Σαν σήμερα: 9 Οκτωβρίου 1934 – Δολοφονούνται ο Αλέξανδρος Α΄ της Γιουγκοσλαβίας και ο Λουί Μπαρτού

Σαν σήμερα: 9 Οκτωβρίου 1934 – Δολοφονούνται ο Αλέξανδρος Α΄ της Γιουγκοσλαβίας και ο Λουί Μπαρτού

5' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λίγο πριν τις 4 το απόγευμα της 9ης Οκτωβρίου 1934, το γιουγκοσλαβικό πολεμικό «Ντουμπρόβνικ» προσδένεται στο λιμάνι της Μασσαλίας. Από αυτό κατεβαίνει ο βασιλιάς Αλέξανδρος Α΄ της Γιουγκοσλαβίας εν μέσω κανονιοβολισμών κα ενόσω ακούγονται οι εθνικοί ύμνοι της Γιουγκοσλαβίας και της Γαλλίας. Το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στο λιμάνι καλωσόρισε ενθουσιωδώς τον βασιλέα και ένα κοριτσάκι τού πρόσφερε λουλούδια. Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Λουί Μπαρτού συνόδευσε τον μονάρχη σε μια μαύρη καμπριολέ Delage και, συνοδεία αστυνομικών δυνάμεων, οι δύο άνδρες άρχισαν να κινούνται στους λιθόστρωτους δρόμους της πόλης.

Μόλις μερικά λεπτά αργότερα, ένας άνδρας άνοιξε πυρ κατά της πομπής: ο βασιλιάς Αλέξανδρος πέθανε ακαριαία, ο Λουί Μπαρτού τραυματίστηκε πάνω από τον αγκώνα, κοντά στη βραχιόνια αρτηρία, ενώ θανάσιμα τραυματίστηκε ο οδηγός του αυτοκινήτου, καθώς και τέσσερις παρευρισκόμενοι. Ο δολοφόνος, που αργότερα αποκαλύφθηκε ότι ήταν ο Βλάντο Τσερνοζέμσκι, τραυματίστηκε από το σπαθί ενός αστυνομικού και ποδοπατήθηκε από το πλήθος. Εν τέλει, ο Μπαρτού μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο αλλά κατέληξε μετά από ακατάσχετη αιμορραγία.

Η δολοφονία του Αλέξανδρου ερχόταν σε μια κρίσιμη στιγμή του Μεσοπολέμου, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο αιφνιδιαστική. Σημειώνοντας μεγάλες νίκες στους Βαλκανικούς Πολέμους, ο Αλέξανδρος, ως αντιβασιλέας της Σερβίας, ανακήρυξε την ίδρυση του βασιλείου των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων, που έμελλε να μετεξελιχθεί στη Γιουγκοσλαβία, την 1η Δεκεμβρίου 1918. Η διαμόρφωση ενός νέου σλαβικού κράτους είχε αποφασιστεί στην Κέρκυρα, όπου είχαν καταφύγει οι Σέρβοι για να ανασυνταχθούν κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, από Σέρβους και Κροάτες πολιτικούς τον περασμένο Ιούλιο. Έτσι κήρυξαν ανεξαρτησία από την Αυστρία στις 29 Οκτωβρίου 1919. Το νέο κράτος και τα σύνορά του αναγνωρίστηκαν κατά τη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων του 1919-20.

Το 1921 ο Αλέξανδρος έγινε βασιλέας και στις 28 Ιουνίου ορκίστηκε να διαφυλάξει και να τηρήσει το νέο σύνταγμα του κράτους που αργότερα έμεινε γνωστό ως Γιουγκοσλαβία. Αποτελείτο από τη Σερβία, το Μαυροβούνιο, την Κροατία, τη Σλοβενία, τη Δαλματία, τη Βοσνία, την Ερζεγοβίνη και από μέρη της Βόρειας Μακεδονίας. Λίγες ημέρες νωρίτερα, είχε παντρευτεί την πριγκίπισσα Μαρία της Ρουμανίας και προσπάθησε να ενοποιήσει τις διάφορες εθνοτικές ομάδες και τα πολιτικά κόμματα. Όμως, κάτι τέτοιο αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολο: ακόμη και την ημέρα που ορκίστηκε σχετικά με το σύνταγμα, έγινε μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Μέχρι τον θάνατό του, είχε γλιτώσει από 6 απόπειρες δολοφονίας. Μάλιστα, απέφευγε τις δημόσιες εμφανίσεις τις Τρίτες, καθώς αυτή την ημέρα της εβδομάδας είχαν πεθάνει τρία μέλη της οικογένειάς του. Συμπτωματικά, η 9η Οκτωβρίου, η ημέρα δηλαδή της δολοφονίας του, ήταν Τρίτη.

Η αιτία αυτών των αποπειρών μπορεί να αναζητηθεί στη δυσαρέσκεια των υπόλοιπων εθνοτικών ομάδων απέναντι στην πρωτοκαθεδρία των Σέρβων στην κεντρική κυβέρνηση, καθώς και στις συζητήσεις περί κροατικής αυτονομίας. Το 1928 ξέσπασαν βίαιες διαμαρτυρίες όταν εκλεγμένοι Κροάτες αντιπρόσωποι αποσύρθηκαν από το κοινοβούλιο. Τον επόμενο χρόνο, ένα συμβάν με πυροβολισμούς στη Βουλή οδήγησε τον Αλέξανδρο να αναστείλει την ισχύ του συντάγματος του 1921 και να επιβάλει στρατιωτική δικτατορία γνωστή και ως το «καθεστώς της 6ης Ιανουαρίου». Έτσι, ο βασιλιάς μπόρεσε να επιβληθεί επί του Γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού Κόμματος, όμως, ταυτόχρονα, άνοιξε τον δρόμο για τη δημιουργία του Κροατικού Επαναστατικού Κινήματος των Ούστασε (Ustaše, «επαναστάτης» στα κροατικά) υπό τον Άντε Πάβελιτς. Όταν το κίνημα τέθηκε εκτός νόμου από τον βασιλιά, οι ηγέτες του κατέφυγαν στη φασιστική Ιταλία, όπου δραστηριοποιούνταν κρυφά υπό την αιγίδα του Μπενίτο Μουσολίνι.

Στο μεταξύ, ο Αλέξανδρος ενέτεινε τις προσπάθειές του να ενοποιήσει τους υπηκόους του και άλλαξε το όνομα του κράτους σε Γιουγκοσλαβία στις 3 Οκτωβρίου 1929. Έθεσε εκτός νόμου κάθε κόμμα που βασιζόταν σε εθνοτικούς, θρησκευτικούς ή τοπικούς διαχωρισμούς και αναδιοργάνωσε την κρατική διοίκηση, τυποποίησε το νομικό σύστημα, τα σχολικά μαθήματα και τις εθνικές εορτές. Επίσης, ενέταξε τη Γιουγκοσλαβία σε δύο συμμαχίες, τη Μικρή Αντάντ (από κοινού με την Τσεχοσλοβακία και τη Ρουμανία) και τη Βαλκανική Συνεννόηση (με την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Ρουμανία). Μερικά χρόνια πριν, το 1931, είχε δημιουργήσει νέο σύνταγμα με το οποίο έδινε στον εαυτό του εκτελεστικές εξουσίες και νομιμοποιούσε έτσι το δικτατορικό καθεστώς.

Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Αλέξανδρος είχε πολλούς επικριτές. Η οικονομική κρίση είχε προκαλέσει μεγάλη λαϊκή δυσφορία, ενώ πολλοί ήταν εκείνοι που ζητούσαν την επιστροφή στους δημοκρατικούς θεσμούς. Φαίνεται ότι ο Αλέξανδρος σκεφτόταν σοβαρά την εγκαθίδρυση κάποιας μορφής κοινοβουλευτικής κυβέρνησης, όμως δεν πρόλαβε να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε αλλαγή.

Η δυσαρέσκεια απέναντι στο πρόσωπο του Αλέξανδρου δεν περιοριζόταν στους Γιουγκοσλάβους, αλλά επεκτεινόταν και στην Ιταλία και τον ίδιο τον Μπενίτο Μουσολίνι. Σε όλη τη δεκαετία του 1920, η φασιστική Ιταλία ανταγωνιζόταν τη Γιουγκοσλαβία υποστηρίζοντας ότι δεν της είχαν αποδοθεί τα εδάφη που της είχαν υποσχεθεί με τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1915. Οι αξιώσεις της επί μερών της σημερινής Σλοβενίας και της Κροατίας ακυρώθηκαν οριστικά στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων του 1919-20. Μάλιστα, προκειμένου να ενισχύσει τη θέση του ενάντια στην Ιταλία, ο Αλέξανδρος συνήψε συμμαχία με τη Γαλλία το 1927.

Έτσι, όταν το 1934 ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Λουί Μπαρτού κάλεσε τον βασιλιά Αλέξανδρο σε συνομιλίες προκειμένου να επιτευχθεί μια γαλλο-γιουγκοσλαβική συνεννόηση, η οποία με τη σειρά της θα άνοιγε τον δρόμο στον Μπαρτού να πετύχει μια ιταλο-γαλλική συμφιλίωση που θα μπορούσε να αποτελέσει ανάχωμα στη ναζιστική Γερμανία, φαίνεται ότι η αντίδραση της Ιταλίας ήταν άμεση. Ο κόμης Τσιάνο κάλεσε τον Άντε Πάβελιτς στη Ρώμη και κατέστρωσαν ένα σχέδιο δολοφονίας του βασιλιά Αλέξανδρου, συνυπολογίζοντας ότι η έκρυθμη κατάσταση στο εσωτερικό της Γιουγκοσλαβίας, σε συνδυασμό με τον θάνατο του μονάρχη, θα ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για να εξασφαλίσουν όσα απέδιδε στην Ιταλία η Συνθήκη του Λονδίνου. Ο κατάλληλος άνθρωπος για την εκτέλεση της επιχείρησης κρίθηκε ότι ήταν ο Βλάντο Τσερνοζέμσκι, μέλος των Ούστασε και της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ), μιας βουλγαρικής αντισερβικής αυτονομιστικής οργάνωσης. Άλλωστε, είχε ήδη διαπράξει πολλές πολιτικές δολοφονίες.

Οι στιγμές λίγο πριν και λίγο μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου και του Μπαρτού απαθανατίστηκαν από έναν ρεπόρτερ που βιντεοσκοπούσε την επίσημη επίσκεψη του Γιουγκοσλάβου βασιλέα και είναι μία από τις πρώτες δολοφονίες αρχηγού κράτους που καταγράφηκαν σε βίντεο. Μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου, βασιλιάς της Γιουγκοσλαβίας έγινε ο εντεκάχρονος γιος του, πρίγκιπας Πέτρος, με αντιβασιλέα τον πρίγκιπα Παύλο. Ο Πέτρος έγινε βασιλιάς 11 ημέρες πριν από τη γερμανική εισβολή, οπότε και έφυγε από τη χώρα. Εν τέλει, η δυναστεία των Καραγεώργεβιτς κηρύχθηκε έκπτωτη από τον Τίτο το 1946.

Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

Σαν σήμερα: 9 Οκτωβρίου 1934 – Δολοφονούνται ο Αλέξανδρος Α΄ της Γιουγκοσλαβίας και ο Λουί Μπαρτού-1

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT