Φωτογραφίες, επιστολικά δελτάρια, ημερολόγια, έγγραφα, μαρτυρίες κ.ά., που φωτίζουν γνωστές και άγνωστες πτυχές του Έπους του ’40, αποτέλεσαν «πρώτη ύλη» και της τρίτης μας έκδοσης.
Ανάμεσα σε αυτά περίοπτη θέση κατέχουν η προκήρυξη απελευθέρωσης της Κορυτσάς, υπογεγραμμένη από τον αντισυνταγματάρχη Δημήτριο Θεοδωράκη, και το υλικό που αφορά τους Έλληνες Ίκαρους που έχασαν τη ζωή τους σε αερομαχίες με ιταλικά αεροσκάφη.
Πολύτιμο είναι και το υλικό –κείμενα και φωτογραφίες– για τα φυλαχτά που είχαν οι Έλληνες στρατιώτες, ενώ μοναδικό ντοκουμέντο –ύμνος στη σχέση του ανθρώπου με τα ζώα– είναι η ιστορία του ημιονηγού Ηλία Νικολακόπουλου.
Μια ξεχωριστή διάσταση δίνουν οι φωτογραφίες που αφηγούνται τη ζωή του δημοσιογράφου Γεράσιμου Κασόλα από το αλβανικό μέτωπο, απ’ όπου έστελνε ανταποκρίσεις στην εφημερίδα Ασύρματος, έως το ερευνητικό ταξίδι του από τον Πειραιά μέχρι το Ρότερνταμ.
Άλλες σελίδες μάς υπενθυμίζουν ότι η ιστορία του ’40 γράφτηκε και εκεί όπου οι Ελληνίδες έπλεκαν κάλτσες για τους στρατιώτες, ενώ νεαρές επιστολογράφοι τούς εμψύχωναν με τα κείμενά τους.
Η κατάληψη της Κορυτσάς
Είχαν περάσει 25 ημέρες από την έναρξη του πολέμου. Δεν γνωρίζαμε λεπτομέρειες για την εξέλιξή του, ειδικά στα απομονωμένα από συγκοινωνία και κέντρα χωριά, όπως ήταν το δικό μας, όπου δεν είχαμε και ραδιόφωνο.
Ώσπου, ένα απόγευμα, στις 22 Νοεμβρίου 1940, ημέρα Παρασκευή, ακούστηκαν θριαμβευτικά οι ήχοι και από τις δυο καμπάνες της εκκλησιάς, στη «Ράχη». Στη μια, τη μεγαλύτερη, ήταν σκαρφαλωμένος ο μακαρίτης μπαρμπα-Γιάννης Δ. Βασιλόπουλος (Μπουζιώτης) –άτυπος ντελάλης του χωριού– και στην άλλη κάποιο 15χρονο παιδί του χωριού. Δεν θυμάμαι ποιο.
Γιατί, όμως, αχολογούσαν τόσο θριαμβευτικά οι καμπάνες; Τι είχε συμβεί;
Το φώναζαν οι αστράτευτοι και «απόστρατοι» άνδρες του χωριού. Το φώναζαν οι γυναίκες κλαίγοντας. Το φώναζαν δυνατά και διαπεραστικά τα παιδιά: Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Την πήρε ο στρατός μας! Τι ενθουσιασμός, Θεέ μου!
Ο μπαρμπα-Γιάννης ο Μπουζιώτης χτυπούσε τη μεγάλη καμπάνα και φώναζε με διακοπές: Ε… Ε… Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά! Έτσι θα πέσουν και οι άλλες πόλεις, και οι Ιταλοί θα τσακιστούν και θα πέσουν στη θάλασσα!
Εκείνη την ώρα ήταν στη «Ράχη» και ο μακαρίτης ο μπαρμπα-Πανάγος ο Χαντζής (είχε φτάσει ως τον Σαγγάριο κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία), ο οποίος, βλέποντας και τον δικό μας ενθουσιασμό (των παιδιών), δάκρυσε και με πνιγμένη από συγκίνηση φωνή μάς είπε:
—Βρε, τι καθόσαστε εδώ; Πηγαίνετε πέρα εκεί στην «Παναγιά», στη «Γράνα», στον «Κάμπο» (όπου οι χωρικοί έσπερναν τα χωράφια) και φωνάξτε δυνατά: Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά!
Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Όλα τα παιδιά που βρισκόμασταν εκεί (το σχολείο αργούσε, γιατί ο δάσκαλος είχε επιστρατευθεί) ξαμολυθήκαμε, άλλα ξυπόλυτα και άλλα ποδεμένα, μέχρι τη «Γράνα», όπου άλλα παιδιά έβοσκαν τις κατσίκες τους (μαρτίνες= οικόσιτες), και φωνάζαμε το παραπάνω σύνθημα:
Έπεσε η Κορυτσά! Έπεσε η Κορυτσά!
Στο δεξί χέρι κρατούσαμε ένα ξύλο (πρόχειρο) μήκους 0,40-0,50 μ., εν είδει πυρσού, και τρέχαμε πέρα-δώθε, φωνάζοντας δυνατά και το:
Αέρα! Αέρα! Ιταλοί! […]
Απόσπασμα από τις αναμνήσεις του Ιωάννη Ηλ. Νικολακόπουλου, πεντέμισι ετών την εποχή του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, από την αναγγελία της κατάληψης της Κορυτσάς. [Αποστολέας: Ι. Νικολακόπουλος]
«Σειρές από ψείρες, σαν ένας σκόρπιος στρατός»
[…] Τον θυμάμαι την ημέρα που γύρισε, όπως μπήκε στο χωλ του σπιτιού μας, με άρπαξε και με έσφιγγε στην αγκαλιά του, ενώ η γιαγιά μου και η μητέρα μου φώναζαν «Άστο κάτω το παιδί θα το γεμίσεις ψείρες».
Απόσπασμα από τις αναμνήσεις της Μαίρης Αγγέλου, κόρης του Ηλία Λαμπρόπουλου, επιλοχία κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο.[Αποστολέας: Μαίρη Αγγέλου]
[…] Εκοιμηθήκαμε καλά και την επομένη ξυπνήσαμε κατά τις 9 η ώρα. Ήταν 18η Δεκεμβρίου. Μόλις ανοίξαμε τα μάτια μας, είδαμε στα σεντόνια και στις ωραίες κουβέρτες αρκετές ψείρες να κάνουν περίπατο· αμέσως πεταχτήκαμε επάνω και γδυτοί αρχίσαμε να ψειρίζουμε τα ρούχα μας· οι δύο άλλοι είχαν και δικές τους, που είχαν όμως σκούρο χρώμα, ενώ οι καινούργιες ήταν κάτι στρογγυλές άσπρες· αυτές τις εβγάλαμε ότι ήταν ράτσα “Royal” [σ.σ. ξενοδοχείο του Αργυροκάστρου όπου διανυκτέρευαν].
Απόσπασμα από το ημερολόγιο του Δημήτρη Ταραντίνου, έφεδρου ανθυπολοχαγού στο αλβανικό μέτωπο. [Αποστολέας: Νικόλας Ταραντίνος]
[…] Κοιτάω, τι να δω. Κάτω στο πάτωμα στρωματσάδα είχε στρώσει άσπρα και καθαρά σεντόνια. Τι έκανες εδώ, δεσποινίς, εμείς είμαστε γεμάτοι ψείρα, θα γεμίσομε τα σεντόνια σου. Γι’ αυτό τα έστρωσα άσπρα και καθαρά, να φύγει η ψείρα, να ’ρθει στα σεντόνια, να αλαφρώσετε γιατί δεν έχω ρούχα να σας δώσω ν’ αλλάξετε. Έτσι κι έγινε. Το πρωί είχε φύγει όλη η ψείρα από πάνω μας και στα σεντόνια ήταν ολόκληρες σειρές από ψείρες σαν ένας σκόρπιος στρατός. […]
Απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του Παναγιώτη Δρόλαπα, από την Αγία Ευθυμία Φωκίδας, ο οποίος πήρε μέρος στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. [Αποστολέας: Παναγιώτης Κατσανάκης]
Ο Αραπάκος του Μετώπου
Με την έναρξη του Ελληνο-ιταλικού πολέμου του ’40-’41, χιλιάδες Έλληνες επιστρατεύτηκαν για να υπερασπισθούν, μαζί με τον τακτικό μας στρατό, την ελευθερία και την τιμή της πατρίδας μας, την οποία τόσο ιταμά και βάναυσα επεχείρησαν να προσβάλουν οι ιταλικές στρατιές του μελανοχίτωνα Μουσολίνι.
Την ίδια περίοδο επιτάχτηκαν, λόγω πολέμου, και χιλιάδες μουλάρια, τα οποία προστέθηκαν σε αυτά που συντηρούσε ο εθνικός μας στρατός για τις ανάγκες του.
Υπολογίζουν ότι συνολικά εκείνη την περίοδο ο ελληνικός στρατός διέθετε παραπάνω από 100.000 μουλάρια, ενώ, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, ο ιταλικός δεν διέθετε ούτε τα μισά. Αυτή η διαφορά συνέβαλε ώστε οι μονάδες του Μετώπου να εφοδιάζονται γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα σε πολεμικό υλικό, έναντι των ιταλικών, μια και τα ελληνικά μουλάρια ήσαν εξοικειωμένα με τα κακοτράχαλα βουνά της πατρίδας μας, και εν προκειμένω και της Ηπείρου, αφού και τα περισσότερα προέρχονταν από ορεινές περιοχές με τις γνωστές κακοτοπιές τους.
Την ευθύνη των όπλων, ως γνωστόν, είχαν αναλάβει κυρίως αξιωματικοί και στρατιώτες, ενώ την ευθύνη των μεταφορών, εκεί που δεν υπήρχαν αυτοκινητόδρομοι, και τότε ελάχιστοι υπήρχαν, είχαν αναλάβει οι ημιονηγοί με τα μουλάρια τους και οι ηρωίδες γυναίκες της Ηπείρου.
Οι ημιονηγοί ήσαν γνωστοί και με την προσωνυμία μουλαράδες. Η προσωνυμία όμως αυτή δεν σήμαινε καμιά υποτίμηση της ειδικότητάς τους και της εθνικής προσφοράς τους.
Ίσα ίσα, όπως καταγράφηκε μετά τη λήξη του πολέμου από αξιωματικούς και στρατιώτες των «πρόσω», από πολεμικούς ανταποκριτές και ιστορικούς εκείνης της περιόδου, αλλά και μεταγενέστερους, η «σύνθεση και εγγραφή» του αθάνατου έπους ’40-’41 στις λαμπρές σελίδες της Ιστορίας μας συντελέστηκε και με τη συμβολή των μουλαριών.
Τα μουλάρια είχαν τους ημιονηγούς τους, που προέρχονταν κυρίως από γεωργο-κτηνοτροφικές περιοχές και ήξεραν να διαχειρίζονται φιλικά τους «συναγωνιστές» τους στο Μέτωπο.
Ανάμεσα στους ημιονηγούς ήταν και ο μακαρίτης ο πατέρας μας, ο οποίος είχε αποκτήσει τόσο φιλική σχέση με το μουλάρι που του εμπιστεύτηκαν, τον Αράπη, με μαύρο και στιλπνό τρίχωμα, που τον αποκαλούσε χαϊδευτικά Aραπάκο! Με αυτό το όνομα τον γνωρίσαμε νοερά, ο αδελφός μου και εγώ, και τον αγαπήσαμε σαν πρόσωπο της οικογένειάς μας, με βάση τη διήγηση του επανακάμψαντος από το Μέτωπο πατέρα μας.
Εκείνο που δεν θα ξεχάσουμε από τη διήγηση του πατέρα μας, σχετικά με τον Αραπάκο, είναι η στάση, η συμπεριφορά του Αραπάκου, όταν σε μια αποστολή τους, ημέρα που χιόνιζε ελαφρά, βρέθηκαν δίπλα στο πτώμα ενός σκοτωμένου μουλαριού. Εχθρική οβίδα τού είχε κόψει σχεδόν πέρα για πέρα τον λαιμό και το χιόνι ξεδίπλωνε σιγά σιγά το νεκροσάβανό του για να σκεπάσει το άψυχο σώμα του.
Εκείνη τη στιγμή, έλεγε ο μακαρίτης ο πατέρας μας, συγκλονίστηκε από την αντίδραση του Αραπάκου, ο οποίος στύλωσε τα πόδια κάτω και κοιτάζοντας τον νεκρό συνάδελφό του χλιμίντρισε 2-3 φορές τόσο γοερά –έβγαλε μια κραυγή πόνου– που σου σπάραζε την καρδιά. Ο πατέρας μας, που πάντα τον χάιδευε και τον περιποιόταν, τούτη τη φορά κατάλαβε τον ιδιαίτερο πόνο του και, ανοίγοντας τα χέρια του, αγκάλιασε το κεφάλι του Αραπάκου και το κρατούσε στοργικά ανάμεσά τους. Ο Αραπάκος στήριξε το κεφαλάκι του και «φώλιασε» στο στήθος του πατέρα μας, στο μέρος της καρδιάς. Μια καρδιά άκουγε τους χτύπους μιας άλλης καρδιάς!
Συγκινήθηκε ο πατέρας μας και μετέδωσε τη συγκίνησή του και σ’ εμάς.
Συνέχισε να κρατάει προστατευτικά το κεφάλι του Αραπάκου, χαϊδεύοντάς το, ενώ ο Αραπάκος παρέμενε ακουμπισμένος στο στήθος του βυθισμένος στις δικές του σκέψεις… Σε μια στιγμή απομάκρυνε το κεφάλι του από το στήθος του πατέρα μας, τον κοίταξε κατάματα, και δυο χοντρά δάκρυα κύλησαν από τα μεγάλα μάτια του Αραπάκου. Δάκρυσε και ο πατέρας μας, όπως μας διηγήθηκε, και έσκυψε και ξαναφίλησε τον Αραπάκο στο μέτωπο. Κάποιος γραμματιζούμενος ίσως παρομοίαζε τα δάκρυα και των δύο ως χοή-σπονδή στον νεκρό.
Ο Αραπάκος ξαναχλιμίντρισε 2-3 φορές λυπητερά και πονεμένα –ήταν ο τελευταίος αποχαιρετισμός στον νεκρό συνάδελφό του– και ξεκίνησε και πάλι, χωρίς καμιά παρότρυνση του πατέρα μας, για την εκτέλεση της ιερής προς την πατρίδα αποστολής τους.
Τον αγάπησε πολύ τον Αραπάκο ο πατέρας μας. Το έδειχνε η συγκινητική αναφορά του στο όνομά του. Πολλές φορές μοιραζόταν μαζί του τις τριμμένες «γαλέτες» και την κουραμάνα του. Ήταν ο Αραπάκος ένα μουλάρι καλόγνωμο, φιλότιμο, μουλάρι με αισθήματα, έλεγε.
Μετά την κατάρρευση του Μετώπου, εξαιτίας της εισβολής στη χώρα μας ενός άλλου παράφρονα (του Χίτλερ), ο πατέρας μας παρέδωσε τον Αραπάκο σε κάποιο στρατόπεδο των Ιωαννίνων, όπου ήσαν συγκεντρωμένοι και άλλοι «αραπάκοι». Τον χάιδεψε, του έξυσε το κεφάλι ανάμεσα στ’ αυτιά του –ένα ξύσιμο που τόσο αρέσει σε όλα τα οικόσιτα ζώα– και τον φίλησε στο μέτωπο, λέγοντάς του: «Γεια σου, Αραπάκο». Και τα μάτια του βούρκωσαν…
Ο Αραπάκος, λες και κατάλαβε ότι αυτός θα ήταν ο μεταξύ τους τελικός αποχαιρετισμός, τον κοίταξε κατάματα και ξύστηκε χαϊδευτικά στο στήθος του. Ήταν σαν να του έλεγε: «Ηλία, σε ευχαριστώ για την αγάπη και την κατανόηση που μου έδειξες στο διάστημα που συνυπηρετήσαμε την πατρίδα. Πήγαινε στο καλό!» […]
[Αποστολέας: Ι. Νικολακόπουλος]
Όταν ξεκίνησα για το αλβανικό μέτωπο, η θεία μου Ειρήνη Τσιανάκα μού έδωσε ένα τριγωνικό φυλαχτό, ραμμένο με βελούδινο ύφασμα, που το είχα πάντα μαζί μου στον πόλεμο και πιστεύω ότι με φύλαξε από κάθε κακό. Έχει επάνω χαραγμένο με κλωστή το γράμμα Α (Αλέκος) και το φυλάω ακόμη ως κειμήλιο. […]
Απόσπασμα από τις αναμνήσεις του Αλέξανδρου Χάιδου, από τα Κανάλια Καρδίτσας. [Αποστολέας: Κωνσταντίνος Μαυρομμάτης]
[…] Κείνο το πρωί που χιόνισε, φόρεσα μ’ ευχαρίστηση το κλειστό πουλόβερ κι αγκίστρωσα και το σταυρό με το τίμιο ξύλο που μου ’δωσε η γυναίκα μου, σαν έφευγα. Σα γίνει κανείς στρατιώτης, γίνεται και προληπτικός και πιστεύει αόριστα σε όλα τα πράματα. […]
Απόσπασμα από τις αναμνήσεις του Σωτήριου Μαρσέλου, υπολοχαγού του Ορεινού Πυροβολικού στο αλβανικό μέτωπο. [Αποστολέας: Μάριος Μαρσέλος]