Νικόλαος Πλαστήρας – Από την εκστρατεία στην Ουκρανία, στα Δεκεμβριανά

Νικόλαος Πλαστήρας – Από την εκστρατεία στην Ουκρανία, στα Δεκεμβριανά

«Όποιος βλέπει να καταστρέφεται η πατρίδα και μένει αδρανής, είναι σαν να την καταστρέφει ο ίδιος»

νικόλαος-πλαστήρας-από-την-εκστρατε-562820413

Ο Νικόλαος Πλαστήρας (1883-1953) γεννήθηκε στο Βουνέσι (σημερινό Μορφοβούνι) Καρδίτσας στις 4 Νοεμβρίου 1883, προερχόμενος από φτωχή οικογένεια (ο πατέρας του ήταν ράφτης και η μητέρα του υφάντρα). Εισήλθε στον ελληνικό στρατό ως εθελοντής το 1903 και το 1907 έλαβε μέρος ως δεκανέας στον Μακεδονικό Αγώνα, στις συγκρούσεις γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών. Το 1908 απέτυχε στις εξετάσεις της Σχολής Υπαξιωματικών της Κέρκυρας, ερχόμενος πρώτος επιλαχών. Έλαβε μέρος ως υπαξιωματικός στην Επανάσταση στου Γουδή το 1909, συνδεόμενος από τότε οριστικά με την παράταξη του Ελευθέριου Βενιζέλου. Στη συνέχεια ο Πλαστήρας κατάφερε με δεύτερη προσπάθεια να εισέλθει στη Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας και, λαμβάνοντας πλέον τον βαθμό του ανθυπολοχαγού, διακρίθηκε για τη γενναιότητά του στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους, λαμβάνοντας διακρίσεις και προαγωγές, φτάνοντας στον βαθμό του λοχαγού το 1914. Τότε έλαβε και το προσωνύμιο «Μαύρος Καβαλάρης», επειδή συνήθως την ώρα της μάχης ήταν έφιππος, μια ασυνήθιστη και ριψοκίνδυνη τακτική για αξιωματικό, ενώ είχε ιδιαίτερα σκούρα επιδερμίδα. Στον Εθνικό ∆ιχασμό ακολούθησε από την πρώτη στιγμή τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο Κίνημα Εθνικής Αμύνης το 1916, συμμετέχοντας ενεργά στις συνωμοσίες που έγιναν για την οργάνωσή του, ενώ ήταν ο υποδιοικητής της βενιζελικής μονάδας που επιτέθηκε στη βασιλική φρουρά της Κατερίνης στις 21 Οκτωβρίου 1916, στη μοναδική εμφύλια μάχη του Εθνικού ∆ιχασμού. ∆ιακρίθηκε στη Μάχη του Σκρα στο Μακεδονικό Μέτωπο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και το 1918 προήχθη σε αντισυνταγματάρχη επ’ ανδραγαθία. Μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, ο Πλαστήρας ανέλαβε τη διοίκηση του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων, συμμετέχοντας στην εκστρατεία της Ουκρανίας τον Φεβρουάριο του 1919.

Το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων στην Ουκρανία

Τρεις εβδομάδες συνεχούς αντοχής των ελληνικών Όπλων.

Η οριστική λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου σφραγίστηκε με την υπογραφή ανακωχής και από τη Γερμανία στις 29 Οκτωβρίου 1918, μετά την οριστική στρατιωτική της κατάρρευση στο ∆υτικό Μέτωπο. Στη Ρωσία η κατάσταση είχε εξελιχθεί σε εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των Μπολσεβίκων, που είχαν επικρατήσει στη Ρωσία, και των Λευκών, που είχαν εξεγερθεί στις περιοχές της Ουκρανίας. Οι Σύμμαχοι αποφάσισαν να ενισχύσουν στρατιωτικά τους Λευκούς, καθώς οι Μπολσεβίκοι δεν αναγνώριζαν τα χρέη του τσαρικού κράτους προς αυτούς και έτσι θίγονταν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Στην εκστρατεία αυτή συμμετείχε και η Ελλάδα, καθώς ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήθελε να αποκτήσει διπλωματικά ερείσματα έναντι των Συμμάχων και ιδιαίτερα της Γαλλίας, για μια θετική τελική διευθέτηση του εδαφικού καθεστώτος στην Ανατολή για τα ελληνικά συμφέροντα. Η ελληνική στρατιωτική συμμετοχή απετελείτο από το Α΄ Σώμα Στρατού, από το οποίο μεταφέρθηκαν 23.600 άνδρες υπό τη συνολική ηγεσία του υποστράτηγου Κωνσταντίνου Νίδερ και θεωρητικά θα ήταν επικουρική των υπόλοιπων συμμαχικών δυνάμεων. 

Νικόλαος Πλαστήρας – Από την εκστρατεία στην Ουκρανία, στα Δεκεμβριανά-1
Ο Νικόλαος Πλαστήρας με την εθελόντρια νοσοκόμα Άννα Μελά-Παπαδοπούλου, γνωστή με το προσωνύμιο «Μάνα του Στρατιώτου», στη μεραρχία Κονδύλη το 1923 (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Βάσει μιας απρόσμενης απόφασης του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ), η συμμετοχή για τους αξιωματικούς στην εκστρατεία ήταν εθελοντική. Έτσι δήλωσαν συμμετοχή κυρίως μεσαίοι βενιζελικοί αξιωματικοί της Εθνικής Αμύνης (π.χ. Αλέξανδρος Οθωναίος, Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, Γεώργιος Κονδύλης και Στέφανος Σαράφης) και ανάμεσά τους ο αντισυνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας.

Η ανάληψη των καθηκόντων του αποτέλεσε μια ιδιαίτερα δυσάρεστη έκπληξη για τον Πλαστήρα, καθώς οι στρατιώτες του 5/42 προέρχονταν από την Παλαιά Ελλάδα, δεν είχαν πολεμήσει σχεδόν καθόλου στο Μακεδονικό Μέτωπο, ήταν απείθαρχοι προκαλώντας συνεχώς επεισόδια, ενώ σχεδόν όλοι ήταν αντιβενιζελικοί και οπαδοί του βασιλιά Κωνσταντίνου.

Ο Πλαστήρας προσπάθησε να τους εξυψώσει το ηθικό με πατριωτικούς λόγους, που δεν έφεραν όμως κανένα αποτέλεσμα, αντίθετα οι υποτιμητικές αναφορές του στον Κωνσταντίνο δημιούργησαν αρνητικές εντυπώσεις στους στρατιώτες, ενώ κάποιοι από αυτούς είπαν ιδιαιτέρως στην ομήγυρη ότι «η πρώτη σφαίρα τους στη μάχη θα ήταν για τον νέο διοικητή».

Όταν το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων αποβιβάστηκε στην Οδησσό, στις 4 Μαρτίου 1919, παρέμεινε μόλις δύο μέρες χωρίς να εμπλακεί στο μέτωπο. Στις 6 Μαρτίου 1919, το μέτωπο της Μπερεζόβκας ανατράπηκε από τις ισχυρές και καλά προετοιμασμένες επιθέσεις των Ερυθρών, που είχαν τριπλάσιες δυνάμεις, ενώ οι γαλλικές και ελληνικές μονάδες του τομέα υποχώρησαν άτακτα προς τον Νότο, αφήνοντας επιτόπου όλο το στρατιωτικό τους υλικό αλλά και τους τραυματίες τους, τους οποίους οι Ερυθροί έσφαξαν ανηλεώς.

Οι υποτιμητικές αναφορές του Πλαστήρα στον Κωνσταντίνο δημιούργησαν αρνητικές εντυπώσεις στους στρατιώτες, ενώ κάποιοι από αυτούς είπαν ιδιαιτέρως στην ομήγυρη ότι «η πρώτη σφαίρα τους στη μάχη θα ήταν για τον νέο διοικητή»

Επικράτησε χάος σε όλο τον συμμαχικό τομέα, καθώς το γαλλικό στρατηγείο δεν γνώριζε ούτε προς ποια κατεύθυνση υποχωρούσαν οι μονάδες. Έτσι στάλθηκε επειγόντως το 3ο Σύνταγμα υπό τον αντισυνταγματάρχη Γεώργιο Κονδύλη σιδηροδρομικώς προς Βορρά, ώστε να συνδεθεί με τους υποχωρούντες και να αναχαιτίσει τους επελαύνοντες Ερυθρούς, κάτι που κατάφερε χάρη στην επιδεξιότητα του αρχηγού του στο χωριό Σέρμπκα, 90 χιλιόμετρα βόρεια της Οδησσού. Σύντομα, όμως, το σύνταγμα του Κονδύλη κυκλώθηκε από υπέρτερες δυνάμεις των Ερυθρών και στάλθηκε το 5/42 Συντάγμα Ευζώνων υπό τον Πλαστήρα προς ενίσχυσή του. 

Τα δύο συντάγματα μετά από μάχες στον τομέα τους κατάφεραν να σταθεροποιήσουν το μέτωπο, υπαγόμενα υπό τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Μανέτα, ο οποίος βρισκόταν στα μετόπισθέν τους και τους συντόνιζε με το γαλλικό στρατηγείο. Οι συνθήκες όμως για τους στρατιώτες ήταν απάνθρωπες, καθώς τη νύχτα η θερμοκρασία έπεφτε στους -20 βαθμούς Κελσίου, το λίπος στα οπλοπολυβόλα είχε παγώσει και αυτά δεν λειτουργούσαν, οι στρατιώτες δεν μπορούσαν ούτε να πυροβολήσουν, καθώς είχαν παγώσει τα δάχτυλά τους, όπως και το νερό στα παγούρια τους. Στις 17 Μαρτίου δέχθηκαν νυχτερινή αιφνιδιαστική επίθεση στο αριστερό της παρατάξεώς τους, ένα τάγμα στον τομέα διασκορπίστηκε και ένας λόχος του Πλαστήρα που κυκλώθηκε κατάφερε να διασπάσει τον εχθρικό κλοιό, αφήνοντας όμως τους 90 τραυματίες του αιχμαλώτους.

Νικόλαος Πλαστήρας – Από την εκστρατεία στην Ουκρανία, στα Δεκεμβριανά-2
Αναμνηστική φωτογραφία στρατιωτών του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος που έφτασε στην Οδησσό τον Φεβρουάριο του 1919 (Συλλογή Μιχάλη Τσάγκαρη).

Ο Πλαστήρας άκουσε τους πυροβολισμούς, διότι η σκηνή του ήταν κοντά στην τοποθεσία και έφιππος κάλπασε προς την περιοχή. Βρήκε τον υποχωρούντα λόχο και κατάφερε με θερμούς λόγους να τον οδηγήσει σε επιτυχή αντεπίθεση, που ανακατέλαβε τις χαμένες θέσεις, όπου όμως βρήκαν και τους 90 τραυματίες εκτελεσμένους από τους Ερυθρούς.

Την ίδια ημέρα, όμως, το Γαλλικό Μέτωπο αριστερά των ελληνικών μονάδων είχε εκ νέου καταρρεύσει και ο Πλαστήρας δέχθηκε εντολή να υποχωρήσει τη νύχτα 20 χιλιόμετρα νοτιότερα, στον σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού Μπουγιαλίκ. Η πορεία έγινε υπό αφόρητο κρύο και κάποιοι λόχοι έχασαν τον προσανατολισμό τους κάνοντας κύκλους κοντά στο σημείο εκκίνησης, μέχρι που έφεξε και κατάφεραν να αντιληφθούν πού βρίσκονταν. Το βράδυ της ίδιας ημέρας, ο Πλαστήρας έλαβε νέα διαταγή από το γαλλικό στρατηγείο για υποχώρηση 20 χιλιόμετρα νοτιότερα, στην περιοχή του χωριού Αργυροσκάγια, αλλά στη νέα αυτή πορεία μέσα στη γενική αταξία δεν βρέθηκαν οι αποσκευές των αξιωματικών και ο Πλαστήρας κοιμήθηκε σε ένα αντίσκηνο. Έτσι, τη νύχτα ξύπνησε εντελώς βρεγμένος από τη μέση και κάτω, ενώ έτρεμε από το κρύο και χτυπούσαν δυνατά τα δόντια του. Την επομένη, τα ελληνικά τμήματα προσπάθησαν να οργανώσουν μια στοιχειώδη άμυνα στον τομέα τους, μήκους 3-4 χιλιομέτρων, σκάβοντας μικρά ορύγματα, ενώ στα αριστερά τους βρισκόταν ο σιδηροδρομικός σταθμός και στα δεξιά τους μονάδες των Γάλλων και των Λευκών.

Στις 23 Μαρτίου, από τα ξημερώματα ξεκίνησε θυελλώδης επίθεση των Ερυθρών σε όλο το Συμμαχικό Μέτωπο, με τεθωρακισμένα αυτοκίνητα αλλά και με πυρά από βαρύ πυροβολικό που βρισκόταν σε βαγόνια τρένου. Ο ελληνικός τομέας άντεξε, αλλά στα δεξιά του οι Γάλλοι και οι Λευκοί κατέρρευσαν και τράπηκαν σε φυγή προς τον Νότο. Τα δύο ελληνικά συντάγματα βρέθηκαν σχεδόν κυκλωμένα, ενώ και το Σύνταγμα Κονδύλη διαλύθηκε μερικώς, υποχωρώντας άτακτα προς τα πίσω.

Ο Πλαστήρας έφιππος είδε μονάδες των Ερυθρών να προχωρούν στα δεξιά του σχεδόν σε παρέλαση, αφού δεν είχαν αντίπαλο, το ελληνικό Πυροβολικό κινδύνευε να πέσει σε αιχμαλωσία, ενώ ο εχθρός βρισκόταν 500 μέτρα από τον ελληνικό σταθμό διοίκησης.

Η κατάσταση ήταν πλέον κρίσιμη, αλλά ο Πλαστήρας σκέφτηκε ότι, αν διέτασσε υποχώρηση, το πιθανότερο ήταν ότι θα τους κατέκοπτε το τρομερό Ιππικό των Ερυθρών. Έφιππος έδωσε διαταγή στον λόχο του στα δεξιά να κρατήσει άμυνα μέχρις εσχάτων, κάλπασε γρήγορα προς τα πίσω ορίζοντας θέσεις για το Πυροβολικό, αλλά το άλογό του δεν άντεξε και κατέρρευσε. Με άλογο που του έδωσαν από την Πυροβολαρχία κάλπασε προς τον λόχο εφεδρείας και μετά από κάποια λόγια παραίνεσης, τον οδήγησε σε μια αντεπίθεση απελπισίας στο δεξί άκρο που κατέρρεε, επίθεση όμως που αιφνιδίασε τους Ερυθρούς και ανέστειλε την προέλασή τους.

Ο Πλαστήρας συνέχισε έφιππος να τρέχει πίσω από τις γραμμές των λόχων του και να τους ωθεί προς τα εμπρός με φωνές και πατριωτικές παραινέσεις, ενώ στα δεξιά του εμφανίστηκε και ο Κονδύλης, που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει 100 στρατιώτες από το σύνταγμά του και ερχόταν προς ενίσχυση. Η κατάσταση ισορρόπησε, αλλά ο Μανέτας τούς ειδοποίησε ότι οι Ερυθροί κινούνταν να καταλάβουν τον σιδηροδρομικό σταθμό στα μετόπισθέν τους, κάτι που αν γινόταν δεν υπήρχε οδός οπισθοχώρησης και τα δύο συντάγματα θα αιχμαλωτίζονταν με τα γνωστά επακόλουθα.

Ο Πλαστήρας έφιππος οδήγησε δύο λόχους τροχάδην 6 χιλιόμετρα πίσω, προλαβαίνοντας οριακά να εξασφαλίσει την ομαλή οπισθοχώρηση των Ελλήνων, που άρχισε αμέσως. Η διλοχία πολέμησε όλη τη νύχτα με γενναιότητα, προφυλάσσοντας την οπισθοχώρηση των υπόλοιπων μονάδων, έχοντας όμως σοβαρές απώλειες (10 νεκρούς και 40 τραυματίες). Οι δύο λόχοι κατάφεραν να απαγκιστρωθούν από την τοποθεσία αλληλοϋποστηριζόμενοι, ενώ ο Πλαστήρας, επιβλέποντας την αποχώρησή τους, χάθηκε μέσα στο σκοτάδι, τρομοκρατήθηκε από την παγερή απομόνωση της ουκρανικής στέπας, αλλά κατάφερε να βρει τον προσανατολισμό του χάρη στις λάμψεις των πυροβολισμών. 

Το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, μετά από πολύωρη νυχτερινή πεζοπορία μέσα στο τσουχτερό κρύο, έφτασε έξω από την Οδησσό, όπου οι στρατιώτες κυριολεκτικά κατέρρευσαν ευρισκόμενοι 15 μέρες σε συνεχείς πορείες και μάχες. Στην πορεία αυτή ο Πλαστήρας είχε βάλει δύο στρατιώτες από τη διλοχία δεξιά και αριστερά από το άλογό του για να τον κρατούν μην πέσει. Όλοι έστησαν αντίσκηνα και παραδόθηκαν στον ύπνο παρά τη βροχή που έπεφτε καταρρακτωδώς, ενώ και ο Πλαστήρας ήταν κατάκοπος, καθώς ήταν έφιππος επί 18 ώρες χωρίς παύση. Πήγε σε ένα σχολείο και ξάπλωσε σε κρεβάτι, αλλά ήρθε διαταγή από το γαλλικό στρατηγείο να μετακινηθεί αμέσως η μονάδα του δυτικώς της Οδησσού, καθώς η πόλη θα καταλαμβανόταν από τους Ερυθρούς το ίδιο βράδυ. Και όντως, οι Ερυθροί με τον στρατηγό Αταμάνο Γκρικόριεφ μπήκαν στην Οδησσό το βράδυ της 24ης Μαρτίου 1919 και η πόλη κάηκε στην κυριολεξία από τους πανηγυρισμούς, τους πυροβολισμούς στον αέρα και τα πυροτεχνήματα. 

Ο Πλαστήρας απελπίστηκε, αλλά έδωσε διαταγή να ετοιμαστεί το σύνταγμα, χωρίς αποτέλεσμα όμως, καθώς κανείς στρατιώτης δεν έβγαινε από το αντίσκηνό του. Πήγε ο ίδιος και έριχνε τα αντίσκηνα φωνάζοντας και χειρονομώντας, αλλά κάποιοι στρατιώτες τού είπαν ευθαρσώς ότι προτιμούσαν να τους αιχμαλωτίσουν οι Ερυθροί και να τους εκτελέσουν, παρά να συνεχίσουν. ∆εν άντεχαν άλλο. Μετά από ώρες αντιρρήσεων και εντάσεων, το σύνταγμα ετοιμάστηκε και μετά από πολύωρη πορεία και νέες ταλαιπωρίες έφτασαν στο σημείο που είχε οριστεί στις 10 το πρωί, ενώ ήταν εξασφαλισμένοι, καθώς είχαν ως προκάλυψη το 1ο Σύνταγμα Πεζικού. 

Νικόλαος Πλαστήρας – Από την εκστρατεία στην Ουκρανία, στα Δεκεμβριανά-3
Ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας το 1922 (Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα).

Ο Πλαστήρας βρήκε κρεβάτι και ξάπλωσε, αλλά τέσσερις ώρες μετά οι δυνάμεις προκάλυψης διαλύθηκαν από αιφνιδιαστικά πυρά πυροβολικού από τρένο, δόθηκε συναγερμός και το σύνταγμα βρέθηκε αμέσως σε θέση μάχης. Οι υπασπιστές του έτρεξαν να τον ξυπνήσουν, αλλά, παρά τις φωνές και τα σκουντήματα δεν το κατάφεραν, καθώς ο ίδιος σε βαθύ ύπνο ψέλλιζε «ανασύνταξις, αντεπίθεσις»! Η επίθεση των Ερυθρών αποκρούστηκε και την επόμενη μέρα το πρωί, το σύνταγμα ετοιμάστηκε για την τελευταία του πορεία προς τα ρουμανικά σύνορα. Καθώς αδυνατούσαν να τον ξυπνήσουν, οι υπασπιστές του έριξαν στον Πλαστήρα έναν κουβά παγωμένο νερό. Το σύνταγμα των Ευζώνων ξεκίνησε την πορεία του κατά τη δύση του ηλίου, αλλά πάλι χάθηκαν κάνοντας κύκλους στην ίδια περιοχή. Ο Πλαστήρας απογοητεύτηκε και στη μία τη νύχτα διέταξε καταυλισμό μέχρι να φέξει. Το πρωί κατάλαβαν ότι μετά από πορεία 4 ωρών είχαν βρεθεί χίλια μέτρα μακριά από το σημείο εκκίνησης!

Μετά από δύο ημέρες πορεία χωρίς άλλες συγκινήσεις, οι δύο ελληνικές μονάδες βρέθηκαν σε ρουμανικό έδαφος, εντελώς ασφαλείς πλέον. Με τη στάση του στη διάρκεια των τριών αυτών εβδομάδων ο Πλαστήρας κέρδισε τον σεβασμό των στρατιωτών της μονάδας του, οι οποίοι τον επευφημούσαν όπου τον έβλεπαν, δίνοντάς του μεγάλη ικανοποίηση. Τα ελληνικά τμήματα αποχώρησαν από την περιοχή με υψηλό ηθικό, καθώς είχαν αντέξει στην πίεση των Ερυθρών και είχαν σώσει την τιμή των όπλων τους. Ο δρόμος που οδηγούσε στη Σμύρνη μέσω Ουκρανίας ήταν πλέον ανοιχτός.

H Επανάσταση του 1922

Το κίνημα που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Τα ξημερώματα της 13ης Αυγούστου 1922, ο Μουσταφά Κεμάλ εκδήλωσε την επίθεσή του στην ευάλωτη δεξιά εξέχουσα πτέρυγα της ελληνικής άμυνας στο Αφιόν Καραχισάρ. Η αρχική υποχώρηση του ελληνικού στρατού μεταβλήθηκε σε άτακτη φυγή προς τις ακτές και μέσα σε λίγα δραματικά εικοσιτετράωρα συντελέστηκε η ολοκληρωτική συντριβή του. Η καταστροφή του μικρασιατικού ελληνισμού σφραγίστηκε με την πυρπόληση της Σμύρνης από τους Τούρκους στις 27 Αυγούστου 1922, τη σφαγή Μικρασιατών Ελλήνων και τη συστηματική λεηλασία των οικιών και των περιουσιών τους. 

Στις 3 Σεπτεμβρίου, τα τελευταία ελληνικά στρατιωτικά τμήματα εγκατέλειψαν τη μικρασιατική γη από τον όρμο του Τσεσμέ. Ανάμεσα σε αυτά τα τμήματα ήταν και τα υπολείμματα του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων με διοικητή τον συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα, που επιβιβάστηκαν στο ατμόπλοιο «Τήνος» με προορισμό τη Σάμο. Η αντιβενιζελική στρατιωτική ηγεσία γνώριζε τις στασιαστικές διαθέσεις του Πλαστήρα κι έτσι ο διοικητής της ελληνικής στρατιάς, αντιστράτηγος Γεώργιος Πολυμενάκος, διέταξε ο ατμοδρόμων «Αλφειός» να συνοδεύσει το ατμόπλοιο «Τήνος» στη Σάμο, καθώς εκεί ο Πλαστήρας δεν θα είχε την ευκαιρία να υλοποιήσει τους σχεδιασμούς του. Ο Πλαστήρας, όμως, εξανάγκασε τον πλοίαρχο του «Τήνος» να αναπτύξει ταχύτητα με προορισμό τη Χίο, αιφνιδιάζοντας τον πλοίαρχο του ατμοδρόμονα «Αλφειός», που δεν πρόλαβε παρά μόνο να ρίξει δύο άστοχες προειδοποιητικές βολές.

Με την αποβίβασή του στη Χίο, ο Πλαστήρας δεν έμεινε αδρανής, αλλά προέβη σε συνεχείς συνεννοήσεις με άλλους ανώτερους αξιωματικούς για την προετοιμασία στρατιωτικού κινήματος, αλλά κυρίως με αξιωματικούς του Στόλου, που του ήταν απαραίτητοι για να μεταφέρουν τα στρατεύματα των στασιαστών στην Αθήνα.

Έτσι, από τους πρώτους που μυήθηκαν ήταν ο συνταγματάρχης Παναγιώτης Γαρδίκας, ο αντισυνταγματάρχης Μιλτιάδης Κοιμήσης, οι ταγματάρχες Ευριπίδης Μπακιρτζής, Κωνσταντίνος Βεντήρης, Ηλίας ∆ιαμέσης και Νικόλαος Βαμβακόπουλος, οι αντιπλοίαρχοι Ιωάννης Πετροπουλάκης και ∆ημήτριος Φωκάς, ο λιμενάρχης Χίου Σκουφόπουλος και οι υποπλοίαρχοι Βιτάλης και Ζήσιμος.

Η συνωμοσία που εξυφάνθηκε στη Χίο σχεδόν ακαριαία, δεν ήταν αυθόρμητη, καθώς, ήδη μετά την αποτυχία της εκστρατείας του Σαγγαρίου, ο Πλαστήρας και πολλοί άλλοι βενιζελικοί αξιωματικοί είχαν κάνει σχετικές συνεννοήσεις με βενιζελικούς παράγοντες στην Αθήνα. Ο σύνδεσμος που μετέφερε μηνύματα και υποβοηθούσε τις συνεννοήσεις με την Αθήνα ήταν ο πολεμικός ανταποκριτής του Ελευθέρου Βήματος Κώστας Καραμούζης (Αθάνατος). Σύμφωνα άλλωστε και με τον Άγγλο πρεσβευτή Lindley, ήταν ξεκάθαρο ότι η συνωμοσία είχε εξυφανθεί από αξιωματικούς του Στρατού της Μικράς Ασίας αρκετούς μήνες πριν από την κατάρρευση του μετώπου. Στο πλαίσιο αυτό, την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου, σχεδόν όλες οι βενιζελικές εφημερίδες είχαν πρωτοσέλιδα για τον Πλαστήρα και τη γενναιότητα που είχε επιδείξει κατά την άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού προς τις ακτές, ενώ το Ελεύθερο Βήμα έγραφε στο πρωτοσέλιδό του στις 11 Σεπτεμβρίου: «Τι είνε λοιπόν ο Πλαστήρας: Για την Ελλάδα είνε ό,τι υγιές έμεινε μέσα εις την σαπίλαν την γενικήν». 

Νικόλαος Πλαστήρας – Από την εκστρατεία στην Ουκρανία, στα Δεκεμβριανά-4
Οι Ν. Πλαστήρας (μέσον), Στ. Γονατάς και Αχ. Πρωτοσύγκελος έφιπποι κατά την είσοδο της Επαναστατικής Επιτροπής στην Αθήνα, στις 15 Σεπτεμβρίου 1922 (Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα)

Αλλά και στη Λέσβο αναπτύχθηκε έντονη συνωμοτική δραστηριότητα, με κύριους συντελεστές της τους βενιζελικούς ταγματάρχες Βύρωνα Καραπαναγιώτη, Λεωνίδα Σπαή, Στέφανο Σαράφη και Εμμανουήλ Μάντακα. Στις 10 Σεπτεμβρίου, ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς ανέλαβε την ηγεσία των κινηματιών και, ως μετριοπαθής φιλοβασιλικός, εξασφάλισε στο εγχείρημα μια ουδέτερη πολιτική χροιά, πείθοντας πολλούς αντιβενιζελικούς αξιωματικούς είτε να ενταχθούν και να υποστηρίξουν την ενέργεια είτε να μην αντιδράσουν. Με σύνθημα «Ελλάς – Σωτηρία» τη νύκτα της 10ης προς την 11η Σεπτεμβρίου εκδηλώθηκε το κίνημα που είχε κυοφορηθεί τις προηγούμενες ημέρες στη Χίο και στη Λέσβο και το οποίο επικράτησε αμέσως, καθώς οι τοπικές Αρχές παραδόθηκαν στους εξεγερμένους δίχως να προβάλουν αντίσταση. 

«Τι είνε λοιπόν ο Πλαστήρας: Για την Ελλάδα είνε ό,τι υγιές έμεινε μέσα εις την σαπίλαν την γενικήν».

Στις 11 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε η επιβίβαση των στρατευμάτων των κινηματιών στα πλοία από τη Μυτιλήνη και τη Χίο, με πρόθεση να αποβιβαστούν στο Λαύριο και, προωθούμενοι στην Αθήνα, να καταλάβουν την εξουσία. Η εκκίνηση των δύο στόλων έγινε στις 12 Σεπτεμβρίου και την επόμενη μέρα ενώθηκαν λίγο έξω από την Άνδρο. Εκεί έγιναν διαβουλεύσεις για το ποιος θα είχε την αρχηγία του κινήματος και πολλοί παριστάμενοι πρότειναν τον Πλαστήρα, επειδή αυτός είχε οργανώσει την εξέγερση ήδη από τη Μικρά Ασία με τη μύηση πολλών αξιωματικών.

Τελικά προκρίθηκε η συναινετική λύση μιας τριανδρίας αποτελουμένης από τους Πλαστήρα, Γονατά και Φωκά, ο οποίος θα ήταν εκπρόσωπος του Στόλου. Με διαταγή του Γονατά, που δεν επιθυμούσε συγκρούσεις στην Αθήνα, στις 13 Σεπτεμβρίου το πρωί, δύο αεροπλάνα απογειώθηκαν από το αεροδρόμιο της Καλλονής στη Λέσβο και έριξαν στη Θεσσαλονίκη, στη Λάρισα και στην Αθήνα προκηρύξεις με διάγγελμα του Γονατά, το οποίο ανήγγελλε την επανάσταση. 

Η είσοδος του κύριου όγκου των δυνάμεων των επαναστατών στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1922. Από το Παλαιό Φάληρο, όπου τελικά αποβιβάστηκαν, 12.000 άνδρες παρήλασαν στο κέντρο των Αθηνών με επικεφαλής έφιππους τους Πλαστήρα, Γονατά και τον αντισυνταγματάρχη Αχιλλέα Πρωτοσύγγελο, χωρίς να συναντήσουν αντίσταση.

Πάντως, η υποδοχή των Αθηναίων ήταν μάλλον χλιαρή, καθώς η καταστροφή που είχε συντελεσθεί στη Μικρά Ασία ήταν ανυπολόγιστη, οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί τους που παρήλαυναν είχαν ηττηθεί, οι κολοσσιαίες θυσίες που είχαν γίνει έμοιαζαν να έχουν πάει χαμένες, οι ηγέτες του κινήματος ήταν εν πολλοίς άγνωστοι, ενώ οι πληροφορίες για τις προθέσεις τους ήταν πολύ συγκεχυμένες.

Επίσης, πολλοί από τους απλούς στρατιώτες των μονάδων των κινηματιών δεν είχαν καμία γνώση ότι συμμετείχαν σε επαναστατική κίνηση, αδιαφορούσαν πλήρως για τον Κωνσταντίνο και το μόνο που επιζητούσαν ήταν η άμεση απόλυσή τους. 

Τα διαγγέλματα προς τον ελληνικό λαό και οι πρώτες συνεντεύξεις των αρχηγών του κινήματος που είδαν το φως της δημοσιότητας, ήταν μετριοπαθή και ενωτικά, ενώ ο Πλαστήρας δήλωσε ότι το κίνημα είχε εθνικό και όχι κομματικό χαρακτήρα και για τον λόγο αυτόν θα τηρούσε ίσες αποστάσεις έναντι όλων των κομμάτων, ακόμη και των Φιλελευθέρων.

Σύμφωνα με τον Πλαστήρα, βασική προτεραιότητά του ήταν η ενίσχυση του Θρακικού Μετώπου, ενώ δεν είχε προθέσεις αντεκδίκησης και σκόπευε να συνεργαστεί με πολιτικούς άνδρες από όλες τις παρατάξεις.

Στο πλαίσιο αυτών των διακηρύξεων, η επαναστατική τριανδρία κάλεσε και αντιβενιζελικούς πολιτευτές (ανάμεσά τους και τον Ιωάννη Μεταξά) για διαβουλεύσεις, ενώ απελευθέρωσε όλα τα αντιβενιζελικά πολιτικά πρόσωπα που είχαν συλληφθεί, εκτός από τέσσερα: τους ∆ημήτριο Γούναρη, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Νικόλαο Θεοτόκη και Νικόλαο Στράτο.

Απέναντι στη δικτατορία του Θ. Πάγκαλου (1924-1926)

Από τον «Μαύρο Καβαλάρη» στον «Μαύρο Γάτο».

Μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης στη Λωζάννη, το καλοκαίρι του 1923, τυπικά η Επανάσταση του 1922 παρέδωσε την εξουσία στην ∆΄ Εθνοσυνέλευση, που προέκυψε από τις εκλογές της 16ης ∆εκεμβρίου 1923, από τις οποίες απείχαν τα αντιβενιζελικά κόμματα. Στην πρώτη συνεδρίαση του αιρετού σώματος, μέσα σε πανηγυρικό κλίμα βενιζελικής και αντιβασιλικής χροιάς, ο Πλαστήρας έκανε μια ανασκόπηση στο έργο που επιτέλεσε η Επανάσταση μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Στον επίλογό του δήλωσε ευθαρσώς ότι υποστήριζε την εγκαθίδρυση της Αβασίλευτης ∆ημοκρατίας, καλώντας την Εθνοσυνέλευση να εργαστεί υπέρ αυτού του σκοπού. Αμέσως μετά το τέλος της ομιλίας του, ο Πλαστήρας αποχώρησε από το κτίριο της Βουλής, δηλώνοντας πως ο ίδιος αποχωρούσε οριστικά από την πολιτική και θα ιδιώτευε.

Νικόλαος Πλαστήρας – Από την εκστρατεία στην Ουκρανία, στα Δεκεμβριανά-5
Οι Στυλιανός Γονατάς και Νικόλαος Πλαστήρας σε λιθογραφία της εποχής (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Μετά τη φαινομενική επιστροφή του στον ιδιωτικό του βίο, ο Πλαστήρας πήγε σε σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας, όπου παρέμεινε για μήνες για λόγους υγείας, καθώς παρουσίαζε προβλήματα στο αναπνευστικό. Εν τω μεταξύ, στην Αθήνα, στις 31 Μαΐου 1924, η κυβέρνηση Παπαναστασίου με ψήφισμά της στην ∆΄ Εθνοσυνέλευση απέδωσε τον βαθμό του υποστράτηγου στους Πλαστήρα και Γονατά για τις υπηρεσίες τους κατά την Επανάσταση του 1922 (αν και τόσο ο ίδιος όσο και ο Γονατάς ζήτησαν να μη λάβουν τις προαγωγές), ενώ τους ανακήρυξε άξιους της πατρίδος. Ακολούθησε έντονη πολιτική αστάθεια, με διαδοχή τριών αδύναμων κυβερνήσεων που δεν κατάφεραν να προσφέρουν ικανοποιητικές λύσεις στα κοινωνικά προβλήματα της εποχής. Η πολιτική κρίση κορυφώθηκε με την πραξικοπηματική άνοδο του Θεοδώρου Πάγκαλου στην εξουσία, τον Ιούνιο του 1925. 

Στις αρχές Οκτωβρίου του 1925, ο Πλαστήρας επέστρεψε στην Αθήνα και τα βενιζελικά έντυπα τον παρουσίασαν ως το αντίπαλο δέος του Πάγκαλου, ενώ οι Γεώργιος Παπανδρέου και Αλέξανδρος Παπαναστασίου, αλλά και πολλοί άλλοι παράγοντες των βενιζελικών, συναντήθηκαν μαζί του. Πολύ γρήγορα εξυφάνθηκε μια υποτυπώδης συνωμοσία για την ανατροπή του Πάγκαλου, με κινητήριους μοχλούς τον σωματάρχη Θεόδωρο Μανέτα, τον υποστράτηγο Αλέξανδρο Μαζαράκη και τους συνταγματάρχες Τσαγγαρίδη, ∆ιάμεση και Τζανακάκη, ενώ φαίνεται πως υπήρξε δωροδοκία κατώτερων στελεχών του Α΄ ∆ημοκρατικού Τάγματος για να συμμετάσχουν στο ετοιμαζόμενο κίνημα. Ο Πάγκαλος αντέδρασε ακαριαία, θέτοντας τον Πλαστήρα υπό στενή παρακολούθηση από άνδρες της ειδικής ασφάλειας, από τους οποίους όμως κατάφερε να ξεφύγει. Στις 11 Οκτωβρίου, το καθεστώς επικήρυξε με την ποινή του θανάτου οποιονδήποτε απέκρυπτε τον Πλαστήρα, ξεκινώντας αληθινό ανθρωποκυνηγητό σε όλη την Αθήνα για την ανεύρεση και τη σύλληψή του. 

Όταν εντοπίστηκε το κρησφύγετο του Πλαστήρα στις 25 Οκτωβρίου 1925 στο Κολωνάκι, ισχυρές δυνάμεις των ∆ημοκρατικών Ταγμάτων έζωσαν την τοποθεσία αποκόπτοντας κάθε πιθανή οδό διαφυγής. Αμέσως μετά, ο φρούραρχος Αθηνών Ναπολέων Ζέρβας και ο διοικητής της αστυνομίας, Μαρούδας, εισήλθαν στην οικία με στρατιώτες για να συλλάβουν τον Πλαστήρα. Αυτός είχε καταφύγει στη στέγη του σπιτιού ανταλλάσσοντας πυροβολισμούς με στρατιώτες των ∆ημοκρατικών Ταγμάτων. Χάρη στην επιτόπια παρουσία των Χ. Τσερούλη και Χ. Λούφα, παραδόθηκε διαμαρτυρόμενος για τη συμπεριφορά εναντίον του. Για να μη διαταράξει τις ισορροπίες μεταξύ των αξιωματικών που τον στήριζαν, ο Πάγκαλος αρκέστηκε να απελάσει τον Πλαστήρα στο Μπρίντεζι, όπου και τον μετέφερε με το αντιτορπιλικό «Λέων» ο υποπλοίαρχος Σακελλαρίου. Συνελήφθησαν πολιτευτές όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου, αλλά και οι βασικοί αξιωματικοί που είχαν συνωμοτήσει (ανάμεσά τους οι Κουρουσόπουλος, Καλογεράς, Μαμούρης, Τσαγγαρίδης, Καβράκος, ∆ιάμεσης και Παπαμαντέλος). Τέλος, αφαιρέθηκε η διοίκηση του Α΄ Σώματος Στρατού από τον Θ. Μανέτα, διεξήχθησαν ανακρίσεις στα ∆ημοκρατικά Τάγματα, ενώ απομακρύνθηκαν από την Αθήνα σε φρουρές της επαρχίας αξιωματικοί που δεν ήταν της απολύτου εμπιστοσύνης του Πάγκαλου.

Ο Πλαστήρας μεταφέρθηκε στο Μπρίντεζι και από εκεί μέσω Ρώμης στο Παρίσι, όπου παρέμεινε φιλοξενούμενος της εφοπλιστικής οικογένειας Εμπειρίκου. Μετά την ανοιχτή κήρυξη δικτατορίας από τον Πάγκαλο στις 4 Ιανουαρίου 1926, οι βενιζελικοί παράγοντες στον στρατό και στο κράτος ενεργοποίησαν εκ νέου την πλαστηρική συνωμοσία του περασμένου Οκτωβρίου. Τον Ιανουάριο του 1926, ο Πλαστήρας μετέβη στα Σκόπια, από όπου είχε αλληλογραφία με αξιωματικούς όπως ο Μανέτας, ο Τσαγγαρίδης και ο Σαράφης για την οργάνωση του κινήματος, ενώ είχε συνεννοήσεις με αξιωματικούς της φρουράς στη Φλώρινα, από όπου σκόπευε να εισέλθει στην Ελλάδα. Οι φήμες για επικείμενο κίνημα εντάθηκαν και στις 15 Φεβρουαρίου 1926 οι Αρχές επενέβησαν αστραπιαία και ακολούθησε ένα κύμα συλλήψεων χαμηλόβαθμων αξιωματικών και ιδιωτών που ήδη παρακολουθούνταν, ο Κονδύλης συνελήφθη στην οικία του καθώς φορούσε τη στολή του για να ηγηθεί του κινήματος, ενώ όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί εξορίστηκαν στη Σαντορίνη.

Ο Πλαστήρας παρέμενε στα Σκόπια υπό στενή παρακολούθηση από το προσωπικό της ελληνικής πρεσβείας και είχε αραιή αλληλογραφία με βενιζελικούς πολιτικούς και στρατιωτικούς, συνεχίζοντας την προσπάθεια να οργανώσει ένα επιτυχημένο κίνημα ανατροπής του Πάγκαλου. Από τους πρώτους που προσχώρησαν ήταν ο Ευριπίδης Μπακιρτζής και ο Βελισσάριος Καρακούφας, διοικητής του Γ΄ ∆ημοκρατικού Τάγματος στη Θεσσαλονίκη. Το νέο σχέδιο προέβλεπε ότι, όταν το κίνημα θα επικρατούσε στη Θεσσαλονίκη, ο Πλαστήρας θα περνούσε τα σύνορα και θα αναλάμβανε την ηγεσία του. Τελικά το κίνημα Καρακούφα – Μπακιρτζή εκδηλώθηκε στις 9 Απριλίου 1926, αλλά κατέρρευσε αυθημερόν, καθώς δεν ήταν σωστά προετοιμασμένο. Οι κινηματίες συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στην Αθήνα ώστε να δικαστούν, ενώ ο Πάγκαλος επικήρυξε τον Πλαστήρα με 500.000 δραχμές σε περίπτωση που επέστρεφε σε ελληνικό έδαφος, καθώς πιστοποιήθηκε από τις ανακρίσεις που ακολούθησαν ότι ήταν ο βασικός υποκινητής του κινήματος.

Νικόλαος Πλαστήρας – Από την εκστρατεία στην Ουκρανία, στα Δεκεμβριανά-6
Ο Σοφοκλής Βενιζέλος με τον Νικόλαο Πλαστήρα στην Πύλη του Βρανδεμβούργου, τον Σεπτέμβριο του 1933 (Photo by KEYSTONE-FRANCE/Gamma-Rapho via Getty Images).

Ο Πλαστήρας επέστρεψε πίσω στη Γαλλία, αλλά, βάσει μιας επιστολής που έστειλε στον Βενιζέλο, περίμενε πλέον ένα μήνυμα των βενιζελικών αξιωματικών ώστε να επιστρέψει στην Ελλάδα και να ανατρέψει τον Πάγκαλο. Η έντονη φήμη που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο ότι ο Πλαστήρας είχε υπό την επιρροή του το Γ΄ Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη και πρόθεση να κατεβεί στην Αθήνα και να τιμωρήσει τους παγκαλικούς, πανικόβαλε τους δύο διοικητές των ∆ημοκρατικών Ταγμάτων Ζέρβα και Ντερτιλή για την τύχη τους. Ο Κονδύλης εκμεταλλεύτηκε τους φόβους τους και τους υποσχέθηκε προστασία από τον Πλαστήρα αν του έδιναν την εξουσία. Έτσι, τελικά, η πτώση του Πάγκαλου επήλθε μετά από κίνημα του Κονδύλη στις 21 Αυγούστου 1926, με βασικό μοχλό επιβολής του τα δύο ∆ημοκρατικά Τάγματα. Ο Κονδύλης σχημάτισε κυβέρνηση, αλλά η θέση του δεν ήταν εύκολη, καθώς όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί ήταν δυσαρεστημένοι με την ανάρρησή του στην εξουσία. Η σημαντικότερη δυσκολία για τον Κονδύλη προερχόταν από τον Πλαστήρα, καθώς ο τελευταίος με δημόσια επιστολή που του απηύθυνε στα τέλη Αυγούστου ζητούσε την παραδειγματική τιμωρία όσων ανέλαβαν πολιτικά αξιώματα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, υπονοώντας σαφώς τους διοικητές των ∆ημοκρατικών Ταγμάτων και τους αξιωματικούς που συνεργάζονταν μαζί τους.

Ο Κονδύλης δίσταζε να προχωρήσει στην εκκαθάριση της κατάστασης, καθώς τα ∆ημοκρατικά Τάγματα ήταν πανίσχυρα, κάτι που εξόργιζε τους υπόλοιπους βενιζελικούς αξιωματικούς οπαδούς του Πλαστήρα. Ο Πλαστήρας με νέες δημόσιες δηλώσεις του τον Σεπτέμβριο ζητούσε επίμονα την εκκαθάριση του Στρατού από τους παγκαλικούς και τα ∆ημοκρατικά Τάγματα, απειλώντας ανοιχτά ότι σε αντίθετη περίπτωση ίσως διοργάνωνε νέο κίνημα για να ανατρέψει τον Κονδύλη. Υποστηρικτές των Ταγμάτων υποκίνησαν τη φήμη ότι ο Πλαστήρας μισούσε τα ∆ημοκρατικά Τάγματα της Αθήνας και τους διοικητές τους, λόγω και της ταπεινωτικής του σύλληψης λίγους μήνες νωρίτερα, που έδωσε την ευκαιρία στον αντιβενιζελικό Τύπο να τον λοιδορήσει από «Μαύρο καβαλάρη» σε «Μαύρο γάτο».

Ενδεικτικό του εκρηκτικού κλίματος στις τάξεις των αξιωματικών ήταν το άρθρο του συνεργάτη των Ζέρβα – Ντερτιλή, ταγματάρχη Παυσανία Κατσώτα, στις εφημερίδες, στο οποίο κατηγορούσε ευθέως τον Πλαστήρα για επέμβαση στα εσωτερικά του Στρατού, χαρακτηρίζοντάς τον κοινό συκοφάντη, γάτο που κρυβόταν στις στέγες σπιτιών για να μη λογοδοτήσει για τις σκευωρίες του, αφήνοντας υπονοούμενα για τις ευθύνες του Πλαστήρα ως προς την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου και την εκτέλεση των Έξι. Οι βαριές κατηγορίες του άρθρου εις βάρος του Πλαστήρα προκάλεσαν σάλο στον στρατό και έντονες διαμαρτυρίες από την πλειονότητα των βενιζελικών αξιωματικών, αναγκάζοντας τον Κονδύλη να τιμωρήσει τον Κατσώτα με δύο μήνες φυλάκιση. 

Ο Κονδύλης, λόγω της πίεσης του Πλαστήρα και των πολλών ισχυρών αξιωματικών που αυτός επηρέαζε, αναγκάστηκε να καταφύγει στην αιματηρή διάλυση των ∆ημοκρατικών Ταγμάτων στις 9 Σεπτεμβρίου 1926. Ακολούθησαν αληθινές μάχες στο κέντρο των Αθηνών με χρήση πυροβολικού, με αποτέλεσμα 400 νεκρούς και τραυματίες, ενώ ταυτόχρονα σημειώθηκε και λαϊκή εξέγερση, που κατεστάλη χάρη στη συντονισμένη επέμβαση ισχυρών μονάδων του Ιππικού υπό τον Τσαγγαρίδη. Την επομένη, ο Πλαστήρας έστειλε συγχαρητήρια επιστολή στον Κονδύλη για το ξεκαθάρισμα του αίσχους και στη συνέχεια μαζί με τον Οθωναίο στήριξαν τη νέα κυβέρνηση στις τάξεις των αξιωματικών που ήλεγχαν.

Το ημερήσιο κίνημα του 1933

Η αναμόχλευση του Εθνικού Διχασμού.

Οι εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933 ανέδειξαν νικητή τον αντιβενιζελικό συνασπισμό κομμάτων της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης υπό την ηγεσία του Παναγή Τσαλδάρη, με 46,19% και 136 βουλευτές. Ο βενιζελικός Εθνικός Συνασπισμός έλαβε 46,32% και 110 βουλευτές. Τα πρώτα αρνητικά εκλογικά αποτελέσματα από τις επαρχίες αιφνιδίασαν και τάραξαν τους πολιτικούς παράγοντες των βενιζελικών που είχαν συγκεντρωθεί στο σπίτι του Βενιζέλου τη νύχτα των εκλογών. Ανάμεσά τους και ο Ν. Πλαστήρας, που, αν και δεν ήταν υποψήφιος, είχε λάβει ενεργό μέρος στην προεκλογική περίοδο λόγω της επιρροής του στους πρόσφυγες. ∆ιατελώντας υπό τον φόβο μιας βασιλικής παλινόρθωσης, ο Πλαστήρας προσπάθησε να πείσει τον Βενιζέλο να καταλάβουν πραξικοπηματικά την εξουσία, δημιουργώντας ένα μοντέλο εξουσίας παρεμφερές του γειτονικού ιταλικού του Μουσολίνι. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του Βενιζέλου και με όσα αυτός κατέθεσε στον αρμόδιο ανακριτή, ο Κρητικός πρωθυπουργός προσπάθησε άτολμα να αποτρέψει τον Πλαστήρα από το εγχείρημά του. Στη σχετική αφήγησή του το 1934, που υπάρχει στο αρχείο της Πηνελόπης ∆έλτα, ο Πλαστήρας ανέλαβε την ευθύνη του κινήματος, αλλά σε μεταγενέστερη μαρτυρία του μέσω της βιογραφίας του γραμματέα και συμβούλου του Ιωάννη Πεπονή υποστήριξε ότι έδρασε υπό την έγκριση του Βενιζέλου. 

Σε κάθε περίπτωση, ο Πλαστήρας αποφάσισε να κινηθεί και συνοδευόμενος από τον γιο του Βενιζέλου, Σοφοκλή, μετέβη απευθείας στο Υπουργείο Στρατιωτικών, το οποίο κατέλαβε κηρύσσοντας στρατιωτικό κίνημα. Αμέσως στασίασε το ισχυρό 1ο Σύνταγμα Πεζικού υπό τον συνταγματάρχη Ηλία ∆ιαμέση, ο οποίο είχε έδρα την Αθήνα, ενώ μια μικρή ομάδα βενιζελικών αξιωματικών πλαισίωσαν το κίνημα. Στη συνέχεια ο Πλαστήρας προσπάθησε να καταλάβει κρατικά κτίρια, κατέσχεσε τα φύλλα των αντιβενιζελικών εφημερίδων (η είδηση της εκλογικής νίκης δεν είχε μαθευτεί ακόμη), επέβαλε λογοκρισία στα τηλεφωνήματα και στα τηλεγραφήματα, ενώ έστειλε στρατιωτικά αποσπάσματα να συλλάβουν τον αρχηγό των αντιβενιζελικών Παναγή Τσαλδάρη, που τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό.

Νικόλαος Πλαστήρας – Από την εκστρατεία στην Ουκρανία, στα Δεκεμβριανά-7
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε μία από τις τελευταίες κοινοβουλευτικές του εμφανίσεις.

Ξημερώματα ο Βενιζέλος ενημερώθηκε για το πραξικόπημα από τον υπουργό Στρατιωτικών Γεώργιο Κατεχάκη, ο οποίος ζήτησε την άδεια να χτυπήσει τους κινηματίες, αλλά ο Βενιζέλος τού το απαγόρευσε, αποδεχόμενος και την παραίτησή του. Στη θέση του όρισε αμέσως τον υποστράτηγο Θεόδωρο Μανέτα ως τότε αρχηγό ΓΕΣ, τον οποίο διέταξε να ενεργήσει ώστε να μην προσχωρήσουν άλλες μονάδες στο κίνημα, με σκοπό ο Πλαστήρας να απογοητευθεί και να παραιτηθεί μόνος του. Ο Πλαστήρας στον ενδιάμεσο χρόνο δεν είχε παραμείνει αδρανής. Με το πρώτο φως της ημέρας, είχε ζητήσει από το Υπουργείο Στρατιωτικών και είχε λάβει τηλεφωνικά τη στήριξη των Γ΄ και ∆΄ Σωμάτων Στρατού, της 8ης Μεραρχίας Ηπείρου, της 5ης Μεραρχίας Κρήτης, της Αεροπορίας και του Στόλου. Με διάγγελμά του προς τον ελληνικό λαό ο Πλαστήρας διακήρυξε τη χρεοκοπία του κοινοβουλευτισμού και τον ελλοχεύοντα κομμουνιστικό κίνδυνο, αναγγέλλοντας την αναστολή διατάξεων του συντάγματος και την ένοπλη κατάληψη της εξουσίας από τον ίδιο και τους συνεργάτες του. Το προχειρογραμμένο διάγγελμα τοιχοκολλήθηκε σε πολλά σημεία της Αθήνας, ενώ τυπώθηκε σε χιλιάδες φυλλάδια που ρίχτηκαν από αεροπλάνα στην πρωτεύουσα κατά τη διάρκεια της ημέρας. 

Αναμφίβολα η χρονική επιλογή εκδήλωσης του κινήματος ήταν η χειρότερη δυνατή (την επόμενη ημέρα της καταγραφής της λαϊκής θελήσεως) και απογύμνωνε τους κινηματίες από κάθε ηθικό ελατήριο. Έτσι, το πρωινό της 6ης Μαρτίου, όταν έγινε γνωστό το κίνημα, μεγάλα πλήθη αντιβενιζελικών αλλά και κομμουνιστών συγκεντρώθηκαν αυθόρμητα στην Ομόνοια και βάδισαν με απειλητικές διαθέσεις προς το Υπουργείο Στρατιωτικών. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή οι Πλαστήρας και Μανέτας, από κοινού, έδωσαν διαταγή να γίνει βίαιη επέμβαση μονάδων του στρατού και μικρών τεθωρακισμένων για τη διάλυση της διαδήλωσης. Έγιναν τέσσερις διαδοχικές συγκρούσεις μεταξύ στρατού και διαδηλωτών, αλλά σε αυτήν της πλατείας Κλαυθμώνος, που ήταν και η σφοδρότερη, οι κυβερνητικές δυνάμεις συνέλαβαν τους πρωταίτιους και τους οδήγησαν στον Αστυνομικό Σταθμό του Αγίου Κωνσταντίνου. Οι διαδηλωτές επιτέθηκαν εξαγριωμένοι στον σταθμό, με σκοπό να απελευθερώσουν τους συλληφθέντες, αλλά ο στρατός απάντησε με πυρά κατά του πλήθους, που είχε έναν νεκρό και εκατοντάδες τραυματίες. Το οργισμένο πλήθος παρέλαβε το σώμα του νεκρού και το περιέφερε στους δρόμους γύρω από την πλατεία Ομονοίας, ξεστομίζοντας κατάρες κατά των δολοφόνων. Νέα δυναμική επέμβαση του στρατού στις 7 το απόγευμα αποκατέστησε πλήρως την τάξη στην πόλη.

Το γεγονός όμως που αδιαμφισβήτητα οδήγησε το κίνημα σε αποτυχία ήταν η αρνητική στάση του Αλέξανδρου Οθωναίου, ανταγωνιστή του Πλαστήρα στον στρατό από το 1927, αλλά και των υπόλοιπων βενιζελικών στρατηγών (Σ. Τσιμικάλης, Θ. Μανέτας, Κ. Μανέτας). Η αρνητική τους στάση ήταν που μάλλον εξανάγκασε και τον Βενιζέλο να κρατήσει τελικά αποστάσεις από το κίνημα. Με διαταγή του Βενιζέλου ο Τσαλδάρης αφέθηκε ελεύθερος από τη φρουρά που είχε εγκατασταθεί έξω από το σπίτι του και τις απογευματινές ώρες συναντήθηκαν με τον Πρόεδρο της ∆ημοκρατίας Αλέξανδρο Ζαΐμη προς άρση του αδιεξόδου. Ο Βενιζέλος, επικουρούμενος από τους στρατηγούς που ήταν παρόντες στη συνάντηση, πρότεινε αρχικά μια νέα πραξικοπηματική επέμβαση υπό τη σκέπη των δύο μεγάλων κομμάτων, για να αρθεί το αδιέξοδο με ταυτόχρονη αναθεώρηση του συντάγματος, κάτι που ο Τσαλδάρης αρνήθηκε κατηγορηματικά, ζητώντας επιτακτικά να του παραδοθεί η εξουσία αμέσως, ώστε να αντιμετωπίσει την κρίση. Τότε, με κοινή συνεννόηση των δύο πολιτικών αρχηγών με τον Ζαΐμη και για να αποφευχθεί η αιματοχυσία, ορκίστηκε αυθημερόν μεταβατική κυβέρνηση στρατηγών με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Οθωναίο, η οποία, αφού θα ξεκαθάριζε την εμπλοκή του κινήματος, θα παρέδιδε την εξουσία στον Τσαλδάρη.

Το απόγευμα της ίδιας ταραγμένης ημέρας, μέλη της νέας στρατιωτικής κυβέρνησης που μόλις είχε ορκιστεί επισκέφθηκαν τον Πλαστήρα στο Υπουργείο Στρατιωτικών και του ζήτησαν να παραδώσει την εξουσία. Του παρείχαν διαβεβαιώσεις ότι το Λαϊκό Κόμμα θα σεβόταν την Αβασίλευτη ∆ημοκρατία, του έδωσαν εγγυήσεις για την ατιμωρησία όλων των στασιαστών, ενημερώνοντάς τον παράλληλα ότι ο Βενιζέλος στήριζε την πρωτοβουλία τους. Τότε ο Πλαστήρας απογοητευμένος παρέδωσε το υπουργείο, αποχωρώντας μόνος χωρίς φρουρά και πεζός, αφού αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει το αυτοκίνητο που του προσφέρθηκε. Ο δεύτερος Εθνικός ∆ιχασμός μόλις είχε πυροδοτηθεί…

Πρωθυπουργός για τρεις μήνες (1944-1945)

Παράτολμοι χειρισμοί λίγο πριν από τον Εμφύλιο.

Μετά το αποτυχημένο βενιζελικό κίνημα του 1935, ο Πλαστήρας βρέθηκε εγκατεστημένος στις Κάννες της Γαλλίας, από όπου προσπαθούσε να δημιουργήσει μια κίνηση κατά της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Έτσι τέθηκε επικεφαλής μιας αντιδικτατορικής επιτροπής με μέλη τους Σοφοκλή Βενιζέλο, Αγαμέμνονα Σλήμαν, Κομνηνό Πυρομάγλου. Η επιτροπή βρισκόταν σε επαφή με απόστρατους βενιζελικούς αξιωματικούς στην Ελλάδα, με βενιζελικούς πολιτευτές, αλλά και υπό τη συνεχή παρακολούθηση Ελλήνων πληροφοριοδοτών που ενημέρωναν απευθείας τον Μεταξά. Μετά την 28η Οκτωβρίου 1940, η επιτροπή Αντιδικτατορικού Αγώνα στο Παρίσι ενημέρωσε τον εκεί Έλληνα πρέσβη ότι σταματάει κάθε αντιδικτατορική της κίνηση, ώστε να μην υπονομεύεται ο αγώνας στα βουνά της Ηπείρου, ενώ πρότεινε τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας, που ο Μεταξάς απέρριψε ασυζητητί. Ο Πλαστήρας, με άρθρα του που δημοσιεύονταν στον Τύπο αλλά και με επιστολές του προς τους υποστηρικτές του στην κοινωνία και στον στρατό, προσπάθησε με το κύρος του να ενισχύσει τον ελληνικό αγώνα στα βουνά της Βορείου Ηπείρου.

Μετά τη στρατιωτική συντριβή της Γαλλίας το καλοκαίρι του 1940, ο Πλαστήρας αναγκάστηκε να καταφύγει στη Νίκαια, που βρισκόταν υπό το καθεστώς του Βισί. Εκεί ήρθε σε επαφή με Γερμανούς αξιωματούχους και προσπάθησε να συνεργαστεί μαζί τους για μια λήξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, κατά την οποία η Ελλάδα θα έμενε άθικτη προσαρτώντας τη Β. Ήπειρο. Σύμφωνα με την περίφημη επιστολή του στις 16 Ιουλίου 1941, ο Πλαστήρας θεώρησε αυτοκτονία την απόφαση της κυβέρνησης Κορυζή να αντιμετωπίσει και τη Γερμανία χωρίς ιδιαίτερες ενισχύσεις από την Αγγλία και, σύμφωνα πάντα με την επίμαχη επιστολή, ο ίδιος εργάστηκε μέχρι την τελευταία στιγμή για έναν συμβιβασμό με τη Γερμανία.

Μετά την ελληνική κατάρρευση και την πτώση της Κρήτης, ο Πλαστήρας είχε τη φιλοδοξία να ηγηθεί ενός κινήματος αντίστασης στην Ελλάδα και γι’ αυτόν τον λόγο έστειλε τον στενό του συνεργάτη Κομνηνό Πυρομάγλου στην Ελλάδα στις 9 Σεπτεμβρίου 1941, για να διερευνήσει επιτόπου τις δυνατότητες που υπήρχαν. Ο Πυρομάγλου, όταν βρέθηκε στην Αθήνα μετά από παραίνεση του Στυλιανού Γονατά, συναντήθηκε με τον Ναπολέοντα Ζέρβα και στις συζητήσεις τους μπήκαν οι βάσεις για την ίδρυση της αντιστασιακής οργάνωσης του Ε∆ΕΣ στην Ήπειρο υπό την υψηλή αρχηγία του Πλαστήρα. Ο Πλαστήρας οργίστηκε όταν έμαθε τις επαφές Πυρομάγλου – Ζέρβα, καθώς είχε τη χειρότερη γνώμη για τον τελευταίο από την εποχή των ∆ημοκρατικών Ταγμάτων. Θεωρητικά ο Πλαστήρας έκοψε κάθε σχέση με τον Πυρομάγλου, αλλά οι ιδρυτές του Ε∆ΕΣ χρησιμοποίησαν το όνομά του ώστε να προσελκύσουν απόστρατους βενιζελικούς αξιωματικούς, πετυχαίνοντας τελικά να δημιουργήσουν τη δεύτερη ισχυρότερη αντιστασιακή οργάνωση στην Ελλάδα, που άντεξε στην εμφύλια σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ και πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στην Εθνική Αντίσταση.

Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής ο Πλαστήρας βρισκόταν ακινητοποιημένος στη Νίκαια, καθώς η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στη Μ. Ανατολή δεν του έδινε θεώρηση στο διαβατήριό του. Μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, όταν επήλθε η εμφύλια σύγκρουση μεταξύ ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και της κυβέρνησης Παπανδρέου λόγω της κρίσης αποστράτευσης, τα δραματικά ∆εκεμβριανά, η σκέψη των βενιζελικών που βρίσκονταν στην εξουσία στράφηκε προς τον Πλαστήρα, καθώς είχε μείνει έως τότε άφθαρτος από τις εμφύλιες διενέξεις και το όνομά του είχε μεγάλη αίγλη σε τμήμα του ελληνικού λαού. Μετά από συνεννόηση με τον αγγλικό παράγοντα, ο Πλαστήρας επέστρεψε στη φλεγόμενη Αθήνα αεροπορικώς στις 13 ∆εκεμβρίου 1944, έχοντας ως κύριο πολιτικό σύμβουλο τον Αλέξανδρο Ζάννα. Είναι πάντως γεγονός ότι ο Πλαστήρας δεν είχε εικόνα της νέας κατάστασης όπως αυτή είχε διαμορφωθεί. Έτσι, υποτίμησε την πραγματική επιρροή του ΕΑΜ, που στην Κατοχή είχε καταφέρει να διεισδύσει σε μεγάλο μέρος του παλαιού αντιβασιλικού και προσφυγικού ακροατηρίου του. Ο ίδιος είχε έναν σαφή αντικομμουνιστικό προσανατολισμό, που αποτυπώθηκε στην έκκλησή του προς τους οπαδούς του ΕΑΜ η οποία ρίχτηκε από αεροπλάνα σε όλη την Αθήνα στις 16 ∆εκεμβρίου, τους οποίους χαρακτήρισε θύματα μιας «σπείρας αναρχικών», ενώ η απάντηση του ΕΛΑΣ, υπογεγραμμένη από τους παλαιούς του αντιμοναρχικούς συναγωνιστές Μάντακα και Σαράφη, τον χαρακτήρισε «ξεπεσμένο όργανο εκείνων που τον έφεραν». Στη σύσκεψη των πολιτικών υπό τον Τσόρτσιλ, με τη συμμετοχή εκπροσώπων του ΕΑΜ, στις 25 ∆εκεμβρίου 1944, όταν πήρε τον λόγο ο Πλαστήρας, αμφισβήτησε ευθέως τη συμβολή του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ στην απελευθέρωση της Ελλάδας, κατηγόρησε τους αντιστασιακούς ότι ρήμαξαν τα χωριά της υπαίθρου, ενώ ζήτησε να καταθέσουν αμέσως τα όπλα ώστε να γίνουν ελεύθερες εκλογές. Η δωρική παρουσία του Πλαστήρα και ο αδιάλλακτος αντικομμουνισμός του φαίνεται ότι είχαν κερδίσει τις εντυπώσεις και των Άγγλων, ενώ ο Τσόρτσιλ στη σύντομη παραμονή του στην Αθήνα τον χαρακτήρισε ως «βλοσυρό άνδρα μεγάλης αποφασιστικότητος».

Πάντως, παρά τις σαφείς αυτές αντικομμουνιστικές θέσεις, ο Πλαστήρας παρέμενε φανατικός εχθρός της επιστροφής του Γεωργίου Β΄ στην Ελλάδα και απηνής εχθρός της ∆εξιάς γενικότερα. Η ήττα του ΕΛΑΣ στην Αθήνα οριστικοποιήθηκε στις αρχές του 1945, αλλά χρειαζόταν μια νέα κυβέρνηση με κεντροαριστερό προσανατολισμό και ευρύτερο κύρος, ώστε να επιτευχθεί η ειρήνευση της χώρας, αν και ο Γεώργιος στην Αγγλία είχε αντιρρήσεις τόσο για τον Πλαστήρα όσο και για τον ορισμό του αρχιεπισκόπου ∆αμασκηνού ως αντιβασιλέα. Οι Άγγλοι μετά από δισταγμούς κατέληξαν στη λύση Πλαστήρα έναντι του Σοφούλη, ελπίζοντας ότι ο γηραιός στρατηγός θα επηρέαζε ένα κομμάτι οπαδών του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, κυρίως τους πρόσφυγες, για τους οποίους παρέμενε μια ιδιαίτερα δημοφιλής πατρική φιγούρα.

Νικόλαος Πλαστήρας – Από την εκστρατεία στην Ουκρανία, στα Δεκεμβριανά-8
Ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας έφιππος κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αρκαδία, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 (Photo by KEYSTONE-FRANCE/Gamma-Rapho via Getty Images).

Λόγω της προτεραιότητας αυτής, ο Πλαστήρας σχημάτισε νέα κυβέρνηση στις 3 Ιανουαρίου 1945, κρατώντας ο ίδιος προσωρινά τα πολεμικά υπουργεία, ενώ οι νέοι υπουργοί ήταν παλαιοί βενιζελικοί συνεργάτες του (Λουκάς Σακελλαρόπουλος, Λεωνίδας Σπαής, Θεόδωρος Κουντουριώτης), εκτός από τρεις που προέρχονταν από το Λαϊκό Κόμμα, για λόγους πολιτικών ισορροπιών. Η νέα κυβέρνηση είχε σαφή κεντροαριστερό αντιβασιλικό χαρακτήρα αλλά και ισχυρό αντικομμουνιστικό στίγμα, με πρόθεση τη συντριβή του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ.

Τελικά, η μεγάλη υπεροχή των Άγγλων σε οργάνωση και εξοπλισμό εξανάγκασε την ηγεσία του ΕΛΑΣ να υπογράψει ανακωχή στις 11 Ιανουαρίου 1945. Ο Πλαστήρας από την πρώτη στιγμή ανάληψης των καθηκόντων του προσπάθησε να επηρεάσει και να αποσπάσει από το ΚΚΕ το τμήμα των υποστηρικτών και αγωνιστών του ΕΑΜ που δεν ήταν κομμουνιστές. Η λογική του νέου πρωθυπουργού ήταν μια συνδιαλλαγή με το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ που θα έριχνε στη λήθη όσα έγιναν στην Κατοχή και στα ∆εκεμβριανά, ενώ η Αριστερά, υπό την προϋπόθεση αφοπλισμού της και αναγνώρισης της κυβέρνησης, θα παρέμενε εντός νομιμότητας, έχοντας ίσως και μια περιορισμένη πρόσβαση στο κράτος. Η διαλλακτική πολιτική Πλαστήρα εκφράστηκε με τη συμφωνία στη Βάρκιζα, η οποία, αν και είχε σοβαρές ατέλειες όσον αφορά τους προβλεπόμενους όρους της αμνηστίας, τερμάτισε τη δεκεμβριανή διένεξη με τον λιγότερο επώδυνο τρόπο. 

Ο Πλαστήρας είχε πρόθεση να σεβαστεί τους όρους της συμφωνίας, αλλά διέκρινε ως εμπόδιο τον δεξιό υπουργό Εσωτερικών Περικλή Ράλλη, ο οποίος ευνοούσε καταφανώς τις δεξιές οργανώσεις στην ύπαιθρο που είχαν εξαπολύσει σκληρές διώξεις εναντίον των αντιπάλων τους ως αντίποινα για όσα είχαν συμβεί στην Κατοχή. Ο Πλαστήρας έδωσε αρμοδιότητες εφαρμογής της συμφωνίας στον βενιζελικό στρατηγό Σίμο Βλάχο ώστε να εξισορροπηθεί η κατάσταση, αλλά αυτή η κίνηση εξόργισε το Λαϊκό Κόμμα, ενώ ο Περικλής Ράλλης υπέβαλε την παραίτησή του. Η κυβερνητική κρίση κλιμακώθηκε καθώς οι Βρετανοί, μέσω του πρέσβη τους Reginald Leeper, εξέφρασαν την αποδοκιμασία τους για την πρωτοβουλία, αλλά ο Πλαστήρας δεν κάμφθηκε. Στις 28 Φεβρουαρίου 1945 ολοκληρώθηκε η παράδοση του οπλισμού από το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ βάσει της Συμφωνίας της Βάρκιζας, αν και οι μηχανισμοί του ΚΚΕ απέκρυψαν στην ύπαιθρο τον καλύτερο οπλισμό, ως υποσημείωση για μια νέα ένοπλη προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας.

Στον στρατό, που στελεχωνόταν πρακτικά από την αρχή, ο Πλαστήρας ακολούθησε πολιτική εύνοιας των παλαιών βενιζελικών αξιωματικών, εξοργίζοντας τη ∆εξιά, που τον υποπτευόταν και για μετριοπάθεια έναντι της Αριστεράς. 

Αλλά ο Πλαστήρας είχε βρεθεί εν μέσω διασταυρωμένων πυρών, καθώς και το ΕΑΜ τον κατηγορούσε δημοσίως για αθέτηση της συμφωνίας στη Βάρκιζα. Επίσης ο Πλαστήρας, αν και γνώριζε τις αντίθετες αγγλικές προθέσεις, ήθελε να αναβάλει το δημοψήφισμα για το Πολιτειακό όσο περισσότερο γινόταν, εξαντλώντας κάθε περιθώριο για τη ματαίωση της επιστροφής του Γεωργίου Β’ στην Ελλάδα. Ήδη στις 3 Απριλίου 1945 ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος, Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, διαμαρτυρήθηκε έντονα με ανακοίνωσή του για την αναβολή του δημοψηφίσματος, ενώ απέστειλε στον πρωθυπουργό σχετική επιστολή. Την επομένη παραιτήθηκε ο υπουργός Εφοδιασμού ∆ημήτριος Χατζίσκος, που προερχόταν από το Λαϊκό Κόμμα, κορυφώνοντας την κυβερνητική κρίση. 

Νικόλαος Πλαστήρας – Από την εκστρατεία στην Ουκρανία, στα Δεκεμβριανά-9
Ο Νικόλαος Πλαστήρας το 1922 (Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα).

Ο Πλαστήρας δεν λύγισε ούτε από αυτή τη μεθόδευση και ετοιμάστηκε να αντικαταστήσει τον Χατζίσκο, όταν την ίδια ημέρα η εφημερίδα των βασιλοφρόνων Ελληνικό Αίμα δημοσίευσε αποσπάσματα από την επίμαχη επιστολή Πλαστήρα του 1941, δημιουργώντας νέα σοβαρή κυβερνητική κρίση. Η δημοσίευση της επιστολής ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών από τη ∆εξιά, ενώ ο Τζων Θεοτόκης δήλωσε ότι «τυχόν παραμονή του Πλαστήρα στην πρωθυπουργία θα αποτελούσε έγκλημα κατά της ύπαρξης της Ελλάδος».

«Όποιος βλέπει να καταστρέφεται η πατρίδα και μένει αδρανής, είναι σαν να την καταστρέφει ο ίδιος». Νικόλαος Πλαστήρας

Ο Πλαστήρας δημοσίευσε την πλήρη επιστολή στις 5 Απριλίου 1945, καθώς και άλλες επιστολές και άρθρα του την εποχή εκείνη που αποδείκνυαν την πατριωτική στάση που τήρησε. Θεωρώντας το ζήτημα λήξαν, ζήτησε από τον αντιβασιλέα ∆αμασκηνό να ορίσει ημερομηνία ορκωμοσίας για τον αντικαταστάτη του Χατζίσκου. Ο ∆αμασκηνός όμως, μετά από ασφυκτικές πιέσεις του αγγλικού παράγοντα, απέστειλε επιστολή στον Πλαστήρα στις 7 Απριλίου 1945, ζητώντας μέσα από διφορούμενες και προσεκτικές διατυπώσεις την παραίτησή του.

Ο Πλαστήρας υπέκυψε και υπέβαλε αυθημερόν την παραίτηση της κυβέρνησής του. Η εξέλιξη αυτή διέκοψε βίαια τη διαλλακτική εσωτερική διαδικασία που είχε ξεκινήσει έναντι του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, φέρνοντας τον Εμφύλιο Πόλεμο προ των θυρών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT