Αβραάμ Λίνκολν: O πρόεδρος που κατάργησε τη δουλεία

Αβραάμ Λίνκολν: O πρόεδρος που κατάργησε τη δουλεία

Ο Αβραάμ Λίνκολν συγκαταλέγεται στους ανθρώπους που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών

αβραάμ-λίνκολν-o-πρόεδρος-που-κατάργησ-562612228

Ο Αβραάμ Λίνκολν συγκαταλέγεται στους ανθρώπους που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Γεννήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1809 στο Κεντάκι και μεγάλωσε σε ένα φτωχικό περιβάλλον. Η ταπεινή καταγωγή του δεν τον απέτρεψε από το να εξελιχθεί σε έναν διαπρεπή δικηγόρο, αποτελώντας σύμβολο αυτοδημιούργητου και πνευματώδους Αμερικανού. Ο Λίνκολν συμμετείχε στην ίδρυση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Το 1858 έθεσε υποψηφιότητα για τη Γερουσία, αποτυγχάνοντας να εκλεγεί. Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα, εξελέγη 16ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. ∆ιαπνεόμενος από υψηλά ιδανικά και επιδεικνύοντας πολιτική μαεστρία, κατάφερε να διαφυλάξει την ενότητα της χώρας κερδίζοντας στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1861-1865) τη Συνομοσπονδία των νότιων πολιτειών. Την 1η Ιανουαρίου 1863 εξέδωσε τη ∆ιακήρυξη της Χειραφέτησης, η οποία άνοιξε τον δρόμο για την κατάργηση της δουλείας στις ΗΠΑ το 1865. Ο Λίνκολν απασχόλησε την Καθημερινή ουκ ολίγες φορές, ιδιαίτερα σε περιόδους που αναζωπυρωνόταν η συζήτηση για τις φυλετικές διακρίσεις στις ΗΠΑ. Το 1940, η Καθημερινή δημοσίευσε σε συνέχειες τη βιογραφία του, γραμμένη από τον διάσημο Γερμανό συγγραφέα Έμιλ Λούντβιχ. Στο ανά χείρας τεύχος περιλαμβάνεται μέρος αυτής της βιογραφίας, το οποίο σχετίζεται με την απόφαση του Λίνκολν να γνωστοποιήσει το προσχέδιό του για τη ∆ιακήρυξη της Χειραφέτησης, τον Σεπτέμβριο του 1862. Ακόμη, περιλαμβάνονται αφιερώματα στη διάσημη ομιλία του στο Γκέτισμπεργκ (Νοέμβριος 1863) και στη δολοφονία του (Απρίλιος 1865). Στην εισαγωγή της έκδοσης ο καθηγητής ∆ιπλωματικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Θεοδόσης Καρβουναράκης, πραγματοποιεί μια αποτίμηση της συνεισφοράς του Λίνκολν στην κατάργηση της δουλείας στις ΗΠΑ.

Ο Λίνκολν και η κατάργηση της δουλείας στις Ηνωμένες Πολιτείες

Η ∆ιακήρυξη της Απελευθέρωσης (Emancipation Proclamation), την οποία ο Πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν υπέγραψε την 1η Ιανουαρίου 1863, αποτέλεσε μείζονα σταθμό για την πολιτική και κοινωνική εξέλιξη των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ήταν το πρώτο και πιο σημαντικό βήμα για την οριστική κατάργηση της δουλείας, ενός επαίσχυντου θεσμού που σκίαζε τη φιλελεύθερη πολιτική ιδεολογία της χώρας. Απέσεισε ένα τεράστιο βάρος από τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων που για αιώνες θεωρούνταν αντικείμενα. Σηματοδότησε μια νέα αρχή για τη σπαρασσόμενη από τον Εμφύλιο Πόλεμο, αλλά φερέλπιδα χώρα, καθώς οδήγησε στον εκσυγχρονισμό των θεσμών, στην ενίσχυση των δημοκρατικών αρχών και σε νέους όρους οικονομικής δραστηριότητας, που υπήρξαν η βάση για τη δημιουργία του αμερικανικού πολιτικοοικονομικού κολοσσού τα επόμενα χρόνια. 

Αβραάμ Λίνκολν: O πρόεδρος που κατάργησε τη δουλεία-1
Νταγκεροτυπία του Λίνκολν από τις 7 Οκτωβρίου 1858, την ημέρα που θα πραγματοποιούνταν το ντιμπέιτ του με τον Στ. Α. Ντάγκλας στο Knox College (AP Photo/W.A. Thomson).

Η κατάργηση της δουλείας δεν ήταν βέβαια μια εύκολη υπόθεση, ούτε συνέβη εν μια νυκτί. Η δουλεία ήταν θεσμός εδραιωμένος στη ζωή των νοτίων πολιτειών και εμμέσως αναγνωρισμένος από το σύνταγμα της χώρας. Μέχρι το 1809 είχε σχεδόν εξ ολοκλήρου καταργηθεί στις βόρειες πολιτείες. Στον Νότο όμως είχε λάβει νέα πνοή ζωής, με την τεράστια αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης για βαμβάκι, εξαιτίας της Βιομηχανικής Επανάστασης. Η δουλεία θεωρούνταν απαραίτητη προϋπόθεση για την καλλιέργεια ενός προϊόντος που αποτελούσε στις παραμονές του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου το 50% των αμερικανικών εξαγωγών και η εμπορία του ωφελούσε οικονομικά όλη τη χώρα. Πολλοί, επίσης, ψηφοφόροι και στις βόρειες πολιτείες αντιδρούσαν στην ιδέα της κατάργησης της δουλείας και ακόμη περισσότερο στην εξίσωση των δικαιωμάτων των λευκών και των μαύρων, λόγω των διάχυτων ρατσιστικών απόψεων της εποχής.

Πολύ ισχυρό, βέβαια, ήταν και το κίνημα υπέρ της κατάργησης της δουλείας, ενισχυμένο από το ζήτημα του καθεστώτος περιοχών που ανήκαν μεν στην αμερικανική επικράτεια, αλλά δεν είχαν αναγνωριστεί ακόμη ως πολιτείες. Η αναγνώριση της δουλείας σε αυτές τις περιοχές θα περιόριζε τις δυνατότητες των λευκών αποίκων και θα κρατούσε χαμηλά τις αποδοχές τους. Η δουλεία, επίσης, θεωρούνταν απαρχαιωμένος θεσμός στη μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση εκδοχή του καπιταλιστικού συστήματος, που απαιτούσε ευέλικτο εργατικό δυναμικό, εύκολα μετακινούμενο αλλά και απολυόμενο ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης και την αγορά εργασίας. 

Ο Πρόεδρος Λίνκολν θεωρούσε ότι η δουλεία ήταν ένα δεινό για τη χώρα. ∆εν πίστευε όμως στην εξαναγκαστική επιβολή της κατάργησής της, όπως και είχε επιφυλάξεις για το αν λευκοί και μαύροι μπορούσαν να ζήσουν υπό τους ίδιους όρους. Υποστήριζε την «αποικιοποίηση» (colonization) για τους απελευθερωμένους δούλους, την εγκατάστασή τους σε περιοχές εκτός των ΗΠΑ δηλαδή, που θα προβλέπονταν γι’ αυτόν τον σκοπό. Έτσι, η κατάργηση της δουλείας δεν προβλήθηκε ούτε από τον Λίνκολν ούτε από το κόμμα του, τους Ρεπουμπλικάνους, στις νικηφόρες εκλογές του 1860. 

Αβραάμ Λίνκολν: O πρόεδρος που κατάργησε τη δουλεία-2
Λιθογραφία του 1865, σε ανάμνηση της Διακήρυξης της Απελευθέρωσης (Photo by Gra­phicaArtis/Getty Images).

Οι εξελίξεις, όμως, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου τον έκαναν να αλλάξει γνώμη. Αρχικά ο Λίνκολν ακύρωσε τις διαταγές στρατηγών που απελευθέρωναν δούλους εχθρικών περιοχών υπό τον έλεγχό τους, επιμένοντας ότι ο πόλεμος διεξαγόταν για να διατηρηθεί η ενότητα της χώρας και όχι για να καταργηθεί η δουλεία. Ο πόλεμος όμως δεν εξελισσόταν ευνοϊκά για την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, με τους Νότιους υπό τον στρατηγό Λη να σημειώνουν σημαντικές επιτυχίες. Έτσι έγινε δεκτό το επιχείρημα ότι η δουλεία αποτελούσε κρίσιμο παράγοντα για την πολεμική προσπάθεια των Νοτίων. ∆ιευκόλυνε τη συσσώρευση πλούτου. Οι δούλοι χρησιμοποιούνταν εκτεταμένα για βοηθητικές εργασίες στον στρατό, ενώ παράλληλα έδιναν τη δυνατότητα στους λευκούς να υπηρετήσουν στον στρατό χωρίς να στερηθεί εργατικά χέρια η οικονομία. Η ∆ιακήρυξη της Απελευθέρωσης θα υπονόμευε τον θεσμό και θα κατέφερε καίριο πλήγμα στην πολεμική προσπάθεια των Νοτίων. Θα αποτελούσε επίσης κίνητρο, καθώς ρητά την επέτρεπε, για την εθελοντική κατάταξη απελευθερωμένων δούλων, που θα κάλυπταν τα κενά στον στρατό των Βορείων, αποτέλεσμα των πολύνεκρων μαχών αλλά και των δυσκολιών στη στρατολόγηση λευκών. 
Η τελική ∆ιακήρυξη της Απελευθέρωσης (είχε προηγηθεί μια προειδοποιητική εξαγγελία με στόχο να πειστούν οι Νότιοι να συμβιβαστούν) της 1ης Ιανουαρίου 1863 απελευθέρωσε τους δούλους στις περιοχές που ελέγχονταν από τους Νοτίους. Το μέτρο δεν περιλάμβανε τις τέσσερις συνοριακές δουλοκτητικές πολιτείες, που όμως είχαν παραμείνει στο πλευρό της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης, καθώς και τμήματα του Νότου που βρίσκονταν υπό την ασφαλή κατοχή του στρατού του Βορρά. Έτσι, στην ουσία ελάχιστοι δούλοι απέκτησαν την ελευθερία τους με την υπογραφή της ∆ιακήρυξης. Όμως η ∆ιακήρυξη ουσιαστικά έκανε την απελευθέρωση των δούλων στόχο του πολέμου, ενώ η έστω και μελλοντική απελευθέρωση που υπόσχονταν, με την επικράτηση του Βορρά, μαζί με την αλλαγή στα πολιτικά και οικονομικά ήθη της χώρας που σηματοδοτούσε, ήταν αρκετά για να γίνει αποδεκτή με διθυραμβικά σχόλια αλλά και έντονες αντιδράσεις. 

Έτσι, οι Tάιμς της Νέας Υόρκης έγραφαν στις 3 Ιανουαρίου 1863: «Η ∆ιακήρυξη του Προέδρου Λίνκολν σηματοδοτεί μια καινούργια εποχή, όχι μόνο γι’ αυτόν τον πόλεμο, αλλά και γι’ αυτή τη χώρα και για τον κόσμο… Αλλάζει πλήρως τις σχέσεις της εθνικής κυβέρνησης με τον θεσμό της δουλείας. Μέχρι τώρα, η δουλεία τελούσε υπό την προστασία της κυβέρνησης, από τώρα και στο εξής τελεί υπό την απαγόρευσή της… Αυτή η αλλαγή στάσης είναι από μόνη της μια επανάσταση». Για τον επικεφαλής της κυβέρνησης των Νοτίων, Jefferson Davis, η ∆ιακήρυξη ήταν «ένα μέτρο με το οποίο μερικά εκατομμύρια ανθρωπίνων υπάρξεων κατώτερης φυλής… ενθαρρύνονται για μια γενικευμένη δολοφονία των κυρίων τους», ενώ ακόμη και για την πολιτειακή Βουλή του Ιλινόις (πολιτεία που είχε συνταχθεί με τον Βορρά) η ∆ιακήρυξη ήταν «ένας γιγαντιαίος σφετερισμός εξουσίας με ανυπολόγιστες συνέπειες και για τις δύο φυλές». 

Σταδιακά η σκέψη του Προέδρου Λίνκολν εξελίχθηκε προς την κατεύθυνση της πλήρους και χωρίς όρους απελευθέρωσης των δούλων σε όλη τη χώρα. Μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1863 είχε εγκαταλείψει τις απόψεις για αποζημίωση των ιδιοκτητών δούλων με κρατικά ομόλογα και για τη μετεγκατάσταση των απελευθέρων εκτός Ηνωμένων Πολιτειών. Με επιχείρημα και τη μεγάλη συνεισφορά των μαύρων στρατιωτών και ναυτών, που επέτρεψε η ∆ιακήρυξη, στην πολεμική προσπάθεια του Βορρά (πάνω από 200.000 υπηρέτησαν), αρνήθηκε οποιαδήποτε πρόταση για ανάκληση της ∆ιακήρυξης. Επανεξελέγη το 1864, υποστηρίζοντας συνταγματική τροπολογία για την κατάργηση της δουλείας (η ∆ιακήρυξη είχε προβληθεί ως στρατιωτικό μέτρο). Και όταν το Κογκρέσο ενέκρινε την προώθηση της τροπολογίας για κύρωση από τις πολιτείες, όπως προβλέπει το αμερικανικό σύνταγμα, ενθουσιασμένος ο Λίνκολν υπέγραψε το σχετικό έγγραφο χωρίς να απαιτείται από τον νόμο. 

Αβραάμ Λίνκολν: O πρόεδρος που κατάργησε τη δουλεία-3
Επιστολικό δελτάριο προς τιμήν του Λίνκολν και της Διακήρυξης της Απελευθέρωσης. Χαρακτικό από τις αρχές του 20ού αιώνα, που απεικονίζει τον Λίνκολν εν ώρα ομιλίας του (Alamy/Visual Hellas.gr).

Η δολοφονία του τον Απρίλιο του 1865 τού στέρησε τη χαρά να δει την τροπολογία να εντάσσεται στο σύνταγμα της χώρας τον ∆εκέμβριο του ίδιου έτους. Ο αγώνας, βέβαια, για ισότητα δικαιωμάτων λευκών και μαύρων μόλις άρχιζε. Σημαντικά επιτεύγματα σ’ αυτόν τον τομέα μετά το τέλος του Εμφυλίου, το 1865, ακυρώθηκαν μετά το 1877, όταν οι πολίτες και οι πολιτικοί των βόρειων πολιτειών έχασαν το ενδιαφέρον τους για την τύχη των διαφορετικού χρώματος συμπατριωτών τους στον Νότο. Η οριστική νίκη, με αγώνα που εντάθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήρθε μόλις το 1965 μετά από θαρραλέες πρωτοβουλίες του Προέδρου Τζόνσον. 
Θεοδόσης Καρβουναράκης, καθηγητής ∆ιπλωματικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Πολλά ρητά του Αβραάμ Λίνκολν είναι πασίγνωστα. Λιγώτερο γνωστές είναι μερικές σκέψεις του περί οικονομίας, δημοσιευμένες το 1865, πολύ διδακτικές και χρήσιμες το 1974:
«Δεν μπορείς να πλουτίσης, ενθαρρύνοντας 
την σπατάλη».
«Δεν μπορείς να ενισχύσης τους αδυνάτους, εξασθενώντας 
τους δυνατούς».
«Δεν μπορείς 
να βοηθήσης τους φτωχούς, καταστρέφοντας τους πλουσίους».
«Δεν μπορείς 
να εξασφαλίσης ισχυρές εγγυήσεις πάνω 
σε δανεισμένα χρήματα».
«Δεν μπορείς ν’ αποφύγης μπελάδες, ξοδεύοντας περισσότερα 
από όσα κερδίζεις».
 
Η Καθημερινή, 26 Σεπτεμβρίου 1974

Ο πατήρ των Aμερικανών

Στα μέσα του Σεπτεμβρίου, τα κυβερνητικά στρατεύματα εκέρδισαν την πρώτη νίκη. Ο Μακ Κλέλλαν, ο οποίος απεφάσισε επί τέλους να κινηθή, ενίκησε τον στρατηγό Λη στο Αντιετάμ. Η νίκη δεν ήτο αποφασιστική, ο εχθρός όμως αναγκάσθηκε να υποχωρήση και επειδή το μήκος του δυτικού μετώπου δεν ήτο μεγάλο, ολίγα χιλιόμετρα είχαν εξαιρετική σημασία. Πολύ μεγαλύτερη ήτο η εντύπωσις που επροκάλεσε η νίκη αυτή στους κουρασμένους βορείους και στην επιφυλακτική Ευρώπη.

Για την ώρα, η κυβέρνησις έπρεπε να εκμεταλλευθή πολιτικώς την επιτυχία αυτήν, γιατί η Αγγλία η οποία ήτο έτοιμη να αναγνωρίση την Ομοσπονδία των νοτίων πολιτειών βρέθηκε έξαφνα στην ανάγκη να αναβάλη την απόφασίν της, ύστερα από το αποτέλεσμα αυτό της μάχης. Η νίκη ετόνωσε τον Λίνκολν. Είχε φθάσει η ημέρα που τόσο επερίμενε. ∆εν έπρεπε να αφήση να χαθή ούτε στιγμή. Το είχε ορκισθή στον εαυτό του. Πέντε ημέρες έπειτα από την νίκη συνεκάλεσε το υπουργικό συμβούλιο. Κανείς από τους υπουργούς του δεν ήξερε τον σκοπό της συνεδριάσεως αυτής. 

Αβραάμ Λίνκολν: O πρόεδρος που κατάργησε τη δουλεία-4
O Αβραάμ Λίνκολν σε ηλικία 38 ετών, το 1847 (AP Photo).

Ο Λίνκολν, που στις πιο κρίσιμες ώρες είχε διατηρήσει την ψυχραιμία του, τώρα, που ο κίνδυνος απεμακρύνθη, φαίνεται πολύ συγκεκινημένος. Απεφάσισε να δημοσιεύση την προκήρυξί του και να δείξη στους συνεργάτας του, οι οποίοι εν τούτοις τού είναι ξένοι, τα πραγματικά ιδανικά που τον εμπνέουν σε κάθε εκδήλωσί του. Ιδού μια μεταρρύθμισις την οποίαν δεν έπαυσε να απασχολή την σκέψι του επί είκοσι χρόνια, εις την οποίαν ο λαός τον παροτρύνει από ενάμισυ χρόνο και την οποίαν θα εφαρμόση τώρα, δίχως να τον πιέζη κανείς. Έχει όμως αμφιβολίες για την επιτυχία και τον τρομάζει η ιδέα ότι παίρνει μια τόσο μεγάλη απόφασι. Τι κάνει λοιπόν την στιγμή εκείνη; Παίρνει το τελευταίο τεύχος ενός χιουμοριστικού περιοδικού και διαβάζει στους υπουργούς μια σάτυρα του Γουώρντ, του οποίου θαυμάζει το πνεύμα. 

Μεταξύ όλων αυτών των συνεργατών υπάρχει άραγε και κάποιος που να μπορή να τον νοιώση; Το βέβαιο είναι ότι όλοι τους τον κατακρίνουν από μέσα τους και θα τον κατακρίνουν ακόμη περισσότερο όταν θα μάθουν την αιτία για την οποία συνεκάλεσε το υπουργικό συμβούλιο. Ο πρόεδρος αυτός δεν είναι ο αιώνιος μποεμικός τύπος που αισθάνεται την ανάγκη να διηγήται διασκεδαστικές ιστορίες για να αντιμετωπίζη τις δύσκολες περιστάσεις;
Τέλος, αφίνει το περιοδικό και λέει:

«Όπως γνωρίζετε όλοι, εσκέφθηκα πολύ τις σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ του πολέμου και της δουλείας. Όταν ο στρατός των επαναστατών ευρίσκετο στο Φρέδερικσμπουργκ, απεφάσισα να δημοσιεύσω την προκήρυξι για την απελευθέρωσι των δούλων, μόλις θα κατωρθώναμε να διώξωμε τον εχθρό από την Μαίρυλανδ. Έδωσα αυτήν την υπόσχεσι –εδίστασε μια στιγμή– στον ∆ημιουργό μας. Τώρα ο εχθρός εδιώχθηκε και εγώ θα τηρήσω την υπόσχεσί μου. ∆εν θα σας ζητήσω την συμβουλή σας, γιατή η απόφασίς μου είναι οριστική. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχω και την μικρότερη πρόθεσι να μη σεβασθώ τις γνώμες, αλλά ξέρω πολύ καλά ποιες είναι η αντιλήψεις σας. Εάν έχετε τίποτε να αλλάξετε, είτε στο ύφος, είτε στις λεπτομέρειες, θα ακούσω με ευγνωμοσύνη τις προτάσεις σας. Άλλοι θα μπορούσαν να ενεργήσουν καλύτερα από μένα, το ξέρω, αλλά, αν ήξερα ότι κάποιος άλλος συνεκέντρωνε περισσότερο από μένα την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης και αν έβλεπα κάποιον συνταγματικό τρόπο να του παραχωρήσω την θέσι μου, θα το έκανα.

Αβραάμ Λίνκολν: O πρόεδρος που κατάργησε τη δουλεία-5
Επιστολικό δελτάριο προς τιμήν του Λίνκολν και της Διακήρυξης της Απελευθέρωσης του 1863 (Kean Collection/Getty Images/Ideal Image).

»Αλλά μολονότι δεν έχω όπως πριν την εμπιστοσύνη του λαού, εν τούτοις δεν πιστεύω κανένας άλλος να την συγκεντρώνη περισσότερο από μένα. Εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει τρόπος να βάλω κάποιον άλλον στην θέσι μου. Έχω καθήκον να ενεργήσω όσον το δυνατό καλύτερα, όπως έχω υποχρέωσι να αναλάβω κάθε ευθύνη για την απόφασί μου την οποίαν θεωρώ ότι είναι η καλύτερη».
Οι υπουργοί φαίνονται ότι τον κατάλαβαν, γιατί –από όσα διηγήθηκαν αργότερα– ένοιωσαν τις ευγενικές του προθέσεις και την αγωνία της ψυχής του. Ύστερα από σύντομη συζήτησι, ο πρόεδρος τους διηγήθη πώς ένα βράδυ εγονάτισε, σαν παιδί, και πώς ωρκίσθη ότι θα εθεωρούσε την πρώτη νίκη των κυβερνητικών στρατευμάτων σαν καλόν οιωνόν για να πραγματοποιήση την απόφασί του. 
Και σαν να ήθελε να είναι βέβαιος ότι τίποτε δεν θα τον ανάγκαζε να αλλάξη γνώμη, ο Λίνκολν εδημοσίευσε την ίδιαν ημέρα την προκήρυξι και ολόκληρος ο κόσμος έμαθε ότι οι δούλοι της Αμερικής αποκτούν την ελευθερία τους.

Η εντύπωσις που επροξένησε η προκήρυξις ήτο τρομερή. Οι Βόρειοι εκυριεύθησαν από πανικό. Στο χρηματιστήριο άρχισαν να κατρακυλούν η μετοχές. Οι δημοκρατικοί επανέλαβαν τις επιθέσεις τους και έγραφαν ότι χιλιάδες λευκών θα έχυναν το αίμα τους για να χάσουν οι συμπατριώτες τους, δίχως κανένα λόγο, τις περιουσίες τους. Οι Νότιοι έμειναν ατάραχοι. ∆εν εχρειάσθη να αποσύρουν ούτε ένα στρατιώτην από το μέτωπο για να εμποδίσουν κάθε απόπειρα δραπετεύσεως των δούλων. Οι δούλοι εξηκολούθησαν να καλλιεργούν όπως πρώτα τα κτήματα των κυρίων τους, και η εφημερίδες των νοτίων πολιτειών ήσαν σε θέσι να δημοσιεύσουν με υπερηφάνεια ότι κανείς δεν ήθελε την ελευθερία και ότι όλοι οι δούλοι ήσαν ευτυχισμένοι.

Αβραάμ Λίνκολν: O πρόεδρος που κατάργησε τη δουλεία-6
Πίνακας της ορκωμοσίας του Αβραάμ Λίνκολν στις 4 Μαρτίου 1861 (AP Photo).

Η Ευρώπη έγινε απειλητική… Οι μόνοι που έσπευσαν να συγχαρούν τον Λίνκολν ήσαν οι εργάται των κλωστηρίων του Λάνκασερ, τα οποία είχαν κλείσει γιατί δεν μπορούσαν να προμηθευθούν βαμβάκι, και των οποίων το εργατικό προσωπικό βρισκότανε στον δρόμο. Οι Άγγλοι εργάται ευχαρίστησαν τον Αμερικανό πρόεδρο για την μεγάλη αυτήν υπηρεσία που προσέφερε στην ανθρωπότητα.

Μόνον αυτοί τον κατάλαβαν. Μία άλλη συνέπεια της αποφάσεως ήτο και η διαίρεσις μεταξύ των μελών του ρεπουμπλικανικού κόμματος. Ενώ οι ριζοσπαστικοί ήσαν ικανοποιημένοι από την λύσι, οι συντηρητικοί άρχισαν να κατακρίνουν τον πρόεδρο. Μεταξύ των τελευταίων ήσαν και πολλοί παλαιοί φίλοι και συναγωνισταί όπως ο Καρλ Σουρτς.

Ύστερα από την πρώτη νίκη, ο Λίνκολν και ο λαός ήλπιζαν ότι ο στρατός θα εβάδιζε εναντίον της πρωτευούσης του εχθρού.
Η Καθημερινή, 26-28 Σεπτεμβρίου 1940

Όταν ο Λίνκολν ωμίλησεν εις το Γκέττυσμπεργκ…

Ο αποφασιστικός σταθμός εις τον εμφύλιον πόλεμον Βορείων και Νοτίων. – Ο Εδουάρδος Έβερεττ, ο μεγάλος φιλέλλην της εποχής του. – Ένας πρόχειρος λόγος του Αβραάμ Λίνκολν που έμεινεν έκτοτε ιστορικός. – «Κυβερνήτης του λαού από τον λαό για τον λαό…».

19 Νοεμβρίου 1863. Την ημέραν εκείνην, ένας λαμπρός ήλιος έλουζε τα απέραντα αγροκτήματα της νοτίου Πεννσυλβανίας, στην βορειοανατολική περιοχή των Ηνωμένων Πολιτειών. Ήταν μια όμορφη, δροσερή και καθαρή ημέρα. Τέσσερις μήνες μόλις πριν, δύο μεγάλοι στρατοί, που αντιπροσώπευαν τον Βορρά και τον Νότο στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, είχαν αναμετρηθεί στις μεγάλες εκείνες πεδιάδες κοντά στην μικρή πόλι του Γκέττυσμπεργκ της Πεννσυλβανίας. Η μάχη ήταν σκληρή και κράτησε τρεις ολόκληρες μέρες, την 1η, 2α και 3η Ιουλίου.

Όταν η μάχη τελείωσε, πάνω από 20.000 στρατιώτες του Νότου είχαν σκοτωθή, τραυματισθή ή είχαν χαθή. Παρ’ όλο που οι απώλειες των Βορείων ήταν μεγαλύτερες, συνολικά 23.000 άνδρες, ο στρατός του Νότου είχε υποχρεωθή να υποχωρήση. Η μάχη του Γκέττυσμπεργκ θεωρείται σαν μία από τις σηκαντικώτερες συγκρούσεις του τετραετούς πολέμου και ένας σημαντικός σταθμός στον αποφασιστικό αγώνα του προέδρου Λίνκολν να διατηρήση την ένωσιν. Το διηρημένον έθνος βρισκόταν σε πόλεμο πάνω από δύο χρόνια. Το Αρχηγείο των ∆υνάμεων των Νοτίων Πολιτειών είχε αναθέσει στον στρατηγό Ρόμπερτ Ε. Λη να υπερασπίση την πρωτεύουσα του Νότου, το Ρίτσμοντ της Βιργινίας, εναντίον του στρατού των Βορείων. Επί δύο χρόνια ο Λη και ο στρατός του, με την λαμπρή άμυνά τους στο Ρίτσμοντ, είχαν προκαλέσει τον θαυμασμό και την έκπληξι και των δύο παρατάξεων.

Αβραάμ Λίνκολν: O πρόεδρος που κατάργησε τη δουλεία-7
Σκίτσο από την ιστορική ομιλία του Λίνκολν στο Γκέτισμπεργκ, την 19η Νοεμβρίου 1863 (AP Photo).

Την άνοιξι όμως του 1863, η Βιργινία δεν ήταν πια σε θέσι να εφοδιάζη τον στρατό του Λη με τις αναγκαίες ποσότητες τροφίμων και ζωοτροφών. Γι’ αυτό και ο στρατηγός απεφάσισε να εισβάλη στον Βορρά. Σ’ αυτήν του την απόφασι είχε οδηγηθή και από την σκέψι πως μια αιφνίδια επιδρομή θα μπορούσε να επηρεάση τις κουρασμένες πια Πολιτείες του Βορρά να δεχθούν μια ειρήνη υπό όρους.

Καμμιά από τις δύο παρατάξεις δεν ήξερε τις κινήσεις της άλλης ως την στιγμή που αντιμετωπίσθηκαν στο Γκέττυσμπεργκ. Την τρίτη ημέρα, οι δυνάμεις των Νοτίων κατώρθωσαν, τελικά, να σπάσουν τις γραμμές των Βορείων· όμως, όταν ήρθαν ενισχύσεις των Βορείων, οι Νότιοι αναγκάσθηκαν και πάλι να υποχωρήσουν. Από τους 15.000 άνδρες που είχαν αναλάβει την επίθεσι των Νοτίων, μόνον οι μισοί γύρισαν στις γραμμές τους. Η μάχη είχε πια τελειώσει, και νικημένος ήταν ο Λη.

Ο πόλεμος έμελλε να συνεχισθή άλλα δύο ολόκληρα χρόνια, αλλ’ οι ελπίδες των Νοτίων για μια ειρήνη υπό όρους χάθηκαν στο Γκέττυσμπεργκ. Μια δεύτερη νίκη των Βορείων, μία μέρα αργότερα, στο Βίκσμπουργκ, πάνω στον Μισσισσιπή, σφράγισε την μοίρα του Νότου, εξασφάλισε την επιτυχία του σκοπού της ενώσεως και, τελικά, έθεσε τέρμα στον θεσμό της δουλείας στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Με την πρωτοβουλία του Κυβερνήτου της Πεννσυλβανίας, η ηγεσία των Βορείων Πολιτειών που ο στρατός τους είχε λάβει μέρος στην περίφημη μάχη, απεφάσισε να ορίση την περιοχή εκείνη ως εθνικό κοιμητήριο για τους νεκρούς του Γκέττυσμπεργκ. Είχαν ληφθή όλα τα μέτρα για να δοθή σ’ αυτήν την τελετή η μεγαλύτερη δυνατή επισημότητα. Ο Έντουαρντ Έβερεττ, ο μεγάλος Φιλέλλην, πρώην Κυβερνήτης της Μασσαχουσέττης και ένας από τους μεγαλύτερους ρήτορες της εποχής του, θα ήταν ο κύριος ομιλητής. Η ημέρα της επίσημης τελετής ωρίσθηκε για τις 19 Νοεμβρίου.

Αβραάμ Λίνκολν: O πρόεδρος που κατάργησε τη δουλεία-8
O Λίνκολν μαζί με στρατηγούς του κυβερνητικού στρατού στο Αντιετάμ, στις 3 Οκτωβρίου 1862 (Shutterstock).

Μια απλή πρόσκλησις προς τον Λίνκολν…

Εξ αιτίας του γεγονότος ότι το κοιμητήριο του Γκέττυσμπεργκ δεν ανήκε τότε στην επικράτεια της Ομοσπονδιακής Κυβερνήσεως, η επιτροπή που είχε αναλάβει την οργάνωσι της τελετής δεν σκέφθηκε πως ήταν πιθανόν να θέλη να συμμετάσχη στην τελετή ο ίδιος ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Είχε σταλή και σ’ αυτόν μια απλή έντυπη πρόσκλησις, όμοια με πολλές εκατοντάδες άλλων προσκλήσεων που είχαν σταλή σε μέλη του Κογκρέσσου, Κυβερνήτες Πολιτειών, μέλη της Κυβερνήσεως, στρατηγούς και άλλους επισήμους.

Η έκπληξις, λοιπόν, της επιτροπής ήταν μεγάλη όταν επληροφορήθη πως ο Λίνκολν είχε δεχθή την πρόσκλησιν. Τότε, η επιτροπή τον παρεκάλεσε να πη μερικές κατάλληλες λέξεις επ’ ευκαιρία της επίσημης διαθέσεως εκείνου του τόπου για τον ιερό σκοπό που είχε αποφασισθή. ∆εν είναι γνωστόν πότε ακριβώς άρχισε ο Λίνκολν να επεξεργάζεται τις μερικές εκείνες κατάλληλες λέξεις, όμως είχε δηλώσει σε κάποιο φίλο του πως ο λόγος του θα ήταν «πάρα πολύ μικρός». Σ’ ένα μικρό κομμάτι χαρτί έγραψε μερικές σημειώσεις, ύστερα το δίπλωσε και το έχωσε μέσα στη φόδρα του ψηλού του καπέλλου.

Το μεσημέρι της 18ης Νοεμβρίου, όταν έπαιρνε το ειδικό τραίνο που θα τον πήγαινε στο Γκέττυσμπεργκ, ο λόγος του δεν ήταν ακόμη έτοιμος. Στον φίλο του, τον συνταγματάρχη Λέημον, είπε πως δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος από τον λόγο του, πως δεν ήταν λόγος άξιος ενός Προέδρου και πως δεν θα δικαίωνε τις προσδοκίες του κοινού. Τα προβλήματα του πολέμου δεν του είχαν αφήσει τον καιρό που χρειαζόταν για να γράψη κάτι καλύτερο.

Αβραάμ Λίνκολν: O πρόεδρος που κατάργησε τη δουλεία-9
Έγχρωμη εκτύπωση λιθογραφίας που απεικονίζει τον Λίνκολν κατά την επιστροφή του στο σπίτι του, στο Σπρίνγκφιλντ του Ιλινόις, μετά την εκλογή του ως προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών το 1860 (Alamy/Visual Hellas.gr).

Όταν το σούρουπο της ίδιας μέρας ο Λίνκολν έφθανε στο Γκέττυσμπεργκ, χιλιάδες κόσμου είχαν αρχίσει να καταφθάνουν στην μικρή πόλι. Οι 2.400 κάτοικοι της πόλεως είχαν σχεδόν χαθή μέσα στις 15.000 που είχαν έρθει για να παρακολουθήσουν την τελετή.

Ο πρόεδρος με την ακολουθία του πήγε στο σπίτι του Ντέηβιντ Ούιλλς, ενός μέλους της οργανωτικής επιτροπής, όπου και θα περνούσε την νύκτα του. Λίγο μετά το δείπνο, εζήτησε συγγνώμην από τον άνθρωπο που τον φιλοξενούσε και απεσύρθη στο δωμάτιό του για να επεξεργασθή το κείμενο του λόγου του.

Πιστεύεται πως το μεγαλύτερο μέρος της δευτέρας σελίδος γράφτηκε από την αρχή εκείνο το βράδυ. Αργότερα, την ίδια νύκτα, έδειξε το κείμενο του λόγου του στον υπουργό των Εξωτερικών Ουίλλιαμ Χ. Σούαρντ, που τον είχε συνοδεύσει ως το Γκέττυσμπεργκ.

Την άλλη μέρα, στις 10 το πρωί, ώρα που είχε ορισθή για την τελετή, ο Αβραάμ Λίνκολν ήταν έτοιμος. Στους ήχους της στρατιωτικής μπάντας τα στρατιωτικά τμήματα άρχισαν να παρελαύνουν μέσ’ από τους τους δρόμους του Γκέττυσμπεργκ, ενώ πίσω τους ακολουθούσε η ομάδα των επισήμων.

Στο κέντρο της ομάδος βρισκόταν ο Πρόεδρος ανεβασμένος πάνω σ’ ένα μικρόσωμο άλογο. Φορούσε ρούχα μαύρα, το ψηλό του καπέλλο και άσπρα γάντια. Στην τσέπη του σακκακιού του είχε δύο μικρά κομμάτια χαρτιού, με τις μερικές κατάλληλες λέξεις.

Ο φιλέλλην Έντουαρντ Έβερεττ διά τα νεκρικά έθιμα των αρχαίων Αθηνών

Οι δυσκολίες που παρατηρήθηκαν στην κίνησι των στρατιωτικών τμημάτων μέσ’ από τους στενούς δρόμους της μικρής πόλεως και η αργοπορία του ομιλητού της ημέρας που θέλησε να επιθεωρήση την περιοχή του εθνικού κοιμητηρίου καθυστέρησαν την έναρξι της τελετής κατά μιαν ώρα· όταν η μια από τις στρατιωτικές μπάντες εσήμανε το καθιερωμένο σ’ αυτές τις περιπτώσεις σιωπητήριο και άρχισε η τελετή, ήταν πια μεσημέρι. Ευθύς κατόπιν, ο Επίσημος Ιερεύς της Βουλής των Αντιπροσώπων ανέπεμψε δέησιν υπέρ των πεσόντων εις τον τόπον εκείνον, ενώ όλοι οι παρευρισκόμενοι παρακολουθούσαν ασκεπείς με κατάνυξιν. 

Λίγο αργότερα, ο Έντουαρντ Έβερεττ σηκώθηκε από την θέσι του· ήταν ο ομιλητής της ημέρας. Έμεινε σιωπηλός λίγες στιγμές και ύστερα άρχισε τον λόγο του. Επί δύο ολόκληρες ώρες μιλούσε· αναφέρθηκε στα νεκρικά έθιμα των αρχαίων Αθηνών, μίλησε για τους σκοπούς που επεδίωκε ο πόλεμος, έδωσε μια πλήρη ανάλυσι της μάχης του Γκέττυσμπεργκ, απέτισε φόρον τιμής σε όλους εκείνους που είχαν πέσει σ’ εκείνο το πεδίο της μάχης και ζήτησε από τους παρευρισκομένους να διατηρούν πάντα στις ψυχές τους τους κοινούς δεσμούς που πρέπει να κρατούν ενωμένους όλους τους Αμερικανούς.

Αβραάμ Λίνκολν: O πρόεδρος που κατάργησε τη δουλεία-10
Ξυλόγλυπτο του ντιμπέιτ Αβραάμ Λίνκολν-Στίβεν Α. Ντάγκλας τον Οκτώβριο του 1858, στο Μέριλαντ (Alamy/Visual Hellas.gr).

Ήταν πραγματικά ένας εμπνευσμένος λόγος. Ευθύς κατόπιν, η χορωδία του «Γκλη Κλαμπ» της Βαλτιμόρης έψαλε μια ωδή γραμμένη ειδικά για την περίπτωσι εκείνη. Ενώ οι καθαροί τόνοι της ανθρώπινης φωνής γέμιζαν τον ελαφρό αέρα, ο πρόεδρος φόρεσε τα γυαλιά του κι έρριξε μια τελευταία ματιά στα χειρόγραφα του λόγου του. Ένας φωτογράφος που είχε στήσει τα δυσκίνητα εργαλεία του εμπρός από την εξέδρα των επισήμων, ετοιμαζόταν να φωτογραφήση τον πρόεδρο.

Ο Πρόεδρος Λίνκολν ομιλεί…

Έπειτα σηκώθηκε ο συνταγματάρχης Λέημον και παρουσίασε τον πρόεδρο. Ο Αβραάμ Λίνκολν, κρατώντας στα χέρια του τα χειρόγραφά του, άρχισε να διαβάζη σε πολύ υψηλό τόνο. ∆εν μίλησε περισσότερο από δύο λεπτά. Ύστερα κάθησε προτού ο φωτογράφος προφθάση να τον φωτογραφήση. 

«Πριν από ογδόντα επτά χρόνια –είπεν ο Λίνκολν– οι πατέρες μας δημιούργησαν σ’ αυτήν την ήπειρο ένα νέο έθνος που θεμελιώθηκε με ελευθερία και αφιερώθηκε στην αρχή πως όλοι οι άνθρωπο γεννώνται ίσοι. Τώρα, έχομε εμπλακή σ’ ένα μεγάλο εμφύλιο πόλεμο, από τον οποίο κρίνεται αν αυτό ή οποιοδήποτε άλλο έθνος που θεμελιώθηκε με αυτόν τον τρόπο και που αφιερώθηκε σ’ αυτήν την αρχή, μπορή να διατηρηθή. Έχομε συγκεντρωθή σ’ ένα μεγάλο πεδίο μάχης αυτού του πολέμου. Ευρισκόμεθα εδώ για ν’ αφιερώσωμε ένα μέρος αυτού του πεδίου σαν τελικό τόπο αναπαύσεως για εκείνους που εδώ προσέφεραν την ζωή τους με σκοπό να μπορέση αυτό το έθνος να επιζήση. Αυτό είναι σωστό, και αυτό πρέπει να κάνωμε.

»Παρ’ όλ’ αυτά, βλέποντας το πράγμα πλατύτερα, δεν μπορούμε εμείς ν’ αφιερώσωμε – δεν μπορούμε εμείς ν’ εξαγνίσωμε – δεν μπορούμε να καθαγιάσωμε – το χώμα αυτό. Οι γενναίοι άνδρες, ζωντανοί ή νεκροί, που αγωνίσθηκαν εδώ, το έχουν καθαγιάσει πολύ περισσότερο από όσο η πτωχή μας δύναμι μπορεί να προσθέση ή ν’ αφαιρέση. Ο κόσμος πολύ λίγο θα προσέξη, ούτε θα θυμάται για πολύ αυτά που εμείς λέγομε τώρα εδώ· όμως, δεν μπορεί ποτέ να ξεχάση ό,τι εκείνοι έκαναν εδώ. Χρέος δικό μας, των ζωντανών, είναι μάλλον ν’ αφιερώσωμε τους εαυτούς μας, τώρα, στο μισοτελειωμένο έργο που εκείνοι που πολέμησαν εδώ έχουν μέχρι τώρα προχωρήσει με τόσον ηρωισμό. Χρέος δικό μας, μάλλον, είναι να αφιερώσωμε τους εαυτούς μας στο υψηλό καθήκον που παραμένει εμπρός μας – να αντλήσωμε από τους τιμημένους αυτούς νεκρούς ακόμη περισσότερη αφοσίωσι στην υπόθεσι για την οποία εκείνοι έδωσαν και την τελευταία πλήρη απόδειξι αφοσιώσεως – να αποφανθούμε εμείς εδώ, από το βάθος της ψυχής μας, πως οι νεκροί αυτοί δεν έχουν πέσει μάταια, πως το έθνος αυτό, με τη βοήθεια του Θεού, θα αναγεννηθή ελεύθερο και ότι η Κυβέρνησις του λαού, από τον λαό και για τον λαό, δεν θα εξαφανισθή πάνω απ’ την γη».

Τα καθιερωμένα χειροκροτήματα «ευγενείας» ακολούθησαν τις λίγες λέξεις του προέδρου. Ύστερ’ από την δίωρη ομιλία του Έβερεττ, ο λόγος του Λίνκολν δεν έκανε καμμιά ιδιαίτερη εντύπωσι. Όταν ο υπουργός των Εξωτερικών Σούαρντ γύρισε και ρώτησε τον Έντουαρντ Έβερεττ ποια ήταν η προσωπική του εντύπωσις, εκείνος απήντησε: «∆εν ήταν εκείνο που περίμενα από τον πρόεδρο».
Ο ίδιος ο Λίνκολν είχε διαισθανθή την απογοήτευσι του ακροατηρίου και στο ταξίδι της επιστροφής στην Ουασιγκτώνα, είχε πη στον φίλο του, τον συνταγματάρχη Λέημον: «Ήταν ένα φοβερό φιάσκο. Λυπούμαι ιδιαίτερα γι’ αυτό. Έπρεπε να είχα ετοιμάσει τον λόγο μου με μεγαλύτερη προσοχή». 
Την άλλη μέρα το πρωί, ο Έντουαρντ Έβερεττ άλλαζε γνώμη για τον λόγο του προέδρου. «Θα ήμουν πολύ ευτυχής, έγραφε στον Λίνκολν, αν είχα κατορθώσει, μέσα σε δύο ώρες, να πλησιάσω την κεντρική ιδέα του γεγονότος, όσο την πλησιάσατε σεις μέσα σε δύο λεπτά της ώρας».

Τα σχόλια του Τύπου ήταν και αυτά χωρισμένα. Ωρισμένες εφημερίδες είχαν αποφύγει να σχολιάσουν τον προεδρικό λόγο. Άλλες, όπως οι «Τάιμς του Σικάγου», τον χαρακτήρισαν «ανόητο, ανούσιο και ξεπλυμένο». Λίγες, μόνο, είχαν καταλάβει τι ακριβώς αντιπροσώπευε το αριστούργημα εκείνο του αγγλικού πεζού λόγου. Η «Εφημερίς του Τσιντσιννάττι» της Πολιτείας Οχάιο, τον χαρακτήρισε «τέλειο από κάθε άποψι», ενώ ο «Ρεπουμπλικάνος του Σπρίνγκφηλντ» της Μασσαχουσέττης συμβούλευε τους αναγνώστες του: «Αν τον διαβάσατε μόνο μια φορά, διαβάστε τον και δεύτερη· είναι μια μελέτη του πως πρέπει να γράφεται ο τέλειος λόγος. Οι λίγες αυτές γραμμές γράφτηκαν από άνθρωπο με μεγάλο μυαλό και με ακόμη μεγαλύτερα αισθήματα». 

Όμως, η περισσότερο προφητική φράσις γράφτηκε από το «Βήμα του Σικάγου»: «Οι λέξεις που πρόφερε ο Αβραάμ Λίνκολν στην χθεσινή τελετή θα μείνουν αθάνατες στην ιστορία». Ο αιώνας που πέρασε δικαίωσε την προφητική αυτή φράσι και τίμησε τις λέξεις του Λίνκολν, δίνοντάς τους μια παντοτεινή θέσι στις ψυχές όλων των ανθρώπων.
Η Καθημερινή, 17 Νοεμβρίου 1963

Μία σφαίρα για τον πρόεδρο

∆έκατος έκτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ο Αβραάμ Λίνκολν είχε γεννηθεί στο Χέρτιν του Κεντάκυ. Ο πατέρας του Θωμάς ήταν άποικος κουάκερος που είχε έλθει από την Βιρτζίνια. Ο Αβραάμ έμεινε ενωρίς ορφανός από μητέρα. Τις φροντίδες της όμως αντικατέστησε με τόση επιμέλεια η μητρυιά του, ώστε ο ίδιος ομολογούσε κατόπιν ότι ώφειλε τα πάντα σε κείνη τη γυναίκα. Έμπορος αρχικά, ιδιωτικός υπάλληλος έπειτα, εθελοντής αργότερα στον πόλεμο του «Μαύρου Γερακιού» (Black Hauk), από αποτυχημένος επιχειρηματίας στη συνέχεια επιδίδεται τελικά σε νομικές μελέτες και το 1837 διορίζεται δικηγόρος στο Σπρίνγκφηλντ. Είναι ήδη βουλευτής του Ιλλινόις από το 1824. Το 1844 αναδεικνύεται αρχηγός των Φιλελευθέρων με αντίπαλο τον Ντάγκλας. Το 1860 εκλέγεται ομοσπονδιακός πρόεδρος. Πρώτο μέλημά του ήταν ν’ αποφύγει τον εμφύλιο πόλεμο με τους Νοτίους. Το έπαθλο της νίκης ήταν η κατάργηση της δουλείας και η ενοποίηση των Ηνωμένων Πολιτειών. Το 1864 επανεκλέγεται για δεύτερη φορά πρόεδρος. Μέρες αργότερα ένας φανατικός Νότιος, ο Τζων Μπουθ, κραυγάζοντας «Sic semper tyrannis» (Οι νόμοι παίρνουν την εκδίκησή τους), πυροβόλησε τον Λίνκολν. Ήταν η πρώτη δολοφονία προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών.

«Θα πεθάνεις στην πυρά και θα μοιάζεις με παγιδευμένο ζώο», «∆εν είσαι παρά ένας απολίτιστος, ένας άγριος, ένας μισο-νέγρος από το Ιλλινόις».

Οι ύβρεις και οι απειλές ήταν ατελείωτες. ∆εν σταματούσαν σχεδόν ποτέ. Αλλά ο Αβραάμ Λίνκολν αδιαφορούσε γι’ αυτές. Έδειχνε ασυγκίνητος. Κι η στάση του αυτή ερέθιζε περισσότερο τους εχθρούς του.

Αβραάμ Λίνκολν: O πρόεδρος που κατάργησε τη δουλεία-11
Ο Τζον Γουίλκς Μπουθ πυροβολεί θανάσιμα τον πρόεδρο Λίνκολν στο θέατρο Φορντ, στις 14 Απριλίου 1865 (Alamy/Visual Hellas.gr).

Ο εφιαλτικός εμφύλιος πόλεμος είχε πια τελειώσει. Ο Λίνκολν είχε πια επανεκλεγεί Πρόεδρος και οραματιζόταν μια τετραετία ειρήνης στις ΗΠΑ. Ήξερε ότι μόνο η ειρήνη θα μπορούσε να ενώσει τον ταλαιπωρημένο του τόπο.

Εκείνο το απόγευμα της άνοιξης του 1865, 14 Απριλίου, ο Λίνκολν ήταν αρκετά ευδιάθετος και σε καλή φόρμα. Κι αυτό γιατί δεν ήταν πολλές οι ευκαιρίες για τον ίδιο και τη γυναίκα του να παρακολουθήσουν μια θεατρική παράσταση.

Αν κι ήταν άνοιξη, από νωρίς το πρωί είχε συννεφιάσει και έβρεχε δυνατά. Και η βροχή δυσκόλεψε τα άλογα του προεδρικού αμαξιού, που κάτω από το ασθενικό φως των φαναριών τριπόδιζαν στη 19η οδό, με κατεύθυνση τη διασταύρωση των λεωφόρων Ε και Φ, όπου βρισκόταν το «Φορντ Θήατερ». Μέσα στο αμάξι βρισκόταν ο Λίνκολν, η γυναίκα του κι ένα νεαρό ζευγάρι. Ο ταγματάρχης Χένρυ Ράτμπουν και η κυρία Κλάρα Χάρρις.

Το αμάξι έφτασε στο θέατρο, οι επιβάτες κατέβηκαν και ο πρόεδρος ευχαρίστησε τον σωματοφύλακά του Τζων Φ. Πάρκερ και πέρασε με τη σύζυγό του στο προεδρικό θεωρείο. Έξω, στην παράξενη ανοιξιάτικη νύχτα, ο άνεμος φυσούσε με μανία. Λένε πως το φεγγάρι εκείνο το βράδυ πήρε ένα χρώμα κόκκινο, σαν αίμα…

Μέχρι σήμερα παραμένει μυστήριο το πώς ο Τζων Φ. Πάρκερ έφθασε να γίνει ο σωματοφύλακας του προέδρου. Το μητρώο του κάθε άλλο παρά καθαρό ήταν. Είχε πιαστεί να κοιμάται σε ώρα υπηρεσίας, είχε δημιουργήσει επεισόδια σε μπαρ μεθυσμένος και κατηγορήθηκε για οπλοχρησία μέσα σε οίκο ανοχής…

Αβραάμ Λίνκολν: O πρόεδρος που κατάργησε τη δουλεία-12
Το πορτρέτο του Λίνκολν που χρησιμοποιήθηκε στις προεκλογικές του αφίσες το 1860 (AP Photo).

Το προεδρικό θεωρείο είχε δύο πόρτες. Η μία ήταν κλειδωμένη. Την άλλη είχε αναλάβει να επιτηρεί ο Τζων Φ. Πάρκερ, με το όπλο του έτοιμο. Αυτή ήταν η εντολή που είχε πάρει.

Ποτέ δεν έγινε γνωστό αν ο προεδρικός σωματοφύλακας κράτησε τη θέση του. Αμέσως μετά την έναρξη του έργου, πάντως, που ήταν μία εγγλέζικη κωμωδία, θεάθηκε στο φουαγιέ. Ο 35χρονος Πάρκερ δεν ήταν βέβαια φίλος της τέχνης. Είναι πολύ πιθανό να πήγε να πιει ένα ποτό. Άφησε, πάντως, ανοιχτό το δρόμο προς το προεδρικό θεωρείο…

Ένας νεαρός ηθοποιός…

Την ίδια ώρα, μέσα στο θέατρο Φορντ, βρισκόταν ένας νεαρός ηθοποιός, ο Γουίλκς Μπουθ. Φανατικός εχθρός των Βορείων, ποτέ του δεν δέχτηκε την ήττα των Νοτίων. Γυιος διασήμου ηθοποιού και με προοπτικές εξέλιξης ο ίδιος, έπαιξε με ιδιαίτερη επιτυχία στη Ν. Υόρκη τον Μάρκο Αντώνιο στον «Ιούλιο Καίσαρα» του Σαίξπηρ. Συνδεδεμένος στενά με πολλούς Νότιους που εκτελέστηκαν για εγκλήματα κατά τη διάρκεια του εμφύλιου, έτρεφε αληθινό μίσος κατά του Λίνκολν. Πολλές φορές περνούσε από το μυαλό του η σκέψη της δολοφονίας του προέδρου, αλλά παρέμενε στο στάδιο των σχεδίων.

Αβραάμ Λίνκολν: O πρόεδρος που κατάργησε τη δουλεία-13
Σκίτσο του Τόμας Ναστ για την απελευθέρωση των σκλάβων. Αριστερά, οι συνθήκες πριν από την Απελευθέρωση. Δεξιά, οι συνθήκες μετά την Απελευθέρωση. Στο κέντρο, το σπίτι ενός απελεύθερου και κάτω, ο Αβραάμ Λίνκολν (Alamy/Visual Hellas.gr).

Ωστόσο, τον Φεβρουάριο του 1865, πήρε την οριστική απόφαση. Ένας από τους παιδικούς του φίλους, ο λοχαγός των Νοτίων Τζων Μπήαλ, απαγχονίστηκε μετά την απόρριψη της αίτησης για χάρη από τον Λίνκολν. Την επομένη του απαγχονισμού, ο Μπουθ έφτανε στην Ουάσιγκτων… Ο νεαρός ηθοποιός ήταν αρκετά γνωστός στο «Φορντ Θήατερ». Το πρωί της 14ης Απριλίου πήγε μάλιστα στο θυρωρείο και ρώτησε αν υπήρχε κανένα γράμμα γι’ αυτόν. Ρώτησε μάλιστα γιατί υπήρχε στο θέατρο μια ιδιαίτερη κίνηση και πήρε την απάντηση ότι ο πρόεδρος θα τιμούσε το «Φορντ Θήατερ» με την παρουσία του…

Ο Μπουθ κατάλαβε ότι είχε πια βρει την ευκαιρία που ζητούσε. Συναντήθηκε αμέσως με μερικούς ομοϊδεάτες του, με τους οποίους είχε οργανώσει τόσο τη δολοφονία του Λίνκολν όσο και άλλων μελών της Κυβερνήσεως, και πάρθηκε η απόφαση: Οι «γιάνκηδες» θα έχαναν το βράδυ τον αρχηγό τους…

Αβραάμ Λίνκολν: O πρόεδρος που κατάργησε τη δουλεία-14
Ο Λίνκολν με τον μικρότερο γιο του, Τόμας, στις 5 Φεβρουαρίου 1865. Αυτή θα ήταν και η τελευταία καθιστή φωτογραφία του Λίνκολν (Shutterstock).

Η δολοφονία

Καθώς ο Λίνκολν, η σύζυγός του και το φιλικό τους ζευγάρι παρακολουθούσαν την παράσταση, σε μια εσοχή του διαδρόμου, ο Μπουθ περίμενε με κομμένη την ανάσα…

Το έργο προχωρούσε και τα γέλια γίνονταν όλο και πιο έντονα. Σε λίγο πέρασε στο «σασπένς», καθώς η πρωταγωνίστρια μάθαινε ότι ο καλός της είχε χάσει στα χαρτιά όλη του την περιουσία…
Ο σωματοφύλακας του προέδρου είχε φύγει. Ο κόσμος δεν γελούσε πια. Ήταν η ώρα για δράση. Και ο Μπουθ όρμησε στην πόρτα, την άνοιξε. Το τεντωμένο χέρι που κρατούσε ένα περίστροφο βρέθηκε σε απόσταση μερικών εκατοστών από το κεφάλι του ψηλόλιγνου Λίνκολν.

Ο πυροβολισμός ξάφνιασε τους πάντες. Ο πρόεδρος έπεσε στο πάτωμα και ο ταγματάρχης Ράτμπουν προσπάθησε να πιάσει τον δολοφόνο. Εκείνος, όμως, του ξέφυγε, πήδησε σαν αίλουρος από το προεδρικό θεωρείο στη σκηνή. Προς στιγμή γονάτισε, αλλά αμέσως σηκώθηκε και υψώνοντας τα χέρια φώναξε: «Οι Ομοσπονδιακοί εκδικήθηκαν! Ελευθερία!».

Αμέσως, πέρασε στα καμαρίνια. Οι θεατές τάχασαν. Ήταν όλα αυτά μέσα στο έργο; Τι είχε συμβεί; Ο ταγματάρχης Ράτμπουν έσπασε τη σιωπή φωνάζοντας: «Σταματήστε αυτόν τον άνθρωπο. Πυροβόλησε τον Πρόεδρο!».

Αβραάμ Λίνκολν: O πρόεδρος που κατάργησε τη δουλεία-15
Η προτομή του Λίνκολν στο όρος Ράσμορ (Shutterstock).

Ήταν, όμως, ήδη αργά. Ο Μπουθ, γνωρίζοντας καλά τα κατατόπια, είχε περάσει τρέχοντας τον διάδρομο των καμαρινιών και από ένα παράθυρο είχε πηδήσει στο δρόμο για να χαθεί στη νύχτα…
Στο προεδρικό θεωρείο, ο ταγματάρχης ειδοποίησε έναν νεαρό στρατιωτικό γιατρό, που διαπίστωσε ότι ο Πρόεδρος είχε ένα τραύμα κοντά στο αριστερό αυτί. Η σφαίρα πέρασε από το κεφάλι και σφηνώθηκε κοντά στο δεξί φρύδι. Ο Λίνκολν ζούσε ακόμη. Τον μετέφεραν σ’ ένα κοντινό σπίτι, όπου οι γιατροί διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο παρά να προσευχηθούν. 
Ο Ρόμπερτ Λίνκολν, γυιος του Προέδρου, γονάτισε και προσευχήθηκε. Η μητέρα του και οι υπουργοί που είχαν σπεύσει κοντά στον ετοιμοθάνατο πρόεδρο τον μιμήθηκαν. Στις επτά και είκοσι το πρωί της επομένης, 15 Απριλίου 1865, ο Λίνκολν πέθανε…

Και άλλη απόπειρα

Την ίδια σχεδόν στιγμή που ο Μπουθ πυροβολούσε τον Αβραάμ Λίνκολν, ένας υψηλόσωμος άγνωστος χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού του υπουργού Εξωτερικών Ουίλιαμ Σούαρντ, στην πλατεία Λαφαγιέτ της Ουάσιγκτων. Ο υπουργός ήταν στο κρεβάτι από βαριά γρίππη.

— Έχω ένα δέμα με φάρμακα για τον κ. υπουργό, είπε. Και πριν ο υπηρέτης που άνοιξε την πόρτα του απαντήσει, όρμησε στο εσωτερικό του σπιτιού. Ο υπηρέτης φωνάζει και ο γιος του υπουργού, που ακούει τη φασαρία, προσπαθεί να σταματήσει τον εισβολέα. Εκείνος βγάζει από την ζώνη του ένα μεγάλο μαχαίρι και τραυματίζει τους διώκτες του, ορμώντας συγχρόνως προς το δωμάτιο του άρρωστου υπουργού. Πλάι στον άρρωστο βρίσκονται η κόρη του και ένας στρατιωτικός νοσοκόμος. Και οι δύο τραυματίζονται από το γρήγορο και οπλισμένο χέρι του άγνωστου, που τελικά καταφέρνει επτά μαχαιριές στο πρόσωπο και τον λαιμό του αβοήθητου άνδρα. Ο άγνωστος βγαίνει στον δρόμο και σπηρουνίζει το άλογό του, αφήνοντας πίσω του πέντε ανθρώπους να αιμορραγούν! Έχει, όμως, κάνει το μοιραίο λάθος. Ξέχασε στο σπίτι το καπέλλο του, που αργότερα αποδείχθηκε για τους διώκτες του στοιχείο ικανό για να τους οδηγήσει στη σύλληψή του…

∆ύο μέρες αργότερα, ο υπουργός Εξωτερικών άνοιξε τα μάτια του στο νοσοκομείο και τα πρώτα λόγια που άκουσε ήταν: «Ο Πρόεδρος δολοφονήθηκε». Ο ίδιος, όμως, επέζησε από τη δολοφονική απόπειρα…

Η τιμωρία

Ο Μπουθ εντοπίστηκε δύο εβδομάδες αργότερα, στο Μαίρυλαντ. Οι διώκτες του τον απέκλεισαν σ’ ένα σπίτι, το οποίο κύκλωσαν. Ο Μπουθ αρνήθηκε να παραδοθεί και τελικά πυροβολήθηκε από έναν αξιωματικό, που τον πέτυχε στην καρδιά και τον σκότωσε ακαριαία. Όλοι οι ομοϊδεάτες του μεταξύ τους και ο παρ’ ολίγο δολοφόνος του υπουργού Εξωτερικών πιάστηκαν και απαγχονίστηκαν ή καταδικάστηκαν σε πολυετή κάθειρξη… Αξίζει να σημειωθεί ότι στις 14 Απριλίου έγινε ανεπιτυχής απόπειρα δολοφονίας και κατά του αντιπροέδρου Άντριου Τζόνσον από άλλο μέλος της ομάδας του Μπουθ…
∆ημήτρης Καπράνος, Η Καθημερινή, 5 Απριλίου 1981

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT