Σαν σήμερα: 28 Σεπτεμβρίου 1941 – Η εξέγερση της Δράμας

Σαν σήμερα: 28 Σεπτεμβρίου 1941 – Η εξέγερση της Δράμας

3' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Έπειτα από τη γερμανική επίθεση της 6ης Απριλίου 1941, η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη, πλην τμήματος του νομού Έβρου, τέθηκαν όχι υπό την κατοχή των Γερμανών ή των Ιταλών αλλά των Βουλγάρων. Η περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας βίωνε για τρίτη φορά σε διάστημα τριάντα ετών τη βουλγαρική κατοχή. Οι μνήμες της εθνοκαθαρτικής πολιτικής της περιόδου 1916-1918 ήταν ακόμη νωπές στους ντόπιους. Όσον αφορά τους πρόσφυγες, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την Ανταλλαγή των Πληθυσμών, η έλευση των Βουλγάρων ήγειρε τον φόβο μιας δεύτερης προσφυγιάς σε διάστημα μικρότερο των είκοσι ετών.

Ο βουλγαρικός στρατός εισήλθε στη Δράμα στις 21 Απριλίου. Σύντομα εγκαταστάθηκαν στην πόλη οι κατοχικές πολιτικές, αστυνομικές, δικαστικές και οικονομικές αρχές, ενώ ο δήμαρχος Δράμας Αθανάσιος Τριανταφυλλίδης και οι πρόεδροι των κοινοτήτων αντικαταστάθηκαν από Βουλγάρους, οι οποίοι μετακλήθηκαν από τη Βουλγαρία. Τους υπαλλήλους των υπηρεσιών ακολούθησαν Βούλγαροι έποικοι, οι οποίοι έβλεπαν την περιοχή ως «Ελντοράντο».

Σταδιακά απαγορεύτηκε η χρήση της ελληνικής γλώσσας, η κυκλοφορία ελληνικών εντύπων, τα ελληνικά σχολεία έπαψαν να λειτουργούν και τα κτίριά τους χρησιμοποιήθηκαν από τις βουλγαρικές αρχές ως βουλγαρικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Εξαρχής εκτυλίχθηκε ένας οικονομικός πόλεμος εναντίον των Ελλήνων, προκειμένου να περάσει ο έλεγχος της τοπικής οικονομίας σε βουλγαρικά χέρια και να εξαναγκαστεί ο ελληνικός πληθυσμός να μεταναστεύσει. Η πρακτική αυτή συνδυάστηκε με συστηματική λαφυραγώγηση των ελληνικών πόλεων και χωριών. Απαγορεύτηκε να ασκούνται τα επαγγέλματα του δικηγόρου, του γιατρού και του φαρμακοποιού. Περιορισμοί τέθηκαν και στην άσκηση της ορθόδοξης θρησκευτικής λατρείας.

Οι εκτοπισμένοι Έλληνες της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης μετανάστευσαν σε περιοχές, οι οποίες βρίσκονταν υπό γερμανική κατοχή. Οι γερμανικές στρατιωτικές αρχές, προσπαθώντας να κρατήσουν τις ισορροπίες με την κυβέρνηση Τσολάκογλου, επέκριναν τις βουλγαρικές αρχές για τα μέτρα εκβουλγαρισμού τα οποία εφάρμοζαν και εμφανίζονταν απρόθυμες να δεχτούν τους ολοένα και περισσότερους Έλληνες, οι οποίοι μετανάστευαν από την Αν. Μακεδονία. Καθότι το προσφυγικό ρεύμα διογκωνόταν, ο Γερμανός διοικητής της Θεσσαλονίκης Kurt von Krensky επέβαλε τον Σεπτέμβριο του 1941 ορισμένους περιορισμούς σε εκείνους οι οποίοι επιχειρούσαν να μεταβούν από τις βουλγαροκρατούμενες περιοχές στη γερμανική ζώνη κατοχής.

Από τον Μάιο του 1941, το Μακεδονικό Γραφείο του ΚΚΕ άρχισε να ανασυγκροτεί τις δυνάμεις του. Στην περιοχή της Αν. Μακεδονίας η επιρροή του κόμματος δεν ήταν ευκαταφρόνητη και η οργάνωσή του δεν είχε πληγεί καίρια από το καθεστώς Μεταξά. Επιπλέον, ο ντόπιος πληθυσμός υπέφερε από τη στάση των Βουλγάρων. Έτσι, το καλοκαίρι του 1941 άρχισαν να οργανώνονται ανταρτικές ομάδες.

Τον Σεπτέμβριο του 1941, οι βουλγαρικές αρχές της Δράμας πληροφορήθηκαν ότι επρόκειτο να λάβουν χώρα συντονισμένες ενέργειες των ελληνικών ανταρτικών ομάδων στο εγγύς μέλλον. Η βουλγαρική πολιτική ηγεσία πληροφορήθηκε ακόμη και τον ακριβή χρόνο της εξέγερσης, την 28η Σεπτεμβρίου. Η ημέρα αυτή, βέβαια, δεν επιλέχθηκε τυχαία από τους Έλληνες αντάρτες. Ήταν η ημέρα, κατά την οποία οι βουλγαρικές αρχές της Δράμας επρόκειτο να γιορτάσουν τη μνήμη του Παΐσιου Χιλανδαρινού, ενός από τους πρωτεργάτες της βουλγαρικής εθνικής αφύπνισης. Όπως γίνεται εμφανές στις πηγές, οι Βούλγαροι επέτρεψαν την εκδήλωση της εξέγερσης προκειμένου να αποκτήσουν την εύσχημη πρόφαση για μαζική εκδίωξη του ελληνικού στοιχείου επιβάλλοντας σκληρά αντίποινα κατά την κατάπνιξή της.

Οι οργανωμένες από την τοπική κομμουνιστική ηγεσία επιθέσεις άρχισαν στη Δράμα και το Δοξάτο το βράδυ της Κυριακής, 28 Σεπτεμβρίου. Οι ομάδες που συμμετείχαν στην εξέγερση δεν είχαν συντονιστεί και εκπαιδευτεί κατάλληλα για τη διενέργεια τέτοιων επιθέσεων. Δεν ξεπερνούσαν τα 25-30 άτομα η καθεμία. Στη Δράμα η επιχείρηση στον σταθμό ηλεκτροφωτισμού υπήρξε επιτυχής. Όχι όμως και οι απόπειρες καταστροφής του σιδηροδρομικού σταθμού και των αποθηκών επιμελητείας του βουλγαρικού στρατού. Από την άλλη, στο Δοξάτο, οι επιθέσεις των ανταρτών είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή του σταθμού χωροφυλακής και τον θάνατο Βούλγαρων χωροφυλάκων και διοικητικών υπαλλήλων του νομού Δράμας. Οι επιθέσεις επεκτάθηκαν σε όλον τον κάμπο της Δράμας. Μετά την εκδήλωση των επιθέσεών τους, οι ανταρτικές ομάδες αποσύρθηκαν στο Τσαλ Νταγ (στα όρη της Λεκάνης).

Τα βουλγαρικά αντίποινα υπήρξαν εξαιρετικά σκληρά και δεν περιορίστηκαν στην περιοχή όπου είχαν εκδηλωθεί οι επιθέσεις, αλλά εκτάθηκαν σε εύρος από τις εκβολές του Νέστου έως τον Στρυμόνα, το Μπέλες και το Φαλακρό. Τα πορίσματα των ερευνών έχουν καταδείξει ότι 2.140 άνθρωποι έχασαν τις ζωές τους κατά τη διάρκεια των βουλγαρικών «αντιποίνων». Υπάρχουν αναφορές ότι αρκετά θύματα των βουλγαρικών βιαιοπραγιών δεν καταγράφηκαν. Οι ανταρτικές ομάδες, οι οποίες είχαν βρει καταφύγιο στο Τσαλ Νταγ κυνηγήθηκαν από τις βουλγαρικές αρχές μανιωδώς και διαλύθηκαν έπειτα από μερικούς μήνες.

Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT