Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε – Ο κορυφαίος της γερμανικής λογοτεχνίας

Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε – Ο κορυφαίος της γερμανικής λογοτεχνίας

Ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε γεννήθηκε στην ελεύθερη πόλη της Φρανκφούρτης στις 28 Αυγούστου 1749. Η οικογένειά του ήταν μία από τις πιο εύπορες της πόλης, γεγονός το οποίο επέτρεψε στον μικρό Γιόχαν να λάβει αξιοπρεπή μόρφωση

35' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε γεννήθηκε στην ελεύθερη πόλη της Φρανκφούρτης στις 28 Αυγούστου 1749. Η οικογένειά του ήταν μία από τις πιο εύπορες της πόλης, γεγονός το οποίο επέτρεψε στον μικρό Γιόχαν να λάβει αξιοπρεπή μόρφωση. Μαθητεύοντας κοντά σε εκλεκτούς δασκάλους, ο Γιόχαν έμαθε λατινικά, αρχαία ελληνικά, εβραϊκά της Βίβλου, καθώς και τις κύριες γλώσσες της υψηλής κοινωνίας της εποχής του, γαλλικά, ιταλικά και αγγλικά. Παρότι έδειξε από μικρός έντονο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική, τον κέρδισε η λογοτεχνία. Ανάμεσα στα αγαπημένα του αναγνώσματα ήταν τα ποιήματα του Φρίντριχ Κλόπστοκ και τα ομηρικά έπη. Έχοντας καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία, ο Γκαίτε δεν απόλαυσε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Λειψίας. Προτιμούσε, μάλιστα, να παρακολουθεί τα μαθήματα του ποιητή Κρίστιαν Γκέλερτ.

Στη Λειψία έγραψε και την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Αννέτ, την οποία δημοσίευσε ανώνυμα το 1770. Το 1775 ο Γκαίτε εγκαταστάθηκε στη Βαϊμάρη, όπου και παρέμεινε έως το τέλος της ζωής του. Εκεί έγραψε και τα περισσότερα από τα έργα του, τα οποία τον κατέστησαν έναν από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες της νεότερης εποχής. Ξεχωρίζουν Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, o Έγκμοντ και φυσικά ο Φάουστ, έργο το οποίο ολοκλήρωσε περίπου έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του, το 1832. Στο ανά χείρας τεύχος γίνεται προσπάθεια να έρθει ο αναγνώστης εγγύτερα με τις ιδέες του Γκαίτε, όπως αποτυπώθηκαν στα έργα του.

Λαμπρή διανόηση

Ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε γεννήθηκε στη Φρανκφούρτη στις 28 Αυγούστου 1749. Η οικογένειά του μερικές γενιές πριν ήταν απλοί τεχνίτες και χάρη στο ταλέντο και στην εργατικότητά τους κληροδότησαν στους απογόνους τους ευημερία και κοινωνική αναγνώριση. Ο πατέρας του Γκαίτε είχε καλή εκπαίδευση, ωστόσο ήταν άνθρωπος αυστηρός, άκαμπτος και σχολαστικός στις συνήθειες και τις απόψεις του. Ευτυχώς για τα τέκνα που θα αποκτούσε –έναν γιο και μία κόρη–, στα 38 του παντρεύτηκε την Καταρίνε Ελιζαμπέτ, μια πρόσχαρη κοπέλα. Η κουλτούρα της ήταν μέτρια, αλλά διέθετε χαριτωμένο χαρακτήρα που αντιστάθμιζε τις ελλείψεις της εκπαίδευσης. Επιπλέον, αυτός ο γάμος έδωσε ως προίκα στον πατέρα Γκαίτε τον τίτλο του αυτοκρατορικού συμβούλου, αξίωμα χωρίς καθήκοντα, αλλά με μεγάλη κοινωνική ισχύ.

Η νεαρή σύζυγος έμελλε να γίνει η πιο ευχάριστη παρέα για τον μικρό Γιόχαν και την αδερφή του Κορνήλια. Ο Γκαίτε ήταν ένα παιδί με πλούσια σωματικά και ψυχικά χαρίσματα. Απορροφούσε τη γνώση χωρίς προσπάθεια. H φαντασία του, επίσης, ήταν ανεξάντλητη και χαιρόταν αφηγούμενος τις ιστορίες που ο ίδιος επινοούσε. Σε αυτή την περίοδο ανήκουν και τα δύο παραμύθια, Το νέο Παρίσι και Η νέα Μελουζίνα, που ανατύπωσε σε βελτιωμένη μορφή στην αυτοβιογραφία του. Το ανεξάντλητο χιούμορ και η εξυπνάδα της μητέρας του, που άκουγε με χαρά τους αυτοσχεδιασμούς του, έγιναν το καταφύγιό του και, μολονότι δεν το έκανε φανερά, πάντοτε έπαιρνε το μέρος του στις περιστασιακές εξεγέρσεις του ενάντια στην πατρική εξουσία.

Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε – Ο κορυφαίος της γερμανικής λογοτεχνίας-1
Jacob-Philippe Hackert, Ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε επισκέπτεται το Κολοσσαίο. Ελαιογραφία σε μουσαμά (περ. 1790, Museo di Goethe, Ρώμη) (Photo by DeAgostini/Getty Images/Ideal Image).

Υπάρχει ένα ανέκδοτο που αποκαλύπτει τη λατρεία του μικρού για το διάβασμα. Πριν ακόμη τελειώσει το νηπιαγωγείο, τρελαινόταν για το βιβλικό επικό ποίημα του Φρίντριχ Κλόπστοκ Ο Μεσσίας, το οποίο η μητέρα του είχε αποκτήσει κρυφά, επειδή ο σύζυγός της αποδοκίμαζε έντονα τις άγριες και επαναστατικές ραψωδίες του ποιητή. Ο Γκαίτε και η μικρότερη αδερφή του Κορνήλια, που μοιράζονταν τις προτιμήσεις της μητέρας τους, απομνημόνευαν τους στίχους και διασκέδαζαν με τον εξαγριωμένο Σατανά και τους δαίμονές του. Ένα βράδυ Σαββάτου, ενώ ο πατέρας τους δεχόταν την επίσκεψη του κουρέα του, τα δύο παιδιά (που ήταν πάντα σιωπηλά και συγκρατημένα μπροστα στον πατέρα τους) κάθονταν πίσω από τη σόμπα ψιθυρίζοντας εντυπωσιακές κατάρες το ένα στα αυτιά του άλλου, αυτές που ήξεραν από το βιβλίο. Η Κορνήλια, ωστόσο, παρασυρμένη από τον ενθουσιασμό, ξέχασε την παρουσία του πατέρα της και μίλησε δυνατά: «Βοήθησέ με! Βοήθεια! Υποφέρω τα μαρτύρια του θανάτου, του αιώνιου εκδικητή», φώναξε. Ο κουρέας, τρομοκρατημένος, έχυσε τη σαπουνάδα στο στήθος του συμβούλου. Οι ένοχοι κλήθηκαν σε δίκη από τον πατέρα και ο Κλόπστοκ εξορίστηκε στο απαγορευμένο τμήμα της βιβλιοθήκης.

Αν θέλουμε να αποτιμήσουμε τη συμβολή του Γκαίτε στη διαμόρφωση του γερμανικού πολιτισμού, θα λέγαμε ότι σπουδαιότερος από αυτόν ίσως είναι μόνο ο Λούθηρος. Υπήρξε γνήσιο τέκνο του 18ου αιώνα: πολυμαθής, με αστείρευτη δημιουργικότητα, ποιητής, μυθιστοριογράφος, δραματουργός, θεωρητικός της τέχνης, φυσιοδίφης. Θα μπορούσε επίσης να χαρακτηριστεί φιλόσοφος, θυμίζοντας την αρχαία και στη συνέχεια αναγεννησιακή αντίληψη του ανθρώπου που διαθέτει ευρεία γνώση και σοφία, ενώ η ζωή του διαμορφώνεται ως εξωτερική έκφραση της σκέψης του.

Ο νεαρός Γκαίτε θέλησε να ακολουθήσει την επιθυμία του πατέρα του και το 1765 εγγράφηκε φοιτητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Σύντομα κουράστηκε τόσο από αυτή την επιστήμη, ώστε απουσίαζε διαρκώς από τις διαλέξεις. Ένας σύντομος, αθώος, αλλά απαγορευμένος έρωτας με την κόρη της σπιτονοικοκυράς του –το πρώτο από μια σειρά δυνατά ρομάντζα που προσέφεραν νοστιμιά και πάθος στον κατά τα άλλα πνευματικό βίο του– μπορεί να αποσπούσε παράλληλα την προσοχή του. Μετά από τρία χρόνια παραμονής στο πανεπιστήμιο, ο Γκαίτε αρρώστησε και επέστρεψε στο σπίτι του στη Φρανκφούρτη, όπου πέρασε δύο χρόνια αναρρώνοντας. Ωστόσο η πρώτη παραμονή του στη Λειψία τον έφερε σε επαφή με τη γαλλική κουλτούρα του ροκοκό, η οποία κυριαρχούσε τότε σε όλους τους ανώτερους κύκλους της Γερμανίας.

Το 1770 ήταν πια υγιής και συνέχισε τις σπουδές του, πλέον στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Εδώ, όπου η γαλλική και η τευτονική κουλτούρα συνυπήρχαν αρμονικά, ο Γκαίτε ανακάλυψε για πρώτη φορά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δύο πολιτισμών. Είχε μεγάλη ικανότητα να αφομοιώνει τις γνώσεις, αλλά επέμενε να επιλέγει το είδος της μάθησης που λαχταρούσε η φύση και οι ικανότητές του. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, όταν ήρθε η ώρα να πάρει το πτυχίο του δόκτορα, ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε –αναμφισβήτητα η πιο λαμπρή διανόηση που δημιούργησε η Γερμανία και όχι μόνο της εποχής του– δεν κατάφερε να περάσει τις εξετάσεις. Έφυγε με τον μετριοπαθή τίτλο «Αδειούχος του Νόμου», κάτι που διόλου δεν ευχαρίστησε τον ηλικιωμένο πατέρα του.

Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε – Ο κορυφαίος της γερμανικής λογοτεχνίας-2
Ο Φάουστ επισκέπτεται την Γκρέτσεν στη φυλακή. Επιχρωματισμένο χαρακτικό του Peter Cornelius, από το βιβλίο του 1816 Bilder zu Goether’s Faust (Alamy/Visual Hellas.gr).

Ωστόσο το περιστατικό που επηρέασε έντονα τη λογοτεχνική του δραστηριότητα ήταν η συνάντησή του με τη Φρεντερίκα Μπριόν, την κόρη του εφημέριου του Σέσενχαϊμ. Η Φρεντερίκα ήταν όμορφη και επιπλέον είχε μια απλή κι ανοιχτή καρδιά. Το ειδυλλιακό περιβάλλον της εξοχής και η αθωότητα της κοπέλας ενέπνευσαν στον Γκαίτε έναν έρωτα, που ωστόσο δεν κατάφερε να επιβιώσει στο Στρασβούργο. Εκείνη τον περίμενε να επιστρέψει στο Σέσενχαϊμ, αλλά εκείνος δεν βρήκε ποτέ το θάρρος να την αποχαιρετήσει. Οκτώ χρόνια αργότερα, ο Γκαίτε, πλέον άνδρας παγκοσμίου φήμης, επισκέφθηκε ξανά το Σέσενχαϊμ και τη βρήκε ακόμη ανύπαντρη. Ήταν ειλικρινής και φιλική όσο παλιά, αλλά πλέον σιωπηλή και συγκρατημένη. ∆εν έκανε καμία νύξη για τη σχέση που υπήρχε κάποτε μεταξύ τους, αλλά τον οδήγησε ήρεμα στην κληματαριά του κήπου όπου είχαν περάσει τόσο πολλές τρυφερές ώρες μαζί.

Αφού άσκησε τη δικηγορία με χαλαρό τρόπο στη Φρανκφούρτη, ο Γκαίτε μετακόμισε το 1772 στο Βέτσλαρ, όπου έγινε δεκτός στο Αυτοκρατορικό Επιμελητήριο ∆ικαιοσύνης. Μεταξύ των πρώτων γνωριμιών που έκανε σε αυτή την πόλη ήταν ένας νεαρός νομικός ονόματι Κέσνερ και η αρραβωνιαστικιά του, Καρλότε Μπουφ. Οι δύο άνδρες έγιναν καλοί φίλοι, παρά τις διαφορές ιδιοσυγκρασίας, και η φιλία τους σύντομα περιέλαβε τη Λότε. Ανομολόγητα, η Λότε ερωτεύτηκε τον Γκαίτε και ο Γκαίτε τη Λότε, αλλά, όταν εκείνος ανακάλυψε τα αισθήματα της κοπέλας, μη θέλοντας να προδώσει τον φίλο του, έφυγε. Αυτό το επεισόδιο έδωσε στον Γκαίτε το υλικό για το επιστολογραφικό μυθιστόρημά του Τα πάθη του Βέρθερου, το οποίο δημοσίευσε τον Σεπτέμβριο του 1774 και έκανε αμέσως τον 25χρονο συγγραφέα διάσημο σε όλο τον κόσμο.

Το 1775 ήταν χρονιά ταξιδιών. Ο Γκαίτε επισκέφθηκε την Ελβετία και τη Βαϊμάρη, προσκεκλημένος του δούκα Καρόλου Αυγούστου, όπου και διορίστηκε σύμβουλος του ηγεμόνα και υπουργός των Οικονομικών. Κατά τη διετία 1786-87 ταξίδεψε στην Ιταλία –από μικρός ονειρευόταν τα καλλιτεχνικά αριστουργήματα της Αιώνιας Πόλης– και περιέγραψε τις εντυπώσεις του στο βιβλίο Ταξίδι στην Ιταλία. Επέστρεψε στα βόρεια, στη Βαϊμάρη, τον Ιούνιο του 1788, γνώρισε τη νεαρή Κριστιάνε Βούλπιους και άρχισαν να συζούν. Παντρεύτηκαν το 1806, ενώ στο μεταξύ είχε γεννηθεί το μοναδικό παιδί τους, ο Αύγουστος. Εκείνη την περίοδο ο Γκαίτε έκανε γνωριμίες, μελετούσε και έγραφε μεταξύ άλλων και το τετράτομο μυθιστόρημα ενηλικίωσης (bildungsroman) Τα χρόνια της μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ. Η στενή, ουσιαστική φιλία του με τον Σίλερ τον επηρέασε ώστε να ξαναπιάσει τον Φάουστ. Το 1805 ο Σίλερ πέθανε και ο Γκαίτε έμεινε ξανά μόνος, μη βρίσκοντας ανάμεσα στους συμπολίτες του άξιους πνευματικούς συντρόφους. Οι επιστημονικές αναζητήσεις άρχισαν να τον απασχολούν ολοένα και περισσότερο και επικρατούσε η άποψη ότι πλέον είχε πάψει να είναι ποιητής και ότι η παράλογη φιλοδοξία του ήταν να γίνει επιστήμονας στα γεράματα.

Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε – Ο κορυφαίος της γερμανικής λογοτεχνίας-3
Johann Josef Schmeller, Ο Γκαίτε υπαγορεύει στον γραμματέα του, Τζον. Ελαιογραφία σε μουσαμά (1834, Βιβλιοθήκη της δούκισσας Άννας-Αμαλίας, Βαΐμάρη).

Παράλληλα, ένας ακόμη έρωτας, αυτός με τη νεαρή Μίνα, πυροδότησε στον ολύμπιας σοφίας, ομορφιάς και ηρεμίας Γκαίτε τη συγγραφή ενός από τα πιο ονομαστά μυθιστορήματά του με τίτλο Εκλεκτικές συγγένειες. Το 1816 πέθανε η γυναίκα του και τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Γκαίτε δούλευε κυρίως το δεύτερο μέρος του Φάουστ και το περιοδικό του Για την τέχνη και την αρχαιότητα. Στον Φάουστ κατέθεσε το απαύγασμα της κολοσσιαίας γνώσης του, τη φιλοσοφία της ζωής του. Σαν τον ηλικιωμένο Φάουστ, βάδιζε γαλήνιος προς την Κοιλάδα της Σκιάς του Θανάτου, πασίγνωστος και αναγνωρισμένος. Πέθανε ήσυχος στο σπίτι του στις 22 Μαρτίου 1832.
Μάρω Βασιλειάδου, πολιτιστική συντάκτρια της Καθημερινής

Η τεραστία εκτίμησις της οποίας έχαιρεν ωφείλετο κυρίως εις το πλάτος και το μεγαλείον του συγγραφικού του έργου. Αλλ’ είναι βέβαιον ότι αι ερασιτεχνικαί του απασχολήσεις με διάφορα άλλα θέματα συνετέλεσαν επίσης εις την τεραστίαν μαγικήν φήμην την οποίαν είχε αποκτήσει. Τούτο δε αντανεκλάτο πολλάκις εις τον τρόπον με τον οποίον του απηύθυναν επιστολάς. Οι Γάλλοι οι οποίοι αλληλογραφούσαν με αυτόν τον αποκαλούσαν: «Mon seigneur», τίτλος ο οποίος δίδεται συνήθως μόνον εις πρίγκιπας.
Thomas Mann, Η Καθημερινή, 31 Αυγούστου 1949

Η ζωή και το έργον του Γκαίτε

Το παιδί το οποίον εγεννήθη με πολύν κόπον από μίαν δεκαοκταέτιδα μητέρα εις ένα αριστοκρατικόν οίκον της Φραγκφούρτης εις τας 28 Αυγούστου 1749 την ώρα που η καμπάνα εσήμαινε μεσημέρι, ήτο ζωντανόν, αλλ’ έδιδε την εντύπωσιν παιδιού πεθαμένου. Αρκετά λεπτά επέρασαν, όταν η γιαγιά, σκύβοντας εις την άκρη του κρεββατιού, εφώναξεν έξαφνα εις την μητέρα που έκλαιεν: «Ελισάβετ, είναι ζωντανό!». Ήτο αυτό η κραυγή μιας γυναίκας προς μίαν άλλην, μία κραυγή ζώου, ένα χαρούμενον σπιτικό μήνυμα – τίποτε περισσότερον.

Το αγοράκι το οποίον διέβη την σκοτεινήν πύλην εκείνην την ημέραν, μη ημπορώντας να λαλήση και ακίνητον, ήτο μοιραίον να διανύση ένα μακρότατον διάστημα ζωής και να πραγματοποιήση μίαν μεγαλειώδη ύπαρξιν προ της οποίας έσκυψαν έθνη και βασιλείς. Ογδοήκοντα τρία έτη είχαν περάσει από την ημέραν εκείνην. Τεράστια ιστορικά γεγονότα είχαν σημειωθή καθ’ όλον αυτό το διάστημα και είχαν κατακλύσει το πνεύμα του· ο Επταετής Πόλεμος, ο πόλεμος της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας, η Γαλλική Επανάστασις, η ανατολή και η δύσις του αστέρος του Ναπολέοντος, η διάλυσις της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η χαραυγή της αστικής περιόδου της ιστορίας. Ο ογδοντάρης, ο οποίος επέζησεν όλων αυτών των γεγονότων, κάθεται εις το γραφείον του, ασπρομάλλης και αλύγιστος, με κάτι παράξενους γεροντικούς κύκλους γύρω εις τις κόρες των ματιών του, οι οποίες δίδουν σχεδόν μίαν έκφρασιν πουλιού εις τα καστανά τοποθετημένα το ένα κοντά εις το άλλο μάτια του. Κάθεται εις το γραφείον του σκοπίμως μη αναπαυτικού του σπουδαστηρίου της Βαϊμάρης και γράφει το τελευταίον του γράμμα εις ένα γηραιόν φίλον του, τον φιλόλογον και πολιτευτήν Γουλιέλμον φον Χούμπολτ, ο οποίος έμενεν εις το Βερολίνον:

Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε – Ο κορυφαίος της γερμανικής λογοτεχνίας-4
Λεπτομέρεια από τη ζωγραφισμένη πρόσοψη του σπιτιού στο οποίο έμεινε ο Γκαίτε κατά την επίσκεψή του στη Λουκέρνη της Ελβετίας (Alamy/Visual Hellas.gr).

«…Το ανώτερον πνεύμα είναι εκείνο το οποίον απορροφά και αφομοιώνει τα πάντα χωρίς να κάμη τον παραμικρότερον βιασμόν εις το βασικόν πεπρωμένον του… ∆ιά μέσου της ασκήσεως, της παιδείας, του φιλοσοφικού και ποιητικού ρεμβασμού, της επιτυχίας, της αποτυχίας, και πάλιν και ολονέν περισσότερον του ρεμβασμού, τα όργανα του ανθρώπου, εις την ένστικτον, ελευθέραν των ενέργειαν συνενώνουν το κεκτημένον με το έμφυτον διά να δημιουργήσουν ένα αρμονικόν σύνολον το οποίον εκπλήσσει τον κόσμον. Ι. Β. Φον Γκαίτε».

Ολίγας ημέρας μετά τον θάνατον του Γκαίτε, ο Γουλιέλμος φον Χούμπολτ, ένας σπουδαίος και οξυδερκέστατος άνθρωπος, εσχολίασε το παράξενον γεγονός ότι ο Γκαίτε είχεν ασκήσει μίαν μεγάλην επιρροήν ασυνειδήτως, χωρίς να καταβάλη προσπάθειαν, διά μόνου του γεγονότος της υπάρξεώς του. «Τούτο, έγραφεν ο φον Χούμπολτ, είναι τελείως χωριστόν από το δημιουργικόν του φιλοσοφικόν και ποιητικόν έργον· ενυπάρχει εις την μεγάλην και μοναδικήν του προσωπικότητα». Μία προσωπικότης ως αυτή, η οποία ελκύει και προκαλεί μίαν παγκόσμιον έλξιν, είναι το αποτέλεσμα μιας ιδιαιτέρας πορείας η οποία αντιπροσωπεύει ένα από τα σκοτεινά εργαστηριακά μυστικά της φύσεως.

Ο Γκαίτε γράφει: «Εάν μία οικογένεια διαρπάση επί μακρόν χρόνον, συμβαίνει κάποτε ακριβώς πριν εκλείψη να παραγάγη ένα άτομον, το οποίον συνδυάζει και εκφράζει πλήρως τας αρετάς όλων των προγόνων του με τας λανθανούσας και μη ολοκληρωθείσας κλίσεις των». Το κομψώς και ψυχραίμως διατυπωμένον αυτό δόγμα εξήχθη με πολύν στοχασμόν από την ιδίαν του υπεράνθρωπον ύπαρξιν. Πώς λαμβάνει χώραν όμως αυτό διά το οποίον ομιλεί ο Γκαίτε; Πώς γίνεται το μίγμα; Εντελώς ταπεινά, χωρίς καμμίαν επίδειξιν. ∆ιάφορα φύλα αναμιγνύονται και διασταυρώνονται, τεχνίται, σιδηρουργοί, κρεοπώλαι. Έτσι οι Λιντχάιμερς συνήψαν αμοιβαίους γάμους με τους Τέξτορς, μίαν οικογένειαν, η οποία είχε μετοικήσει εις την Φραγκφούρτην από την Νότιον Γερμανίαν, και οι Τέξτορς με τους Γκαίτε, οι οποίοι έλκουν την καταγωγήν των από τον βορράν, από την μεταξύ των ∆ασών της Θουριγγίας και των Ορέων του Χαρτς περιοχήν.

Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε – Ο κορυφαίος της γερμανικής λογοτεχνίας-5
Ο Γκαίτε με τη Φρειδερίκη Μπρίον, τον νεανικό του έρωτα. Επιχρωματισμένο χαρακτικό του 1884 (Alamy/Visual Hellas.gr).

Πιστεύω ότι το αίμα των Λιντχάιμερ λόγω της γειτνιάσεώς των με τα παλαιά ρωμαϊκά σύνορα, όπου από απομνημονεύτων χρόνων είχαν αναμιχθή τα μεσογειακά και τα βαρβαρικά αίματα, ήτο το καλύτερον, υγιέστερον, αποφασιστικώτερον στοιχείον εις την φύσιν του μεγάλου ποιητού: Ήτο τούτο κληρονομία της εκ μητρός μάμμης του, μιας γυναικός με μελαχροινόν δέρμα, καλόκαρδης, γερής, όχι άσχημης, η οποία ήτο εκ γενετής Λιντχάιμερ και Τέξτορ εκ του γάμου της. Από την γυναίκα αυτήν, εάν κρίνη κανείς από τας προσωπογραφίας της, εκληρονόμησεν ο Γκαίτε το μέτωπόν του, το σχήμα της κεφαλής και του στόματος, τα ιταλικά μάτια του και το μεσημβρινόν χρώμα του. Εις την κληρονομίαν αυτήν ώφειλε ασφαλώς την μανίαν του διά τον κλασικισμόν, την αγάπην του διά την σαφήνειαν και την πλαστικότητα της μορφής, το πνεύμα του, την ειρωνείαν του, το θέλγητρόν του, την περίεργον κάποτε κριτικήν, κάποτε προκλητικήν απάρνησιν του γερμανικού χαρακτήρος. Συγχρόνως όμως ο γερμανικός αυτός χαρακτήρ ήτο ένα πολύ ισχυρόν στοιχείον μέσα του, τόσον ώστε ημπορεί κανείς πολύ καλά να ειπή ότι μίαν τόσον ψυχράν και ολύμπιον κρίσιν διά τα γερμανικά πράγματα δεν εξέφερε ποτέ γερμανικώτερον πνεύμα, ότι δεν υπήρξε ποτέ γερμανικώτερος αντιβαρβαρισμός…

Από βιολογικής απόψεως, το οικογενειακόν μίγμα το οποίον επέπρωτο να παραγάγη το φαινόμενον, τον ημίθεον Γκαίτε, δεν εφαίνετο να υπόσχεται πολλά. Ο εκ πατρός πάππος του, ράπτης Φρειδερίκος Γεώργιος Γκαίτε, εμωράνθη εις το γήρας του. Είχεν αποκτήσει 11 τέκνα από τους δύο γάμους του, αλλά τα περισσότερα εξ αυτών απέθαναν εις μικρήν ηλικίαν. Ο πατέρας του ποιητού, Γιόχαν Κάσπαρ, δέκατος από τους ένδεκα υιούς του Φρειδερίκου Γεωργίου, είχεν όλα τα χαρακτηριστικά παιδιού γεννημένου από γερούς γονείς.

Ένας νομικός ο οποίος είχεν αγοράσει τον τίτλον του «Αυτοκρατορικού Συμβούλου» ήτο ένας άνθρωπος δυσηρεστημένος από την ζωήν, φίλερις, μοναχικός και δύσθυμος, ο οποίος δεν ησχολήθη ποτέ με το επάγγελμά του.

Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε – Ο κορυφαίος της γερμανικής λογοτεχνίας-6
Συνάντηση στην Ιένα. Ο Φρίντριχ Σίλερ, ο Βίλχελμ, ο Αλεξάντερ φον Χούμπολτ και ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε. Επιχρωματισμένο σκίτσο του Ludwig Adrian Richter, 1793 (Getty Images/Ideal Image).

Η Ελισάβετ, σύζυγος του νομομαθούς, απέκτησεν έξη παιδιά, από τα οποία τα τέσσαρα απέθαναν ολίγας ημέρας μετά την γέννησίν των. Εκτός του ποιητού επέζησε και μία κόρη, η Κορνηλία, μία άτυχος, σκυθρωπή ύπαρξις, ψυχρά και χωρίς ερωτικάς ορμάς. Ο αδελφός της είπε δι’ αυτήν ότι είχε γεννηθή διά να γίνη μοναχή μάλλον παρά σύζυγος. Εν τούτοις όμως η Κορνηλία ενυμφεύθη αλλ’ απέθανεν εις τον πρώτον της τοκετόν, τον οποίον εκ των προτέρων εσκέπτετο με φρίκην. Ο μόνος που έζησεν ήτο ο Βόλφγκαγκ, ο ποιητής, ο οποίος όμως έζησε και διά τους έξη.

Όχι όμως πάντως με την υγείαν και την δύναμιν, αι οποίαι έλευσαν από τους άλλους. Η φυματίωσις, λανθάνουσα εις αυτόν επί πολλά έτη, φαίνεται ότι τον συνώδευσεν εις όλην του την μακράν ζωήν. Όταν ήτο φοιτητής εις την Λειψίαν, έκαμε μίαν αιμόπτυσιν και επέστρεψεν εις το σπίτι του και τους βαθειά απογοητευμένους γονείς του, συντετριμμένος και τελείως αποτυχημένος εις τας σπουδάς του. Τον συναντώμεν εκ νέου αναρρώσαντα εις το Στρασβούργον από του 20ού μέχρι του 23ου έτους του, όπου συνεχίζει τας νομικάς του σπουδάς, με πολλάς παρεκκλίσεις από τον προδιαγεγραμμένον του δρόμον. Τον ξαναβρίσκομεν εις το Βέτσλαρ επί του Λανν, με τον τίτλον του ∆όκτορος, φαινομενικώς μεν εξασκούντα το επάγγελμα του δικηγόρου εις το Ανώτατον Αυτοκρατορικόν ∆ικαστήριον, πραγματικώς όμως ερωτευόμενον, υποφέροντα, ονειροπολούντα και αφίνοντα το πνεύμα του να καλλιεργηθή. Και παντού προκαλεί γέλια οργίλα με τας επιζητήσεις του εις το ντύσιμο και εις τους τρόπους, με την ανυπόφορον έπαρσίν του και με την τραχείαν του ανωριμότητα. Αλλά και παντού επίσης διαχέει ένα θέλγητρον ακτινοβόλον με την νεανικήν του φωτιά, το σπινθηροβόλον τάλαντόν του και με την σχεδόν απτήν γαλβανικήν δύναμιν των ζωικών του ορμών – και όλα αυτά συγκερασμένα με την απερίγραπτον αφέλειαν και την καλήν φύσιν ενός συμπαθούς και ίσως ελαφρώς χαϊδεμένου αλλά καλοπροαίρετου νέου.

Ήτο την εποχήν εκείνην ένας πολύ ωραίος νέος, φίλος των παιδιών και των Λαϊκών ανθρώπων, με άλλα λόγια, φίλος της φύσεως. Ταυτοχρόνως όμως κατά τον χαρακτηρισμόν του Χέρντερ, ήτο πολύ ασταθής και υπερευαίσθητος. Ο ίδιος ο Γκαίτε έγραψε: «∆εν γνωρίζω τι είδους έλξιν ασκώ επί των ανθρώπων – τόσον πολύ με αγαπούν!».

Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε – Ο κορυφαίος της γερμανικής λογοτεχνίας-7
Κόσμος έξω από το σπίτι του Γκαίτε στη Βαϊμάρη. Ξυλογραφία του 1882 (Alamy/Visual Hellas.gr).

Αλλ’ αυτή η έλξις έφτασεν εις το κορύφωμά της, όταν ο εικοσαεξαετής ευρέως γνωστός ήδη συγγραφεύς αριστουργηματικών τραγουδιών, του «Γκετς φον Μπερλίχτγκεν» και του «Βερθέρου» και ωρισμένων αφαντάστως νέων και συναρπαστικών αποσπασμάτων ενός ποιήματος εμπνευσμένου από τον θρύλον του Φάουστ, έκαμε την θριαμβευτικήν είσοδόν του εις την Βαϊμάρην, ως ευνοούμενος του νεαρού δουκός – διά μίαν απλήν επίσκεψιν κατ’ αρχάς, έπειτα δε δι’ όλον του τον βίον.

Η μετοίκησίς του εις την Βαϊμάρην και η είσοδός του εις την υπηρεσίαν ή μάλλον εις την κυβέρνησιν του μικρού κράτους, εξεταζομένη έξωθεν, φαίνεται ζήτημα απλής τύχης – μιας τύχης όμως, η οποία εξυπηρετεί τας επιταγάς της δυνάμεως την οποίαν ο Γκαίτε ωνόμαζε δαιμόνιόν του. Όταν ο Γκαίτε περί το 1775 εγνωρίσθη εις την Καρλσρούην με τον διάδοχον της Βαϊμάρης πρίγκιπα Κάρολον Αύγουστον, συστηθείς εις αυτόν υπό δύο αριστοκρατών, των κομίτων Στάλμπερκ, ήτο αρραβωνιασμένος με την Λιλή Σένεμαν, την πλουσίαν και χαριτωμένην κόρην ενός αριστοκράτου της Φραγκφούρτης. Είτε ο αρραβών ωφείλετο εις έρωτα είτε εις παροδικόν ερωτικόν ενθουσιασμόν, ο ευτυχής νεαρός μνηστήρ ήτο ενδομύχως βαθύτατα δυστυχής διά την καταστρεπτικήν τρέλλαν του –καταστρεπτικήν διάα το έργον του– την οποίαν ήτο έτοιμος να διαπράξη. Η συνείδησίς του τον ηνάγκασε να τραπή εις φυγήν και το ταξίδι του εις την Ελβετίαν μαζί με τους δύο ενθουσιώδεις νέους αριστοκράτας ήτο μία φυγή. Η καρδιά του εφώναξε: «Πρέπει να βγω εις τον κόσμο!» και τον ήχον της κραυγής τον ενεπιστεύθη εις το χαρτί. Αλλά η φωνή η οποία εξέβαλε την κραυγήν αυτήν ήτο η φωνή της κεντρικής μορφής του αγαπημένου του έργου, του έργου όλης του της ζωής, ευρισκομένου τότε εις μίαν φάσιν χαριτωμένης, γεμάτης νειάτα ανωριμότητος, προωρισμένου όμως διά μίαν δυνατήν ωριμότητα και μακροζωίαν. Ήτο η φωνή του Φάουστ, ο οποίος επεθύμει να έβγη πλέον έξω εις τον κόσμον, εις τον κόσμον της δράσεως – και μεταξύ άλλων να εισέλθη εις την αυλήν ενός δουκός. Και ο Γκαίτε έφθασεν εις την αυλήν ενός δουκός.
Thomas Mann, Η Καθημερινή, 30 Αυγούστου 1949

Η αυτοβιογραφία του Γκαίτε

Επί τω επικειμένω πανηγυρισμώ της εκατονταετηρίδος του Γκαίτε εις την Γερμανίαν, το σκεπτόμενον κοινόν στρέφει από τούδε την προσοχήν του εις την ζωήν και το έργον του μεγάλου τούτου ποιητού του παρελθόντος αιώνος και αι διάφοροι εκδόσεις των έργων τούτου ευρίσκουν ήδη μεγάλην ζήτησιν όχι μόνον εις την Γερμανίαν, αλλά και εις το εξωτερικόν.

Από τα έργα αυτά, εκείνο το οποίον είνε ασφαλώς άξιον ιδιαιτέρας μνείας και προσοχής είνε η περίφημος αυτοβιογραφία του ποιητού, η οποία εξεδόθη με τον χαρακτηριστικόν τίτλον «Ποίησις και Αλήθεια».

Το έργον αυτό, πράγματι, μετά ένα ολόκληρον αιώνα, εξακολουθεί ακόμη να είνε έργον εξαιρετικώς νέον, επειδή η εξιδανίκευσις της ζωής υπήρξε και θα είνε πάντοτε εν εκ των νεανικωτέρων προνομίων του πνεύματος. Το να επανίδη κανείς την νεότητά του με την ψυχράν γαλήνην μιας χειμερινής ημέρας, η οποία ζωντανεύει όλα τα χρώματα και διαλύει κάθε αχλύν πλάνης, σημαίνει ότι κατέχει εις ύψιστον βαθμόν την τέχνην της ζωής. Η «Ποίησις και Αλήθεια» του Γκαίτε είνε από της απόψεως αυτής το απαράμιλλον πρότυπον μιας αυτοβιογραφίας εξιδανικευούσης την ζωήν.

Το περίεργον είνε ότι σήμερον, οπότε έχει επικρατήση το πνεύμα της ρεαλιστικής αντιμετωπίσεως των πραγμάτων, η περίφημος αυτή εξιδανικευτική αυτοβιογραφία φαίνεται ολίγον ως εν ηνθισμένον περικάλυμμα μιας περιπετειώδους και σκοτεινής ζωής, της «πραγματικής ζωής» την οποίαν ο Βόλφγκαγκ Γκαίτε δεν ετόλμησε να γράψει.

Πράγματι εις το υπέροχον και ποικίλον ύφος με το οποίον ο ποιητής μας εμφανίζει τους έρωτας της νεότητός του, ημείς δεν βλέπομεν πλέον σήμερον ειμή υλικόν οπερέττας. ∆ι’ ημάς η Φρειδερίκη ανήκει ήδη εις την χορείαν των ηρωίδων του ελαφρού θεάτρου, όπως και η Λιλή, η άλλη γυναίκα, η οποία έπαιζεν αρκετά περίεργον ρόλον εις την ζωήν του ποιητού. Ευρίσκομεν με άλλους λόγους σήμερον ότι από την αυτοβιογραφίαν αυτήν ελλείπει ακριβώς το υπέροχον και σκοτεινόν κάπως εκείνο στοιχείον, το οποίον ημείς ονομάζομεν «πνεύμα της ζωής» και το οποίον εξυμνούμεν ακριβώς ως ανακάλυψιν του δεκάτου ενάτου αιώνος.

Ποίος όμως θα ημπορούσε να βεβαιώση μετά βεβαιότητος ότι ο πραγματισμός μέχρι των ακροτάτων στιγμών της ζωής είνε προτιμώμενος από την θείαν και νεανικήν πνευματικότητα, η οποία αναδίδεται από την «Ποίησιν και Αλήθειαν» του Γκαίτε; ∆εν πρόκειται να εξετασθή το ζήτημα από της ηθικολογικής και συμβατικής του όψεως.

Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε – Ο κορυφαίος της γερμανικής λογοτεχνίας-8
Εικονογράφηση του Χέρμαν και Δωροθέα του Γκαίτε, δημοσιευμένη στο γαλλικό περιοδικό Le Magasin Pittoresque το 1842 (Alamy/Visual Hellas.gr).

Ποίος λοιπόν θα ημπορούσε να ισχυρισθή ότι εις την περίπτωσιν της αυτοβιογραφίας αυτής του Γκαίτε, αυτή η ποίησις δεν είνε μία αλήθεια αληθινωτέρα και από το απτότερον των πραγμάτων; Ότι η εκουσία εξιδανίκευσις του παρελθόντος δεν αποτελεί μίαν ζωτικήν δύναμιν πολύ δημιουργικωτέραν της τυφλής αισθησιακής μοιρολατρείας; Ότι η δύναμις αυτή δεν προέρχεται από βάθη ακόμη βαθύτερα από τα του «υποσυνειδήτου» της συγχρόνου ψυχολογικής αντιλήψεως; Ότι η δύναμις αύτη δεν ερμηνεύει εις μορφάς ανθρωπίνας μίαν ζωήν ακόμη περισσότερον ευτυχή, ουσιώδη, γενικήν;

Μένει, με άλλους λόγους, να εξακριβωθή αν η τέχνη της ζωής δεν είνε μάλλον η πληρεστέρα έννοια της ζωής, έπειτα από ένα ήδη αιώνα γνωρίζομεν εξ ίσου καλώς τας αισθηματικάς ιστορίας του Γκαίτε, ο οποίος δεν έγραψε ποτέ ουδέ λέξιν ωμήν περί αυτών, όσον και τας υποθέσεις του Αντρέ Ζιντ και του Ρουσσώ, οι οποίοι εφρόντισαν να μας τας εκμυστηρευθούν εν πλάτει με όλας τας λεπτομερείας των.

Εις την «Ποίησιν και Αλήθειαν» του Γκαίτε εμφανίζεται μία τάσις «αντιπραγματισμού», η οποία δεν έχει σχεδόν τίποτα το κοινόν με τας τάσεις των Γερμανών ρωμαντικών, οι οποίοι είχον θέσει, ως οι σύγχρονοι οπαδοί της ψυχαναλύσεως, τον αισθησιακόν κόσμον εις το κέντρον της πνευματικής ζωής. Εις την αυτοβιογραφίαν του Γκαίτε, το πνεύμα, με γαλήνιον μελαγχολίαν, έχει υπερτερήσει την αισθησιακήν ζωήν και στρέφεται ακόμη και εναντίον της καλουμένης κοινής λογικής, η οποία συχνότατα ενσαρκώνει την ταπεινήν και μικρολόγον μόνον πείραν.

Καθ’ ην εποχήν έγραφεν ο Γκαίτε την αυτοβιογραφίαν του (1811-1830), τα γράμματα αντεπροσώπευον ακόμη μίαν περιωρισμένην πρωτοπορείαν, έναντι της επιστημονικής και «θετικής» φαντασίας, επειδή ακριβώς ετρέφοντο από την φιλοσοφικήν εκείνην θέρμην, η οποία απέβλεπεν εις την ανανέωσιν αυτών των βάσεων των επιστημών.

Σήμερον αντιθέτως, η «θετική φαντασία» αποκτήσασα μίαν αυτονομίαν και μίαν ακατανίκητον ποιητικήν θέρμην, αφήκεν οπίσω της τα «γράμματα», εις αρκετά σημαντικήν μάλιστα απόστασιν. Και τα «γράμματα», διά να δυνηθούν να εμφανισθούν τώρα οφείλουν να προσεταιρισθούν την πρώτην τυχούσαν από τας επιστημονικάς θεωρίας, και συνηθέστερον την «ψυχανάλυσιν». Και εμφανίζεται ούτω η τέχνη υποτεταγμένη εις τον αισθησιασμόν και εις την εμπειρικότητα, η οποία έχει περιβληθή τον επιστημονικόν μανδύαν.

Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε – Ο κορυφαίος της γερμανικής λογοτεχνίας-9
Επιχρωματισμένο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης των Παθών του νεαρού Βέρθερου (1775) του Γκαίτε (Alamy/Visual Hellas.gr).

Θα ήτο άραγε δυνατή η αναβίωσις της κυριαρχίας της τέχνης εις την εποχήν αυτήν του ταπεινού θετικισμού; ∆εν υπάρχει αμφιβολία περί τούτου, προς τον σκοπόν όμως αυτόν θα απητείτο να απαιτήσει η τέχνη ένα θετικισμόν, όχι αναλυτικόν και αισθησιακόν, αλλά πνευματικόν και δυναμικόν. Με τον υγιή αυτόν θετικισμόν θα ήτο ασφαλώς δυνατή η ενίσχυσις της υπεροχής του πνεύματος επί της ανεξερευνήτου και απειθαρχήτου ύλης.

Και από της απόψεως αυτής, από της απόψεως δηλονότι της προϊούσης ηθικής ελευθερίας, ημπορεί να θεωρηθή «θετικός» ακόμη και ο Γκαίτε. Πράγματι ο άνθρωπος δεν ημπορεί ποτέ να απαρνηθή την ελπίδα του να καταστή ολοέν ισχυρότερος, να γίνη όσο το δυνατόν περισσότερον ανεξάρτητος από τα εξωτερικά πράγματα, ακόμη δε και από τον εαυτόν του. Η λέξις «απελευθέρωσις» θα ασκή πάντοτε ισχυράν έλξιν και ο άνθρωπος δεν θα την απεκήρυσσε έστω και αν η λέξις αυτή περιελάμβανε μίαν πλάνην.

Η δόξα του ∆εκάτου Ενάτου Αιώνος έγκειται ακριβώς εις την ορμήν του Προμηθέως, με την οποίαν επεδόθη εις την μεταμόρφωσιν της ύλης. Αλλ’ εις τι θα εχρησίμευεν η τεραστία αυτή μεταμόρφωσις αν ο Προμηθεύς δεν επρόκειτο να απαιτήση δι’ αυτής ολίγον φως και ολίγην απόλαυσιν;

Ο αναλυτικός αισθησιασμός της συγχρόνου τέχνης δεν είνε δυνατόν να είνε ειμή μεταβατικός, δεδομένου ότι αι αναμφισβήτητοι κατακτήσεις του εις βάθος έχουν ανάγκην γενικής εναρμονίσεως με την ηθικήν μας ζωήν. Το πνεύμα δεν δύναται να μένη αιωνίως εις το τελματώδες εσωτερικόν χάος, εις την σκοτεινήν ψυχικήν ιλύν της εποχής αυτής.

Και ιδού διατί τα βλέμματά μας στρέφονται ήδη πάλιν προς τους ρωμαντικούς, οι οποίοι διά του πνεύματός των είχον υπερνικήσει την αισθησιακήν πραγματικότητα. Μία αυτοβιογραφία, η οποία δεν θα είνε ειμή μία ζοφερά ιστορία της Αφροδίτης, δεν είνε δυνατόν να θεωρηθή πλέον ως αυτοβιογραφία ενός ανδρός. Μόνον το πνεύμα αποτελεί το ισχυρόν στοιχείον του ανδρισμού, το οποίον δύναται να φωτίση την Αφροδίτην και τας ταπεινότητας, κατά το μέτρον καθ’ ο τας υπερνικά.
Η Καθημερινή, 29 Ιανουαρίου 1932

Το τραγικό αντίτιμο της γνώσης

Η τραγική ιστορία του δόκτορος Φάουστ αναφέρεται στις περιπέτειες και το αποτρόπαιο τέλος ενός ανθρώπου του δεκάτου έκτου αιώνος, ο οποίος πούλησε τον εαυτόν του στο διάβολο από το πάθος του ν’ αποκτήσει την ύψιστη δύναμη που δίνει η γνώση.

Ο Ιωάννης Φάουστ γεννήθηκε στη Βιττεμβέργη από φτωχό χωρικό πατέρα, έντιμο και θεοφοβούμενο άνθρωπο. Κατ’ άλλους, πάλιν, ο πατέρας του ήταν σοφός άνδρας, προσκείμενος στην επιστήμη του δικαίου, και εκ των επισήμων στην επαρχία του. Εν πάση περιπτώσει, ο Φάουστ φοίτησε στο πανεπιστήμιο της περιοχής του, από όπου απέκτησε τον τίτλο του διδάκτορος της θεολογίας. Ύστερα, όμως, από τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Κρακοβίας, όπου μελέτησε όλες τις επιστήμες και τη μαγεία, εγκατέλειψε τη θεολογία απορρίπτοντας την Αγία Γραφή. Γίνεται μαθηματικός, αστρολόγος, γιατρός, μάγος, φιλόσοφος των φιλοσόφων, όπως αυτοαποκαλείται. Στόχος του είναι ν’ ανακαλύψει τα βαθιά αίτια του ουρανού και της γης, να εξασφαλίσει την απόλυτη γνώση για τον κόσμο.

Επειδή, όμως, ούτε η άσκηση όλων αυτών των ανθρωπίνων επιστημών δεν μπορεί να του ικανοποιήσει τον πόθο για τη γνώση, στρέφεται προς τον διάβολο, ζητώντας τη συνδρομή του, με αντάλλαγμα να του παραδοθεί κατόπιν ψυχή τε και σώματι. […]

Η επανάσταση, αναφορικώς προς την ιστορία του Φάουστ, σημειώνεται μετά την θεατρική μορφή της που συντίθεται στον δέκατο όγδοο αιώνα από τον Γκαίτε. Στο Φάουστ του Γκαίτε –και εννοώ το Πρώτο Μέρος του, που είναι το πιο γνωστό και το πιο παιγμένο στη θεατρική σκηνή– υπάρχει μια συνειδητή προσπάθεια συνεχούς απορρύθμισης του τραγικού χαρακτήρα του ήρωα. Τελικώς, η ιστορία του Φάουστ του Γκαίτε δεν είναι τραγική. Και αυτό όχι μόνο γιατί ο Φάουστ δεν σκοτώνεται με τον φρικτό τρόπο που μας παρεδόθη, αλλά και για μια σειρά από άλλους λόγους που αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση του τραγικού, απουσιάζει από την πλοκή του έργου. Η αντιπαράθεση του Μεφιστοφελή προς τον Φάουστ, όποτε εκδηλώνεται, ο διάβολος, που εξ ορισμού είναι η προσωποποίηση του κακού, συστήνει τον εαυτόν του σαν τη δύναμη εκείνη «που πιάνει όλο κακό να κάμει και καλό όλο κάνει».

Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε – Ο κορυφαίος της γερμανικής λογοτεχνίας-10
Εικονογράφηση του Φάουστ διά χειρός August von Kreling, που δημοσιεύθηκε στο Μόναχο το 1874 (Shutterstock).

Η αντίληψη του Γκαίτε για τον κόσμο δεν είναι μανιχαϊστική άποψη ότι υπάρχουν δυο δυνάμεις, το καλό και το κακό, που αντιμάχονται το ένα το άλλο. Για τον Γκαίτε, το κακό δεν είναι τίποτε άλλο παρά «η άλλη όψη του καλού, μέρος της ύπαρξής του, που ανήκει σ’ αυτό και στην ολότητα με τον ίδιο αναγκαίο τρόπο που πρέπει οι τροπικοί να είναι θερμοί και η Λαπωνία παγωμένη, προκειμένου να υπάρχει ανάμεσά τους εύκρατη ζώνη». Ό,τι υπήρχεν ανέκαθεν στον κόσμο και συνεχίζει να τον κρατάει ζωντανό είναι μια απροσδιόριστη ηθικά δύναμη: η δράση. «Εν αρχή ην δράση», μονολογεί ο Φάουστ. Η δράση, όντας ηθικά αδιάφορη, δεν αντιπαρατίθεται ούτε στο καλό ούτε στο κακό. Το αντίθετό της είναι η αδράνεια, που, για τον Γκαίτε, είναι κάτι ανύπαρκτο, αφού και αυτός ακόμη ο θάνατος είναι η αναγωγή σε μιαν νέα σφαίρα «καθαρής δράσης». Ο μονιστικός, ο ακέραιος αυτός τρόπος που έβλεπε ο Γκαίτε τη ζωή απέκλειε από αυτήν το στοιχείο της σύγκρουσης που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την τραγική μορφή ζωής. Ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά ότι δεν ήταν «γεννημένος για τραγικός ποιητής».

Κάτι άλλο που απάδει, επίσης, προς την τραγική εικόνα του Φάουστ του Γκαίτε είναι ο αποσπασματικός χαρακτήρας της πλοκής του έργου. Είναι σαφές ότι, για να σχηματιστεί μια τραγική φιγούρα μαζί με την οποία συμπάσχει ο θεατής έτσι ώστε, στο τέλος, να επέλθει η κάθαρση, απαιτείται εκ μέρους του ποιητή μια ορθολογική διάταξη και κλιμάκωση των στοιχείων που συγκροτούν την υπόθεση του έργου. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ της θέας ενός φρικτού γεγονότος, που συμβαίνει στη ζωή και ενός ανάλογου γεγονότος, που εκδηλώνεται στο πλαίσιο μιας θεατρικής τραγωδίας: στην πρώτη περίπτωση μας προκαλείται ο αποτροπιασμός, επειδή πρόκειται για ένα αποσπασματικό, άσκοπο, μεμονωμένο, αποκομμένο από τα άλλα γεγονότα, τυφλό συμβάν, ενώ στη δεύτερη, επειδή το ίδιο γεγονός εντάσσεται σε ένα αρμονικό σύνολο που έχει οργανώσει ο ποιητής, δημιουργείται το αισθητικό αποτέλεσμα της κάθαρσης. Από τον Φάουστ του Γκαίτε, λοιπόν, λείπει η ορθολογιστική κλιμάκωση των επί μέρους στοιχείων που θα απέληγε σε μιαν αρμονική ολότητα, μέσα στην οποία θα μπορούσε να αναδειχθεί η τραγική φυσιογνωμία του ήρωα. Ο Φάουστ, αποφαίνεται ο ίδιος ο Γκαίτε, «είναι πραγματικά μια ασύμμετρη ποσότητα και κάθε προσπάθεια να γίνει ορθολογικά κατανοητή είναι μάταιη», ενώ αλλού πάλι σημειώνει ο ποιητής ότι το έργο «θα παραμείνει για πάντα ένα απόσπασμα».

Πέρα όμως από τις οιωνεί ιδεολογικές αντιλήψεις του Γκαίτε –ότι ο κόσμος δεν βρίσκεται κάτω από τη διαμάχη του καλού και του κακού ή ότι «σε ένα τέτοιου είδους έργο ό,τι έχει σημασία είναι ότι θα πρέπει τα επί μέρους στοιχεία που το συνθέτουν να έχουν νόημα και σαφήνεια, μολονότι ως όλο το έργο θα είναι πάντοτε ασύμμετρο»–, ο ποιητής δεν παραλείπει να παραθέσει ορισμένα δραματικής ή τεχνικής υφής στοιχεία, μέσω των οποίων επιχειρεί να υποβαθμίσει την «σοβαρότητα» και, κατ’ επέκτασιν, τον τραγικό χαρακτήρα της ιστορίας του Φάουστ. Έτσι, με την πρόταξη του «προλόγου στο θέατρο» προειδοποιούνται οι θεατές ότι αυτά που θα δουν στη συνέχεια δεν είναι μια πραγματική ιστορία, για να την λάβουν υπ’ όψιν τους με τη δέουσα σοβαρότητα, αλλά η παράσταση ενός περιοδεύοντος θιάσου.

Το στοίχημα, εξάλλου, που βάζει ο Θεός με τον Μεφιστοφελή, για το αν θα μπορέσει ο διάβολος να κερδίσει τον Φάουστ, ή το στοίχημα που βάζει ο ίδιος ο Φάουστ με τον Μεφιστοφελή, ότι τίποτα δεν μπορεί να τον δέσει με τον διάβολο, όσο και αν αναφέρονται σε πολύ σοβαρά ζητήματα, δεν παύουν να μοιάζουν με παιχνίδι και να υπονομεύσουν έτσι τη σοβαρότητα της ιστορίας του Φάουστ.

Ωστόσο, ενώ με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ο Γκαίτε αποτραγικοποιεί το πρόσωπο του Φάουστ, παράλληλα αναπτύσσει την ιστορία της Μαργαρίτας, μιας αθώας κοπέλας που ο έρωτάς της με τον Φάουστ στέκεται η αιτία να δολοφονηθεί ο αδελφός της, να σκοτώσει τη μάνα της και το παιδί της, να τρελλαθεί η ίδια και να πεθάνει στο τέλος.

Ο μονιστικός, ο ακέραιος τρόπος που έβλεπε ο Γκαίτε τη ζωή απέκλειε από αυτήν το στοιχείο της σύγκρουσης, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την τραγική μορφή ζωής. Ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά ότι δεν ήταν «γεννημένος για τραγικός ποιητής».

Αναμφιβόλως, η περιπέτεια της Μαργαρίτας, που αποτελεί εύρημα του Γκαίτε, είναι εκείνη που προκαλεί την έντονη συγκίνηση στους θεατές – σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε στην κοινή γνώμη όλο το έργο να επικεντρώνεται σε αυτήν και κάθε άλλο πρόσωπο ή γεγονός να υποβαθμίζεται ή και να αγνοείται. Μήπως, λοιπόν, ο Γκαίτε, παραθέτοντας την ιστορία της Μαργαρίτας, μετατοπίζει τελικώς, στο πρόσωπο της άτυχης νέας, τον τραγικό χαρακτήρα με τον οποίον είναι εφοδιασμένες οι παραδοσιακές ιστορίες γύρω από τον Φάουστ; Αμφιβάλλω.

Ο Γκαίτε είδε το έργο του για τον Φάουστ σαν πιστή αναπαράσταση της ζωής. Και τούτο μπορεί να λεχθεί όχι μόνο γιατί του προσέδωσε συνειδητά την αποσπασματικότητα που χαρακτηρίζει τη ζωή, αλλά και για έναν άλλο, πιο βάσιμο ίσως, λόγο. Σκέφτηκε, δηλαδή, αυτός στο τέλος του Φάουστ να βάλει ένα επίγραμμα, όπου ρητώς πλέον εξισώνεται το έργο του με τη ζωή.

Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε – Ο κορυφαίος της γερμανικής λογοτεχνίας-11
Εικονογράφηση του Φάουστ από τον August von Kreling (Alamy/Visual Hellas.gr).

Γράφει συγκεκριμένα, εκεί:

Το έργο μας μοιάζει με τη ζωή του ανθρώπου

Έχομε αρχή, έχομε τέλος

Είμαστε, όμως, ένα όλο; Αν μπορείς, απόδειξέ το.

Αν στο πλαίσιο της εξίσωσης του Φάουστ του Γκαίτε με τη ζωή, η Μαργαρίτα είναι πρόσωπο της ζωής, τότε η περιπέτειά της, ως εκ του αποσπασματικού χαρακτήρα που συνοδεύει κάθε εκδήλωση της ζωής μας, δεν μπορεί να είναι τραγική. Το γεγονός, παραδείγματος χάριν, ότι ένας άνθρωπος που, περπατώντας ανυποψίαστος στο δρόμο, σκοτώνεται από έναν αδέσποτο πυροβολισμό μπορεί ασφαλώς να μας προκαλέσει οδύνη, θλίψη, αγανάκτηση. ∆εν πρόκειται, όμως, για τραγικό γεγονός. Αυτό θα μπορούσε να γίνει αν κάποιος ποιητής το ενέτασσε στο πλαίσιο ενός καλλιτεχνικού ολοκληρώματος έτσι, ώστε, μέσα από την αρμονική και ορθολογική ανάπτυξη των επί μέρους στοιχείων και καταστάσεων, να προκαλέσει στο κοινό την κάθαρση προς την οποίαν είναι συνυφασμένη η έννοια της τραγικότητος.

Υπό την έννοιαν αυτή, και η ιστορία της άτυχης Μαργαρίτας θα μπορούσε να θεωρηθεί τραγική – αν ήταν δηλαδή εντεταγμένη σ’ ένα τέτοιο ποιητικό ολοκλήρωμα που θα το χαρακτήριζε μια συμμετρία των μερών του.

Αλλά είπαμε, η πρόθεση του Γκαίτε συνθέτοντας τον δικό του Φάουστ, δεν ήταν αυτή. Και τούτο γιατί πεποίθησή του ήταν πως, σε τελευταία ανάλυση, «όσο πιο ασύμμετρο και άπιαστο στο νου είναι ένα λογοτεχνικό έργο, τόσο καλύτερο είναι».
Του κ. Θ. Ν. Πελεγρίνη, Η Καθημερινή, 16 Σεπτεμβρίου 1993

Η παρουσία του Γκαίτε

Πνευματικές φυσιογνωμίες με τη ρωμαλεότητα, το μέγεθος και με τη διάρκεια του στοχασμού του Γκαίτε είναι βέβαια πάντα επίκαιρες, ιδιαίτερα όμως σε εποχές μεγάλων αναστατώσεων και ποικίλων αλλαγών –οπότε διακυβεύεται η εσωτερική ισορροπία της ανθρωπίνης οντότητος–, όπως συμβαίνει στη δική μας εποχή, καθίστανται αναγκαίες για το άτομο που αναζητεί να στηριχθεί σε μορφές και σε ιδέες δοκιμασμένες στο μάκρος των καιρών· που έχουν τη δύναμη που χρειάζεται για να μπορούν να διατηρούν το σφρίγος και τη νεότητά των. Και στον κύκλο των φυσιογνωμιών αυτών ανήκει, φυσικά, ο σοφός της Βαϊμάρης.

Τι έδωσε ο Γκαίτε, τι εκόμισε και πόσα ενέπνευσε στη μεγάλη τέχνη με την πλατύτατη, την πολύμορφη καλλιτεχνική του δημιουργία –την οποίαν στηρίζουν και εδραιώνουν η έξοχη τεχνική, ο βαθύς και γνήσιος φιλοσοφικός στοχασμός, και η πλούσια εμπειρία μιας μακρόχρονης και εσωτερικά τρικυμιώδους ζωής– έχουν κριθή και εκτιμηθή επαρκώς· περισσότερο δε εφ’ όσον το έργο του είχε καταστή ενωρίτατα κτήμα της ανθρωπότητας. Ωστόσο, η επιβλητική μορφή του κορυφαίου Γερμανού ποιητού, που προκαλεί συνεχώς ευρύ ενδιαφέρον, θέτει και ανάλογα ερωτήματα, προπάντων σήμερα που ο άνθρωπος δίνει την εντύπωση πως έχει –κατά μέγα ποσοστό– κυριευθή από μανία ολοκληρωτικής αρνήσεως ή, έστω, επανασυζητήσεως της πραγματικής αξίας των «θεών» του…

Για τον Γκαίτε ζητήσαμε τη γνώμη του ακαδημαϊκού κ. Παναγιώτη Κανελλοπούλου, διότι, πρώτον, εις το θεμελιώδες έργο του «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» […] δημιουργεί ολοκληρωμένο πορτραίτο του Γκαίτε. ∆εύτερο, γιατί –παρά την πίεση που του δημιουργεί η θέση του ως αρχηγού μεγάλου πολιτικού κόμματος– διατηρεί στενή επαφή με τον κόσμο του πνεύματος και της τέχνης, ενημερούμενος συνεχώς πάνω στα συμβαίνοντα σε διεθνή κλίμακα και στις νέες απόψεις που κατά καιρούς διατυπώνονται από τους σημαντικώτερους εκπροσώπους των σημερινών γραμμάτων. Τρίτον, λόγω της γνωστής, άλλωστε, καταρτίσεως και βαθειάς καλλιεργείας του, που του παρέχουν την ευχέρεια να διατυπώνη μεστές κρίσεις με αρίστη θεμελίωση, πάνω στα μεγάλα θέματα και προβλήματα της καθόλου πολιτιστικής ζωής.

– Ποια νομίζετε, κ. Πρόεδρε, πως είναι ή μπορεί να είναι η σημασία της πνευματικής παρουσίας του Γκαίτε μέσα στον σύγχρονο κόσμο;

Απάντησις: Η παρουσία του Γκαίτε στον σύγχρονο κόσμο ή –ας πούμε καλύτερα στη σύγχρονη πνευματική ζωή– δεν είναι τόσο αισθητή και έντονη, όσο θα μπορούσε και θα έπρεπε νάναι. Ο Γκαίτε είναι το μέγα σύμβολο της ισορροπίας, ενώ η εποχή μας –όχι μόνον στις λογοτεχνικές ή καλλιτεχνικές εκφράσεις της, αλλά λίγο ή πολύ σε κάθε εκδήλωση– αγνοεί (από αδυναμία) ή εχθρεύεται προγραμματικά την ισορροπία.

Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε – Ο κορυφαίος της γερμανικής λογοτεχνίας-12
Mortz Oppenheim, Ο Μέντελσον παίζει πιάνο στον Γκαίτε. Ελαιογραφία σε μουσαμά (1864, Εβραϊκό Μουσείο Φρανκφούρτης).

Θα πρέπει όμως να εξηγήσω τι ακριβώς εννοώ λέγοντας ότι ο Γκαίτε είναι το σύμβολο της ισορροπίας. Ήταν τάχα ισορροπημένο το πνεύμα του Γκαίτε στην έννοια εκείνη της ισορροπίας μεταξύ μορφής και περιεχομένου, αντικειμενικού και υποκειμενικού κόσμου, γενικού νόμου και ατομικής ψυχής, που ήταν χαρακτηριστικά του πνεύματος των κλασσικών Ελλήνων; Φυσικά, όχι. Στον Γκαίτε δεν ήταν –ούτε μπορούσε νάναι– έμφυτη η ισορροπία, όπως ήταν έμφυτη στον Σοφοκλή, στον Φειδία, στον Πλάτωνα. Η ψυχή και το πνεύμα του Γκαίτε είχαν ζήσει όλες τις μεθελληνικές (μετακλασσικές) εμπειρίες. Οι βαθύτερες απ’ τις εμπειρίες αυτές ήταν ο Χριστιανισμός και ο Μεσαίων. Ως νέος, ο Γκαίτε δεν ήταν διόλου ισορροπημένος. Ήταν ρομαντικός και αντάρτης. Ξεκίνησε από την άρνηση, από το πάθος, από διάθεση επαναστατική, από έντονον υποκειμενισμό. Αλλά και πριν από το «ταξίδι στην Ιταλία», όπου γνώρισε για πρώτη φορά αντίγραφα της κλασσικής ελληνικής τέχνης, είχε αρχίσει να επιβάλη στον εαυτό του το Μέτρο. Ο «Βέρθερος» είχε μέσα του ξεπερασθή, ενώ δεν ξεπεράσθηκε ποτέ μέσ’ την ψυχή του Ναπολέοντος Βοναπάρτη. […]

Ο Γκαίτε ήξερε ότι τον θεωρούσαν πολλοί –και τον ζήλευαν– ως ολύμπιο και ευτυχή. Και δεν αρνήθηκε, βέβαια, στις συνομιλίες του με τον Έκερμαν, όταν ήταν γύρω στα 75 του χρόνια, ότι η ζωή του εξελίχθηκε ομαλά. Πρόσθεσε, όμως, αν θυμάμαι καλά, ότι αυτό ήταν μόνον η επιφάνεια και ότι, κάτω από την επιφάνεια, ο πόνος και ο μόχθος ήταν μεγάλος. Στην περίπτωση αυτή –ας μου επιτραπή μια μικρή παρέκβαση– ισχύει ακριβώς το αντίστροφο εκείνου που σε κάποιο ποίημά του (δεν θυμάμαι σε ποιο) είχε πει παλαιότερα ο ίδιος ο Γκαίτε. Είχε είπη –την ώρα που αισθάνθηκε ότι κατάκτησε την κλασσική ηρεμία– ότι κάτω από την οσοδήποτε ταραγμένη επιφάνεια της θαλάσσης επικρατεί πάντοτε γαλήνη. Αλλά και έτσι αν πάρουμε την πνευματική ζωή του Γκαίτε, πρέπει πάλι να πούμε ότι χρειαζόμασταν πάντοτε να βυθίζεται με κόπο μεσ’ τον εαυτό του για να ζη και να πραγματοποιή τη γαλήνη, το μέτρο, την ισορροπία. Ο χαρακτηριστικώτερος καθρέπτης αυτού του κόπου είναι ακριβώς ο «Φάουστ». Τα δύο μέρη του καλύπτουν σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του ποιητού. Τα πάντα, στις μεγάλες διαδοχικές φάσεις, αντιφάσεις, παρεκκλίσεις του ομώνυμου ήρωος και των δύο μερών του «Φάουστ» καταλήγουν στη «λύτρωση», που είναι όμως αρκετά διαφορετική από την «κάθαρση» της αρχαίας τραγωδίας. Στη «λύτρωση» συμβάλλει αποφασιστικά και το χριστιανικό στοιχείο, και έτσι η υπερνίκηση του πάθους ή του αμαρτήματος και η κατάκτηση της ισορροπίας γίνεται ή με την αγάπη της Μαργαρίτας που σώζει και κάνει και την ίδια να σωθή ή με την αγάπη του Φάουστ –στο δεύτερο μέρος του έργου– προς τους συνανθρώπους του, προς την ανθρωπότητα γενικώτερα που και αυτή οδηγεί στη σωτηρία. Ο Φάουστ ξεπερνάει μέσα του και το τελευταίο ίχνος υποκειμενικότητας (χαρακτηριστικό είναι ότι ο Γκαίτε τον κάνει στην πιο ευτυχισμένη του ώρα να τυφλώνεται), παύει να είναι το υποκειμενικό εγώ με τις οποιεσδήποτε επιθυμίες και τα οποιαδήποτε πάθη του, και γίνεται ο πιο απρόσωπος φορεύς και εργάτης του αντικειμενικού κοινωνικού αγαθού.

Εδώ θα σας πω κάτι που δεν πρέπει να το θεωρήσετε παράδοξο. Όχι μόνον μεταξύ όλων των ποιητών που –από τον Μάρλοου ως τον Λέναου ή και ως τον Τόμας Μαν και τον Βαλερύ– επεξεργάσθηκαν ή δοκίμασαν να επεξεργασθούν το θέμα Φάουστ, αλλά και μεταξύ όλων των πνευματικών δημιουργών της μεταμεσαιωνικής Ευρώπης που έζησαν μέσα τους τις «φαουστικές» αντινομίες, την ταυτόχρονη προ πάντων τάση προς την άπειρη γνώσι και την πεπερασμένη αλήθεια της ζωής, εκείνος που ήταν ο ολιγώτερο «φαουστικός» ήταν ακριβώς ο Γκαίτε που συνέλαβε καλύτερα, περισσότερο, βαθύτερα και τυπικώτερα από κάθε άλλον τη μορφή του Φάουστ. Ενώ ο Θερβάντες πρέπει νάταν λίγο ή πολύ ∆ον Κιχώτης και ο Σαίξπηρ δεν μπορεί να μην ήταν λίγο ή πολύ Άμλετος ο ίδιος, ο Γκαίτε ήταν ελάχιστα ή και δεν ήταν διόλου Φάουστ. Το σωστότερο είναι μάλιστα να πούμε ότι ξεπέρασε πολύ γρήγορα μέσα του –ήδη στα τριάντα του χρόνια, ίσως μάλιστα και πριν– τον φαουστικό τύπο και έκαμε την αρχικά βίαιη μέσα του τάση προς τη γνώση και προς τη ζωή να υποταχθή στο πιο αυστηρό, που και που μάλιστα κάπως στεγνό, μέτρο τη ζωή ως ποίηση ή την ποίηση ως ζωή την διεσταύρωσε μέσα του με τη γνώση και την επιστήμη με τον αρμονικώτερο και ανετώτερο τρόπο. Ασχολήθηκε με τη Βοτανική ή με τη θεωρία των χρωμάτων όχι ως παθιασμένος ζητητής του αγνώστου, των μυστικών και σκοτεινών δυνάμεων της φύσεως, όπως θα το έκανε ένας χαρακτηριστικός «φαουστικός» τύπος, αλλά ως καθαρό και ήρεμο μυαλό. Είχε γίνει άλλωστε ήρεμο και το ποιητικό πνεύμα μέσα του, όταν καταπιάσθηκε με τις θετικές επιστήμες. Πράγμα που δεν μπορεί να λεχθή π.χ. για τον σύγχρονό του (σύγχρονο σε ωρισμένη βραχεία περίοδο της μακροτάτης ζωής του Γκαίτε) Νοβάλις.

Αλλά στο σημείο αυτό θυμούμαι κάτι που μπορεί να είναι χρήσιμο για την κατανόηση του «ισορροπημένου» Γκαίτε. Κάποτε, θέλοντας να δικαιολογήση τη διασταύρωση μέσα του, ποιητού και θετικού επιστήμονος, έγραψε ότι δεν πρέπει να ξενίζη τον αναγνώστη του η διασταύρωση αυτή, γιατί η επιστήμη επήγασε από την ποίηση. Και πρόσθεσε κάτι πολύ σημαντικώτερο. Είπε ότι μπορεί –και θα πρέπει– μια μέρα να συναντηθούν πάλι μαζί και να συνυπάρξουν επιστήμη και ποίηση. Βλέπουμε κ’ εδώ ότι, για τον Γκαίτε, τον κατά βάθος «αντιφαουστικό» ποιητή του «Φάουστ», δεν υπάρχει πουθενά θέμα δυσαρμονίας ή αντινομίας. Ούτε η ποίηση, ως σκοτεινή ή φωτεινή δύναμη, δεν πάει να κατακαλύψη τη γνώση, ούτε η επιστήμη, ως παντοδύναμη αυτάρκης λειτουργία του νου, να αχρηστεύση την ποίηση, την θεία έμπνευση, τον πρωταρχικό δημιουργικό λόγο.

Ας έρθουμε τώρα στο επιμύθιο. Επειδή ακριβώς ο Γκαίτε ενσαρκώνει την ισορροπία εκείνη που δεν ήταν μέσα του διόλου αυτονόητη, αλλά που κατακτήθηκε με μεγάλο μόχθο, γι’ αυτό ακριβώς η παρουσία του στην πνευματική ζωή της εποχής μας θα ήταν εξαιρετικά ωφέλιμη. Θα μπορούσε να σημάνη την οδό της σωτηρίας.
Στέλιος Ι. Αρτεμάκης, Η Καθημερινή, 19 Μαρτίου 1967

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT