ή και αντιφατικών μεταξύ τους τάσεων. Έτσι, οι αντιστασιακές μνήμες του παρελθόντος αναζωογονούνται αλλά και συνυπάρχουν με την έκφραση ενός έντονου και απροσχημάτιστου ερωτισμού. Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας της ζωής του, εκείνης του 1980, είναι αισθητή η στροφή του Ρίτσου στην πεζογραφία, με τη γραφή και έκδοση εννέα πεζογραφημάτων με τον γενικό τίτλο Εικονοστάσιο ανώνυμων αγίων. Αυτή η εννεαλογία έχει έντονα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, συνδυάζοντας την καταγραφή ατομικών και κοινωνικών βιωμάτων, και χαρακτηρίζεται από την ερωτική τόλμη της.
Ένα σύνθετο δίκτυο τάσεων συγκροτεί την πνευματική πορεία του Ρίτσου ως διαρκή ταλάντευση ανάμεσα στην εξέλιξη και την αναδίπλωση, τη φανέρωση και τη συγκάλυψη, την ειλικρίνεια και την υιοθέτηση κοινωνικά αποδεκτών ρόλων. Έτσι, η εξέλιξη της ποίησής του μπορεί να ερμηνευτεί με βάση ένα σχήμα εξισορρόπησης αντιθέσεων. Η κύρια αντίθεση βασίστηκε στο ότι ο Ρίτσος υπηρέτησε ταυτόχρονα την ιδεολογία και την ποίηση. Ένα μεγάλο μέρος του ποιητικού έργου του υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να προβληθεί ή και να προπαγανδιστεί η κομμουνιστική ιδεολογία. Όχι μόνο με τη θεματολογία, αλλά και με το ύφος αυτών των ποιημάτων διεκδίκησε το αίτημα να «σμίξουμε τον κόσμο». Από την άλλη όμως πλευρά, ένα επίσης μεγάλο μέρος της ποίησής του ανταποκρίνεται στο αίτημα των αναζητήσεων και των καινοτομιών του μοντερνισμού. Στο κέντρο αυτών των ποιημάτων βρίσκεται η δραστική μέχρι σήμερα έκφραση της υποκειμενικότητας, η εσωτερική υπαρξιακή αναζήτηση και ο ερωτισμός. Αρκετά είναι, επίσης, τα ποιήματα όπου οι δύο τάσεις της ποίησής του, η ιδεολογική και η μοντέρνα, συγκλίνουν. Ο Ρίτσος έγραφε ποιήματα σχεδόν κάθε μέρα, σε μια προσπάθεια να κάνει ποίηση την καθημερινότητα. Γι’ αυτό η αξία της ποίησής του εντοπίζεται μέσα από μια ανάγνωση που δεν θα εστιαστεί σε συγκεκριμένα ποιήματα, αλλά θα επεκταθεί στο εύρος της ποιητικής παραγωγής του. Τότε ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται τη διαρκή και εναγώνια προσπάθεια του Ρίτσου να μεταπλάσει σε ποίηση την καθημερινότητα μιας εναργούς ποιητικής συνείδησης. Με την εταστική παρατήρηση και τη λεπτομερή καταγραφή των αντικειμένων και των καταστάσεων της καθημερινότητας, συντάσσει την εποποιία της. Η σπάνια παρατηρητικότητά του, η εστίαση της προσοχής στις λεπτομέρειες, η οικείωση με τις ταπεινές όψεις της πραγματικότητας, ο κουβεντιαστός τόνος της φωνής είναι στοιχεία της ποίησής του που μνημειώνουν και καθαγιάζουν την κάθε στιγμή της ανθρώπινης ζωής. Όλα αυτά τα στοιχεία αποτέλεσαν τη γόνιμη κληρονομιά του Ρίτσου στους μεταπολεμικούς ποιητές, ιδίως σε όσους εντάχθηκαν στην Αριστερά.
Ευριπίδης Γαραντούδης,
Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Το τραγούδι της αδελφής μου του κ. Γιάννη Ρίτσου
Ενθυμούμαι ότι είχα επαινέσει τον κ. Γιάννην Ρίτσον όταν τύπωσε τις «Πυραμίδες» του. Μέσα στον σκοτεινό συνωστισμό της ποιητικής μετριότητος του καιρού μας, ο κ. Γιάννης Ρίτσος έρριψε μια δέσμη φωτός, ικανή για να του ανοίξη το δρόμο… Μα θάλεγε κανείς ότι ο κ. Ρίτσος εβάδιζε με κοθόρνους. Κάτι τον συνέπαιρνε πιο πάνω από την γη και από τα πράγματα – πιο πάνω από τ’ ανθρώπινα, που δεν εχάριζε βάθος και στοχασμό στην ποίησή του, αλλά την διακοσμούσε μάλλον με λογής-λογής μπιχλιμπίδια αστραφτερά και ψεύτικα, με στόμφον ωκεάνειο, που αφαιρούσε αντί να προσθέτη στο ειδικό της βάρος… Κι αληθινά, αυτό ήταν ο μεγάλος της κίνδυνος. ∆εν ήταν πρωτοπόρος σ’ αυτό το είδος της μεγαλορρήμονος αλλά κούφης ποιήσεως ο κ. Ρίτσος. Ήταν μάλλον μαθητής. Ο Μανώλης Κανελλής τούς είχε πάρει στο λαιμό του κ’ εξακολουθεί ακόμη να τους επηρεάζει – όσους πιστεύουν ότι το αγαθό της εμπνεύσεως, της ποιητικής συγκινήσεως και του ακεραίου συναισθήματος που εκφράζεται σε ακέραια μορφή, μπορεί να γίνη εντυπωτικώτερο αν αγκαλιάση τη γη και τους ωκεανούς, αντί να σταθή στοχαστικό στην άμεση περιγυριά του. Ενθυμούμαι ότι στους θουρίους του πρώτου μέρους των «Πυραμίδων» με τον τιτανικό λυρισμό, εστάθηκα μάλλον σκεπτικός. Εκείνο το αδιάκοπο σφυροκόπημα του δεκαπεντασύλλαβου με τον δεκατετρασύλλαβο, με την ασταμάτητη ροή των οργίλων φράσεων, των μεγάλων λέξεων, των γιγαντικών εξάρσεων, έδινε την εντύπωση επικινδύνου ισορροπίας σε μεγάλη γυάλινη φούσκα. Ένας τόσος δα δυνατώτερος κτύπος, ένα ισχυρότερο βάδισμα και τα πάντα θα ήσαν θρύψαλα. Ε, αυτό το βάδισμα το αποτολμούσε κάποτε η ψυχρή σκέψη. Και το αποτέλεσμα ήταν εξίσου απογοητευτικό με την καταστροφή της φαντασμαγορίας… Όμως με εντελώς αλλοιώτικα συναισθήματα, με εντελώς διάφορη διάθεση αντίκρυζε κανείς τη λιτή και γόνιμη σε συγκινήσεις ελεγειακή ποίηση του εντεκασύλλαβου στο δεύτερο μέρος των «Πυραμίδων». Ο ποιητής προσπαθούσε στα πρώτα ποιήματα να εξοργίση και να παρασύρη. ∆εν το κατώρθωνε. Στα δεύτερα προσπαθούσε να υποβάλη. Και το επετύγχανε. Οι ήρεμοι και βαθύτατα ανθρώπινοι στίχοι του είχαν την πειστικότητα του αληθινού. Ο ελεγειακός τόνος των ήταν ψυχικός σπαραγμός, που διατηρούσε το καταπληκτικό του πάθος σ’ όλη τη διαβάθμιση των αισθημάτων. Το αίσθημα με τη σκέψη βάδιζε αγκαλιασμένο σε αρμονική συμφωνία.
Ο κ. Γιάννης Ρίτσος υπεσήμαινε από τότε ότι ψυχή της ποιήσεώς του θα ήταν το ελεγείο. Το εξεμεταλλεύθη σε διάφορον τόνο, στον «Επιτάφιο» που εξέδωκε μετά τις «Πυραμίδες». Σήμερα μας δίνει την ολοκλήρωσή του σ’ ένα μακρόπνοο τραγούδι, «Το τραγούδι της αδελφής μου».
Η τεχνική που ακολουθεί ο κ. Ρίτσος στο νέο αυτό τραγούδι του είναι διάφορη από τα προηγούμενα. Αυτή τη φορά χρησιμοποιεί –και τον χρησιμοποιεί αλλού με δύναμη, αλλού με ηθελημένην πεζολογία– τον ελεύθερο στίχο. Όμως ο ελεγειακός τόνος παραμένει πότε ισχυρότατα έκδηλος, πότε ισόχρωμος, χαμηλός και βαθύς, σαν θλιβερός συνοδός του αισθήματος.
Αδελφή μου
θ’ άξιζε ολόρθος να σταθώ
κατάντιρυ στον ήλιο
και των στίχων τους κίονας να υψώσω
προς το κυανό διάστημα
για να περιπατείς τα βράδυα
χαμογελώντας πλάι στην Ευρυδίκη
κάτω απ’ τους έναστρους θόλους
του άφθαρτου θέρους.
Όμως, αδελφή μου,
δεν δύναμαι άλλο.
Το άπειρο συνέτριψε
το στιλπνό του τόξο
στο μέτωπό μου
και στροβιλίζομαι στην άπειρη Στιγμή
θρυμματισμένος κι αδαής.
Η φωνή μου ναυάγησε,
η κόμη μου μάδησε
τα τελευταία της άνθη.
Μονάχα με λυγμούς
αρθρώνω το άσμα σου.
Αυτή είναι η αρχή και σ’ αυτό το ύφος προχωρεί η ανάπτυξις της ελεγείας. Ωστόσο «Το τραγούδι της αδελφής μου» του κ. Γιάννη Ρίτσου, ακριβώς γιατί είναι ένα εκλεκτό προϊόν του είδους, παρέχει την ευκαιρία για μερικές διαπιστώσεις που δεν εντοπίζονται μόνο στην ποίηση τη δική του.
∆ιαπίστωσις πρώτη: Από την εποχή που η ρεαλιστική αντίληψις της πραγματικότητος εδημιούργησε την αντιρρωμαντική διάθεση και την σάτυρα την κοινωνική, παρατηρείται, μια ολοένα τολμηρότερη εισαγωγή της καθαρεύουσας στην ποίηση. Η εισαγωγή αυτή ακολούθησε δύο στάδια: το στάδιο της ειρωνίας των λέξεων – όταν η καθαρεύουσα εχρησιμοποιείτο για την τόνωση του γελοίου ωρισμένων κοινωνικών καταστάσεων, οπότε ο μορφικός και φραστικός σχολαστικισμός εγίνετο προς προσποιητήν αντίδρασιν κατά της δημοτικής – αντίδρασιν η οποία πάλιν ετόνιζε την αισθητικήν υπεροχή της δευτέρας. Εις το στάδιο δηλαδή αυτό θα διακρίνωμεν μάλλον την προέκταση του γλωσσικού αγώνος, τον συσχετισμό του με άλλες ευρύτερες διακλαδώσεις της σχετικής διαμάχης και την χρησιμοποίηση της σατύρας ως όπλον υπέρ και όχι κατά της δημοτικής. Η περίοδος της κοινωνικής σατύρας που κατόπιν εκφυλίζεται σε σάτυρα καθαρώς ατομικών συναισθηματικών καταστάσεων συμπίπτει όπως είπαμε με την εισαγωγή της καθαρευούσης στην ποίηση. Το δεύτερο στάδιο χαρακτηρίζεται από την εξοικείωση με τα καθαρευουσιάνικα στοιχεία και την χρησιμοποίηση της καθαρευούσης περισσότερο για αισθητικούς παρά γι’ άλλους σκοπούς. Το στάδιο αυτό συμπίπτει με την εισβολή του υπερρεαλισμού και της λεγομένης «καθαράς ποιήσεως» στον ελληνικό στίχο.
∆ιαπίστωσις δευτέρα: Η αισθητική επιβολή της ποιήσεως του Καβάφη συμπίπτουσα με το εικονοπλαστικό κίνημα κατά της παραδεδεγμένης ποιητικής παραδόσεως, επέδρασε και στον γλωσσικό τομέα κατά τρόπον μάλλον οπισθοδρομικό – αφού άλλωστε και αυτό το πρότυπο, η καβαφική ποίησις, παρείχε άφθονα τα στοιχεία μιας επιστροφής χαρακτηριζομένης από εμφανή παρακμή.
∆ιαπίστωσις τρίτη: Η κατάχρησις της ρίμας, η γλωσσική αναρχία, η οποία έφθανε μέχρι γλωσσοπλαστικής ακολασίας, εδημιούργησε την αναγκαίαν αντίδραση. Η αντίδρασις αυτή ενεφανίσθη οξύτατη σ’ έναν ποιητή, τον κ. Μιχ. ∆όρι Παπαγεωργίου ο οποίος στους «Ελιγμούς» μάς προσέφερε την αρχαΐζουσα καθαρεύουσα ως σύνθημα μιας νέας αισθητικής συνειδήσεως.
∆ιαπίστωσις τετάρτη: Μάλλον ο υπερρεαλισμός, ο οποίος στην Ελλάδα εστηρίχθη περισσότερο σ’ εντυπωτικά μορφικά σχήματα που ηυνοούντο από την καθαρεύουσα παρά από τη δημοτική, υπήρξεν ο κύριος ένοχος για την γλωσσική στροφή που διαρκώς γίνεται εμφανέστερη στα ποιητικά πρωτίστως έργα της νέας γενεάς.
Θα ήθελα να προσθέσω ακόμη μία διαπίστωση, η οποία όμως δεν είναι πάντοτε γενική. Αυτήν: ότι η καθαρεύουσα έγινε πια μανιέρα και κάτι σαν πιστοποιητικό γραμματωσύνης που λείπει από τόσους νέους λογοτέχνες. Κάνουμε σαν ξιπασμένοι αρχοντοχωριάτες που μας θαμπώνουν τα φράγκικα και βάζουμε τη βελάδα με τσαρούχια. Στο «Τραγούδι της αδελφής μου» ο κ. Γιάννης Ρίτσος χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα αλλού από μανιέρα, αλλού από αισθητική ανάγκη. Αλλά θα ρωτήσω: Είναι άραγε αισθητικώτερος ο στίχος:
«των απωλεσμένων βημάτων σου»
από το ωραιότερο και εκφραστικώτερο:
«των χαμένων βημάτων σου»
αφού καμμιά μετρική ανάγκη δεν υποχρεώνει στο ακαλαίσθητο και μακαρονίστικο: «απωλεσμένων»;
Και είναι μήπως ωραία αυτή η πρόσμιξη της καθαρεύουσας με τη δημοτική που θυμίζει πάλι τη βελάδα με τα τσαρούχια;
«Ιδού το φλάμπουρο του έαρος!»
Και γιατί αυτές οι δυσαρμονικές συνηχήσεις;
Κι’ όμως ακόμη ακούμε βαθειά (μας…
Κι’ ακόμη, γιατί η επιζήτηση του ακατανοήτου; Παίρνω μερικές το λιγώτερο αδικαιολόγητες εικόνες και μεταφορές:
Επικαλούμαι της ομορφιάς την καλοσύνη
να μ’ ελεήσει μια στάλα δροσιάς.
Όμως κανείς δεν αποκρίνεται
στις παρακλήσεις
των ηττημένων λαών.
Γιατί εδώ ο ποιητής γίνεται «ηττημένος λαός»;
Πού βρίσκεται τώρα η σιωπή
με τους λευκούς ύπνους
με τις παγωμένες εκτάσεις
με τα ουδέτερα ρόδα;
«Ουδέτερα ρόδα»!
Ε, αυτά τα φτερά
εγγίζουνε τα βλέφαρά μου
με την άρρωστη κίνηση
των διαβασμένων βιβλίων.
Ποια είναι η «άρρωστη κίνηση των διαβασμένων βιβλίων»; Υπερρεαλιστική επίδραση, θα ειπούν μερικοί. Ίσως. Αλλ’ είναι, νομίζω, καιρός ν’ αντιληφθούμε ότι τα γεωμετρικά σχήματα της λογικής μπορεί να είναι κάπως στεγνά από τους συνεπαρμούς στις «παγωμένες εκτάσεις με τα ουδέτερα ρόδα» αλλά κινούνται κάποτε, όταν ο τεχνίτης έχη το δώρο της μεγάλης και γόνιμης έμπνευσης, σε γραμμές που οδηγούν στο ωραίο άπειρο της φαντασίας.
Μ’ ας βιασθούμε να ενθουσιασθούμε με τον κ. Γιάννη Ρίτσο. Στο «Τραγούδι της αδελφής μου» παρά τα πολλά που θα είχε να παρατηρήση κανείς, η ρωμαλέα ποιητική πνοή, που πάλλει με πυρετώδη ρυθμό και φουσκώνει τις φλέβες είναι καταφάνερη στον κάθε στίχο, στην κάθε φωνή που βγαίνει σαν μυστικός κι’ αξιοπρεπής θρήνος από το πολύπτυχο αυτό ελεγείο.
Στυλώνουμαι, πύργος νυχτός,
μες την ακατανόητη βουή
των διασταυρουμένων κεραυνών
κι’ αγγίζω αδίστακτος τα ξίφη.
Του ήλιου οι αψίδες βυθίστηκαν
κάτω απ’ τα βλέφαρά σου.
Τίποτ’ άλλο δε ζει
έξω απ’ τον πένθιμο κύκλο
που χαράζουν στην πλάση τα μάτια σου
∆ε θέλω
τα τύμπανα των θριάμβων
ν’ αναγγέλλουν τη δόξα μου
μέσα στα δάση της Άνοιξης.
Το δικό σου χαμόγελο
μου φτάνει.
Η κρήνη των ματιών σου
μπορεί να ποτίσει τη δίψα μου
και ν’ ανθίση τη ζωή μου.
Ωραίοι στίχοι. Ωραία νοήματα. Ας θελήση ο κ. Γιάννης Ρίτσος κλείοντας κάπως τ’ αυτιά σε μερικά εγκώμια που όσο κι αν είναι αξιοσέβαστα δεν είν’ άλλο τόσο και ψύχραιμα, να κυττάξη βαθειά τον εαυτό του, να κυττάξη τα γύρω του, και να αρμονίση το αίσθημά του με τα λογικά συμπεράσματα της συγκριτικής αυτής εποπτείας. Τα τραγούδια του δεν θα είναι μόνο πλαστουργικώς άρτια. Θα είναι –και αυτό, ας το πιστέψη: βαρύνει– και λογικά κατασκευάσματα που δεν θα τους λείπει ούτε η χάρις ούτε η ποίησις.
Αιμ. Χ. [Αιμίλιος Χουρμούζιος]
Η Καθημερινή, 13 Σεπτεμβρίου 1937
«Δεν είναι δουλειά του ποιητή να μιλήσει για την ποίηση, αλλά με την ποίηση»
«∆ύσκολα μετακινούμαι και μάλιστα σε κρίσιμες στιγμές».
Αυτή την απάντηση μου έδωσε ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος όταν τον ρώτησα γιατί δεν πήγε στην Σοβιετική Ένωση όπου ήταν προσκαλεσμένος στο συνέδριο των Σοβιετικών συγγραφέων, γιατί δεν πήγε στην Σόφια να παραλάβη το βραβείο ∆ημητρώφ, γιατί δεν πήγε στην Βιέννη και το Λυντς όπου τον κάλεσαν να παρουσιάση τα έργα του, γιατί δεν πήγε στην 11η Μπιενάλλε του Κνοκ όταν τον τίμησαν με το Μέγα ∆ιεθνές βραβείο Ποιήσεως.
Ο Γιάννης Ρίτσος δεν φεύγει από την Ελλάδα τούτη την εποχή.
«Έχουμε την Κύπρο, τώρα». Αγωνιά για την τύχη του νησιού, για τις πολιτικές εξελίξεις στον τόπο μας, για το αύριο της Ελλάδος. Εμπιστεύθηκε το έργο του «Η κυρά των αμπελιών» στον Κύπριο συνθέτη Κοτσώνη. Αυτός δεν τον πρόδωσε. Η μουσική του στηριγμένη πάνω σε λαϊκά ελληνικά μοτίβα βρίσκει σύμφωνο τον ποιητή.
Το «Καπνισμένο τσουκάλι» μελοποίησε ο Χρήστος Λεοντής, που έγγραψε λαϊκο-βυζαντινή μουσική.
Τις «Επαναλήψεις» μελοποίησε ο ∆ήμος Μούτσης.
Ο ποιητής δείχνει εμπιστοσύνη στους νέους ανθρώπους. Στον δίσκο που θα κυκλοφορήση σε λίγο απαγγέλλει ο ίδιος την «Ρωμιοσύνη» και τον συνοδεύει διακριτικά με την κιθάρα του ο Νότης Μαυρουδής πάνω σε μοτίβα από την μουσική που έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης.
«∆εν θα αναμιχθώ ενεργά στην πολιτική» λέει ο Γιάννης Ρίτσος στην συνάντησή μας.
***
«Νομίζω πως δεν είναι δουλειά του ποιητή να μιλήσει για την ποίηση, αλλά με την ποίηση, παρ’ ότι αυτός θάταν ο πιο ενδεδειγμένος κι ο πιο υπεύθυνος να μας δώσει το μίτο της Αριάδνης που θα μας έμπαζε στο βαθύ μυστικό της λειτουργίας της ποίησης. Υπεύθυνος, ναι, αλλά με το δικό του τρόπο και τη δική του γλώσσα – κ’ η γλώσσα της ποίησης είναι συνθετική, ενώ της κριτικής αναλυτική, δηλαδή εντελώς διαφορετική απ’ τη γλώσσα της ποίησης. Όταν λοιπόν ζητάμε απ’ τον ποιητή να μας μιλήσει για το έργο του και όχι απλώς με το έργο του, είναι περίπου σα να του ζητάμε ν’ αλλάξει ιδιότητα. Άλλωστε, τόχω συχνά επαναλάβει: «Η ποίηση, στο βαθμό ακριβώς που είναι ποίηση, μας λέει πάντα πολύ περισσότερα και πολύ καλύτερα από όσα εμείς μπορούμε να πούμε γι’ αυτήν».
Πώς λοιπόν και γιατί να μιλήσω για τις «Μαρτυρίες», τη στιγμή που μπορούμε να επικοινωνήσετε άμεσα μ’ αυτές; Κι αν ακόμη θάθελα ν’ αποσύρω τις επιφυλάξεις μου για την αναλυτική μέθοδο της κριτικής, που εξαντλεί κάποτε ανεπανόρθωτα το ποίημα, κι αποφάσιζα να τη χρησιμοποιήσω, θα μου χρειάζονταν πολλές φορές δεκάδες σελίδες για να επισημάνω τα στοιχεία που περικλείονται μέσα σε οχτώ ή δέκα στίχους αυτών των σύντομων ποιημάτων – πράγμα δηλαδή ακατόρθωτο, κι ανώφελο άλλωστε.
Λοιπόν, οι «Μαρτυρίες» άρχισαν να γράφονται σχεδόν από τότε που άρχισα να γράφω – δηλαδή απ’ τα οχτώ μου χρόνια. Μ’ αυτό θέλω να πω πως προετοιμάζονταν από κείνο τον καιρό, και, βέβαια, πολύ πιο πριν.
Όμως, η πιο συγκεκριμένη μορφή τους αρχίζει να χαράζεται απ’ το 1938 με μια σειρά σύντομων ποιημάτων κάτω απ’ τον ενδεικτικό τίτλο «Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου». Μετά συνεχίστηκαν με τις «Παρενθέσεις» κι αργότερα με μια μεγάλη σειρά «Ασκήσεις», ώσπου αποκρυστάλλωσαν την τελική τους μορφή και πήραν τον γενικό τίτλο «Μαρτυρίες». Στο διάστημα αυτό μεσολάβησαν κι άλλες σειρές με διάφορους τίτλους.
«Οι “Μαρτυρίες” άρχισαν να γράφονται σχεδόν από τότε που άρχισα να γράφω».
∆εν μπορώ να πω ακριβώς, πώς και γιατί, εγώ που, από κλίση και προτίμηση, εργάστηκα κυρίως σε πολύστιχα, συνθετικά ποιήματα, ασχολήθηκα με ιδιαίτερη επιμονή κι αγάπη, τόσα χρόνια συνέχεια, κι εξακολουθώ ως τώρα, παράλληλα μ’ όποια άλλη εργασία μου, ν’ ασχολούμαι αδιάπτωτα με τις «Μαρτυρίες», αποδίδοντας μάλιστα ξεχωριστή σημασία σ’ αυτές, και να εξακολουθώ να γράφω αυτά τα λακωνικά και συχνά επιγραμματικά ποιήματα. Ίσως γιατί, από καταγωγή, είμαι Λάκων (κι αυτό δεν είναι απλώς ένα λογοπαίγνιο), ίσως από μια τάση ν’ αποδείξω στους άλλους και στον εαυτό μου, την ικανότητα να εκφραστώ σ’ έναν κρουστό και περιεκτικό λόγο, ίσως από μια διάθεση ξεκούρασης μετά την άγρυπνη υπερένταση μακρών δημιουργικών περιόδων, ίσως από ανάγκη καθημερινής άσκησης για αρτίωση και ετοιμότητα της τεχνικής ώστε να μπορεί άμεσα και αλάθευτα να αξιοποιεί στην τέχνη, τα διαρκώς ανανεούμενα βιώματα, ίσως από προσπάθεια πύκνωσης της έκφρασης κι αντίδρασης προς τον κίνδυνο του πλατυασμού και ρητορισμού που συχνά ενεδρεύει πίσω από τα μεγάλα ποιήματα, ίσως απ’ την ανάγκη αστραπιαίας ανταπόκρισης σε καίρια και επείγοντα προβλήματα της εποχής μας, ίσως ακόμη απ’ τη θέληση απόσπασης και καθήλωσης μιας στιγμής, που θα επέτρεπε μια «διά μικροσκοπίου» κατά βάθος εξέτασή της, και την ανακάλυψη όλων των στοιχείων του χρόνου, που πιθανόν να εξανεμίζονταν μέσα σ’ ένα απεριόριστο πλάτος – δηλαδή μια «διά της διαιρέσεως» σύλληψη του αδιαίρετου, μια «διά της ακινητοποιήσεως» σύλληψη της αέναης κίνησης.
Τα ποιήματα δε διστάζουν να ξεπερνούν την ουδέτερη παρατήρηση, την ενατένιση, την αναπαυτική γοητεία της σιωπής και αοριστίας, όπως και τον μαγικό κύκλο (ή σπείρα) της αναπαράστασής τους μέσω «αυτοδύναμων συνειρμών», και να τείνουν προς έναν ορισμό, προς μιαν ακριβολογία, συνομιλία, και μάλιστα κάποτε προς μιαν εξακρίβωση αιτιών, προς μιαν επεξήγηση, κι ακόμη προς μια συγκεκριμένη υπόδειξη, παρότρυνση, νουθεσία, λύση, συμπέρασμα και συμβολή. Όχι, βέβαια, πάντα μα συχνά – στο βαθμό που η καθαρότητα της τέχνης μπορεί να επιτρέψει την διαχυτικότητα της εξομολόγησης ή τη σχολαστικότητα της διδασκαλίας, και στο βαθμό που η φυσική ασκημένη κι επίκτητη σεμνότητα της ποίησης δίνει το δικαίωμα στον ποιητή να πάρει τη θέση και το ύφος του εξομολογούμενου, του εξομολογητή, του ηθοπλάστη ή και του δασκάλου ακόμη.
Όσον αφορά το ύφος αυτό είναι (πηγαία και εμπρόθετα) αναπότρεπτα απρόσωπο, σχεδόν σαν αδιάφορο, διόλου αισθηματικό, διόλου ρητορικό, αποκρύβοντας το όποιο τραγικό στοιχείο κάτω από μιαν ουδέτερη έκφραση, που δεν ξέρω ακριβώς αν είναι μετριοφροσύνη ή υπεροψία, ευγένεια ή αυθάδεια, επιείκεια ή περιφρόνηση (όπως είναι πάντα σχεδόν η επιείκεια) – αλλά κι η περιφρόνηση: δειλία τόλμη ή φόβος ασυνεννοησίας και τρόπος συνεννόησης, απόλυτη και συνεσταλμένη ειλικρίνεια, ή απόλυτη προσωπίδα καταπληκτικής απάθειας, και άψογης στερεοτυπίας, που πίσω της σπαράζεται το ανθρώπινο πρόσωπο μέσα και αντίκρυ στη ζωή και στο θάνατο, μην παραιτούμενο ποτέ απ’ τον αγώνα του να υπάρξει, να ανακαλυφθεί, να εκφραστεί, να διαιωνιστεί, να συνεργαστεί και να δικαιωθεί (έστω και διά του λόγου πράξης μονάχα) μέσα στον κόσμο.
∆εν ξέρω. Ίσως όλ’ αυτά εναλλάξ, ή και όλα ταυτοχρόνως – μαζί με τη βοήθεια των απλών, απτών, αδιανόητων και κατευναστικών αντικειμένων (αυτών των μικρών συσσωρευτών της χρήσιμης ανθρώπινης ενέργειας, αυτών των μικρών, καθημερινών μύθων), που συμμετέχουν άθελά τους και συμπρωταγωνιστούν σ’ ένα δράμα που δεν τα αφορά. Καλούνται να παίξουν τον ρόλο του «δε συμβαίνει τίποτα», όταν όλα ακριβώς συμβαίνουν, κι οι θεατές θα μπορούσαν να τρομάξουν απ’ όσα συμβαίνουν και ν’ αποσυρθούν χωρίς να τα δουν, χωρίς να τα γνωρίσουν, αφήνοντας τον ποιητή αδικαίωτο μέσα σε μια πλήρη μοναξιά και βυθιζόμενοι κι οι ίδιοι σε μια μοναξιά χειρότερη, απ’ όπου καμμιά λύση δεν μπορεί να προκύψει.
Έτσι τα αθώα αντικείμενα καλούνται σαν απροκατάληπτοι, ανεξίθρησκοι, αμέτοχοι μεσολαβητές – γι’ αυτό και πραγματικοί μεσολαβητές (όσο κι αν τελικά η παρουσία τους παραμένει αμφίβολα αποτελεσματική, μα πάντως η παρασημαντική τους: συγκατανευτική και συγγνωστική). Απέναντι των αντικειμένων δεν έχουμε ούτε εμείς προκαταλήψεις και ιδιοτέλειες και αντιθέσεις, ούτε καν ανταγωνισμό και σεβασμό (όπως έχουμε έναντι των ιδεών και των αισθημάτων), γι’ αυτό μπορούμε και να τα ασπασθούμε και να τα παραδεχθούμε και να τα εμπιστευθούμε.
Να λοιπόν που κι η τέχνη, από μεγάλες εμπειρίες, καταδέχεται την πονηρία και το τέχνασμα (ένα ουσιαστικό στοιχείο της τεχνικής της), που, στο τέλος, δεν είναι παρά ένα «μακρινό χαμόγελο», καλωσύνη, κατανόηση κι επίμονη ανθρώπινη ανάγκη και προσπάθεια συμμετοχής, αλληλογνωριμίας και αδελφοσύνης.
Θάθελα, μ’ αυτή την ευκαιρία, να σημειώσω (αν κι είμαι βέβαιος πως το έχετε προσέξει) το πόσο συχνή (όπως άλλωστε και σε τούτο το κείμενο) είναι η χρήση, και μάλιστα η κατάχρηση, του «ίσως» και του διαζευτικού «ή». Είμαι επίσης βέβαιος, άσχετα αν αυτό μας αρέσει ή όχι, πως γνωρίζετε ήδη ότι αυτό δε γίνεται τυχαία, αλλά απόλυτα συνειδητά και σχεδόν αναγκαστικά. ∆ε θέλω μ’ αυτό να ισχυριστώ ότι η προσωπική αναγκαιότητα αντιστοιχεί οπωσδήποτε σε μιαν αισθητική αντικειμενικότητα (αν υπάρχει τέτοια) και δικαίωση. Κι ούτε επιχειρώ δικαιολογίες – δεν χρειάζονται και δεν ενδιαφέρουν. Αρκεί η προσωπική αντικειμενικότητα – η μόνη, νομίζω. Απλώς εξηγώ, όσο μου είναι βολετό και μου επιτρέπεται, κάποιες χειρονομίες του στίχου, όχι εντελώς άσχετες με το ποίημα (κ’ επομένως όχι εντελώς άσκοπες), ξέροντας ωστόσο πως παραμένουν ανεξήγητες. (Μήπως αυτό που μένει τελικά ανεξήγητο, ακόμη και για τον ίδιο το δημιουργό, μήπως αυτό ακριβώς είναι εκείνο που ανήκει στην ποίηση, κινώντας τον αναγνώστη προς τη δημιουργία; – δηλαδή προς τη δική του ανακάλυψη, ή έστω προς την έρευνα;)
Λοιπόν, η συχνή χρησιμοποίηση του «ίσως», σ’ ό,τι γράφω, ιδίως τα τελευταία χρόνια, δεν είναι μια υπεκφυγή ούτε μια απλή πανουργία. Είναι και δική μου αμφιβολία, ερώτηση κι ανάγκη απάντησης. Είναι περίπου ένα εργαλείο διάτρησης προσφερόμενο για μια κοινή μας (κατά το δυνατόν) διερεύνηση, κι όταν ακόμη αυτό το «ίσως» πηγάζει από μια προσωπική βεβαιότητα και ακαταδεξία, ή από μια δηκτικότητα συνειδητά μεταμφιεσμένη σε άγνοια, αφέλεια, σεμνότητα ή γενναιοφροσύνη.
Η συχνή επίσης χρήση του διαζευτικού «ή» δεν είναι απλώς μια υπογράμμιση του πολυδιάστατου της ζωής και της τέχνης, ούτε απλώς μια παρότρυνση για εκλογή ανάμεσα σε διαφορετικές εκδοχές, αλλά, κυριότερα, η έκθεση αναγνωρίσιμων απόψεων, κοινά παραδεκτών και η παράλειψη της ριζικής (και διαρκώς παρερμηνευόμενης ή ολότελα αγνοουμένης) αίσθησης. Κι αυτή ακριβώς η αποσιώπηση, την καθιστά νομίζω ιδιαίτερα αισθητή, παρούσα, σχεδόν ορατή ως την αρχική και τελική της διάσταση του αοράτου, αόριστου κι απεριόριστου – κι αυτό, δίχως άλλο, για τους κάπως προετοιμασμένους και περισσότερο τους έτοιμους.
Φοβούμαι πως, με όσα είπα, θα έκανα ακόμη πιο σκοτεινές τις ήδη σκοτεινές, όπως λένε, «Μαρτυρίες» – σκοτεινές, βέβαια, από υπερβολική διαύγεια, ακρίβεια και ειλικρίνεια.
Ίσως η τελική γεύση των «μαρτυριών» νάναι η σιωπηρή ευγνωμοσύνη προς την ανθρώπινη ζωή, πράξη, σκέψη και τέχνη, παρ’ όλες τις δοκιμασίες και το θάνατο – ίσως μάλιστα και εξ αιτίας τους. Κ’ ίσως κι αυτό νάναι μια καινούργια παρηγορητική αντιστροφή ή μεταμόρφωση των πραγμάτων (θάθελα να πω: μετάθεση ή και παραμόρφωση), όπως γίνεται πάντα, σε κάθε αποκάλυψη, σε κάθε δηλαδή δημιουργία, που, παρ’ όλη της τη δοξαστική κάποτε ευφορία και τη στιγμιαία μαγική ευφροσύνη της (σαν άμεση αίσθηση αιωνιότητας και κοσμικής συνευθύνης) δεν αποσκεπάζει ένα κάποιο συναίσθημα ματαιότητας και ματαιοπονίας, όσο κι αν θέλει (και δεν το θέλει) να το εξουδετερώση ή τουλάχιστον να το αντιστρέψη, μεταβάλλοντας τις αρνητικές του ιδιότητες σε θετικές, μεταβάλλοντας την πιο απόλυτη άρνηση σε μια καθολική, απροσδιόριστη κατάφαση. Κι αυτό, θαρρώ, πως πέρα από κάθε διάθεση και μορφασμό σαρκασμού και αυτοσαρκασμού, μαρτυρούν στα τελευταία μου ποιήματα. «Και, πιθανόν, τελικά, σε κάθε χώρο και χρόνο, αυτό να μαρτυρή καθένας που αισθάνεται και λειτουργεί την ποίηση».
Αχ. Χατζόπουλος
Η Καθημερινή, 27 Οκτωβρίου 1974
«Αυτή τη φορά έκλαψα» με την απονομή του Βραβείου Λένιν
Τα Σαββατοκύριακα ο Γιάννης Ρίτσος απουσιάζει πάντοτε από την Αθήνα. Φεύγει για να γλυτώσει από τις συνεχείς τηλεφωνικές κλήσεις και τις οχλήσεις των φίλων του δημοσιογράφων απ’ όλο τον κόσμο. Το ίδιο ετοιμαζόταν να κάνει και το περασμένο Σάββατο, όταν πήρε ένα τηλεφώνημα. Στην άλλη άκρη του σύρματος ήταν κάποιος υπάλληλος της Σοβιετικής Πρεσβείας, που ζήτησε ένα επείγον ραντεβού για τον Σοβιετικό πρέσβυ. Ο Ρίτσος δεν γνώριζε περί τίνος πρόκειται. ∆έχθηκε το ραντεβού κι’ έτσι σε είκοσι λεπτά βρισκόταν στο μικρό διαμέρισμά του ο πρέσβυς της Σοβιετικής Ενώσεως στην Αθήνα, ο μεταφραστής του (ο Ρίτσος δεν μιλά Ρωσικά) και ο ανταποκριτής της «Πράβδα». Ο πρέσβυς πρόσφερε στον Γιάννη Ρίτσο μια μεγάλη ανθοδέσμη και ο ποιητής νόμισε ότι θυμήθηκαν τα γενέθλιά του, όπως κάθε χρόνο (γεννήθηκε την Πρωτομαγιά του 1909 στην Μονεμβασιά της Λακωνίας).
∆εν ήταν όμως μόνο γι’ αυτό. Όταν κάθισαν σ’ ένα καναπέ, κάτω από τους πίνακες του Γιάννη Τσαρούχη που κοσμούν το σπίτι, ο πρέσβυς, χωρίς κανένα άλλο πρόλογο, άνοιξε ένα κόκκινο δερμάτινο ντοσιέ και του διάβασε το καταγραμμένο τηλεφώνημα που μόλις είχαν πάρει από την ∆ιεθνή Επιτροπή απονομής του Βραβείου Λένιν της Ειρήνης, της οποίας πρόεδρος είναι ο διάσημος επιστήμων Μπλοχίν. Ο Γιάννης Ρίτσος μάθαινε ότι στα 68 του χρόνια τον τιμούσαν με το βραβείο Λένιν της Ειρήνης για το 1977, αποκαλώντας τον Μεγάλο Τέκνο της Ελλάδας. Την ημέρα των γενεθλίων του λάβαινε την πιο σημαντική διάκριση που του έγινε ως σήμερα στη ζωή του. Ο Ρίτσος δεν άντεξε από την συγκίνηση. Ο ποιητής της «Ρωμιοσύνης», που δεν κλαίει συχνά, έκλαψε. Η βράβευσή του ήταν η αναγνώριση για ένα πολύμορφο, πολύμοχθο έργο. Ο Ρίτσος στην ζωή και το έργο του, υπήρξε ένα υπόδειγμα συνέπειας, αγωνιστικότητας και εντιμότητας.
Όταν μία από τις τελευταίες ημέρες βρισκόταν στο διαμέρισμά του στον τέταρτο όροφο μιας μικροαστικής συνοικίας της Αθήνας, ένιωσα πολύ έντονα την συγκίνηση του Γιάννη Ρίτσου.
Ο μεγάλος μας ποιητής είναι ευτυχισμένος και δεν το κρύβει αυτό. Ούτε κρύβει ότι έκλαψε από την χαρά του. Το διαμέρισμα ήταν πλημμυρισμένο από λουλούδια και κάθε λίγο καινούργια συγχαρητήρια τηλεγραφήματα έφταναν. Παρά το γεγονός ότι ο Ρίτσος δεν είναι πολύ καλά στην υγεία του (πάσχει από υπέρταση και διάφορες άλλες ενοχλήσεις), δέχτηκε πολλά ξένα τηλεοπτικά συνεργεία στο σπίτι του. Δεν έδωσε βέβαια συνεντεύξεις, αλλά ο χώρος μέσα στον οποίο ζει και δημιουργεί ο ποιητής ενδιέφερε άμεσα τους ξένους. Το μικρό διαμέρισμα του ποιητή έγινε το κέντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος από την στιγμή που το ΤΑΣΣ μετέδωσε την είδηση της βραβεύσεώς του.
Οι Σοβιετικοί τού πρότειναν να επιλέξει ο ίδιος τον τόπο στον οποίο θα του επιδοθή το δίπλωμα, το χρυσό επιστήθιο μετάλλιο με την μορφή του Β. Ι. Λένιν και το χρηματικό βραβείο. Ο Ρίτσος τούς παρακάλεσε να ακολουθηθεί και γι’ αυτόν η συνηθισμένη διαδικασία απονομής του διπλώματος.
Ο ποιητής είχε πάρει ένα γράμμα από τον μεγάλο Λουί Αραγκόν, που τον χαρακτήριζε σαν τον πιο λαμπρό ποιητή του αιώνα μας.
Λίγες μέρες πριν από την βράβευσή του, ο ποιητής είχε πάρει ένα γράμμα από τον μεγάλο Λουί Αραγκόν, που τον χαρακτήριζε σαν τον πιο λαμπρό ποιητή του αιώνα μας σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Αραγκόν συμπλήρωνε: «… Μπροστά σας αισθάνομαι αδέξιος».
Ο Γιάννης Ρίτσος μιλά έτσι γι’ αυτήν την επιστολή του Αραγκόν:
«Είναι αριστούργημα γενναιοφροσύνης, γενναιοδωρίας και μεγαλοψυχίας».
Τώρα, ο δρόμος άνοιξε διάπλατα για την βράβευση του μεγάλου Έλληνα ποιητή με το βραβείο Νόμπελ. Το βραβείο που εδικαιούτο να πάρουν και δεν πήραν ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Καζαντζάκης, ο Βάρναλης. Ο Ρίτσος είναι φέτος υποψήφιος για ένατη φορά. […]
Αχ. Χατζόπουλος
Η Καθημερινή, 8 Μαΐου 1977
Μια ζεστή ανθρώπινη φωνή εξομολογείται
Το να ισχυρισθεί κανείς ότι ο Ρίτσος είναι ένας πολύπλευρος, πολύτροπος και πολυφωνικός ποιητής θα ήταν βέβαια κοινοτοπία. Ωστόσο, μετά τον ορυμαγδό των μεγαλόστομων επικηδείων και νεκρολογιών που εκφωνήθηκαν ή γράφτηκαν αυτές τις ημέρες, η υπενθύμιση της ποιητικής του πολυμορφίας δεν είναι ίσως περιττή. Στους λόγους, γραπτούς και προφορικούς, που πυροδότησε η συγκίνηση από την αγγελία του θανάτου του, εδέσποσε η εικόνα του βάρδου της Ελευθερίας, της Ειρήνης και του Σοσιαλισμού, του ποιητή των μεγάλων και πανανθρώπινων οραμάτων, του αγωνιστή και του μάρτυρα. Τις ίδιες στιγμές, δεν έλειψαν και οι ψίθυροι για τον υμνητή του Στάλιν και του Ζαχαριάδη. Αλλά αυτούς μπορεί να τους αντιπαρέλθει κανείς με αδιαφορία. Εκυριάρχησε η εικόνα του ποιητή της Ρωμιοσύνης. Και δεν είναι λαθεμένη εικόνα.
Θα ήταν ύβρις απέναντι στον μεγάλο νεκρό να αρνηθεί ή να υποβαθμίσει κανείς τη σημασία της ιδεολογικής και πολιτικής διάστασης του έργου του. Αλλά θα αδικούσε το έργο αν το περιόριζε σε αυτή μόνο τη διάσταση. Στο κάτω κάτω, πανανθρώπινο δεν είναι μόνο το αίτημα της ελευθερίας και της ισότητας· εξίσου πανανθρώπινη είναι και η μοναξιά του ατόμου, η απογοήτευση, η «αδειοσύνη», το εσωτερικό κενό.
Έρχονται στιγμές που οι άνθρωποι έχουν λιγότερη ανάγκη από εναύσματα και σαλπίσματα που καλούν σε αγώνες κατά της αδικίας και περισσότερη δίψα για παρηγοριά και παραμυθία. Την ανάγκη να ακούσουν μια ζεστή, χαμηλότονη ανθρώπινη φωνή να τους μιλάει για τα ασήμαντα καθημερινά τους δράματα, για τις αθόρυβες κατακρημνίσεις της ζωής τους, για τα γηρατειά και το θάνατο, τον δικό τους θάνατο μέσα σε ένα παγωμένο δωμάτιο ή ένα βρώμικο θάλαμο νοσοκομείου, τον –χωρίς ηρωικό φωτοστέφανο– θλιβερό, αποκρουστικό, απρόσωπο θάνατό τους. Για τις μικροχαρές και τις μικρολύπες τους, τους ναυαγισμένους έρωτές τους, τους σκουριασμένους γάμους τους· για τον κόμπο που ανεβαίνει στον λαιμό αναίτια την ώρα που βραδιάζει, για τη μελαγχολία που πνίγει το στήθος την ώρα της γιορτής, για τη θλίψη που διαποτίζει το μικρό ιδιωτικό τους νεκροταφείο, όπου κείνται θαμμένες οι μικρές ή μεγάλες αυταπάτες τους.
Αυτή η φωνή του Ρίτσου ακούγεται ευκρινώς, κυρίως στις συλλογές με τα ολιγόστιχα ποιήματά του, στις έξοχες μικρογραφίες του με τη λεπταίσθητη δραματική σκηνοθεσία τους και την ανεπαίσθητη λυρική τους πνοή, όπου η πολιτική διάσταση υποχωρεί μπροστά στον ανθρώπινο πόνο, ο πλατύρρητος λόγος παραχωρεί τη θέση του στον διακριτικό ψίθυρο, η επιβλητική τοιχογραφία υποκλίνεται μπροστά στη δραστική ακαριαία εικόνα. Κι είναι μια φωνή που παρηγορεί και ανακουφίζει γιατί, χωρίς να παραγνωρίζει τις κοινωνικές παραμέτρους του ανθρώπινου δράματος, δεν καλεί άμεσα σε κάποιου είδους κινητοποίηση, αλλά υποβάλλει έμμεσα τη σημασία της συμφιλίωσης με την ατομική μας μοίρα και τον μικρόκοσμο που την περιβάλλει.
Είναι μια φωνή που παρηγορεί και ανακουφίζει.
Κυριολεκτώ. Εννοώ τον μικρόκοσμο της καθημερινότητάς μας. Το μαχαίρι της κουζίνας και τον νεροχύτη, το ψωμί και τα νοτισμένα σεντόνια, το άστρωτο κρεβάτι και την τσαλακωμένη κουρτίνα, ή τα πλαστικά ποτήρια στο χορταριασμένο πλαϊνό οικόπεδο και το φωτισμένο κουρείο στη γωνία του δρόμου – όλα αυτά που θα μπορούσαν να είναι μια ασφυκτική φυλακή. Και μέσα στον εύκρατο ποιητικό λόγο του Ρίτσου, γίνονται ένα φιλικό, οικείο περιβάλλον γεμάτο θαλπωρή και ασφάλεια, που μας επιτρέπει να αναπολούμε με καρτερία τους αγαπημένους μας νεκρούς και να θεραπεύουμε με υπομονή τα πληγωμένα όνειρά μας. Είναι μια φωνή που, εκτός από την παραμυθία, μας δωρίζει το φωτισμό της για να διαβάσουμε σωστότερα τις μεγάλες και απαιτητικότερες συνθέσεις του, για να μη χάσουμε μέσα στη μακρόπνοη προοπτική τους αυτή την ανεπανάληπτη αίσθηση της μικροκλίμακας, της απτής παρουσίας των ανθρώπων και των πραγμάτων.
Αυτές τις μέρες αναζωπυρώθηκε ο τζόγος γύρω από τη βιωσιμότητα του έργου του Γιάννη Ρίτσου. Ποιο μέρος αυτού του τεράστιου έργου θα επιζήσει και ποιο θα ξεχαστεί; ∆εν ξέρω. ∆εν μου αρέσει ο ρόλος του τζογαδόρου ούτε στην ποίηση ούτε στην κριτική. ∆εν βάζω στοιχήματα με το χρόνο. Ας αποφασίσουν οι αυριανοί άνθρωποι ποια ποιήματα θα αγαπούν και θα διαβάζουν ή θα ξαναδιαβάζουν και ποια θα τους είναι αδιάφορα. Μιλώ ως άνθρωπος του «εδώ και τώρα». Με τις συγκεκριμένες αδυναμίες του, αγάπες, δυσφορίες, πόνους, απογοητεύσεις και ελπίδες. Τούτες τις μέρες κυριαρχούσε μέσα μου ο πόνος για το χαμό του Γιάννη Ρίτσου. Και βρήκα παρηγοριά στα ποιήματά του, αυτά τα μεγάλα ολιγόστιχα ποιήματά του, αυτές τις αριστοτεχνικά οργανωμένες εξομολογήσεις του, απ’ όπου απουσιάζει ο εξομολογούμενος και ξεχειλίζει το βάλσαμο για την ανακούφιση της καρδιάς.
Σπύρος Τσακνιάς
Η Καθημερινή, 18 Νοεμβρίου 1990