Κάρολος Ντίκενς: Ο μυθιστοριογράφος της βικτωριανής Αγγλίας

Κάρολος Ντίκενς: Ο μυθιστοριογράφος της βικτωριανής Αγγλίας

Από την αρχή σχεδόν της λογοτεχνικής καριέρας του, τα έργα του είχαν διεθνή απήχηση.

κάρολος-ντίκενς-ο-μυθιστοριογράφος-τ-562650274

Ο Κάρολος Ντίκενς (1812-1870) ήταν μόλις 26 ετών όταν δημοσίευσε το 1838 σε μια τρίτομη έκδοση το μνημειώδες μυθιστόρημά του Όλιβερ Τουίστ. Όπως ο ίδιος δήλωσε τα επόμενα χρόνια, «με τις περιπέτειες και τη δυστυχισμένη ζωή του μικρού Όλιβερ θέλησα να αποδείξω ότι το πνεύμα του καλού καταφέρνει πάντα να υπερνικά κάθε αντίξοη περίσταση και τελικά να θριαμβεύει». Έχοντας μεγαλώσει και ο ίδιος σε περιβάλλον φτώχειας, αναγκαζόμενος από τα εφηβικά του χρόνια να εργαστεί για να εξασφαλίσει ένα επιπλέον εισόδημα για την οικογένειά του, ο Τσαρλς Τζον Χάφαμ Ντίκενς, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γνώρισε από πρώτο χέρι τις συνθήκες υπό τις οποίες ζούσε η εργατική τάξη στην Αγγλία της Βιομηχανικής εποχής, στην Αγγλία της βασίλισσας Βικτωρίας. Οι εμπειρίες των πρώτων χρόνων της ζωής του αποτέλεσαν σε μεγάλο βαθμό την έμπνευση για να συγγράψει 15 μυθιστορήματα, 5 νουβέλες και εκατοντάδες διηγήματα. Τον ∆εκέμβριο του 1843 δημοσίευσε το πιο δημοφιλές έργο του, τη Χριστουγεννιάτικη ιστορία. Μέσα από τη Χριστουγεννιάτικη ιστορία ξεπροβάλλει η φιλοσοφία του Ντίκενς για τη ζωή, η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στο πνεύμα των Χριστουγέννων, που θα έπρεπε να κυριαρχεί στις ανθρώπινες σχέσεις καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Στην ανά χείρας έκδοση δίνεται κυρίως έμφαση στην περιγραφή και την ανάλυση του έργου του Ντίκενς λαμβάνοντας υπόψη την εποχή και τη χώρα όπου έζησε, τη βικτωριανή Αγγλία.

Κάρολος Ντίκενς

Κάθε εποχή έχει την τάση να προσεγγίζει τα πρόσωπα του παρελθόντος μέσα και από τις δικές της αντιλήψεις και προσλαμβάνουσες. Ίσως επομένως δεν θα ήταν εντελώς ασυγχώρητο αν δοκιμάζαμε καταρχήν να προσεγγίσουμε τον Κάρολο Ντίκενς (1812-1870) με σύγχρονους όρους. ∆εν είναι ιδιαίτερα δύσκολο άλλωστε: σύμφωνα με τον μελετητή του, Τίμοθι Σπέρτζιν, ο Ντίκενς έχει χαρακτηριστεί ως «ο πρώτος αυτοδημιούργητος σταρ των media στην εποχή της μαζικής κουλτούρας». Από την αρχή σχεδόν της λογοτεχνικής καριέρας του, τα έργα του είχαν διεθνή απήχηση και παραλληλίζονταν με εκείνα του Σέξπιρ. Και ας δημοσιεύονταν αρχικά σε συνέχειες, σε περιοδικά της εποχής: ήταν μια εκδοτική πρακτική που σύντομα θα διαδιδόταν στη βικτοριανή Αγγλία. Όπως μάλιστα σημειώνει η δημοσιογράφος Έμιλι Νούσμπαουμ, ο συγγραφέας έκοβε συχνά την εκάστοτε αφήγησή του στην πιο δραματική στιγμή – ήταν το λεγόμενο cliffhanger, μια τεχνική που θα αξιοποιούσαν αρκετά λαϊκά θεάματα και αναγνώσματα των επόμενων γενεών. Πολλά έργα του επίσης μεταφέρθηκαν στο θέατρο όσο ο συγγραφέας ήταν εν ζωή. Χώρια οι τακτικές δημόσιες αναγνώσεις των έργων του, που πραγματοποιούσε ο ήδη διάσημος Ντίκενς με θεατρικό τρόπο και με ένα πάθος μεταδοτικό: λέγεται ότι, στη διάρκεια μερικών τέτοιων αναγνώσεων, κάποιοι θεατές λιποθυμούσαν.

Κάρολος Ντίκενς: Ο μυθιστοριογράφος της βικτωριανής Αγγλίας-1
Πορτρέτο του Καρόλου Ντίκενς (Photo by © Hulton-Deutsch Collection/CORBIS/Corbis via Getty Images/Ideal Image).

Όλα αυτά φυσικά είχαν σημαντικά κοινωνικά και λογοτεχνικά ερείσματα. Αντλώντας έμπνευση από τη ζωή του (ιδιαίτερα από το γεγονός ότι σε ηλικία 12 ετών, μετά τη φυλάκιση του πατέρα του λόγω χρεών, δούλευε σε ένα εργοστάσιο βαφής παπουτσιών), αλλά και από τα πρόσωπα του στενού ή του ευρύτερου περιβάλλοντός του (όπως για παράδειγμα τη φυσικοθεραπεύτρια της γυναίκας του, η οποία θα αποτελούσε το πρότυπο για τη Μις Μάουτσερ στον «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ»), ο Κάρολος Ντίκενς ήταν από νωρίς αγαπητός σε μεγάλη μερίδα του κοινού για την οξεία κριτική που ασκούσε στην Αγγλία των έντονων ταξικών ανισοτήτων και για την υποστήριξη που έδειχνε με τα κείμενά του στους μη προνομιούχους, αγωνιζόμενους ανθρώπους, στα παιδιά βεβαίως και στο δικαίωμά τους για εκπαίδευση, αντί για… εργασία. Λογοτεχνικά μιλώντας, οι επιρροές του προήλθαν από το «πικαρικό μυθιστόρημα» και από τους περιπλανώμενους ήρωές του, από τις «Χίλιες και μία νύχτες» με τις τόσες αφηγηματικές καινοτομίες τους και, βέβαια, από τον Ουίλιαμ Σέξπιρ. Η αγάπη του βικτοριανού συγγραφέα για τα έργα του ελισαβετιανού βάρδου τον έκανε να τα μελετήσει σε βάθος. Η βιογράφος του Ντίκενς, Κλερ Τόμαλιν, πιστεύει ότι στην αγγλική λογοτεχνία ο σημαντικότερος δημιουργός λογοτεχνικών χαρακτήρων μετά τον Σέξπιρ είναι εκείνος.

Κάρολος Ντίκενς: Ο μυθιστοριογράφος της βικτωριανής Αγγλίας-2
Ο Κάρολος Ντίκενς σε νεαρή ηλικία. Ελαιογραφία σε καμβά διά χειρός Daniel Maclise, 1839 (Alamy/Visual Hellas.gr).

Αρκεί κανείς να σκεφτεί τούτο: ο Εμπενίζερ Σκρουτζ, από την περίφημη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία», ήταν ένας λογοτεχνικός ήρωας τόσο χαρακτηριστικά, τόσο στερεοτυπικά φιλάργυρος, που πέρασε στην καθομιλουμένη ως προσδιορισμός που υποδηλώνει τον τσιγκούνη (και στην ποπ κουλτούρα, ως ζάπλουτο παπί που φέρει το όνομα Σκρουτζ ΜακΝτακ). Ο Όλιβερ Τουίστ και ο αντίπαλός του, Μπιλ Σάικς, ο Πιπ και η Μις Χάβισαμ από τις «Μεγάλες Προσδοκίες» μοιάζουν επίσης να έχουν ξεπεράσει τα όρια του μυθιστορηματικού κόσμου στον οποίο γεννήθηκαν. Ο Ουράια Χιπ, από τον «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ», έδωσε το όνομά του σε ένα μουσικό συγκρότημα της δεκαετίας του 1970 και όλα αυτά πιθανότατα δεν θα προκαλούσαν ιδιαίτερη έκπληξη στον Τ. Σ. Έλιοτ, που σύμφωνα με την Telegraph είχε παρατηρήσει κάποτε ότι ο Ντίκενς δεν διέπρεψε απλώς στη δημιουργία χαρακτήρων, αλλά στη δημιουργία χαρακτήρων «μεγαλύτερης έντασης από τα ανθρώπινα όντα». Όπως επίσης θα συνέβαινε αργότερα με τη Νέα Υόρκη, το Παρίσι, τη Ρώμη ή και το Γκόθαμ Σίτι, έτσι και στην περίπτωση του Ντίκενς, ένας βασικός «χαρακτήρας» αρκετών έργων του ήταν η ίδια η πόλη στην οποία αυτά διαδραματίζονταν: το σκοτεινό και ομιχλώδες βικτοριανό Λονδίνο.

Σε αρκετά λεξικά εξάλλου, βρετανικά και όχι μόνο, θα βρει κανείς και τον όρο «ντικενσιανός». Περιγράφει –τι άλλο– καταστάσεις ακραίας φτώχειας και ανέχειας, σε πόλεις με έντονη κοινωνική ανισότητα. Λίγοι συγγραφείς έχουν αποκτήσει μετά θάνατον τόση επιρροή, ώστε το όνομά τους και μόνο να παραπέμπει σε μια γενικότερη κοινωνική ή ψυχική συνθήκη – ο Κάφκα είναι ένας από αυτούς. Όπως βέβαια συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, για να προσεγγίσει ένα τέτοιο επίπεδο υστεροφημίας, ο Ντίκενς αφοσιώθηκε στην τέχνη του και δούλεψε σκληρά – ο ακραία έντονος ρυθμός της καθημερινότητάς του επιβάρυνε την υγεία του και ίσως να τον έφερε πιο κοντά στο τέλος. Στα έργα του, πάντως, δεν άφηνε πολλά στην τύχη. Οι χαρακτήρες του, εκτός των άλλων, είχαν προσεκτικά επιλεγμένα, αλησμόνητα ονόματα. Η γλώσσα του Ντίκενς συνδύαζε το μελοδραματικό στοιχείο με τις περιγραφές ζοφερών αστικών τοπίων, αλλά και με τη διάλεκτο Cockney, των λαϊκών στρωμάτων της Αγγλίας, που την γνώριζε καλά. Το τελικό αποτέλεσμα δεν άρεσε σε όλους τους ομοτέχνους του – ο Όσκαρ Ουάιλντ είχε επικρίνει κάποια έργα του Ντίκενς για υπέρμετρο συναισθηματισμό. Ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, από την άλλη, πίστευε σύμφωνα με κάποιες πηγές ότι οι «Μεγάλες Προσδοκίες» ήταν ένα έργο ικανό να προκαλέσει περισσότερες ταραχές και από το «Κεφάλαιο» του Μαρξ.

Κάρολος Ντίκενς: Ο μυθιστοριογράφος της βικτωριανής Αγγλίας-3
Σκηνή από θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος Ιστορία δύο πόλεων της δεκαετίας του 1930 (General Photographic Agency/Getty Images/ Ideal Image).

Τον θαύμαζαν ο Ντοστογιέφσκι και ο Ιούλιος Βερν, ενώ ο Βαν Γκογκ είχε αντλήσει έμπνευση από τα μυθιστορήματά του.

Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι τόσοι ομότεχνοί του, σύγχρονοι ή μεταγενέστεροι, καταπιάστηκαν με το έργο του αρκεί για να τεκμηριώσει τη λογοτεχνική παρακαταθήκη του. Λέγεται ότι τον θαύμαζαν ο Ντοστογιέφσκι και ο Ιούλιος Βερν, ενώ, σύμφωνα με μια μελέτη του Μάικλ Χόλινγκτον για την πρόσληψη του Ντίκενς στην Ευρώπη, ο Βαν Γκογκ είχε αντλήσει έμπνευση από τα μυθιστορήματά του για κάποιους από τους πίνακές του – η «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» μάλιστα άρεσε ιδιαίτερα στον Ολλανδό ζωγράφο και φαίνεται πως με έναν τρόπο περιόριζε τις αυτοκτονικές του τάσεις. Στις δεκαετίες μετά τον θάνατο του Ντίκενς, ένας από τους υπεύθυνους της ανανέωσης του ενδιαφέροντος της λογοτεχνικής κριτικής για το έργο του ήταν ο Τζορτζ Όργουελ, ενώ ο Σεργκέι Αϊζενστάιν, σε ένα διάσημο δοκίμιό του που δημοσιεύθηκε το 1944, αναφέρθηκε στην επίδραση που άσκησε η τεχνική των παράλληλων αφηγήσεων του «Όλιβερ Τουίστ» στον κινηματογράφο.

Κάρολος Ντίκενς: Ο μυθιστοριογράφος της βικτωριανής Αγγλίας-4
Ο Κάρολος Ντίκενς στο γραφείο του σπιτιού του γύρω στο 1860 (Epics/Getty Images/ Ideal Image).

Σήμερα, μπορεί κανείς να επισκεφθεί το σπίτι του Ντίκενς, στο νούμερο 48 της οδού Ντάουτι, στο Λονδίνο. Χειρόγραφά του φυλάσσονται στο μουσείο Victoria & Albert, ενώ δεν σπανίζουν και οι σχετικές αναμνηστικές επέτειοι, με πιο χαρακτηριστική εκείνη για τα 200 χρόνια από τον θάνατό του, που συμπληρώθηκαν το 2012. Σύμφωνα με το BBC, τα μυθιστορήματά του έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο εκατοντάδες φορές και ειδικά η «Χριστουγεννιάτικη ιστορία», όπως υποστηρίζουν ορισμένοι μελετητές, επηρεάζει μέχρι τις ημέρες μας την εικονογραφία και τον τρόπο εορτασμού των Χριστουγέννων. Ίσως λοιπόν εκείνη η προσέγγιση του Κάρολου Ντίκενς με σύγχρονους όρους να μην είναι τόσο αδόκιμη τελικά, στο βαθμό που ένα μέρος του σύγχρονου πολιτιστικού τοπίου, κάτι σημαντικό του οφείλει. Ενδεικτικά, ο βρετανός ηθοποιός Σάιμον Κάλοου έγραφε για τον Ντίκενς στον Guardian το 2012 ότι «από τη στιγμή που άρχισε να γράφει, μίλησε για τον κόσμο, και ο κόσμος τον αγάπησε για αυτό». Και ο συμπατριώτης του και συγγραφέας Φίλιπ Γουόμακ συμπλήρωνε την ίδια χρονιά, στην Telegraph, ότι «σήμερα δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς από τον Ντίκενς. Όχι ότι υπήρχε ποτέ μεγάλη πιθανότητα για κάτι τέτοιο. Έχει μια βαθιά, ιδιαίτερη επιρροή πάνω μας».
Νικόλας Ζώης

Κάρολος Ντίκενς: Ο μυθιστοριογράφος της βικτωριανής Αγγλίας-5
Εξώφυλλο της έκδοσης του 1911 της Χριστουγεννιάτικης ιστορίας (Pierce Archive LLC/Buyenlarge via Getty Images/ Ideal Image).

Κάθε άξιος μυθιστοριογράφος –κι αν ακόμη δεν το έχει συνειδητοποιήσει– με την αντικειμενική απεικόνιση της κοινωνίας του γίνεται τιμητής, αφού καμιά κοινωνία δεν κατόρθωσε ακόμη να γίνει παράδεισος για τα μέλη της: Η Ερριέτα Μπίτσερ-Στόου, με την «Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά», ξεσήκωνε τις Ηνωμένες Πολιτείες για μια ανθρωπινότερη μεταχείριση στους μαύρους. Ο Ντίκενς, με τα μυθιστορήματά του, αποκάλυπτε τη σκληρότητα της αγγλικής κοινωνίας στους εργαζομένους ανηλίκους. Ο Ντοστογιέφσκι, με τις «Αναμνήσεις απ’ το σπίτι των πεθαμένων», κατάγγελνε στην παγκόσμια κοινή γνώμη τη μαρτυρική ζωή των φυλακισμένων στα κάτεργα της Σιβηρίας.

Τάσος Αθανασιάδης, Η Καθημερινή, 26 Ιανουαρίου 1979

«Δεύτερη ανάγνωση» για τον Τσαρλς Ντίκενς

Η διαφορά της βιογραφίας από την αυτοβιογραφία είναι ότι στην πρώτη περίπτωση η πραγματικότητα ανασυντίθεται πιο επώδυνα και στη χειρότερη περίπτωση επινοείται. Οι σοβαρές απόπειρες συγγραφής βιογραφιών μπορούν να διαφέρουν μεταξύ τους όσο η μέρα και η νύχτα. Από τη μια μεριά οι αντικειμενικοί αφηγητές της ζωής ενός σημαίνοντος προσώπου και από την άλλη οι συγγραφείς που πλουτίζουν την αφήγησή τους, αποκομίζουν συμπεράσματα, συνθέτουν φανταστικούς διαλόγους με το βιογραφούμενο πρόσωπο.

Ανάμεσα σ’ εκείνους που διανθίζουν την αφήγηση, προσδίδοντας γλαφυρότητα στην επιστημοσύνη, είναι ο Πίτερ Ακρόιντ, βιογράφος του Τσάτερτον, του Τ. Σ. Έλιοτ, του Όσκαρ Ουάιλντ και πρόσφατα του Τσαρλς Ντίκενς. Ας μην ξεχνάμε πως ο Ακρόιντ είναι συγγραφέας με κύρος και αναμφισβήτητη ικανότητα να προσδίδει ζωντάνια στις μυθιστορηματικές του βιογραφίες.

Η βιογραφία του Ντίκενς απλώνεται σε 1.236 σελίδες, έχει το μέγεθος λεξικού! Η διεξοδική μελέτη και η εγκυρότητα των πηγών την τοποθετούν στο κέντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος. Χωρίς να είναι «οριστική» –ποια βιογραφία, άλλωστε, μπορεί να θεωρηθεί οριστική;– η έκδοση προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες, φανερώνει κρυφές πτυχές της ζωής του Ντίκενς χωρίς διάθεση σκανδαλοθηρίας, αλλάζει δραματικά το τοπίο των σπουδών του Ντίκενς μετά την πρώτη «αντικειμενική» απόπειρα βιογραφίας από τον Τζον Φόστερ.

Κάρολος Ντίκενς: Ο μυθιστοριογράφος της βικτωριανής Αγγλίας-6
Ο Κάρολος Ντίκενς με την οικογένειά του και φίλους στην είσοδο του σπιτιού του στο Κεντ, γύρω στο 1860 (Kean Collection/Getty Images/ Ideal Image).

Βασιλικές τιμές

Όταν πεθαίνει στις 9 Ιουνίου του 1870, ο Τσαρλς Ντίκενς είναι εξίσου διάσημος με τη βασίλισσα Βικτόρια. Η κηδεία του είναι μεγαλοπρεπής. Η σορός του εκτίθεται επί δύο ημέρες για προσκύνημα στο αββαείο του Ουεστμίνστερ.

Ποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι το φιλάσθενο αγόρι που τριγύριζε στις φτωχογειτονιές του Λονδίνου θα περπατούσε σε τόσο διαφορετικούς δρόμους; ∆ώδεκα χρονών έβρισκε το μοναδικό του καταφύγιο στα βιβλία και άρχιζε πρόωρα την επαγγελματική του ζωή σε εργοστάσια. Αυτός ο υπερευαίσθητος αιθεροβάμων μεταμορφώθηκε γρήγορα σε φιλόδοξο δανδή, αιχμηρό δημοσιογράφο, συγγραφέα «μεγάλων προσδοκιών».

Αεικίνητος, δραστήριος, πολυάσχολος, ο Ντίκενς «είχε όλα τα ταλέντα εκτός από την ανάπαυση». Στο περιθώριο της συγγραφικής του απασχόλησης ζούσε με φρενήρεις ρυθμούς: ίδρυσε και διηύθυνε εφημερίδες, έγραψε άρθρα, ανέβασε θεατρικά έργα, οργάνωσε αναγνώσεις των έργων του, ταξίδευσε στην Αγγλία αλλά και την Αμερική, την Ιταλία, την Ελβετία, τη Γαλλία. Καυτηρίασε με όλους τους τρόπους την κοινωνική αδικία, τον τεχνητό πολιτισμό. Ωστόσο, ο «ιδιωτικός» Ντίκενς είναι απροσδόκητος: το 1836 παντρεύτηκε την Κάθριν Χόγκαρτ, απέκτησε εννέα παιδιά και δεν δίστασε, στα 45 του χρόνια, να εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία για μια 18χρονη ηθοποιό. Εγωιστής και συγκεντρωτικός στα θέματα εξουσίας, ο Ντίκενς απαιτεί να έχει τον τελευταίο λόγο, τσακώνεται με τους εκδότες του, κάνει απεργία και αρνείται να παραδώσει τα μηνιαία επεισόδια του Όλιβερ Τουίστ! Πίσω από την ανάγκη του για στρατιωτική τάξη, ο αναγνώστης θα διακρίνει έναν αγέρωχο, αδάμαστο, δύσκολο χαρακτήρα.

Η Καθημερινή, 31 Αυγούστου 1993

Η πνευματική στράτευσις του συγγραφέα και το χρέος του στην αντικειμενικότητα

Υπάρχει, έξω απ’ όλες τις άλλες στρατεύσεις του συγγραφέα (που στις εκζητημένες αποχρώσεις των νοημάτων τους και στις εκλεπτύνσεις των αποχρώσεων αυτών, δεν παύουν πολλοί να επιδίδωνται με ασυναγώνιστη έλλειψη σοβαρότητος και με μοναδικό αποτέλεσμα την αποστράτευση του ενδιαφέροντος του αναγνώστη για όλ’ αυτά), υπάρχει και η στράτευσις εκείνη, που θα έλεγε κανείς, πως σ’ αυτήν κυριολεκτείται το βαθύ ανθρώπινο νόημα με το οποίον αυτοπροικίζεται η μοίρα του άξιου συγγραφέα.

Την στράτευση αυτή θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε: επιστράτευση των διανοητικών και ψυχικών του δυνάμεων, για την διαφύλαξη και ενδυνάμωση των πρωταρχικών απαιτήσεων της πνευματικής φύσης του ανθρώπου, που συνιστούν τη μόνη «ανάγκη» που δεν υποφέρει κανείς, αλλά που θεληματικά δημιουργεί: την επιθυμία για περισσότερη ευτυχία, που είναι πάθος για περισσότερη αγάπη. Η στράτευσις αυτή, που σκοπόν έχει να φέρη τους ανθρώπους πολύ κοντά στο μοναδικό νόημα της ζωής τους και στην καυτερή ουσία των υψηλών εφέσεων της ψυχής, είναι στράτευσις καθαρά πνευματική, χωρίς, και την παραμικρότερην, έστω, υποψία ιδεολογικού φανατισμού. Αν και αγωνίζεται για ιδέες, δεν επιδίδεται σε μικρολογία για τις ιδέες. Για τούτο και δεν έχει τίποτε από ιδεολογία. Και είναι πνευματική, όχι επειδή μεταχειρίζεται το πνεύμα για τους σκοπούς της. (Και η ιδεολογία, τι άλλο κάνει από κατάχρηση πνεύματος για να επιτύχη τους στόχους της…) Είναι πνευματική η στράτευσις αυτή, διότι έχει, πάντοτε, μπροστά της ολόκληρο τον άνθρωπο, την ενιαία και αδιαίρετη εικόνα της ουσίας του, ολόκληρη τη μοίρα του και την τραγωδία της, κι όχι μία πλευρά του, που είναι το εύθραυστο κάτοπτρο των κοινωνικών σχέσεων όπου ζη, έτοιμο πάντα να σπάει μόλις οι κοινωνικές αυτές σχέσεις μεταβληθούν.

Κάρολος Ντίκενς: Ο μυθιστοριογράφος της βικτωριανής Αγγλίας-7
Ο Κάρολος Ντίκενς σε προχωρημένη ηλικία (Alamy/Visual Hellas.gr).

Η στράτευσις αυτή δεν τοξεύει αιτήματα των καιρών, αλλά τα αιτήματα της ψυχής. Και είναι γνωστό από την δραματικήν εμπειρία της ανθρώπινης ζωής, ότι τα αιτήματα των καιρών ποτέ δεν κατορθώνουν να εκφράσουν ανόθευτα και ειλικρινά τα αιτήματα της ψυχής. Και τούτο, διότι τα μεν πρώτα ακολουθούν την τροχιά της κοινωνικής ζωής (ανίατα νοθευμένης από το στυχνό συμφέρον και τον λιγόψυχον καιροσκοπισμόν), τα δε δεύτερα την πορεία της εσωτερικής ζωής (πάντοτε απαιτητικής για έναν υψηλό βαθμό καθαρότητας και γενναιότητας). Κι αν, κάποτε, δείχνουν ότι συλλαμβάνουν κάτι από την αθάνατη ουσία των δεύτερων και διεκδικούν την γενική κατάφαση, αλλά και την προεξόφληση ότι και το πιο απόμακρο μέλλον θα λέει «ναι» σ’ αυτά, το κάνουν, περισσότερο, για να τα ψευτίσουν.

Ο «Όλιβερ Τουίστ» του Καρόλου Ντίκενς είναι ένα τέτοιο έργο πνευματικής στρατεύσεως. ∆εν γράφηκε για να υπηρετήση ένα κοινωνικό κίνημα ενταγμένο στα πλαίσια μιας ωρισμένης εποχής, αλλ’ αντίθετα: δημιουργήθηκε για ν’ αποτελεί, σ’ ένα μακρό διάστημα χρόνου (που τα όριά του μπορεί να εγγίσουν κάποτε τα όρια της αθανασίας), την παλλόμενη υπόμνηση για την ανθρώπινη ψυχή, ότι όσες φορές πέφτει αυτή και ατροφεί, οφείλει ν’ ανορθώνεται ξανά, με τις ίδιες αυτές δυνάμεις που φυλάγει μέσα της και που δεν είναι άλλο από τον πόθο της να ξεπερνά πάντα τα χαμηλά επίπεδα ύπαρξης, όπου την αναγκάζουν να ζη παράγοντες ξένοι προς τους νόμους της εσωτερικής της ζωής.

Μία από τις λακωνικώτερες και ουσιαστικώτερες γνώμες για τον Ντίκενς είναι, ότι με το έργο του «αγωνίστηκε για την εξημέρωση των ανθρώπων». Λοιπόν, να όλο το περιεχόμενο της πνευματικής στρατεύσεως: το δεσπόζει η καθολική εκείνη μέριμνα για τον άνθρωπο, στην ευρύτερη έννοια της ανθρωπιάς του, γιατί στην εξημέρωση αυτή περιλαμβάνονται και η κοινωνική δικαιοσύνη και η ισότητα στην κατανομή των υλικών και πνευματικών αγαθών και το δικαίωμά του στον σεβασμό της ζωής και της αξιοπρέπειας της ζωής αυτής.

Κάρολος Ντίκενς: Ο μυθιστοριογράφος της βικτωριανής Αγγλίας-8
Εικονογράφηση του 19ου αιώνα για το βιβλίο Barnaby Rudge του Ντίκενς (Sepia Times/Universal Images Group via Getty Images/ Ideal Image).

Συστατικά και απαραίτητα στοιχεία της εξημερώσεως αυτής είναι όλα τούτα. Και, ενώ το καθένα είναι δυνατόν να γίνεται το λάβαρο και ο σκοπός ενός κοινωνικού αγώνος, ενός κινήματος μέσα σε ωρισμένα χρονικά όρια (και με μέσα παρμένα από την κοινωνική ιδιομορφία της εποχής), όλα μαζί, αλλά και το καθένα χωριστά, είναι απολύτως δυνατόν ν’ αποτελούν το ιδανικό πλήρωμα της πνευματικής στρατεύσεως. ∆ιότι, από τον τρόπο που προβάλλονται τα αιτήματα για μια ανθρωπινώτερη κοινωνική ζωή, περιβάλλονται αυτόματα, μαζί με την κοινωνική σκοπιμότητα, και την πνευματική εκείνη ισχύ για να γίνουν αρχές ανθρώπινης ζωής για κάθε περίσταση. Και, αν θα χρειαζόταν στο σημείο αυτό περισσότερη επιμονή, θα λέγαμε ότι, ανάλογα με την καθαρότητα και την ειλικρίνεια με τις οποίες αντικρύσθηκαν και πραγματώθηκαν, κάθε φορά, τα αιτήματα της κοινωνικής ζωής (δηλ. το αίτημα της δικαιοσύνης και το αίτημα για τον σεβασμό της ζωής και της τιμής της)· ανάλογα με την δύναμή τους να γίνωνται, πότε αιτήματα μιας ωρισμένης εποχής, και πάντα πνευματικά καθολικά ανθρώπινα αιτήματα, μπορούν ν’ αποτελέσουν το περιεχόμενο και τον αιώνιο στόχο της πνευματικής στρατεύσεως.

Ο Ντίκενς, λοιπόν, είναι ένας πνευματικά στρατευμένος συγγραφέας. Σ’ έναν αιώνα, όπου η αδικία ήταν ο κύριος ρυθμιστής της ζωής, και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια ήταν ένα πράγμα που αγοράζονταν πάμφθηνα, γιατί πουλιώταν με ανθρώπινο αίμα, ώρμησε ο Ντίκενς κατεπάνω στη ζωή του αιώνα αυτού, και της έμπηξε με ένα πάθος σφοδρά στην αστείρευτη ειρωνεία και στον σαρκασμό του, το νυστέρι της κριτικής που με ανήλεον τρόπο ξεχωρίζει τις σάπιες σάρκες, τις πετά, για να προφυλάξη από την σήψη ό,τι έμεινε αλώβητο.

Κάρολος Ντίκενς: Ο μυθιστοριογράφος της βικτωριανής Αγγλίας-9
Πρωτότυπο χειρόγραφο του Ντίκενς από τον Όλιβερ Τουίστ (Bridgeman via Getty Images/Ideal Image).

Κτύπησε την κακία, την ιδιοτέλεια, την υποκρισία και κράτησε παράμερα, ύστερ’ από το έργον του καθαρμού, την δικαιοσύνη, την αξιοπρέπεια, την αγάπη, μ’ έναν λόγο: ανέβασε σε βάθρο την τιμή της ανθρωπότητας και την προσκύνησε. Σ’ όλο του το έργο, και ιδιαίτερα στο «Όλιβερ Τουίστ», στάθηκε, όχι ο κοινωνικός, αλλ’ ο πνευματικός αγωνιστής. Αδιάφορος για την πολιτική συγκρότηση της κοινωνίας του, είδε μόνον το κακό που έκρυβε αυτή, για τον άνθρωπο γενικά. Οι κοινωνικές αδικίες της εποχής του έλαβαν στα μάτια του την καθολική εικόνα της ανθρώπινης αδικίας. Κι’ αυτήν αποφάσισε να κτυπήση. Και από την πλευράν αυτή, είναι ένας πνευματικά στρατευμένος συγγραφέας.

Αλλά, ύστερα απ’ αυτά, γεννιέται το ερώτημα: για τον υψηλό και καθολικά ανθρώπινο στόχον εις τον οποίον εσκόπευσε με τόση επιτυχία, εδικαιούτο, σαν συγγραφέας, να παραμερίση το χρέος της αντικειμενικότητος που έχει κάθε άξιος συγγραφέας προς τη ζωή και προς τους ανθρώπους που τους κάνεις ήρωες του έργου του; Και συγκεκριμένα: εδικαιούτο στον «Όλιβερ Τουίστ», σ’ ένα έργο ρωμαλέου ήθους και ηρωικώτατου πνευματικού αγώνα (αγώνα για τα ιερά της ανθρωπότητας) να μεροληπτήση εις βάρος μερικών ηρώων που εκπροσωπούσαν την αρρωστημένη μορφή του καιρού του, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τους αποψιλώση από κάθε ίχνος ανθρωπιάς κι’ από κάθε ελπίδα να γίνουν, κάποτε, κι αυτοί άνθρωποι;

Είχε το δικαίωμα ο Ντίκενς να τονίση με τόσο ζωηρά χρώματα τους κακούς ήρωες, να τους βάψη την ψυχή κυριολεκτικά μέσα στην πίσσα της κόλασης, για να εξάρη με τον τρόπον αυτόν και να χτυπήση, εν μεγεθύνσει, το απόστημα της εποχής του, την βαρβαρότητά της; Αλλά, και για τον άλλον κύριον, επίσης σκοπό, να εξυψώση ό,τι έλειπε ή υπήρχε ελάχιστο στην εποχή αυτή: την εξευγενισμένη ανθρώπινη φύση που οδεύει στην ολοκλήρωσή της, από τις ατραπούς της αγάπης και της ευγένειας;

Νομίζουμε πως όχι. Το χρέος του προς την αντικειμενικότητα θα ήταν δυνατόν να τον προφυλάξη από το να γίνη ένας υπερβολικά ανηλεής μαστιγωτής του κακού. Τα κοινωνικά ιδεώδη της δικαιοσύνης και της δίκαιης και αξιοπρεπούς ζωής που δοκιμαζόταν, δεν θα έπρεπε να τον μεταβάλουν σ’ έναν κοινωνικό υποφήτη που φέρεται προς τους κακούς με κείνην, ακριβώς, την σκληρότητα που αυτός καταδικάζει και αναθεματίζει στα πρόσωπά τους.

Αν εξεπλήρωνε το βαθύτερο χρέος του προς την αντικειμενικότητα ως συγγραφέως, πρώτο θα τον κρατούσε αυστηρά μέσα στα όρια της πνευματικής στρατεύσεως, και λιγώτερο μέσα στα όρια μιας κοινωνικής αποστολής.

Στην περίπτωση αυτή, την κακία θα την έβλεπε εξ ίσου αυστηρά, θα την κατεδίκαζε, δεν θα την αντίκρυζε, όμως, σαν ένα στοιχείο αποσυνθέσεως και φθοράς. Θα της άφινε το προνόμιο ενός ισορροπητικού ρόλου, όταν αυτή, σ’ αντίθεση ερχομένη προς τις αγαθές εφέσεις της ψυχής, την αναγκάζει, με σκληρόν αγώνα προς τον εαυτό της, να βγαίνη νικήτρια, με το κακό δαμασμένο στα πόδια της. Αυτό, ένας αντικειμενικός συγγραφέας, δεν μπορεί παρά να το τονίση· αλλά, για τούτο, προσέτι, χρειάζεται μια σχετικιστική όρασις. Η καταδίκη του κακού είναι χρέος του, αλλά χρέος του είναι, συνάμα, παρ’ όλη την καταδίκη αυτή, να το εντάξη, με τον τρόπο της τέχνης του (κι όχι ποιητική αδεία) αλλά με πνευματική πειστικότητα στις αρνητικές εκείνες αξίες της ζωής που σκοπόν έχουν να ισχυροποιούν τις θετικές.

Υπάρχει μια βαθύτερη αντικειμενικότητα, που βλέπει πέρα από κάθε κακία, ή μάλλον, που βλέπει στην κακία αυτή ένα μέγεθος ισορροπίας, αλλά και την ελπίδα και τον πόθο για την αυτοϋπέρβασή της, με σαφή πορεία προς το καλόν.

Ας θυμηθούμε στον «Όλιβερ Τουίστ», έναν κεντρικό ήρωα: τον Εβραίο Φάγκιν, τον εκμεταλλευτή των αθώων μικρών ψυχών που, προκειμένου να πλουτίση τα συρτάρια του με μερικά μεταξωτά μαντήλια, στρέβλωνε, με σατανική χαρά, τις μικρές τούτες ψυχές και τις έζευε στο μαύρο άτι του κακού. Με πόση επιμονή σκύβει ο Ντίκενς πάνω στο πρόσωπο αυτό, με πόσους ατέλειωτους κύκλους τον πολιορκεί και τον πολιορκεί, σε τι κατάμαυρη πίσσα δεν εβύθισε την ψυχή του ανθρώπου αυτού, και τι αποχρώσεις μαύρου δεν εβρήκε η παλέττα του για να χρωματίζη την ψυχή του στις διάφορες φάσεις της ζωής της…

∆εν υπάρχει οίκτος για τον Φάγκιν. Θα πη κανένας: αλλά και ο Φάγκιν για κανένα δεν έχει οίκτο. Ναι, αλλ’ εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο Φάγκιν είναι σαν ένα φυσικό φαινόμενο. Γεννήθηκε, από προσταγή της φύσης, με το κακό μέσα του. Έργον του άξιου συγγραφέα είναι να πάρη το φυσικό τούτο φαινόμενο κάτω από την προστατευτική ωλένη του πνεύματος, και να δη αν μπορή να το μεταβάλη σε πνευματικό φαινόμενο ή, πάντως, σε φαινόμενο που να ορίζεται από πνευματική νομοτέλεια, από την συνείδηση ενός προορισμού.

Κάρολος Ντίκενς: Ο μυθιστοριογράφος της βικτωριανής Αγγλίας-10
Χαρακτικό του Γκιστάβ Ντορέ που απεικονίζει τις φτωχογειτονιές του Λονδίνου κατά τον 19ο αιώνα (Alamy/Visual Hellas.gr).

Κι’ όταν, λοιπόν, αυτός ο Φάγκιν, από στιγμή σε στιγμή, πρόκειται να κρεμασθή, για να πληρώση, και τότ’ ακόμα ο Ντίκενς τού αφαιρεί κάθε δυνατότητα ανθρωπιάς. Την στιγμή που ο καθένας ξεύρει, ότι μπροστά στον θάνατο και ο χειρότερος κακούργος νοιώθει αλλαγμένος από την προσέγγιση του φρικτού αγνώστου, και μένει με την ψυχή ανοιγμένη σ’ άλλους ανέμους, που την κάνουν να κτυπά με έναν τρόπο αλλοιώτικο και που αυτή, με εσώτατη ευφροσύνη, αρέσκεται να σκύβη ακούγοντας, ο Ντίκενς μάς έδωσε ένα θηρίο που μαίνεται ασταμάτητα, και που μονάχα οι σπασμοί ενός μίσους άσβεστου είναι η ύστατη συνείδηση ενός ανθρώπου που σβήνει.

Ο Ντίκενς, εδώ, δεν ξέφυγε από τα όρια ενός κοινωνικού αναμορφωτού, που με την κτυπητή και επίμονη έξαρση ενός ανθρώπινου ελαττώματος, σκοπεύει να μεταβάλη το μίσος προς το ελάττωμα αυτό, σε μια μορφή ανθρώπινης αρετής.

Πάντως, εδώ, δεν βλέπουμε την αντικειμενικότητα εκείνη που θα επέτρεπε να μιλήσουμε για υψηλήν πνευματική στράτευση.

Από την άλλη μεριά, πάλιν, ιδού πώς μιλάει για τους καλούς ήρωες του έργου του. Γράφει στο τέλος των σελίδων: «Θα ήθελα ν’ αργοπορήσω λιγάκι ακόμα ανάμεσα σ’ αυτά τα πρόσωπα που μαζί τους έζησα τόσον καιρό, και να μοιραστώ την ευτυχία τους, δοκιμάζοντας να την περιγράψω…».

Βλέπουμε κι εδώ τον συγγραφέα που εξαίρει την αρετή με τέτοιο πάθος, ώστε να κεντά το φιλότιμο των ανθρώπων με το να τους λέη για το υψηλό προνόμιο που θα είχαν ν’ ανήκουν στην συντροφιά του, και με το πρόσθετο προνόμιο να γίνουν το αντικείμενο της έξοχης περιγραφής του…

Του Αμ. Α. Παπαβασιλείου, Η Καθημερινή, 3 Αυγούστου 1963

Ο Κάρολος Ντίκενς και ο κόσμος του

Η εύθυμη Αγγλία του Πίκγουηκ που ο Κάρολος Ντίκενς είχε αγαπήσει, που ήταν μαζί πρακτική και ρομαντική, γεμάτη χαρακτήρα και χρώμα, είχε αρχίσει να βυθίζεται στη βροχή και στην ομίχλη του Bleak House και των ∆ύσκολων Καιρών, στη σκοτεινή άβυσσο του βιομηχανικού συστήματος μέσα στην οποία καταποντίζονταν και οι ήρωές του. Oι φαντασιώσεις και οι μονομαχίες που εδυνάστευαν πολλούς απ’ αυτούς σαν άρχισαν να δυναστεύουν και τον ίδιο. Η δυστυχής οικογενειακή του ζωή και η πολιτική και κοινωνική κατάσταση της Βικτωριανής Αγγλίας τον εβύθιζαν ολοένα και σε μεγαλύτερη απόγνωση. Είναι η στιγμή που ο Κάρολος Ντίκενς γράφει στο φίλο του και βιογράφο του Τζων Φόστερ – «αρχίζει να μου περνάει απ’ το μυαλό να πάω να πνιγώ στο γειτονικό κανάλι, να κόψω το λαιμό μου με το ξυράφι μου, να πάρω δηλητήριο, να κρεμαστώ απ’ την αχλαδιά του κήπου, να σκοτώσω τους εκδότες των βιβλίων μου, να τεθώ επικεφαλής μιας αιματηρής επαναστάσεως εναντίον των Ανακτόρων».

Με το πέρασμα του καιρού, τα βιβλία του γίνονται ολοένα πιο μελαγχολικά και πιο απαισιόδοξα και σα να είχε αρχίσει να τον κατέχει ένα εφιαλτικό αίσθημα ματαιότητας για το ίδιο το φαινόμενο της ζωής.

Η απόγνωσή του μεταβαλλόταν σε οργή και η οργή σε απελπισία.

Κάρολος Ντίκενς: Ο μυθιστοριογράφος της βικτωριανής Αγγλίας-11
Σελίδα τίτλου παλαιάς έκδοσης τoυ βιβλίου Our Mutual Friend (Bridgeman via Getty Images/Ideal Image).

Είχε αρχίσει να υποφέρει από αϋπνίες, στους δρόμους του νυχτερινού Λονδίνου όπου του άρεσε να περιπλανιέται του εφαινόταν ότι τον παρακολουθούσαν μυστηριώδη πρόσωπα που ήταν πεπεισμένος ότι ήταν δολοφόνοι, προσπαθούσε να διώξει απ’ τις σκέψεις του τα τυμπανιαία πτώματα που του εφαινόταν ότι επέπλεαν στον Τάμεσι, και στις διαλέξεις που έδινε, όπου εδιάβαζε αποσπάσματα από τα βιβλία του για να κερδίσει τα χρήματα που χρειαζόταν και για να λησμονεί τη μιαν απογοήτευση πίσω απ’ την άλλη – εδιάβαζε τις περισσότερες φορές σκηνές φόνων, μ’ ένα πάθος που έφτανε την υστερία.

Ο ίδιος αισθανόταν ότι οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν και ότι το τέλος του δεν απείχε πολύ.

«Θα ήταν ανοησία», γράφει ο Ντίκενς στην αδελφή της γυναίκας του, «να επίστευα ότι θα μπορούσα να έγραφα το έργο μου χωρίς να υποσκάψω την υγεία μου».

Λίγες μέρες αργότερα, στις 8 Ιουνίου 1870, την ώρα που κατέβηκε να δειπνήσει αισθάνθηκε μια φοβερή σκοτοδίνη, και την επαύριο ο Κάρολος Ντίκενς, ο μεγάλος συγγραφέας του ∆εκάτου Ενάτου Αιώνα, ξεψύχησε, σε ηλικία 58 χρονών. Τον έθαψαν στο Αββαείο του Ουεστμίνστερ.

Κάρολος Ντίκενς: Ο μυθιστοριογράφος της βικτωριανής Αγγλίας-12
Ο Κάρολος Ντίκενς διαβάζει στις κόρες του γύρω στο 1865 (The Print Collector via Getty Images/Ideal Image).

Οι ταχυδρομικές άμαξες και η ομίχλη του Νοεμβριανού Λονδίνου, τα κάλαντα και οι καμπάνες των Χριστουγέννων, οι πιέσεις της κοινωνίας και οι προσδοκίες των άλλων, οι δυνάμεις που συντρίβουν τους αθώους και που δυναστεύουν τους ανίσχυρους, οι θεσμοί που παρωδούνται με ανεξάντλητη εφευρετικότητα, το πικρό γέλιο που προκαλεί η ανθρώπινη περιπέτεια, τα ύποπτα πρόσωπα που έχουν πλησιάσει και κοιτάζουν απειλητικά από τα παράθυρα, η ανατριχίλα από τα βήματα των δολοφόνων, η ατμόσφαιρα της αναμονής και ο αέρας του μυστηρίου, το αίσθημα της απογοητεύσεως και το αίσθημα της επικείμενης καταστροφής, η χάρη των απλών πραγμάτων και η καλωσύνη των απλών ανθρώπων, η λυτρωτική δύναμη της ταπεινοφροσύνης, τα παιδιά που κλαίνε και το παρδαλό πλήθος που γεμίζει τους δρόμους, οι γριές που μας κοιτούνε απ’ τις γωνιές τους με αυστηρό και επιτιμητικό ύφος – ο βίαιος άνεμος της αδιαφορίας και της αλλαγής που παρασύρει τις έννοιες και διασκεδάζει τους φόβους, που πυκνώνει τα σύννεφα και κάνει πολύ πιο μελαγχολικό το σκοτεινό ουρανό, είναι το κοινωνικό κλίμα μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωές του.

Ενεχυροδανειστές, τοκογλύφοι, πενιχρά αμειβόμενοι μικροϋπάλληλοι που περνούν τη ζωή τους εμπρός σε ψηλά αναλόγια εμπορικών και δικηγορικών γραφείων, ανάλγητοι και σκληροί έμποροι που πίσω από τη μάσκα της ηθικής και της ευυποληψίας προσπαθούν να κρύψουν τη φοβερή απανθρωπία τους, διαψευσμένες φιλοδοξίες, εγκλήματα, εκκεντρικότητες, τρέλλα, μελοδραματισμοί, ανικανοποίητες και στριμμένες γεροντοκόρες, στενοκέφαλοι δικαστές και στρεψόδικοι δικηγόροι, πανδοχεία, ταχυδρομικές άμαξες, ομίχλη που μεταβάλλει σε φαντάσματα τα φανάρια των δρόμων, μισόγυμνοι και μεθυσμένοι που περιφέρουν την αθλιότητά τους στις φτωχογειτονιές του Βικτωριανού Λονδίνου – παντού η κωμικοτραγική πλευρά της ζωής και η οδυνηρή εμπειρία της ανθρώπινης περιπέτειας, η αδυναμία της επικοινωνίας, το εφιαλτικό αίσθημα της απογνώσεως και της μοναξιάς, η χάρη των απλών πραγμάτων και η καλωσύνη των απλών ανθρώπων, η λυτρωτική δύναμη της ταπεινοφροσύνης – ο βίαιος άνεμος της αδιαφορίας και της αλλαγής που φυσά ξαφνικά, άλλοτε για να διασκεδάσει τους φόβους και να διαλύσει τις έγνοιες και άλλοτε για να πυκνώσει τα σύννεφα και να κάμει πολύ πιο μελαγχολικό το σκοτεινό ουρανό.

Ο ίδιος είναι πάντα ο ποιητής του Βικτωριανού Λονδίνου, που περιγράφει με μελαγχολικά και ζοφερά χρώματα τις φτωχογειτονιές του, που αγανακτεί με τις αδικίες και τις ανισότητες της Βικτωριανής εποχής, που αισθάνεται απέραντη στοργή και συμπάθεια για τα δεινοπαθήματα των φτωχών και των δυναστευομένων, που εξοργίζεται εναντίον ενός συστήματος που έστελνε χιλιάδες παιδιών στα ανθρακωρυχεία, στα υφαντουργεία και στα εργοστάσια – εναντίον αυτών που αποζούσαν από το μόχθο των άλλων.

Το παρανοϊκό αίσθημα της εγκαταλείψεως από το οποίο κατέχονται όλοι σχεδόν οι παιδικοί ήρωες των μυθιστορημάτων του, από τον David Copperfield και τον Όλιβερ Τουίστ έως τον Πηπ των «Μεγάλων Προσδοκιών», φωτίζει βέβαια αρκετά τις συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες διαβιούσαν τα περισσότερα παιδιά των φτωχοτέρων τάξεων της Αγγλίας των αρχών του δεκάτου ενάτου αιώνα, αλλ’ όπως και νάναι, τα χρέη και οι φυλακίσεις του πατέρα του, το φάσμα των δανειστών, οι εξώσεις της οικογενείας, η θητεία του στο εργοστάσιο της Στραντ όταν ήταν ακόμη παιδί δώδεκα χρόνων, η εμπειρία του απ’ το σχολείο όπου εφοίτησε σε μιαν εποχή που οι σχολάρχες εμαστίγωναν τα παιδιά με το παραμικρότερο τον τραυμάτισαν και τον ετρόμαξαν και του έδωσαν από πολύ νωρίς μια γεύση της Βικτωριανής κοινωνίας για την οποία, όπως βλέπει κανείς σ’ ολόκληρο το έργο του, δεν αισθάνεται παρά φρίκη, περιφρόνηση και αποστροφή.

Κάρολος Ντίκενς: Ο μυθιστοριογράφος της βικτωριανής Αγγλίας-13
Πορτρέτο του Ντίκενς σε νεαρή ηλικία, λίγες ημέρες πριν δημοπρατηθεί από τον οίκο Sotheby’s. Το μουστάκι και τα ρούχα του δηλώνουν ότι το πορτρέτο αυτό φιλοτεχνήθηκε από τον Στίβεν Χαμπλ την εποχή που ο νεαρός Ντίκενς κυκλοφορούσε στο Λονδίνο ως ηθοποιός και ως θεατρικός συγγραφέας (AP Photo).

Πολλοί από τους ήρωές του, όπως έξαφνα ο Όλιβερ Τουίστ, διαφεύγουν από τα φτωχοκομεία που δεν παραλλάσσουν σε τίποτα από μια φυλακή, ίσα-ίσα για να γίνουν αιχμάλωτοι απατεώνων, πορνών και πορτοφολάδων και παντού σ’ ολόκληρο το τεράστιο έργο του –η αγανάκτηση που αισθάνεται για τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής του, η δύναμη με την οποία διακωμωδεί την ανθρώπινη συμπεριφορά και την ανθρώπινη φύση η ποίηση με την οποία περιγράφει την παιδική ηλικία, οι έμμονες ιδέες του για τις φυλακές και τους φυλακισμένους, για τους εγκληματίες, τους δημίους και τις εκτελέσεις, για τη βία, την αναρχία και την επανάσταση, η ματαιότητα της ανθρώπινης δραστηριότητας που καταπνίγεται μέσα στη γραφειοκρατική διαδικασία ενός απαρχαιωμένου νομικού συστήματος, το αίσθημα της απογοητεύσεως και το αίσθημα της επικείμενης καταστροφής, η έντονη αντίθεση ανάμεσα στο φως και στη σκιά, η σφοδρή σύγκρουση ανάμεσα στο καλό και στο κακό, στην αρετή και την κακία– παντού ο αγώνας του ατόμου εναντίον μιας κοινωνίας που με τις τάξεις, το χρήμα, τους θεσμούς και την ιεραρχία της το εδυνάστευε και το εκμεταλλευόταν.

[…]

Ο Τάμεσις είναι πάντα παρών, με όλο το βαθύ συμβολισμό του, μια μυστηριώδης και μαγική δύναμη που μεταβάλλει τη φυσική και χημική σύσταση των πραγμάτων, που σκουριάζει τα μέταλλα και σαπίζει τα ξύλα, που εξαφανίζει τα πειστήρια και καταργεί τις τάξεις, που εξομοιώνει τους θύτες και τα θύματα. Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να κρύψει η πλημμυρίδα ή τι μπορεί να φανερώσει η άμπωτις, τι πράγματα μπορεί να κρύβει ο σκοτεινός βυθός του.

Την ίδια συμβολική σημασία αποκτά και η ομίχλη που απλώνεται σ’ ολόκληρο σχεδόν το έργο του: Μεταβάλλει τις μορφές και τα σχήματα, εξαφανίζει τα αρχοντικά και σβήνει τα κωδωνοστάσια, κάνει τις τρώγλες να φαίνονται για αρχοντικά και τα αρχοντικά για τρώγλες, είναι αδύνατο να πη κανείς με βεβαιότητα τι ώρα δείχνουν τα ρολόγια των ∆ημαρχείων.

Το ίδιο και η προσπάθεια ν’ απαλλαγεί κανείς από τη μυρουδιά του αίματος και του λίπους που έρχεται από τα σφαγεία και την κρεαταγορά του Σμίθφηλντ – χωρίς να το κατορθώνει.

[…]

Από τον Ντοστογιέφσκυ έως τον Κάφκα, η σφραγίδα της μεγαλοφυΐας του έχει αποτυπωθεί σ’ ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία, και το έργο του, που ασκεί πάντα την ίδια μαγεία σ’ ένα παιδί και σ’ ένα φιλόσοφο, λογαριάζεται ισάξιο με το έργο του Σαίξπηρ. ∆εν ήταν τυχαίο ότι τον είχε μεταφράσει ο Παπαδιαμάντης.

Του Άλκη Αγγέλογλου, Η Καθημερινή, 25 ∆εκεμβρίου 1977

Η πόλη του Ντίκενς γίνεται πραγματικότητα

Απάντηση στον Ντίσνεϊ λένε ότι θα είναι το νέο θεματικό πάρκο που ανοίγει τον άλλο μήνα στο Κεντ της Αγγλίας. Αφιερωμένη στον Τσαρλς Ντίκενς, η βικτωριανή πόλη, που στήθηκε σε έκταση τεσσάρων ποδοσφαιρικών γηπέδων, θα είναι ένα ζωντανό παραμύθι που θα αναβιώνει τον ντικενσιανό κόσμο με τη συνδρομή της πιο σύγχρονης τεχνολογίας.

Ακόμη δημοφιλής

Σχέδιο που γεννήθηκε ως ιδέα πριν από 40 χρόνια, η πόλη του Ντίκενς γίνεται τώρα πραγματικότητα χάρη σ’ ένα τεράστιο πρόγραμμα επενδύσεων ύψους 62 εκατ. λιρών και με εγγυημένες προσδοκίες υψηλής επισκεψιμότητας. Οι οργανωτές υπολογίζουν να κεφαλαιοποιήσουν την αυξανόμενη δημοτικότητα των έργων του Ντίκενς, τα οποία έχουν ανανεώσει τη δεξαμενή του κοινού τους χάρη στο ΒΒC, που καταφεύγει με ασφάλεια στον βρετανικό 19ο αιώνα.

Μαζί με την προγενέστερή του Τζέιν Ώστιν, ο Τσαρλς Ντίκενς με τα πυκνά, αφηγηματικά γεμάτα κύριους και δευτερεύοντες χαρακτήρες μυθιστορήματά του, είναι πρώτη ύλη για το ΒΒC. Η πρόσφατη μεταφορά του “Τhe Βleak Ηouse” (παραγωγή που πουλήθηκε σε 24 χώρες) προκάλεσε αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τον Ντίκενς και κρίθηκε ως η βασική αιτία για την εκτόξευση των πωλήσεων τίτλων του Ντίκενς στο amazon κατά 160%! Με παγιωμένη την πεποίθηση ότι ο Ντίκενς είναι μια σταθερή αξία και όχι μόνο για τη Βρετανία, οι οργανωτές έστησαν μια απτή φαντασία σαν κινηματογραφικό πλατό, όπου οι επισκέπτες θα μπορούν να πλοηγηθούν κατά βούληση σαν να παίζουν ένα βίντεο γκέιμ.

Κάρολος Ντίκενς: Ο μυθιστοριογράφος της βικτωριανής Αγγλίας-14
Φεβρουάριος 1945. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν έχει ακόμα τελειώσει, αλλά ένας ερασιτεχνικός ντικενσικός θίασος τιμά την 133η επέτειο γέννησης του μεγάλου συγγραφέα, ανεβάζοντας Όλιβερ Τουίστ στην καρότσα ενός φορτηγού (AP Photo).

Βασική αρχή της Χώρας του Ντίκενς είναι η διασκέδαση. Ξεχάστε το Λονδίνο των ζητιάνων, της παιδικής εκμετάλλευσης, των πορτοφολάδων και της ανθυγιεινής διαβίωσης. Αυτά μπορείτε να τα βρείτε στον «Όλιβερ Τουίστ» ή στη «Μικρή Ντόριτ». Όχι στο νέο θεματικό πάρκο, όπου η σημειολογία του Ντίκενς απλώς ενισχύει την αίσθηση της ψυχαγωγίας. Το πάρκο σχεδιάστηκε από τους δημιουργούς του Santa World στη Σουηδία και θα προσφέρει ευκαιρίες για ψώνια, παιχνίδια, φαγητό και ξεγνοιασιά. Πολλοί άνθρωποι σε όλον τον κόσμο είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν γι’ αυτές τις βασικές απολαύσεις.

Η αύρα του Ντίκενς είναι η υπεραξία, το δέλεαρ, το φαντασιακό άλμα που είναι αναγκαίο για να λειτουργήσει συνεκτικά και συναισθηματικά ένα τέτοιο εγχείρημα. Στο Κεντ γίνεται για μία ακόμη φορά πράξη η σύμπλευση της κουλτούρας και της οικονομίας με σκοπό να ωφελήσει και τα δύο μέρη. Οι οργανωτές δυσανασχετούν όταν ακούν τους εύλογους (και καθόλου υποτιμητικούς είναι η αλήθεια) συνειρμούς που συνδέουν τη Χώρα του Ντίκενς με την Ντίσνεϊλαντ. Υποστηρίζουν ότι η ανασύνθεση του βικτωριανού Λονδίνου ήταν ένα λεπτομερέστατο, δαπανηρό και χρονοβόρο πλάνο που στηρίχτηκε στις συμβουλές ειδικών. Βασικός συνεργάτης ήταν η Dickens Fellowship.

Η αύρα του Ντίκενς είναι η υπεραξία, το δέλεαρ, το φαντασιακό άλμα που είναι αναγκαίο για να λειτουργήσει συνεκτικά και συναισθηματικά ένα τέτοιο εγχείρημα.

Ολυμπιακοί 2012

Η εικόνα του Ντίκενς ως ενός ποπ σταρ του 19ου αιώνα εξυπηρετεί ιδιαίτερα τους διοργανωτές. «Αν ο Ντίκενς ζούσε σήμερα, θα έγραφε σενάρια για τηλεοπτικά σίριαλ. Ήταν συναισθηματικός και του άρεσε να μιλάει στο πλατύ κοινό», λένε. ∆εδομένου, δε, ότι τα βιβλία του Ντίκενς, όπως οι «Μεγάλες Προσδοκίες», ο «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ» ή «Το Παλαιοπωλείο», αποτελούν κομμάτι της παγκόσμιας κουλτούρας, το νέο θεματικό πάρκο θα αντλεί λογικά σε καθημερινή φάση ένα ποσοστό από τους επισκέπτες του Λονδίνου. Το 2012, χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων στο Λονδίνο, είναι η επέτειος των 200 χρόνων από τη γέννηση του Ντίκενς. Ποιος θα το ’λεγε ότι ο μεγάλος βικτωριανός θα γινόταν μόδα τον 21ο αιώνα…

Του Νίκου Βατόπουλου, Η Καθημερινή, 19 Απριλίου 2007

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT