Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο

Βάσος Βασιλείου: Δύσκολη πορεία

μαρία-κάλλας-eνα-πορτρέτο-562757872

Στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, η Μαρία Κάλλας, η «χρυσή φωνή του 20ού αιώνα», αφήνει την τελευταία της πνοή στο διαμέρισμά της στη Λεωφόρο Ζορζ Μαντέλ στο Παρίσι σε ηλικία 54 ετών. Έχοντας δώσει την τελευταία της παράσταση στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου με μία ιστορική ερμηνεία της Τόσκα το 1965, έζησε πλήρως απομονωμένη για τα τελευταία 10 σχεδόν χρόνια της ζωής της στο Παρίσι. Παρά την απουσία της, όμως, συνέχιζε να θεωρείται μία από τις κορυφαίες σοπράνο στην ιστορία της όπερας.

Με αφορμή την επέτειο της γέννησής της στις 2 Δεκεμβρίου, η Καθημερινή αναδημοσιεύει σειρά κειμένων του Βάσου Βασιλείου, δημοσιογράφου και πολιτικού, που γράφτηκαν το 1960. Ο Βασιλείου περιγράφει τη δύσκολη σχέση της με τη μητέρα της, τα πρώτα της βήματα στην Ελλάδα, τον θρίαμβο στη Νέα Υόρκη και το Μιλάνο, τον γάμο με τον Μενεγκίνι αλλά και τον θυελλώδη έρωτα με τον Αριστοτέλη Ωνάση, αναδεικνύοντας πάντα την πάλη ανάμεσα στην Κάλλας και τη Μαριάννα, όπως συνήθιζε να λέει και η ίδια.

«Η Μαριάννα τίναξε από πάνω της τις αναμνήσεις της Κατοχής. Η Κάλλας αναστατώνεται όταν συλλογίζεται τι πέρασε η Μαριάννα. Βέβαια υπάρχει και το ποίημα του Χόλλαντ “Το σπίτι είναι μια μορφή του ουρανού”, όμως η Μαριάννα ποτέ δεν μπόρεσε να το πη αυτό. Αντιτάχθηκε όσο μπορούσε στην ηθική των εκπτώσεων, που αποτέλεσε μέρος της “κατοχικής” της ανατροφής».

Μέσα από τη Μαρία έβγαινε η φωνή της Μαριάννας

Με την άδεια του κ. Βάσου Βασιλείου, παρουσιάζουμε από σήμερα στην «Καθημερινή» ένα αριστουργηματικό πορτραίτο της Μαρίας Κάλλας, που είχε γράψει ο εκλεκτός συνάδελφος και βουλευτής Αθηνών και είχε δημοσιευθεί στην «Εκλογή», τον Αύγουστο του 1960. Διαβάζοντας τώρα, μετά τον θάνατο της μεγάλης καλλιτέχνιδος, το έξοχο αυτό κείμενο, που γράφτηκε πριν τόσα χρόνια, αισθάνεται κανείς ιδιαίτερους κραδασμούς συγκινήσεως με την τόσο ζωντανή σκια­γράφηση της Μαρίας Κάλλας.

Πριν από χρόνια γνώρισα ένα κορίτσι του λαού, τη Μαριάννα Καλογεροπούλου. Σήμερα έγινε η Μαρία Κάλλας και θεωρείται η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου. Όμως η Κάλλας έμεινε πάντα Μαριάννα. Ένα κορίτσι του λαού. Αυτό εξηγεί πολλές πλευρές του προβλήματος Κάλλας, που απασχολεί τους κριτικούς, τους φιλόμουσους και τους άμουσους, τους ασκητικούς της τέχνης και τους επαγγελματίες της κοσμικότητας, τους νομοταγείς πολίτες που η «τίγρη της όπερας» διεγείρει τη φαντασία τους και τις κυβερνήσεις τους, που φοβούνται μήπως κατασπαράξη το πρωτόκολλό τους.

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-1
Βασιλικό Θέατρο, Νοέμβριος 1940. Η Μαριάννα Καλογεροπούλου ως Μπεατρίς στην οπερέτα Βοκάκιος του Franz von Suppé (πηγή: Μαρία Κάλλας: 30 χρόνια μετά, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2007).

Άμα πάρουμε τη Μαρία Κάλλας σαν ένα κορίτσι του λαού, με συχνά πρωτόγονες παρορμήσεις, ίσως εξηγήσουμε μερικά της φερσίματα, που έρχονται σε αντίθεση με την κωδικοποιημένη τάξη, το καλό γούστο και τους στοιχειώδεις κανόνες της συμπεριφοράς. Και διερωτάται κανείς αν η Κάλλας ξέρη πόσο γίνεται αντιπαθητική –γιατί γίνεται αντιπαθητική– και αν αυτό τής αρέση.

Λοιπόν, η Κάλλας, όχι μόνο δεν θέλει να γίνεται αντιπαθητική, όχι μόνο δεν προγραμματίζει τις αταξίες και τις παραβάσεις της, αλλά και έχει το μυαλό της μικροαστής που θέλει να είναι γλυκειά, ευγενική, που δεν δημιουργεί σκάνδαλα. Έχει την καρδιά μιας θεοσεβούμενης που αγωνίζεται να κρατήση το τάμα της ακέραιο, όπως απαιτεί η προσδοκία μιας ουράνιας τέχνης: Να είναι κάθε φορά η καλύτερη της εποχής της, να είναι κάθε φορά η Μαρία Κάλλας.

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-2
Eσωτερική σελίδα της Καθημερινής με τα κείμενα του Βάσου Βασιλείου για τη Μαρία Κάλλας.

Όταν κυριεύεται από το δέος ότι «πάει να της φύγη η Κάλλας», ότι χάνει το είδωλό της αυτό που έπλασε με το ολοκαύτωμά της, τότε την πιάνει αλλοφροσύνη. Της λένε να τραγουδήση, αυτή δεν θέλει να τραγουδήση. Δεν θέλει να προδώση το τάμα της, να λυγίση μπροστά στον Κριτή, αυτόν τον πολυκέφαλο, αδέκαστο Κριτή με τους τεντωμένους αδένες, που εξουσιάζει την πλατεία και τα υπερώα της Όπερας. Σχίζει συμβόλαια, παύει να είναι κυρία, προσβάλλει αρχηγούς κρατών, λιθοβολείται σταυρωμένη πάντα στο είδωλό της. Μέσα στο πάθος της να μη νοθευθή η ιδέα Κάλλας μπήζει τα νύχια της στην καθιερωμένη τάξη. Ξυπνά μέσα της το κορίτσι του λαού, ξαναγίνεται η Μαριάννα.

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-3
Eσωτερική σελίδα της Καθημερινής με τα κείμενα του Βάσου Βασιλείου για τη Μαρία Κάλλας.

Και ύστερα απορεί και στενοχωριέται όταν της λένε ότι καταντά απρεπής, αυτή που θέλει να είναι γλυκειά, φιλική, πολυαγάπητη. Όταν πριν από τρία χρόνια σηκώθηκε πάταγος, με την άρνησή της να τραγουδήση στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού την προσδιορισμένη μέρα, την επισκέφθηκε λίγο πριν από την ώρα του ρεσιτάλ ένας υπουργός για να τη μεταπείση.

Δεν θέλει να προδώση το τάμα της, να λυγίση μπροστά στον Κριτή, αυτόν τον πολυκέφαλο, αδέκαστο Κριτή με τους τεντωμένους αδένες, που εξουσιάζει την πλατεία και τα υπερώα της Όπερας.

«Το ξέρετε ότι υπάρχει κίνδυνος να πέση η κυβέρνηση αν δεν τραγουδήσετε απόψε;», της είπε.

«Το ξέρετε ότι αν τραγουδήσω απόψε υπάρχει κίνδυνος να πέση η Κάλλας;».

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-4
Eσωτερική σελίδα της Καθημερινής με τα κείμενα του Βάσου Βασιλείου για τη Μαρία Κάλλας.

Μέσα από την Κάλλας έβγαινε η κραυγή της Μαριάννας.

Η Μαριάννα γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, στις 2 Δεκεμβρίου του 1923. «Η κόρη μου γεννήθηκε μια μέρα με σφοδρή θύελλα και αυτό μού φαίνεται συμβολικό», αφηγείται η κ. Ευαγγελία Καλογεροπούλου, «γιατί από τότε δεν έπαψε να είναι συνεχώς φλεγόμενη εστία θυελλών. Ζύγιζε πέντε κιλά και εξακόσια γραμμάρια».

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-5
Eσωτερική σελίδα της Καθημερινής με τα κείμενα του Βάσου Βασιλείου για τη Μαρία Κάλλας.

Οι Έλληνες γονείς της Μαριάννας δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τη μουσική. Η αντίπαλος της Κάλλας, Ρενάτα Τεμπάλντι, ήταν κόρη ενός βιολιστή και μιας αποτυχημένης σοπράνο. Οι γονείς της Μαριάννας χώρισαν όταν εκείνη ήταν παιδί, όπως και οι γονείς της Ρενάτας.

Η Μαριάννα γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, στις 4 Δεκεμβρίου του 1923. «Η κόρη μου γεννήθηκε μια μέρα με σφοδρή θύελλα και αυτό μού φαίνεται συμβολικό», αφηγείται η κ. Ευαγγελία Καλογεροπούλου, «γιατί από τότε δεν έπαψε να είναι συνεχώς φλεγόμενη εστία θυελλών. Ζύγιζε πέντε κιλά και εξακόσια γραμμάρια».

«Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι όμοιες μεταξύ τους· κάθε δυστυχισμένη, είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο». Ο στεναγμός αυτός του Τολστόι πέφτει στις οικογένειες της Μαριάννας και της Ρενάτας. Η κάθε μία δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο. H οικογενειακή ιστορία της Ρενάτας δεν διέβρωσε τον χαρακτήρα της, που διαμορφώθηκε πράος, μειλίχιος, καλωσυνάτος. Η οικογενειακή ιστορία της Μαριάννας, δίχασε την προσωπικότητά της.

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-6
Θέατρο Κλαυθμώνος, Αύγουστος 1942. Η Μαριάννα Καλογεροπούλου με τον Λούντο Κουρουσόπουλο, σε πρόβα στην Τόσκα του Πουτσίνι (πηγή: Μαρία Κάλλας: 30 χρόνια μετά, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2007).

Στο σπίτι της Μαριάννας, υπήρχε μια παλιά πιανόλα. Ήταν τριών χρόνων και δεν ξεκολλούσε από αυτήν. Η μουσική της πιανόλας ασκούσε πάνω της μια ακατανίκητη μαγεία. Η γλώσσα της μουσικής ήταν η πρώτη που έμαθε. Ο Οράτιος έγραφε: Τι μαθαίνει το παιδί γρηγορώτερα από ένα τραγούδι; Η Μαριάννα έμαθε πρώτα να τραγουδά και ύστερα να συλλαβίζη· «Μια μέρα που ζύμωνα ψωμί στην κουζίνα –θυμάται η Ευαγγελία Καλογεροπούλου– άκουσα ξαφνικά την πιανόλα να παίζη και με τα ζυμάρια στα χέρια έτρεξα να δω ποιος την είχε βάλει σε κίνηση. Είδα τη Μαριάννα γονατισμένη να κινή τα πεντάλ με τα χέρια της, γιατί ήταν πολύ μικρή για να καθήση στο ταμπουρέ και να τα φτάση με τα ποδαράκια της. Άκουε τη μουσική που η ίδια προκαλούσε, με το στόμα μισάνοιχτο και με εκστατικά μάτια…».

Οκτώ χρόνων άρχισε να παίρνη μαθήματα ωδικής και αμέσως έγινε βεντέττα στα προγράμματα του σχολείου της. Είχε όλα τα γνωρίσματα μιας μικρής πριμαντόνας, με υπερβολική την αίσθηση της ιεραρχίας. Μόνον όταν πήγαινε στην εκκλησία γινόταν ταπεινή. Από μικρή διακρινόταν για την ευλάβειά της και την αγάπη της στην εκκλησιαστική μουσική.

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-7
Θέατρο Ολύμπια, Απρίλιος 1944. Η Μαριάννα Καλογεροπούλου με τον Ευάγγελο Μαγκλιβέρα στον Κάμπο του Eugene d’Albert (πηγή: Μαρία Κάλλας: 30 χρόνια μετά, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2007).

Όταν έφτασαν στην Ελλάδα, στα 1937, η Μαριάννα σκεπτόταν να γίνη οδοντογιατρός, όμως η μητέρα της την πήγε στο Εθνικό Ωδείο. Δοκιμάστηκε με το «Άβε Μαρία» και με τη «Χαμπανέρα» από την Κάρμεν. Όταν τελείωσε, η καθηγήτρια κ. Μαρία Τριβέλα χειροκρότησε: «Αυτή η μικρή έχει ταλέντο!… Την θέλω κοντά μου!…». Χάρη στην υποστήριξή της πήρε υποτροφία και άρχισε να μελετά νύχτα-μέρα. Σε ηλικία δεκαέξη ετών πρωταγωνίστησε στη μαθητική επίδειξη του Ωδείου, με την «Καβαλερία Ρουστικάνα», σε σκηνοθεσία Καρακαντά. Το Ωδείο τής έδωσε το Πρώτο Βραβείο. Αλλά όσοι την είδαν, δεν ενθουσιάστηκαν: «Φωνάζει πολύ και είναι τόσο χοντρή, τόσο άχαρη… Δεν ξέρει πού να βάλη τα χέρια της…».

Όταν ο Μοσχονάς την άκουσε, είπε: «Μαριάννα, πριν περάσουν δεκαπέντε χρόνια, θα γίνης μεγάλη. Και θα τρως με χρυσά κουτάλια». Ο Μοσχονάς τη συνέστησε στο συγκρότημα του «Ελευθέρου Μελοδράματος». Ο μαέστρος Καραλίβανος εντυπωσιάστηκε από το μέταλλο της φωνής της και την καταπληκτική της αυτοπεποίθηση. «Να πας στην Ιντάλγκο», τη συμβούλευσε. Η Μαριάννα δίστασε. Ώστε αυτό ήταν το ιδανικό της Όπερας. Έβλεπε αυτόν τον θίασο των σπαραγμένων τραγουδιστών, που έμοιαζε μάλλον με τσίρκο, που δεν είχαν δικό τους θέατρο, αγνοημένους, με χαμένες τις μεγάλες τους δυνατότητες, έβλεπε και αναρωτιόταν μήπως θα ήταν καλύτερο να είχε γίνει οδοντογιατρός. Όμως, όταν μαθήτευσε στην Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, την ξακουστή Σπανιόλα που τραγούδησε με τον Καρούσο, συμφιλιώθηκε οριστικά με τα πεπρωμένα της. Τότε γνώρισα για πρώτη φορά τη Μαριάννα. Κι ακόμα ακούω να λέη με πίστη θρησκευτική, χωρίς έπαρση: «Είμαι δοσμένη σε αυτό που με περιμένει!…»

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-8
Η Κάλλας το 1951 (AP Photo).

Ήξερε τι την περίμενε. Αλλά ήξερε επίσης ότι έπρεπε να αγωνιστή για να το κερδήση. Οι τραγουδιστές της Όπερας δεν άργησαν να αποχτήσουν δική τους σκηνή. Τετρακόσια κορίτσια που πίστευαν ότι τραγουδούν δοκιμάστηκαν, για να πλαισιώσουν τη νεοσύστατη Λυρική Σκηνή, μπροστά σε μία επιτροπή από τον Καλομοίρη, τον Μόρντο, τον Πφέφερ και την Παξινού. Η Ιντάλγκο ωστόσο δεν παρουσίασε τη Μαριάννα στην επιτροπή· την ωδήγησε κατευθείαν στον διευθυντή της Λυρικής, τον Κωστή Μπαστιά, που είχε την αρετή να μη θυσιάζη την ουσία στους τύπους. «Θα ακούσης μια μοναδική φωνή», τον βεβαίωσε. «Είναι μια περίπτωση εξαιρετική. Μην επηρεασθής από την εμφάνισή της».

Η Μαριάννα είχε μάθει πια να εισάγεται με αυτό το προοίμιο. «Μην επηρεασθής από την εμφάνισή της». Και στο σπίτι της άκουγε συχνά τη μητέρα της, να την πιλατεύη: «Τι είσαι εσύ και μεγαλοπιάνεσαι;». Είχε μια φωνή ακατέργαστη και μεγάλη, που έβγαινε από ένα σώμα ακατέργαστο και μεγάλο. Δεν έμοιαζε της αδελφής της, της Τζάκη. Η μητέρα της έδειχνε αδυναμία στην Τζάκη. Εκείνη ήταν όμορφη, λογική, προσιτή. «Ναι, εκείνη θα πήγαινε εμπρός».

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-9
10 Νοεμβρίου 1952: Η Κάλλας μετά την παράσταση της Νόρμα στη Βασιλική Όπερα του Κόβεν Γκάρντεν στο Λονδίνο (Photo by Keystone-France/Gamma-Rapho via Getty Images).

«Ο Μπαστιάς είναι ο πρώτος άνθρωπος που με βοήθησε», λέει ακόμα και ορκίζεται στο όνομά του. Την προσέλαβε στη Λυρική και της έδωσε ένα μισθό, χωρίς να εργάζεται. Ανεκτίμητη συνδρομή για να συνεχίση απερίσπαστη τις σπουδές της.

Της έπλεξαν τους πρώτους επαίνους, όταν εμφανίστηκε στον «Βοκκάκιο». Όμως ήταν ακόμα στην αρχή του δρόμου. Στην τάξη της Ιντάλγκο είχε συμμαθήτρια τη Ζωή Βλαχοπούλου –πιο προχωρημένη– και την Άντα Μανικιάν, που σήμερα θριαμβεύει έξω στα πρωτοποριακά έργα. Έπρεπε να βάλη τα δυνατά της.

Έχει η Μαριάννα εφιαλτική τη μνήμη της Κατοχής. Τότε γνώρισε τις παγίδες, τις χυδαιότητες, τον φθηνό καριερισμό των ανθρώπων και την ανώφελη έχθρα τους. Γρήγορα έμαθε ότι και  η Τέχνη είναι ένα πεδίο μάχης. Είχε βάλει στη ζωή της ένα σκοπό. Πίστευε ότι το μυστικό της επιτυχίας είναι η αδιάλλακτη εμμονή στον σκοπό.

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-10
Η Μαρία Κάλλας στη Ρώμη το 1956 (Photo by Tony Vaccaro/Hulton Archive/Getty Images).

Στο σπίτι της κρατούσε η θεωρία της γλυκειάς ζωής. Η κυρία Καλογεροπούλου έβλεπε την καλλιτεχνική επίδοση της Μαριάννας σαν ένα μέσον για να περάσουν όλοι καλά. Η κύρια Καλογεροπούλου είχε μάλλον παρεξηγήσει τη θεωρία ότι η Τέχνη έχει κοινωνικό περιεχόμενο. Στα απομνημονεύματά της παραδίνεται με άκρα αφέλεια στα κατοχικά σουβενίρ της: «Ο συνταγματάρχης Μπονάλτι από τη Βερόνα, τι γοητευτικός, τι καλλιεργημένος… μας έκανε, όχι λίγες φορές, μικρά δώρα… Κάποτε έπαιζε πιάνο και η Μαριάννα μάς τραγουδούσε… Μερικοί Ιταλοί έγιναν καλοί μας φίλοι… Γερμανοί αξιωματικοί μάς συνέδραμαν αρκετά… με φλερτάρησε και μένα ένας πιανίστας!». Παρά λίγο να ακούση ο αναγνώστης τον στεναγμό: «Αχ πούναι τα χρόνια εκείνα…».

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-11
Η Μαρία Κάλλας αποθεώνεται από το κοινό μετά το τέλος μιας παράστασης (AP Photo).

Η Μαριάννα τίναξε από πάνω της τις αναμνήσεις της Κατοχής. Η Κάλλας αναστατώνεται όταν συλλογίζεται τι πέρασε η Μαριάννα. Βέβαια υπάρχει και το ποίημα του Χόλλαντ «Το σπίτι είναι μια μορφή του ουρανού», όμως η Μαριάννα ποτέ δεν μπόρεσε να το πη αυτό. Αντιτάχθηκε όσο μπορούσε στην ηθική των εκπτώσεων, που αποτέλεσε μέρος της «κατοχικής» της ανατροφής. Την νουθέτησαν ότι για να πετύχη, έπρεπε να κάνη εκπτώσεις στα γυναικεία της γούστα, στα νεαρά της πάθη, στα παράτολμα καλλιτεχνικά της όνειρα.
Η Καθημερινή, 18 Σεπτεμβρίου 1977

Τα πρώτα βήματα της Μαριάννας στην όπεραν

Αρχίζει η ζωή με τον πατέρα. Αυτός τής έστειλε χρήματα να ταξιδέψη στη Νέα Υόρκη. Από το φαρμακείο όπου δούλευε στο Χελλ Κίτσεν, βλέπει με σκεπτικισμό τα πρώτα βήματα της Μαριάννας στην Όπερα. Μετανάστης, βιοπαλαιστής, δεν προσφέρεται σε γενναία οράματα. Αλλά θα βοηθήση την κόρη του όσο μπορεί. Στο μικρό τους διαμέρισμα η Μαριάννα απελευθερώνεται από τον εφιάλτη της Κατοχής, βρίσκει στοργή, ζεστασιά. Επεξεργάζεται ακούραστα το χρυσό μετάλλο της φωνής της, παραδίνεται στη δυνατή θύελλα της μουσικής. Έχει μέσα της ένα θησαυρό, τον συναναστρέφεται με υπομονή, τον ελέγχει. Πληρώνει τον φόρο της μοναξιάς. Όταν αισθάνεται ώριμη παρουσιάζεται στον διευθυντή της Μετροπόλιταν, τον Έντουαρντ Τζόνσον. Τραγουδά «Αΐντα» και «Τόσκα». Οι εμπειρογνώμονες νιώθουν να τους διαπερνά ένα νέο ρίγος. Όμως φοβούνται το καινούργιο, το ανορθόδοξο. Κάποιος, για να βρη μια διέξοδο, τη ρωτά: «Σε πόσα ευρωπαϊκά θέατρα έχετε τραγουδήσει;». Η Μαριάννα καταλαβαίνει την πρόκληση: «Τι σημαίνει αυτό;…» τον κυττάζει στα μάτια. Ο Έντουαρντ Τζόνσον τη συμβουλεύει να αποκτήσει πρώτα φίρμα στην Ιταλία, στη Γερμανία και βλέπουμε… «Δοκιμάστε με χωρίς να κλείσετε συμβόλαιο μαζί μου. Παραιτούμαι της αμοιβής. Θα αφήσουμε τον κόσμο να κρίνη». Ο Έντουαρντ Τζόνσον θεω­ρεί την πρότασή της προσβλητική, απαράδεχτη. «Αυτό δεν γίνεται εδώ… Δεν είναι σύμφωνο με τις παραδόσεις μας».

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-12
Ως Λαίδη Μάκβεθ το 1952 στη Σκάλα του Μιλάνου (AP Photo) .

«Ώστε δεν γίνεται;», επαναστατεί μέσα στην αποδιωγμένη θεότητα η Μαριάννα. «Θαρθή μια μέρα που θα γονατίσετε μπροστά μου, παρακαλώντας με να τραγουδήσω στη Μετροπόλιταν».

Φεύγει. Νιώθει σαν να τη μαστιγώνουν. Περιδινείται στο «πλέγμα υπεροχής» της. Είναι δυστυχισμένη και έρημη. Όταν γυρίζη στο σπίτι της, βρίσκει ένα γράμμα από τη μητέρα της: «Ανάγκη επείγουσα, τρεις χιλιάδες δολλάρια». Πού να τα βρη; Πού να στραφή;

Η αποστολή του εμβάσματος αναστέλλει τα σχέδιά της. Δεν έχει λεπτά να ταξιδέψη στην Ιταλία. Όμως η τύχη τώρα την ευνοεί. Ο Έντουαρντ Τζόνσον αλλάζη ξαφνικά γνώμη και την καλεί να παίξη το ρόλο της Ελεωνόρας, από τον «Φιντέλιο» του Μπετόβεν, στο «Μετροπόλιταν». Η Κάλλας επιστρέφει τις παρτιτούρες: «Η Όπερα στην αγγλική γλώσσα είναι πολύ αστεία», τους λέει. «Κανείς δεν θα την πάρη στα σοβαρά». Όταν συνέρχεται από την έκπληξή του ο Τζόνσον τής προτείνει «Μπαττερφλάυ». «Είμαι πολύ παχειά», απορρίπτει κι αυτή την προσφορά του η Κάλλας. «Δεν μπορώ να φανταστώ την Μπαττερφλάυ να ζυγίζη 210 πάουντς. Άλλωστε αυτός ο ρόλος δεν είναι το φόρτε μου».

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-13
Η Κάλλας μετά την ολοκλήρωση ενός ρεσιτάλ της στο Royal Festival Hall του Λονδίνου, στις 23 Σεπτεμβρίου 1959 (AP Photo/Bob Dear).

Οι άνθρωποι της «Μετροπόλιταν» δεν πίστευαν στα αυτιά τους. Ο «Κήρυξ Βήμα» της Νέας Υόρκης δημοσίευσε την απάντηση της Κάλλας, ως τη μεγαλύτερη παραδοξολογία της χρονιάς. Μια άσημη Ελληνοπούλα να απορρίψη τέτοια προσφορά της «Μετροπόλιταν»!

Η ευκολώτερη εξήγηση είναι ότι έπαιρνε τη ρεβάνς της, πραγματοποιώντας την απειλή της. Η πειστικότερη εξήγηση είναι ότι δεν ήθελε να γραφή το όνομά της στο πρόγραμμα και έπειτα να πάψη να αναφέρεται. Να διακριθή, να καθιερωθή, ήταν το μόνο που ήθελε.

Ήξερε τι ήθελε. Και οι πύλες της ελπίδας άνοιξαν όταν στη Νέα Υόρκη τής πρότειναν να παίξη Τζοκόντα στη Βερόνα της Ιταλίας με μαέστρο τον διάσημο αρχιμουσικό Σεραφίν. Πάντα ωνειρευόταν να παίξη Τζοκόντα. Αλλοίμονο, οι κριτικές ήταν αποθαρρυντικές. Όλοι έγραψαν πως το κοινό χειροκρότησε περισσότερο τον τενόρο Ρίτσαρντ Τάκερ παρά τη σοπράνο. Η Μαριάννα είχε πάθει ένα τρομερό σοκ όταν αντίκρυσε το κατάγεμο αρχαίο θέατρο. «Έτρεμα σαν το φύλλο» εξωμολογήθηκε.

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-14
Σε πρόβα με τον Καναδό τενόρο Τζον Βίκερς για τη Μήδεια του Κερουμπίνι στη Σκάλα του Μιλάνου, το 1961 (AP Photo).

Σα να μην έφθανε αυτό, σχεδόν αμέσως μετά την παράσταση, πληροφορήθηκε ότι η μητέρα της, όταν της ζήτησε «επειγόντως» τρεις χιλιάδες δολλάρια, είχε καταθέσεις στην Τράπεζα. Αισθάνθηκε προδομένη, σχεδόν νεκρή. Ήρθε στα χείλη της ο πικρός λόγος του Ναπολέοντος: «Η οικογένειά μου μου έκανε περισσότερο κακό, από όσο καλό μπόρεσα να της κάνω».

Και όμως αυτή η «αποτυχία» τής έφερε τη δόξα. Στη διάρκεια ενός γεύματος προς τιμήν των καλλιτεχνών που τραγούδησαν εκείνο το βράδυ, ο Τζιοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι τής ζήτησε να παντρευτούν. Η Μαρία τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη και βρήκε το κουράγιο να τον ρωτήση: «Τι βρίσκεις σε μένα;» Οι άνδρες δεν γύριζαν να τη δουν. «Η Μαρία ήταν τετράγωνη και παχειά – την περιγράφει η Ιντάλγκο στο «Λάιφ» – αλλά έδινε μια θαυμαστή ερμηνεία, ό,τι και αν τραγουδούσε. Ήθελε να εκτελή και λαρυγγισμούς. Η μνήμη της ήταν ασύλληπτη και μπορούσε να μάθη και την πιο δύσκολη όπερα μέσα σε οκτώ ημέρες».

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-15
Η Μαρία Κάλλας με τον σύζυγό της Τζιανμπατίστα Μενεγκίνι (αριστερά) και τον πατέρα της Γεώργιο Καλογερόπουλο σε πρεμιέρα της στη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης το 1958 
(AP Photo).

Την άνοιξη του 1949 η Μαριάννα είχε μεταμορφωθή στην κυρία Μενεγκίνι Κάλλας. Είχε βρη το μονοπάτι που θα την ωδηγούσε στην κορυφή. Ο «αγνός Πέτρος» ξεψύχησε πριν φτάση στα «ψηλά βουνά». Ο Μαγκλιβέρας, αυτός που την αγάπησε, πέθανε στην Αθήνα. Ο Μενεγκίνι αφιερώθηκε στον αστερισμό της. Ο αρχιμουσικός Σεραφίν τής άνοιξε τους ορίζοντες.

Τρία χρόνια μάθημα με τον Σεραφίν για να γίνη η «φωνή του αιώνος». Εβδομάδες και μήνες απομονωμένη από τον κόσμο για να μάθη μία άρια μόνο. Έπεφτε συχνά λιπόθυμη από την κούραση. Όμως η θέληση είναι δύναμη. Η φωνή της σπάζει τα μουσικά στεγανά των ειδικοτήτων. Από δραματική σοπράνο (Νόρμα, Τζοκόντα) περνάει με πρωτοφανή άνεση στην ελαφρά σοπράνο (Λουκία, Αμλέτος). Πραγματοποιεί «πηδήματα θανάτου» χωρίς δίχτυ ασφαλείας, σαν τις αθάνατες πριμαντόνες της χρυσής εποχής της Όπερας. Οι κλίμακές της είναι ασύλληπτες. Ο Σεραφίν την παρακινεί να ανασύρη από τη σκόνη της λήθης μισοξεχασμένες όπερες, όπως η «Μήδεια» του Κερουμπίνι και «Ο πειρατής και οι πουριτανοί» του Μπελλίνι. Τους δίνει καινούργια λάμψη. Μοιάζουν σαν να γράφτηκαν σήμερα γι’ αυτήν. Το μουσικό της ταμπεραμέντο συνδυάζεται με μία ενστικτώδη, υποβλητική υποκριτική. Δημιουργεί ατμόσφαιρα. Ηλεκτρίζει τα πλήθη. Την ρώτησαν πριν από τρία χρόνια: «Πού αποδίδετε σεις η ίδια την ακτινοβολία σας; Αν κάνατε μια αυτοκριτική, πώς θα εξηγούσατε τη σταδιοδρομία σας; Ποια συμβουλή θα δίνατε στους μαθητές και τις μαθήτριες των Ελληνικών Ωδείων;».

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-16
Αφίσα από την παράσταση “Ο μυστικός γάμος”, το 1955 (Photo by Keystone-France/Gamma-Rapho via Getty Images).

«Θεέ μου, να μη μάθουν τραγούδι», έπλεξε τα χέρια της η Μαρία Κάλλας. «Είναι ένας συγκλονιστικός και αδιάλειπτος αγώνας. Στην αρχή το όνειρό μου ήταν να κάνω καρριέρα. Τώρα έχω ένα άλλο ιδανικό, που δεν φτάνει ποτέ στην τελειότητά του: τη Μουσική! Μη μου ζητάτε να αξιολογήσω την τέχνη μου. Πρέπει να είμαι καλύτερη σε κάθε νέα παράσταση. Είναι το άγιο πάθος της Μουσικής. Όσο πιο πολύ καταλαβαίνεις από Μουσική, τόσο καταλαβαίνεις πόσα έχεις ακόμα να μάθεις. Συχνά δακρύζω από ντροπή για τα χειροκροτήματα που με καλούν στην σκηνή, για τις αυλαίες που ανοιγοκλείνουν. Τότε έχω το αίσθημα ότι δεν είμαι τίποτα και απορώ για τις εκδηλώσεις».
Η Καθημερινή, 21 Σεπτεμβρίου 1977

H όπερα με την ερμηνεία της έπαψε να είναι μουσείο

Υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες που νοιώθουν όπως εγώ, φαίνεται όμως ότι δεν έχουν το φυσικό δώρο να μεταδίδουν τον παλμό τους, να διεγείρουν. Αν Μουσική ήταν η γνωριμία με την παρτιτούρα, το πράγμα θα ήταν απλό. Αν Μουσική ήταν να τραγουδάς καλά, αλλά να τραγουδάς μόνο για τον εαυτό σου, θα ήταν εύκολο. Όμως πρέπει να περνάς το αοράτο κλιμακοστάσιο, ανάμεσα στη σκηνή και στην πλατεία. Να δίνεις σε κάθε λέξη, ουσία μουσική και θεατρική».

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-17
Η Μαρία Κάλλας στη Σκάλα του Μιλάνου, στις 26 Δεκεμβρίου 1955 (Photo by Keystone-France/Gamma-Rapho via Getty Images).

Με μαέστρο τον Σεραφίν, η Κάλλας τραγούδησε Ιζόλδη και Τουραντό στη Βενετία, Αΐντα στο Τουρίνο, Νόρμα στη Φλωρεντία. Μέσα σε πέντε μέρες έμαθε τους Πουριτανούς του Μπελλίνι. Ζη κάθε ρόλο της, μεταλαμπαδεύει το μήνυμά του με την παραδομένη υποκριτική της Όπερας, την grande maniere, επειδή δεν της διαφεύγει ότι τα λιμπρέτα είναι συμβατικά και ότι μια ρεαλιστική ερμηνεία θα τόνιζε τη γυμνότητά τους. Όμως ανανεώνει και την παράδοση. Δεν τραγουδάει μόνο την άρια, την παίζει –ακόμα και στις πρόβες παίζει– και με την ακτινοβολία πείθει τον ακροατή ότι η μουσική βγαίνει αθέλητα από μέσα της. Από το μπελκάντο μεταπήδησε, προς κατάπληξη του μουσικού κόσμου, στο Βαγκνερικό κλίμα. Ήταν μια ιδανική Βρουγχίλδη στις Βαλκυρίες. Όταν εμφανίστηκε το 1949 στο Μπουένος Άυρες, προκάλεσε μια συνάντηση με τη μητέρα της. Αλλά αντί να σπάση τον πάγο αυτή η συνάντηση, απόκοψε και τις τελευταίες γέφυρες. Δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα.

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-18
Λονδίνο, Ιούνιος 1959. Βασιλική Όπερα του Κόβεντ Γκάρντεν. Η Μαρία Κάλλας στον ρόλο της Μήδειας στην ομώνυμη όπερα του Ιταλού συνθέτη Λουίτζι Κερουμπίνι (AP Photo).

Η Κάλλας αρνήθηκε να συμμορφωθή με το πανίσχυρο καλλιτεχνικό πρακτορείο του Μιλάνου, που εφοδιάζει τη Σκάλα. «Κανείς δεν πρόκειται να ορίζη το δέκα, το είκοσι, το τριάντα τοις εκατό του εαυτού μου», ξέσπασε. Ήταν καθαρό το υπονοούμενο: «Δεν θα ξαναγίνω Μαριάννα». Η Σκάλα του Μιλάνου έστεψε την παγκόσμια προβολή της. Η Όπερα, με την Κάλλας πήρε ζωή, έπαψε να είναι Μουσείο. Όταν σε ένα διάλειμμα της Σκάλας, της είπαν μια μέρα ότι οι δίσκοι της στην Ελλάδα γίνονται ανάρπαστοι, τα μάτια της λάμψανε από αγαλλίαση. Δεν είχε τον κόρο της επιτυχίας. «Τότε πρέπει ναρθώ στην Ελλάδα», είπε, λαμπάδα που καίει και λειώνει στην ίδια της τη φλόγα.

Ο Μενεγκίνι έγινε η σκιά της. Της έδινε την τρυφερότητα, την εμπιστοσύνη, την κατανόηση που της έλειψε στα παιδικά της χρόνια. Η Κάλλας τότε αλλάζει όψη. Γίνεται αυτό που είναι σήμερα. Ένα μελετημένο βάψιμο τονίζει το δραματικό προσωπείο της, τα μάτια της. Με το προσωπείο αυτό κυκλοφορεί στη σκηνή και στον δρόμο. Δεν έχει ιδιωτική ζωή μέχρι το 1957. Είναι ένα πλάσμα πιραντελλικό, του θεάτρου. […]

Ο Μενεγκίνι έγινε η σκιά της. Της έδινε την τρυφερότητα, την εμπιστοσύνη, την κατανόηση που της έλειψε στα παιδικά της χρόνια.

Η Κάλλας έκανε το θριαμβευτικό ντεμπούτο της στην Αμερική την 1η Νοεμβρίου 1954 με τη «Νόρμα», εγκαινιάζοντας την σαιζόν της Όπερας. Η επιτυχία της ήταν τόση, ώστε το πέρασμά της από τους δρόμους και τα κέντρα του Σικάγου σήκωνε θύελλα χειροκροτημάτων. Τον επόμενο χρόνο έπαιξε στο ίδιο θέατρο τους «Πουριτανούς» του Μπελλίνι και ύστερα, γυρίζοντας στην πρόταση που είχε κάποτε απορρίψει, τραγουδά «Μπαττερφλάυ» στη «Μετροπόλιταν». Τώρα, αισθάνεται έτοιμη. […]

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-19
Η Μαρία Κάλλας σε στούντιο ηχογράφησης το 1959 (AP Photo).

Ο διευθυντής της «Μετροπόλιταν» Ρούντολφ Μπινγκ ανήγγειλε ότι θα άνοιγε τη σαιζόν 1956-1957 με την Κάλλας στη «Νόρμα». Όταν οι δημοσιογράφοι τον ρώτησαν για την αμοιβή της, είπε ότι «οι καλλιτέχνες της “Μετροπόλιταν” εργάζονται για την τέχνη και λίγα λουλούδια και ότι η Κάλλας θα έπαιρνε λίγα λουλούδια περισσότερα».

Τότε σηκώθηκε ο πρώτος σάλος γύρω από την Κάλλας. Στη «Μετροπόλιταν» είχε επικρατήσει η συνήθεια να μην υπερβαίνει ποτέ η αμοιβή των καλλιτεχνών τα χίλια δολλάρια για κάθε παράσταση. «Αν η διεύθυνση του θέατρου κάνη εξαιρέσεις για τη μετάκληση μιας μεγάλης αοιδού» –έγραφαν οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης»– «θα δημιουργηθή επικίνδυνη ατμόσφαιρα μεταξύ των άλλων μελών του θιάσου». […]

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-20
Ιανουάριος 1958. Η Μαρία Κάλλας αποθεώνεται στην Όπερα του Σικάγου (AP Photo).

Διαβάλλεται στη Σκάλα, στη Μετροπόλιταν, την Όπερα της Βιέννης, στο Κόβεντ Γκάρντεν, στο Ντάλλας, στην Όπερα των Παρισίων. Γνωρίζει μόνον θριάμβους, όμως συχνά η Μαριάννα αφυπνίζεται εις βάρος της Μενεγκίνι. Με το κοστούμι της Μπαττερφλάυ, στα παρασκήνια της Όπερας του Σικάγου, κυνηγάει τους δικαστικούς κλητήρες που τους είχε στείλει ένας δικηγόρος της Νέας Υόρκης, για κάποια καλλιτεχνική διαφορά, και τους τα ψάλλει αγγλικά, ιταλικά και πειραιώτικα. Αθετεί συμβόλαια, αφήνει τον κόσμο μάταια να την περιμένη, διαπληκτίζεται με τενόρους, δημοσιογράφους, διευθυντάς θεάτρων. Δίνει την εντύπωση ότι δε λογαριάζει κανένα, είναι πάντα μια «θεότητα», αλλά αρχίζει να γίνεται και ένας «εχθρός της κοινωνίας». […]
Η Καθημερινή, 22 Σεπτεμβρίου 1977

Άφησε τη σφραγίδα της στη θρησκεία του μελοδράματος 

Οταν τον Αύγουστο του 1957 ήταν κλεισμένη στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρεταννίας» με μια μάσκα από μπλε ζελατίνα για να λαγοκοιμάται, μήπως γιατρευτή από τη φλεγμονή του λάρυγγος, δεχόταν αλλεπάλληλα ανώνυμα τηλεφωνήματα, που είχαν φέρει τα νεύρα της σε φοβερή υπερδιέγερση: «Γιατί δεν αγαπάς τη μάνα σου;… Γιατί ήρθες να μας πάρης εννέα χιλιάδες δολλάρια;… Ώστε ελπίζεις ότι θα ξαναβρής τη φωνή σου;…». Αλλά ενώ σπάραζε σα λαβωμένο θηρίο με όλες αυτές τις μικρότητες, ήρθε ξαφνικά το γράμμα μιας άγνωστης γυναικούλας να τη γεμίση πάλι αυτοπεποίθηση και γαλήνη. Μέσα στο γράμμα βρήκε ένα φτηνό κρεμαστό σταυρό. «Παιδί μου, πάρε αυτό το φυλαχτό και η Παναγία να σε βοηθήση», έγραφε το γράμμα. Μαζί με τη Σπανούδη, πριν τραγουδήση, πήγε στην Παναγία τη Γρηγορούσα. Στο λαιμό της είχε το φτηνό σταυρό. Καθώς προχώρησε στην εκκλησία οι γυναίκες παραμέρισαν χωρίς να ξέρουν ποια είναι. […]

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-21
Με τον Ρούντολφ Μπινγκ, γενικό διευθυντή της Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης (AP Photo).

Ο κόσμος της Όπερας χαιρόταν να πιστεύη ότι η σχέση της Μαρίας Κάλλας με τον Μενεγκίνι ήταν δυνατώτερη από τον έρωτα. Αυτός την ανέδειξε και την περιέβαλε με στοργή που δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Δεν τον καλούσε με το όνομά του. Τον φώναζε «τζόγια μία». Όταν το 1952 η Κάλλας τραγούδησε στη Βασιλική Όπερα του Κόβεντ Γκάρντεν, ο διευθυντής της Μετροπόλιταν Ρούντολφ Μπινγκ έκλεισε συμφωνία μαζί της, για τρεις τουλάχιστον εμφανίσεις στην «Τραβιάτα». Όμως η Κάλλας ακύρωσε το συμβόλαιο, επειδή δεν χορηγήθηκε θεώρηση διαβατηρίου στον Μενεγκίνι. Ήταν αδύνατο να κάνη βήμα χωρίς αυτόν.

Ξαφνικά, όλα εξελίχθηκαν ανεξήγητα, όλα έμοιαζαν με ένα σουρεαλιστικό λιμπρέττο. Ο άνθρωπος που αγόρασε το Μόντε Κάρλο, ο «πειρατής του εικοστού αιώνος» Αριστοτέλης Ωνάσης, ερωτευμένος με τη «χρυσή φωνή του αιώνος», τη Μαρία Κάλλας. Ανυποψίαστος μάρτυς του ειδυλλίου ο Ουίνστων Τσώρτσιλ, η «ιστορικώτερη μορφή του αιώνος». Η «Χριστίνα» διέσχιζε τα κύματα της παγκόσμιας σκανδαλοθηρίας.

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-22
Η Κάλλας αποχωρεί λόγω βρογχίτιδας από τη σκηνή μετά την πρώτη πράξη της Νόρμας του Μπελίνι στην Όπερα της Ρώμης το 1958 (AP Photo).

Ακολούθησαν τα διαζύγια. Ο Μενεγκίνι χαρακτηρίζει την Κάλλας «υπολογιστική» και ορκίζεται μέσα στους λυγμούς του, ότι θα την περιμένει σε όλη του τη ζωή. […]

Τι συμβαίνει λοιπόν με την Κάλλας;… Ακόμα και η Μαριάννα θα απορή.

Η Κάλλας ξέρει ότι έχει κατακτήσει τον απεριόριστο θαυμασμό όχι όμως και τη λατρεία. Μία κάμψη της θα αποτελέση εντυπωσιακώτερο γεγονός από ένα της νέο θρίαμβο. Δεν θα δώση σε κανένα την ευκαιρία να απολαύση την πτώση της. Πιστεύει στην κεφαλλωνίτικη παροιμία: «άγιος που δεν θαυματουργεί, μήτε δοξολογιέται». Έως πότε εκείνη θα θαυματουργή; Πάντως θα αποσυρθή στην ακμή της. Ίσως αργεί η ώρα αυτή. Ίσως η κρουαζιέρα της «Χριστίνας» να την έχη σημάνει.

Μαρία Κάλλας – Eνα πορτρέτο-23
Η Μαρία Κάλλας, μαζί με τον Αριστοτέλη Ωνάση, στην Όπερα του Μόντε Κάρλο το 1962 (AP Photo).

Όμως, ό,τι κι αν συμβή, η Κάλλας θα αφήση δυνατή τη σφραγίδα της στη θρησκεία του μελλοδράματος. Φίλοι και εχθροί της θα αναγνωρίσουν ότι λάμπρυνε μια πίστη παρωχημένη, ότι αναστήλωσε την Όπερα στη συνείδηση της εποχής μας.
Η Καθημερινή, 23 Σεπτεμβρίου 1977

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT