Δολοφονία σε στρατιωτική παρέλαση

Ο θάνατος του Αιγύπτιου ηγέτη Ανουάρ Σαντάτ και η άνοδος στην εξουσία του Χόσνι Μουμπάρακ

7' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κατά τα τελευταία έτη της διακυβέρνησής του, ο Αιγύπτιος ηγέτης Ανουάρ Σαντάτ βρέθηκε αντιμέτωπος με παλαιότερες αλλά και νέες, κλιμακούμενες προκλήσεις. Σε πρώτη φάση είχε κατορθώσει, παρά τη νέα αιγυπτιακή (και συριακή) ήττα από το Ισραήλ στον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ τον Οκτώβριο του 1973, να ανορθώσει το πολιτικοδιπλωματικό και στρατιωτικό κύρος της Αιγύπτου. Κι, ως εκ τούτου, να επουλώσει μερικώς το βαθύ εθνικό τραύμα που είχε προκληθεί από τον Πόλεμο των Εξι Ημερών του 1967. Επίσης, οι πρωτοβουλίες που ανέλαβε ο Σαντάτ κατά την περίοδο 1974-1978, όπως η έναρξη της διαδικασίας εξομάλυνσης των σχέσεων με το Ισραήλ, η διάρρηξη των σχέσεων με τη Σοβιετική Ενωση, η προσέγγιση με τη Δύση, καθώς και η λήψη μέτρων φιλελευθεροποίησης της οικονομίας, παρότι συνάντησαν και αντιδράσεις, είχαν, ωστόσο, την υποστήριξη της πλειοψηφίας και της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος. Σε ένα πρώτο στάδιο, το καθεστώς Σαντάτ επωφελήθηκε και από άλλες πρωτοβουλίες που έλαβε ο Αιγύπτιος ηγέτης, όπως η χαλάρωση των διώξεων των Αδελφών Μουσουλμάνων και άλλων ισλαμιστών, η θρησκευτική ευσέβεια που επιδείκνυε, αλλά και η ενσωμάτωση του ισλαμικού νόμου στο σύνταγμα και στη νομοθεσία.

Δολοφονία σε στρατιωτική παρέλαση-1
Η δολοφονία του προέδρου Ανουάρ Σαντάτ (επάνω) στην πρώτη σελίδα της «Καθημερινής» (κάτω). [ASSOCIATED PRESS]

Δυσαρέσκεια λόγω προσέγγισης με Ισραήλ

Η συνομολόγηση των συμφωνιών του Καμπ Ντέιβιντ (Σεπτέμβριος 1978) και της συνθήκης της Ουάσιγκτον (Μάρτιος 1979), που οδήγησε στην ειρήνευση Ισραήλ – Αιγύπτου, αποτέλεσε σημείο καμπής για τη δημοφιλία του Σαντάτ στο εσωτερικό. Η προοπτική της εξομάλυνσης των σχέσεων Αιγύπτου – Ισραήλ και της ειρήνευσής τους έπειτα από τρεις δεκαετίες εχθρότητας και περιοδικών κρίσεων και πολέμων έχαιρε αρχικά αρκετά ευρείας υποστήριξης στην Αίγυπτο. Διότι ο Σαντάτ τόνιζε (και ήθελε να ελπίζει) ότι αυτό θα ήταν μόνο ένα πρώτο βήμα για γενικότερη ειρήνευση στη Μέση Ανατολή. Αλλά η έλλειψη οποιασδήποτε προόδου στο Παλαιστινιακό και στην επίλυση της αραβοϊσραηλινής διαμάχης συνολικά και η εξομάλυνση των σχέσεων μόνο μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ –με αμερικανική διαμεσολάβηση– προκάλεσαν σοβαρές αντιδράσεις τόσο στον αραβικό κόσμο όσο και στο εσωτερικό της χώρας.

Δολοφονία σε στρατιωτική παρέλαση-2

Η Αίγυπτος απομονώθηκε από τον αραβικό της περίγυρο, ενώ πολλοί στενοί συνεργάτες του Σαντάτ είτε παραιτήθηκαν διαφωνώντας με την πολιτική του είτε απομακρύνθηκαν από τις θέσεις εξουσίας τους. Τα περισσότερα κόμματα της Αιγύπτου τάχθηκαν εναντίον της ειρήνευσης με το Ισραήλ υπό τους όρους που εκείνη έγινε, ή/και της πρόσδεσης της Αιγύπτου στις ΗΠΑ. Η Μουσουλμανική Αδελφότητα επίσης καταδίκασε την εξωτερική πολιτική του καθεστώτος ως ενδοτική έναντι του «σιωνισμού» και δεκτική σε δυτική επιρροή. Οι πιο φανατικοί ισλαμιστές θα αναδεικνύονταν σε σημαντική απειλή για το καθεστώς. Επίσης, στα τέλη της δεκαετίας του 1970 είχε καταστεί φανερό ότι το φιλελεύθερο οικονομικό πρόγραμμα του Σαντάτ («infitah», «ανοιχτοσύνη», ή, πιο περιγραφικά, οικονομία «ανοικτού τύπου/χαρακτήρα) δεν είχε αποφέρει απτά οφέλη για τα λαϊκά στρώματα. Ούτε οι υποσχέσεις για μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο εκδημοκρατισμό είχαν υλοποιηθεί, έστω κι αν η καταπίεση των αντιφρονούντων είχε μειωθεί. Ετσι, περί το 1979-80 ο Σαντάτ αντιμετώπιζε αυξανόμενη δυσαρέσκεια και κλιμακούμενες αντιδράσεις για τους βασικούς άξονες της πολιτικής του.

Διορθωτικές κινήσεις

Αρχικά, ο Αιγύπτιος ηγέτης προσπάθησε να φανεί διαλλακτικός και να κάνει κάποιες διορθωτικές κινήσεις στην εσωτερική πολιτική. Προχώρησε σε συνταγματικές αλλαγές με –διακηρυγμένο– στόχο τον εκδημοκρατισμό, έκανε νέα «ανοίγματα» στους ισλαμιστές, ενώ υιοθέτησε φιλολαϊκά (ή και λαϊκιστικά) οικονομικά μέτρα, παραδεχόμενος και δημοσίως ότι η οικονομική του πολιτική είχε ατέλειες που είχαν πλήξει κυρίως τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού. Ομως, την ίδια περίοδο η αιγυπτιακή κυβέρνηση ψήφισε και τον νόμο για την προστασία του εσωτερικού μετώπου και της κοινωνικής ειρήνης, που έμεινε πιο γνωστός ως «Νόμος της Ντροπής». Επί της ουσίας, ο εν λόγω νόμος ποινικοποιούσε την άσκηση οποιασδήποτε κριτικής έναντι της κυβέρνησης και απαγόρευε την παραβίαση των κοινωνικών και θρησκευτικών ηθών και ηθικής. Παράλληλα, το 1980 ο Σαντάτ ανέλαβε και την πρωθυπουργία, παραμένοντας πρόεδρος της χώρας.

Δολοφονία σε στρατιωτική παρέλαση-3
Ο Ανουάρ Σαντάτ (δεξιά) και ο Χόσνι Μουμπάρακ παρακολουθούν τη στρατιωτική παρέλαση λίγη ώρα πριν από την επίθεση. Ο Αιγύπτιος πρόεδρος σκοτώθηκε και ο αντιπρόεδρος τραυματίστηκε στο χέρι. [ASSOCIATED PRESS]

Εντέλει, το καθεστώς του Σαντάτ, παρά τα όποια επιτεύγματα, δεν είχε καταφέρει να εκσυγχρονίσει αποτελεσματικά την αιγυπτιακή οικονομία, να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των Αιγυπτίων, να εκδημοκρατίσει τη χώρα ή, ίσως εναλλακτικά, να ενισχύσει τον ισλαμικό της χαρακτήρα, ούτε να διατηρήσει πρωταγωνιστικό ρόλο στον αραβικό κόσμο και να συμβάλει σε μια συνολική επίλυση της αραβοϊσραηλινής διένεξης. Ετσι, υπέβοσκε απογοήτευση και οργή στις τάξεις όσων, συχνά για διαφορετικούς λόγους και από διαφορετικές αφετηρίες, εναντιώνονταν στις πολιτικές του. Καθώς τα μέτρα κατευνασμού και οι πολιτικές, νομικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις δεν οδήγησαν σε αποκλιμάκωση της κριτικής και της αντιπολιτευτικής διάθεσης, ο Σαντάτ αποφάσισε να εξαπολύσει ένα αιφνιδιαστικό κύμα συλλήψεων αντιφρονούντων και πολιτικών αντιπάλων. Η μαζική καταστολή περιλάμβανε την απαγόρευση της κυκλοφορίας του αντιπολιτευόμενου Τύπου και τη διακοπή της λειτουργίας όσων τζαμιών λειτουργούσαν υπό την εποπτεία ισλαμικών οργανώσεων. Ο αριθμός των συλληφθέντων ξεπέρασε τους 1.500.

Καταιγισμός πυρών από ισλαμιστές στρατιωτικούς

Ηταν σε αυτό το πλαίσιο που οργανώθηκε και εκτελέστηκε η δολοφονία του Σαντάτ από φανατικούς ισλαμιστές στρατιωτικούς το 1981, και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής παρέλασης της 6ης Οκτωβρίου, Ημέρας των Ενόπλων Δυνάμεων. Την παρέλαση παρακολουθούσαν ο Σαντάτ και σύσσωμη η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, καθώς και άλλοι Αιγύπτιοι και ξένοι αξιωματούχοι. Τρεις Αιγύπτιοι στρατιωτικοί εξήλθαν από όχημα που παρέλαυνε και άνοιξαν πυρ εναντίον της εξέδρας στοχεύοντας πρωτίστως τον Σαντάτ. Στα δευτερόλεπτα που ακολούθησαν και μέχρι να αντιδράσει η φρουρά, βρήκαν τον θάνατο εννέα άτομα και τραυματίστηκαν 38. Στους νεκρούς συγκαταλέγονταν ο ίδιος ο Σαντάτ, άλλοι στενοί συνεργάτες του, καθώς και ο επικεφαλής της χριστιανικής Κοπτικής Εκκλησίας. Ο αντιπρόεδρος της Αιγύπτου και de facto υπ’ αριθμόν 2 του καθεστώτος, Χόσνι Μουμπάρακ, τραυματίστηκε στο χέρι κατά τη διάρκεια της επίθεσης, αλλά φυγαδεύτηκε επιτυχώς. Οι συνωμότες κατάφεραν να δολοφονήσουν τον Σαντάτ, αλλά όχι και να ανατρέψουν το καθεστώς ή να προκαλέσουν αστάθεια. Οι ένοπλες δυνάμεις και οι δυνάμεις ασφαλείας, που ήδη από το 1952 ήταν οι βασικοί πυλώνες εξουσίας του καθεστώτος των Ελεύθερων Αξιωματικών, τόσο επί Νάσερ όσο και επί Σαντάτ, έθεσαν υπό έλεγχο την κατάσταση. Παράλληλα, προετοιμάστηκε άμεσα η διαδοχή του Σαντάτ. Συνταγματικά, ο Μουμπάρακ ως αντιπρόεδρος δεν ήταν αυτομάτως και ο de jure διάδοχος του προέδρου Σαντάτ σε περίπτωση θανάτου, αδυναμίας άσκησης της εξουσίας ή παραίτησης του τελευταίου (όπως ισχύει λόγου χάρη στις ΗΠΑ). Ωστόσο, στην πράξη η θέση του ως διαδόχου ήταν αναγνωρισμένη και εξασφαλισμένη. Ετσι, ενώ προσωρινός πρόεδρος/αρχηγός του κράτους ανέλαβε ο πρόεδρος της Βουλής, το κυβερνών Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα επέλεξε τον Μουμπάρακ (που ήδη κατείχε το αξίωμα του γενικού γραμματέα του κόμματος) ως διάδοχο του Σαντάτ στην αρχηγία. Στις 13 Οκτωβρίου 1981, διενεργήθηκε δημοψήφισμα με το οποίο ο αιγυπτιακός λαός υπερψήφισε (με ποσοστό 98,4%) την προεδρική υποψηφιότητα Μουμπάρακ. Ο τελευταίος ορκίστηκε πρόεδρος της Αιγύπτου την επομένη. Παρέμεινε στην εξουσία τρεις δεκαετίες, έως τον Φεβρουάριο του 2011, όταν στο πλαίσιο της Αραβικής Ανοιξης ξέσπασαν και στην Αίγυπτο βίαιες αντικαθεστωτικές ταραχές που οδήγησαν στην παραίτηση του Μουμπάρακ.

Δολοφονία σε στρατιωτική παρέλαση-4

Μετριοπαθής η πολιτική Μουμπάρακ τα πρώτα χρόνια

Ο Χόσνι Μουμπάρακ, όπως και οι προκάτοχοί του, προερχόταν από τις τάξεις των ενόπλων δυνάμεων. Συγκεκριμένα, ο νέος Αιγύπτιος ηγέτης υπήρξε ανώτατος αξιωματικός της αιγυπτιακής αεροπορίας, της οποία διατέλεσε επικεφαλής από το 1971 έως το 1975, οπότε ορίστηκε αντιπρόεδρος της Αιγύπτου. Η ανάληψη της εξουσίας έγινε μάλλον ομαλά, καθώς ο Μουμπάρακ δεν αντιμετώπισε ουσιαστική αντίδραση από άλλους ισχυρούς παράγοντες του καθεστώτος, την ετερόκλητη αντιπολίτευση ή τον λαό. Αμέσως μετά την ανάληψη της προεδρίας, ο Μουμπάρακ εμφανίστηκε με μετριοπαθή και συμφιλιωτική διάθεση. Διέταξε την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων που είχαν συλληφθεί το διάστημα πριν από τη δολοφονία του Σαντάτ, υποσχέθηκε να καταπολεμήσει τη διαφθορά και την ευνοιοκρατία στις τάξεις της κυβέρνησης και του κυβερνώντος κόμματος, ενώ υποσχέθηκε να λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών προκλήσεων που ταλάνιζαν την Αίγυπτο.

Πάντως, κατά το επόμενο διάστημα ο Μουμπάρακ συνέχισε σε μεγάλο βαθμό την πολιτική του προκατόχου του. Ακρογωνιαίος λίθος της εξωτερικής πολιτικής του παρέμεινε η διατήρηση στενών δεσμών με τις ΗΠΑ –η Αίγυπτος ήταν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από την αμερικανική οικονομική και στρατιωτική αρωγή– και η διατήρηση ομαλών σχέσεων με το Ισραήλ. Ωστόσο, το καθεστώς Μουμπάρακ προσπάθησε επίμονα, και σταδιακά πέτυχε, να εξομαλύνει τις σχέσεις της Αιγύπτου με τα άλλα αραβικά κράτη και τους Παλαιστινίους. Στο εσωτερικό, ο Μουμπάρακ επέδειξε αρκετά μεγάλη ανοχή έναντι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και άλλων ισλαμιστών, όσων δεν είχαν υιοθετήσει πολιτική βίαιης ανατροπής του καθεστώτος. Η απειλή του ριζοσπαστικού Ισλάμ θα κλιμακωνόταν μετά το 1990. Κατά τη δεκαετία του 1980, η κυριότερη πρόκληση που αντιμετώπισε το καθεστώς ήταν η κατάσταση της οικονομίας. Ο συνδυασμός ραγδαίας πληθυσμιακής αύξησης (το 1981, ο αιγυπτιακός πληθυσμός αριθμούσε ήδη 45,5 εκατομμύρια) και αναιμικής οικονομικής ανάπτυξης καθιστούσε αδύνατη την απορρόφηση εκατοντάδων χιλιάδων νέων, που ετησίως αποπειρώντο να εισέλθουν στην αγορά εργασίας. Επίσης, η αιγυπτιακή οικονομία ταλανιζόταν από χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες. Μεταξύ άλλων, την εκτίναξη του ήδη υψηλού δημόσιου χρέους (ανήλθε από 22 δισ. δολάρια το 1981 σε 46 δισ. το 1988), την έλλειψη ισχυρής παραγωγικής βάσης (με μόνη εξαίρεση το βαμβάκι και τα βαμβακερά προϊόντα), έναν υπερτροφικό και αντιπαραγωγικό δημόσιο τομέα, την απουσία εκείνων των θεσμών και μηχανισμών που θα εξασφάλιζαν την έλευση των απαραίτητων ξένων επενδύσεων και θα βελτίωναν την ανταγωνιστικότητα της αιγυπτιακής οικονομίας.

Ο κ. Διονύσης Χουρχούλης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΥΑΝΘΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT