Ιαν Φλέμινγκ: Ο δημιουργός του Τζέιμς Μποντ

Ιαν Φλέμινγκ: Ο δημιουργός του Τζέιμς Μποντ

Ο Τζέιμς Μποντ αποτελεί ενδεχομένως τον διασημότερο μυστικό πράκτορα της μεγάλης οθόνης

ιαν-φλέμινγκ-ο-δημιουργός-του-τζέιμς-μ-562570315

Ο Τζέιμς Μποντ αποτελεί ενδεχομένως τον διασημότερο μυστικό πράκτορα της μεγάλης οθόνης. Ο ικανός και ευρηματικός, πλην όμως επιρρεπής στον τζόγο, στο αλκοόλ και στις γυναίκες πράκτορας έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το 1962 με την ταινία Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007 εναντίον ∆όκτορος Νο. Τον ρόλο του Μποντ υποδυόταν ο Σον Κόνερι. ∆ιάφοροι άλλοι μεγάλοι ηθοποιοί υποδύθηκαν τα επόμενα χρόνια τον γοητευτικό πράκτορα, από τους οποίους ξεχώρισαν οι Ρότζερ Μουρ, Πιρς Μπρόσναν και Ντάνιελ Κρεγκ. Ωστόσο, η πρώτη εμφάνιση του πράκτορα έγινε σχεδόν δέκα χρόνια πριν από την κυκλοφορία της πρώτης ταινίας, το 1953, όταν ο Ίαν Φλέμινγκ εξέδωσε το πρώτο του κατασκοπικό μυθιστόρημα, με τίτλο Καζίνο Ρουαγιάλ. Έχοντας αφήσει θετικές εντυπώσεις στο αναγνωστικό κοινό, ο Φλέμινγκ κυκλοφόρησε στη συνέχεια ακόμη έντεκα μυθιστορήματα και δύο συλλογές διηγημάτων με πρωταγωνιστή τον Βρετανό μυστικό πράκτορα. Στην ανά χείρας έκδοση δίνεται προτεραιότητα στην ανάδειξη λιγότερο γνωστών πτυχών της ζωής και της προσωπικότητας του Ίαν Φλέμινγκ, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 12 Αυγούστου 1964, σε ηλικία μόλις 56 ετών. ∆ύο ημέρες αργότερα, η Καθημερινή, τιμώντας τον διάσημο συγγραφέα, περιέλαβε στις σελίδες της μια σύντομη βιογραφία του. Στις σελίδες του τεύχους περιλαμβάνονται ακόμη αποσπάσματα της βιογραφίας του συνεργάτη του Φλέμινγκ, Τζον Πίρσον, η οποία κυκλοφόρησε σε συνέχειες από την Καθημερινή, από τις 5 Μαρτίου έως τις 5 Απριλίου 1967.

Εβδομήντα χρόνια με τον πράκτορα 007

Στις 4 Ιανουαρίου 2023, ο οίκος Ian Fleming Editions σχεδίασε ένα νέο λογότυπο για τον πράκτορα 007, γιορτάζοντας τα 70 χρόνια από την έκδοση του περίφημου κατασκοπικού μυθιστορήματος Καζίνο Ρουαγιάλ, του διασημότερου στο είδος του. Αυτό το νέο logo, που διατηρεί τη χαρακτηριστική γραμματοσειρά του Μποντ, όπως και η επανέκδοση –στην πρωτότυπη μορφή τους– όλων των μυθιστορημάτων με πρωταγωνιστή τον πιο κομψό πράκτορα των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, αποτελεί έναν φόρο τιμής στον Ίαν Φλέμινγκ, τον άνθρωπο με τη χρυσή γραφομηχανή. Και είναι επίσης ένας τρόπος για να υπογραμμίσουν οι εκδότες του, έστω και μεταφορικά, τη διαρκή νεότητα του 007. Ο Τζέιμς Μποντ υπήρξε ένας από τους ισχυρότερους ήρωες της λαϊκής μυθοπλασίας του 20ού αιώνα και, παρότι ζούμε στην εποχή της πολιτικής ορθότητας και του #MeΤoo, προσαρμόζεται λίγο, αλλά δεν φεύγει ποτέ από τη μόδα.

Ιαν Φλέμινγκ: Ο δημιουργός του Τζέιμς Μποντ-1
Κωνσταντινούπολη, Ιούνιος 1963. Ο Ίαν Φλέμινγκ στα γυρίσματα της ταινίας Από τη Ρωσία με αγάπη (AP Photo/Ahmet Baran).

Ο Ίαν Φλέμινγκ, γιος ενός συντηρητικού βουλευτή και εγγονός ενός Σκωτσέζου τραπεζίτη, γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 28 Μαΐου 1908 σε μια πλούσια αγγλική οικογένεια που τον προετοίμασε για μια ζωή άνεσης και προνομίων. Φοίτησε σε ακριβά σχολεία, τα οποία προσπάθησαν να χαλιναγωγήσουν τον ατίθασο χαρακτήρα του, αλλά μάλλον χωρίς επιτυχία. Παρ’ όλα αυτά κατάφερε να αποφοιτήσει από τη στρατιωτική ακαδημία Eton και Sandhurst στη Βρετανία και έπειτα συνέχισε την εκπαίδευση στη Γερμανία και την Ελβετία. Έχοντας μια δύσκολη σχέση με τη μητέρα του και ισχυρό ανταγωνισμό με τον πολύ δημοφιλή μεγάλο αδελφό του, ο Ίαν καλλιέργησε ως αντίβαρο στην αστική βρετανική αυστηρότητα, τη φαντασία του, την υποκριτική ικανότητα και το αληθινό γούστο του για τη ζωή του bon vivant. Πριν καν σκεφτεί να γίνει συγγραφέας, εργάστηκε ως δημοσιογράφος στο Reuters κατά την περίοδο 1929-1933 και στη συνέχεια ασχολήθηκε με τον τραπεζικό τομέα ως χρηματιστής (1935-1939). Μεταξύ των ετών 1945 και 1949 ήταν αξιωματικός της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Ναυτικού, ενώ εκπροσωπούσε επίσης τους Sunday Times του Λονδίνου ως διευθυντής διεθνών θεμάτων κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Όσο υπηρετούσε στο Ναυτικό, και χάρη σε μια σειρά από τολμηρές και ευφάνταστες ιδέες για την αντιμετώπιση του εχθρού, απέκτησε τον βαθμό του υπολοχαγού και έγινε το δεξί χέρι του ναυάρχου Τζον Γκόντφρεϊ, κορυφαίου Βρετανού κατασκόπου. Σχεδιάζοντας και εκτελώντας επικίνδυνες αποστολές, ο Φλέμινγκ γονιμοποίησε την ήδη ανεπτυγμένη φαντασία του και οι εμπειρίες του έδωσαν αργότερα υλικό στις περιπέτειες του Τζέιμς Μποντ. Προς το τέλος της καριέρας του ως πράκτορα μυστικών υπηρεσιών, ο Ίαν ανακάλυψε την όμορφη Τζαμάικα – μακριά από τον πόλεμο, παρθένα και εξωτική. Τα επόμενα χρόνια θα έχτιζε εκεί ένα σπίτι και θα έγραφε τη διάσημη σειρά των μυθιστορημάτων του πράκτορα 007.

Ονόμασε το σπίτι του Goldeneye και υπολόγισε ότι θα γινόταν το καταφύγιό του για τα χρόνια της σύνταξης. Ήταν μεγάλο, αλλά απλό, χωρίς κλιματισμό και ζεστό νερό. Για μία πενταετία περίπου ο Φλέμινγκ ακολουθούσε την ίδια ρουτίνα: έφτανε στο Goldeneye την πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου και έφευγε για την Αγγλία την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου. Στην πατρίδα του είχε την ανέμελη ζωή του εργένη –λίγο πολύ ο Μποντ τού έμοιαζε σε αυτό– και στην Τζαμάικα πήγαινε για να χαλαρώσει τα νεύρα του, να απολαύσει τα ηλιοβασιλέματα και να ρεμβάσει. Μέχρι που η λαίδη Αν Ρότερμερ, με την οποία είχε ερωτική σχέση κατά τη διάρκεια του γάμου της, έμεινε έγκυος στο παιδί του. Η κοινωνική πίεση τελικά έκανε τον Φλέμινγκ στα 44 χρόνια του να σοβαρευτεί και να παντρευτεί. Όπως περιγράφει έξοχα και αυτοσαρκαστικά ο ίδιος, έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα, Καζίνο Ρουαγιάλ στην Τζαμάικα για να ξεχαστεί, ενώ –ή ακριβώς επειδή– περίμενε το διαζύγιο της Αν και τη ραγδαία αλλαγή της προσωπικής του ζωής.

Ιαν Φλέμινγκ: Ο δημιουργός του Τζέιμς Μποντ-2
Ο Ίαν Φλέμινγκ και η σύζυγός του Αν στο σπίτι τους στην Τζαμάικα, γύρω στο 1963. (Evening Standard/Hulton Archive/Getty Images).

Το Καζίνο Ρουαγιάλ (1953) ήταν το πρώτο από τα 12 μυθιστορήματα του Τζέιμς Μποντ. Γεμάτο βία, αποδράσεις, διεθνή κατασκοπεία, ίντριγκες και υπέροχες γυναίκες, όλα τα βιβλία έγιναν διεθνή μπεστ σέλερ. Ειδικά στις ΗΠΑ ο Μποντ ξεπέρασε σε δημοφιλία κάθε άλλο μυθιστορηματικό ήρωα, όταν ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Τζον Φ. Κένεντι περιέλαβε ένα από τα μυθιστορήματα στη λίστα με τα αγαπημένα του βιβλία για το 1961.

Ο Μποντ, με την τάση του για τον τζόγο και τα γρήγορα αυτοκίνητα, έγινε το πρότυπο του όμορφου, έξυπνου, δυναμικού αρσενικού του τέλους της δεκαετίας του 1950 και του 1960. Ήταν το σύμβολο της δυτικής ανερχόμενης καταναλωτικής εποχής, απολαμβάνοντας μόνο τα καλύτερα επώνυμα προϊόντα και έχοντας πρόσβαση στα κορυφαία ηλεκτρονικά γκάτζετ της εποχής του. Για μερικούς αναγνώστες, η αδιάκοπη προβολή καταναλωτικών προϊόντων από τον Μποντ ήταν ενοχλητική, αλλά αυτή η τακτική επέτρεψε στον Φλέμινγκ να δημιουργήσει έναν ρεαλιστικό χαρακτήρα ασυνήθιστο στη μυθοπλασία της εποχής του. Οι τρόποι και οι ιδιορρυθμίες του Μποντ, από το πώς του άρεσε να πίνει τα μαρτίνι του («Shaken, but not stirred») μέχρι το πώς συστηνόταν («Bond, James Bond»), σύντομα τον έκαναν διάσημο σε όλο τον κόσμο. Όλα τα μυθιστορήματα του Μποντ, και ιδιαίτερα τα Από τη Ρωσία με αγάπη (1957), Χρυσοδάκτυλος (1959), Thunderball (1961), ∆ρ No (1962), έγιναν επιτυχημένες κινηματογραφικές ταινίες, αν και τα σενάρια ορισμένων απέκλιναν από την αρχική πλοκή του Φλέμινγκ.

Το εμπορικό σήμα του 007 έγινε ένα από τα πιο επιτυχημένα στην ιστορία της τεχνικής πωλήσεων, παράγοντας τη δεκαετία του 1960 μια σειρά από προϊόντα που σχετίζονται μαζί του.

Η φθίνουσα υγεία του συγγραφέα –εκτός άλλων υπήρξε και μανιώδης καπνιστής– και η επιμονή του να μην αλλάξει τρόπο ζωής παρά τις απαγορεύσεις των γιατρών οδήγησαν σε μια καρδιακή προσβολή στο γήπεδο γκολφ Royal St. George’s Sandwich στο Κεντ. Πέθανε στις 12 Αυγούστου 1964 και ήταν μόλις 56 ετών. Όσο ζούσε, τα βιβλία του επικρίθηκαν έντονα από πολλούς κριτικούς και μυθιστοριογράφους. Ο Βρετανός δημοσιογράφος, ιστορικός και συγγραφέας Πολ Τζόνσον επέκρινε το «φαινόμενο Μποντ» σε ένα διάσημο δοκίμιο με τίτλο «Sex, Snobbery and Sadism». Ο έτερος διάσημος συγγραφέας μυθιστορημάτων κατασκοπείας Τζον Λε Καρρέ κατακεραύνωσε την ανηθικότητα του 007 λέγοντας: «Είναι ένα είδος νόμιμου εγκληματία που, στο όνομα του ψεύτικου πατριωτισμού, εγκρίνει εγκλήματα». Οι φεμινίστριες βεβαίως αντιτάχθηκαν στη σεξιστική συμπεριφορά του και η Σοβιετική Ένωση, ως βασικός αντίπαλος στις περισσότερες ιστορίες που σχετίζονται με τον Ψυχρό Πόλεμο, επιτέθηκε στον Φλέμινγκ επειδή δημιούργησε «έναν κόσμο όπου οι νόμοι γράφονται με κάννη πιστολιού». Ο ίδιος απαντούσε: «Ο Μποντ δεν είναι ήρωας ούτε απεικονίζεται ως χαρακτήρας συμπαθητικός ή υποδειγματικός. ∆εν είναι κακός άνθρωπος, αλλά είναι αδίστακτος. Απολαμβάνει τον αγώνα, αλλά απολαμβάνει και τα έπαθλα».

Ιαν Φλέμινγκ: Ο δημιουργός του Τζέιμς Μποντ-3
Ο Φλέμινγκ κρατώντας το βιβλίο του Για τα μάτια σου μόνο, τον Απρίλιο του 1960 (Evening Standard/Hulton Archive/Getty Images).

Όποια κι αν ήταν η κριτική, οι ιστορίες του Τζέιμς Μποντ συνέχισαν να αυξάνουν τη δημοτικότητά τους. Το εμπορικό σήμα του 007 έγινε ένα από τα πιο επιτυχημένα στην ιστορία της τεχνικής πωλήσεων, παράγοντας τη δεκαετία του 1960 μια σειρά από προϊόντα που σχετίζονται μαζί του, από παιχνίδια μέχρι ρούχα και είδη περιποίησης. Οι ταινίες του Τζέιμς Μποντ ανανεώθηκαν στον 21ο αιώνα και φέρεται να έχουν εισπράξει περισσότερα από 1 δισεκατομμύριο δολάρια.

Η σειρά βιβλίων συνεχίστηκε και μετά τον θάνατο του Φλέμινγκ, από συγγραφείς όπως ο Κίνγκσλεϊ Άμις [Συνταγματάρχης Σαν (1968), με το ψευδώνυμο Ρόμπερ Μάρκαμ], ο Σεμπάστιαν Φωλκς [Devil May Care (2008)] και ο Γουίλιαμ Μπόιντ [Solo (2013)]. Άλλοι συγγραφείς έγραψαν μια σειρά από μυθιστορήματα του νεαρού Μποντ για νεότερους αναγνώστες. Το The Moneypenny Diaries, που έκανε το ντεμπούτο του το 2005, ήταν μια σειρά που γράφτηκε από τη Σαμάνθα Γουάινμπεργκ ως φανταστική συντάκτρια Κέιτ Γουέστμπρουκ. Τα βιβλία εξιστορούν τις περιπέτειες της Miss Moneypenny, ενός πολύ γνωστού δευτερεύοντος χαρακτήρα στα πρωτότυπα μυθιστορήματα του Φλέμινγκ. Κάνοντας κανείς μια πρόχειρη αναζήτηση στο διαδίκτυο, θα βρει πολυάριθμες ιστοσελίδες και κλαμπ θαυμαστών που σχετίζονται με τον Μποντ σε όλο τον κόσμο, ενώ στον κινηματογράφο ακόμη αναζητούν τον ηθοποιό που θα ενσαρκώσει τον Μποντ στις νέες ταινίες, αφού αποχώρησε ο πολύ επιτυχημένος Ντάνιελ Κρεγκ.
Μάρω Βασιλειάδου, Πολιτιστική συντάκτρια στην Καθημερινή

Τα παιδικά χρόνια του Ιάν Φλέμιγκ

Η παιδική ηλικία του Ιάν Φλέμιγκ ήταν γραφτό να του αφήση ένα σωρό αντιπάθειες που κράτησαν σ’ όλη του τη ζωή. Και αντιπαθούσε αυτά ακριβώς τα πράγματα που ο υπόλοιπος κόσμος αγαπούσε περισσότερο. Μισούσε τα άλογα («επικίνδυνα στις δύο άκρες και καθόλου αναπαυτικά στη μέση») και αντιπαθούσε τα σκυλιά. Ένοιωθε τρόμο για τις οικογενειακές συγκεντρώσεις και ήταν ένας Σκωτσέζος που έκανε ό,τι μπορούσε για ν’ αποφεύγη να πλησιάζει τη Σκωτία – «όλα εκείνα τα μουσκεμένα ροδόδενδρα και τους ανθρώπους με τρίχες στα μάγουλα που κάθονται γύρω σε χωμένες φωτιές, τυλιγμένοι σε κουβέρτες». ∆εν τον ενδιέφερε η πολιτική, το αφτί του δεν έπιανε τη μουσική και όπως έλεγε ο αδελφός του, «δεν τον συγκινούσε η γη».

Ήταν ολοφάνερο, απ’ την αρχή κι όλας, ότι ήταν ένας χαρακτήρας απ’ αυτούς που ο κόσμος δεν βλέπει με καλό μάτι σε οποιαδήποτε μορφή κι αν τους συναντά. Και στα επόμενα λίγα χρόνια ο κόσμος δεν έδειξε καμμιά διάθεση να κάμη τη ζωή του Φλέμιγκ ευκολώτερη.

Ιαν Φλέμινγκ: Ο δημιουργός του Τζέιμς Μποντ-4
Άποψη του κολεγίου Ίτον γύρω στο 1908 (Haeckel collection/ullstein bild via Getty Images).

Πρώτα ήρθε ο πόλεμος. Ενώ ο άνδρας της, ο ταγματάρχης Βαλεντάιν Φλέμιγκ, μέλος του Κοινοβουλίου, βρισκόταν μακρυά στη Γαλλία, η μητέρα του Φλέμιγκ έμενε μόνη ν’ αναθρέψη την οικογένεια. Πήρε τον ρόλο της αυτόν πολύ σοβαρά και στα 1915, όταν αναγκάστηκε να ψάξη να βρη οικοτροφείο για τους δύο μεγαλύτερους γιους της –ηλικίας οκτώ και επτά ετών– διάλεξε τη Σχολή Ντάνφορντ, κοντά στο Σουαίνατζ, που δεν έμοιαζε με κανένα απ’ τα άλλα σχολεία του τύπου του σ’ ολόκληρη την Αγγλία.

Το σχολείο αυτό είχε ιδρυθή στα 1893 από έναν κοντό, τρομερά γεροδεμένο άνδρα που λεγόταν Τομ Πέλλαττ και ο οποίος διηύθυνε ολόκληρο το σχολείο σαν φωνακλάς γαιοκτήμονας του Ντόρσετ τον δέκατο όγδοο αιώνα. Και μια και έμοιαζε κι αυτός με πραγματικό σκολιαρόπαιδο, τα κατάφερνε μια χαρά. Κάθε Κυριακή η γυναίκα του διευθυντή συνήθιζε να μαζεύη ολόκληρο το σχολείο στο σαλόνι της πριν απ’ το δείπνο. Καθισμένη σ’ έναν σοφά διάβαζε δυνατά περιπετειώδη διηγήματα και πρώτα απ’ όλα τα βιβλία του Μπούλντοκ Ντράμοντ. Την ώρα που η ανάγνωση βρισκόταν στο φόρτε της ο κύριος Πέλλαττ έβγαινε απ’ το λουτρό (έπαιρνε πάντα το μπάνιο του αυτή την ώρα) κι έβαζε τις φωνές: «Σταματήστε το διάβασμα – πεθαίνω της πείνας και θέλω να φάω». Αυτό ήταν το σύνθημα για ολόκληρο το σχολείο που απαντούσε εν χορώ: «Σκασμός». Όπως λέει η Έστερ Τσάπμαν, η κόρη του Πέλλαττ, «τέτοιου είδους σχολείο ήταν». Ο Σάππερ, ο δημιουργός του Μπούλντοκ Ντάμοντ, έκανε απ’ την πρώτη κι όλας φορά τρομερή εντύπωση στον Φλέμιγκ, ο οποίος πολλές φορές παραδέχτηκε ότι ο ήρωας αυτός του Σάππερ ήταν ο πρόδρομος του Τζαίημς Μποντ.

Οι τέσσαρες γιοι του Φλέμιγκ πέρασαν το Πάσχα του 1917 στο Πητ Χάουζ στο πατρικό τους σπίτι στο Χάμστεντ Χηθ. Ο Πήτερ, ο μεγαλύτερος, ήταν στο νοσοκομείο για εγχείρηση αμυγδαλών και η μητέρα του τον πήρε και τον έφερε σπίτι. «Καθώς φθάσαμε», λέει ο ίδιος, «βγήκε απ’ την πόρτα τρεχάτη η θεία μου κι έδωσε στη μητέρα μου ένα τηλεγράφημα. Θυμάμαι ότι μ’ έβαλαν βιαστικά στο κρεββάτι κι όλη τη νύχτα άκουγα ανθρώπους να κλαίνε. Νωρίς το άλλο πρωί μ’ έστειλαν πάλι πίσω στο σχολείο».

Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ έγραψε στους «Τάιμς» ένα άρθρο αφιερωμένο στη μνήμη του νεκρού – σαν αξιωματικός συνάδελφός του στην Έφιππη Φρουρά του Όξφορντσαϊρ είχε πολλές φορές λάβει μέρος στις κυριακάτικες κυνηγετικές εκδρομές του. Του απέδωσαν την μεταθανάτια τιμητική διάκριση του Τάγματος των Εξαιρέτων Πράξεων, κι έτσι η γερμανική οβίδα που είχε πάρει τη ζωή του ταγματάρχη Φλέμιγκ, έκανε τους γιους του να μεγαλώσουν μ’ έναν νεκρό ήρωα για πατέρα.

Τον Νοέμβριο του 1917, όταν επεκυρώθη η διαθήκη του, απεδείχθη ότι η συνολική περιουσία αυτού του γιου του λογιστού απ’ το Ντάντυ που είχε κατορθώσει να γίνη εκατομμυριούχος, έφθανε τις 265.596 χιλιάδες λίρες. Σχεδόν όλο αυτό το ποσόν έπρεπε να επενδυθή και οι εκτελεσταί της διαθήκης πήραν την εντολή να πληρώσουν το εισόδημα αυτό στη γυναίκα του όσο θα ζει και εφ’ όσον θα μείνη χήρα. «Σε περίπτωση που θα ξαναπαντρευόταν, το εισόδημά της θα ήταν τρεις χιλιάδες λίρες τον χρόνο».

Η διαθήκη του ταγματάρχη Βαλεντάιν Φλέμιγκ άφησε την όμορφη, τριανταδύο χρόνων, χήρα του πλούσια, δυνατή, με απόλυτο έλεγχο του οικονομικού μέλλοντος των τεσσάρων γιων της και με την ακλόνητη πρόθεση να μην ξαναπαντρευτή ποτέ.

***

Το μοναδικό σημάδι νοσταλγίας που ο Φλέμιγκ έδειξε για τα πέντε χρόνια που έζησε στο Ήτον, παρουσιάστηκε μάλλον αργά στη ζωή του όταν εδώρισε στην Ομάδα Γκολφ του Ήτον το ασημένιο τρόπαιο που ονόμαζαν το Κύπελλο Τζαίημς Μποντ. Έγινε δεκτό μ’ ευγνωμοσύνη. Όταν, όμως, το δώρο έφθασε στο Κολλέγιο του Ήτον, απεδείχθη ότι δεν ήταν παρά ένα μεγάλο ασημένιο δοχείο νυκτός. Ήταν ένα κάπως σκληρό αστείο που δυσαρέστησε τους παληούς φοιτητάς του Ήτον, αυτούς που παίρνουν το σχολείο τους πολύ στα σοβαρά. Ακριβώς αντίθετα απ’ τον Φλέμιγκ.

Στο Ήτον, το Τίμπρολς είναι ένα μεγάλο σκυθρωπό κτίριο στην οδό Σλόου με θέα στο σχολικό γήπεδο. Κτισμένο στα 1860 με κόκκινα τούβλα που του δίνουν μια επισημότητα, μοιάζει με το Κολλέγιο Κεμπλ της Οξφόρδης, αλλά δεν έχει εκείνη την διακριτή ωριμότητα των παληών κτιρίων του Ήτον. Όταν έφθασε εκεί ο Ιάν Φλέμιγκ, το φθινόπωρο του 1921, μόλις τότε το είχε αναλάβει ένας καινούργιος διευθυντής, ο Ε.Β. Σλαίητερ, ένα απότομο γεροντοπαλλήκαρο με κόκκινο πρόσωπο, δυνατή φωνή και ιδιαίτερη αδυναμία στο κρασί. Όταν διορίστηκε, το οίκημα αυτό του Κολλεγίου με τα σαράντα παιδιά ήταν το χειρότερο απ’ όλα κι όταν ο Ιάν Φλέμιγκ έφθασε εκεί, τον βρήκε να δουλεύη με όλες τις δυνάμεις του για να το κάμη το καλύτερο. ∆εν είχε όμως την ατμόσφαιρα που άρεσε στον Φλέμιγκ και ο Σλαίητερ δεν ήταν καθόλου επιτήδειος για να ξυπνήση τον καλό εαυτό του νεαρού φοιτητή.

Στη Σχολή Ντάνφορντ είχαν συνηθίσει τον κατσουφιασμένο και επιπόλαιο νεαρό Φλέμιγκ και χαίρονταν το χιούμορ και την πλούσια φαντασία του. Ήταν με τον τρόπο του μια προσωπικότης. Στο οίκημα όμως που διηύθυνε ο Σλαίητερ τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο λόρδος Κάτσια, πρώην Άγγλος πρέσβυς στην Ουασιγκτώνα, βρισκόταν στο οίκημα του Σλαίητερ την ίδια εποχή με τον Ιάν και Πήτερ Φλέμιγκ και μίλησε με πολύ καλά λόγια για τον Σλαίητερ στον λόγο που έβγαλε επ’ ευκαιρία του διορισμού του ως κοσμήτορος του Ήτον. Ο λόρδος Κάτσια λέει τώρα ότι «ο Σλαίητερ βλέποντας τον Ιάν θα διέκρινε ίσως τον ίδιο τον Τζαίημς Μποντ σε μικρογραφία».

Ήταν ολοφάνερο, απ’ την αρχή κι όλας, ότι ήταν ένας χαρακτήρας απ’ αυτούς που ο κόσμος δεν βλέπει με καλό μάτι σε οποιαδήποτε μορφή κι αν τους συναντά.

Στα δεκατρία του χρόνια ο Φλέμιγκ, πολύ ψηλός κιόλας για την ηλικία του, ήταν εκπληκτικά ωραίος και είχε απόλυτη ενσυναίσθηση της ομορφιάς του. Όπως λέει ο Τσέστερ Μπήττυ, ο οικονομολόγος που έμενε κι εκείνος μαζί του στο οικοτροφείο του Σλαίητερ, ο διευθυντής τους γινόταν έξω φρενών επειδή ο Φλέμιγκ χρησιμοποιούσε την πιο ακριβή κολώνια και την πιο δυνατή μπριγιαντίνη που ήταν τότε της μόδας. ∆εν ήταν απ’ τους χαρακτήρες που ο Σλαίητερ ήθελε στο οικοτροφείο του. «Εγώ θα σε τσακίσω, Φλέμιγκ», λέγεται ότι είπε πάνω στον μεγάλο του θυμό.

Εν τω μεταξύ ούτε κι ο νεαρός Φλέμιγκ συνήθιζε να εκμυστηρεύεται τα προβλήματά του στον Σαμ Σλαίητερ. Ο Ιάν Φλέμιγκ κάθε άλλο παρά υπάκουο παιδί ήταν και η κυρία Βαλ, η μητέρα του, δεν ήταν η γυναίκα που θα μπορούσε να δείξη κατανόηση για τις αποτυχίες του.

Κάτι απ’ τις χωρίς κατανόηση σχέσεις ανάμεσα στη μητέρα και τον γιο φαίνεται μέσα απ’ την Ιστορία που διηγήθηκε ο ίδιος ο Φλέμιγκ για το πώς δηλαδή ανεκάλυψε τον πρώτο του θησαυρό –σ’ όλη του τη ζωή ήταν μανιώδης θησαυροθήρας– εκεί κατά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Εκείνο το καλοκαίρι ολόκληρη η οικογένεια παραθέριζε στο Σαιντ Ιβς κι εκείνος έψαχνε τις σπηλιές να βρη πέτρες από αμέθυστο. Ένα απόγευμα βρήκε σε μια σπηλιά ένα τεράστιο κομμάτι αμπεργκρί, ζωικό ήλεκτρο δηλαδή, «μεγάλο σαν μπάλλα ποδοσφαίρου». Ήξερε ότι ήταν πραγματικό αμπεργκρί απ’ τα βιβλία που είχε διαβάσει – ήταν ένας αληθινός θησαυρός. «Από δω κι εμπρός θάμαι πλούσιος, θα μπορώ να τρώω μόνο τρούφα σοκολάτα κι ούτε θα πρέπει να ξαναγυρίσω στο σχολείο ούτε να δουλέψω ποτέ στη ζωή μου. Επί τέλους βρήκα τον δρόμο να φθάσω κατ’ ευθείαν στα παιδικά μου όνειρα». Κουβάλησε το αμπεργκρί που έλυωνε ως το ξενοδοχείο Τρεζίνα, κρατώντας το στην αγκαλιά του.

Ιαν Φλέμινγκ: Ο δημιουργός του Τζέιμς Μποντ-5
Ο Φλέμινγκ στην παραλία κοντά στο σπίτι του στην Τζαμάικα (Harry Benson/Express/Getty Images).

Η κυρία Φλέμιγκ έπαιρνε το τσάι της μ’ έναν απ’ τους θαυμαστάς της στον κήπο με τους φοίνικες όταν έφθασε ο γιος της κι ακούμπησε εμπρός στα πόδια της τον θησαυρό του. «Τι είναι αυτό, χρυσό μου;» ρώτησε. «Πώς λέρωσες έτσι τα ρούχα σου;».

«Είναι ήλεκτρο», απήντησε εκείνος. «Κοστίζει χίλιες λίρες η ουγγιά. ∆εν θα ξαναπάω στο σχολείο».

Ένα γκαρσόνι εξήγησε ότι ο θησαυρός δεν ήταν παρά ένα μεγάλο κομμάτι παγωμένο ταγγό λίπος μαγειρικής από κάποιο φορτηγό πλοίο που το τορπίλλισαν κοντά στις ακτές. Και η κυρία Φλέμιγκ δεν βρήκε τίποτα το διασκεδαστικό στο λάθος του γιου της.

Τέτοιους είδους μικρογκάφες ήταν ακόμη πιο ενοχλητικές εξ αιτίας της άψογης στάσης του μεγαλύτερου γιου. Γιατί ο Πήτερ Φλέμιγκ, πολύ σοβαρός για την ηλικία του, έδειχνε να είναι η ενσάρκωση όλων των αρετών της οικογενείας των Φλέμιγκ. Και όταν τα παιδιά πήγαν στο Ήτον, εκείνος έπαιρνε όλα τα βραβεία κι όλοι τον θαύμαζαν και τον ζήλευαν. Ήταν ο τύπος που έχει πάντα εκπληκτικές επιτυχίες και που ο μικρότερος αδελφός δεν ελπίζει ποτέ να μπορέση να τον συναγωνιστή. Όλο τον καιρό που πέρασαν στο Ήτον ο Ιάν Φλέμιγκ βρισκόταν πάντα στη σκιά του αδελφού του. Ήταν ο μικρός Φλέμιγκ πλάι στον μεγάλο και θαυμάσιο Φλέμιγκ.

Ο Ιάν Φλέμιγκ κατάφερε ν’ αντιδράση με τον μόνο τρόπο που μπορούσε: εγκατέλειψε τον ορθόδοξο συναγωνισμό. Μια και δεν μπορούσε να κερδήση την επιτυχία –και η επιτυχία ήταν κάτι πολύ σπουδαίο γι’ αυτόν– σαν αξιοπρεπές κι εργατικό παιδί στο Κολλέγιό του βρήκε άλλο δρόμο να διακριθή. Θάπρεπε κανείς να γίνη σαν δανδής και εκκεντρικός τύπος. Και δεν του ήταν δύσκολο. Ήταν γεννημένος ηθοποιός.

Ο Ρούπερτ Χαρτ Νταίηβις τον θυμάται «έναν κορδωμένο τύπο που έβγαινε αργά το πρωί με τον φίλο του λόρδο Ουίλλωμπυ ντε Έρεσμπυ και πήγαινε να φάη αυγά τηγανιτά για πρωινό σ’ ένα μέρος που το έλεγαν το Κόκκινο Σπίτι κάτω κοντά στον ποταμό». Τον θαύμαζαν για το πνεύμα του, για την καυστικά ειρωνική ομιλία του, τον ξεχώριζαν όμως σαν τον άνθρωπο που κρατά τον εαυτό του για τον εαυτό του και που συνήθιζε να περνά ένα μεγάλο μέρος της ημέρας τελείως μόνος του. Οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν επιφυλακτικοί μαζί του – ίσως να του άρεσε αυτό.
Του John Pearson Η Καθημερινή, 5 Μαρτίου 1967

Ο Φλέμιγκ στο Ναυτικό

Θάταν σίγουρα κακόβουλο να νομίση κανείς ότι ο Ιάν Φλέμιγκ ακόμη και στην αρχή του πολέμου ήταν ένας πλαίημποϋ αξιωματικός. Η εντύπωση όμως αυτή κυκλοφορούσε διαδεδομένη ίσως απ’ τους κακόβουλους που ζήλευαν τη θέση που είχε αποκτήσει στο ∆εύτερο Γραφείο και την επιτυχία του σ’ έναν κύκλο που δεν συνήθιζαν να κυκλοφορούν οι άλλοι νεαροί υποπλοίαρχοι του Σώματος Εθελοντών Εφέδρων.

Έγινε αντιληπτό, επί παραδείγματι, ότι ο Φλέμιγκ ήταν παρών σ’ ένα πάρτυ που έδωσε η λαίδη Ο’ Νηλ (την οποία έμελλε να παντρευτή στα 1952) στο ξενοδοχείο Ντόρτσεστερ, την πρώτη παραμονή πρωτοχρονιάς μετά το ξέσπασμα του πολέμου. Οπωσδήποτε ήταν μια πολύ επιτυχημένη και χαρούμενη συγκέντρωση όπου ακούστηκε ένα χαριτωμένο ανέκδοτο του θρυλικού στρατηγού Καρτόν ντε Βιάρτ. «Μου είπαν», είχε κάποτε διηγηθή στην Άννα Ο’ Νηλ, «ότι στο Βουκουρέστι θα εύρισκα σωματέμπορους, ομοφυλόφιλους και καταπληκτικούς μουσικούς. Μουσικούς δεν βρήκα».

Εκείνη την εποχή, της αρχής του πολέμου, ο Ιάν Φλέμιγκ σύχναζε στο γεμάτο κόσμο ξενοδοχείο Ντόρτσεστερ, αυτό το «χρυσωμένο κλουβί των πλουσίων», όπου έπαιζε μπριτζ με τον λόρδο Ροδερμήαρ και έναν άλλο ιδιοκτήτη εφημερίδος, τον λόρδο Κίμσλεϋ, ο οποίος επρόκειτο να τον πάρη στη δουλειά του μετά τον πόλεμο. Όμως, δεν επέτρεπε σε τίποτα, και ιδιαίτερα στην κοινωνική του ζωή, να τον αποσπάση απ’ την μυστικοπαθή αφοσίωσή του στο Βασιλικό Ναυτικό. Αυτή ήταν η σοβαρή πλευρά του χαρακτήρα του που μόνο λίγο φίλοι του την ήξεραν.

Ιαν Φλέμινγκ: Ο δημιουργός του Τζέιμς Μποντ-6
Φεβρουάριος 1945. Ο αντιναύαρχος Τζον Γκόντφρεϊ, προσωπικός βοηθός του οποίου υπήρξε ο Φλέμινγκ (Reuben Saidman/Popperfoto via Getty Images).

Υπήρχε, όμως, θέση και για την άλλη πλευρά του εαυτού του, εκείνη του ονειροπόλου και του πλάνητα, που ψάχνει διαρκώς για δράση και έντονες συγκινήσεις. Ο πόλεμος φρόντισε και γι’ αυτό ακόμη. Εκείνον τον χειμώνα άρχισε να νοιώθη την ατμόσφαιρα των παιδικών του ονείρων, γεμάτη απ’ τη γεύση και τους μυστικούς απαλούς ξένους ήχους του Ιουλίου Βερν και του Σάππερ, αυτούς που πλανιόνταν στους διαδρόμους και τις αίθουσες συνεδριάσεως των κρατικών κτιρίων του Ουάιτ Χωλ. Ήταν η εποχή που και οι έξυπνοι και οι ηλίθιοι άρπαζαν τις ευκαιρίες της ζωής τους.

Για τον Φλέμιγκ που κυκλοφορούσε μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα θα πρέπει να έμοιαζε με το ζωντάνεμα των φαντασιώσεων της εποχής του Κιτσμπύελ με τα όπλα κρυμμένα στις εξατμίσεις γρήγορων αυτοκινήτων. «Τι ανόητα που ήταν όλ’ αυτά», έγραφε πολύ μετά το τέλος του πολέμου, «εκείνες οι φαντασίες και τα παραμύθια που έτρεφαν οι πιο πολλοί από μας στην αρχή του πολέμου – να ανατινάξουμε τις Σιδηρές Πύλες του ∆ουνάβεως, να πέσουμε με αλεξίπτωτο στο Βερολίνο και να δολοφονήσουμε τον Χίτλερ». Ανοησίες ή όχι, ο Φλέμιγκ ήταν γοητευμένος.

Στη διάρκεια των μηνών αυτών της ανησυχίας και της αναστατώσεως, ο Φλέμιγκ κατέστρωσε ένα σωρό σχέδια βασισμένα σε διαταγές του Ναυαρχείου. «Πολλές απ’ τις ιδέες του Ιάν», λέει ο ναύαρχος Ντέννιγκ, «ήταν απλώς παράλογες. Έπρεπε κανείς να παραδεχτή το στοιχείο της τραχύτητος σ’ όλη του τη σκέψη. Πολλά όμως απ’ αυτά τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του είχαν τη λάμψη της πιθανότητος που σ’ έκαναν να τα μελετήσης δυο φορές πριν τα πετάξης στο καλάθι των αχρήστων. Λίγο πριν απ’ το βομβαρδισμό της ∆ιέππης, επί παραδείγματι, συνέλαβε την ιδέα του να βυθίζαμε ένα μεγάλο τσιμεντένιο κύβο στη Μάγχη για να παρακολουθείται το λιμάνι με περισκόπια. Το σχέδιο βέβαια δεν εφαρμόστηκε ποτέ, θα μπορούσε όμως να είχε πετύχει».

Μια άλλη απ’ τις πρώτες ιδέες του Φλέμιγκ ήταν το ότι οι Γερμανοί ίσως να είχαν εγκαταστήσει μηχανήματα που συλλαμβάνουν ήχους πάνω σ’ ένα σωρό ναυάγια κατά μήκος της αγγλικής ακτής για να μεταδίδουν τον ήχο των μηχανών των συμμαχικών πλοίων που περνούσαν, ως τα υποβρύχιά τους. Κανείς ως τότε δεν είχε σκεφτή αυτή την ανησυχητική πιθανότητα. Και για να καθησυχάσουν τα πνεύματα στο Ναυαρχείο διετάχθη μια επισταμένη έρευνα κατά μήκος των ακτών του Κεντ για την ύπαρξη ναυαγίων.

Πολλά απ’ αυτά τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του είχαν τη λάμψη της πιθανότητος που σ’ έκαναν να τα μελετήσης δύο φορές πριν τα πετάξης στο καλάθι των αχρήστων.

Επενόησε ακόμη ένα σχέδιον για να ξεσηκώσει απ’ το λιμάνι του τον γερμανικό στόλο. «Γιατί δεν στέλνομε», πρότεινε, «ένα καταδρομικό στον Κόλπο της Ελιγολάνδης μ’ έναν εξαιρετικά δυνατό πομπό συντονισμένο κατά μήκος κύματος του Γερμανικού Ναυτικού; Θα εκπέμπη βρισιές και προκλήσεις στους αρχηγούς του στόλου ονομαστικώς για να βγουν και να κάνουν επί τέλους κάτι. Κανένας αξιωματικός δεν δέχεται να υβρίζεται για δειλία και οι Γερμανοί είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι». Για μερικές μέρες το σχέδιο του Φλέμιγκ συζητήθηκε πολύ, τελικά όμως απερρίφθη για τον λόγον ότι δεν υπήρχε διαθέσιμο καταδρομικό με τόσο δυνατό πομπό.

Ιαν Φλέμινγκ: Ο δημιουργός του Τζέιμς Μποντ-7
Ο Φλέμινγκ στο γραφείο Νο 39, στο Ναυαρχείο, στα χρόνια του πολέμου.

Στις αρχές της Μάχης της Βρεταννίας στο ∆εύτερο Γραφείο πληροφορήθηκε με λεπτομέρειες την ύπαρξη μιας υπερβολικά γρήγορης ακάτου που οι Γερμανοί είχαν φέρει στις ακτές της Ολλανδίας και της Βορείου Γαλλίας και με την οποία περιμάζευαν τα πληρώματα των γερμανικών και των συμμαχικών αεροπλάνων που τύχαινε να καταρριφθούν στην Μάγχη. Ο Φλέμιγκ συνέλαβε την ιδέα ότι οι κώδικες που βρίσκονταν στην άκατο θάπρεπε να πέσουν στα χέρια τους – θα είχαν πραγματικά μεγάλη αξία για τους κρυπτογράφους μας. Η πρόταση έγινε δεκτή και φυσικά η δουλειά ανατέθηκε σ’ εκείνον. Καθώς υπήρχε διάχυτη η γνώμη ότι οι άκατοι είναι πάρα πολύ γρήγορες και ευέλικτες για να πιαστούν από μια συνηθισμένη τορπιλλάκατο, ο Φλέμιγκ ήθελε να στήση μια σοφά μελετημένη παγίδα. Χρειαζόταν ένα αιχμαλωτισμένο αεροπλάνο, ένα σκληροτράχηλο αγγλικό πλήρωμα που να μιλή γερμανικά και την ευκαιρία να σκηνοθετήση μια ψεύτικη κατάρριψη αεροπλάνου κάπου στη Μάγχη κοντά στην αγγλική ακτή. Με την κατάλληλη οργάνωση και τις πρόβες ο Φλέμιγκ πίστευε ότι οι ψευτοαεροπόροι θάπρεπε να είναι εις θέσιν να παρασύρουν στο μέρος τους μια απ’ τις γερμανικές ακάτους και να εξοντώσουν το πλήρωμα. Εκείνος ο ίδιος θα προσθαλασσωνόταν με άλλο αεροπλάνο και θ’ ανελάμβανε μόνος του τα υπόλοιπα. Τελικά ούτε κι ο λόρδος Μπήβερμπρουκ, υπουργός για την παραγωγή υλικού, ήταν εις θέσιν να του προμηθεύση το απαραίτητο υλικό – υπήρχε έλλειψη αιχμαλωτισμένων γερμανικών αεροσκαφών. Και η ιδέα έμεινε ανεκμετάλλευτη.

Εκείνο που ο Φλέμιγκ λαχταρούσε πραγματικά ήταν ένας δραματικός ρόλος. Και τον Ιούνιο του 1940, την παραμονή της γαλλικής καταρρεύσεως, πέτυχε επί τέλους την ευκαιρία. Μ’ έναν ασυρματιστή πέταξε ως το Παρίσι όπου οι δυο τους ξεκίνησαν με αυτοκίνητο για το Αρχηγείο του ναυάρχου Νταρλάν σ’ έναν πύργο κοντά στην Τουρ. Στις 15 Ιουνίου ο Φλέμιγκ παρέδιδε στον Νταρλάν ένα επίσημο μήνυμα απ’ το Λονδίνο που τον παρώτρυνε να δώση εντολή στα πολεμικά πλοία του να πλεύσουν σε αγγλικά λιμάνια. Η απάντηση που ο ναύαρχος έδωσε στον Φλέμιγκ ήταν επιφυλακτική, και όταν τα γερμανικά βομβαρδιστικά έκαναν επίθεση στον πύργο ο Νταρλάν μαζί με ολόκληρο το επιτελείο του έφυγαν βιαστικά προς το Μπορντώ ενώ οι δύο Άγγλοι ακολουθούσαν κι εκείνοι τους ξερριζωμένους. Ο Φλέμιγκ δεν είδε ποτέ πια τον Νταρλάν. Προς μεγάλην του απογοήτευση πήρε εντολή να εγκαταλείψη τον Νταρλάν και να πάη να βοηθήση την αποχώρηση απ’ το Μπορντώ. Εδώ το λανθάνον ένστικτο του ηθοποιού που είχε μέσα του βρήκε την διέξοδο που αναζητούσε απ’ τον καιρό που ήταν ακόμα στο γραφείο Νο 39. Στην πραγματικότητα χωρίς να έχη καμμιά σχετική διαταγή βρέθηκε να παίζη σημαντικό ρόλο σ’ ένα παράξενο επεισόδιο της γαλλικής ήττας.
Του John Pearson Η Καθημερινή, 17 Μαρτίου 1967

Η γέννηση του Τζαίημς Μποντ

Ο Τζαίημς Μποντ γεννήθηκε στο «Γκόλντεναϊ» το πρωί της Τρίτης του Ιανουαρίου του 1952 όταν ο Φλέμιγκ είχε μόλις τελειώση το πρωινό του κι είχε μπροστά του ακόμη δέκα βδομάδες της εργένικης ζωής του που κράτησε σαράντα τρία χρόνια. Είχε κιόλας τελειώσει το μπάνιο του κάτω στα βράχια και φορούσε άσπρο κοντό πανταλόνι, ένα χρωματιστό πουκάμισο αγορασμένα στου Αντόνιο στο Φάλμουθ και μαύρα δερμάτινα σανδάλια. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια του κήπου ενώ η Βιολέττα καθάριζε το τραπέζι απ’ τα ψίχουλα, έκλεισε την πόρτα του μεγάλου λίβιγκ-ρουμ, κατέβασε τις γρίλλιες και στρώθηκε στο καφετί γραφείο παρέα με την χρυσή ταμπακιέρα του, την παληά (είκοσι χρόνων) φορητή γραφομηχανή του κι ένα πάκο χαρτί γραφομηχανής της καλύτερης ποιότητας που είχε αγοράσει σε ένα μαγαζί της Λεωφόρου Μάντισον πριν από καμμιά δεκαριά μέρες.

Είχε κιόλας υπ’ όψιν του το όνομα του ήρωά του: το βιβλίο του Τζαίημς Μποντ «Τα πουλιά των ∆υτικών Ινδιών» ήταν ένα απ’ τα βιβλία που του άρεσε να διαβάζη την ώρα που έπαιρνε το πρωινό του στον κήπο. Εκτός απ’ αυτό δεν είχε κάνει καμμιά απολύτως προετοιμασία. Απλώς άρχισε να γράφη καθισμένος στο δροσερό, μεγάλο, σκοτεινό δωμάτιο και συνέχισε να γράφη με τον ίδιο ρυθμό τις επόμενες επτά εβδομάδες. Κάθε πρωί μεταξύ εννέα και δώδεκα, ενώ η Άννα μ’ ένα μεγάλο ψάθινο καπέλλο ζωγράφιζε λουλούδια στον κήπο, ο ήχος της γραφομηχανής αντηχούσε στο ήσυχο σπίτι. Χτυπούσε ασταμάτητα.

Ιαν Φλέμινγκ: Ο δημιουργός του Τζέιμς Μποντ-8
Αφίσα της ταινίας Τζέιμς Μποντ, πράκτωρ 007, εναντίον Δόκτορος Νο (Fototeca Gilardi/Getty Images).

Εκεί, κατά το μεσημέρι, το γράψιμο σταματούσε κι ο Φλέμιγκ έβγαινε απ’ το σπίτι, καθόταν στον ήλιο πάνω στον ψηλό βράχο και χασμουριόταν νωχελικά. Του άρεσε να λιάζεται χωρίς πουκάμισο πριν απ’ το μεσημεριανό φαγητό. Μετά το φαγητό κοιμόταν μια-δυο ώρες. Στις πέντε ξαναγύριζε στο γραφείο του να διαβάση αυτά που είχε γράψει πριν τα βάλη στον μπλε ντοσσιέ και τα κλείση στο κάτω αριστερό συρτάρι του γραφείου του. Στις εξήμισυ ήταν έτοιμος για το πρώτο πραγματικό ποτό της ημέρας.

Στις 18 Μαρτίου, έξη ημέρες πριν απ’ το γάμο στο Πορτ-Μαρία, το μπλε ντοσσιέ ήταν γεμάτο. Ο Μποντ είχε πετύχει τον πρώτο του θρίαμβο κι ένα απ’ τα καλύτερα περιπετειώδη μυθιστορήματα είχε τελειώσει. Ίσως ποτέ πριν ένα βιβλίο με τέτοια μεγάλη εμπορική επιτυχία δεν είχε γραφτή τόσο εύκολα. Υπήρχαν βέβαια προσθήκες και διορθώσεις που έπρεπε να γίνουν στο κείμενο – και στο «Καζινό Ρουαγιάλ» έγιναν οι περισσότερες παρά σε οποιοδήποτε απ’ τα επόμενα βιβλία. Οπωσδήποτε η ιστορία ολόκληρη ήταν εκεί απ’ την αρχή κιόλας – συμπληρώθηκε εύκολα καθώς ο Φλέμιγκ χτυπούσε με δύναμη τα πλήκτρα με μια τέτοια σιγουριά που ανέβαζε την παραγωγή του σε 2.000 λέξεις την ημέρα.

Η Άννα Φλέμιγκ λέει: «Είμαστε εκείνη τη χρονιά […] Ήταν μια δύσκολη περίοδο[ς] της ζωής μας κι εγώ είχα αρχίσει να ζωγραφίζω και, μα την αλήθεια, το χαιρόμουν πολύ. Η ζωγραφική μου, όμως, έκανε τον Ιάν να βαρυέται. Έλεγε ότι δεν είχε καμμιά διάθεση να κάθεται στον ήλιο και να βλέπη εμένα και το καβαλέττο μου κι εγώ του πρότεινα ν’ αρχίση να γράφη κάτι για να περνάη την ώρα του. ∆εν είχε και πολύ κέφι ν’ αρχίση. Όταν, όμως, άρχισε, έδειχνε να του αρέση και τελείωσε το βιβλίο ολόκληρο σ’ ένα ξέσπασμα ενθουσιασμού. Νομίζω ότι εξεπλάγη και ο ίδιος απ’ αυτό που είχε σκαρώσει. Ποτέ δεν κουβεντιάζαμε μαζί αυτά που έγραφε, δεν μου έδειξε το γραφτό του κι εγώ φυσικά δεν ζήτησα να το διαβάσω. Εγώ είχα την ζωγραφική μου κι εκείνος τα γραφτά του. Ήταν πολύ απλό».

Ιαν Φλέμινγκ: Ο δημιουργός του Τζέιμς Μποντ-9
Εξώφυλλο του βιβλίου Casino Royale σε έκδοση του 1955 (Alamy/Visual Hellas.gr).

Το αστείο του πράγματος είναι ότι, αν και περίμενε είκοσι χρόνια ν’ αρχίση να γράφη, είχε κατά σύμπτωση πετύχει τις πιο ευνοϊκές συνθήκες. Με το διαζύγιο επί θύραις δεν έρχονταν επισκέπτες στο «Γκόλντεναϊ» για να τον απασχολήσουν. Με τις ανησυχίες του για το γάμο και το μέλλον ήταν κιόλας αρκετά απασχολημένο το μυαλό του ώστε να μην καλοδέχεται κανέναν επισκέπτη που θα γυρνούσε να του μιλήσει. Εκείνη την εποχή δεν σκεπτόταν τα λεπτά και την επιτυχία – αυτά ήρθαν αργότερα.

Ενδιαφέρον είναι ότι η μέθοδός του δεν άλλαξε ποτέ. Απ’ την αρχή κιόλας άρχισε να γράφη ολόκληρο το βιβλίο ως το τέλος, γρήγορα και μετά το ξανακυττούσε για να διορθώση τις λεπτομέρειες. Ενδιαφέρον ακόμα είναι το γεγονός ότι αυτός ο σε τόσους τομείς ειδικός δεν ήταν σχεδόν καθόλου ειδικός σ’ αυτά που έγραφε. Παρ’ όλο που ο Τζαίημς Μποντ, επί παραδείγματι, ήταν τόσο εξησκημένος στα θέματα της βαλλιστικής, ο ίδιος ο Φλέμιγκ δεν ήξερε παρά ελάχιστα πράγματα από όπλα και τα τέτοια. Ήταν καλός σκοπευτής και μπορούσε να θαυμάζη τα όπλα για τη λεπτοδουλειά που είχαν πολλές φορές επάνω τους, ποτέ όμως δεν μπήκε στον κόπο να ειδικευτή σ’ αυτά. Εκπληκτική είναι η απόδειξις αυτού από ένα γράμμα του Φλέμιγκ στον Ρόμπερτ Τσώρτσιλ, τον οπλοποιό, που του ζητούσε να ελέγξη τα ονόματα των τεσσάρων όπλων που χρησιμοποιεί στο «Καζινό Ρουαγιάλ». Μόνο ένα απ’ αυτά, το ρεβόλβερ Κολτ των 38, το όπλο που του είχε χαρίσει ο στρατηγός Ντόνοβαν για «ειδικές υπηρεσίες», κατάφερε να το γράψη σωστά. Το αχώριστο όπλο του Μποντ όχι μόνο το έγραψε λάθος αλλά και το διαμέτρημά του έκανε λάθος. Το παραδέχτηκε, και μάλιστα χωρίς να πειραχτή, στο γράμμα του προς τον κ. Τσώρτσιλ.

«Το όπλο για το οποίο έχω τις περισσότερες αμφιβολίες είναι η Μπιρέττα των 28. Στο βιβλίο, το όπλο αυτό υποτίθεται ότι πρέπει να είναι ένα πολύ ελαφρό και πλακέ αυτόματο πιστόλι. Αν δεν ξέρετε το όπλο που σας λέω, ή αν, το πιθανώτερο, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, θα είχατε την καλωσύνη να μου γράψετε ένα όπλο με πολύ χτυπητό και εξωτικό όνομα του ιδίου περίπου διαμετρήματος που να μπορή να μεταφέρεται απαρατήρητο σε μια κρυφή θήκη;»

Ο Τσώρτσιλ, ο ειδικός, τον διαφώτισε αμέσως γράφοντάς του ότι το όπλο που εννοούσε ήταν Μπερέττα και όχι Μπιρέττα και το διαμέτρημά του ήταν 25 και όχι 28.

Αν και αργότερα ο Φλέμιγκ φάνηκε να παθιάζεται με τις μυστηριώδεις πληροφορίες που έδινε στα βιβλία του, ωστόσο ήξερε καλά ότι αυτό ήταν μια εφεύρεση για να δημιουργή πειστικότητα και να τραβά τον αναγνώστη. Όταν σκέπτεται κανείς αυτό το σημείο, φτάνει να θυμηθή ότι σε κανένα απολύτως θέμα δεν ήταν ειδικός. Οι γνώσεις του για τα φαγητά ήταν ελλιπείς, για τα κρασιά σχεδόν ανύπαρκτες. Ήταν καλός οδηγός, στηριζόταν όμως στη γνώμη των ειδικών σαν του Ώμπρεϋ Φόρσω, του επί κεφαλής των εκδόσεων «Παν», για τις ειδικές τεχνικές λεπτομέρειες των αυτοκινήτων που ανέφερε στα βιβλία του.

Το ίδιο και με τα όπλα, το ίδιο και με τα οικονομικά, το χαρτοπαίγνιο, το ίδιο ακόμα και με τις Μυστικές Υπηρεσίες. Μόνο στα θέματα του σεξ βασιζόταν στην δική του πλούσια πείρα.

Ιαν Φλέμινγκ: Ο δημιουργός του Τζέιμς Μποντ-10
Ο Ίαν Φλέμινγκ και ο πρώτος Τζέιμς Μποντ, Σον Κόνερι, το 1964 (AP Photo).

Η αλήθεια είναι ότι ο Φλέμιγκ δεν είχε ούτε την κλίση ούτε τη θέληση του ειδικού. Ήταν κάτι διαφορετικό: ήταν γεννημένος δημοσιογράφος και εξ αιτίας αυτού ήξερε πώς να συλλαμβάνη και να ερευνά τη γνώση των άλλων. Λίγοι άνθρωποι ήταν πιο επιτήδειοι στο να χρησιμοποιούν τις σωστές εκφράσεις, τα πιο φανταχτερά (σχεδόν εξωτερικά) περιστατικά, το ελαφρά επεξεργασμένο λούστρο της αυθεντίας.

Υπάρχουν πάρα πολλές ομοιότητες ανάμεσα στον συγγραφέα και τον ήρωα που δημιούργησε. Ο Τζαίημς Μποντ, όμως, δεν είναι ένας Ιάν Φλέμιγκ, ούτε καν ένας Ιάν Φλέμιγκ που να υπήρξε κάποτε. Είναι το όνειρο του Φλέμιγκ, του ίδιου του εαυτού του δηλαδή και του πώς θα μπορούσε να είναι – ένας σκληρώτερος, δυνατότερος, πιο εντυπωσιακός, πιο ανόητος, λιγώτερο αξιαγάπητος χαρακτήρας απ’ τον πραγματικό Φλέμιγκ.

Όσο περισσότερες ήταν οι επιφανειακές ομοιότητες που τοποθετούσε ανάμεσα στον Μποντ και τον εαυτόν του τον ίδιο, τόσο πιο πιστευτό θα γινόταν το όραμά του. Από κει προέρχονται όλα τα στοιχεία της αυτοπροσωπογραφίας που έχει δώσει στα βιβλία του· οι ομοιότητες στο ντύσιμο, στις συνήθειες, στην ομιλία. Αυτά ήταν που ζωντάνευαν τη φαντασία του μοναχικού ανθρώπου, αυτού που δακτυλογραφούσε 2.000 λέξεις την ημέρα στη σιωπή του «Γκόλντεναϊ».

Ως την ώρα που έγραψε το «Καζινό Ρουαγιάλ», ο κόσμος της φαντασίας του ήταν ένας κόσμος μυστικός, κλειστός, πολύ λίγο καταληπτός. Σ’ αυτές τις λίγες βδομάδες της αυτοαποκάλυψης στο «Γκόλντεναϊ» διασκέδαζε να βάζη στο χαρτί μερικά απ’ τα όνειρά του. Σε μια στιγμή που ένοιωσε την ανάγκη της επιτυχίας έκανε γνωστά αυτά που είχε γράψει.

Ιαν Φλέμινγκ: Ο δημιουργός του Τζέιμς Μποντ-11
Ο Φλέμινγκ συνομιλεί με την Ούρσουλα Άντρες στα γυρίσματα της ταινίας Τζέιμς Μποντ, πράκτωρ 007, εναντίον Δόκτορος Νο (Bettmann/gettyimages).

Κι αντί να τον περιγελάσουν, αντί να τον κατακρίνουν δημοσίως για τις νεανικές παρεκτροπές του, έφτασαν στο σημείο να τον συγκρίνουν με τον Τζων Μπιούκαν και τον Έρικ Άμπλερ. Κανείς δεν εκάγχασε. Κανείς απ’ όσους λογαριάζονταν δεν παραπονέθηκε. Με την δημοσίευση του «Καζινό Ρουαγιάλ» η κρυφή ζωή του Ιάν Φλέμιγκ δικαιώθηκε δημοσίως. Και αφ’ ης στιγμής ο Μποντ καθιερώθηκε σαν ένα αυθεντικό πορτραίτο του εαυτού του Φλέμιγκ, όπως θάθελε να είχε υπάρξει, ο Φλέμιγκ ήταν ελεύθερος να ρίξη τον ήρωά του στη δράση όπως έστελνε τους ανθρώπους τον καιρό του πολέμου, βάζοντας στην πράξη όλα τα κατορθώματα που θάθελε να είχε εκείνος πετύχει και για τα οποία ένοιωθε κάπως αδικημένος. Όπως ο ίδιος ο Φλέμιγκ είπε, «ο Μποντ ήταν ένα όργανο σκληρό» – σκληρό με τις ευαισθησίες, σκληρό με κάθε τι που θα μπορούσε να εμποδίση την αποδοτικότητά του σαν ανθρώπου της δράσεως· ήταν ένας καθόλου περίπλοκος χαρακτήρας που αντάμοιβε τον δημιουργό του απ’ το ίδιο το δικό του βασανιστικό ταμπεραμέντο.

Γιατί ο Μποντ είναι ο άνθρωπος που θα μπορούσε να πετύχη εκεί που ο Φλέμιγκ απέτυχε. Και αν και ο Μποντ υπέφερε απ’ όλες σχεδόν τις αδυναμίες για τις οποίες ο Φλέμιγκ σιχαινόταν τον εαυτό του –το φόβο του, τον υλισμό του, το πιοτό και τις γυναικοδουλειές του– μπορούσε να χρησιμοποιή τα ελαττώματα αυτά για καλό σκοπό και στο τέλος να κερδίζη: το ιδανικό παλληκάρι για τον Φλέμιγκ και όλους εμάς που «βλέπουμε» και «θέλουμε» μα δεν μπορούμε να «πράξουμε».
Του John Pearson Η Καθημερινή, 25-26 Μαρτίου 1967

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT