Σαν σήμερα: 13 Νοεμβρίου 1986 – Ο Ρίγκαν παραδέχεται την αλήθεια για την υπόθεση Ιράν – Κόντρας

Σαν σήμερα: 13 Νοεμβρίου 1986 – Ο Ρίγκαν παραδέχεται την αλήθεια για την υπόθεση Ιράν – Κόντρας

6' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ βρίσκονταν αντιμέτωπες με δύο προβλήματα: τον κίνδυνο εξάπλωσης του κομμουνισμού και την τρομοκρατία στη Μέση Ανατολή. Η προσήλωσή τους σε αυτούς τους δύο στόχους έμελλε να δημιουργήσει, μεταξύ άλλων, το μεγαλύτερο σκάνδαλο της προεδρίας του Ρόναλντ Ρίγκαν, γνωστό ως «Υπόθεση Ιράν-Κόντρας».

Πριν καν αναλάβει πρόεδρος ο Ρίγκαν, τον Νοέμβριο 1979, ένοπλοι Ιρανοί φοιτητές, υποστηρικτές του Αγιατολάχ Χομεϊνί, κατέλαβαν την αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη και συνέλαβαν ομήρους 54 Αμερικανούς διπλωμάτες και υπαλλήλους. Σε νομοθετικό επίπεδο, ο τότε πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ, με προεδρικό διάταγμά του απαγόρευσε την πώληση όπλων στο Ιράν και επέβαλε γενικό εμπάργκο. Αυτή η κίνηση δυσχέραινε τη θέση του Ιράν, ιδιαίτερα εφόσον ενεπλάκη σε πόλεμο με το Ιράκ το 1980 (ο οποίος θα τερματιζόταν το 1988).

Όμως, έπρεπε να περάσουν 444 ημέρες για να απελευθερωθούν και οι τελευταίοι όμηροι, την ημέρα που ανέλαβε το ανώτατο αξίωμα ο Ρίγκαν. Έτσι, ο νέος πρόεδρος έθεσε ως προτεραιότητα την τη διαχείριση της τεταμένης κατάστασης στη Μέση Ανατολή. Το 1984, όμως, στη δεύτερη θητεία του, η πρωτοεμφανιζόμενη τότε Χεζμπολάχ (ισλαμιστική παραστρατιωτική και πολιτική οργάνωση του Λιβάνου), απαγάγει τον αρχηγό του σταθμού της CIA στη Βηρυτό, Ουίλιαμ Μπάκλεϊ· θα ακολουθήσουν άλλες έξι απαγωγές Αμερικανών από την ίδια οργάνωση. Σκοπός της ήταν να αποθαρρύνει τις ΗΠΑ από το να εμπλακούν στον λιβανέζικο εμφύλιο.

Το νέο μοντέλο τρομοκρατίας ήταν μια πρόκληση που ο Αμερικανός πρόεδρος καλούνταν να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και αποφασιστικά. Και ενώ δήλωνε δημόσια ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν θα διαπραγματευόταν με τρομοκράτες, απευθύνθηκε στον Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας του, Ρόμπερτ Μακφάρλαν, ζητώντας να βρεθεί μια λύση στο ζήτημα των ομήρων. Ο Μακφάρλαν συνέταξε ένα ανορθόδοξο σχέδιο: οι ΗΠΑ θα πωλούσαν μυστικά όπλα στο Ιράν, σε αντάλλαγμα της μεσολάβησης του τελευταίου με τη Χεζμπολάχ για την απελευθέρωση των ομήρων.

Με την έγκριση του Ρίγκαν, το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή και από τον Αύγουστο του 1985, οι ΗΠΑ άρχισαν να προμηθεύουν το Ιράν με όπλα. Μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου του 1986, το Ιράν είχε λάβει περισσότερους από 2.000 αντιαρματικούς πυραύλους καθώς και εξαρτήματα αντιαεροπορικών ρουκετών τύπου HAWK. Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτής της ριψοκίνδυνης –και παράνομης– επιχείρησης ήταν απογοητευτικά: η Χεζμπολάχ είχε απελευθερώσει μόνον τρεις ομήρους: έναν καθολικό ιερέα, έναν πρεσβυτεριανό ιεραπόστολο και έναν διοικητή νοσοκομείου, ενώ αμέσως αιχμαλώτισε άλλους τρεις ομήρους. Στα τέλη του 1987, επτά Αμερικανοί βρίσκονταν ακόμη υπό κράτηση στον Λίβανο.

Όλα άλλαξαν στις 3 Νομεμβρίου 1986, όταν το εβδομαδιαίο λιβανέζικο περιοδικό Ash-Shiraa, αποκάλυπτε ότι τον Μάιο του 1986, ο Μακφάρλαν και ο αντισυνταγματάρχης Όλιβερ Νορθ μετέβησαν προσωπικά στην Τεχεράνη για να επιθεωρήσουν την επιχείρηση αγοραπωλησίας όπλων. Σιγά σιγά, το κουβάρι ξετυλιγόταν, και παρά τις προσπάθειες συγκάλυψης από τους ιθύνοντες, σύντομα αποκαλύφθηκε το ευρύτερο σχέδιο της κυβέρνησης Ρίγκαν για την ανταλλαγή όπλων με ομήρους.

Στις 13 Νοεμβρίου, ο πρόεδρος Ρίγκαν παραδέχθηκε στο Κογκρέσο ότι οι ΗΠΑ έστελναν οπλισμό στο Ιράν, αρνούμενος όμως ότι αυτό γινόταν με αντάλλαγμα την απελευθέρωση ομήρων, αλλά υποστηρίζοντας ότι στόχος του εγχειρήματος ήταν η αποκατάσταση των επαφών της Ουάσιγκτον με τα μετριοπαθή ιρανικά στοιχεία. 

«Αν και το τι ελέχθη στην ενημέρωση αυτή κρατήθηκε απόρρητο», έγραφε την επομένη η «Καθημερινή», «οι “Τάιμς της Νέας Υόρκης” επικαλούμενοι υπεύθυνο του Λευκού οίκου, έγραψαν χθες πως ο κ. Ρέηγκαν τόνισε, ότι σε περίπτωση που θα πέθαινε ο αγιατολάχ Χομεϊνί, οι ΗΠΑ θα έσφαλαν αν δεν διατηρούσαν καμιά επαφή με τη διάδοχο κατάσταση… Από τη δική του πλευρά, ο πρόεδρος του Αμερικανικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, ναύαρχος Τζων Ποϊντέξτερ, όχι μόνο παραδέχθηκε ότι οι ΗΠΑ στέλνουν όπλα στην Περσία, αλλά υπογράμμισε πως αυτή η τακτική θα συνεχιστεί, παρά τις έντονες επικρίσεις, ακόμη και ανωτάτων αξιωματούχων των Ηνωμένων Πολιτειών». (Πράγματι, αντίθετοι με το εγχείρημα αυτό ήταν οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας, Τζορτζ Σουλτς και Κάσπαρ Γουάινμπεργκερ).

Παρά την κατακραυγή που προκλήθηκε με το ξέσπασμα του σκανδάλου αυτού, η κρίση για την κυβέρνηση Ρίγκαν όχι μόνο δεν έφτανε στο τέλος της, αλλά μόλις άρχιζε. Σχεδόν ένα μήνα πριν την αποκάλυψη του Ash-Shiraa, στις 5 Οκτωβρίου 1986, ένα αμερικανικό αεροπλάνο έπεσε στην Νικαράγουα. Ο μοναδικός επιζών, ένας Αμερικανός πεζοναύτης, συνελήφθη από τις δυνάμεις της εκεί αριστερής κυβέρνησης των Σαντινίστας. Η αποκάλυψη που επρόκειτο να γίνει κατά την ανάκρισή του, σχετικά με το φορτίο που μετέφερε, θα περιέπλεκε έτι περαιτέρω τα πράγματα για την κυβέρνηση Ρίγκαν και θα συνέδεε δύο φαινομενικά ασυνδύαστες παράνομες επιχειρήσεις της αμερικανικής κυβέρνησης.

Η ιστορία των ΗΠΑ με τη Νικαράγουα ξεκινά μερικά χρόνια πριν. Το 1979, οι Σαντινίστας ανέτρεψαν τον δικτάτορα Αναστάσιο Σομόσα Ντεμπάιλε και εγκαθίδρυσαν επαναστατική κυβέρνηση. Τα αντανακλαστικά των ΗΠΑ δεν μπορούσαν να μην ενεργοποιηθούν. Έτσι, το 1981, ο πρόεδρος Ρίγκαν ενέκρινε μια επιχείρηση της CIA με την οποία η τελευταία θα παρείχε υλική υποστήριξη στους αντικυβερνητικούς δεξιούς αντάρτες της Νικαράγουα, γνωστούς και ως Κόντρας.

Στις 8 Νοεμβρίου 1982, ένα άρθρο στο περιοδικό Newsweek ξεσκέπαζε την παράνομη υποστήριξη που παρείχε η CIA στους Κόντρας. Αυτό, τράβηξε την προσοχή του Δημοκρατικού νομοθέτη Έντουαρντ Μπόλαντ, προέδρου της Επιτροπής Πληροφοριών της Βουλής των Αντιπροσώπων, καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος ήταν υποχρεωμένος να ενημερώνει την επιτροπή πληροφοριών τόσο της Βουλής των Αντιπροσώπων όσο και της Γερουσίας για τέτοιου είδους μυστικές επιχειρήσεις, αλλά η κυβέρνηση Ρίγκαν είχε παρακάμψει πλήρως το Κογκρέσο όταν ενέκρινε τη δραστηριότητα της CIA. Έτσι, ο Μπόλαντ εξασφάλισε την έγκριση και των δύο κομμάτων για τη λεγόμενη «Τροπολογίας Μπόλαντ», με την οποία απαγορευόταν η οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη «με σκοπό την ανατροπή της κυβέρνησης της Νικαράγουα» συγκεκριμένα.

Παρά τους περιορισμούς της τροπολογίας Μπόλαντ και με την παρότρυνση του προέδρου Ρίγκαν, ο οποίος θεωρούσε τους Κόντρας «μαχητές της ελευθερίας» που ήταν «το ηθικό ισοδύναμο των Ιδρυτών Πατέρων μας», η CIA συνέχισε τις επιχειρήσεις της στη Νικαράγουα, ναρκοθετώντας τρία λιμάνια της στις αρχές του 1984, με αποτέλεσμα την καταστροφή 9 πλοίων, τον θάνατο δύο και τον τραυματισμό 15 ανθρώπων. Το Κογκρέσο πληροφορήθηκε για αυτή την ενέργεια της CIA από τις εφημερίδες και εξοργισμένοι, οι νομοθέτες αντέδρασαν άμεσα, ψηφίζοντας τη «Δεύτερη Τροπολογία Μπόλαντ», που όριζε ότι η CIA και κάθε άλλη κυβερνητική υπηρεσία «εμπλεκόμενη σε δραστηριότητες συλλογής πληροφοριών» απαγορεύεται να χρησιμοποιήσει ομοσπονδιακά κονδύλια για να υποστηρίξει «στρατιωτικές ή παραστρατιωτικές επιχειρήσεις στη Νικαράγουα».

Όμως, ούτε αυτό στάθηκε εμπόδιο στην κυβέρνηση Ρίγκαν, που απεφάνθη ότι το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας δεν αποτελούσε υπηρεσία πληροφοριών, επομένως η τροπολογία δεν μπορούσε να περιορίσει τις δραστηριότητές του, οι οποίες όχι μόνο συνεχίστηκαν, αλλά εντάθηκαν. Στο πλαίσιο εκείνων των δραστηριοτήτων μετέφερε πολεμικό υλικό στους Κόντρας το αεροπλάνο που έπεσε στη Νικαράγουα.

Όταν αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο με τις πωλήσεις όπλων στο Ιράν, μέσα από τη σχετική έρευνα του υπουργείου Δικαιοσύνης, βρέθηκε και ένα μνημόνιο που είχε γράψει ο Νορθ στον ναύαρχο Ποϊντέξτερ, με το οποίο εξηγούσε πώς τα έσοδα από τις πωλήσεις όπλων στο Ιράν αποστέλλονταν σε έναν ελβετικό τραπεζικό λογαριασμό και χρησιμοποιούνταν για την αγορά προμηθειών για τους Κόντρας.

Έτσι, τα δύο μεγάλα σκάνδαλα της εποχής συνδέονταν άμεσα, αμαυρώνοντας την εξωτερική πολιτική του προέδρου Ρίγκαν, αλλά και θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια τη θέση του, με πολλούς να αμφισβητούν αν ήταν ικανός να ασκήσει τα προεδρικά του καθήκοντα. Σε ένα τηλεοπτικό του διάγγελμα στις 4 Μαρτίου 1987, ο Ρίγκαν ανακάλεσε τις προηγούμενες δηλώσεις του και είπε την αλήθεια σχετικά με τις αγοραπωλησίες όπλων αλλά ισχυρίστηκε ότι δεν ήξερε ότι τα χρήματα πήγαιναν στους Κόντρας, ενώ δέχτηκε τις παραιτήσεις στελεχών του. 
Τελικά, παρά τις ποινικές διώξεις που ασκήθηκαν, όλοι οι κατηγορούμενοι είτε αθωώθηκαν, είτε έλαβαν προεδρική χάρη από τον πρόεδρο Μπους (αντιπρόεδρο στις κυβερνήσεις Ρίγκαν). Πάντως, η φήμη του Ρόναλντ Ρίγκαν που βρισκόταν στο τιμόνι της Αμερικής για όλη τη δεκαετία του 1980, φαίνεται ότι δεν υπέφερε, καθώς μερικούς μήνες μετά την κρίση, ο αμερικανικός λαός φάνηκε έτοιμος να τον συγχωρήσει – ή να ξεχάσει.

Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

Σαν σήμερα: 13 Νοεμβρίου 1986 – Ο Ρίγκαν παραδέχεται την αλήθεια για την υπόθεση Ιράν – Κόντρας-1

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT