Φίοντορ Ντοστογιέφσκι – Ο μεγάλος ψυχογράφος

Φίοντορ Ντοστογιέφσκι – Ο μεγάλος ψυχογράφος

Ο Φίοντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου (30 Οκτωβρίου σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο) 1821 στη Μόσχα και πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου (28 Ιανουαρίου) 1881 στην Αγία Πετρούπολη

φίοντορ-ντοστογιέφσκι-ο-μεγάλος-ψυχ-562636942

Ο Φίοντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου (30 Οκτωβρίου σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο) 1821 στη Μόσχα και πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου (28 Ιανουαρίου) 1881 στην Αγία Πετρούπολη. Ο Ντοστογιέφσκι θεωρείται ένας από τους καλύτερους μυθιστοριογράφους που έζησαν ποτέ. Ο Ντοστογιέφσκι –ειδικά στην εποχή του– υπήρξε περισσότερο γνωστός για τη νουβέλα του Σημειώσεις από το υπόγειο και για τέσσερα μεγάλα μυθιστορήματα, τα: Έγκλημα και τιμωρία, Ο ηλίθιος, Οι δαιμονισμένοι και Οι αδελφοί Καραμάζοφ. Επίσης δούλεψε και ως δημοσιογράφος. Κάθε ένα από αυτά τα έργα είναι διάσημο για την ψυχολογική του εμβάθυνση και έχουν αποκληθεί προφητικά. Το σίγουρο είναι ότι αυτά τα μυθιστορήματα άνοιξαν νέους δρόμους με τα πειράματά τους σε λογοτεχνική μορφή. Από την άλλη, ο Ντοστογιέφσκι θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ψυχολόγους στην ιστορία της λογοτεχνίας. Ο λογοτεχνικός μοντερνισμός, ο υπαρξισμός και διάφορες σχολές ψυχολογίας, θεολογίας και λογοτεχνικής κριτικής έχουν διαμορφωθεί βαθιά από τις ιδέες του. Αναμφισβήτητα από τους σπουδαιότερους μυθιστοριογράφους και διηγηματογράφους, του οποίου η ψυχολογική διείσδυση στις πιο σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ψυχής άσκησε τεράστια επιρροή στη μυθοπλασία του 20ού αιώνα. Στην παρούσα έκδοση ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να γνωρίσει μέσα από τη ματιά της Καθημερινής διάφορες πτυχές της σημαντικής αυτής προσωπικότητας της λογοτεχνίας.

Ένας συγγραφέας που αγάπησε τους ανθρώπους

«Κάθε μυστικό της ψυχής ενός συγγραφέα, κάθε εμπειρία της ζωής του, κάθε χαρακτηριστικό της σκέψης του φαίνεται ξεκάθαρα στα έργα του», υποστήριξε η συγγραφέας Βιρτζίνια Γουλφ. Αυτός ο αφορισμός ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωση του Ντοστογιέφσκι, του οποίου η βιογραφία τροφοδότησε σε μεγάλο βαθμό τα μυθιστορήματά του και η πολυτάραχη ζωή του επηρέασε καθοριστικά την κοσμοθεωρία και τη φύση της γραφής του.

Φίοντορ Ντοστογιέφσκι – Ο μεγάλος ψυχογράφος-1
Πορτρέτο του Ντοστογιέφσκι, φιλοτεχνημένο από τον Βασίλι Περόφ το 1872. Ελαιογραφία σε καμβά, Πινακοθήκη Τερτιάκοφ, Μόσχα (Alamy/Visual Hellas.gr).

Η ευαισθησία και η συμπόνια που τον χαρακτήριζαν, φάνηκαν από τη νεαρή ηλικία του Φίοντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι (11/11/1821 – 9/2/1881). Ο αυστηρός πατέρας του Μιχαήλ ήταν στρατιωτικός γιατρός και ζούσε με τη σύζυγό του Μαρία σε ένα μικρό διαμέρισμα –πολύ στριμωγμένο, καθώς η οικογένεια διαρκώς μεγάλωνε– στον χώρο του Νοσοκομείου Φτωχών Μαριίνσκι, σε μια λαϊκή γειτονιά της Μόσχας. Λέγεται ότι ο νεαρός Ντοστογιέφσκι, που έπαιζε συχνά στους κήπους του νοσοκομείου με τον μεγαλύτερο αδερφό του –λεγόταν επίσης Μιχαήλ–, συνάντησε εκεί πολλούς άπορους και ταλαιπωρημένους Μοσχοβίτες, που μεγαλώνοντας θα έβρισκαν τη θέση τους στα μυθιστορήματά του. Αυτή η πτυχή της γραφής του Ντοστογιέφσκι τον διαφοροποιεί από άλλους μεγάλους συγχρόνους του Ρώσους συγγραφείς, όπως ο Λέων Τολστόι και ο Ιβάν Τουργκένιεφ, οι οποίοι δημιούργησαν ως επί το πλείστον χαρακτήρες που μοιράζονταν το δικό τους αριστοκρατικό υπόβαθρο.

Ο μικρός Φίοντορ έκανε κατ’ οίκον μαθήματα και πέρασε λίγο καιρό σε σχολείο-οικοτροφείο. Εκεί ανακάλυψε την αγάπη του για τη λογοτεχνία, αλλά αναγκάστηκε να το αφήσει για να φοιτήσει στη Στρατιωτική Σχολή Μηχανικών στην Αγία Πετρούπολη, όπου τον έστειλε ο πατέρας του σε ηλικία 15 ετών. Ως ονειροπόλο και ευφάνταστο παιδί που ήταν, μίσησε τη στρατιωτική σχολή, ενώ η εφηβεία του έγινε ακόμη πιο δύσκολη όταν τον Σεπτέμβριο του 1837 η αγαπημένη του μητέρα πέθανε από φυματίωση. Αποφοίτησε το 1843 και, παρόλο που του δόθηκε μια θέση μηχανικού με τον βαθμό του υπολοχαγού, παραιτήθηκε γρήγορα για να επικεντρωθεί στην τέχνη της γραφής. Άλλωστε η λογοτεχνία ήταν το πάθος του και ταυτόχρονα εκείνη την εποχή η ζήτηση για μυθιστορήματα στη Ρωσία υποσχόταν ότι, αν κατάφερνε να εκδώσει τα έργα του, τα έσοδα θα ξεπερνούσαν σύντομα το εισόδημα που θα του εξασφάλιζε μια καριέρα στον ρωσικό στρατό.

Στο μεταξύ ο πατέρας του πέθανε, πιθανώς από αποπληξία, αλλά υπήρχαν έντονες φήμες ότι δολοφονήθηκε από τους δικούς του δουλοπάροικους, και μάλιστα βίαια. Μετά την απώλειά του άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες επιληπτικές κρίσεις του νεαρού Φίοντορ.

Φίοντορ Ντοστογιέφσκι – Ο μεγάλος ψυχογράφος-2
Ο Ντοστογιέφσκι σε ηλικία 40 ετών, το 1861 (Alamy/Visual Hellas.gr).

Ο Ντοστογιέφσκι έκανε το λογοτεχνικό του ντεμπούτο με τη νουβέλα Φτωχοί άνθρωποι, που δημοσιεύτηκε το 1846, και ο 25χρονος συγγραφέας έγινε λογοτεχνικό αστέρι μέσα σε μία νύχτα χάρη στην κριτική του εξέχοντος Ρώσου κριτικού Μπελίνσκι, που δήλωσε: «Ένας νέος Γκόγκολ έφτασε!». Σύντομα άρχισε να κινείται στους ρωσικούς λογοτεχνικούς κύκλους ως μια σημαντική νέα φωνή στα ρωσικά γράμματα. Γράφοντας γι’ αυτές τις μέρες στα απομνημονεύματά του, στο Ημερολόγιο ενός συγγραφέα, τις θυμήθηκε ως μία από τις ευτυχέστερες της ζωής του.

Την ίδια χρονιά εντάχθηκε στην ομάδα των λεγόμενων ουτοπικών σοσιαλιστών, γνωστή ως Κύκλος Πετρασέφσκι. Η ομάδα συζητούσε για λογοτεχνικά θέματα, αλλά και για τη σύγχρονη ρωσική πολιτική – πολύ επικίνδυνη δραστηριότητα στη Ρωσία του τσάρου Νικολάου Α΄. Τα μέλη της ομάδας συνελήφθησαν το 1849 και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Όλοι τους βίωσαν την εμπειρία μιας εικονικής εκτέλεσης. Μια παγωμένη μέρα οδηγήθηκαν από τα κελιά τους στην πλατεία Σεμιόνοφ της Αγίας Πετρούπολης, που την κάλυπτε ένα στρώμα πυκνού χιονιού. Λέγεται ότι ο Ντοστογιέφσκι έγραψε σχετικά με την εμπειρία του: «Μας διάβασαν όλους μας τη θανατική ποινή, μας επέτρεψαν να φιλήσουμε τον σταυρό, έσπασαν ένα ξίφος πάνω από το κεφάλι του καθενός μας και μας έντυσαν για εκτέλεση με λευκό πουκάμισο. Μετά, τρεις από εμάς τοποθετήθηκαν στη σειρά για να αρχίσει η εκτέλεση». Στην πορεία τούς αποκαλύφθηκε ότι αυτό ήταν μια τρομοκρατική φάρσα, ένα βασανιστήριο, αλλά το γεγονός στοίχειωσε τον Ντοστογιέφσκι για πάντα.

Η φυλακή τού έδωσε μαθήματα για τη φύση του ανθρώπινου πόνου αλλά και της ανθρώπινης κακίας.

Καταδικάστηκε σε εξορία στη Σιβηρία, όπου πέρασε τέσσερα χρόνια σε ένα στρατόπεδο σκληρής εργασίας στο Ομσκ. Υπέμεινε την εξαντλητική σωματική εργασία, παρότι η υγεία του ήταν προβληματική, και κατάφερε να επιζήσει και μάλιστα να δώσει παρηγοριά σε πολλούς από τους συγκρατουμένους του. Όταν τέλειωσε η εξορία, έκανε καταναγκαστικά μια τετραετή θητεία στο Σεμιπαλατίνσκ. Ο Ντοστογιέφσκι επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη το 1854 εντελώς αλλαγμένος ψυχικά και πνευματικά. Η οδυνηρή εμπειρία στο στρατόπεδο εργασίας της Σιβηρίας ήταν μεταμορφωτική. Αν και ανέκαθεν νοιαζόταν για τις ζωές των απλών ανθρώπων, η φυλακή τού έδωσε μαθήματα για τη φύση του ανθρώπινου πόνου αλλά και της ανθρώπινης κακίας. Αυτό το βιωματικό υλικό χρησιμοποίησε για να γράψει περίφημα έργα –Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων, Ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι–, τα οποία βασίζονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στις εμπειρίες του της Σιβηρίας.

Το 1857 ο Ντοστογιέφσκι παντρεύτηκε τη Μαρία Ισάεβα, μια 29χρονη χήρα την οποία είχε ερωτευτεί ενώ ακόμη ήταν παντρεμένη. Ο γάμος ξεκίνησε με κακούς οιωνούς, τις βίαιες επιληπτικές κρίσεις του Ντοστογιέφσκι στον μήνα του μέλιτος. ∆υστυχώς επαληθεύτηκαν. Η Ισάεβα πέθανε από φυματίωση επτά χρόνια μετά τον γάμο τους. Ο Ντοστογιέφσκι έγραψε αργότερα: «Με αγαπούσε απεριόριστα, την αγάπησα κι εγώ, χωρίς μέτρο, αλλά δεν ζήσαμε ευτυχισμένοι μαζί». Εκείνο το διάστημα δούλευε ως αρθρογράφος μηνιαίου περιοδικού και τα οικονομικά του ήταν άθλια. Την περίοδο του γάμου του, η αγάπη του για τα τυχερά παιχνίδια ενισχύθηκε. Μετά τον θάνατο της γυναίκας του και του αδελφού του Μιχαήλ, έμπλεξε ακόμη περισσότερο με τον τζόγο και άρχισε να συσσωρεύει δυσβάστακτα χρέη. Ξανά και ξανά έχανε τα χρήματά του και της οικογένειάς του στο τραπέζι της ρουλέτας και συχνά έπρεπε να φεύγει από τη Ρωσία για να αποφύγει τους πιστωτές του.

Φίοντορ Ντοστογιέφσκι – Ο μεγάλος ψυχογράφος-3
Λιθογραφία του 19ου αιώνα που απεικονίζει το κάστρο του Αγίου Μιχαήλ στην Αγία Πετρούπολη. Εκεί στεγαζόταν η κρατική στρατιωτική σχολή μηχανικών, στην οποία φοίτησε ο Φίοντορ Ντοστογιέφσκι (Wikimedia Commons).

Ο Ντοστογιέφσκι χρωστούσε πολλά χρήματα στον εκδότη του Φίοντορ Στελόφσκι και, για να εξοφλήσει τα χρέη του, έβαλε ένα στοίχημα μεγάλου ρίσκου: θα έγραφε ένα νέο μυθιστόρημα και θα το παρέδιδε στον εκδότη σε 30 ημέρες. Αν δεν τα κατάφερνε, εκείνος θα κατείχε τα δικαιώματα ολόκληρου του έργου του, συμπεριλαμβανομένων μυθιστορημάτων που θα έγραφε στο μέλλον. Προφανώς κέρδισε το στοίχημα, αλλά για να επιταχύνει τον ρυθμό του, αποφάσισε να προσλάβει μια στενογράφο, την Άννα Γκριγκόριεβνα Σνίτκινα, η οποία θα γινόταν η δεύτερη σύζυγός του και θα παρέμενε δίπλα του μέχρι τον θάνατό του, βοηθώντας τον να ζήσει μια οργανωμένη και σταθερή ζωή. Ωστόσο, και αυτός ο γάμος στιγματίστηκε από τραγωδία, όταν το πρώτο τους παιδί πέθανε από πνευμονία σε ηλικία μόλις 3 μηνών. Η Άννα γέννησε ξανά το 1869 και ήταν σε αυτό το σημείο –ίσως λόγω της απώλειας που είχε υποστεί πρόσφατα η οικογένεια– που ο Ντοστογιέφσκι ορκίστηκε να μην παίξει ποτέ ξανά. Το ζευγάρι απέκτησε τέσσερα παιδιά, αλλά δύο μόνο από αυτά επέζησαν μέχρι την ενηλικίωση.

Οι δοκιμασίες του κατά τη δεκαετία του 1860 τροφοδότησαν μερικά από τα πιο διάσημα μυθιστορήματά του: Αναμνήσεις από το υπόγειο (Υπόγειο), Έγκλημα. Το τελευταίο του μυθιστόρημα, Οι αδελφοί Καραμάζοφ, εκδόθηκε το 1880 και πλέον ο Ντοστογιέφσκι αναγνωρίστηκε στη χώρα του ως ένας από τους μεγάλους συγγραφείς της. Επιληπτικός σε όλη του τη ζωή, πέθανε στην Αγία Πετρούπολη στις 9 Φεβρουαρίου 1881 και τάφηκε στο μοναστήρι Αλεξάντρ Νέφσκι της Αγίας Πετρούπολης. Υπήρξε άνθρωπος και συγγραφέας πληθωρικός, είτε πρόκειται για τα λογοτεχνικά του έργα είτε για τα δημοσιογραφικά του κείμενα. Υπήρξε και παραμένει διάσημος και εξαιρετικά πρωτοποριακός για την εποχή του, για το ψυχολογικό βάθος των χαρακτήρων του και τη δραματική δομή των μυθιστορημάτων του.
Μάρω Βασιλειάδου, Πολιτιστική συντάκτρια στην Καθημερινή

Ένας άνθρωπος που λέει ψέματα στον εαυτό του και πιστεύει τα δικά του ψέματα δεν μπορεί να αναγνωρίσει την αλήθεια, είτε στον εαυτό του είτε σε οποιονδήποτε άλλο, και καταλήγει να χάνει τον σεβασμό για τον εαυτό του και για τους άλλους. Όταν δεν έχει σεβασμό για κανέναν, […] και στο τέλος συμπεριφέρεται σαν ζώο. Και όλα προέρχονται από το ψέμα – το ψέμα στους άλλους και στον εαυτό σου.
Φίοντορ Ντοστογιέφσκι

Ο Ντοστογιέφσκι ως εραστής, σύζυγος και… χαρτοπαίκτης

Μια σειρά επιστολών του μεγάλου και πολυβασανισμένου Ρώσου συγγραφέως Φιοντώρ Μικαΐλοβιτς Ντοστογιέφσκι μεταφρασθείσα εσχάτως αποκαλύπτει ακόμη μίαν από τας πτυχάς της ζωής του τιτάνος δημιουργού της «τραγικής εποποιίας του ανθρώπου», όπως απεκάλεσε το τεράστιον έργον του Ντοστογιέφσκι ο Γερμανός κριτικός βιογράφος του Τοβάικ. Αι επιστολαί αυταί, γράμματα προς την τελευταίαν του σύντροφον, την σύζυγόν του Άννα Γρηγορίεβνα, μας παρουσιάζουν τον συγγραφέα του «Εγκλήματος και τιμωρία», του «Ηλιθίου» και των «Αδελφών Καραμαζώφ» κ.λπ. όπως δεν θα ήτο ποτέ δυνατόν να τον φαντασθώμεν από τους παραφόρους εις έρωτας, μίση και πάθη ήρωας των έργων του: Σύζυγον αφωσιωμένον και νοσταλγόν πάντοτε της οικιακής γαλήνης!

Οι ψυχαναλυταί και οι βιογράφοι του οι οποίοι θέλουν να βλέπουν τον Ντοστογιέφσκι ως άνθρωπον ακαταλόγιστον και παρασυρόμενον εις τας ορμάς των παθών θα απελπισθούν εξάπαντος από την κοινοτυπίαν του κειμένου των επιστολών και τον επίλογον της δεκατετραετούς ανεφέλου συζυγικής ευτυχίας του μεγάλου δημιουργού: Ο Ντοστογιέφσκι οικογενειάρχης! Ιδού κάτι απρόοπτον! Και όμως δεν ήτο η πρώτη φορά που ο σκυθρωπός σλαύος δημιουργός των παραφόρων αλλά και βαθύτατα ανθρωπίνων τύπων είχε αναζητήσει σαν απλούς άνθρωπος, την οικογενειακήν γαλήνην.

*

Τω 1855 κατάδικος εις θάνατον με το φρικαλέον όραμα του θανάτου παλλόμενον ακόμα εις τα μάτια του –μόλις είχε διαφύγει τον τυφεκισμόν– και κατόπιν εξόριστος εις την Σιβηρίαν, εγνωρίσθη με την Μαρίαν Ισαγιέβα, χήραν δημοδιδασκάλου και μητέρα ενός ηλιθίου, που κατεβασάνισε τον Ντοστογιέφσκι, υιού. Ηδυπαθής και διεφθαρμένη, η πρώτη αυτή σύζυγος του Ντοστογιέφσκι εις τίποτε άλλο δεν εχρησίμευσε παρά διά να δώση –όχι την ευτυχίαν– εις τον συγγραφέα, αλλά μερικούς τύπους διεστραμμένων γυναικών διά το έργον του. Και μετά επταετή μαρτυρικήν συμβίωσιν η Μαρία Ισαγιέβα διά κάποιον μουστακοφόρον λοχαγόν του πεζικού εγκατέλειψε τον Ντοστογιέφσκι… απαρηγόρητον. Η δευτέρα αισθηματική του περιπέτεια υπήρξεν ακόμη περισσότερον οδυνηρά. Ανεστάτωσε την ζωήν του η Παυλίνα Σούσλοβα, γυναίκα μοιραία και σατανική όπως απεκάλει την νεαράν αυτήν φοιτήτριαν την οποίαν συνήντησεν εις την Πετρούπολιν εν μέσω αναρχικών. Ο σκυθρωπός συγγραφεύς ηγάπησε παραφόρως την λεπτοφυά και ατίθασον μηδενίστριαν. Εταξείδευσαν μαζί εις την «εξορίαν» όπως απεκάλεσε το ταξείδιόν του εις Ευρώπην, έζησαν μαζί εις το Λονδίνον και το Παρίσι, αλλά ουδέποτε κατώρθωσε να πείση την νεαράν σύντροφόν του να καταστή και νόμιμος σύζυγός του. Πάντοτε η λεπτοφυής μηδενίστρια εν ονόματι των προηγμένων ιδεών της ηρνείτο, και ένα πρωί τον εγκατέλειπε και αυτή… απαρηγόρητον! Η «σατανική» όμως αυτή ύπαρξις έδωσε εις το έργον του την «Παυλίνα», την ηρωίδα του «Χαρτοπαίκτου», την «Αγλαΐα» του «Ηλιθίου» και την «Ντούνια» του «Εγκλήματος και τιμωρία» της οποίας χάριν της «σατανικής» Παυλίνας ενεπνεύσθη ο συγγραφεύς, αλλά ο άνθρωπος –ο άνθρωπος που εζήτησε την ευτυχίαν– συντετριμμένος και απαρηγόρητος με την πικρίαν του χωρισμού, κατεστραμμένος οικονομικώς –το ταξείδι είχε στοιχίσει πολλά– υποφέρων από την «διαβολικήν πάθησιν» την επιληψίαν, επέστρεφε μόνος του από την Ευρώπην εις την «παγεράν και αγαπημένην Πετρούπολιν», διά να εύρη εκεί απροστάτευτον ολόκληρον την οικογένειαν του αποθανόντος αδελφού του –συμπεριλαμβανομένου και του ηλιθίου υιού της πρώτης συζύγου του– και να αναλάβη εκουσίως ο ήδη πάμπτωχος αυτός και με κλονιζομένην υγείαν συγγραφεύς, την προστασίαν όλων αυτών.

Φίοντορ Ντοστογιέφσκι – Ο μεγάλος ψυχογράφος-4
O Ντοστογιέφσκι στη φυλακή, τον Μάρτιο του 1874. Είχε φυλακιστεί για παραβίαση της λογοκρισίας, μετά την επιστροφή του από την εξορία (Alamy/Visual Hellas.gr).

*

Και ήρχισε ο απεγνωσμένος αγών του Ντοστογιέφσκι. ∆ιά να ανταποκριθή εις την υπεράνθρωπον αυτοθυσίαν του, ελάμβανε προκαταβολάς από τους διαφόρους εκδότας υποχρεούμενος κατόπιν να γράφη με ιλιγγιώδη ταχύτητα –που διέκοπταν αι κεραυνοβόλοι κρίσεις της επιληψίας– τα καταναγκαστικά πλέον έργα της διανοίας του: Ο «Χαρτοπαίκτης», το «Έγκλημα και τιμωρία», ο «Ηλίθιος» εγράφησαν υπό τας συνθήκας της αδυσωπήτου αυτής ζωής.

Το πρώτον έργον του, ο «Χαρτοπαίκτης», έπρεπε να παραδοθή εις τον εκδότην εις χρονικόν διάστημα τόσον ελάχιστον ώστε ο συγγραφεύς δεν είχε ούτε τον απαιτούμενον καιρόν να… γράφη και προσέλαβε μίαν στενογράφον. Εις διάστημα δέκα ημερών ο «Χαρτοπαίκτης» παρεδίδετο προς εκτύπωσιν, αλλά η στενογράφος παρέμενε ως αχώριστος σύντροφος του Ντοστογιέφσκι· ήτο η Άννα Γρηγοριέβνα, η δευτέρα σύζυγός του, προς την οποίαν απεστέλλοντο τα γράμματα του Ντοστογιέφσκι.

«Σου έχω πη –γράφει στην Άννα– τόσες φορές ότι δεν ξέρω να εκφράζωμαι σε γράμματα». Και όμως! Μια παράξενη, ανεξήγητος ανταύγεια φωτίζει τις απλές φράσεις των επιστολών αυτών! Γιατί, πώς και από πού προέρχεται δεν είνε εύκολον να εξηγήση κανείς, όπως άλλωστε και εις τα έργα του όπου ένας κόσμος παράξενος κινείται κάτω από ένα απεράντου θλίψεως και ωραιότητος λυκόφως, έτσι και εδώ εις την αυθόρμητον εξομολόγησιν του συγγραφέως, αι λεπτομέρειαι της ζωής του.

*

Τραγικαί είνε αι λεπτομέρειαι όταν ο Ντοστογιέφσκι διά το πάθος του προς τα τυχηρά παιχνίδια, πάθος ανίατον διά την… ρουλέτταν, φεύγει από το σπίτι του, αφίνει την πολυαγαπημένην του Άνναν και ταξειδεύει διά το Αιξ, ή το Βισβάδεν με ολίγα ρούβλια εις την τσέπην, και εν μέσω των κοσμικωτέρων τύπων της διεθνούς ζωής πλησιάζει με την αυστηρώς συνωφρυωμένην μορφήν και αυτός ο ανεξήγητος παίκτης εις την ρουλέτταν. Έχει και αυτός ανακαλύψει το μυστικόν της επιτυχίας, το αιώνιον σύστημα που κερδίζει κανείς ασφαλώς εις την ρουλέτταν:

«Είνε αδύνατον να χάσω –γράφει εις την σύζυγόν του– φθάνει ως το τέλος να μείνω κύριος του εαυτού μου».

Και… χάνει, χάνει τα πάντα, το ρολόι του, το δαχτυλίδι του και το εισιτήριον της επιστροφής εις την Ρωσσίαν. Και περιφέρεται μόνος, άγριος, σκυθρωπός ο γίγας της εμπνεύσεως εν μέσω των κομψευομένων, εις τα κοσμικά κέντρα των λουτροπόλεων. Ούτε βλέπει, ούτε σχετίζεται με κανένα. «Ζω όπως σε μια φυλακή, την φυλακή του καταραμένου πάθους μου», γράφει. «∆ιαβάζω ελάχιστα, δεν μιλώ σε κανένα, αντιπαθώ τους Ευρωπαίους, θέλω να ξαναγυρίσω εις την Ρωσσία, κοντά σου, αγαπημένη μου. Στείλε μου πενήντα ρούβλια…».

Του τα στέλνει, τα χάνει… Γράφει ένα είδος μακροσκελούς υπομνήματος και απολογείται προς την αγαπημένην του: «Άννα, συγχώρησέ με, δεν είμαι κακούργος και όμως έκανα ένα έγκλημα: έχασα τα πενήντα ρούβλια. Ό,τι και να πης, έχεις δίκηο, η συγγνώμη μου όμως είνε ότι παίζω χωρίς να μ’ αρέση το παιχνίδι –η αιωνία δικαιολογία– αλλά για σένα και τα παιδιά, για να σας συντηρήσω. Στείλε μου άλλα πενήντα ρούβλια».

Η γυναίκα του ενεχυριάζει τις γούνες, διαμαντικά και του τα στέλνει. Χωρίς να περάση πια ούτε από τον δρόμο του καζίνου ο Ντοστογιέφσκι παίρνει το τραίνο για την Ρωσσία.

Και αυτή η ιστορία επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο: ταξείδι, χάσιμο, γράμματα, επιστροφή. Αλλ’ ούτε διά μίαν στιγμήν η αφοσίωσις της Άννας Γρηγοριέβνας δεν κλονίζεται διά τον πολυβασανισμένον με όλα τα ανθρώπινα πάθη αλλά και άλλην τόσην μετάνοιαν σύντροφον του βίου της και άτλαντα του κόσμου της υπερανθρώπου δημιουργίας του.
Η Καθημερινή, 16 Μαρτίου 1930

Το ύφος του Ντοστογιέφσκυ

Είναι γνωστό, ιδίως από τις Αναμνήσεις της γυναίκας του, το μεγάλο δράμα του Ντοστογιέφσκυ: το δράμα του χρόνου. Άρχισε ο άνθρωπος αυτός, και τελείωσε μέσα σ’ εκτυφλωτικές αστραπές της εμπνεύσεως, με την ψυχή του αιώνα θρυμματισμένη από την οδύνη της Ζωής, ένας ανατόμος αυτός της ψυχής και ένας περίπαθος συμφιλιωτής της πραγματικότητας με την Ιδέα της, μα, σύγχρονα, κι ένας σκλάβος του χρόνου σαν κατάρα. Την πλησμονή της εσωτερικής του ευεξίας αντιμαχόταν μια στενότητα χρόνου εφιαλτική, και αι κορυφώσεις της συνειδήσεως έπρεπε, λες, ν’ ακολουθούν τον ρυθμό ενός χρόνου που κάλπαζε με μανία και ο οποίος, από μιαν ανεξήγητη εχθρότητα, δεν θέλησε ποτέ να του φανερωθή παρά μ’ ένα λιπόσαρκο πρόσωπο, μέσα σε μια αστραπή εξουθενωτικού εμπαιγμού…

*

Εκείνο που έλειπε από τον Ντοστογιέφσκυ, που στάθηκε η μεγάλη έλλειψη, ήταν ο χρόνος και η δυνατότητα να μπορή να τον διαθέτη σύμφωνα με τα κριτήρια του πνεύματος. Τα έργα του, όλα σχεδόν, δημιουργήθηκαν σε κάποια «μεσοδιαστήματα», ανάμεσα στο τέλος ενός παλιού και στο ξεκίνημα ενός νέου αγώνα για την αναζήτηση πόρων. «Πόσα έργα του αντρός μου δε θα είχαν κερδήσει από καλλιτεχνική άποψη, αν δεν είχε να νοιάζεται γι’ αυτόν το βραχνά, τα χρήματα!» γράφει η γυναίκα του στις θαυμάσιες Αναμνήσεις της. Ναι, μια βιοποριστική κατάθλιψη σφραγίζει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκυ μοιάζουν με μια ανάσα, ένα ξέδομα, μέσα σ’ ατέλειωτες στιγμές αγωνίας για την πιο στοιχειώδη αυτοσυντήρηση. Πόσες και πόσες φορές δεν θα αισθάνθηκε την ανάγκη να εκλιπαρήση το χρόνο! Από τις Αναμνήσεις της γυναίκας του μαθαίνουμε το πικρό παράπονο του Ντοστογιέφσκυ για μια τόσο σκληρή καταδίκη, μια καταδίκη που ποτέ δεν τον άφησε να επεξεργασθή, όπως έπρεπε, τα έργα του και να τους δώση μιαν αναλογία, κάποιο τέλος «τελειότητα», όπως συχνά του το σημείωναν οι κριτικοί της εποχής του. Αυτός ο ανώτερος άνθρωπος (είχε την ανωτερότητα που του έδινε η συνείδηση της μεγαλοφυΐας του), όχι λίγες φορές άφησε να ξεχειλήση η ζήλια του για τον Τολστόη και τον Τουργκένιεφ οι οποίοι, με την άνεση που δίνει ο πλούτος, μπορούσαν να γράφουν και να ξαναγράφουν τα έργα τους, να τα τελειοποιούν μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα ράθυμης προσμονής… Κι όμως αυτός ό,τι δημιούργησε το δημιούργησε με το φάσμα της πείνας, μπρος στα μάτια του, με την ανείπωτα πικρή γεύση του στερημένου. Με το χρόνο, ποτέ δεν συμφιλιώθηκε! Αλλά αν ο χρόνος τού στάθηκε ένας εχθρός σ’ όλη του την ταραγμένη ζωή, ο Ντοστογιέφσκυ ανταπέδωσε με την σκληρότερη ανταπόδοση, γιατί με το έργο του αγνόησε το χρόνο.

Φίοντορ Ντοστογιέφσκι – Ο μεγάλος ψυχογράφος-5
Πορτρέτο του Ντοστογιέφσκι διά χειρός Βασίλι Περόφ, που χρονολογείται στο 1872 (Photo by: Universal History Archive/Universal Images Group via Getty Images/Ideal Image).

Φαίνεται, λοιπόν, ότι κάτω από την καταπιεστική ανάγκη παρόμοιων συνθηκών, το ύφος του Ντοστογιέφσκυ πήρε μια μορφή που δεν θα έπαιρνε, αν η ζωή του (δηλαδή οι οικονομικοί όροι της ζωής του) ήταν διαφορετική. Με μια κάποια ευχέρεια οικονομική, θα είχε την άνεση να ξαναδουλεύη τα έργα του προτού τα δώση για τύπωμα, και έτσι να επιτύχη εκείνη την ισορροπία μορφής και περιεχομένου, για την οποία μακάριζε τον Τουργκένιεφ και τον Τολστόη, τους στυλίστες αυτούς που είχαν κατορθώσει να προσεγγίσουν το ανώτατο όριο μιας τέτοιας ζηλευτής ισορροπίας. Ο ίδιος, (και μια τέτοια εντύπωση την αποκομίζει κανείς από τις Αναμνήσεις της γυναίκας του, που ήταν το alter ego του και, για τούτο, ό,τι έγραφε γι’ αυτόν έχει το κύρος μιας αλήθειας αυτοβιογραφικής), κατέχονταν, στο βάθος, από μια δεσποτικά οδυνηρή συνείδηση της «δυσαναλογίας» του έργου του, δυσαναλογίας που, ας το ξαναπούμε, βρισκόταν όχι σε τίποτε άλλο, παρά σε τούτη την έλλειψη συμμετρίας ανάμεσα στη μορφή και στο περιεχόμενο, ή μάλλον, για να κυριολεκτίσωμε, σε μιαν υπέρβαση των ορίων, σ’ ένα γιγαντισμό της μορφής.

*

Το ύφος του Ντοστογιέφσκυ! Ένα σκάνδαλο στην ιστορία του μυθιστορηματικού λόγου, μια αμετροέπεια, με την έννοια της ύβρεως από την περιφρόνηση κάθε μέτρου και κάθε κανόνα, ένα «ύφος» χωρίς ύφος, μια πρόκληση, τέλος, στην αισθητική του λόγου που βασίζεται στο μέτρο και στην συμμετρική σπονδύλωση. Ποια είναι τα γνωρίσματα του ύφους αυτού, αυτά που θα λέγαμε ότι συνιστούν τον εξωτερικό ρυθμό της λειτουργίας του; Αν θα μπορούσαμε, με λίγες γραμμές, να δώσουμε τη φυσιολογία του ύφους του Ντοστογιέφσκυ, θα λέγαμε πως κινείται στη διάσταση του κολοσσιαίου. Ότι τίποτα δεν του είναι περισσότερο άγνωστο από το πρόβλημα των ορίων. Ότι είναι ένα ύφος που αναπτύσσεται όχι, απλώς, ασύμμετρα, αλλά σπασμωδικά, με εκτινάξεις απρόσμενες, με πλατειασμούς ατόπους, με αδικαιολόγητες συρρικνώσεις εκεί ίσα-ίσα που χρειάζονταν η πλατύτερη δυνατή ανάπτυξη, και αντίθετα: με γιγαντιαίες αναπτύξεις, αλλά και με αλλεπάλληλες παλινδρομήσεις του λόγου, εκεί όπου η πιο αυστηρή λιτότητα θα ανέδινε την ουσία και θα δημιουργούσε την ευάρεστη αίσθηση από την επιτυχημένη συναρμογή μορφής και περιεχομένου, λόγου και ουσίας, ήθους και ύφους. Ολόκληρο το έργο του Ντοστογιέφσκυ είναι μια μεγάλη, μια απέραντη «δυσαναλογία», και οι συμπτώσεις μορφής και ουσίας σπάνιες, νησίδες μέσα σ’ έναν ωκεανό δίχως πέρατα. Με τον Ντοστογιέφσκυ, η «τάξη» ανετράπη, το λογικά παραδεκτό τσαλακώθηκε και αγνοήθηκε, το θεμιτό, η σειρά, η αλληλουχία, θρυμματίστηκαν με λύσσα και περιφρόνηση. Τι, αλήθεια, επέβαλλε αυτή η τάξη, η λογική σειρά, η αλληλουχία, η αντίληψη και η κοινή δεκτικότητά μας; Να μη δίνουμε υπερβολική σημασία στο ασήμαντο. Να ξεμπερδεύουμε με τα μκρά, τα συνηθισμένα, με λίγα λόγια, και να δίνουμε όλη την προσοχή μας, την προσήλωσή μας στα μεγάλα γεγονότα, στις κορυφαίες καταστάσεις της ζωής. Πριν από τον Ντοστογιέφσκυ, το παραλήρημα ενός τρελλού ήταν έξω από την τάξη, από την λογική ακολουθία του κοινού, έξω από τα καθήκοντα της προσοχής μας, του ανθρώπινου ενδιαφέροντός μας. Πριν από τον Ντοστογιέφσκυ, η απόφαση ενός «μεγάλου» ανθρώπου, (μεγάλου με τα μέτρα και τα σταθμά του επιτυχημένου στην κοινωνική ζωή), έπρεπε να είναι το αντικείμενο μιας μεγάλης προσοχής, μιας βαθειάς συνομιλίας, η απαρχή μιας, σε κάποιες περιπτώσεις, ανακατατάξεως των αξιών της ζωής μας. Πριν από τον Ντοστογιέφσκυ, μια σύγκρουση κοινωνικών ομάδων, ταξικών συμφερόντων, εκάλυπτε όλο το πλάτος του ανθρώπινου μεγαλείου, ενώ, πάντα, η εσωτερική σύγκρουση στο βάθος μιας μοναχικής –συνηθισμένης– ανθρώπινης ψυχής, ήταν το περιθώριο στη σελίδα της ζωής της ανθρωπότητας. Πριν από τον Ντοστογιέφσκυ… Αλλά, μετά τον Ντοστογιέφσκυ, τα πράγματα αντεστράφησαν. Το παραλήρημα ενός τρελλού είναι μέσα στην ανθρώπινη τάξη, γιατί είναι μια έκφραση της ψυχής, μία από τις αναρίθμητες δυνατότητές της. Ανήκει, το παραλήρημα αυτό, σε μιαν ανώτερη, άλλου είδους τάξη και αλληλουχία, και κρύβει πάντα το σπόρο μιας αλήθειας. Να γιατί πρέπει να του δίνουμε την βαθειά μας προσήλωση. Οι εσωτερικές συγκρούσεις μιας ταπεινωμένης και καταφρονεμένης ψυχής θα αποκτήσουν, με τον Ντοστογιέφσκυ, μιαν απέραντη σημασία και, όχι δίχως περηφάνια, θα καταγραφούν στις σελίδες εκείνες της ζωής της ανθρωπότητας, που κρύβουν το μεγαλείο της ελπίδας της και το μεγαλείο του φόβου της. Με τον Ντοστογιέφσκυ, το βάθος, το συγκλονιστικό βάθος του ανθρώπινου μεγαλείου, θα σκεπάζη, πάντα, την πολώδυνη συστροφή μιας ψυχής που βρίσκει την ευτυχία στον μεγάλο πόνο που δίνει η αναζήτηση του απροσέγγιστου, της αλήθειας, της πρώτης αρχής, του ανωτάτου Όντος. Με τον Ντοστογιέφσκυ, οι συγκινήσεις μιας άδολης παιδικής καρδιάς έχουν μεγαλύτερη σημασία για το μέλλον της ανθρωπότητας, από τις «κολοσσιαίες» αποφάσεις που παίρνονται στα πεδία των μαχών ή στα μυστικά συμβούλια των αρχηγών. Με τον άνθρωπο αυτόν, κάθε τι που συμβαίνει στον πυρήνα της ψυχής, κάθε τι που αναμοχλεύεται εκεί μέσα, κάθε τι που οξύνεται και διαμορφώνεται, αρχίζει να μπαίνη σε μιαν άλλη τάξη, στο ρυθμό μιας νέας κοσμογονίας, στην τροχιά ενός κόσμου αχέγονου, (μ’ ένα παράδοξο παρελθόν, μ’ ένα μέλλον αμάντευτο), αλλά, παράδοξα, τόσον υποβλητικά τυλιγμένου στο θαύμα ενός φωτός, όπου μέσα του ασπαίρει από ελπίδα κι από σκληρή προσμονή…

*

Αφού, λοιπόν, τέτοια είναι η σειρά των αξιών στον κόσμο μας, τέτοια η τάξη του, τέτοια η θεία «αταξία» του, πώς με τη νέα τούτη ανακάλυψη να μην αναποδογυρισθή και η δομή του λόγου και η διάρθρωση του ύφους, και πώς να μη χρειασθή ν’ ανακαλυφθή ένα νέο ύφος για ν’ ανταποκριθή στις καινούργιες απαιτήσεις και να μπορέση να ιστορήση αυτά τα καινούργια ρίγη και τους επώδυνους σπασμούς της ψυχής, που σ’ όλα αυτά δεν βλέπει, παρά τους νιοχάρακτους δρόμους της μοίρας της; Το ύφος του Ντοστογιέφσκυ είναι γέννημα των αναγκών αυτών της ψυχής, είναι η ιστορία της, είναι –γιατί όχι;– η απόδειξη της ύπαρξής της. Το ύφος αυτό, το νέο ντύμα της αθάνατης μοίρας της ψυχής μας, θα απλωθή και θα κατακαλύψη τα πιο εσωτερικά και τα πιο περίεργα κινήματά της, και τούτο για να τα σώση από την αφάνεια και, αυτό είναι το κυριώτερο, να τα προβάλη πάνω σ’ ένα ανεξάντλητο κύμα λέξεων, που η κάθε μία απ’ αυτές δεν έχει άλλο σκοπό από το να σώση ένα μόριο από την αλήθεια της και, όλες μαζί, την αλήθεια αυτή ολόκληρη. Για τούτο, και τα αντιφατικά αισθήματα μιας νεανικής καρδιάς, που τώρα μόλις ξανοίχτηκε στο φως του κόσμου, κυλούν και ξανακυλούν στο ανεξάντλητο ρεύμα μιας εκπληκτικής «παλιλλογίας», όπου το μόνο επιφανειακά που αλλάζει είναι η σειρά των λέξεων, αλλά το εσώτερο που μεταβάλλεται είναι αυτή η ίδια η υφή του αισθήματος και ο ηθικός προσανατολισμός του.

Το ύφος του Ντοστογιέφσκυ, είναι το ύφος ενός ανθρώπου, που ανακάλυψε τους κόσμους της ψυχής.

*

«Το ύφος είναι ο άνθρωπος». Το ύφος του Ντοστογιέφσκυ είναι το ύφος ενός ανθρώπου, που ανακάλυψε τους κόσμους της ψυχής. Και το ύφος αυτό είναι ο τρόπος ομιλίας της ψυχής. Είναι ένα στυλ, που εφαρμόζεται σε μεγάλες διαστάσεις, στη διάσταση του κόσμου, της οικουμενικής ψυχής. Είναι ένας λόγος ανάλογος με τις πιο μεγαλόπνοες απαιτήσεις της ανθρωπότητας και, από την άποψη αυτή, είναι λόγος σύμμετρος: υπάρχει, πράγματι, αντιστοιχία «μορφής» και «περιεχομένου».

Φίοντορ Ντοστογιέφσκι – Ο μεγάλος ψυχογράφος-6
Σελίδες από το χειρόγραφο των Δαιμονισμένων του Φ. Ντοστογιέφσκι, το οποίο φυλάσσεται στην Κρατική Βιβλιοθήκη της Ρωσίας στη Μόσχα (Photo by Fine Art Images/Heritage Images/Getty Images/Ideal Image).

*

Από τη φυσιολογία του ύφους, φτάσαμε στην ψυχολογία του ύφους του Ντοστογιέφσκυ. Αφού, πρώτα, δώσαμε τα κύρια «εξωτερικά» γνωρίσματά του, τον εξωτερικό ρυθμό της λειτουργίας του, μπορέσαμε να ψηλαφήσουμε την αρχέγονη ουσία της ψυχής από την οποία είναι πλασμένο το ύφος αυτό. Μια ψυχολογία του ύφους αναζητά να βρη μέσα σ’ αυτό τα γνωρίσματα της ψυχής. Μια ψυχολογία του ύφους, του Ντοστογιέφσκυ, δεν οφείλει τίποτε να αποδείξη, γιατί η ψυχή είναι εδώ που μόνη της μιλάει για τον εαυτό της.

*

Σ’ ένα γράμμα του Ντοστογιέφσκυ, (αναφέρεται από τη γυναίκα του στο βιβλίο της «Ο Ντοστογιέφσκυ κι εγώ»), διαβάζουμε: «Κανένας, ούτε κ’ ένας “φίλος”, δεν μπορεί να μας διορθώσει, μα είναι μια μεγάλη ευτυχία στη ζωή να συναντήσει κανείς έναν άνθρωπο μ’ ένα χαρακτήρα oλότελα διαφορετικό, με άλλα ιδιαίτερα γνωρίσματα και με άλλες απόψεις, έναν άνθρωπο που μ’ όλο που μένει πάντα ο ίδιος, που δε μας ακολουθεί ποτέ, δε φροντίζει να μας μιμηθεί (συμβαίνει κι αυτό) και δεν ανακατεύει την ψυχή του (σε τούτη την περίπτωση μια ψυχή χωρίς ειλικρίνεια) στην εσωτερική μας ζωή, στο χάος μας, αποτελεί ένα τείχος γερό, ένα οχυρό στις «ανοησίες» του καθενός μας. Η φιλία βρίσκεται μέσα στην αντίθεση και όχι στην ομοφωνία» (Ελλην. Εκδ. Γκοβόστη, Μεταφρ. Σ. Βουρδουμπά). Η «συμμετρία» του ύφους είναι για τους ανθρώπους που ποτέ δεν έσκυψαν πάνω από ένα «χάος», και οι οποίοι, πάντα, είδαν αυτή την ουσία της ψυχής σαν μια επιφάνεια πολύ λεία, για ν’ απλώνουν εκεί τη βαθύτερη κενότητά τους… Για τους άλλους, για ανθρώπους σαν τον Ντοστογιέφσκυ, που έχουν το χάος μέσα τους, και το θεωρούν το χάος αυτό σαν μια από τις κορυφαίες αποδείξεις της ανθρώπινης ουσίας τους, το να γράφουν σημαίνει να θυσιάζωνται, και το γράφουν «καλά» σημαίνει να είναι ειλικρινείς. Γενικά, για τους ανθρώπους αυτούς, το ύφος είναι η ψυχή τους χυμένη στο λόγο. Από την άποψη αυτή το ύφος θα έχη τη «συμμετρία» της ψυχής τους και κάθε ισορροπία δεν μπορεί παρά να κατορθώνεται πάνω από το χάος της ψυχής αυτής. Ο Ντοστογιέφσκυ, κι αν ακόμα είχε απέραντο καιρό στη διάθεσή του, αν ζούσε, λόγου χάρη, κάτω από τις αμέριμνες συνθήκες ενός Τουργκένιεφ και ενός Τολστόη, ποτέ δεν θα έφθανε σε μια κλασσική ισορροπία ύφους. Γιατί μια τέτοια ισορροπία κατορθώνεται μονάχα από εκείνους που βρίσκουν αρκετές στιγμές να ζουν μακρυά από τα αισθήματα του χάους και του απείρου. Αυτοί έχουν καιρό να φροντίζουν το «ύφος» τους. Οι άλλοι, ο Ντοστογιέφσκυ, είναι πολύ συμφιλιωμένοι με το άπειρο, ζούνε τόσο βαθιά μέσα στην ανερμήνευτη ουσία του, για να μην μπορούν ποτέ πια ν’ ατενίσουν παρά μόνο το μεγάλο – και το ύφος είναι το μεγαλειώδες ντύμα της ψυχής.
του Αμ. Α. Παπαβασιλείου, Η Καθημερινή, 22 Νοεμβρίου 1966

Ντοστογιέφσκι, η περιπέτεια

Όταν μια Ρωσίδα πριγκίπισσα σε κάποια γερμανική λουτρόπολη, προσπάθησε να ξεχωρίσει τον Ντοστογιέφσκι που δεν είχε ξαναδεί, η σερβιτόρα τη συμβούλεψε: «Κοιτάξτε προσεκτικά κι όποιος διακρίνετε να έχει το πιο βαθύ βλέμμα, πηγαίνετε θαρρετά καταπάνω του. Αυτός είναι».

Φίοντορ Ντοστογιέφσκι – Ο μεγάλος ψυχογράφος-7
Η νεκρική πομπή του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι στις 12 Φεβρουαρίου 1881. Έργο του Άρνολντ Καρλ Μπάλντινγκερ (Alamy/Visual Hellas.gr).

Κρύοι καιροί

Ο τελευταίος τόμος της αριστοτεχνικής βιογραφίας του Τζόζεφ Φρανκ «Ντοστογιέφσκι: Ο μανδύας του προφήτη 1871-1881» (ΗΠΑ, Πρίνστον, 784 σελ., 35 δολάρια, Βρετανία, Ρόμπσον Μπουκς, 29,95 στερλίνες), που εκδόθηκε πρόσφατα, ξεκινά στην αρχή της δεκαετίας του 1870. Τότε, στην πατρίδα του, ο Ντοστογιέφσκι θεωρούνταν προφήτης. Οι Ρώσοι κρέμονταν από κάθε λόγο του, σαν να έκρυβε την πνευματική μοίρα της πατρίδας τους. Ο ίδιος, όμως, αναλαμβάνοντας σ’ εκείνη τη γερμανική λουτρόπολη το Μπαντ Εμς, ένιωθε άθλια. Οι Γερμανοί του φαίνονταν ακαλλιέργητος, βάρβαρος λαός και ο καιρός ήταν κρύος και υγρός. Επιπλέον, η Ρωσίδα κυρία ήταν τόσο ενοχλητική, που ορκίστηκε να μην ξαναδεί Ρώσο στη ζωή του. «Ο κόσμος δεν έχει ξαναβγάλει τόσο ηλίθιο άτομο». ∆εν μπορούσε να γράψει, του έλειπαν λεφτά και ανησυχούσε για τα παιδιά του. Στις ουρές των λουτρών, όλους τους έβλεπε σαν εχθρούς, που ευχαρίστως θα τσακωνόταν μαζί τους.

Και όμως, ο άνθρωπος που βγαίνει από τις σελίδες του Τζόζεφ Φρανκ δεν είναι μίζερος, μισάνθρωπος, άθλιος. Αντιθέτως, καθώς γράφει η Τζάκι Γουοσλάγκερ στη «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», είναι ευγενής, προσιτός, μολονότι σοβαρός. Τα άλλα ήταν μέσα του. Στο παρελθόν βρίσκονταν τα μεγάλα δεινά της ζωής του: η καταδίκη του σε θάνατο, η ψεύτικη εκτέλεσή του, η εξορία του σε στρατόπεδο στη Σιβηρία, τα χρέη από τα χαρτιά που σχεδόν τον κατέστρεψαν, σαν άνθρωπο και σαν τεχνίτη του λόγου. ∆ιαρκής όμως είναι στη ζωή του η δραματική σύγκρουση μεταξύ της αδυναμίας του ανθρώπου και των ιδανικών που καλείται να εκπληρώσει. Ένα χαρακτηριστικό, ιδιαίτερα ρωσικό για τον Ντοστογιέφσκι, που έχει γράψει: «Υπάρχει πάντα κάποια οδύνη στην ευτυχία του Ρώσου». Αυτό το κράμα είναι και οι ήρωές του, από τους δολοφόνους και τις πόρνες έως τους καλόγερους και τους πνευματικούς. Όλους και όλα τα είχε συναντήσει στη ζωή του, που τον έφερε από την κατάσταση του βαρυποινίτη στην εξορία, στην «παρακμιακή ∆ύση», και στην οικογενειακή ζωή και στα σαλόνια της Αγίας Πετρούπολης.

Φίοντορ Ντοστογιέφσκι – Ο μεγάλος ψυχογράφος-8
Ο Ντοστογιέφσκι στο νεκροκρέβατό του, 1881 (Alamy/Visual Hellas.gr).

Νερά ταραγμένα, σε κοινωνικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό επίπεδο, για τον άνθρωπο και τους καιρούς του, που ο βιογράφος διασχίζει με τη σιγουριά την οποία δίνει η γνώση της βαθιάς συναναστροφής. Το πεντάτομο έργο του για τον Ντοστογιέφσκι είναι συνάμα βιογράφηση της πνευματικής και φιλοσοφικής ζωής της Ρωσίας του 19ου αιώνα, ιδωμένη μέσα από τη στοιχειωμένη ψυχή ενός από τα πιο προικισμένα τέκνα της. Κι όμως ο Ντοστογιέφσκι, μολονότι αποστασιοποιούνταν από ∆υτικούς στοχαστές σαν τον Τζον Στιούαρτ Μιλ, τον ∆αρβίνο ή τον Στράους, βίωνε στα μύχια της πνευματικής του ύπαρξης ένα πρόβλημα που δεν ήταν ιδιαιτέρως ρωσικό αλλά ευρωπαϊκό: πώς ζει ένας τίμιος άνθρωπος, υπαρξιακά και πολιτικά, σε έναν άθεο κόσμο. Το πρόβλημα τούτο είχε θέσει σε όλη την εκρηκτικότητά του, από φιλοσοφική άποψη, ο Νίτσε, ο οποίος παρεμπιπτόντως ήταν θαυμαστής του Ντοστογιέφσκι.

Το ιδιαίτερο με τον Ντοστογιέφσκι ήταν ο πανσλαβισμός του (και στη Γερμανία υπήρξε παγγερμανισμός με καταστρεπτικά για την Ευρώπη αποτελέσματα). Λαχταρούσε μια πίστη ρωσική, ριζωμένη στη ρωσική γη, που δίχως αυτήν η Ρωσία ήταν καταδικασμένη να γίνει ορθολογική ∆ύση. «Εάν δώσει κανείς τη δύναμη σε όλους αυτούς τους σύγχρονους, μεγαλόσχημους δασκάλους, να αφανίσουν την παλιά κοινωνία και να την ξαναχτίσουν, το αποτέλεσμα θα ήταν τόσο τυφλό και απάνθρωπο, ώστε όλο το οικοδόμημα θα κατέρρεε από τις οιμωγές των ανθρώπων». Η ριζοσπαστική ιδεολογία ήταν το αντίθετο της λύσης. Εάν η καρδιά εγκαταλείψει τον Χριστό, μπορεί να φτάσει σε απίστευτα σημεία. Οι «∆αιμονισμένοι» είναι το μεγαλύτερο πολιτικό μυθιστόρημα που έχει γραφτεί και οι «Αδελφοί Καραμαζώφ» κρατούσαν στις εβδομαδιαίες συνέχειές τους μαγεμένους τους Ρώσους αναγνώστες.

Φίοντορ Ντοστογιέφσκι – Ο μεγάλος ψυχογράφος-9
Η Αγία Πετρούπολη τον καιρό του Ντοστογιέφσκι (Alamy/Visual Hellas.gr).

Στη Ρωσία ο συγγραφέας είχε ένα άλλο βάθρο απ’ ό,τι στην Ευρώπη. Ήταν ο δάσκαλος, ο οραματιστής, ο διδάχος, ο προφήτης και συνάμα ο πλάστης της ρωσικής αυτοσυνειδησίας. Σαν τέτοιος δεν μπορούσε παρά να υπάρχει πλάι σε έναν παρόμοιό του, όπως σε έναν αντίπαλο. Έτσι δέχθηκε και ο ρωσικός λαός τη συνύπαρξη Τολστόι-Ντοστογιέφκσι κι έτσι, σαν πόλους αντίθετους που ποτέ δεν συναντήθηκαν, τους κράτησε και η ιστορία. Μολονότι και οι δύο φύτρωναν από το ίδιο χώμα, είχαν διαφορετικούς προσανατολισμούς, ακόμη και στην τέχνη του λόγου, εν μέρει επιβεβλημένους από εξωτερικές συνθήκες. «Λογοτεχνία των γαιοκτημόνων» αποκαλούσε ο Ντοστογιέφσκι τα βιβλία του Τολστόι και του Τουργκιένιεφ και έβρισκε την «Άννα Καρένινα» βαρετή.

Κραυγή κόρης

Πέρα από τα μεγάλα, όμως, ο βιογράφος έχει την ικανότητα να αναδεικνύει ανάγλυφα και τα μικρά. Τα καθημερινά περιστατικά της ζωής του Ντοστογιέφσκι, τη βαθιά αγάπη του για την ηρωίδα γυναίκα του και για τα παιδιά τους. Μαρτύριο τα έλεγε, «αλλά δίχως αυτά δεν έχει περιεχόμενο η ζωή». Με τους νέους γενικά άλλωστε είχε έναν ιδιαίτερο δεσμό, θεωρώντας ότι κάθε ουσιώδης διαφορά με αυτούς δείχνει δικό του εσωτερικό έλλειμμα. Το βιβλίο, σοβαρό και σχολαστικό, τελειώνει με μια ιλαροτραγική νότα. Μετά διάφορα κωμικά μπερδέματα σχετικά με τον τάφο και τα έξοδα, η ιστορία κλείνει με την κραυγή της εντεκάχρονης κόρης του Λιούμποβ, ανάμεσα στο μεγαλύτερο πλήθος πενθούντων που είδε ποτέ η Ρωσία: «αντίο, καλέ, αγαπημένε μου πατέρα, αντίο».
Η Καθημερινή, 20 Φεβρουαρίου 2003

Έρωτες του Ντοστογιέφσκι

«Την αγαπώ ακόμη, την αγαπώ πολύ, δεν θα ήθελα όμως να την αγαπώ. ∆εν αξίζει μια τέτοια αγάπη. Την λυπάμαι γιατί προβλέπω ότι αιωνίως θα είναι δυστυχισμένη. Πουθενά δεν θα βρει ένα φίλο και την ευτυχία. Όποιος απαιτεί από τον άλλον τα πάντα, ενώ δεν αποδέχεται καμία ευθύνη, εκείνος ποτέ δεν πρόκειται να βρει την ευτυχία».

Ο πληγωμένος ερωτευμένος που γράφει αυτή την επιστολή, στις 19 Απριλίου 1865, είναι ο Ρώσος συγγραφέας Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Παραλήπτρια, η Σούσλοβα Ναντιέζντα Προκόβιεφνα, αδελφή της Απολλυναρίας Σούσλοβα, μεγάλου έρωτα του Ντοστογιέφσκι. Το περιοδικό «∆ιαβάζω» στο πρώτο τεύχος του 2007, το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 2 Ιανουαρίου, δημοσιεύει άγνωστες στην Ελλάδα επιστολές του Ντοστογιέφσκι προς «διάφορες γυναίκες οι οποίες άγγιξαν την καρδιά του» και άλλες προς ομοτέχνους του, σε μετάφραση και επιμέλεια ∆ημήτρη Τριανταφυλλίδη. Ο ίδιος άνθρωπος επιμελήθηκε την έκδοση «Το ημερολόγιο του συγγραφέα», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Αρμός». Κι αν μέχρι σήμερα γνωρίζαμε τα δημοφιλή του μυθιστορήματα –τον «Ηλίθιο», τους «Αδελφούς Καραμαζόφ», τους «∆αιμονισμένους»–, τα δύο νέα αναγνώσματα δίνουν μια πλήρη εικόνα για τις άγνωστες πτυχές και τις απόψεις του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα. Η «Κ» προδημοσιεύει σήμερα μερικές από τις ανέκδοτες επιστολές του.

«∆ρέσδη, 23 Απριλίου 1867,

Η κοινή μας εργασία κυλούσε εξαιρετικά. Στις 28 Νοεμβρίου το μυθιστόρημα “Ο παίκτης” (έχει ήδη εκδοθεί) ολοκληρώθηκε μέσα σε 24 ημέρες. Όταν τελείωσε το μυθιστόρημα, παρατήρησα πως η στενογράφος μου με αγαπάει ειλικρινά, αν και ποτέ δεν μου είπε ούτε μία λέξη γι’ αυτό, ενώ σ’ εμένα εκείνη άρεσε όλο και πιο πολύ. Έτσι, αφού μετά το θάνατο του αδελφού μου ένιωθα τρομερή μοναξιά και ζούσα πολύ δύσκολα, της πρότεινα να με παντρευτεί. Εκείνη συμφώνησε και μεις παντρευτήκαμε. Η διαφορά στα χρόνια (εκείνη είναι 20 κι εγώ 44) είναι τρομερή, αλλά εγώ ολοένα και πιο πολύ αρχίζω να πιστεύω ότι αυτή θα είναι ευτυχισμένη μαζί μου. Έχει καλή καρδιά και ξέρει να αγαπά», έγραφε για τη μετέπειτα σύζυγό του, Άννα Γκριγκόριεβνα Σνίτκινα, στην Απολλυναρία Σούσλοβα. Και στην ίδια επιστολή, λίγο μετά, προσθέτει: «Η Απολλυναρία είναι μεγάλη εγωίστρια. Ο εγωισμός και η φιλαυτία της είναι κολοσσιαίων διαστάσεων. Απαιτεί από τους ανθρώπους τα πάντα, την τελειότητα, δεν συγχωρεί την παραμικρή ατέλεια σε συνάρτηση με όλα τα άλλα αγαθά στοιχεία, η ίδια όμως απορρίπτει κάθε υποχρέωσή της, ακόμη και την πιο μικρή, απέναντι στους ανθρώπους. Με μέμφεται ότι μέχρι σήμερα δεν ήμουν άξιος της αγάπης της, παραπονιέται και με κατηγορεί αδιάκοπα, η ίδια όμως, το 1863, με προϋπάντησε στο Παρίσι με τη φράση: “Άργησες λίγο να έρθεις”, δηλαδή είχε αγαπήσει κάποιον άλλον, όταν πριν από δύο εβδομάδες μού έγραφε με θέρμη ότι με αγαπά. ∆εν την κατηγορώ που αγάπησε άλλον, αλλά για τις τέσσερις αυτές γραμμές, που μου έγραψε από το ξενοδοχείο με τη χυδαία φράση: “Άργησες λίγο να έρθεις”».

Και παρότι αρκετοί από τους βιογράφους του ισχυρίζονται ότι ο έρωτάς του με την Απολλυναρία συνεχίστηκε και μετά το γάμο του με την Άννα, η ερωτική του αμφιθυμία φαίνεται στην επόμενη επιστολή προς τη γυναίκα του Άννα:

«Γλυκέ μου άγγελε, σε χαιρετώ. […] Περιδιάβαινα την τεράστια, γεμάτη σύννεφα καπνού αίθουσα, που μύριζε μπίρα. Πόνεσε το κεφάλι μου και νευρίασα. Σε σκεφτόμουν συνέχεια και αναλογιζόμουν: γιατί άφησα την Άνια μου. Σκεφτόμουν συνέχεια κάποια πτυχή της καρδούλας σου και της ψυχούλας σου, και όλο αυτό το διάστημα, αρχής γενομένης από τον Οκτώβριο, κατάλαβα ότι δεν αξίζω να έχω στη ζωή μου έναν τέτοιο ολοκληρωμένο, φωτεινό, ευγενικό, όμορφο, αθώο άγγελο. Πού πηγαίνω; Ο Θεός σού έδωσε εμένα για να μη χαθεί το παραμικρό από τον πλούτο της ψυχής και της καρδιάς σου, αλλά, απεναντίας, ο πλούτος αυτός να αυξηθεί και να ανθίσει. Μου έδωσε εσένα ώστε να εξαγοράσω τις μεγάλες μου αμαρτίες, προστατεύοντας, καθοδηγώντας, φυλάσσοντας και σώζοντας εσένα από κάθε κακό», της έγραφε στις 5 Μαΐου 1867. Κι αν προς τους ομοτέχνους του αναφέρει μόνο θέματα που αφορούν τη λογοτεχνία και το περιοδικό «Εποχή», στις φίλες του δεν διστάζει να ομολογήσει και τις αδυναμίες του: «Έχετε γεια, αγαθότατη και αξιοσέβαστη Αλεξάνδρα Ιβάνοβνα. Μη με παρεξηγείτε με ένα τέτοιο, γεμάτο μουντζούρες, γραφικό χαρακτήρα. Πρώτον, ο γραφικός μου χαρακτήρας είναι το μοναδικό σημείο που μοιάζω με τον Ναπολέοντα και, δεύτερον, είμαι παντελώς ανίκανος να γράψω δύο γραμμές δίχως μουντζούρες», εξομολογούνταν στην ηθοποιό Αλεξάνδρα Ιβάνοβνα Σούμπερ, τον Μάιο του 1860.
Η Καθημερινή, 23 ∆εκεμβρίου 2006

Ντοστογιέφσκι, παίκτης και στη ζωή

«Να μελετήσω τους ανθρώπους – αυτός είναι ο πρώτος μου στόχος και φιλοδοξία»! Σ’ αυτή τη φράση του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, του συγγραφέα που ένιωσε «τη δίψα της ψυχής της ανθρωπότητας», όπως ο ίδιος είπε στο τέλος της ζωής του, συμπυκνώνεται η οπτική με την οποία ο Ντοστογιέφσκι προσέγγισε τα πάθη των ανθρώπων, τις αναζητήσεις τους, τις ελπίδες τους, τη δύναμη της ψυχής τους, τελικά. Άνθρωπος με έντονα πάθη ο ίδιος, ζούσε κάθε στιγμή μέχρι το μεδούλι. Ερωτεύτηκε, εξορίστηκε, φυλακίστηκε, έφτασε μέχρι το ικρίωμα για να ακούσει τη μετατροπή της ποινής του την τελευταία στιγμή, αγάπησε τον τζόγο, και βασανίστηκε σ’ όλη του τη ζωή από ασθένειες, σωματικές και ψυχικές. Μόνη του διέξοδος η γραφή. Και την υπηρέτησε με αφοσίωση, δίνοντας αριστουργήματα. Αυτή την περιπετειώδη ζωή, στη Ρωσία και στην Ευρώπη των μέσων του 19ου αιώνα, παρακολουθεί ο βιογράφος του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο κριτικός και θεωρητικός της λογοτεχνίας Λεονίντ Πετρόβιτς Γκρόσμαν. Ο Γκρόσμαν γεννήθηκε το 1888 και είχε την τύχη να γνωρίσει προσωπικά όχι μόνο την τελευταία σύζυγο και τα παιδιά του Ντοστογιέφσκι, αλλά και πολλούς ανθρώπους από το περιβάλλον του. Έκανε μια πολύχρονη έρευνα σε αρχεία, είχε προσωπικές συνομιλίες και, τελικά, το 1962 κατάφερε να δώσει την πρώτη πλήρη βιογραφία του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα, αναπαριστώντας συναρπαστικά όλη τη διαδικασία της γραφής αλλά και όλες τις μεταπτώσεις που είχε η ζωή του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Τις επόμενες μέρες θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Αρμός» αυτή η πολυσέλιδη καταγραφή μιας πλούσιας ζωής. Η «Κ» έκανε μια πρώτη ανάγνωση αυτής της βιογραφίας και προδημοσιεύει μερικά αποσπάσματα.

Φίοντορ Ντοστογιέφσκι – Ο μεγάλος ψυχογράφος-10
Πορτρέτο του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι, συνοδευόμενο από τις ημερομηνίες γέννησης και θανάτου του (Alamy/Visual Hellas.gr).

Το βιβλίο

Ο πατέρας του Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς ήταν γιατρός. Οι σκληρές συνθήκες τον έκαναν άνθρωπο σκληρό, φίλερι, νευρικό και φορτικό. Οι εκρήξεις θυμού του ήταν τρομερές, διακρινόταν για την τσιγκουνιά του, ενώ υπέφερε από κάποιας μορφής αλκοολισμό. Η μητέρα του, Μαρία Φιοντόροβνα Νετσάγιεβα, ήταν το εντελώς αντίθετο. «Η σύζυγος του γιατρού αγαπούσε την ποίηση, εκτιμούσε τον Ζουκόφσκι και τον Πούσκιν, διάβαζε μυθιστορήματα, ξεχώριζε για τις μουσικές της γνώσεις, τραγουδούσε ρομαντικά τραγούδια και έπαιζε κιθάρα στις κοινωνικές της συναναστροφές», σημειώνει ο Γκρόσμαν. Σε όλη της τη ζωή δέχτηκε την αφόρητη ζήλια του συζύγου της. Ο Φιοντόρ ήταν το δεύτερο αγόρι του ζεύγους και γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου του 1821. Έμαθε ανάγνωση από τη μητέρα του, διαβάζοντας μια συλλογή από ιστορίες της Παλαιάς και της Καινής ∆ιαθήκης. Απ’ όλους τους μύθους, περισσότερο τον γοήτευε το «Βιβλίο του Ιώβ». Όταν έγινε 10 χρόνων, ήρθε σε επαφή με τη ρώσικη ύπαιθρο, τις συνήθειες, τα ήθη και τις παραδόσεις της. Τότε ήταν που η οικογένεια απέκτησε ένα αγρόκτημα στην επαρχία της Τούλας. Μισόν αιώνα αργότερα, στο τελευταίο του μυθιστόρημα θυμάται τον ερειπιώνα των γονιών του, τον οποίο τοποθετεί στην ιδιοκτησία του ακόλαστου και σκληρού Φιοντόρ Καραμάζοφ. Και δεν ήταν το μόνο απ’ όσα τον εντυπωσίασαν, τον συγκλόνισαν ή τον συγκίνησαν που έγιναν ήρωες, χώροι δράσης ή το φόντο στις ιστορίες του, στον κόσμο που έπλασε μέσα στα βιβλία του. Ένα άλογο που δέχεται άδικα και βίαια χτυπήματα από τον αγωγιάτη, ο κόσμος των έγκλειστων στο κάτεργο όπου κι αυτός εξορίστηκε, οι νύχτες που πέρασε τζογάροντας στα καζίνα της Γερμανίας, το αγρόκτημα των παιδικών χρόνων, ένας ονειροπόλος συγγραφέας, όλα γίνονται μέρος των βιβλίων του: «Έγκλημα και τιμωρία», «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων», «Ο παίκτης», «Λευκές νύχτες»… Πολλοί από τους ήρωές του ήταν κομμάτια του εαυτού του.

Φίοντορ Ντοστογιέφσκι – Ο μεγάλος ψυχογράφος-11
Πορτρέτο του πατέρα του Φίοντορ, Μιχαήλ Αντρέγιεβιτς Ντοστογιέφσκι, κατά τη δεκαετία του 1820. Ο Μιχαήλ διακρινόταν για τις εκρήξεις θυμού του και τον αυταρχικό χαρακτήρα του. Θεωρείται από πολλούς ότι δολοφονήθηκε το 1839 (Alamy/Visual Hellas.gr).

Το τυχερό παιχνίδι τον τραβάει σαν ένας επικίνδυνος και θανατηφόρος πειρασμός: «Το βασικό είναι το παιχνίδι. Μόνο να ξέρατε πώς σε τραβάει! Όχι, σας ορκίζομαι ότι αυτό δεν είναι απλώς μια ιδιοτέλεια, αν και πριν απ’ όλα χρειαζόμουν χρήματα για τα χρήματα». Στις 8 Σεπτεμβρίου 1863, γράφει στον αδελφό του: «Φίλε μου Μίσα, είμαι στο Βισμπάντεν, έφτιαξα ένα σύστημα παιχνιδιού, το εφάρμοσα στην πράξη και αμέσως κέρδισα 10.000 και αμέσως έχασα. Το απόγευμα επέστρεψα πάλι στο σύστημα και πάλι, με κάθε αυστηρότητα, δίχως κόπο, κέρδισα σε μικρό χρονικό διάστημα 3.000 φράγκα. Πες μου: έπειτα από αυτό πώς θα μπορούσα να μην πέσω με τα μούτρα, πώς θα μπορούσα να μην πιστέψω ότι ακολουθώντας αυστηρά το σύστημά μου έχω την ευτυχία μου στα χέρια μου; Χρειάζομαι χρήματα. Εδώ στ’ αστεία μόνο χάνονται δεκάδες χιλιάδες. Ναι, έφυγα με σκοπό να μας σώσω όλους, αλλά και τον εαυτό μου από τη συμφορά». (…)

Φίοντορ Ντοστογιέφσκι – Ο μεγάλος ψυχογράφος-12
Πορτρέτο της μητέρας του Φίοντορ, Μαρία Φιοντόροβνα Νετσάγιεβα, αργότερα Ντοστογιέφσκαγια, χρονολογούμενο στη δεκαετία του 1820. Η Μαρία Φιοντόροβνα εμφύσησε στον γιο της την αγάπη για τη λογοτεχνία και τη μουσική (Alamy/Visual Hellas.gr).

Γράφει ο Γκρόσμαν: «Το βασικό αστείο είναι ότι όλοι οι χυμοί της ζωής του, οι δυνάμεις, η ενεργητικότητα, η τόλμη του, κατευθύνονται στη ρουλέτα. Είναι παίκτης και μάλιστα όχι απλός – είναι σαν τον τσιγκούνη πρίγκιπα του Πούσκιν, δεν είναι απλώς ένας άλλος τσιγκούνης… Είναι κατά κάποιον τρόπο ποιητής, η ουσία όμως της υπόθεσης είναι ότι ο ίδιος ντρέπεται γι’ αυτήν του την ποιητικότητα, γιατί την αντιμετωπίζει ως κάτι το ευτελές, αν και η ανάγκη για τη διακινδύνευση τον εξευγενίζει στα ίδια του τα μάτια. Όλο το διήγημα είναι μια αφήγηση γι’ αυτόν, έτσι όπως για τρία συνεχή χρόνια παίζει στις ρουλέτες του εξωτερικού», έγραφε. Αυτό είναι το πρώτο σχέδιο του μελλοντικού «Παίκτη».

Ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς είχε μια πολύ τρυφερή σχέση με τη μητέρα του, που πέθανε νωρίς από φυματίωση, κουβαλώντας τις διαρκείς υποψίες του συζύγου της ότι διαρκώς τον απατά. «Στο πρόσωπο εκείνης, η ζωή η ίδια έθεσε μπροστά στον μελλοντικό μεγάλο ανατόμο των ηθών το ζήτημα του αθώου θύματος, του άδικου βασανιστηρίου, της αργής ψυχικής εξάντλησης μιας αγνής και άδολης ψυχής. Θεμέλιο της δημιουργικής σκέψης του Ντοστογιέφσκι έγινε η ηθική, ενώ η μορφή της μητέρας του εξυψώθηκε ως ενσάρκωση του ηθικού κάλλους και του ηθικού αγαθού», σημειώνει ο βιογράφος του. Η Μαρία Φιοντόροβνα πέθανε την ίδια ημέρα με τον Πούσκιν, το 1837. Ο Φιοντόρ ανακοίνωσε στον αδελφό του Μιχαήλ ότι, εάν δεν είχαν το οικογενειακό τους πένθος, θα φορούσε μαύρα ρούχα για να πενθήσει τον Πούσκιν. Παρ’ όλα αυτά, δεν έζησε μόνο την ασκητική ζωή ενός εμπνευσμένου και ευαίσθητου δημιουργού. «Ανεξάρτητα από τις απώλειες, αγαπώ τη ζωή πολύ, αγαπώ τη ζωή για τη ζωή και, παράξενο, εξακολουθώ να συνεχίζω να αρχίζω να ζω. Σύντομα θα γίνω πενήντα ετών, και παρ’ όλα αυτά δεν μπορώ με τίποτα να συνειδητοποιήσω: τελειώνει άραγε η ζωή μου ή, μήπως, απλώς τώρα αρχίζει; Να ποιο είναι το βασικό χαρακτηριστικό του χαρακτήρα μου, μπορεί ίσως και της δραστηριότητάς μου». Πέρασε πολλά στη ζωή του, ερωτεύτηκε πολλές γυναίκες, έζησε έντονα και πέθανε ανάμεσα στην οικογένειά του στις 28 Ιανουαρίου του 1881.
Η Καθημερινή, 7 ∆εκεμβρίου 2008

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT