Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος
αι-τελευταίαι-στιγμαί-του-βύρωνος-η-562683760

Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος

Ημερολογιακές καταγραφές και ιστορικές πηγές

Newsroom
Ακούστε το άρθρο

Ο Λόρδος Βύρων ήταν ιδιοφυής, πλούσιος, όμορφος. Υπήρξε το πρότυπο του ρομαντικού ήρωα: τολμηρός, προκλητικός, μελαγχολικός. Η λογοτεχνική παραγωγή του συνδέθηκε άρρηκτα με τις περιστάσεις του ταραχώδους βίου του. Αναμείχθηκε ενεργά με την πολιτική, επηρεασμένος από τον φίλο του Πέρσι Σέλλεϋ, ο οποίος τον παρότρυνε να μεταβεί στην επαναστατημένη Ελλάδα.

Ο Βύρωνας έδωσε τη ζωή του για την Επανάσταση του 1821 και συνέβαλε στη διεθνοποίησή της, αναπτύσσοντας μεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στους Έλληνες και τη βρετανική κυβέρνηση. Επίσης, συνεργάστηκε στενά με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, υποστηρίζοντας το εκσυγχρονιστικό του πρόγραμμα για την ανόρθωση της Ελλάδας. Η τέχνη του αποδείχτηκε μακρά, αλλά ο βίος του βραχύς. Πέθανε στο Μεσολόγγι στις 7 Απριλίου 1824 από ελονοσία, η οποία ήταν ιδιαιτέρως εξαπλωμένη εκείνη την περίοδο στη δυτική Ελλάδα.

Στο ανά χείρας τεύχος των Ντοκουμέντων παρουσιάζουμε το τελευταίο ταξίδι του Βύρωνα στην Ελλάδα μέσα από τις ημερολογιακές καταγραφές του και πληθώρα ιστοριογραφικών πηγών, που συμπεριλήφθηκαν στο αφιέρωμα της Καθημερινής το 1988 για τον μεγάλο φιλέλληνα, το οποίο επιμελήθηκε ο Κ. Δημόπουλος. Αποκαλυπτικό, επίσης, είναι το εκτενές συνθετικό κείμενο του Φάνη Μιχαλόπουλου, που δημοσιεύτηκε στην «Κ» στις 12 Απριλίου 1936 και αφηγείται κρίσιμες στιγμές της ζωής του Βύρωνα, από τις 13 Ιανουαρίου 1824, που πάτησε το πόδι του στην αποβάθρα του Μεσολογγίου, έως τον θάνατό του.

«…να με θυμόσαστε πάνω στα χαμόγελα και το κρασί»

Τρεις ημέρες αργότερα γράφει στον Μαυροκορδάτο: «[…] είμαι ανήσυχος μαθαίνοντας πως οι διαμάχες συνεχίζονται, και μάλιστα σε μια στιγμή που η Ελλάς θα μπορούσε να θριαμβεύσει σε όλα, όπως έχει θριαμβεύσει έως τώρα σε πολλά. Κάτω από τις σημερινές συνθήκες τρεις λύσεις υπάρχουν. Ή η χώρα θα κατακτήσει την ελευθερία της, ή θα γίνει εξάρτημα των ηγεμόνων της Ευρώπης, ή θα υποταχτεί ξανά στους Τούρκους. Πρέπει να διαλέξει μία από αυτές τις λύσεις. Ο εμφύλιος πόλεμος οδηγεί στην δεύτερη και την τρίτη. Αν η Ελλάδα φιλοδοξεί την τύχη της Βλαχίας ή της Κριμαίας, μπορεί να πετύχει αύριο. Αν επιδιώκει την τύχη της Ιταλίας, μπορεί να γίνει μεθαύριο. Αλλά αν θέλει να γίνει πραγματικά μία Ελλάδα ελεύθερη και ανεξάρτητη, πρέπει να το αποφασίσει τώρα, γιατί τέτοια ευκαιρία δεν θα ξανάρθει».

Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος-1
O Λόρδος Βύρων σε χαρακτικό του Jean Baptiste Mauzaisse (ΔΗΜΟΤΙΚΑΑΡΧΕΊΑ ΑΜΒΈΡΣΑΣ)

Κάτω από συνεχείς επικλήσεις αναχωρεί για το Μεσολόγγι, στέλνοντας το τελευταίο γράμμα στον Moore: «[…] Λένε πως θα κτυπήσουμε την Πάτρα ή τα κάστρα των στενών και όπως φαίνεται οι Έλληνες, και κυρίως οι Σουλιώτες, που έχουμε φάει μαζί ψωμί και αλάτι, υπολογίζουν πως θα βαδίσω μαζί τους. Ας γίνει έτσι. Και αν κάποιος πυρετός ή ταλαιπωρία, ή λιμός ή κάτι άλλο κόψουν το νήμα της ζωής ενός αδελφού τραγουδιστή, να με θυμόσαστε πάνω στα χαμόγελα και το κρασί. Πιστεύω πως η υπόθεση θα θριαμβεύσει».

Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος-2
Στις εσωτερικές σελίδες της Καθημερινής, το 1936 και το 1988, φιλοξενήθηκαν εκτενή κείμενα για τις τελευταίες μέρες του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι, το Πάσχα του 1824.

Στο χρονικό του Pietro Gamba, αδερφού της Teresa Guiccioli, που μετέφρασε στα 1925 ο Μπάμπης Άννινος, περιγράφονται λεπτομερώς οι περιπέτειες του διάπλου από την Κεφαλονιά στο Μεσολόγγι, στο οποίο τελικώς απεβιβάσθησαν στις 5 Ιανουαρίου του 1824. Η υποδοχή ήταν μάλλον υποδοχή Μεσσία. Στο ημερολόγιό του σημειώνει: «Η υποδοχή μας ήταν όλο καλωσύνη και τιμή. Το θέαμα του στόλου που χαιρετούσε μέσα σε σύννεφα καπνού και το πλήθος με τις λαμπρές και πολύχρωμες φορεσιές ήταν γραφικό».

Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος-3
Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος-4
Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος-5
Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος-6
O Λόρδος Bύρων με σουλιώτικη φορεσιά. Eλαιογραφία του Thomas Phillips (BΡΕΤΑΝΙΚΗ ΠΡΕΣΒΕΊΑ, AΘΗΝΑ).

Στις 14 Φεβρουαρίου τα πάντα ήσαν έτοιμα για την εκστρατεία όταν την τελευταία στιγμή οι Σουλιώτες πρόβαλαν νέες αξιώσεις: βαθμούς και αύξηση μισθών. Επακολούθησε γενική αναστάτωση και ο Byron δήλωσε πως δεν θέλει να έχει σχέση με τέτοιους ανθρώπους. Την επόμενη, 15 Φεβρουαρίου, ο Byron έπαθε μια κρίση, που την περιγράφει ο ίδιος:

Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος-7
Θεόδωρου Βρυζάκη, Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι (1861, ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ – ΜΟΥΣΕΊΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΟΥΤΣΟΥ, ΑΘΗΝΑ).

«Έπαθα μια δυνατή κρίση με σπασμωδικά συμπτώματα, αλλά οι ιατροί που με περιποιήθηκαν δεν καθόρισαν αν είναι επιληψία, αποπληξία, καταληψία ή οτιδήποτε -ξία ή -ψία. Πόνεσα πολύ και εάν κρατούσε ένα λεπτό περισσότερο δεν θα ζούσα. Έτσι τουλάχιστον ένοιωσα. Έχασα την μιλιά μου, τα χαρακτηριστικά παραμορφώθηκαν και οι σπασμοί ήσαν τόσο ισχυροί, που πολλά πρόσωπα δεν μπορούσαν να με συγκρατήσουν. Κράτησε περίπου 10 λεπτά. Η κρίση παρουσιάσθηκε μόλις ήπια ένα ποτήρι μηλίτη αραιωμένο με κρύο νερό. Είναι η πρώτη κρίση του είδους που παθαίνω, όσο μπορώ να θυμηθώ. Ούτε άκουσα πως σε κάποιο μέλος της οικογένειάς μου έχει συμβεί κάτι τέτοιο, με όλο που η μητέρα μου πάθαινε υστερικές κρίσεις. Χθες, 16 Φεβρουαρίου, μου έβαλαν βδέλλες στους κροτάφους. Είχα συνέλθει κάπως. Έχασα πολύ αίμα επειδή οι βδέλλες είχαν τοποθετηθεί κοντά στην κροταφική αρτηρία, οπότε παρουσιάστηκε κάποια δυσκολία στη διακοπή της αιμορραγίας, ακόμα και με την χρησιμοποίηση καυστικού. Τελικά, σταμάτησε στις 11 την νύχτα. Πολλά μπορεί να είναι τα αίτια της προσβολής. Ο τόπος και ο καιρός δεν επιτρέπουν αρκετή άσκηση. Είχα πολύ αναστατωθεί τώρα τελευταία και πολλές φορές βρέθηκα τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά ανάμεσα στις αντιμαχόμενες παρατάξεις».
Η Καθημερινή, 28 Δεκεμβρίου 1988

Η Ελλάς αιφνιδίως στερείται τον λαμπρόν λόρδον Νόελ Βύρωνα

Εάν η Ελλάς ξανασκλαβωθή,
θα ταφώ κάτω από τα ερείπιά της.
Αν πάλιν ελευθερωθή,
θα εγκατασταθώ στη γη της και θα διαμείνω στην Αττική.

Νοέλ Βύρων

Οταν ο Βύρων πατούσε το πόδι του στην αποβάθρα του Μεσολογγίου, στις 13 Ιανουαρίου 1824, εγνώριζε τι τον περίμενε στην απομακρυσμένη εκείνη γωνιά της Ευρώπης. Είχε μελετήσει τους Έλληνας κατά τις μακρές περιοδείες του στην Ανατολή, ώστε δεν μπορούσαν να τον απατήσουν ούτε οι αρετές τους ούτε οι κακίες τους. Και πραγματικώς, όταν οι ενθουσιαστικές εκδηλώσεις του λαού για τον ερχομό του κατέπαυσαν, αμέσως άρχισαν κι οι πρώτες δυσκολίες της αποστολής του. Αλλ’ ο μεγάλος εκείνος ποιητής ήξερε να προσανατολίζεται και σαν από μαγείας μεταβλήθηκε.

Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος-8
Ο Λόρδος Βύρων μαζί με την προσωπική του φρουρά, που αποτελούνταν από Σουλιώτες πολεμιστές. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία του William Parry, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο Οι τελευταίες ημέρες του Λόρδου Βύρωνα, που κυκλοφόρησε το 1825 στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών (ALAMY/VISUAL HELLAS.GR).

Ο θετικός του Άγγλου νους άστραψε μέσα σ’ εκείνη την φοβερή κατάστασι που βασίλευε στα πνεύματα των Ελλήνων τις παραμονές του εμφύλιου σπαραγμού. Δεν παρασύρθηκε από τα μίση των φατριών, μα σαν ανώτερος άνθρωπος έστρεψε όλη του την προσοχή σε άλλα πεδία. Η οργάνωσις του ελληνικού στρατού, η οργάνωσις του παραλυμένου στόλου κι η κατάπαυση της αναρχίας υπήρξαν αι κύριαι ασχολίαι του Βύρωνος, ύστερα από τις πρώτες επαφές του με τους Έλληνας. 
Δυστυχώς τα χρήματα πούφερε μαζί του, η γενναιοδωρία του, η ανεκτικότητα, η φαινομενική ψυχραιμία του, η υποχωρητικότητα τέλος απέναντι των πρωτογόνων εκείνων ανδρών, και ιδίως των πολεμιστών, συνετέλεσαν ώστε η κλονισμένη υγεία του να επιδεινωθή, η ψυχική του ευαισθησία να εξεγερθή και τον κάνει νευρικώτερο και η απαιτητικότητα των Ελλήνων να τον αποκαρδιώσει με το χρόνο.

Έγραφε τα χαρακτηριστικά τούτα λόγια: «Μονάχα η διαγωγή των Ελλήνων κι όχι η Ιερά Συμμαχία ή οι Οθωμανικοί στρατοί, θα μπορέσουν να με αποσπάσουν από την Ελλάδα».
Κι όμως επέμενε, παρ’ όλη την εσωτερική αγανάκτηση, που πολλές φορές συνέπερνε την ψυχή του. Διαδοχικά κρούσματα απειθαρχίας και βαρβαρότητας έλαβον χώραν μπροστά στα μάτια του. Τα συγχώρησε. Οι απαιτητικοί Σουλιώτες, που περίθαλψε κι αγάπησε σαν παιδιά του, έκρουσαν απειλητικοί αυτή την πόρτα του σπιτιού του, ζητούντες χρήματα και προηγούμενους μισθούς τους! Ο μεγάθυμος ποιητής με μιαν Ολύμπια γαλήνη τούς υποδέχθηκε, τους πλήρωσε και σε λίγο τους απομάκρυνε από την υπηρεσία του χωρίς ούτε λόγο να προφέρει δυσφορίας. Έτσι η ζωή του κάθε μέρα φαρμακωνόταν, η υγεία του χειροτέρευε και η φαινομενική ψυχραιμία του πολλές φορές τον εγκατέλειπε και τον έφερε στην θλιβερή κατάσταση μιας παροδικής επιληψίας. Τα περίφημα μαλλιά του άρχισαν να λευκαίνουν και η θαυμαστή καλλονή του προσώπου του να μαραίνεται… τι τραγικό για τον Βύρωνα!…

Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος-9
Το σπίτι όπου πέθανε ο Λόρδος Βύρων στο Μεσολόγγι, σε επιζωγραφισμένη λιθογραφία του 19ου αιώνα (ALAMY/VISUAL HELLAS.GR).

Όμως η μεγάλη ψυχή του δεν μπορούσε να καμφθή. Εγνώριζε πως η ζωή του είχε δοθεί σε μία μεγάλη υπόθεση, για την ελευθερία ενός λαού και πως το ιδεώδες αυτό δεν έπρεπε να τον εγκαταλείψη πια.

Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος-10
Ο Λόρδος Βύρων στην Ελλάδα (περ. 1840, ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΊΟ, ΑΘΗΝΑ). Αλληγορική λιθογραφία αγνώστου που εικονίζει τον Βύρωνα να κρατάει νεκροκεφαλή, η οποία συμβολίζει την Ελλάδα που αιμορραγεί.

Ύστερα από τόσες αναζητήσεις, ύστερα από τόσες περιπέτειες και περιπλανήσεις είχε βρη μέσα στην επιδίωξι, μέσα στην πράξη της ελευθερίας, μια διέξοδο της πονεμένης και τραγικής ζωής του. «Ό,τι έχει σημασία», είχε γράψει προτού φύγη από την Επτάνησο, «δεν είναι η ζωή ενός ανθρώπου, ούτε η θυσία ενός εκατομμυρίου, μα το πνεύμα της ελευθερίας». Κι αλλού, πιστεύοντας ακράδαντα στο μέλλον του ελληνικού κόσμου, είχε γράψει την ίδια εποχή:

«Ποια σημασία μπορεί νάχει η μικρή προσωπική μας περιπέτεια, όταν πρόκειται να μεταδοθή στο μέλλον ένας σπινθήρας αντάξιος του παρελθόντος;» Ό,τι έκανε τόκανε για το μέλλον και τη λευτεριά, που τραγούδησε σ’ όλη του τη ζωή. Εγνώριζε πως εκεί πούχαν φθάσει τα πράγματα, θ’ ανέβαινε σύντομα το Γολγοθά του μαρτυρίου. Στο τελευταίο του ποίημα, που απήγγειλε στο Μεσολόγγι, τη μέρα των γενεθλίων του, είχε προαναγγείλει τον τραγικό του θάνατο:

Μακρυά τώρα απ’ την καρδιά μου
μακρυά μαύροι στοχασμοί.
Εις τον τάφον τώρα η δόξα
τον ανδρείον προβοδεί 
και του κλειεί τα μάτια, αν πέση
θύμα της ελευθεριάς.

Αν θρηνής χαμένα νιάτα
γιατί θέλεις πια να ζης;
Δεν σου μένει παρά ναύρης
ό,τι εγύρευες παντού,
και να τόβρης δεν μπορούσες
μνήμα ανδρός πολεμικού!

Η προφητεία αυτή σε λίγο εκπληρώθηκε. Ο ποιητής μέρα με την ημέρα γινόταν περισσότερον νευρικός κι επιληπτικές εκρήξεις συνώδευαν κάθε του νέα συγκίνηση. Η υγεία του είχε κλονισθεί ανεπανόρθωτα. Μόνο με τους λίγους φίλους που τον ακολούθησαν στο τελευταίο του ταξίδι μπορούσε ν’ ανταλλάξει τους φοβερούς εφιάλτες που πίεζαν την ψυχή του. Δυστυχώς, ύστερα από μια νυκτερινή ιππασία με το φίλο του κόμητα Γάμπα, στις 17 Απριλίου 1824, η κατάσταση της υγείας του και των νεύρων του πήρε μια ραγδαία χειροτέρευση. Βράχηκε κι όταν γύρισε στο σπίτι του τον έπιασε σφοδρός και μεγάλος πυρετός. Δεν έδωκε μεγάλη προσοχή, και την άλλη μέρα, αν και με πυρετό, καβαλλίκεψε και πάλι και βγήκε περίπατο. 

Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος-11
Η Ελλάς [στέφει] τον Βύρωνα. Γλυπτό των Antoine Chapu και Alexandre Falguière στο Ζάππειο (1895, SHUTTERSTOCK).

Όταν επέστρεψε, έπεσε στο κρεββάτι κι ο πυρετός ανέβηκε. Όταν ο κόμης Γάμπας τον επισκέφθηκε, τον βρήκε πολύ εξαντλημένο. «Υποφέρω πολύ· λίγο με μέλλει αν ζήσω ή πεθάνω. Ο θάνατος δεν μ’ ανησυχή. Αλλά δεν μπορώ να υποφέρω τους πόνους». Μετά δύο μέρες καλλιτέρευσε κάπως και βγήκε περίπατο, μα σαν γύρισε έπεσε πάλι στο κρεββάτι χειρότερα. Ο πονοκέφαλος κι οι αγρύπνιες τον είχαν καταστήσει αγνώριστο. Μ’ όλα ταύτα δεν εννοούσε να μείνη στο κρεββάτι και κάπου-κάπου σηκωνόταν για να ξαναγύρει πάλι. 

Άνοιγε τις επιστολές και τις διάβαζε. Στις 15 του μηνός ωμολόγησε στον έμπιστο υπηρέτη του Φλέχτερ πως η αρρώστια του δεν είναι συνηθισμένη. Και πραγματικώς ύστερα από δυο μέρες έγινε απελπιστική. Ο γιατρός του Μπρούνο τον προέτρεψε να φλεβοτομηθή. Αρνήθηκε. Αλλ’ όταν του είπε πως η αρρώστια του θα τον φέρει στην παραφροσύνη, δέχτηκε. Δύο λίτρες από το ευγενέστερο αίμα που κύλησε ποτέ σε φλέβες ανθρώπινες χύθηκε στη γη. Ο άρρωστος ανακουφίστηκε, αλλά ο φοβερός πονοκέφαλος, αντίς να μετριασθή, αυξήθηκε. Ο Βύρων είχε στιγμές παραφροσύνης. Δεν καταλάβαινε. Το πρωί της 17ης Απριλίου οι γιατροί θέλησαν και πάλιν να του πάρουν αίμα. Υπέκυψε χωρίς αντιρρήσεις. Σε λίγο όμως παρεκάλεσε να του κλείσουν τη φλέβα. Ανέλαβε λίγο. Ζήτησε να του φέρουν τα γράμματα, πούχε λάβει. Οι ευχάριστες ειδήσεις τον εχαροποίησαν, και ιδίως η είδησι πως το δάνειο είχε πραγματοποιηθεί στην αγγλική χρηματαγορά και πως η σχετική σύμβασις είχεν υπογραφή. Επρότεινε όπως αμέσως καλέσουν Άγγλους αξιωματικούς για την οργάνωση ιδίως του στρατού. 

Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος-12
Η μάχη του Γκιαούρη και του Χασάν. Λιθογραφία του Εζέν Ντελακρουά, εμπνευσμένη από το ποίημα του Λόρδου Βύρωνα «Ο Γκιαούρης» (1827, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΊΟ ΤΈΧΝΗΣ, ΝΈΑ ΥΟΡΚΗ).

Η ακόλουθη ημέρα ήταν μεγάλο Σάββατο. Ο άρρωστος είχε περιέλθει σε κατάστασι αγωνίας και κάθε θόρυβος τον ετάραζε. Παρεκάλεσαν τους κατοίκους να μη ρίχνουν πυροβολισμούς κοντά στο σπίτι του. Ο λαός σεβάστηκε αυτή την επιθυμία και μαθαίνοντας πως ο ποιητής βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση, άρχισε να μαζεύεται κάτω από το σπίτι του στην παραλία. Πολλοί έκλαιαν. Σε πολλές εκκλησίες εψάλη δοξολογία για τη σωτηρία του. Ο Βύρων περνούσε πια τις τελευταίες του στιγμές. Στις τρεις το απόγευμα ζήτησε κάποιο βιβλίο για να διαβάση, αλλ’ αμέσως το απέρριψε. Ο γιατρός του που τον είδε τον παρεκάλεσε να τον φλεβοτομήσει και πάλι, μα ο ποιητής αρνήθηκε: «Αν η τελευταία μου στιγμή έφθασε, θα πεθάνω είτε με φλεβοτομήσουν είτε όχι». Η κατάστασί του πέρασε πια στην επιθανάτιο αγωνία. Ο ίδιος κατάλαβε το τέλος του. Κάλεσε κοντά του τον μπιστεμένο του υπηρέτη Φλέτχερ και του είπε τα εξής:

― Θέλω κάτι να κάνω για τον Τίτα και τον Λούκα (άλλοι υπηρέτες του).

― «Μιλόρδε», του απαντάει, «προς Θεού, μη σκέπτεσθε αυτά τώρα. Ας μιλήσουμε για κάτι πιο ενδιαφέρον». Ο Βύρων πήρε το χέρι του Φλέτχερ και σιγοψιθύρισε, συνεχίζοντας την πρώτη σκέψη του:

― «Θα φροντίσουν για όλους σας… Τώρα ακούστε τις τελευταίες μου θελήσεις…» Ο Φλέτχερ θέλησε να πάει να φέρει μελάνι για να γράψει. Ο ποιητής τον απέτρεψε:
― «Όχι! Όχι! Δεν έχουμε καιρό… Σκεφθήτε να κάνετε ό,τι σας λέω… Πηγαίνετε να βρήτε την κόρη μου… Θα την δήτε και θα της πήτε…» Η φωνή του διακόπηκε κι ύστερα από λίγο ξανάρχισε:

― «Αυγούστα! (η ετεροθαλής αδελφή του) Άδα! (η κόρη του). Σας τα είπα όλα!…» κι έπαυσε.

― «Μιλόρδε», λέει πάλι ο Φλέτχερ, «δεν κατάλαβα ούτε μια λέξη απ’ όσα είπατε…» Ο Βύρων συνωφρυώθηκε και ψιθύρισε: «Δεν κατάλαβες; Τι κρίμα! Τώρα είναι πια αργά… Όλα τελείωσαν!…»

― «Ελπίζω πως όχι», λέει ο Φλέτχερ, «μα η θέλησις του Θεού έγινε».

― «Ναι», ψιθύρισε ο Βύρων, «κι όχι η δική μου…» προσπάθησε να πει ακόμη κάτι, αλλά δεν ακουγόνταν. Μόνο δυο λέξεις κατώρθωσαν να εννοήσουν, τις λέξεις: Αδελφή μου… Παιδί μου.
Ύστερα από λίγο τούδωσαν λίγο όπιο και κινίνο. Ανέλαβε για μια στιγμή. Ανεγνώρισε το φίλο του Πάρρυ που μπήκε στο δωμάτιο και τούσφιξε το χέρι. Άρχισε πάλι να ψιθυρίζει διάφορες αγγλικές κι ιταλικές λέξεις. Σε λίγο ανέλαβε πάλι κι είπε: «Φτωχή Ελλάδα!… Φτωχή πόλις!… Φτωχοί μου φίλοι!… Γιατί να μη το γνωρίσω νωρίτερα… Η ώρα μου έφθασε… Λίγο με νοιάζει, που πεθαίνω… Αλλά γιατί δεν γύρισα στην Αγγλία, πριν έλθω εδώ…» 

Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος-13
Σελίδα τίτλου του Childe Harold’s Pilgrimage του Λόρδου Βύρωνα (1825/6), με χαρακτικό του I. H. Jones.

Σώπασε πάλι και πάλι σε λίγο: «Αφήνω στον κόσμο κάτι αγαπημένο… Κατά τα άλλα πεθαίνω ευχαριστημένος». Για τελευταία φορά πέρασε από την σκέψη του η Ελλάδα: «Της έδωκα τον καιρό μου, τα μέσα μου, την υγεία μου και τώρα της δίνω τη ζωή μου… τι άλλο μπορούσα να δώσω;» Στις 6 το απόγευμα είπε: «Τώρα θα κοιμηθώ!…» Μετακινήθηκε απάνω στο κρεββάτι και δεν μίλησε πια. Έχασε τας αισθήσεις. Στις 6 και τέταρτο της 17 Απριλίου 
άνοιξε διά τελευταία φορά τα μάτια του και τάκλεισε πάλι. Οι γιατροί έπιασαν το σφιγμό του… Είχε ξεψυχήσει.

Είναι χαρακτηριστικό πως καθ’ όλη την ημέρα λιγοψιχάλιζε. Το απόγευμα και λίγες στιγμές πριν πεθάνει, μια φοβερή καταιγίδα ξέσπασε στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, ενώ πέρα, τις κορφές του Ζυγού φώτιζαν οι αστραπές κι αυλάκωναν οι κεραυνοί τους ουρανούς. Μέσα σε μια τέτοια αποθέωση των στοιχείων της φύσεως έκλεισε τα μάτια του, ένας από τους μεγαλύτερους ανθρώπους του δεκάτου ενάτου αιώνα, που πολλοί νεώτεροι τον παρέβαλαν με τον μεγάλο Ναπολέοντα. Παράτολμη βέβαια σύγκριση… Είναι όμως αναμφισβήτητο, πως η προσωπικότητα του ποιητή, πούσβισε μέσα σ’ ένα φτωχικό δωμάτιο του Μεσολογγίου, εδημιούργησε μια νέαν εποχή, στο συναισθηματικό κόσμο των ανθρώπων, κι ο μισός αιώνας, που πέρασε, φέρει την ονομασία του. Στο πρόσωπό του η Ελλάδα έχασε ένα πολύτιμο ευεργέτη κι η ανθρωπότης ένα μεγάλο ποιητή κι ένα μεγαλύτερο άνθρωπο. Κι όμως ο θάνατός του, αν θρηνήθηκε, σα μεγάλος χαμός, όμως για κείνους που μελέτησαν βαθύτερα την τραγική ζωή του και που παρηκολούθησαν τις τελευταίες του περιπέτειες, δεν μπορεί να θεωρηθή παρά σαν αληθινή απολύτρωση. 

Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος-14
Λόρδος Βύρων. Ο υποστηρικτής και υπερασπιστής του ελληνικού έθνους. Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Εκδ. Α. Friedel, Λονδίνο-Παρίσι (ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΊΟ, ΑΘΗΝΑ).

Ως ποιητής είχε δόσει ό,τι μπορούσε να δόσει καλλίτερο και ωριμώτερο. Ως τύπος είχε δημιουργήσει παγκόσμιο θρύλο. Ως άνθρωπος, τέλος, είχε ζήσει μια ζωή από τις θερμουργότερες, τις πλατύτερες και πλουσιώτερες, απ’ όσες έζησε ποτέ άνθρωπος. Τι άλλο περίμενε, αυτός ο ωραίος των ωραίων, ύστερα από ένα τέτοιο θαμπωτικό και καταπληκτικό πέρασμα; Τα χρόνια περνούσαν τραγικά, κι ο Βύρων το γνώριζε. Τα νιάτα είχαν φύγει κι η καρδιά του είχε σχεδόν ατονήσει από τόσους σφοδρούς και φλογερούς παλμούς. Λίγοι αγαπήθηκαν και λατρεύθηκαν όπως αυτός στον κόσμο. Τι άλλο λοιπόν περίμενε; Η ζωή δεν μπορούσε να του προσφέρει νέες εκπλήξεις. Το Βυρωνικό θαύμα έκλινε στη δύση του, όπως κάθε θαύμα, πολύ γλήγορα… Έτσι ο θάνατός του, ο τραγικός κι ανέλπιστος, ήρθε στην πιο κρίσιμη στιγμή, όταν ο φιλελληνισμός άρχιζε να γίνεται θρησκεία κι η Ευρώπη πίστευε σ’ αυτήν. Ο Βύρων πέθανε σα μάρτυρας αυτής της νέας θρησκείας του φιλελληνισμού στην οποία οφείλουμε σχεδόν την ελευθερία μας.

Πώς ήταν λοιπόν δυνατόν να μη θρηνηθή ένας τέτοιος θάνατος, εις μια τέτοια κρίσιμη στιγμή, παρά ως πραγματική συφορά από τους Έλληνας; Μεταφέρουμε από τα «Ελληνικά Χρονικά» του Μεσολογγίου, το κύριο άρθρο που αφιέρωσαν στον ποιητή την ημέρα του θανάτου. Απηχεί όλη τη θλίψη του ελληνικού κόσμου: «Απαρηγόρητη θρηνεί μεταξύ των χαρμοσύνων του Πάσχα ημερών η Ελλάς, διότι αιφνιδίως στερείται από τας αγκάλας της τον πολύτιμον αυτής ευεργέτην, το λαμπρόν λόρδον Νόελ Βύρωνα. Ο υπέρτιμος ούτος ανήρ μετά δεκαήμερον ασθένειαν φλογιστικού ρευματικού πυρετού, όστις είχεν εισέλθει εις τον εγκέφαλον, εξέπνευσε σήμερον περί το εσπέρας εις τας ώρας 11λ. και 40 (ώρα τουρκική). Δεν έπαυσε έτι ζων ο λαμπρός φιλέλλην να παρασταίνη τους ευνοϊκούς υπέρ της πατρίδος σκοπούς του. 

Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος-15
Ο Λόρδος Βύρων με τον υπηρέτη του σε χαλκογραφία του W. Finder (1830, ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΊΟ, ΑΘΗΝΑ)

»Ο υπέρ της αληθούς ελευθερίας της Ελλάδος ζήλος του μεγάλως μάς ενεθάρρυνε και μας έδιδε τας πλέον χρηστάς ελπίδας. Πικρώς θλίβεται και κατάκαρδα λυπείται ο λαός της Ελλάδος, στερούμενος τοιούτον πατέρα και ευεργέτην. Εις όλων των πατριωτών τα πρόσωπα η θλίψις και κατήφεια φαίνονται ζωγραφισμέναι, αλλά περισσότερον κλαίει και αναστενάζει ο λαός του Μεσολογγίου, διότι αύτη η πόλις είχε την καλήν τύχην να συγκαταριθμή μεταξύ των πολιτών της άνδρα των αρετών και προτερημάτων του λαμπρού Λόρδου. Αι προς αυτόν του έθνους μας ελπίδες απέτυχον και πλέον δεν μας μένει παρά να κλαύσωμεν απαρηγορήτως τον τόσον σκληρόν δι’ ημάς θάνατον» [Ελληνικά Χρονικά, αριθμ. 29 φυλλ. 9 (19) Απριλίου 1824. Εξεδόθη με πένθος. Με το αυτό σχεδόν περιεχόμενον και πένθος τυπώθηκε την ίδια μέρα κι ο 6ος αριθμός της προσωπικής εφημερίδος του Βύρωνος Ελληνικός Τηλέγραφος.]

Την ίδια βραδυά του Μεγάλου Σαββάτου το σώμα του Βύρωνος ταριχεύθηκε από τους γιατρούς Μπρούνο, Μίλλιγκεν και Τράμπερ, κι από το δικό μας Βάγια, που συνέταξαν και ειδικό πρακτικό. Τα σπλάχνα, η καρδιά κι ο εγκέφαλος του ποιητή φυλάχτηκαν μέσα σε μεγάλες γυάλες. Το σώμα του σκεπάσθηκε από ένα μαύρο πανί και τοποθετήθηκε μέσα σε πρόχειρο φέρετρο, που εξετέθη σε προσκύνημα στην κάτω αίθουσα του σπιτιού. Ένα πενιχρό λυχνάρι και λίγα κεριά φώτιζαν το πένθιμο δωμάτιο. Κάποιες ανταύγειες έπεφταν πάνω στο πρόσωπο του νεκρού. «Εκείνη τη στιγμή, αναφέρει ο Γάμπα, το πρόσωπό του, φωτιζόμενο από το λίγο φως ενός λυχναριού, απέπνεε γαλήνη, ανακατεμένη με μία σοβαρότητα, κι όταν έρριξα απάνω του το βλέμμα μου, η έκφραση των χαρακτηριστικών του μού φάνηκε πραγματικώς θεία», σελ. 262. Οι φίλοι που τον συνώδευσαν στο τελευταίο του ταξίδι συγκεντρώθηκαν γύρω στο φέρετρο και έκλαιγαν: ο Γάμπα, ο Πάρρυ, ο Φλέτχερ, ο Τίτα, καθώς κι οι γιατροί του. 

Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος-16
Η μάχη του Γκιαούρη και του Χασάν. Ελαιογραφία του Εζέν Ντελακρουά, εμπνευσμένη από το ποίημα του Λόρδου Βύρωνα «Ο Γκιαούρης», που γράφτηκε το 1813 (1826, ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΈΧΝΗΣ ΤΟΥ ΣΙΚΑΓΟΥ).

Πολλοί δικοί μας παράστεκαν, όπως ο Μαυροκορδάτος κι ο Νότης Μπότσαρης, δακρυσμένοι κι αυτοί και περίλυποι. Δεν άκουγε κανείς μέσα στο μισοφωτισμένο δωμάτιο παρά αναφυλλητά. Πολλές Σουλιώτισσες, μόλις έμαθαν το θάνατό του, έτρεξαν στην παραλία, απέναντι στο σπίτι του Βύρωνος, κι άρχισαν ένα σιγαλό μοιρολόι, που βογγούσε λυπητερά μέσα στη σκοτεινή και βροχερή νύχτα. Έτσι μέσα στο κλάμμα πέρασε η νύχτα έως τα ξημερώματα του Πάσχα. Με την ανατολή του πυρφόρου ηλίου ρίχτηκαν οι πρώτοι κανονιοβολισμοί κι αρχίνησε το προσκύνημα του νεκρού Λόρδου Βύρωνα. 

Παρήλασαν οι Μεσαλογγίτες, οι Σουλιώτες, οι ξένοι φιλέλληνες, κι οι άλλοι κάτοικοι, όλοι δακρυσμένοι. Το μεσημέρι επεχείρησε να ξεκινήσει η πομπή για την εκκλησιά του Αγίου Νικολάου, όπου είχεν ορισθή για να ψαλή η νεκρώσιμη ακολουθία, μα μια φοβερή καταιγίδα ξέσπασε, που την εμπόδισε. Το ίδιο συνέβη και την Δευτέρα, και μόλις τη Τρίτη το πρωί κατωρθώθηκε να γίνει η εκφορά.

Μπροστά πήγαιναν μερικά κανόνια κι οι ξένοι φιλέλληνες. Πίσω ερχόταν ο μητροπολίτης Άρτης Πορφύριος και ο Ρωγών Ιωσήφ με μερικούς ιερείς και τα εξαπτέρυγα. Πιο πίσω ήταν το νεκρικό κρεββάτι που κρατούσαν στις πλάτες τους στρατιώ­τες. Στα πόδια του νεκρού είχαν τοποθετήσει ξίφος κι ένα απλό στεφάνι από δάφνη. Τις ταινίες κρατούσαν οι οπλαρχηγοί Μπότσαρης, Σκαλτσάς, Τσόγκας και Βλαχόπουλος. Ακολουθούσαν οι στενοί φίλοι της συνοδείας του, ο Μαυροκορδάτος κι ο Τρικούπης, οι πρόκριτοι του Μεσολογγίου κι ο λαός. Κηδεία σεμνή και φτωχική. Τίποτε το επίσημο. Μονάχα τα δάκρυα κι οι ψαλμωδίες διέκοπταν τη σιωπή της συνοδείας. «Από τόσον πλήθος λαού και στρατευμάτων, λέει κάποιος αυτόπτης, δεν ηκούετο ουδέ ψιθυρισμός, αλλά μόνον η λυπηρά ψαλμωδία των ιερέων, τα δάκρυα του κόσμου και ο βραχνός ήχος των πολεμικών μουσικών οργάνων. Ούτως επορεύθησαν εις την εκκλησίαν του Αγίου Νικολάου, κειμένην πλησίον του τείχους. Εν τω μεταξύ της τελετής και εις το τέλος ερρίχθησαν τρεις φορές εκ διαλειμμάτων τα κανόνια από το μεγάλο κανονοστάσιον και όλα τα λεπτά πυροβόλα των στρατιωτών» (Φίλος του Νόμου, φυλλ. 26 Απριλ. 1824 Παλ. ημ.). 

Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος-17
Joseph Denis Odevaere, Ο Λόρδος Βύρων στη νεκρική του κλίνη, περ. 1826 (GROENINGEMUSEUM, ΜΠΡΙΖ).

Κι άλλος αυτόπτης ο γιατρός του Βύρωνος Μίλλιγκεν έγραψε: «Η φτώχεια κι η ερημιά του τόπου, οι άγριοι στρατιώτες, που μας περικύκλωναν, η βαθειά λύπη τους, οι πικρές αναμνήσεις, οι χαμένες ελπίδες, οι ανησυχίες και τα λυπητερά συναισθήματα, που διαβάζαμε στις φυσιογνωμίες, όλα-όλα συνέβαλαν στο να δίνουν το πιο συγκινητικό θέαμα και το πιο αποκαρδιωτικό, που μπορούσε να προσφέρη κηδεία ενός τόσου μεγάλου ανθρώπου». 

Πραγματικώς το θέαμα εκείνο ήταν από τα πιο σπαραξικάδια, που μπορούσε κανείς να φαντασθεί. Εκείνος που συγκίνησε με το θείο τραγούδι του ολόκληρο τον κόσμο, εκείνος που συνετάραξε την Ευρώπη με την ομορφιά του και τη ζωή του, χωρίς κανένα δικό του, κηδευόταν σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό της Ελλάδος. Όμως η μεγάλη αγάπη και η βαθειά θλίψη, πούνοιωθαν γι’ αυτόν, οι απλοϊκοί εκείνοι και μεγαλόψυχοι άνθρωποι του Μεσολογγίου που συνώδευαν την κηδεία του αντικαθιστούσαν όλου του κόσμου την επισημότητα…

Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος-18
Προσωπογραφία του Λόρδου Bύρωνα με ελληνική φορεσιά και την Aκρόπολη των Aθηνών στο βάθος (MΟΥΣΕΊΟ MΠΕΝΑΚΗ, ΑΘΗΝΑ).

Επί τέλους η πομπή έφθασε στην εκκλησιά κι ύστερα από την νεκρώσιμη ακολουθία ο Σπυρίδων Τρικούπης απήγγειλε τον επικήδειο που θεωρήθηκε σαν η καλύτερη νεκρολογία του Βύρωνος και που μεταφράστηκε στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Αποσπούμε από την πρώτη έκδοση του λόγου του τα χαρακτηριστικώτερα σημεία: «Τι ανέλπιστο συμβεβηκός! Τι αξιοθρήνητον δύστυχημα! Ολίγος καιρός είναι αφού ο λαός της πολύπαθης Ελλάδος, όλος χαρά και αγαλλίασι, εδέχτηκε εις τους κόλπους του τον επίσημον τούτον άνδρα, και σήμερον όλος θλίψις και κατήφεια καταβρέχει το νεκρικόν του κρεββάτι με πικρότατα δάκρυα και οδύρεται απαρηγόρητα. Ο γλυκύτατος χαιρετισμός Χριστός Ανέστη έγεινεν άχαρις την ημέρα του Πάσχα εις τα χείλη του Έλληνος χριστιανού και απανταίνοντας ο ένας το άλλον, πριν του ευχηθεί ταις καλαίς γιορταίς, ερωτούσε: “Πώς είναι ο Μιλόρδος;” Χιλιάδες άνθρωποι συναγμένοι να δόσουν μεταξύ τους το θείον φίλημα της αγάπης, εφαίνονταν, ότι εσυνάχθηκαν μόνον και μόνον να παρακαλέσουν τον ελευθερωτήν του παντός διά την υγείαν του συναγωνιστού της ελευθερίας του Γένους μας. Και πώς ήταν δυνατό να μη συντριβεί η καρδία όλων; Άφησε όλες ταις πνευματικαίς και σωματικαίς απολαύσεις της Ευρώπης και ήλθε να κακοπαθήσει και ταλαιπωρηθεί μαζή μας συναγωνιζόμενος όχι μόνον με τον πλούτον του, τον οποίον δεν ελυπήθηκε, όχι μόνον με την γνώσιν του, αλλά και με το σπαθί του εναντίον της τυραννίας και της βαρβαρότητος· ήλθε εις ένα λόγον κατά την μαρτυρία των οικειακών του με απόφασι να “αποθάνη εις την Ελλάδα και διά την Ελλάδα”. Πώς λοιπόν να μη συντριβεί όλων μας η καρδία διά την στέρησιν αυτού του ανδρός; Πώς να μη κλαύσωμεν την στέρησίν του, ως γενικήν στέρησιν όλου του ελληνικού Γένους;… Και τώρα σε ξεπροβοδεί, στεφανώμενον με την ευγνωμοσύνην της, παρηγορημένον με τα δάκρυά της» (Σ. Τρικούπη: Λόγοι Αίγινα 1829, σελ. 1-14).

Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος-19
Νότης (Κωνσταντίνος) Μπότσαρης. Αρχηγός των Σουλιωτών. Λιθογραφία. Εκδ. A. Friedel, Λιθ. Bouvier, Τυπ. Ingrey & Mandeley, Λονδίνο 1826 (ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΊΟ, ΑΘΗΝΑ). Ο Μπότσαρης ήταν δίπλα στον Μπάιρον κατά το τελευταίο του ταξίδι.

Ακολούθησε ο τελευταίος ασπασμός κι η πομπή διαλύθηκε. Ο νεκρός του Βύρωνος παρέμεινε στην εκκλησιά μέχρι το βράδυ της ακόλουθης ημέρας, 23 Απριλίου, δεχόμενος τα δάκρυα των κατοίκων. Τη νύχτα τον μετέφεραν στο σπίτι του. Η κάσσα σφραγίστηκε στις 29 του μηνός και στις 4 Μαΐου του 1824 το αγγλικό πλοίο «Φλωρίδα» πήρε τα ιερά λείψανά του για να τα μεταφέρη στη Ζάκυνθο κι ύστερα στην Αγγλία. Ένα πλήθος δακρυσμένο και περίλυπο, παρηκολούθησε την τελευταία αυτή σκηνή του δράματος, ενώ τα πανιά της «Φλωρίδος» ανοίγονταν προς το πέλαγος, κι ενώ τα πυροβόλα του Μεσολογγίου κροτούσαν λυπητερά. «Ανέκφραστον λύπην ησθάνθημεν όλοι σήμερον, στερηθέντες από τας αγκάλας μας το σώμα του αοιδίμου Λόρδου Βύρωνος. Ικανώτατος ήταν αυτός ο ολίγος χρόνος, καθ’ ον έζησε μεταξύ μας, να καταστήση αυτόν τον άνδρα τοσούτον αγαπητόν από όλους μας. Αρκετά απεδείκνυον την γενικήν της πόλεως θλίψιν, τοσαύτα κανόνια και τουφέκια, ριπτόμενα, καθ’ ην στιγμήν τα δύο από την Ζάκυνθον σταλέντα πλοία, σχίζοντα βιαίως της θαλάσσης τα κύματα, μας αφαιρούσαν για πάντα τον νέον συμπολίτην μας» (Ελληνικά Χρονικά, αριθμ. 33, φυλλ. 23 Απριλίου 1824, σελ. 4). 

Αι τελευταίαι στιγμαί του Βύρωνος – Η θυσία του υπέρ της Ελλάδος-20
Προσωπογραφία του Σπυρίδωνος Τρικούπη. Ελαιογραφία σε μουσαμά του Σπυρίδωνος Προσαλέντη (1880, ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟΜΟΥΣΕΊΟ, ΑΘΗΝΑ). Ο Τρικούπης εκφώνησε τον επικήδειο στη νεκρώσιμη ακολουθία.

Το πρωί της 5 Μαΐου η «Φλωρίδα» έφθασε στη Ζάκυνθο και μπήκε στο λοιμοκαθαρτήριο. Μόλις μαθεύτηκε το γεγονός, πλήθος κόσμου έσπευσε στην παραλία. Το μεσημέρι έγινε δοξολογία στον Άγιο Διονύσιο, που παρηκολούθησαν οι συνοδοί του, ο φίλος του διοικητής Νάπιερ, πολλοί επίσημοι Άγγλοι και πολύς κόσμος. Η θλίψη ήταν χυμένη σ’ όλα τα πρόσωπα. Ο εθνικός ποιητής έγραψε τότε τους πρώτους στίχους του «Λόρδου Βύρωνος»:

Λευτεριά για λίγο πάψε
να χτυπάς με το σπαθί·
τώρα σίμωσε και κλάψε
εις του Μπάυρον το κορμί.
του Φάνη Μιχαλόπουλου, Η Καθημερινή, 12 Απριλίου 1936

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT