Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού

O Σερ Αρθουρ Τζον Εβανς, γεννημένος τον Ιούλιο του 1851 στο Hertfordshire της Αγγλίας, υπήρξε επιμελητής του Μουσείου Ashmolean του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και καθηγητής στο ίδιο πανεπιστήμιο

αρθουρ-εβανς-ο-ανασκαφέας-της-κνωσού-562577047

O Σερ Άρθουρ Τζον Έβανς, γεννημένος τον Ιούλιο του 1851 στο Hertfordshire της Αγγλίας, υπήρξε επιμελητής του Μουσείου Ashmolean του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και καθηγητής στο ίδιο πανεπιστήμιο. Το 1911 χρίστηκε ιππότης, χάρη στις μεγάλες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του. Το ενδιαφέρον του για τα αρχαία νομίσματα και τη γραφή σε πέτρινες σφραγίδες από την Κρήτη τον παρέσυρε στο νησί για πρώτη φορά το 1894. Λίγα χρόνια αργότερα θα αγόραζε μια έκταση γης που περιλάμβανε την τοποθεσία της Κνωσού και θα ξεκινούσε ανασκαφές, οι οποίες θα συνεχίζονταν για 25 έτη. Η Κνωσός αποκάλυψε στοιχεία ενός εκλεπτυσμένου πολιτισμού της Εποχής του Χαλκού, του μινωικού, όπως ονομάστηκε από τον ίδιο τον Έβανς, λόγω της περίπλοκης κάτοψης του παλατιού, που θύμιζε τον Λαβύρινθο που σχετιζόταν με τον θρυλικό βασιλιά Μίνωα. Παρά το γεγονός ότι αργότερα υπήρξαν αμφισβητήσεις για τις χρονολογίες του, οι ανακαλύψεις αυτές αποτέλεσαν τα σημαντικότερα επιτεύγματα της αρχαιολογίας και προώθησαν σημαντικά τη μελέτη της προϊστορίας της ανατολικής Μεσογείου. Η Καθημερινή παρακολούθησε τόσο τα επιτεύγματα αυτά όσο και τη ζωή του Άγγλου αρχαιολόγου. Στην παρούσα έκδοση ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να ανακαλύψει εκ νέου τον «πρωτοπόρο», όπως επισημαίνεται και στην εισαγωγή, της αρχαιολογικής έρευνας μέσα από τη ματιά επιλεγμένων άρθρων.

Ένας «πρωτοπόρος» της αρχαιολογικής έρευνας

Η βιογραφία και η προσωπικότητα του Βρετανού ανασκαφέα της Κνωσού Σερ Άρθουρ Έβανς έχουν απασχολήσει την πένα πολλών, πράγμα που αποδεικνύει ότι το έργο του, τόσο το καθαρά ερευνητικό όσο και εκείνο που συνδέεται αμεσότερα με την κοινωνία, μας έχει αφήσει βαθύ το στίγμα του. Εξαιτίας της διαφορετικής θέσης και οπτικής γωνίας των βιογράφων του, οι πληροφορίες για την προσωπικότητα και τις προθέσεις του είναι από παραπληρωματικές έως και αντιφατικές, δημιουργώντας εντυπώσεις ποικίλες και εικόνες γι’ αυτόν συχνά διαφοροποιημένες μεταξύ τους. Σε εκείνο, ωστόσο, που όλοι φαίνεται να συγκλίνουν είναι ότι επρόκειτο για άνθρωπο με ευρύτατη κλασική παιδεία, υπέρμετρη διορατικότητα, αλλά και χαρακτήρα ευαίσθητο και –πιθανώς γι’ αυτό– κλειστό και απόμακρο. Τα χαρακτηριστικά του αυτά ευνόησαν συχνά συμπεριφορές που διακρίνονταν από ισχυρογνωμοσύνη και απολυτότητα, στοιχεία που του πρόσφεραν το απαραίτητο για την επιβολή του κύρος, ταυτόχρονα όμως υποκινούσαν τον φθόνο και την αντιπάθεια κάποιων, που τον έβλεπαν ως ανταγωνιστή ή και αντίπαλο.

Ωστόσο, τα κίνητρα, οι προθέσεις και οι απώτεροι στόχοι των πρωτοπόρων αποτελούν πεδία δυσπροσπέλαστα, που σε τελική ανάλυση ελάχιστα πρέπει να απασχολούν τους αποδέκτες του προσφερόμενου στην ανθρωπότητα έργου τους. Και είναι το έργο τους αυτό στο οποίο θα έπρεπε αποκλειστικά να ανατρέχουμε, αν θέλουμε να αποτιμήσουμε τη συμβολή τους στην πορεία του πολιτισμού. Επάνω σε αυτή τη βάση θα επιχειρήσουμε παρακάτω μια σύντομη αποτίμηση της προσφοράς του Έβανς, εξετάζοντας παράλληλα συνοπτικά τις παντός είδους κριτικές που έχουν ασκηθεί στο έργο του από συναδέλφους του αλλά και το ευρύτερο κοινό.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-1
Ο Άρθουρ Έβανς ανάμεσα στα ερείπια του ανακτόρου της Κνωσού. Ελαιογραφία σε μουσαμά του Richmond William Blake (1907, Ashmolean Museum, Oxford – Alamy/Visual Hellas.gr).

Και θα ξεκινήσουμε από τις μεγάλης έκτασης αναστηλώσεις των ερειπίων στον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού. Επάνω στο ζήτημα αυτό οι παρεμβάσεις του Έβανς έχουν επανειλημμένα δεχθεί δριμεία κριτική, θεωρούμενες ως και αντι-αισθητικές, επιθετικές, ατεκμηρίωτες αλλά και επιβλαβείς για τα αρχαία κατάλοιπα.

Ωστόσο, κανένας από τους παραπάνω χαρακτηρισμούς δεν είναι, στην πραγματικότητα, εύστοχος. Είναι αποδεκτό πλέον ότι η αισθητική καθορίζεται, ανά εποχή και γεωγραφική περιοχή, από κριτήρια που οφείλουν την ύπαρξή τους σε πρότυπα προσδιοριζόμενα από αισθητηριακές και γνωσιολογικές «πείρες» εκείνων που κάθε φορά τη δημιουργούν. Αν η πολύχρωμη εμφάνιση των μινωικών αρχιτεκτονημάτων παρουσιάζεται σήμερα κραυγαλέα, βαριά ή και υπερβολικά επιθετική, αυτό δεν σημαίνει πως δημιουργούσε ανάλογες αισθητικές εμπειρίες στους προϊστορικούς κατοίκους της Κρήτης. Τα μινωικά ανακτορικά οικοδομήματα –όπως και τα αρχαία ελληνικά αγάλματα– είχαν χρώματα και μάλιστα έντονα (κόκκινο, μαύρο, κίτρινο, λευκό), όπως βεβαιώνουν οι ίδιες οι τοιχογραφίες που κοσμούσαν την Κνωσό. Συνεπώς, οι εβανσικές αποκαταστάσεις αποδίδουν, κατά προσέγγιση, το πραγματικό μινωικό αρχιτεκτονικό περιβάλλον.

Σχετικά με το υλικό που χρησιμοποιήθηκε στις αναστηλώσεις, λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν ότι αρχικά ο Έβανς προχώρησε σε μια τμηματική αποκατάσταση του ανακτόρου με βάση φιλικότερα προς το περιβάλλον υλικά, όπως το ξύλο. Η τελευταία όμως γρήγορα αποδείχθηκε ιδιαίτερα ευάλωτη στις χειμερινές καιρικές συνθήκες. Έτσι, επιλέχθηκε πλέον το οπλισμένο σκυρόδεμα, οικοδομικό υλικό πρωτοποριακό για την εποχή του, με μεγαλύτερη αντοχή στον χρόνο αλλά και στα σεισμικά φαινόμενα που συχνά, και τα χρόνια εκείνα, ταλαιπωρούσαν την Κρήτη. ∆εν μπορούσε βέβαια να ξέρει ο Έβανς ότι η μέση διάρκεια αντοχής του σκυροδέματος θα προσδιοριζόταν στο μέλλον σε (πάνω-κάτω) εκατό χρόνια. Ωστόσο, οι εβανσικές αναστηλώσεις –που σήμερα θεωρούνται και οι ίδιες «μνημεία»– έχουν ήδη επιτελέσει τον διττό σκοπό τους: να διασώσουν τα πραγματικά αρχαιολογικά κατάλοιπα, προσφέροντας παράλληλα στο ευρύ κοινό μια πολλαπλή αισθητηριακή εμπειρία της μινωικής αρχιτεκτονικής, κάτι που κανένας άλλος αρχαιολογικός χώρος της Κρήτης δεν μας έχει μέχρι σήμερα δώσει.

Τέλος, ως προς το ζήτημα της τεκμηρίωσης να τονιστεί ότι, σε ένα μεγάλο ποσοστό τους, οι παρεμβάσεις του Έβανς βασίστηκαν στα ανασκαφικά δεδομένα, αλλά και σε σχέδια και μετρήσεις έμπειρων αρχιτεκτόνων συνεργατών του, όπως ο P. De Yong, o Th. Fyfe και o Chr. Doll. Πολλά από τα στοιχεία αυτά παρουσιάστηκαν συνοπτικά, είτε σε προκαταρκτικές εκθέσεις εργασιών είτε στο τετράτομο μνημειώδες έργο του με τίτλο The Palace of Minos at Knossos. Είναι αλήθεια ότι οι πληροφορίες στα συγγράμματά του αυτά πολύ απέχουν σε λεπτομέρεια από εκείνες που θα επιζητούσε η σύγχρονη έρευνα, ωστόσο αποδεικνύουν ότι οι αναστηλώσεις στην Κνωσό κάθε άλλο παρά επιστημονικά «αυθαίρετες» ήταν.

***

Μεγάλη συμβολή του Έβανς στην κατανόηση της εξέλιξης του μινωικού πολιτισμού αποτελεί η δημιουργία ενός χρονολογικού συστήματος, βασισμένου στη μελέτη των αρχαιολογικών επιστρώσεων και στην τυπολογική εξέλιξη της κεραμικής της Κνωσού. ∆ιαίρεσε, συμβατικά, ο Βρετανός ερευνητής ολόκληρη την Εποχή του Χαλκού στην Κρήτη (περ. από το 3000 έως το 1100 π.Χ.) σε εννέα συνολικά περιόδους, κατανεμημένες σε τρεις μεγαλύτερες, τις οποίες χαρακτήρισε ως Πρώιμη, Μέση και Ύστερη Μινωική αντίστοιχα. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι στήριξε τη δημιουργία του συστήματός του στη δαρβινική «θεωρία της εξέλιξης», ωστόσο ο ίδιος διευκρινίζει ότι η εννεαδική διαίρεση αποτελεί «ερμηνεία» του ομηρικού επιθέτου του Μίνωος «εννέωρος» (εννέα «ώρες» = εννέα εποχές). Ο συσχετισμός, τέλος, των μεγαλύτερων τριών εβανσικών περιόδων με τις αντίστοιχες περιόδους του αιγυπτιακού συστήματος χρονολόγησης (δυναστείες Φαραώ σε Αρχαίο, Μέσο και Νέο Βασίλειο) επιβεβαιώνεται από τη συχνή αναφορά του στις τελευταίες σε όλες τις δημοσιεύσεις του.

Και γι’ αυτή καθαυτή τη χρήση του όρου «μινωικός» ο Βρετανός ερευνητής έχει δεχθεί κριτικές. Κάποιοι θεωρούν τον όρο ακατάλληλο, αφού, κατ’ αυτούς, προσδιορίζει μια εθνοτική ομάδα, για την ύπαρξη της οποίας η σύγχρονη έρευνα προβάλλει λόγους να αμφιβάλλει. Ωστόσο, τα βασικά πολιτισμικά στοιχεία, εκείνα που συνδέονται με τη γλώσσα και τη γραφή, τη θρησκεία και τις τέχνες, παρουσιάζουν για την Κρήτη της Εποχής του Χαλκού μια αξιοθαύμαστη ενότητα, τέτοια μάλιστα που επιτρέπει την αναγνώριση –άμεση ή έμμεση– της μινωικής παρουσίας και εκτός Κρήτης. Άλλοι πάλι επιχειρούν να μειώσουν τη συμβολή του Βρετανού στη χρήση και διάδοση στην έρευνα του ίδιου όρου («μινωικός» πολιτισμός, «μινωική» τέχνη, γραφή κ.λπ.), επισημαίνοντας ότι αυτός είχε χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά από Γερμανούς κλασικιστές του 19ου αιώνα. Αυτό δεν μειώνει βέβαια τη συμβολή του Έβανς στην ευρύτερη διάδοση και καθιέρωσή του, που, παρά τις όποιες συμβάσεις που επιβάλλει η χρήση του, χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα τον μεγάλο προϊστορικό πολιτισμό της Κρήτης.

***

Στο προαναφερόμενο τετράτομο έργο του, ο Έβανς παρουσιάζει τη μινωική Κρήτη ως μια «αυτοκρατορία» της εποχής, που υπό την ηγεσία πανίσχυρων βασιλιάδων με διοικητικά, οικονομικά και θρησκευτικά καθήκοντα είχε κατορθώσει να κυριαρχήσει στον αιγαιακό χώρο, από τη μία επιβάλλοντας την pax minoica («μινωική ειρήνη», κατ’ αναλογίαν της λατινικής «pax romana») και, από την άλλη, μεταφυτεύοντας τον κρητικό πολιτισμό στα γειτονικά νησιά και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Η «επεκτατική» αυτή τάση των «Μινωιτών» σε γεωγραφικά και ερευνητικά πεδία εκτός Κρήτης ήταν, για ευνόητους λόγους, και η πρώτη από τις απόψεις του Έβανς που αμφισβητήθηκαν έντονα. Οι επιστήμονες που εργάστηκαν στον ελλαδικό χώρο δεν δέχθηκαν ποτέ την –είναι αλήθεια κάπως μονολιθική– θεωρία του, που απέδιδε τη γένεση του μυκηναϊκού πολιτισμού σε μια αποφασιστικής σημασίας μεταφύτευση του μινωικού στοιχείου στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-2
Το Μεγάλο Κλιμακοστάσιο του ανακτόρου της Κνωσού. Διακρίνεται η βεράντα της Μεγάλης Φρουράς και αντίγραφο της τοιχογραφίας με τις ασπίδες σε σχήμα οκτώ (Alamy/Visual Hellas.gr).

Έκτοτε ξεκίνησε ο χορός αμφισβήτησης και άλλων εβανσικών απόψεων. Αρχικά, με αφορμή τη χρονολόγηση των κνωσιακών ενεπίγραφων πινακίδων της Γραμμικής Β, εξαπολύθηκε εναντίον του σφοδρότατη επίθεση από ομάδα επιστημόνων που, με επικεφαλής τον φιλόλογο L. Palmer, υποστήριξε ότι η τελική καταστροφή του ανακτόρου της Κνωσού συνέβη περί το 1200 π.Χ., δηλαδή 200 ολόκληρα χρόνια αργότερα από την προτεινόμενη από εκείνον χρονολόγηση. Ωστόσο, οι περισσότεροι συνάδελφοί του έσπευσαν αρχικά να υποστηρίξουν τη δική του θέση. Αρκετά αργότερα, ο αρχαιολόγος E. Hallager επανέφερε το ζήτημα, συνδέοντάς το μάλιστα και με τη μετά την καταστροφή παρουσία Μυκηναίων στην Κρήτη. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως μέχρι σήμερα η επιστημονική κοινότητα παραμένει ως προς το ζήτημα αυτό διχασμένη.

Για το χρονολογικό σύστημα που είχε καθιερώσει ο Έβανς με βάση τις παρατηρήσεις του για τη διαδοχή των κεραμικών τύπων και ρυθμών στα επάλληλα στρώματα της Κνωσού, έχουν κατά καιρούς εκφραστεί επιφυλάξεις, είτε γενικότερα για τον τρόπο και την έκταση της χρήσης του είτε ειδικότερα για τη διάρκεια –ή ακόμα και την ύπαρξη– συγκεκριμένων χρονολογικών φάσεων. Τέλος, πιο πρόσφατα έχουν αμφισβητηθεί και άλλες από τις βασικές θέσεις του, ανάμεσα στις οποίες η «μινωική ειρήνη», η πολιτική κυριαρχία της Κρήτης στο Αιγαίο αλλά και η ύπαρξη ενός Μινωίτη ηγεμόνα, στον οποίο ανήκε, κατά τον Βρετανό ερευνητή, ο γνωστός γυψολιθικός θρόνος που ο ίδιος έφερε στο φως στο ανάκτορο της Κνωσού.

Ωστόσο, η κατά τα τελευταία χρόνια ανασκαφική ανακάλυψη περαιτέρω «μινωικού τύπου» πολιτισμικών στοιχείων σε όλο το Αιγαίο, η διαπίστωση ουσιαστικής ανυπαρξίας πραγματικών αμυντικών έργων ή άλλων ενδείξεων χερσαίων πολεμικών συγκρούσεων στην ανακτορική Κρήτη, αλλά και η βεβαία ανάγνωση του ηγεμονικού τίτλου wa-na-ka («άναξ» = βασιλιάς) στις επιγραφές των κνωσιακών πινακίδων της Γραμμικής Β, μάλλον έρχονται να υποστηρίξουν τον πρωτοπόρο ερευνητή, αναδεικνύοντας, για μία ακόμα φορά, την επιστημονικότητα, τη διορατικότητα αλλά και την –απόλυτα επιστημονική– συνθετική του ικανότητα.
Λευτέρης Πλάτων, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Ο Σερ Άρθουρ Έβανς […] εφοδιάζει την ευρωπαϊκή κουλτούρα του σήμερα με τίτλους ιδιοκτησίας που χρονολογούνται από την τέταρτη χιλιετία π.Χ. […] [Το βιβλίο του έχει] ένα σπουδαίο θέμα και με δυσκολία, αλλά ο συγγραφέας έχει χαρίσματα που του ταιριάζουν να λειτουργήσει ως οδηγός σε αυτόν τον λαβύρινθο. Τα νήματα που έχει βάλει η αρχαιολογία στα χέρια του Σερ Άρθουρ Έβανς είναι αναγκαστικά μπλεγμένα, ξεθωριασμένα και σπασμένα. Ωστόσο, η μάθηση και η διαίσθησή του του επέτρεψαν να τα πλέξει σε ένα συνεκτικό σύνολο, που είναι σχεδόν ιστορία.
Robert Carr Bosanquet, 1922

Γυναίκες ταυρομάχοι επί της εποχής του Μίνωος!

Μόλις προ ολίγων ημερών εκυκλοφόρησεν ο τρίτος τόμος των αρχαιολογικών μελετών του κ. Άρθουρ Έβανς, του ανακαλύψαντος τα περίφημα ανάκτορα της Κνωσσού εις την Κρήτην, τιτλοφορούμενος «Τα ανάκτορα του Μίνωος εις την Κνωσσόν». Εις τα βιβλία του αυτά ο κ. Έβανς κάμνει απολογισμόν της συντελεσθείσης εργασίας η οποία ήρχισεν από του 1910 εις την Κρήτην. Άγγλος συνεργάτης του περιοδικού «Σφαίρα» απασχολών τέσσαρας μεγάλας σελίδας του περιοδικού κάμνει μίαν σύντομον ανασκόπησιν του μεγάλου αυτού έργου το οποίον χαρακτηρίζει ως μίαν από τας εξαιρετικάς σελίδας της ιστορίας της αρχαιολογίας. Αξίζει να μεταφράσωμεν διά τους αναγνώστας της «Καθημερινής» τας κυριωτέρας παραγράφους της ωραιοτάτης πράγματι μελέτης του Άγγλου ειδικού:

Ο αιών αυτός υπήρξε πλούσιος εις αποκαλύψεις – γράφει. Έχομεν εν πρώτοις τας εργασίας του κ. Λεόναρντ Γούλλεϋ εις Ουρ της Χαλδαίας. Αι ανασκαφαί αυταί προσείλκυσαν ευθύς αμέσως μέγα ενδιαφέρον λόγω της συγγενείας των με τους πρώτους βιβλικούς χρόνους. Η εκσκαφή της «Οδού της Αφθονίας» (Βία ντελλ Αμποντάντσα) εις την αρχαίαν Πομπηίαν μάς ανακάλυψε πλούτον αρχαιολογικών θησαυρών και η ιταλική κυβέρνησις ημοίφθη γενναίως διά τας εργασίας της εις Λέπτις Μάγκνα. Αλλά καμία από τας ανασκαφάς αυτάς δεν υπήρξε τόσον επίπονος και ταυτοχρόνως τόσον γόνιμος όσον αι μετά τόσου θάρρους αναληφθείσαι υπό του κ. Άρθουρ Έβανς εις την Κρήτην.

∆εν ανεσκάφησαν μόνον τα θεμέλια του ανακτόρου των Βασιλέων της Κνωσσού, και δεν εγνωρίσαμεν μόνον το γενικόν σχέδιον, αλλά παριστάμεθα σήμερον μάρτυρες ενός θαυμασίου οικοδομήματος με τα ανώτερα και τα κατώτερα διαμερίσματά του, τους τοίχους του, τα υδραυλικά και υγειονομικά συστήματά του. Με ποίαν συγκίνησιν οι ενεργούντες τας ανασκαφάς δεν θα είδαν την κλειστήν από πλίνθους και λίθους καταπακτήν του δαπέδου να υποχωρή υπό την σκαπάνην των ανασκαφέων διά να οδηγήση τους εξερευνητάς του αρχαίου πολιτισμού εις τας υπογείους στοάς του Μεγάλου Ανακτόρου.

Εχρειάσθη οκτώ ημερών επικίνδυνος υπόγειος εργασίας διά να φθάσουν οι ανασκαφές εις την μεγάλην εσωτερικήν αυλήν των ανακτόρων, περιεζωσμένην από θαυμασίους κίονας. Αλλά μεγαλείτεραι εκπλήξεις επεφυλάσσοντο εις τον κ. Έβανς και τους συνεργάτας του. Ο κόσμος όλος έμεινε κατάπληκτος από την ανακάλυψιν του τάφου του Τουταγχαμών, εν τούτοις η ανακάλυψις του κ. Έβανς εις την Κνωσσόν δεν είνε μικροτέρας σημασίας.

Η επιστημονική δεξιοτεχνία και η αρμονική διαρρύθμισις την οποίαν ανέπτυξαν οι κατασκευασταί του διαμερίσματος αυτού –γράφει εις το βιβλίον του ο κ. Έβανς– το οποίον περιζώνει την εσωτερικήν μεγάλην κλίμακα του ανακτόρου, εμφανίζει την ανάπτυξιν μιας ιδιωτικής οικιακής αρχιτεκτονικής, παράλληλον της οποίας δεν συναντώμεν ούτε εις την Αίγυπτον, ούτε εις την Χαλδαίαν, ούτε εις άλλην τινά χώρα της Ανατολής. Από πολλών απόψεων η διαρρύθμισις αύτη είνε σπουδαιοτάτη και επέδρασεν εις την μετέπειτα ανάδειξιν της αρχιτεκτονικής.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-3
Η Αίθουσα του Θρόνου στο ανάκτορο της Κνωσού (Shutterstock).

Μεγάλης σημασίας είνε επίσης η ανακάλυψις των παλαιών και των νέων Προπυλαίων. Εις τα νεώτερα Προπύλαια ανεκαλύφθη μία θαυμασία τοιχογραφία εκ χρωμάτων, διατηρουμένη κατά το πλείστον μέρος, η οποία εμφανίζει ένα νέον κρατούντα κύπελλον. ∆ύο αργυρά βραχιόλια φαίνονται να περιζώνουν το άνω μέρος του βραχίονος του νέου, ο οποίος είνε ενδεδυμένος με την κλασικήν μινωικήν αμφίεσιν δεμένην σφικτά εις τους γόφους.

Τίποτε δεν συγκινεί περισσότερον τον αναγνώστην των σελίδων των βιβλίων του κ. Έβανς, όσον η επιμελημένη εργασία διά της οποίας από θραύσματα αγγείων, από φρίζες και μικρά κοσμήματα, ανεγεννήθη η ζωή του απολεσθέντος αυτού λαού. Ενίοτε μάλιστα κατωρθώσαμεν να συναγάγωμεν συμπεράσματα και περί των πολιτικών και θρησκευτικών συστημάτων των. Εν πρώτοις μανθάνομεν ότι κατά πάσαν πιθανότητα υφίστατο και κατά τους χρόνους εκείνους η δουλεία των μαύρων. Ούτοι εχρησιμοποιούντο προσέτι και ως φρουροί των ανακτόρων.

Οι αξιωματικοί της Μινωικής εποχής δεν διέφερον και πολύ από τους ιδικούς μας. Ίσταντο με τας πτέρνας ηνωμένας, όπως και σήμερον, προ του αυθέντου των. Εφορούσαν ένα είδος πανοπλίας και εις την δεξιάν χείραν κρατούν συνήθως ξίφος.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-4
Ο «Ρυτοφόρος». Λεπτομέρεια τοιχογραφίας που κοσμούσε διάδρομο του ανακτόρου της Κνωσού. Απεικονίζεται νέος που κρατάει ρυτό (είδος αγγείου), συμμετέχοντας σε θρησκευτική πομπή (Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου – Photo by PHAS/Universal Images Group via Getty Images).

Ο τελευταίος εκ των τόμων ασχολείται με τα βόρεια και ανατολικά διαμερίσματα των ανακτόρων. Μας αναλύει τας περιφήμους τοιχογραφίας του κυρίως ανακτόρου. Ολόκληρος η καθημερινή ζωή του λαού αυτού παρελαύνει ενώπιόν μας. Ευρισκόμεθα μεταξύ των γυναικών της μινωικής εποχής, αι οποίαι ήσκησαν τα αθλήματά των εις τον στίβον. Πόσον εύθυμοι φαίνονται αι γυναίκες αι οποίαι παρακολουθούν το θέαμα από των θεωρείων των. Φλυαρούν, σχολιάζουν, ακριβώς όπως κάμνουν αι σημεριναί γυναίκες εις την όπεραν.

Και τι άραγε παρακολουθούν. Ένα άθλημα καταπληκτικόν και πρωτοφανές. Μοναδικόν εξ όσων αναφέρει η ιστορία. Αι γυναίκες της εποχής του Μίνωος έτρεφαν φαίνεται ιδιαιτέραν αγάπην προς τας ταυρομαχίας. Και, πράγματι, ο ταύρος παίζει σπουδαίον ρόλον εις την τέχνην και εις την θρησκείαν της Μινωικής φυλής. Όταν η γη εσείετο, εφαντάζοντο ότι κάποιος γιγαντιαίος ταύρος την εταλάντευε επί των ώμων του, ενώ εξέπεμπε φοβερούς μυκηθμούς. ∆ιά τούτο και εις τον στίβον ήτο μοιραίον να κάμη την εμφάνισίν του. Οι Ισπανοί ταυρομάχοι θα εζήλευον ασφαλώς τα «κάου μπόυς» και τας ταυρομαχίας του Μίνωος. Επίσης, ως μας εμφανίζει μία τοιχογραφία, υπήρχον τότε και γυναίκες ταυρομάχοι. Αλλά το έργον των ήταν πολύ περισσότερον επικίνδυνον από τους σημερινούς ταυρομάχους της Ισπανίας. Ήσαν ακροβάτιδες αι οποίαι ηυχαριστούντο να δέχωνται τας επιθέσεις του ταύρου και να του διαφεύγουν πηδώσαι επί της ράχεώς του.

Τα συμπεράσματα αυτά συνάγονται από τας περιφήμους τοιχογραφίας των ταυρομαχιών. Μαζύ με τον άνδρα ταυρομάχον ο οποίος εκτελεί ένα επικινδυνωδέστατον πήδημα επί της ράχεως ενός ταύρου, υπάρχουν και δύο γυναίκες ταυρομάχοι διακρινόμεναι από την λευκότητα της επιδερμίδος των και την όλην εμφάνισίν των. Και εδώ φθάνομεν εις ένα πραγματικόν μυστήριον. Οι ειδήμονες υποστηρίζουν ότι παρόμοια ακροβατικά πηδήματα είνε αδύνατα, αλλά η συχνή επανάληψίς των επί των τοιχογραφιών μάς υποχρεώνουν να πιστεύσωμεν ότι πραγματικώς συνέβαινον. Ήρπαζαν τα κέρατα του επιτιθεμένου ταύρου και εξετέλουν το πήδημα. Φαίνεται δε ότι το πήδημα αυτό, που ημπορούσε να ήτο και θανάσιμον, εξετελείτο διπλούν, τουτέστι μετά την ράχιν του ταύρου ο πηδών έπρεπε να ευρεθή εις τον στίβον με ανάλογον πήδημα προς την ουράν. Ασφαλώς σήμερον κανείς ταυρομάχος δεν θα ημπορούσε να επιχειρήση παρόμοιον άθλον.

Περαιτέρω ο αρθρογράφος δίδει μίαν σύντομον περίληψην των εργασιών του κ. Έβανς τας οποίας δικαίως εκθειάζει.
Η Καθημερινή, 17 Φεβρουαρίου 1931

Αμφισβητούνται αι χρονολογήσεις επί μινωικών ευρημάτων του Έβανς

Το Κρητολογικόν Συνέδριον, που συνήλθε κατά την παρελθούσαν εβδομάδα εις την Κρήτην και εις το οποίον έλαβαν μέρος αντιπρόσωποι 15 χωρών, συνεζήτησε κυρίως επί των χρονολογιών της Μινωικής εποχής, την οποίαν προσδιώρισεν ο σερ Άρθουρ Έβανς μετά την ανακάλυψιν του προϊστορικού ανακτόρου της Κνωσού.

Κατόπιν σειράς ολοκλήρου προσφωνήσεων και αντιφωνήσεων, αι οποίαι εδημιούργησαν αμφιβολίας περί του ισχυρισμού ότι η κοιτίς του δυτικού πολιτισμού υπήρξεν όντως η Κρήτη, κατέστη προφανές ότι όχι μόνον αι απόψεις των αρχαιολόγων και των φιλολόγων ευρέθησαν διιστάμεναι, αλλ’ ότι και μεταξύ αυτών των αρχαιολόγων είχαν διατυπωθή αντιφατικαί απόψεις.

Εάν επιλέξωμεν τα σαφή γεγονότα από τας διαφόρους αντιφατικάς θεωρίας, προκύπτουν ωρισμένα σαφή δεδομένα:

Ο σερ Άρθουρ Έβανς, ο οποίος διέθεσε το μεγαλύτερον μέρος της ζωής του και ολόκληρον την περιουσίαν του διά να ανασκάψη και αναστηλώση εν μέρει το «ανάκτορον του Μίνωος», εξακολουθεί να παραμένη μία από τας εξεχούσας φυσιογνωμίας της αρχαιολογικής επιστήμης, εις τον οποίον οι μεταγενέστεροι οφείλομεν μίαν σημαντικήν συμβολήν εις τας γνώσεις μας διά τους αρχαίους πολιτισμούς.

Αι υπό του καθηγητού Πάλμερ διατυπωθείσαι αντιρρήσεις, ως προς τας μεθόδους που εχρησιμοποίησεν ο Έβανς διά την χρονολόγησιν των ευρημάτων της Κνωσού, είναι δικαιολογημέναι. Ακόμη και ο ανίδεος παρατηρεί κενά και διαφοράς, όταν εξετάζη τας διαπιστώσεις του Έβανς υπό το φως των ερευνών του Πάλμερ.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-5
Ο Έβανς κρατώντας ρυτό σε σχήμα κεφαλής ταύρου, ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα της Κνωσού (Ashmolean Museum, Oxford – Photo by © Hulton-Deutsch Collection/CORBIS/Corbis via Getty Images).

Το μέχρι τούδε υιοθετούμενον σύστημα χρονολογήσεως θα πρέπει να μετατεθή προς τα εμπρός και τούτο θα επέφερε την τροποποίησιν όλων των χρονολογιών, που απεδόθησαν εις τους προϊστορικούς πολιτισμούς, προτού να υπάρξη μία πραγματική, βάσει ιστορικών αποδείξεων, διαπίστωσις.

Ο καθηγητής Πάλμερ εδημοσίευσε πέρυσιν εις τον «Παρατηρητήν» τα αποτελέσματα εκ της μελέτης του των σημειωματαρίων του Έβανς, διά των οποίων ετηρείτο ένα είδος «ημερολογίου» των ανασκαφών της Κνωσού. Ο Πάλμερ δεικνύει ποίαι ήσαν αι αντιφάσεις, τας οποίας διεπίστωσεν εις τας χρονολογίας εις το μνημειώδες βιβλίον του Έβανς «Το ανάκτορον του Μίνωος», το οποίον εδημοσιεύθη μετά τριακονταετίαν και αυτό απετέλεσε το κύριον θέμα των ανακοινώσεών του προς το Συνέδριον. Εις μίαν πειστικήν ομιλίαν του, υποστηριζομένην με πολλά σχεδιαγράμματα από τας σημειώσεις που εκράτησεν ο Έβανς κατά την διάρκειαν των ανασκαφών, ο Πάλμερ υπέδειξε ποίαι ήσαν αι εσφαλμέναι διαπιστώσεις, επί των οποίων εστηρίχθησαν εσφαλμένα συμπεράσματα. Ο καθηγητής Πάλμερ εδήλωσεν ότι δεν πρόκειται να διατυπώση ιδίας θεωρίας, αλλά θα άφινε τα πράγματα να ομιλήσουν αφ’ εαυτών, εις το τέλος όμως της ομιλίας του προέβη εις την εντυπωσιακήν αυτήν δήλωσιν: «Θα έλεγα ότι το 1900 ο σερ Άρθουρ Έβανς δεν ευρήκε το ανάκτορον του Μίνωος, αλλά το ανάκτορον του Ιδομενέως της Μυκηναϊκής Εποχής».

Ο προγενέστερος ομιλητής, ο κ. Σίνκλαιρ Χουδ, διευθυντής της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, εδήλωσεν ότι εκ των ανασκαφών, τας οποίας διενήργησεν εις την Κνωσόν από του 1957 και εντεύθεν, φαίνεται ότι τα συμπεράσματα εις τα οποία κατέληξεν ο Έβανς, βάσει της αντιπαραβολής των αγγείων, ήσαν, εν γενικαίς γραμμαίς, ορθά, παρ’ όλον ότι ο ίδιος διετήρησεν ορισμένας επιφυλάξεις επί μιας ή δύο εκ των διατυπώσεων του Έβανς. (Ο ίδιος ο κ. Χουδ, εις προγενεστέραν συνέντευξίν του, είχε δηλώσει ότι έμεινε πράγματι κατάπληκτος από την ακρίβειαν των εργασιών του Έβανς, έστω και αν αύται διεξήχθησαν με τας πλημμελείς μεθόδους, που διέθετεν η αρχαιολογική επιστήμη προς μιας εξηκονταετίας).

Ο κ. Τζων Μπόρντμαν, του Μουσείου Άσμολ της Οξφόρδης, διετύπωσε την άποψιν ότι η βάσει εγγράφων διαπιστώσεων μαρτυρία θα ημπορούσε να χρησιμοποιηθή είτε διά την διευκρίνησιν περισσοτέρων πληροφοριών ή διά να απεικονίσουν μίαν νέαν πλευράν, διάφορον εκείνης, την οποίαν υπεστήριζαν οι ερευνηταί που διεξήγαγον τας αρχικάς ανασκαφάς.

Υφίστατο ένα πρόβλημα, προκειμένου περί της χρονολογήσεως των πινακίδων με την «Γραμμικήν Γραφήν Β» που ανευρέθησαν εις την Κνωσόν, δεδομένου ότι ήτο δυνατόν να καταλήξη κανείς εις νέας διαπιστώσεις μετά τα δημοσιευθέντα πορίσματα και βάσει της «στρωματογραφήσεως» των πλουσίων ευρημάτων, που ευρίσκονται εις το Μουσείον του Ηρακλείου.

∆ιάφοροι άλλοι ομιληταί διετύπωσαν τας γνώμας των, είτε υπέρ των απόψεων του σερ Άρθουρ Έβανς διά την χρονολόγησιν των ευρημάτων ή αμφισβητούντες αυτάς. Όμως ο διευθυντής της εν Αθήναις Σουηδικής Αρχαιολογικής Σχολής ∆ρ Πωλ Άστρομ προέβη εις την πλέον «επαναστατικήν» ανακοίνωσιν.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-6
Ο αναστηλωμένος προμαχώνας στη βόρεια είσοδο του ανακτόρου της Κνωσού με την τοιχογραφία του ταύρου σε ελαιώνα (Shutterstock).

Ο διακεκριμένος Σουηδός αρχαιολόγος είπεν ότι κατόπιν μακρών ερευνών και μελετών κατέστη δυνατόν να διαπιστωθή ότι ολόκληρον το μέχρι τούδε εν χρήσει σύστημα χρονολογήσεως των προϊστορικών ευρημάτων απεδείχθη εσφαλμένον, δεδομένου ότι εξεκίνει από μίαν εσφαλμένην χρονολογίαν και ότι η χρονολογία, κατά την οποίαν ήκμασεν η Αιγυπτιακή ∆υναστεία, που λαμβάνεται ως βάσις διά την θεμελίωσιν του χρονολογικού αυτού συστήματος, πρέπει να μετατοπισθή προς τους μεταγενεστέρους χρόνους κατά 200 περίπου έτη, πράγμα που θα επηρεάση τα συμπεράσματα επί των χρονολογιών όλων των προϊστορικών πολιτισμών.

Εν τω μεταξύ, εις το βασιλικόν ανάκτορον του Μίνωος της Κνωσού, που κείται εις απόστασιν δεκάδος χιλιομέτρων από της θέσεως όπου διεξήχθησαν αι συζητήσεις εκείναι, η σκιά του Μίνωος θα κάθηται μάλλον επισφαλώς επάνω εις τον γύψινον θρόνον της…
Tης Μάρτζορη Χάκκεττ, Η Καθημερινή, 5 Οκτωβρίου 1961

Ο πορφυρογέννητος της Αρχαιολογίας

Ο σερ Άρθουρ Έβανς, ο παγκόσμια γνωστός Βρεταννός αρχαιολόγος, είχε γενεαλογικό δέντρο, που αν δεν έφθανε κατ’ ευθείαν στον βασιλιά Μίνωα της Κνωσού, είναι γνωστό τουλάχιστον μέχρι τον ύστερο δέκατο έβδομο αιώνα.

Ο αιδεσιμότατος Άρθουρ Μπενόνι Έβανς (1781-1854), που σπούδασε στο κολλέγιο του Αγίου Ιωάννου στην Οξφόρδη, παρά τις κάποιες φιλολογικές του τάσεις, είχε περιπετειώδη χαρακτήρα. Εκτός από πολλές δημοσιεύσεις κηρυγμάτων και λόγων, έγραψε και μερικά μυθιστορήματα, ακόμη ένα βιβλίο με τίτλο «Αντίγραφα για το γράψιμο της ελληνικής γλώσσας στο σχολείο» κι ένα άλλο «Λέξεις, φράσεις και Παροιμίες του Λαιτσεστερσάιρ», όπου και αναφέρει διάφορες χρήσεις διαλέκτων. Είχε τεράστιο ενδιαφέρον για τη νομισματική αλλά και για τα απολιθώματα, κι ήρχισε μια νομισματική συλλογή, ειδικευόμενος στα κλασσικά νομίσματα. Ενδιαφερόταν για τα αρχαία μάρμαρα και του άρεσε να βλέπει συχνά τα γλυπτά από τη Λυκία και τη Νινευή στο Βρεταννικό Μουσείο. Με τη γυναίκα του την Ανν Ντίκινσον (1791-1883) ασχολήθηκαν με την ανατροφή των παιδιών τους, που νόμιζαν ότι ήταν το κύριο καθήκον τους.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-7
Προτομή του Έβανς στον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού (Alamy/Visual Hellas.gr).

Ο σερ Τζων Έβανς (1823-1908), ο πατέρας του Άρθουρ Έβανς, ήταν ο τρίτος γιος τους. Όταν ήταν 16 χρονών, έστειλαν τον Τζων Έβανς στον θείο του τον Τζων Ντίκινσον, έναν πολύ πλούσιο βιομήχανο χαρτιού στο Νας Μιλλς, Χερτφορντσάιρ. Ο Τζων Έβανς, αν κι εργαζόταν πολύ σκληρά στο Μιλλς, από νωρίς έδειξε το μεγάλο του ενδιαφέρον στη νομισματική, ειδικά για τα βρεταννικά νομίσματα. Ήταν ο πρώτος που διατύπωσε την θεωρία για την καταγωγή των αρχαίων βρεταννικών νομισμάτων από μακεδονικά πρότυπα. Το 1863 εμφανίστηκε το βιβλίο του «Τα νομίσματα των αρχαίων Βρεταννών», που πήρε το νομισματικό βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας. Και δεν έχασε ποτέ το ενδιαφέρον του για τη νομισματική. Έλαβε ακόμη μέρος και στην έκδοση των Νομισματικών Χρονικών, το περιοδικό στο οποίο δημοσίευσε συνολικά ούτε λίγο ούτε πολύ 47 άρθρα.

Ο Τζων Έβανς ερωτεύτηκε την εξαδέλφη του την Χάρριετ Ανν Ντίκινσον, που παντρεύθηκε. Ήταν ένας ευτυχισμένος γάμος. Η Χάρριετ Ανν Ντίκινσον τον αγάπησε με πάθος και του έμεινε μέχρι το πρόωρο τέλος της πιστή. Έδωσε στον Τζων Έβανς πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δύο κορίτσια, κι ο Άρθουρ Έβανς ήταν το πρώτο αγόρι. Η Χάρριετ Ανν Έβανς πέθανε ξαφνικά σε ηλικία 32 χρονών, όταν ο Άρθουρ Έβανς ήταν μόλις 7 χρονών. Λίγους μήνες μετά το θάνατό της ο Τζων Έβανς έγραφε στο ημερολόγιο της γυναίκας του ότι τα παιδιά δεν φαίνονταν να αισθάνονται την απώλειά της. Περισσότερο από εβδομήντα χρόνια αργότερα ο Άρθουρ Έβανς επρόκειτο να γράψει ένα αγανακτισμένο «Όχι» στο περιθώριο.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-8
Η Μάργκαρετ και ο Άρθουρ Έβανς το 1888 (Alamy/Visual Hellas.gr).

Ο Τζων Ντίκινσον, θείος και πεθερός του Τζων Έβανς, τον είχε προσλάβει ήδη πολύ καιρό σαν νεώτερο συνέταιρο στην επιχείρησή του. Ενεργητικότατος ο Τζων Έβανς αύξησε ουσιαστικά την περιουσία του. ∆ούλευε ακατάπαυστα και πολύ. Και στις ώρες που ακολουθούσαν την μακρά ημερήσια εργασία στο Μιλλς, δεν εργαζόταν μόνο για τη νομισματική, αλλά και για το κύριο ενδιαφέρον του, την προϊστορία. Ο σερ Τζων Έβανς ήταν ένας από τους σημαντικότερους προϊστοριολόγους της εποχής του. Ανέσκαψε πολλές προϊστορικές θέσεις. ∆ημοσίευσε ένα βιβλίο για «Τα αρχαία λίθινα εργαλεία, όπλα και κοσμήματα της Μεγάλης Βρεταννίας» κι ένα άλλο για τα χάλκινα όπλα και εργαλεία της Μεγάλης Βρεταννίας και της Ιρλανδίας. Σιγά-σιγά απέκτησε έναν αξιοζήλευτο αριθμό ύστερων νεολιθικών όπλων, κι άλλων της εποχής του χαλκού, που προστέθηκαν στην ήδη σημαντική παλαιολιθική συλλογή του. Το έργο του είχε μεγάλη αναγνώριση και η φήμη του, όπως συμβαίνει ακόμη και στην Αγγλία, ήταν πολύ μεγαλύτερη στο εξωτερικό παρά στην ίδια του τη χώρα.

Έτσι ο σερ Άρθουρ Έβανς, που γεννήθηκε το 1851 στο Νας Μιλλς, ήταν πραγματικά πορφυρογέννητος στην αρχαιολογία. Όταν ήταν επτά χρονών ανακοίνωνε την πρόθεσή του, όταν μεγαλώσει, να γίνει ποιητής ή αστρονόμος σαν τον προπαππού του. «Γίνεται αριστοκρατικός στις προτιμήσεις και τις τάσεις του», γράφει η μητέρα του. «Ο Άρθουρ ήταν κοντός και μάλλον ασήμαντος», γράφει η αδελφή του. Σαν μικρό παιδί ο Άρθουρ Έβανς δεν ξεχώριζε σε τίποτε κι ούτε ήταν ιδιαίτερα αγαπητός. Όταν μεγάλωσε, δεν έγινε ψηλός, ήταν όμως γεροδεμένος. Μπορούσε να περπατάει πολλά χιλιόμετρα και ν’ ανεβαίνει οποιοδήποτε λόφο, χωρίς καμιά προσπάθεια.

Ο Άρθουρ Έβανς μαθήτευσε στο Χάρροου. Οι σπουδές ήταν βασικά κλασσικές. ∆ιακρίθηκε ειδικά στην σύνθεση ελληνικών επιγραμμάτων. Κέρδισε ακόμη κι ένα βραβείο για μια σύνθεση στο «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος» του Θουκυδίδη, αν και ριψοκινδύνευσε την τύχη του, στέλνοντας τους στίχους του άτονους, με κεφαλαία γράμματα, έτσι για την τυραννία των ελληνικών τόνων. Και στο σημείο αυτό στάθηκε πρωτοπόρος, αφού εκατό χρόνια αργότερα καταργήθηκαν οι τόνοι και στην ίδια την Ελλάδα. Έτσι για τον Άρθουρ Έβανς η μελέτη των λειψάνων του παρελθόντος ήταν κάτι φυσικό και οικείο. Σαν μαθητής ήδη στο Χάρροου έκανε μια διάλεξη για την «αρχαιότητα του ανθρώπου στη γη».

Ο Άρθουρ Έβανς αρνήθηκε με αγανάκτηση την προσφορά του πατέρα του για μια θέση και ενδεχόμενα μια οικονομική συμμετοχή στο Μιλλς κι αποφάσισε να πάει στο κολλέγιο «BRASENOSE» στην Οξφόρδη. Εκεί προσπάθησε να αφοσιωθεί σε ιστορικά έργα. Σαν θέμα διάλεξε την καταγωγή του ιπποτισμού. Το 1875 πήγε στην Γερμανία, στο Γκέττινγκεν, όπου έμεινε μελετώντας αρκετούς μήνες. Μ’ ένα ολόκληρο κληροδότημα που είχε από τον παππού του κι ένα επίδομα από τον πατέρα του, μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Κι αποφάσισε να ταξιδέψει.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-9
Ο Έβανς επιβλέπει την αναστήλωση του Μεγάλου Κλιμακοστασίου στο ανάκτορο της Κνωσού (Ashmolean Museum, Oxford – Photo by DEA PICTURE LIBRARY/De Agostini via Getty Images).

Ο Άρθουρ Έβανς αγαπούσε τα ταξίδια, μάλλον αγαπούσε την εξερεύνηση άγνωστων περιοχών, κι αυτό από τότε που ήταν παιδί. Πολύ συχνά είχε συνοδεύσει τον πατέρα του σε διάφορες εκδρομές. Ήδη το 1871 ταξίδεψε στην Γερμανία, λίγο αργότερο στην Φινλανδία και τη Σουηδία. Η περιοχή όμως που αγαπούσε πιο πολύ ήταν τα Βαλκάνια. Είχε ήδη ταξιδέψει στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Προτιμούσε ειδικά την Αδριατική, τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη. Για τον Έβανς το ταξίδι δεν ήταν κάποιες τυχαίες διακοπές. Σχεδίαζε να γράψει ένα βιβλίο, μια μελέτη μάλλον για τον τρόπο ζωής των κατοίκων στα Βαλκάνια. Οι ευκαιρίες για ταξίδια στην περιοχή αυτή είχαν συνδυαστθεί με τις πολιτικές του πεποιθήσεις για τις καταπιεσμένες μειονότητες της Ευρώπης. Για τον Άρθουρ Έβανς η πολιτική ήταν θέμα ιδανικών. Γιατί βέβαια είχε ξεφύγει από τον συντηρητισμό της οικογένειας κι είχε γίνει ένας φλογερός φιλελεύθερος.

Με το ξέσπασμα της επανάστασης στην Ερζεγοβίνη ενάντια στις καταπιέσεις των Τούρκων το ταξίδι ήταν μια περιπέτεια. Ο Άρθουρ Έβανς συνελήφθη αρχικά από την αυστριακή αστυνομία σαν Ρώσος κατάσκοπος. Αργότερα χαρακτηρίστηκε από έναν Αυστριακό πρόξενο σαν πληρωμένος πράκτορας που είχε σταλεί από την Αγγλία να ξεσηκώσει ταραχές, γιατί φυσικά συνέχιζε πάντοτε να υποβάλλει ερωτήσεις και βέβαια να εξερευνά τα πιο πρωτόγονα τμήματα της πόλης. Στο μεταξύ το 1876 εμφανίστηκε στο Λονδίνο το βιβλίο που είχε σχεδιάσει, το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Στην Βοσνία και την Ερζεγοβίνη με τα πόδια».

Έτσι ο Άρθουρ Έβανς έγινε ξαφνικά αυθεντία για τη Βοσνία. Ήταν πραγματικά ευτυχής γιατί η εφημερίδα «MANCHESTER GUARDIAN» που ήταν τότε υπέρμαχη για τον Γλάδστωνα και αντιτουρκική –μέχρι σήμερα η φιλελεύθερη εφημερίδα των διανοούμενων της Αγγλίας– τον έστειλε σαν ειδικό ανταποκριτή στην Ράγουσα, το σημερινό Ντουμπρόβνικ, μια πόλη που του φάνηκε σαν παράδεισος. Αν και εργαζόταν στην Ιλλυρία σαν ανταποκριτής. ο Έβανς ενδιαφερόταν πάντα για την ιστορία και την αρχαιολογία. Έκανε πολλές ανασκαφές και δημοσίευσε ένα ακόμη άρθρο στο περιοδικό «ARCHAEOLOGIA». Νόμιζε ότι για την προϊστορική αρχαιολογία κανένας ευρωπαϊκός χώρος δεν ήταν πιο σημαντικός από την άγνωστη Ιλλυρία, όπου πραγματικά η προϊστορική περίοδος σε πολλά σημεία συνεχίζεται σχεδόν μέχρι τις μέρες μας.

Όταν ήταν στην Ράγουσα, ο Άρθουρ Έβανς ερωτεύθηκε την Μάργκαρετ Φρήμαν, την κόρη του Έντουαρτ Φρήμαν του ιστορικού, που παντρεύτηκε το 1878. Η Μάργκαρετ δεν ήταν καλλονή, αλλά κάθε τι επάνω της είχε καλές αναλογίες και αρμονία. Ήταν πολύ έξυπνη κι είχε σημαντικές ιστορικές γνώσεις. Μετά τον γάμο το ζευγάρι μπόρεσε να πάει στο Λονδίνο, να δουν την έκθεση του Σλήμαν για την Τροία.

Ο Άρθουρ Έβανς εξαρτήθηκε στενά από τη βοήθεια και την συντροφιά της γυναίκας του που είχε πραγματικά ανάγκη. Γιατί αν και ήταν ένας ευτυχισμένος γάμος, οι συνθήκες ζωής στην Ράγουσα, που κι οι δύο αγαπούσαν αφάνταστα, ήταν πολύ δύσκολες. Η Βοσνία είχε απελευθερωθεί από τους Τούρκους αλλά ήταν κάτω από αυστριακή προστασία. Οι ανταποκρίσεις του Έβανς στην «MANCHESTER GUARDIAN» ήταν φαρμακερά αντιαυστριακές. Βρισκόταν φυσικά σε δύσκολη θέση. Ένας φίλος του τον είχε προειδοποιήσει ότι επέκειτο η σύλληψή του. Του έστειλε μάλιστα μια προειδοποίηση με τη μορφή μιας πλαστής ελληνικής επιγραφής. «Προφυλάξου…» ήταν γραμμένο με ελληνικά γράμματα στο μήνυμα. Ο Έβανς πραγματικά συνελήφθη και κλείσθηκε στη φυλακή στην Ράγουσα, με την κατηγορία ότι βρισκόταν σε επαφή με συνωμότες και άλλα ύποπτα πρόσωπα. Ότι τους χρηματοδοτούσε κι ότι εξέφραζε ελεύθερα και δημόσια τις σκέψεις του χωρίς να προσέχει την παρούσα έκρυθμη κατάσταση ή την τήρηση της δημόσιας τάξης. Ήταν οι χειρότερες στιγμές στη ζωή του Άρθουρ Έβανς. Στη φυλακή δεν υπήρχε ούτε καντήλι, από τον φόβο ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει το φως σαν σύνθημα. Βρήκε όμως ένα κομματάκι χαρτί στην τσέπη του, τσίμπησε το μπράτσο του για να βγει λίγο αίμα και μ’ ένα δόντι που έσπασε από τη χτένα του, έγραψε μερικές λέξεις στη γυναίκα του. Έξη βδομάδες αργότερα υπογράφτηκε μια απόφαση για την απόλυσή του από τη φυλακή, αλλά και για την απέλασή του από την Αυστρία. Ο Έβανς έπρεπε να εγκαταλείψει αμέσως την Ράγουσα, που ήταν γι’ αυτόν ο χαμένος παράδεισος.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-10
12 Οκτωβρίου 1936. Ο Έβανς ανάμεσα σε ευρήματα από την Κνωσό, στην Έκθεση Ελληνικών Αρχαιοτήτων της Βασιλικής Ακαδημίας. Δεξιά του στην εικόνα, ομοίωμα του θρόνου του Μίνωα (Photo by David Savill/Topical Press Agency/Getty Images).

Ήταν μια νεκρή περίοδος στη ζωή του Άρθουρ Έβανς. Ο ίδιος δεν είχε μεγάλο ενδιαφέρον για την Ελλάδα ή την Ιταλία κι ήταν σχεδόν έτοιμος να δεχθεί την παραμονή του στην Αγγλία, που προτιμούσε από καιρό η γυναίκα του. Η Οξφόρδη έμοιαζε να είναι ο τόπος που του πήγαινε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Κι αποφάσισαν να ζήσουν εκεί. Τόσο η επιστημονική του εργασία όσο κι οι πρώιμες σπουδές του τον είχαν κάνει κατάλληλο υποψήφιο, στην ηλικία των 33 χρονών, για την θέση του διευθυντή του Μουσείου «ASHMOLEAN», όπου και τοποθετήθηκε ο Έβανς το 1884, μια θέση που κράτησε για 24 χρόνια, μέχρι το 1908. Το Μουσείο «ASHMOLEAN» χρειαζόταν τότε μια δυνατή προσωπικότητα για να γίνει ένα αξιόλογο ίδρυμα. Ο εναρκτήριος λόγος του Έβανς είχε τον τίτλο «ASHMOLEAN, το σπίτι της αρχαιολογίας στην Οξφόρδη», πράγμα που πέτυχε, μετατρέποντας τις συλλογές από απλές ομάδες μουσειακών αντικειμένων σε πρώτης τάξης μέσον για διδασκαλία και έρευνα. Γι’ αυτό κι έμεινε στην ιστορία του μουσείου σαν ο σημαντικότερος διευθυντής του.

Ανάμεσα στα χρόνια 1884-1894 το αρχαιολογικό έργο του Έβανς συγκεντρώθηκε κυρίως στη νομισματική και στις βρεταννικές αρχαιότητες. ∆ημοσίευσε ανάμεσα σε άλλα δύο μελέτες για σικελικά νομίσματα, άρθρα για το STONERANGE, για ιρλανδικά χρυσά κοσμήματα και για μια ρωμαϊκή έπαυλη που ανέσκαψε. Ο ταξιδιώτης όμως δεν ήταν ευτυχισμένος. Οποιοδήποτε σπίτι στην Αγγλία αυτά τα χρόνια του έμοιαζε μόνο σαν σταθμός αναχώρησης, κι ο Έβανς σχεδίασε το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα το 1883. Ταξίδεψε στους ∆ελφούς, στη Λειβαδιά, ειδικά στον Ορχομενό, όπου ο Σλήμαν είχε ανασκάψει τον γνωστότατο θολωτό τάφο δύο χρόνια πριν, στην Τίρυνθα, την Αίγινα, το Ναύπλιο και τον Βόλο. Στην Αθήνα είδε το ζεύγος Σλήμαν και φυσικά εντυπωσιάσθηκε από εκείνον. Ο Σλήμαν είχε αποκαλύψει έναν λαμπρό νέο κόσμο με τις ανασκαφές του, αλλά δεν πρόσφερε παρά μόνο σχέσεις με τον Όμηρο. Για τον Έβανς δεν είχαν ενδιαφέρον οι ομηρικές εικονογραφίες, αλλά οι θέσεις της εποχής του χαλκού, που παρουσίαζαν, ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο, προβλήματα πολύ σύνθετα από οτιδήποτε είχε ανακαλύψει ο Σλήμαν.

Ο  Έβανς τιμήθηκε όσο κανένας αρχαιολόγος πριν ή μετά από εκείνον. Πλήθος βρεταννικών πανεπιστημίων τού επέδωσαν τιμητικά διπλώματα.

Στα συρτάρια των αρχαιοπωλείων της οδού Πανδρόσου στην Αθήνα ο Άρθουρ Έβανς βρήκε κάτι μικρές πέτρες με χαραγμένα σύμβολα, που φαντάσθηκε πως ανήκαν σ’ ένα ιερογλυφικό σύστημα. Οι αρχαιοπώλες τον εβέβαιωναν ότι οι πέτρες αυτές προέρχονταν από την Κρήτη. Ο Έβανς ενδιαφερόταν πάντοτε για όλα τα προβλήματα της γραφής. Η σκέψη του στράφηκε στην Κρήτη, που λόγω της θέσης της ανάμεσα στην Αίγυπτο και την Ευρώπη θα μπορούσε άριστα να έχει χρησιμεύσει σ’ ένα στάδιο της διασποράς της ιερογλυφικής γραφής. Ένα νέο όραμα άρχιζε να τον συναρπάζει: Η Κρήτη. Κι αποφάσισε να ταξιδέψει στο νησί, που για όλη την υπόλοιπη ζωή του θα κυρίευε τη σκέψη του.

Ένα χρόνο πριν το ταξίδι στην Κρήτη η Μάργκαρετ Φρήμαν, η γυναίκα του, πέθανε μετά από σύντομη ασθένεια. Ο Άρθουρ Έβανς που αγαπούσε τα παιδιά, υιοθέτησε αργότερα τον Λάνσελοτ Φρήμαν, ανηψιό από τη γυναίκα του, που πέθανε όμως το 1925. αφήνοντάς τον χωρίς απογόνους.

Την άνοιξη του 1894 ο Έβανς ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Κρήτη. Μόλις έφθασε στο Ηράκλειο ένοιωσε να βρίσκεται σ’ έναν οικείο τόπο κι όχι μόνο γιατί αναγνώριζε τα γνωστά του από την Ράγουσα βενετσιάνικα τείχη, που είχε σχεδιάσει ο διασημότερος στρατιωτικός μηχανικός της Βενετία, ο MICHELE SAMMICHELI, όπως στη Ράγουσα.

Όταν κοιτούσε από το παράθυρο του πρώτου πανδοχείου κι απ’ το Χάνι του Περτσελή αργότερα, πάνω από το λιμάνι και τα βουνά, μπορούσε να αναγνωρίσει τα χρώματα της θάλασσας και της στεριάς, οικεία του από την Ιλλυρία. Αυτός ήταν ένας κόσμος που γνώριζε, που ακόμη και τα πενιχρά του, σπασμένα ελληνικά, δεν μπορούσαν να τον κάνουν να νοιώσει σαν ξένος. Στις 19 Μαρτίου 1894 είδε για πρώτη φορά την Κνωσό κι εντυπωσιάσθηκε από τη θέση της και το τοπίο. Ταξίδεψε σ’ ολόκληρο το νησί σημειώνοντας αρχαιότητες. Ερευνούσε παντού για σφραγίδες, κι η ανατολική Κρήτη ήταν τότε η πιο παραγωγική σε αρχαιότητες. Το μοναδικό του πρόβλημα ήταν οι χωρικές, που ονόμαζαν τις τότε σφραγίδες «γαλόπετρες» και δεν ήθελαν να τις αποχωρισθούν. Γιατί υποστήριζαν πως αν αποχωρίζονταν τις πέτρες θα μπορούσαν και να πεθάνουν από την έλλειψη του γάλακτος στον θηλασμό. Ο Έβανς όμως απέκτησε αρκετές από αυτές, πολλές πραγματικά άριστης ποιότητας, αφού φυσικά είχε πολλά περιθώρια επιλογής. Πρόκειται για τις μινωικές σφραγίδες της συλλογής του, που χάρισε αργότερα στο Μουσείο «ASHMOLEAN» της Οξφόρδης. Παράλληλα όμως πέτυχε τον σκοπό του ταξιδιού του. Γύρισε πίσω στην Αγγλία με την απόδειξη δύο πρώιμων συστημάτων γραφής στην Ελλάδα. Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε το πρώτο του κρητικό βιβλίο, το πρώτο ορόσημό του στην προϊστορία του Αιγαίου.

***

Ο επόμενος χρόνος, το 1895, τον βρήκε πίσω στην Κρήτη, με την απόφαση να ανασκάψει την Κνωσό. ∆εν ήταν εύκολο να αγοράσει την γη, γιατί ανήκε από κοινού σε δύο Τούρκους. Από τότε που ο Ηρακλειώτης Μίνως Καλοκαιρινός, Μίνως όπως και ο μυθικός βασιλιάς της Κνωσού, λίγα χρόνια προηγουμένως είχε πρώτος ανακαλύψει το ανάκτορο της Κνωσού φέρνοντας στο φως μερικές από τις αποθήκες του, με τα τεράστια πιθάρια, αυτό ακριβώς το σημείο του λόφου Κεφάλα της Κνωσού, που λεγόταν Πιθάρια, είχε αποκτήσει πολλούς υποψήφιους ανασκαφείς. Ανάμεσά τους ήταν ο Ζουμπέν της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής και ο Χαμδή-Μπέης, ο Τούρκος διευθυντής του Μουσείου της Κωνσταντινούπολης. Ο Στίλλμαν, ένας Αμερικανός δημοσιογράφος, είχε αρχίσει δοκιμαστική ανασκαφή στην Κνωσό, που σταμάτησαν ευτυχώς έγκαιρα οι τουρκικές αρχές. Ακόμη κι ο Σλήμαν είχε την πρόθεση να σκάψει εκεί, οι απαιτήσεις όμως των ιδιοκτητών του χώρου ήταν τόσο μεγάλες, που αρνήθηκε να αγοράσει τη γη σ’ οποιαδήποτε τιμή. Ο Έβανς εγκατέλειψε λοιπόν την Κρήτη, χωρίς να πετύχει να αγοράσει την Κνωσό, έχοντας όμως αποκτήσει έναν καλό φίλο στο πρόσωπο του Ιωσήφ Χατζηδάκη, Ηρακλειώτη γιατρού, τότε προέδρου του περίφημου Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου στο Ηράκλειο για τη διάσωση των αρχαιοτήτων από τους Τούρκους και μετέπειτα πρώτου διευθυντή του Μουσείου Ηρακλείου.

Αρθουρ Εβανς: Ο ανασκαφέας της Κνωσού-11
Σαρκοφάγος από την Κνωσό (περ. 1400-1300 π.Χ., Photo by Ashmolean Museum/Heritage Images/Getty Images).

∆εν ήταν ο κατάλληλος χρόνος για ανασκαφές στην Κρήτη. Η πολιτική κατάσταση στο νησί άλλαζε κάθε μέρα. Για άλλη μια φορά, ο Έβανς βρέθηκε στη γνωστή του πολιτική κατάσταση μιας χώρας, που προσπαθούσε να τινάξει τον τουρκικό ζυγό. Για άλλη μια φορά ανέπνεε τον βαρύ αέρα της επανάστασης. Τα γράμματα που έστελνε ο Χατζηδάκης στην Αγγλία δεν αναφέρονταν πια στην απόκτηση γης στην Κνωσό αλλά μιλούσαν για ένα σύνταγμα της ελεύθερης Κρήτης. Ο Έβανς μάζευε στην Αγγλία χρήματα για τα θύματα της Κρητικής εξέγερσης. Μια νέα επανάσταση ξέσπασε στην Κρήτη, γιατί η Πύλη κωλυσιεργούσε στην εκτέλεση των υπεσχημένων μεταρρυθμίσεων. Η Ελλάδα άρχισε να παίζει κύριο ρόλο στο Κρητικό δράμα. Ο Έβανς, που ξαναγύρισε για άλλη μια φορά το 1898, βρέθηκε πάλι στο γνωστό του μίγμα της αρχαιολογίας και της δημοσιογραφίας. Προσπάθησε να βοηθήσει τους κατοίκους, διανέμοντας βοηθήματα στις Αρχάνες. Είχε ήδη αποκτήσει τη γη της Κνωσού αλλά δεν μπορούσε να αρχίσει ανασκαφές. Τέλος, το 1899 τα πράγματα στην Κρήτη άρχισαν να παίρνουν μια πιο ευνοϊκή τροπή. Οι τελευταίοι Τούρκοι στρατιώτες είχαν φύγει από το νησί και ο πρίγκιψ Γεώργιος της Ελλάδος είχε ονομασθεί υψηλός εντεταλμένος των δυνάμεων. Ο Άρθουρ Έβανς μπορούσε να αρχίσει να αποκαλύπτει τον μινωικό πολιτισμό.

***

∆εν είναι αξιοπερίεργο ότι ο Έβανς τιμήθηκε όσο κανένας αρχαιολόγος πριν ή μετά από εκείνον. Πλήθος βρεταννικών πανεπιστημίων του επέδωσαν τιμητικά διπλώματα. Τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις και σε διάφορες ευκαιρίες. Έγινε έκτακτος καθηγητής της προϊστορικής αρχαιολογίας της Οξφόρδης. Ήδη το 1911 έγινε ιππότης στις γιορτές στέψης στην Αγγλία. Το 1927 εμφανίστηκε ένας τόμος που περιέχει όλα τα τιμητικά διπλώματα που του δόθηκαν. Η εργασία του στην Κνωσό τιμήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση με τον μεγάλο Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα. Στο τελευταίο του ταξίδι στην Κρήτη το 1935, όταν ήταν 84 χρονών, αποκαλύφθηκε μια χάλκινη προτομή του, αυτή που στέκεται πάντοτε στην είσοδο της Κνωσού, όχι μόνο για τις ανασκαφές του που άφησαν εποχή, αλλά και γιατί χάρισε τη γη της Κνωσού και τη Βίλλα Αριάδνη στην Βρεταννική Σχολή και το ελληνικό κράτος. Κι ήταν τότε που τιμήθηκε από το Ηράκλειο όχι μόνο με την ονομασία του επίτιμου δημότη αλλά και στεφανώθηκε με δάφνη.

Ο χρόνος τον είχε κάνει να φαίνεται πιο μικρός. Το 1938, όταν ήταν 87 ετών, η υγεία του άρχισε να εξασθενίζει. Ειδικά μετά από δύο εγχειρήσεις που έκανε, η μνήμη του άρχισε να σβήνει σιγά-σιγά. Η μινωική Κρήτη έμοιαζε για κάποιο διάστημα να φεύγει από το προσκήνιο της σκέψης του, που άρχισαν να καταλαμβάνουν παλαιότερα ενδιαφέροντα. Ήταν απαισιόδοξος για τον ∆εύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Κρήτη, ο Έβανς θύμωσε για τελευταία φορά πολύ. Στην τελευταία του επίσκεψη στο Λονδίνο πήγε ειδικά στα γραφεία της HELLENIC SOCIETY να ζητήσει πληροφορίες για την Κρήτη. Πέθανε τρεις μέρες μετά την ενενηκοστή επέτειο των γενεθλίων του, στις 11 Ιουλίου 1941.

∆υστυχώς είμαι πολύ νέος για να έχω συναντήσει τον Έβανς. Ό,τι σας είπα δεν είναι προσωπικές μνήμες αλλά απλά γεγονότα που αναφέρονται στην ιστορία μιας ζωής και μιας επιστήμης. ∆εν μπορώ να κάνω χρήση ανεκδότων που έχω ακούσει. ∆εν μπορώ να μιλήσω για τον αμφιλεγόμενο χαρακτήρα του. Ίσως είναι καλύτερα να αφήσω την ετεροθαλή αδελφή του να μιλήσει για εκείνον.

«Ο Άρθουρ ήταν επιδεικτικός και παράδοξα μετριόφρων. Απόμακρα αξιοπρεπής και αγαπητά γελοίος. Αυτοκρατορικός και εκπληκτικά ευγενής. Μέχρι παραλογισμό σπάταλος και παράλληλα μετρημένος, κι ακόμα για μερικά πράγματα αυστηρός. Μπορούσε να είναι ευαίσθητος ω ανατολίτης κι απλός ως παιδί. Μπορούσε να είναι φανταστικά ευγενής και βασικά αδιάφορος για την ζωή των άλλων. Μπορούσε να είναι φανταστικά γενναιόδωρος κι εξαιρετικά εγωκεντρικός. Μπορούσε να φιλοξενεί βασιλικά και να ζει για μήνες σαν ερημίτης. Μπορούσε να είναι, κι ήταν, ένας αφοσιωμένος εργάτης και παράλληλα ματαιόδοξος. Ο Άρθουρ ήταν ένας παράδοξος άνθρωπος».

Φοβούμαι ότι συμφωνώ, όταν σκέπτομαι τον δημιουργό των μινωικών σπουδών. ∆εν νομίζω ότι ο Έβανς ήταν μια μεγαλοφυΐα, όπως φαντάζεται ο κόσμος. Ό,τι βλέπω στο επιστημονικό του έργο δεν είναι τίποτε άλλο από το παράδοξο. Ο Έβανς θα πρέπει να είχε ζήσει δύο ζωές. Θα πρέπει να είχε ζήσει και στα μινωικά χρόνια, και θα μπορούσε να ήταν ένας σφραγιδογλύφος ή ένας βασιλεύς-ιερεύς της Κνωσού. ∆εν μπορούσε διαφορετικά να φέρει στο φως τις ιδέες του για την μινωική Κρήτη, τόσο πρώιμα, τόσο ζωηρά και το κυριότερο τόσο σωστά, όπως φαίνεται με κάθε νέα εργασία, θεωρίες που στις μέρες του δεν ήταν παρά απλές φαντασίες.
Tου Γιάννη Σακελλαράκη, Η Καθημερινή, 27 Ιουλίου και 3 Αυγούστου 1986

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT