Τον Ιούλιο του 1974, οπότε εκδηλώθηκε αρχικά το πραξικόπημα εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης του αρχιεπίσκοπου Μακάριου και, πέντε ημέρες αργότερα, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η «Κ» δεν κυκλοφορούσε. Ωστόσο, από τις 15 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους, όταν επανακυκλοφόρησε, αλλά και τους μήνες που ακολούθησαν, μέχρι την πρώτη «μαύρη» επέτειο, φιλοξένησε στις σελίδες της ντοκουμέντα και έρευνες γι’ αυτό το φλέγον γεγονός.
Αποκαλυπτικά είναι τα αποσπάσματα από την έρευνα του Γ. Ν. Δρόσου, «Συμφορά και Απελευθέρωση», που δημοσιεύτηκε στην «Κ» σε συνέχειες, από τις 30 Μαρτίου έως και τις 25 Απριλίου 1975, και αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο παρασκήνιο της απόφασης του Ιωαννίδη και των ανθρώπων του να ανατρέψουν τον Μακάριο, και στην καθυστερημένη αντίδραση του αρχηγείου των Ενόπλων Δυνάμεων απέναντι στην αναμενόμενη τουρκική εισβολή, στις 20 Ιουλίου.
Έναν χρόνο μετά τα δραματικά γεγονότα του Ιουλίου του 1974, ο Ν. Σκούφος καταγράφει με λεπτομέρεια και παρουσιάζει στους αναγνώστες της «Κ» το χρονικό της καταστροφής: Αρχίζει από τις 8.35′ το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974, όταν δύο φάλαγγες αρμάτων μάχης της Κυπριακής Εθνικής Φρουράς επιτίθενται κατά του Προεδρικού Μεγάρου της Λευκωσίας, και ολοκληρώνει την αφήγησή του στις 5.35′ το πρωί της 20ής Ιουλίου 1974, την ώρα που ο τουρκικός στόλος επιτίθεται στο λιμάνι της Κυρήνειας και αρχίζει την αποβίβαση στο κυπριακό έδαφος βαρέων αρμάτων μάχης και πεζοναυτών.
«Η Κυπριακή Εθνοφρουρά απέφυγε να αντιδράσει αμέσως»
Αρχές Νοεμβρίου 1972. Δεξίωση σε πρεσβεία Μεγάλης Δυνάμεως. Τέως πρωθυπουργός συναντάται με τον τότε υπουργό Εξωτερικών και τον ερωτά: «Τι γίνεται με την Κύπρο;». Απάντηση: «Όσο υπάρχει Μακάριος, λύση Κυπριακού δεν υπάρχει».
Το «όσο υπάρχει», πιθανώτατα εσήμαινε «όσο βρίσκεται στην εξουσία…». Ενδεχομένως, όμως, και να εσήμαινε: «Όσο βρίσκεται στη ζωή…».
Έπειτα από λίγο καιρό, ο Μακάριος καλείται από τον τότε δικτάτορα να εγκαταλείψη την εξουσία, και ο Έλλην πρέσβυς στην Κύπρο, σε σχετική συνομιλία με τον εκεί Τούρκο συνάδελφό του, ζητεί περίπου την συνεργασία του, για να δελεασθή και καταδολιευθή ο αρχηγός του ανεξάρτητου Κυπριακού κράτους…
Στις 15 Ιουλίου 1974, το ελληνικό Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων διατάσσει τους υπηρετούντες στην Κύπρο Έλληνες αξιωματικούς να ανατρέψουν και να σκοτώσουν τον Έλληνα πρόεδρο της Κύπρου…
Τη νύκτα της 19ης προς την 20ή Ιουλίου, ειδικά ηλεκτρονικά μηχανήματα, εγκατεστημένα στην Κυρήνεια, «έπιαναν» όλα τα παραγγέλματα και όλες τις διαταγές της τουρκικής στρατιωτικής ηγεσίας. Εγνώριζαν πόσοι Τούρκοι ήρχοντο, από πού έφευγαν, πού θα έβγαιναν, πώς θα έβγαιναν. Τα σήματα αυτά, μετεδίδοντο ανελλιπώς και στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς, στην Λευκωσία και στην Αθήνα. Και δεν υπήρξε καμμία αντίδραση, καμμία εντολή για ν’ αντιμετωπισθή η εισβολή.
Μόνο στις 8.15 το πρωί, εδόθη κάπως ανόρεκτα η άδεια να προβληθή αντίσταση…
Την Πέμπτη και την Παρασκευή, 18 και 19 Ιουλίου, φθάνουν στο εδώ Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων τρεις Έλληνες αξιωματικοί: ο ένας από τη Σμύρνη, ο άλλος από τη Λευκωσία και ο τρίτος –στέλεχος της χούντας αυτός– από το Λονδίνο. Και όλοι αναφέρουν ότι έχουν συγκεκριμένες πληροφορίες ότι επίκειται τουρκική απόβαση στην Κύπρο. Περίπου τούς ειρωνεύονται και τους λένε ότι είναι θύματα ανακριβών πληροφοριών…
18 Ιουλίου. Ηγετικό στέλεχος της ΕΟΚΑ σπεύδει από την Αθήνα στην Λευκωσία για να εξετάση επιτοπίως την κατάσταση, και «υπουργοί» της κυβερνήσεως του καθεστώτος Σαμψών τού λένε: «Η Ένωση πραγματοποιείται… Η Ελλάς έρχεται… Τα αδέλφια μας μπαίνουν στην Κωνσταντινούπολη… Όλα είναι κανονισμένα και με την Ρωσία και με την Αμερική…».
Σήμερα ακόμη οι άνθρωποι στην Κύπρο λένε: «Αν δεν είχαν πιάσει τον Ιωαννίδη, θα είχε ανατρέψει την κυβέρνηση Καραμανλή, θα είχε κηρύξει πόλεμο κατά της Τουρκίας, θα είχαμε πάρει την Πόλη, και η Κύπρος θα είχε ενωθεί με την Ελλάδα…».
…Τον Ιούλιο του 1974 διαβιβάζεται από την Αθήνα προς την ΕΟΚΑ Β’ η εντολή: «Χτυπάτε στο ψαχνό. Σε πιθανότητα αντιδράσεως δεν θα είσθε μόνοι…».
Και αργότερα, περί τα τέλη Ιουλίου, νέα εντολή: «Ετοιμάσατε πάραυτα επίλεκτον τμήμα εκ παρατόλμων ανδρών, οι οποίοι, ωπλισμένοι καταλλήλως, θ’ αναλάβουν καταδρομικήν επιχείρησιν…».
Όλα αυτά, αποσπάσματα και στιγμιότυπα από την αφήγηση που θα επακολουθήση, συνθέτουν μια εικόνα καθαρής παραφροσύνης. Δεν καταλαβαίνει κανείς τίποτα. Ή περίπου. Δεν μπορεί να εννοήση πώς ελειτούργησε το μυαλό εκείνων που διηύθυναν τότε τις τύχες του Ελληνισμού. Του εθνικού κέντρου και της μαρτυρικής Κύπρου. Θα ενόμιζε κανείς ότι παρακολουθεί μια ιλαροτραγωδία, που συνέγραψε κάποιος ψυχοπαθής.
Όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα να κάνουν τρέλλες. Αρκεί να είναι διατεθειμένοι να τις πληρώσουν. Όποιος θέλει μπορεί να παίξη την περιουσία του στα χαρτιά και να την χάση. […] Όταν, όμως, κανείς διαχειρίζεται, όχι μόνον τις ατομικές του τύχες, αλλά και άλλων πολλών, όταν διαχειρίζεται τις τύχες ενός ολόκληρου έθνους, τότε πώς λέγεται αυτού του είδους η τρέλλα; Πώς ονομάζεται αυτή η πολιτική, η έξωθεν κάθε λογικής; Μπορεί να χαρακτηρισθή ως απλή επιπολαιότης; Ως παιχνίδι; Ως πειραματισμός; Ως αφέλεια; Βεβαίως όχι. Πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρώτερο. Και αξιόποινο.
Η Καθημερινή, 30 Μαρτίου 1975
«Η ομάδα Ιωαννίδη αποφασίζει το πραξικόπημα»
Tο ζήτημα που απομένει να εξετασθή πριν φθάσωμεν στην αφήγηση του πραξικοπήματος είναι τούτο: Γιατί έγινε το εγχείρημα και πώς σκέφθηκαν εκείνοι που το απεφάσισαν.
Η εύκολη απάντηση όμως, αυτή που έρχεται πρώτη στο μυαλό του καθενός, είναι ότι η δικτατορία είχε κουρασθή από το Κυπριακό. Το φοβόταν και ήθελε να το κλείση με κάθε θυσία. Τούτο θα γινόταν εφικτό με την Ένωση. Την ουσιαστική, όπως πίστευαν μερικοί ή, εν ανάγκη, την διπλή Ένωση, η οποία, χάρη στον ελεγχόμενο Τύπο, το ραδιόφωνο κλπ., θα εμφανιζόταν, εδώ στην Ελλάδα, ως εθνική επιτυχία. Εμβατήρια, θούρια, κωδωνοκρουσίες, πανηγυρισμοί κ.λπ. Όλα αυτά μαζί θα έπειθαν τον λαό ότι η Ελλάς επέτυχε νίκη μεγάλη. Δηλαδή, ότι χάρη στον ταξίαρχο Ιωαννίδη και τους γενναίους φίλους του οι διεκδικήσεις του έθνους των Ελλήνων άρχισαν να πραγματοποιούνται μία προς μία.
Μια τέτοια λύση θα άρεσε προφανώς και στους Αμερικανούς, οι οποίοι και αυτοί εφοβούντο το Κυπριακό και η ευχή τους ήταν να κλείση το συντομώτερο δυνατόν. Να κλείση, όμως, όχι ν’ ανοίξη. Γιατί αυτό που έγινε στην Κύπρο στις 15 Ιουλίου 1974, ξανάνοιξε το Κυπριακό, κατά τρόπο μάλιστα περισσότερον επικίνδυνο. Οπωσδήποτε, η επιτυχία του πραξικοπήματος και η έλλειψη δυναμικής τουρκικής αντιδράσεως, θα ήταν ένα καλό δώρο προς τους Αμερικανούς, οι οποίοι τότε τουλάχιστον ήσαν αρκετά επιφυλακτικοί έναντι της χούντας Β’. Η εμπιστοσύνη τους προς το καθεστώς Ιωαννίδη δεν ήταν ίδια με εκείνη που έτρεφαν προς το προηγούμενο. Επί πλέον το πραξικόπημα Ιωαννίδη της 25ης Νοεμβρίου 1973 ανέκοψε ωρισμένες ημιεξελίξεις και ψευτοδημοκρατισμούς των οποίων
η Αμερικανική πολιτική είχε διεθνώς μεγάλη ανάγκη. Ακόμη περισσότερο: Δημιουργήθηκαν στους Αμερικανούς ωρισμένες ανησυχίες, διότι βεβαίως εγνώριζαν τους περίεργους ιδεολογικούς προσανατολισμούς μερικών τουλάχιστον από τους παράγοντες του νέου καθεστώτος. Οι σχέσεις, συνεπώς, της ομάδας Ιωαννίδη με τους Αμερικανούς ήσαν μάλλον ψυχρές. Μια αναθέρμανσή τους δεν θα έβλαπτε το νέο ελληνικό καθεστώς. […]
Πέραν όμως από αυτές τις σκέψεις και τους συλλογισμούς, οι οποίοι αποτελούν μάλλον λογική επεξεργασία των γεγονότων, υπάρχουν και άλλοι βαθύτεροι λόγοι για τους οποίους η δικτατορία αισθανόταν την έφεση ή την ανάγκη ανατροπής του καθεστώτος Μακαρίου.
Ο κ. Κανελλόπουλος μας λέγει σχετικώς: «Οι σχέσεις του δικτατορικού καθεστώτος με τον αρχιεπίσκοπον Μακάριον, υπήρξαν πάντοτε κακές με διακυμάνσεις βέβαια βελτιώσεως και επιδεινώσεως. Βασικός λόγος των κακών αυτών σχέσεων, ήτο πιθανώς η προκατάληψη απέναντι ενός ανθρώπου με ευρύτερες αντιλήψεις. Οι ηγέται της δικτατορίας εκινήθησαν πάντοτε ιδεολογικά μεταξύ ενός ακρίτου και πρωτογόνου αντικομμουνισμού και μιας διεστραμμένης εθνικοφροσύνης. Από αυτό το ιδεολογικό πλέγμα ήταν φυσικό να απορρεύσουν οι σκέψεις και οι επιθυμίες όπως η εξουσία στην Κύπρο ελέγχεται άμεσα ή έμμεσα από τους ανθρώπους που είχαν επικρατήσει εις τας Αθήνας. Άλλοι επίστευσαν ότι πίπτοντος του Μακαρίου θα ήτο δυνατόν να πραγματοποιηθή η Ένωσις. Συγκεκαλυμμένα ή απροκάλυπτα. Άλλωστε, η “πατριωτική” εξήγησις που διεδίδετο ήταν ότι ο Μακάριος ήταν “ανθενωτικός”. Προσετίθετο βέβαια ότι ήτο και φιλοαριστερός, ότι εκάλυπτε και ενίσχυε το ΑΚΕΛ και ότι είχε προχωρημένες σχέσεις με την Σοβιετική Ένωση και την Κίνα του Μάο». […]
Ο κ. Μαύρος παρουσιάζει και μία άλλη πλευρά. Λέγει ότι ο Μακάριος και ως πρόσωπον και ως πολιτική γραμμή και ως καθεστώς ενωχλούσε τη δικτατορία. Οι στρατιωτικοί, οι οποίοι κατείχαν την εξουσία στην Αθήνα, προχωρούσαν συστηματικά προς την καθιέρωση ενός είδους φασισμού ως μονίμου πολιτικού συστήματος της Ελλάδος. Ένα τμήμα όμως του ελληνισμού, η Κύπρος, ζούσε υπό συνθήκες δημοκρατικές. Αυτό, λοιπόν, ενωχλούσε την Χούντα των Αθηνών και συνεπώς, σύμφωνα με την άποψη των τότε ιθυνόντων, έπρεπε να δημιουργηθούν στην μεγαλόνησο συνθήκες που να επιτρέπουν την επέκταση της φασιστικής διακυβερνήσεως και στην Κύπρο. […]
Δεν θα ήτο όμως δυνατόν ούτε να γίνη ούτε να επιτύχη πραξικόπημα αν δεν υπήρχε και κάποιο αντίκρυσμα στην Κύπρο. Εκεί υπήρχαν άνθρωποι, οι οποίοι, είτε με καλή πίστη, είτε με ιδιοτέλεια, πίστευαν ότι ο Μακάριος δεν ήθελε την Ένωση και ότι ήταν αριστερός. Στον κόσμο αυτόν, τον έστω αριθμητικώς περιωρισμένο, η απομάκρυνση του Μακαρίου ήταν κάτι το αρεστό. Αυτοί οι άνθρωποι ήσαν εκείνοι που απετέλεσαν τον πυρήνα της ΕΟΚΑ Β’. Και σ’ αυτούς προσετέθησαν οι παντοειδείς δυσαρεστημένοι.
Διότι υπήρξαν και πολλοί δυσαρεστημένοι από την πολυετή και κάπως αυταρχική διακυβέρνηση της νήσου από τον Μακάριο. Ο Μακάριος εξ αιτίας ειδικών συνθηκών αλλά και επειδή αντιλαμβανόταν ότι αυτός είναι εκείνος που χρειαζόταν και ήθελε ο κυπριακός λαός και ότι από απόψεως πνευματικών ικανοτήτων υπερείχε κατά πολύ παντός άλλου, χειριζόταν τα θέματα της Κύπρου όπως αυτός έκρινε συμφερώτερο. Παραγκώνισε κάποιους ανθρώπους, ίσως αδίκησε και μερικούς. Υπάρχει πάντοτε και μια φθορά την οποία επιφέρει η μακροχρόνια άσκηση της εξουσίας. Έπειτα, υπήρχαν στην Κύπρο και διάφορες ξένες προπαγάνδες. Μερικές είχαν ίσως συμφέρον να καλλιεργήσουν τον διχασμό. Είχαν ίσως και τον τρόπο να επηρεάσουν ωρισμένους σημαίνοντες ανθρώπους. Έτσι, οι απόψεις του καθεστώτος των Αθηνών βρήκαν κάποιο μαχητικό αντίκρυσμα στην Κύπρο.
Χωρίς τους χουντικούς Έλληνες αξιωματικούς της Εθνοφρουράς και χωρίς την ΕΛΔΥΚ, πραξικόπημα δεν μπορούσε να γίνη ούτε να επιτύχη. Αλλά και χωρίς τους αντιμακαριακούς της νήσου, χωρίς την οργάνωση και τον οπλισμό τους και χωρίς τους στρατιώτες των ταγμάτων της Εθνοφρουράς, οι οποίοι υφίσταντο καθημερινώς πλύση εγκεφάλου, πάλι ήταν αδύνατο να επιτύχη το πραξικόπημα.
Πόσο απλοϊκά εσκέπτοντο στην Αθήνα οι άνθρωποι που πήραν την πρωτοβουλία του πραξικοπήματος φαίνεται και από το εξής περιστατικό, το οποίο αναφέρει η «Εστία» σε μια προσεκτική αφήγηση των γεγονότων των ημερών εκείνων:
Το πρωί της επομένης του πραξικοπήματος, ο ταξίαρχος Δ. Ιωαννίδης συνηντάτο κατ’ επιθυμία του με Κύπριο αντιμακαριακό παράγοντα που βρισκόταν τις ημέρες εκείνες στην Αθήνα. Όρθιος μεταξύ δύο στενών συνεργατών του στο γραφείο που είχε στο Αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων, πλαισιωμένος από δύο συνεργάτες του, φαινόταν ικανοποιημένος από την εξέλιξη των πραγμάτων:
«Έγινεν αυτό που έπρεπε να γίνη, είπε. Η Κύπρος δεν έχει να φοβηθή τίποτε διότι τα πάντα έχουν προβλεφθή και διότι ημείς είμεθα εδώ και θα προστρέξωμε αμέσως εις οιανδήποτε ανάγκην… Η κατάστασις εις την Κύπρον θα σταθεροποιηθή τάχιστα. Προκειμένου Ελλάς και Κύπρος να χαράξουν κοινήν γραμμήν, το προσεχές Σάββατον 20 τρέχοντος θα έλθη εις τας Αθήνας κυβερνητική αντιπροσωπεία της Κύπρου. Όλα θα πάνε καλά».
Δεν πήγε τίποτε καλά και, αντί να έλθη η κυβερνητική αντιπροσωπεία στην Αθήνα, πήγαν οι Τούρκοι στην Κύπρο.
Η Καθημερινή, 3 Απριλίου 1975
«Έχε το νου σου!»
Eνωρίς το πρωί της 15ης Ιουλίου, ο έχων το γενικό πρόσταγμα του πραξικοπήματος, ταξίαρχος Γεωργίτσης, επέρασε εσπευσμένως από το γραφείο του κλιμακίου της ΚΥΠ και, αφού κάλεσε τον αντισυνταγματάρχη Γ. Τσούμη, που ασκούσε προσωρινά καθήκοντα διευθυντού του κλιμακίου της ΚΥΠ στην Κύπρο, του είπε: «Έχε το νου σου! Κάτι θα κάνουμε σήμερα». Ο αντισυνταγματάρχης ζήτησε περισσότερες πληροφορίες, αλλά δεν του δόθηκαν. Επικοινώνησε με την κεντρική υπηρεσία πληροφοριών των Αθηνών και δεν ήξερε ούτε αυτή τίποτε. Προσπάθησαν παράγοντες της ΚΥΠ των Αθηνών να επικοινωνήσουν αργότερα με πρόσωπο που βρισκόταν στην Αμερική, το οποίο συνδεόταν με αυτήν και τις αντίστοιχες Αμερικανικές υπηρεσίες, και δεν επέτυχαν να συνομιλήσουν μαζί του. Και όμως, η ΚΥΠ ήταν η Ελληνική υπηρεσία η περισσότερο και στενώτερα συνδεδεμένη με τους Αμερικανούς. Και δεν είχε ενημερωθή. Μερικά πρόσωπα ίσως ναι. Όχι όμως η υπηρεσία ως υπηρεσία. Ήταν πολύ περίεργες και αδιευκρίνιστες οι σχέσεις της ΚΥΠ με την χούντα Β’. […].
Ο Μακάριος πίστευε ότι δεν θα γινόταν απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του. Πρώτον γιατί ένα τέτοιο εγχείρημα δεν θα επετύγχανε, και δεύτερο, γιατί οι επίδοξοι ανατροπείς του θα έπρεπε να εγνώριζαν, εν συνεχεία, ότι θα αντιμετώπιζαν τουρκική απόβαση. Λίγες μόλις ημέρες προ της 15ης Ιουλίου έκανε δηλώσεις στις οποίες έλεγε: «Ουδεμίαν σημασίαν δίδω εις τα περί πραξικοπήματος. Δεν υπάρχει κατά την γνώμην μου τέτοια πιθανότης. Αλλά και εις περίπτωσιν πραξικοπήματος, δεν υπάρχει προοπτική επιτυχίας. Η δυναμική αντίστασις του κυπριακού ελληνισμού θα εκδηλωθή κατά ποικίλους τρόπους».
Τις τελευταίες πάντως ημέρες, η αισιοδοξία του αρχιεπισκόπου είχε κάπως μειωθή.
Οι πρώτες ριπές πολυβόλου ρίχθηκαν στις 8.14 π.μ. της 15ης Ιουλίου 1974. Κτυπήθηκε πρώτα το Προεδρικό Μέγαρο και η έδρα του εφεδρικού σώματος, το οποίο είχε καταρτίσει ως γνωστόν ο Μακάριος από έμπιστα πρόσωπα υπό την αρχηγία του Κυπρίου Πανταζή, τέως αξιωματικού του ελληνικού στρατού.
Σε λίγα λεπτά πυροβολισμοί έπεφταν σε διάφορα σημεία της Λευκωσίας και οι πολίτες έντρομοι έκλειναν τα μαγαζιά και κατέφευγαν στα σπίτια τους. Συγχρόνως τα τανκς κινήθηκαν από το στρατόπεδο της Κοκκινοτριμυθιάς, με κατεύθυνση προς το προεδρικό μέγαρο, το κτίριο της Αρχιεπισκοπής και τα κέντρα τηλεπικοινωνιών. Δεν υπήρχε πλέον καμμία αμφιβολία ότι είχεν επέμβη η Εθνοφρουρά και ότι στόχος ήταν ο Μακάριος.
Ήδη από πριν, στην κοινή γνώμη υπήρχε κατακραυγή εναντίον των εξ Ελλάδος αξιωματικών. Η κατακραυγή όμως αυτή κορυφώθηκε από τη στιγμή που εκδηλώθηκε το πραξικόπημα. Ήταν αυτό τόσον εμφανές, ώστε όταν ένας αξιωματικός μη μεμυημένος στην υπόθεση και με πολιτικά, θέλησε να πάη με το αυτοκίνητό του για να δη τι συνέβαινε, κάποιος συνάδελφός του τού είπε: «Μη βγης έξω γιατί κινδυνεύεις. Φορείς βέβαια πολιτικά, αλλά το αυτοκίνητό σου είναι αριστεροτίμονο και ο κόσμος θα καταλάβει ότι είσαι Ελλαδίτης και θα σε κτυπήσουν». Τα αυτοκίνητα, ως γνωστόν, στην Κύπρο έχουν το τιμόνι τους στο δεξί μέρος λόγω αντιστρόφου κατευθύνσεως. Μόνον οι Έλληνες αξιωματικοί παρήγγειλαν αυτοκίνητα με τιμόνι αριστερά, γιατί πρόθεσή τους ήταν να τα χρησιμοποιήσουν και στην Ελλάδα.
Στις 8.30 π.μ. τα πρώτα άρματα μάχης εισέβαλαν στο αλσύλλιον του Προεδρικού Μεγάρου και έλαβαν θέσεις ανατολικώς και νοτίως του κτιρίου, χωρίς όμως να προχωρήσουν προς την είσοδό του. Άνδρες της Προεδρικής Φρουράς τα κτυπούσαν από τα παράθυρα με ελαφρά αυτόματα χωρίς βέβαια αποτέλεσμα. Τα τανκς, όταν έλαβαν θέσεις περί τα 100 μέτρα από το προεδρικό κτίριο, άρχισαν να βάλλουν με τα πυροβόλα τους. Τα τηλέφωνα του Προεδρικού Μεγάρου είχαν ήδη αποκοπή. […]
Το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου περιέρχεται αμέσως στα χέρια της Εθνοφρουράς με επίθεση κατά μέτωπο. Συγχρόνως στους γειτονικούς στρατώνες του Εφεδρικού Σώματος μαίνεται η μάχη. Την επίθεση αυτή είχαν αναλάβει λόχοι των Κυπριακών Ορεινών Καταδρομών, οι οποίοι ξεκίνησαν από την περιοχή της Αθαλάσσης.
Τα τανκς, όταν έλαβαν θέσεις περί τα 100 μέτρα από το προεδρικό κτίριο, άρχισαν να βάλλουν με τα πυροβόλα τους. Τα τηλέφωνα του Προεδρικού Μεγάρου είχαν ήδη αποκοπή.
Στις 8.30 π.μ. αποστέλλεται προς όλες τις στρατιωτικές μονάδες σήμα, το οποίο αναφέρει ότι ο Μακάριος ήταν νεκρός. Το σήμα αυτό, που δόθηκε 16 μόλις λεπτά μετά την έναρξη του πραξικοπήματος, θεωρήθηκε χρήσιμο για να τονώση το ηθικό των δυνάμεων που χρησιμοποιήθηκαν για το πραξικόπημα και, παραλλήλως, για να σπάση το ηθικό των οπαδών του Μακαρίου. Γι’ αυτό, άλλωστε, λίγο αργότερα, περί την 10η πρωινή, όταν ολοκληρώθηκε η κατάληψη του κτιρίου της Ραδιοφωνίας, άρχισε ο ραδιοσταθμός να μεταδίδη εμβατήρια και ακολούθως την πρώτη ανακοίνωση:
«Σήμερον την πρωΐαν, η Εθνική Φρουρά επενέβη διά να σταματήση τον αδελφοκτόνο πόλεμο. Η Εθνική Φρουρά είναι την στιγμήν αυτήν κυρία της καταστάσεως. Ο Μακάριος είναι νεκρός».
Υπήρξε πολύ οδυνηρή έκπληξη για τους πραξικοπηματίες το ότι αργότερα ακούσθηκε η φωνή του Μακαρίου από τον Ραδιοσταθμό της Πάφου.
Η αντίσταση στο Προεδρικό Μέγαρο εκάμφθη, όπως ήταν φυσικό, σε λίγη ώρα. Ευθύς μετά την κατάληψή του πυροβολήθηκε με εμπρηστικές βόμβες. Ήταν πεποίθηση των αξιωματικών, οι οποίοι διηύθηναν την επίθεση στο σημείο αυτό, ότι ο Μακάριος είχε παγιδευθή σε κάποια κρύπτη του Μεγάρου και, συνεπώς, είχε ταφή υπό τα ερείπια.
Το βράδυ της Δευτέρας 15ης Ιουλίου, το πραξικόπημα είχε επικρατήσει πλήρως στη Λευκωσία. Μόνο στο προάστιο Καϊμακλή ωρισμένοι φανατικοί μακαριακοί ανθίσταντο ακόμη και έριχναν πυροβολισμούς από τα σπίτια τους όπου είχαν κλεισθή. Η Αμμμόχωστος, η Λάρνακα και η Λεμεσός είχαν περιέλθει στον έλεγχο της Εθνικής Φρουράς και της ΕΟΚΑ Β’, η οποία είχε στο μεταξύ κινητοποιηθή και οπλισθή με όπλα που βρέθηκαν σε διάφορα κυβερνητικά κτίρια. Μόνο η Πάφος παρέμενε εκτός ελέγχου.
Ήταν η πατρίδα του Μακαρίου και εθεωρείτο ως προπύργιό του. Εκεί, άλλωστε, κατέφυγε και από εκεί έδωσε το σύνθημα της αντεπιθέσεως και της αντιστάσεως.
Στο μεταξύ είχε καταληφθή και το αεροδρόμιο της Λευκωσίας από άνδρες της ΕΛΔΥΚ και είχε σταματήσει και η αντίσταση του στρατοπέδου του Εφεδρικού Σώματος. Ο εξ Ελλάδος ταγματάρχης, ο οποίος προχώρησε για να διαπραγματευθή την παράδοση των ωπλισμένων ανδρών που βρίσκονταν σ’ αυτό, πυροβολήθηκε και εφονεύθη. Εξετελέσθησαν επίσης από τους αμυνόμενους και δύο Κύπριοι καταδρομείς. Αντιστρόφως, ο λοχαγός Ερμής, γνωστός φιλομακαριακός παράγων, εξετελέσθη εν ψυχρώ από Ελλαδίτη αξιωματικό.
Σκληρότητες, εκτελέσεις αόπλων και βασανιστήρια ακόμη, σημειώθηκαν πολλά και από τις δύο πλευρές. Η λεπτομερής αφήγηση των περιστατικών αυτών από κυπριακές εφημερίδες, αλλά και από την «Εστία» των Αθηνών, δεν αφήνει καμμία αμφιβολία περί του τρομακτικού φανατισμού και της μισαλλοδοξίας που είχε επικρατήσει τις ημέρες αυτές στην Κύπρο. Ο φανατισμός αυτός, ο εθνικός διχασμός, οι εκτελέσεις και τα βασανιστήρια, βεβαίως δεν συνέβαλαν καθόλου στη δημιουργία εθνικής ενότητος, η οποία ήταν απαραίτητη, ύστερα από λίγες ημέρες, για ν’ αντιμετωπισθή η τουρκική απόβαση.
Ο αριθμός των νεκρών, πάντως, αποδείχθηκε, τελικά, ότι ήταν μικρότερος από εκείνον που ενομίσθη τις πρώτες στιγμές. Και οπωσδήποτε πολύ μικρότερος από αυτόν που προσπάθησε αργότερα να ισχυρισθή ο κ. Ντενκτάς, ο οποίος, για να καλύψη τις εκτελέσεις Ελλήνων από Τούρκους εισβολείς, φόρτωσε τις εκτελέσεις αυτές στον προηγηθέντα εμφύλιο σπαραγμό των Ελληνοκυπρίων.
Η Καθημερινή, 4 Απριλίου 1975
«Μη κτυπάτε τους Τούρκους γιατί κάνουν γυμνάσια»
Oι πρώτες ενέργειες των αποβιβαζομένων Τούρκων ήσαν οι εξής: Στις πέντε το πρωί ερρίφθησαν αλεξιπτωτισταί στον τουρκικό τομέα. Συγχρόνως αεροπλάνα εβομβάρδιζαν με εμπρηστικές βόμβες ναπάλμ διάφορες θέσεις, ιδίως το δάσος του Πενταδακτύλου, όπου υπήρχαν εγκατεστημένα μερικά ελληνικά στρατιωτικά φυλάκια. Αρκετοί Ελληνοκύπριοι κάηκαν εκεί ζωντανοί, ενώ άλλοι υπέστησαν σοβαρά εγκαύματα. Τα αεροπλάνα, πάντως, δεν τόλμησαν να κάνουν βουτιές.
Οι πρώτοι Τούρκοι απεβιβάσθησαν με ελικόπτερα από τα πλοία σε ωρισμένους λόφους και ερημικές τοποθεσίες. Από εκεί κτυπούσαν κάθε κινούμενο όχημα και κάθε μονάδα ή και περίπολο που περνούσε σε ακτίνα βολής. Το πρώτο σημείο της επιθέσεως ήτο βεβαίως η περιοχή της Κυρηνείας, η οποία εξύπνησε λίγα λεπτά πριν από τις 5 το πρωί από εκρήξεις, πολυβολισμούς και βόμβες αεροπλάνων. Μεταξύ των πρώτων στόχων ήσαν το στρατόπεδο του 251 τάγματος στρατού. Τα αεροπλάνα πολυβόλησαν επίσης την παραλιακή οδό προς την Κυρήνεια για να παρεμποδίσουν στρατιωτικές μετακινήσεις. Έτσι επλήγησαν και πολλά ιδιωτικά αυτοκίνητα, τα οποία κυκλοφορούσαν την ώρα εκείνη. Ένας αυτόπτης μάρτυς και παθών λέγει στην αφήγησή του και τα εξής: «Μου έκανε εντύπωση ότι ούτε ένας πυροβολισμός δεν ρίχτηκε από δικούς μας κατά των αεροπλάνων αυτών».
Αργότερα θα εξετάσουμε λεπτομερέστερα τις διάφορες φάσεις της τουρκικής επιθέσεως. Αυτό που έχουμε να πούμε τώρα είναι τούτο: ότι όλα αυτά ανεφέροντο ελλιπώς προς το αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων και εζητούντο συνεχώς οδηγίες. Η στερεότυπη απάντηση ήταν: «Μην κτυπήσετε, οι Τούρκοι, προφανώς, κάνουν ασκήσεις».
Η ηγεσία των ελληνικών και των κυπριακών δυνάμεων εμποδίσθηκε έτσι να εφαρμόση οιαδήποτε από τα υπάρχοντα τρία σχέδια αποκρούσεως τουρκικής εισβολής. Η Αθήνα συνεχώς έλεγε «μην κτυπήσετε». Επίστευε, φαίνεται, ακόμη στο παραμύθι περί «γυμνασίων».
Η ηγεσία των ελληνικών και των κυπριακών δυνάμεων εμποδίσθηκε έτσι να εφαρμόση οιαδήποτε από τα υπάρχοντα τρία σχέδια αποκρούσεως τουρκικής εισβολής.
Ένας ανώτερος αξιωματικός παίρνει στο τηλέφωνο αρμόδιο προϊστάμενό του στη Λευκωσία και τον πιέζει να του επιτρέψη να αποκρούση τους Τούρκους που απεβιβάζοντο σε σημείο κοντά στη θέση όπου βρισκόταν. Η απάντηση ήταν: «Μην με βασανίζης. Τέτοια εντολή έχω. Να μην κτυπήσουμε».
Νέα επαφή μετ’ ολίγον, της ηγεσίας πλέον των κυπριακών δυνάμεων με τον στρατηγό Μπονάνο. Η ίδια απάντηση: «Όχι, μην κτυπήσετε».
Έτσι, τις πρώτες τρεις περίπου ώρες κανείς δεν επείραξε τους Τούρκους, και η απόβαση έγινε με όλη τη δυνατή άνεση. Δεν εφαρμόσθηκε κανένα σχέδιο, δεν λειτούργησε το επιτελείο.
Ο έχων το γενικό πρόσταγμα ταξίαρχος Γεωργίτσης, αυτός που ηγήθηκε του πραξικοπήματος εναντίον του Μακαρίου, ήθελε να κτυπήσουμε τους Τούρκους και επίεζε την Αθήνα προς την κατεύθυνση αυτή. Μόλις λίγο μετά τις 8 το πρωί τού επετράπη να κινήση επιθετικά τις δυνάμεις που είχε υπό τις διαταγές του. Μάχεται γενναία και ο συνταγματάρχης Κομπότης, αρχηγός των καταδρομών, ο οποίος και αυτός ήταν από τους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου. Πέντε διοικηταί μονάδων ετέθησαν εκτός μάχης από την πρώτη ημέρα. Ένας αντισυνταγματάρχης, γυμνός από τη μέση και πάνω, προηγείται κατά εκατό περίπου μέτρα της μονάδας του, βάλλων με το πολυβόλο. Γαζώνεται από τους Τούρκους και σώζεται ως εκ θαύματος. Τώρα βρίσκεται στην Αθήνα και έχει ακόμη βλήματα μέσα του.
Είχε δημιουργηθή τόσος διχασμός, όχι μόνο μεταξύ των Ελλήνων της Κύπρου εξ αφορμής του πραξικοπήματος εναντίον του Μακαρίου, αλλά και μεταξύ των Ελλήνων αξιωματικών, ώστε τους τραυματισθέντες που μετέφεραν εδώ με αεροπλάνο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού τούς εμοίραζαν σε δύο διαφορετικές πτέρυγες. Όλοι είχαν τραυματισθή από τους Τούρκους, αλλά οι μεν είχαν μετάσχει στο πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, ενώ οι άλλοι κατηγορούσαν τους πρώτους σαν υπευθύνους της συμφοράς που επακολούθησε.
Η πρώτη περίθαλψη των τραυματιών στο νοσοκομείο της Λευκωσίας ήταν αρίστη. Καλή περιποίηση υπήρξε και στα εδώ νοσοκομεία. Με μελαγχολία, όμως, σημειώνουν οι αξιωματικοί αυτοί, ότι κανείς πολιτικός και κανείς ανώτερος στρατιωτικός δεν τους επεσκέφθη στο νοσοκομείο όπου ενοσηλεύοντο.
Η Καθημερινή, 10 Απριλίου 1975
«Εσχάτη βλακεία ή εσχάτη προδοσία;»
Σε όλη τη διάρκεια της επταετίας, προγραμματισμένα ή όχι, ή και απλώς από ένστικτο, το καθεστώς των Αθηνών αισθανόταν συμπάθεια προς κάθε αντιμακαριακή κίνηση στην Κύπρο. Γιατί την εταύτιζαν με τον αντικομμουνισμό. Ο «αντικομμουνισμός» δε αυτός, είτε υπήρξε απλό προπέτασμα, είτε πεποίθηση, γεγονός είναι ότι προβαλόταν συνεχώς και καθώριζε συχνά τις πράξεις και τις σκέψεις του τότε καθεστώτος. Ο Μακάριος, αντιθέτως, ήταν ο «συνοδοιπόρος», ο ύποπτος ερωτοτροπιών προς τον κομμουνισμό και ο αντιτιθέμενος στο «ξεφόρτωμα» του Κυπριακού.
Τα όσα εξιστορήσαμε έως τώρα, τοποθετούνται ιδεολογικά μέσα στο πλέγμα των πεποιθήσεων ή των προβαλλομένων ως πολιτικών αρχών τού τότε καθεστώτος. Δεν χρειάζονται πρόσθετες αποδείξεις. Αλλά θα αναφέρωμε τρία σχετικά περιστατικά:
Ο επί Σαμψών διορισθείς ως υπουργός των Εξωτερικών της Κύπρου κ. Κ. Δημητρίου, ερμηνεύων το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, εδήλωσε απερίφραστα ότι «δεν ετίθετο θέμα Ενώσεως». Επρόκειτο, όπως είπε, περί απλής «εξυγιάνσεως της εσωτερικής καταστάσεως».
Ο τότε στην Αθήνα και Κύπρο πρέσβυς της Αυστρίας κ. Στάϊνερ, ήδη Γενικός Διευθυντής Πολιτικών Υποθέσεων του υπουργείου Εξωτερικών της χώρας του, επισκέπτεται, προ τριετίας, τον εν Λευκωσία Έλληνα συνάδελφό του, και ο τελευταίος τού λέγει ότι εφ’ όσον υπάρχη Μακάριος, λύση του Κυπριακού δεν είναι δυνατή. Μετά, ένα ή δύο χρόνια, ο αυτός ξένος διπλωμάτης συζητεί με τον ίδιο Έλληνα συνάδελφό του, τότε υφυπουργό Εξωτερικών. Ο τελευταίος τού λέγει ότι ο Μακάριος πρέπει ν’ ανατραπή για να υπάρξη λύση στο πρόβλημα της Κύπρου. Ο Αυστριακός διπλωμάτης ερωτά πώς είναι δυνατόν να γίνη αυτό, και ο Έλλην υπουργός του λέγει: «Είναι υπόθεσις είκοσι τανκς».
Αυτό που έγινε στις 15 Ιουλίου, ήταν η φυσιολογική κατάληξη μιας σειράς αντιμακαριακών ενεργειών, που εκράτησαν επτά ολόκληρα χρόνια. Έμμονος ιδέα και ακατανόητη πολιτική. Θα μπορούσε, ίσως, κανείς, π.χ. ένας ιστορικός του μέλλοντος, να την καταγγείλη, να την κακίση και να την ξεπεράση εφ’ όσον η όλη υπόθεση δεν έβγαινε από τα όρια των σχέσεων Αθηνών και Λευκωσίας.
Αυτό όμως που έγινε εκείνη την ημέρα δημιουργούσε όχι βέβαια νόμιμες, αλλά νομότυπες αφορμές για τουρκική επέμβαση. Δεν το εσκέφθηκαν αυτό οι τότε κρατούντες; Τότε υπήρξαν εγκληματικώς ανόητοι. Το εσκέφθηκαν και επροχώρησαν; Τότε διέπραξαν προδοσία. Ακόμη περισσότερο: εγνώριζαν ότι η κατάσταση που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει στην Κύπρο δεν επέτρεπε ελπίδες επιτυχούς αντιμετωπίσεως της τουρκικής εισβολής. Γιατί, τότε, την προεκάλεσαν; Και το περισσότερο ανεξήγητο: όταν οι Τούρκοι εξεκίνησαν, όταν ο στόλος τους πλησίαζε προς τις ακτές της Κύπρου, όταν είχαν αρχίσει οι βομβαρδισμοί, γιατί η Αθήνα άφησε να περάσουν τρεις και πλέον πολύτιμες ώρες έως ότου δώση στις ελληνικές δυνάμεις της Κύπρου τη διαταγή ν’ αμυνθούν; Γιατί έδωκαν αυτό το δώρο στους Τούρκους;
Αυτό όμως που έγινε εκείνη την ημέρα δημιουργούσε όχι βέβαια νόμιμες, αλλά νομότυπες αφορμές για τουρκική επέμβαση.
Όπως και να πάρη κανείς όλη αυτή την υπόθεση, από όποια πλευρά να εξετάση το όλο ζήτημα, δεν μπορεί να ξεφύγη από ένα σκληρό δίλημμα: Ότι επρόκειτο περί εσχάτης προδοσίας ή εσχάτης βλακείας. Η βλακεία δε, επιτρέπεται μεν σε κάθε ιδιώτη, συνιστά όμως βαρύτατη ευθύνη για όποιον χειρίζεται το κοινό. Το «πράσινο φως» δε, δεν αποτελεί δικαιολογία. Εάν υπήρξε, σημαίνει απλώς ότι κάποιοι ξένοι έκαναν τη δουλειά τους. Εμείς δε, δηλαδή οι τότε κατέχοντες την εξουσία, δεν κάναμε τη δική μας…
Η Καθημερινή, 25 Απριλίου 1975
Το χρονικό της προδοσίας
Συμπληρώνεται ένας χρόνος από την ημέρα που η ομάδα του αόρατου δικτάτορα Ιωαννίδη απεφάσισε να ανατρέψη τον Μακάριο, ενέργεια που είχε σαν αποτέλεσμα την τραγωδία της Κύπρου. Το χρονικό των ημερών εκείνων έχει ως εξής:
Στις 8.35 το πρωί της 15ης Ιουλίου 1974 δύο φάλαγγες αρμάτων μάχης της Κυπριακής Εθνικής Φρουράς, υποστηριζόμενες και από μονάδες καταδρομών, επιτίθενται κατά του Προεδρικού Μεγάρου της Λευκωσίας και των γειτονικών εγκαταστάσεων του Εφεδρικού Σώματος, του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος (ΡΙΚ) και της Διευθύνσεως Αστυνομίας.
Μία ώρα μετά, και αφού έχει εκδηλωθή επίθεση εναντίον και άλλων νευραλγικών σημείων της Λευκωσίας, ο ραδιοφωνικός σταθμός της πόλεως αναγγέλλει:
«Η Εθνοφρουρά επενέβη διά να σώση την Μεγαλόνησον. Ο Μακάριος είναι ήδη νεκρός. Πάσα περαιτέρω αντίστασις είναι ματαία…».
Η ένοπλη επίθεση της Εθνοφρουράς κατά του Προεδρικού Μεγάρου και η ανατροπή του Μακαρίου ήταν η δραματική κατάληξη της μακροχρόνιας συγκρούσεως μεταξύ του στρατιωτικού καθεστώτος των Αθηνών και του Αρχιεπισκόπου, που άρχισε σχεδόν αμέσως μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας στην Ελλάδα και πέρασε, πριν φθάση στην ανοικτή ένοπλη αναμέτρηση, από πολλά στάδια. Καμμιά όμως από αυτές, όσο δραματικές κι αν ήταν, δεν μπορεί να συγκριθή σε ένταση, πάθος και οδυνηρές συνέπειες με την τελευταία πράξη του δράματος, το δεκαπενθήμερο του Ιουλίου 1974, που άρχισε με την επιστολή προς τον Έλληνα πρόεδρο Φ. Γκιζίκη και έκλεισε με την τουρκική εισβολή.
Στις 2 Ιουλίου ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος απευθύνει στον στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη επιστολή, με την οποία καταγγέλλει την ανατρεπτική δράση της οργανώσεως ΕΟΚΑ Β’, τις σχέσεις της με Έλληνες αξιωματικούς της ΕΛΔΥΚ και την εξάρτησή της από το Εθνικό Κέντρο.
«[…] Θα παρεκάλουν όπως ανακληθούν οι στελεχούντες την Εθνικήν Φρουράν αξιωματικοί εξ Ελλάδος. Η παραμονή των εις την Εθνικήν Φρουράν και η υπ’ αυτών διοίκησίς της θα είναι επιζήμιος εις τας σχέσεις Αθηνών και Λευκωσίας. Θα ήμην, εν τούτοις, ευτυχής εάν ηθέλατε να αποστείλητε εις Κύπρον περί τους εκατόν αξιωματικούς ως εκπαιδευτάς και στρατιωτικούς συμβούλους, διά να βοηθήσουν εις την αναδιοργάνωσιν και αναδιάρθρωσιν των ενόπλων δυνάμεων της Κύπρου.
»Ελπίζω εν τω μεταξύ, να εδόθησαν εντολαί εξ Αθηνών εις την “ΕΟΚΑ Β’”, όπως τερματίση την δραστηριότητά της, καίτοι, εφόσον αύτη δεν διαλύεται οριστικώς, δεν αποκλείεται νέον κύμα βίας και δολοφονιών. […]
»Δεν επιθυμώ διακοπήν της συνεργασίας μου μετά της ελληνικής κυβερνήσεως. Δέον, όμως, να ληφθή υπ’ όψιν ότι δεν είμαι διωρισμένος νομάρχης ή τοποτηρητής εν Κύπρω της ελληνικής κυβερνήσεως, αλλ’ εκλεγμένος ηγέτης μεγάλου τμήματος του Ελληνισμού, και απαιτώ ανάλογον προς εμέ συμπεριφοράν του Εθνικού Κέντρου.
»Το περιεχόμενον της παρούσης δεν είναι απόρρητον.
Μετ’ εγκαρδίων ευχών
Ο Κύπρου Μακάριος» […]
Στις 7 Ιουλίου και ενώ δεν σημειώνεται καμμιά επιφανειακή εξέλιξη, οι «Σάνταιη Τάϊμς» αναφέρουν ότι η απάντηση της ελληνικής κυβερνήσεως στην επιστολή του Αρχιεπισκόπου, είναι σαφώς αρνητική. Το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών, γράφει η εφημερίδα, δεν δέχεται ούτε να αποσύρη τους Έλληνες αξιωματικούς της ΕΛΔΥΚ ούτε να παραιτηθή του ελέγχου της Εθνικής Φρουράς.
Στις 8 Ιουλίου ο πρώην πρωθυπουργός κ. Παναγιώτης Κανελλόπουλος δηλώνει ότι ο ελληνισμός είναι αντιμέτωπος μιας κρίσεως με απρόβλεπτες και απροσμέτρητες συνέπειες από τη δραματική ρήξη που απειλεί τους ηθικούς δεσμούς μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας. Οι «Τάϊμς», που δημοσιεύουν τις δηλώσεις, συμπληρώνουν ότι ο κ. Κανελλόπουλος επιρρίπτει όλες τις ευθύνες για τις δραματικές εξελίξεις στο στρατιωτικό καθεστώς. […]
Στις 11 Ιουλίου επιδίδει τα διαπιστευτήριά του προς τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο ο νέος πρέσβυς των ΗΠΑ στη Λευκωσία κ. Ρότζερ Νταίηβις. Την ίδια μέρα το κυπριακό υπουργικό συμβούλιο συνεδριάζει σχετικά με τις τελευταίες εξελίξεις στις σχέσεις Αθηνών-Λευκωσίας.
Στις 12 Ιουλίου ενημερώνεται το ελληνικό υπουργικό συμβούλιο και συζητά σχετικά με το περιεχόμενο της επιστολής Μακαρίου. Την ίδια μέρα, εξ άλλου, αναχωρεί για την Αθήνα ο Έλλην πρέσβυς στην Λευκωσία Λαγάκος, για να ενημερώση την ελληνική κυβέρνηση σχετικά με την εσωτερική κατάσταση της νήσου. Μαζί του αναχωρεί και ο διοικητής της Εθνικής Φρουράς, στρατηγός Γ. Ντενίσης.
Στις 13 Ιουλίου πραγματοποιείται στο Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων σύσκεψη υπό την προεδρία του στρατηγού Γκιζίκη σχετικά με την εξαγγελθείσα από την κυπριακή κυβέρνηση «μείωση της δυνάμεως» της Εθνικής Φρουράς. Την ίδια μέρα η «Γκάρντιαν» αναφέρει ότι η κυπριακή αστυνομία επέδραμε σ’ ένα σπίτι στη Λευκωσία και συνέλαβε πέντε στελέχη της ΕΟΚΑ Β’. Αργότερα, και με βάση τα στοιχεία που απεκαλύφθησαν, συνελήφθησαν άλλοι επτά ύποπτοι για οργανωτική σχέση με την ΕΟΚΑ Β’.
Το πρωί της 15ης Ιουλίου η κυπριακή Εθνική Φρουρά προσφεύγει στην ένοπλη βία και ανατρέπει τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Οι πραξικοπηματίες ανακοινώνουν από τον σταθμό της Λευκωσίας ότι ο Μακάριος είναι νεκρός. Στις 2.50´ το μεσημέρια ορκίζεται νέος πρόεδρος ο Ν. Σαμψών, εκδότης της εφημερίδος «Μάχη» και στέλεχος της ΕΟΚΑ.
Στην Αθήνα τα πρωινά και μεσημβρινά δελτία ειδήσεων του ραδιοφώνου αγνοούν τις δραματικές εξελίξεις, και μόνον το απόγευμα αναγγέλλουν την ορκωμοσία του νέου προέδρου και την διακήρυξη των πραξικοπηματιών. Απογευματινά τηλεγραφήματα των ειδησεογραφικών πρακτορείων περιγράφουν ότι η Λευκωσία εξακολουθεί να βομβαρδίζεται από βαρέα άρματα μάχης, ενώ, παρ’ όλη την κυβερνητική ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία «πας αντιστεκόμενος εις την νέα τάξιν πραγμάτων θα εκτελήται επί τόπου», σε πολλές συνοικίες της πόλεως διεξάγονται σφοδρές συγκρούσεις με ένοπλους οπαδούς του «νεκρού» Αρχιεπισκόπου.
Γύρω στις 7 μ.μ. νεώτερα τηλεγραφήματα αναφέρουν ότι στη Ρόδο ακούστηκε εκπομπή του ραδιοσταθμού της Πάφου, «Φωνή της ελεύθερης Κύπρου», που ανήγγειλε ότι ο Μακάριος επέζησε του βομβαρδισμού του προεδρικού μεγάρου και απηύθυνε διάγγελμα στον Λαό της Κύπρου, καλώντας τον να αντισταθή κατά του πραξικοπήματος. Βραδινό τηλεγράφημα του «Ρώϋτερ» επιβεβαιώνει την είδηση αυτή και μεταδίδει τα λόγια του Αρχιεπισκόπου σε κάθε άκρη της γης:
Γύρω στις 7 μ.μ. νεώτερα τηλεγραφήματα αναφέρουν ότι στη Ρόδο ακούστηκε εκπομπή του ραδιοσταθμού της Πάφου, «Φωνή της ελεύθερης Κύπρου», που ανήγγειλε ότι ο Μακάριος επέζησε του βομβαρδισμού του προεδρικού μεγάρου.
«Ελληνοκύπριοι,
»Σας ομιλεί ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο νόμιμος και αιρετός Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είμαι ζωντανός. Δεν πέθανα, όπως ήθελαν οι δυνάμεις του σκότους. Γνωρίζετε την φωνήν μου. Είμαι ζωντανός. Πριν από λίγες στιγμές απηύθυνα μέσω ενός ξένου ραδιοσταθμού έκκληση στις Μεγάλες Δυνάμεις, στις φίλες χώρες και σ’ όλα τα φιλελεύθερα έθνη του κόσμου να ενισχύσουν τον αγώνα μας για την υποστήριξη των δημοκρατικών δικαιωμάτων μας για να μην υποκύψουμε στο δικτατορικό καθεστώς της Ελλάδος. Τώρα απευθύνομαι σε σας για να σας πληροφορήσω ότι ίσταμαι παρά το πλευρόν σας στις επάλξεις του κοινού αγώνος, στις επάλξεις της αντιστάσεώς μας εναντίον των φασιστικών δυνάμεων, εναντίον της δικτατορίας που προσπαθούν να σας επιβάλουν αυτοί, τους οποίους σατανική τύχη ώρισε να διοικούν την Εθνική Φρουρά και εκπροσωπούν την ελληνική χούντα.
»Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σας στερήση τα δημοκρατικά σας δικαιώματα. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σας επιβάλη έναν πρόεδρο που δεν εκλέξατε με την ψήφο σας και που δεν απολαμβάνει της εμπιστοσύνης σας.
»Περιφρονήστε και αρνηθήτε να συνεργασθήτε με αυτούς, τους οποίους η ελληνική χούντα θέλει να σας επιβάλη ως προέδρους και κυβερνήσεις. Προτρέπω ιδιαίτερα τους δημοσίους υπαλλήλους να αρνηθούν την συνεργασία με οποιονδήποτε από αυτούς, οι οποίοι έγιναν τα όργανα της δικτατορίας και να μη καταδεχθούν από αυτούς θέσεις και τίτλους. Προσκαλώ όλον τον κυπριακό ελληνισμό να συνεχίση με κάθε τρόπο την αντίστασιν κατά της δικτατορίας. Προσκαλώ τον υπερήφανο γενναίο ελληνοκυπριακό λαό να αρθή στο ύψος των περιστάσεων να δικαιώση τις δημοκρατικές του παραδόσεις και την ιστορία του.
»Ελληνοκύπριοι, οι οφθαλμοί όλου του κόσμου είναι σήμερα στραμμένοι σε σας, και οι διεθνείς προβολείς ρίπτουν αυτή τη στιγμή το φως τους στην σκηνή του κυπριακού δράματος. Η οικουμένη σάς προτρέπει. Δείξτε ότι μπορείτε να αντιστέκεσθε, να πολεμάτε και να θυσιάζεσθε για την ελευθερία σας. Πολεμήστε για την Ελευθερία, για την Νίκη και ο Θεός θα είναι μαζί μας!».
Στις 16 Ιουλίου ορκίζεται στην Λευκωσία η υπό τον Σαμψών νέα «κυβέρνηση», που δηλώνει ότι η κατάσταση «ελέγχεται πλήρως». Παρ’ όλ’ αυτά εξακολουθεί να ισχύη η απαγόρευση της κυκλοφορίας και να παραμένη κλειστό το αεροδρόμιο.
Στην Αθήνα ο υπουργός Εξωτερικών Κυπραίος, που αντικατέστησε τον παραιτηθέντα Σ. Τετενέ, δηλώνει: «Οι πρόσφατες εξελίξεις στην Κύπρο αποτελούν εσωτερική υπόθεση ανεξαρτήτου κράτους».
Στην Άγκυρα ο πρωθυπουργός κ. Ετζεβίτ δηλώνει το πρωί ότι η κυβέρνησή του θα αποφασίση εντός των προσεχών 24 ωρών, εάν θα εφαρμόση το άρθρο 4 της συμφωνίας εγγυήσεως της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και θα καλέση την τρίτη εγγυήτρια δύναμη (Μ. Βρεταννία) να στείλουν στρατό και αεροπορία στην Κύπρο, κατά της στρατιωτικής χούντας της Λευκωσίας. Ο διπλωματικός ανταποκριτής της «Γκάρντιαν» στην Άγκυρα συμπληρώνει ότι εάν η τουρκική κυβέρνηση προχωρήση στην ενέργεια αυτή, τότε η Μ. Βρεταννία είναι υποχρεωμένη να εφαρμόση την Συμφωνία Εγγυήσεως.
Στη Ν. Υόρκη συνέρχεται εκτάκτως και συνεδριάζει επί 80 λεπτά το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και, ελλείψει συγκεκριμένων στοιχείων, διακόπτει επ’ αόριστον την συζήτηση της καταστάσεως στην Κύπρο. Στις Βρυξέλλες το Συμβούλιο του ΝΑΤΟ τίθεται σε διαρκή επιφυλακή για την συνεχή παρακολούθηση των εξελίξεων.
Στο Λονδίνο ο υπουργός εξωτερικών κ. Κάλλαχαν συνεργάζεται με τον πρωθυπουργό κ. Ουίλσον και δηλώνει ότι η Μ. Βρεταννία δεν πρόκειται να αναγνωρίση το νέο καθεστώς. Επίσημη ανακοίνωση του Φόρεϊν Όφφις αναγγέλλει ότι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος είναι ζωντανός και πρόκειται να μεταβή από την Πάφο στην βρεταννική βάση του Ακρωτηρίου για να αναχωρήση για τη Μ. Βρεταννία. Πληροφορίες των «Τάϊμς» αναφέρουν ότι η βρεταννική αεροπορία (ΡΑΦ) βρίσκεται σε επιφυλακή, και οι 8.000 άνδρες στη βάση του Ακρωτηρίου διετάχθησαν να επέμβουν μόνο σε περίπτωση επιθέσεως κατά της Βάσεως. Με βραδινές του δηλώσεις ο υπουργός κ. Κάλλαχαν χαρακτηρίζει το πραξικόπημα σαν «εσκεμμένη επιθετική πράξη της Ελλάδος κατά της ανεξαρτησίας της Κύπρου και της δημοκρατικής της κυβερνήσεως».
Στις 17 Ιουλίου η «Γκάρντιαν» γράφει ότι ο νέος πρόεδρος Ν. Σαμψών υπήρξε «εκτελεστής» της παρανόμου φασιστικής οργανώσεως ΕΟΚΑ Β’ και έχει κατηγορηθή για ανάμιξη σε πολιτικές δολοφονίες αντιπάλων του Μακαρίου. Η ίδια εφημερίδα δημοσίευε νέες δηλώσεις του κ. Ετζεβίτ, σύμφωνα με τις οποίες «η τουρκική κυβέρνηση δεν θα επιτρέψη σε κανένα να εκμεταλλευτή την σύγχυση που επικρατεί στην Κύπρο και να προσβάλη τα τουρκικά συμφέροντα». Εξ άλλου σχετικά με το πραξικόπημα, ο κ. Ετζεβίτ λέει: «Δεν πιστεύουμε ότι τα προβλήματα αυτού του κόσμου μπορούν να λυθούν με δολοφονίες, δεν πιστεύουμε ότι μπορεί να θεσπιστεί δίκαιο με πραξικοπήματα ή με την χρήση της ωμής βίας».(!)
Η εφημερίδα «Τέλεγκραφ» αναφέρει ότι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αναγκάσθηκε να εγκαταλείψη την Πάφο χθες μετά από βομβαρδισμό της πόλεως από αντιτορπιλικό των πραξικοπηματιών. Πρωϊνό τηλεγράφημα από την Μάλτα μεταδίδει ότι ο Αρχιεπίσκοπος έφθασε χθες το βράδυ με αεροπλάνο της ΡΑΦ στη Βαλέτα. Ο πρόεδρος Μακάριος θα παρέμενε την νύχτα στην Μάλτα και το πρωΐ θα αναχωρούσε για το Λονδίνο απ’ όπου σκοπεύει αργότερα να μεταβή στη Ν. Υόρκη για να παραστή στην προσεχή συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. […]
Στις 18 Ιουλίου οι «Τάϊμς» αναφέρουν ότι δύο αεροσκάφη της Ολυμπιακής Αεροπορίας μετέφεραν το τελευταίο διήμερο από την Αθήνα στη Λευκωσία περί τους τριακόσιους άνδρες με πολιτικά. Η ίδια εφημερίδα συμπληρώνει ότι τα αεροσκάφη επέστρεψαν στην Αθήνα μεταφέροντας πτώματα Ελλήνων αξιωματικών, που εφονεύθησαν στις μάχες που ακολούθησαν το πραξικόπημα. […]
Στις 19 Ιουλίου ο απεσταλμένος του δρος Κίσσινγκερ, κ. Σίσκο, φθάνει στην Αθήνα από το Λονδίνο και έχει 7ωρες συνομιλίες με τους Ανδρουτσόπουλο, Κυπραίο, Μπονάνο και άλλους παράγοντες του ελληνικού καθεστώτος.
Στην Ουάσιγκτον ο υπουργός Εξωτερικών λύνει τη σιωπή του και δηλώνει ότι η κυβέρνηση του κ. Νίξον δεν έχει σκοπό να υποστηρίξη τον ανατραπέντα πρόεδρο και ότι θα αναγνωρίση το νέο καθεστώς. Κυβερνητικοί κύκλοι, εξ άλλου, γράφουν οι «Τάϊμς» της Νέας Υόρκης, χαρακτήριζαν χθες τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, σαν «Φιντέλ Κάστρο της Μεσογείου» και σημείωσαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ευρίσκονται ιδεολογικώς πιο κοντά προς τον νέο πρόεδρο Ν. Σαμψών.
Στις 7.40 το βράδυ ο κ. Σίσκο τελειώνει τις συνομιλίες του στην Αθήνα και αναχωρεί αμέσως για την Άγκυρα. Στο μεταξύ έχει ήδη επιστρέψει στην τουρκική πρωτεύουσα από το Λονδίνο ο κ. Ετζεβίτ και παρίσταται στην έκτακτη συνεδρίαση της Εθνοσυνελεύσεως, που ανεβλήθη για σήμερα και που εξουσιοδοτεί τον Τούρκο πρωθυπουργό να χειρισθή το θέμα εν λευκώ. Βραδινά τηλεγραφήματα αναφέρουν από το λιμάνι της Μερσίνης της νοτίου Τουρκίας ότι τουρκικά αποβατικά σκάφη έχουν ανοιχθή στο πέλαγος και θα ευρίσκονται ήδη σε απόσταση 50 μιλίων από τις ακτές της Κύπρου.
Άλλα τηλεγραφήματα αναφέρουν ότι η τουρκική κυβέρνηση αρνήθηκε να συζητήση απ’ ευθείας με το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών μετά από σχετική βολιδοσκόπηση του Βρεταννού υπουργού Εξωτερικών. Εγνώσθη, εξ άλλου, ότι αντικειμενικός σκοπός του ταξιδίου του κ. Σίσκο είναι να αποτρέψη το ενδεχόμενο ενόπλου ελληνοτουρκικής συγκρούσεως στο Αιγαίο.
Στις 5.35 το πρωΐ της 20ής Ιουλίου 1974 ο τουρκικός στόλος επιτίθεται στο λιμάνι της Κυρήνειας, με παράλληλη κάλυψη αεροπορικής δυνάμεως, και αρχίζει την αποβίβαση στο Κυπριακό έδαφος βαρέων αρμάτων μάχης και πεζοναυτών. Ο Τούρκος πρωθυπουργός κ. Ετζεβίτ ανακοίνωσε ότι τα τουρκικά στρατεύματα θα απελευθερώσουν την Κύπρο από τους δυνάστες της. Το σχέδιο «Αττίλας Ι» έχη τεθή σε εφαρμογή και η κυπριακή τραγωδία φθάνει στο αποκορύφωμά της.
Η Καθημερινή, 13 Ιουλίου 1975