«Η ιστορία ποτέ δεν είναι κλειστό βιβλίο ή οριστική ετυμηγορία. Βρίσκεται διαρκώς σε εξέλιξη … Η μεγάλη δύναμή της, σε μια ελεύθερη κοινωνία, είναι η ικανότητά της για αυτοδιόρθωση».
Arthur M. Schlesinger Jr., «Folly’s Antidote», κύριο άρθρο στους New York Times, 1η Ιανουαρίου 2007
Για όσους επιθυμούν να διαβάσουν για τα γεγονότα της Μάχης της Αθήνας, Δεκέμβριος 1944 – Ιανουάριος 1945, γνωστής ως Δεκεμβριανά, υπάρχουν πολυάριθμες εκδόσεις διαφόρων συγγραφέων που εξετάζουν σχεδόν όλες τις πτυχές της σύγκρουσης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Παρά το γεγονός ότι η αλληλουχία των γεγονότων δεν αμφισβητείται πλέον, εξακολουθούν να υπάρχουν αντικρουόμενα επιχειρήματα σχετικά με τα αίτια της κρίσης και τους ακριβείς στόχους των δύο πλευρών, ιδιαίτερα όσον αφορά την Αριστερά. Αυτό που είναι σχεδόν σίγουρο είναι ότι μέχρι την απελευθέρωση της χώρας από τη γερμανική κατοχή, ο εθνικός διχασμός μεταξύ δημοκρατικών και βασιλικών είχε μετατραπεί σε σφοδρή σύγκρουση ανάμεσα σε μια μαρξιστική Αριστερά και μια πλειάδα αντιαριστερών παρατάξεων –από φιλελεύθερους έως βασιλικούς–, με κάθε στρατόπεδο αποφασισμένο να εμποδίσει το άλλο να καταλάβει την εξουσία.
Η διαμάχη είχε φουντώσει από τις κακουχίες της Κατοχής και την εχθρότητα μέσα στο ένοπλο κίνημα της Αντίστασης, το οποίο οι Βρετανοί αξιωματούχοι αρχικά είχαν υποστηρίξει, αλλά απέτυχαν να το ενσωματώσουν αποτελεσματικά στον συμμαχικό σκοπό. Τον Ιανουάριο του 1943 οι καθοριστικές νίκες της Σοβιετικής Eνωσης στο Στάλινγκραντ είχαν έναν αδιόρατο, αλλά σημαντικό αντίκτυπο στην ελληνική πολιτική δυναμική. Η ηγεσία του ΚΚΕ άρχισε να πιστεύει ότι η δημοτικότητά της στις μάζες, είτε γνήσια είτε επιβεβλημένη μέσω φόβου, η δύναμη του πολιτικού ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και του στρατιωτικού ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) και, πάνω από όλα, η σοβιετική υποστήριξη θα επέτρεπαν στους κομμουνιστές να έρθουν στην εξουσία. Υπήρχε μέχρι και η ελπίδα ότι, παρά τις υποβόσκουσες εδαφικές και εθνοτικές διαφορές που δηλητηρίαζαν τις διακρατικές σχέσεις στα Βαλκάνια, η ιδεολογική συγγένεια θα οδηγούσε τα αδελφά κόμματα της Γιουγκοσλαβίας (Τίτο) και της Βουλγαρίας (Δημητρόφ) να βοηθήσουν τους Eλληνες συντρόφους τους να κυριαρχήσουν στην Ελλάδα.
Οι αδύναμες προσπάθειες να συμφιλιωθούν τα δύο στρατόπεδα μέσω συμβιβασμού απέτυχαν. Τον Αύγουστο του 1943, στη διάσκεψη πολιτικών και ηγετών της Αντίστασης στο Κάιρο, που χρηματοδοτήθηκε από τη Βρετανία, η σκληρή διαμάχη για τη σύσταση κυβέρνησης συνασπισμού και το συμβολικά κρίσιμο ζήτημα του μέλλοντος της μοναρχίας κατέστρεψαν κάθε πιθανότητα συμβιβασμού. Σύντομα ανακοινώθηκε ο σχηματισμός μιας αριστερής «Προσωρινής Κυβέρνησης» στις περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και ακολούθησαν νέες επιθέσεις του ΕΛΑΣ εναντίον των κύριων αντιπάλων του στην Αντίσταση.
Η παρέμβαση των Βρετανών
Ο φόβος για την αυξανόμενη δύναμη των κομμουνιστών στην υπό κατοχή Ελλάδα οδήγησε τις βρετανικές αρχές να λάβουν πρακτικά μέτρα για την προστασία της Αθήνας από ένα κομμουνιστικό πραξικόπημα μετά την απελευθέρωση. Τον Σεπτέμβριο του 1944, σε μια συνάντηση στην Καζέρτα της Ιταλίας, οι κύριοι στρατοί της Ελληνικής Αντίστασης –ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος)– συμφώνησαν να τεθούν υπό τη διοίκηση ενός Βρετανού αντιστρατήγου, του Ρόναλντ Σκόμπι, με εντολή για τον ΕΛΑΣ να κρατήσει τις κύριες δυνάμεις του μακριά από την πρωτεύουσα. Ο πιο αδύναμος αντίπαλός του, ο ΕΔΕΣ, είχε περιοριστεί στην απομακρυσμένη Hπειρο. Οι ελληνικές μονάδες Πεζικού, 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία (ΕΟΤ «Ρίμινι») και Ιερός Λόχος, μεταφέρθηκαν εσπευσμένα στην Αθήνα από το εξωτερικό. Υπήρξαν επίσης μυστικές διαπραγματεύσεις για την ενσωμάτωση στην άμυνα της πόλης επιλεγμένων μονάδων των δωσιλογικών και άκρως αντιδημοφιλών Ταγμάτων Ασφαλείας.
Στα τέλη Νοεμβρίου, με τη συγκατάθεση του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, ο Σκόμπι απαίτησε τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου, καθώς και τη δημιουργία ενός νέου εθνικού στρατού. Η εντολή του Σκόμπι προκάλεσε την παραίτηση των αριστερών υπουργών από το υπουργικό συμβούλιο και οδήγησε στην κατάρρευση της κυβέρνησης συνασπισμού του Παπανδρέου. Η πολιτική κρίση οδήγησε σε εκτεταμένες απεργίες και μαζικές διαδηλώσεις που οργανώθηκαν από την Αριστερά. Την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου η αστυνομία άνοιξε τυφλά πυρ κατά μιας μεγάλης διαδήλωσης άοπλων πολιτών στην πλατεία Συντάγματος, πυροδοτώντας έτσι τη «Μάχη της Αθήνας». Εκ των υστέρων, παρά τα σποραδικά επεισόδια βίας και τους φόβους για πραξικοπήματα, δεν υπήρξαν ενδείξεις ότι οι δύο πλευρές είχαν σχεδιάσει ένοπλη επίθεση η μία κατά της άλλης. Οι μονάδες του ΕΛΑΣ που είχαν δοκιμαστεί στη μάχη παρέμειναν στη Μακεδονία, ενώ σημαντικές μονάδες του ΕΛΑΣ διασκορπίστηκαν στην Κεντρική Ελλάδα. Ο κομμουνιστής και σκληρός αρχικαπετάνιος Αρης Βελουχιώτης δέχτηκε αυστηρή επίπληξη από την ηγεσία του κόμματος όταν πρότεινε να προελάσει ο ΕΛΑΣ στην Αθήνα.
Ωστόσο, μετά το αιματηρό επεισόδιο της 3ης Δεκεμβρίου, το οποίο γρήγορα τέθηκε υπό έλεγχο από μια βρετανική μονάδα Πεζικού και λίγους αστυνομικούς, εκδηλώθηκαν μεμονωμένες επιθέσεις από το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ σε αστυνομικά τμήματα και στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων στον Πειραιά. Οι επιθέσεις αυτές εξαπλώθηκαν στη συνέχεια σε μεγάλο μέρος της πόλης και των προαστίων της, οδηγώντας σε πέντε εβδομάδες σκληρών οδομαχιών. Η ήττα των ανταρτών προήλθε κυρίως από την άφιξη σημαντικών, και καλά οπλισμένων, βρετανικών στρατευμάτων που έσπευσαν από το ιταλικό μέτωπο. Στις 25 Δεκεμβρίου, καθώς οι μάχες συνεχίζονταν, ο πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ και ο υπουργός Εξωτερικών Αντονι Ηντεν έφτασαν εκτάκτως στην Αθήνα. Σε μια έκτακτη συνάντηση με τους σαστισμένους ηγέτες της Αριστεράς και παρουσία του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και εκπροσώπων της Βρετανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ενωσης, ο Τσώρτσιλ κατηγόρησε τους αριστερούς ότι έβλαπταν τα εθνικά συμφέροντα της χώρας τους και εμπόδιζαν την πολεμική προσπάθεια των Συμμάχων. Μιλώντας σε δημοσιογράφους, ο Τσώρτσιλ απείλησε να θέσει την Ελλάδα υπό διεθνή εποπτεία. Αν και οι μάχες συνεχίστηκαν για λίγο, ο ΕΛΑΣ σύντομα ηττήθηκε και υποχώρησε από την πρωτεύουσα προς την ύπαιθρο, παίρνοντας ως ομήρους επιφανείς Αθηναίους, πολλοί εκ των οποίων πέθαναν από τις κακουχίες και την κακοποίηση. Στις 11 Ιανουαρίου συμφωνήθηκε ανακωχή και στις 12 Φεβρουαρίου υπεγράφη στη Βάρκιζα συμφωνία ειρήνης, ενώ ακολούθησε ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ.
Αναζητώντας τα κίνητρα
Το ξαφνικό ξέσπασμα σφοδρών μαχών στην πρωτεύουσα και η κατοπινή ήττα των ανταρτών εγείρουν ερωτήματα, στα οποία, δεκαετίες αργότερα, αξίζουν έγκυρες απαντήσεις. Ποια ήταν τα κίνητρα και οι στόχοι των ηγετών του ΚΚΕ σχετικά με τη βίαιη κατάσταση που είχαν βοηθήσει να προκληθεί; Πώς δικαιολόγησαν στους εαυτούς τους και στους υποστηρικτές τους την προσφυγή τους σε στρατιωτική δράση εναντίον εσωτερικών και ξένων αντιπάλων, σε μια πυκνοκατοικημένη πρωτεύουσα; Πόσο προετοιμασμένοι ήταν να αντιμετωπίσουν, με όποια ελπίδα επιτυχίας, τους πολυάριθμους αντιπάλους τους σε μια κρίση που, σε λίγες ημέρες, εξελίχθηκε από οργισμένη πολιτική διαμάχη και μαζικές διαδηλώσεις σε άγριο αστικό πόλεμο; Παρακινήθηκαν να ανατρέψουν το υποστηριζόμενο από τους Βρετανούς καθεστώς, από την ενθάρρυνση και τις προσδοκίες για βοήθεια από τους Γιουγκοσλάβους και τους Βούλγαρους συντρόφους τους και, τελικά, από τον Στάλιν; Αν ναι, τι τους είχαν υποσχεθεί οι κομμουνιστές γείτονές τους και η Μόσχα; Ποιες παραχωρήσεις ήταν διατεθειμένοι να κάνουν στους ιδεολογικούς τους συμμάχους σε αντάλλαγμα για τη βοήθειά τους;
Σκοπός αυτού του κειμένου δεν είναι να προσφέρει μια ισοζυγισμένη επισκόπηση των αιτιών και της πορείας της Μάχης της Αθήνας. Είναι μάλλον να εξετάσει τα ερωτήματα που τέθηκαν παραπάνω, παρουσιάζοντας πρόσφατα αποχαρακτηρισμένες εκθέσεις των βρετανικών και των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, οι οποίες περιλαμβάνουν ιστορικά σημαντικές επικοινωνίες μεταξύ των ηγετών του ΚΚΕ και του ΕΛΑΣ και με τους ξένους συμμάχους τους, όπως διαβιβάστηκαν στους ανωτέρους τους από ξένους παρατηρητές στο πεδίο της μάχης. Δηλώσεις δυτικών αξιωματούχων περιλαμβάνονται μόνον όταν παρουσιάζουν σημαντικές διαστάσεις της σύγκρουσης ως διεθνές ζήτημα. Εστιάζοντας στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, αυτή η αφήγηση είναι, επομένως, μονομερής και πρέπει να θεωρείται ως παρουσίαση αποσπασμάτων ενός μόνο ουσιαστικού σκέλους του δράματος των Δεκεμβριανών. Στο μέτρο του δυνατού επιχειρείται να αφηγηθεί την ιστορία με τα λόγια των ίδιων των πρωταγωνιστών.
Η συλλογή πληροφοριών
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι ήταν συχνά επικριτικοί απέναντι στους χειρισμούς της Βρετανίας σχετικά με τις εξελίξεις στην εμπόλεμη Ελλάδα –ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της κρίσης των Δεκεμβριανών– και προσπάθησαν να συλλέξουν ανεξάρτητες πληροφορίες μέσω του Γραφείου Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS). Ταυτόχρονα αναγνώριζαν ότι, για ιστορικούς και πρακτικούς λόγους, οι Βρετανοί ήταν καλύτερα ενημερωμένοι για τις ελληνικές υποθέσεις και οι Αμερικανοί στο πεδίο της μάχης συχνά βασίζονταν στους Βρετανούς ομολόγους τους για όσα ανέφεραν στο Κάιρο και στην Ουάσιγκτον. Τα έγγραφα του OSS που αναφέρονται εδώ ως «Αποσπασθέντα Eγγραφα του ΚΚΕ» κατασχέθηκαν από Βρετανούς αξιωματούχους κατά τη διάρκεια εφόδων στα γραφεία του ΚΚΕ στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, στις αρχές Δεκεμβρίου, και μεταφράστηκαν και κοινοποιήθηκαν στους Αμερικανούς. Βρίσκονται στα αμερικανικά και τα βρετανικά εθνικά αρχεία (NARA diplomatic file 868.00 MacVegh dispatch 427, Jan 22, 1945, RG 226, OSS L Series και PRO, WO 204/8903, 1944, Security Intelligence M.E.). Τα ελληνικά πρωτότυπα δεν έχουν εντοπιστεί και πιθανότατα καταστράφηκαν.
Το σοβιετικό μήνυμα που αγνοήθηκε
Κατά το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου, η σοβιετική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα παρέμεινε συνεπής: υποστήριζε ότι το ΚΚΕ θα έπρεπε να επιδιώξει συμβιβασμό με την ελληνική κυβέρνηση. Μια σοβιετική στρατιωτική αποστολή υπό τον συνταγματάρχη Γκριγκόρι Ποπώφ, η οποία έφτασε σε περιοχή ελεγχόμενη από τον ΕΛΑΣ στις 26 Ιουλίου 1944, είχε συμβουλεύσει το ΚΚΕ να συμφωνήσει σε «κάθε» βρετανική απαίτηση. Συγκεκριμένα παρότρυνε τους κομμουνιστές να προσχωρήσουν στην «Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας» του Παπανδρέου που δημιουργήθηκε από το συνέδριο του Λιβάνου (17-20 Μαΐου 1944), το οποίο χρηματοδοτήθηκε από τους Βρετανούς. Στις 17 Αυγούστου, το ΕΑΜ ανακοίνωσε την απόφασή του να συμμετάσχει στον συνασπισμό. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1944 το OSS ανέφερε ότι:
«Ρωσική αποστολή στην Ελλάδα είπε στο ΕΑΜ να συμφωνήσει σε οποιαδήποτε απαίτηση της Εθνικής Κυβέρνησης. Ο Λέβκος (ψευδώνυμο;), μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ, είπε στη συνάντηση των αντιπροσώπων ότι τη δεδομένη στιγμή οι Ρώσοι είναι αδύναμοι και φτωχοί, επομένως το ΕΑΜ πρέπει να συναινέσει στις απαιτήσεις της Βρετανίας μέσω της Εθνικής Κυβέρνησης. Είπε επίσης ότι οι αντιπρόσωποι πρέπει να διαδώσουν τη φήμη ότι η Βρετανία έχει υποσχεθεί τα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης στη Βουλγαρία, και τα Δωδεκάνησα, τη Σάμο, τη Χίο και τη Μυτιλήνη στην Τουρκία. Εν τω μεταξύ, η τακτική του ΕΑΜ δεν θα πρέπει να είναι πλέον πολιτική, αλλά στρατιωτική, για να κερδίσει την πλήρη υποστήριξη του λαού. Η αλλαγή αυτή, είπε, θα πρέπει να γίνει πριν φτάσει στην Ελλάδα η Εθνική Κυβέρνηση, αλλιώς ο λαός δεν θα ακούσει το ΕΑΜ».
Κατά την περίοδο από την αποχώρηση των Γερμανών και την άφιξη της εξόριστης κυβέρνησης, η ηγεσία του ΚΚΕ/ΕΑΜ βρέθηκε αντιμέτωπη όχι μόνο με το ζήτημα της συμμετοχής στην Εθνική Κυβέρνηση, αλλά και με το ζήτημα της υποστήριξης μιας αυτόνομης Μακεδονίας. Ενώ η Ελλάδα βρισκόταν υπό ναζιστική κατοχή, στη Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία οι Βούλγαροι ήταν τόσο κατοχική όσο και αποικιοκρατική δύναμη. Μια σοβιετική έκθεση με ημερομηνία 17-18 Σεπτεμβρίου σημείωνε ότι μια βρετανική στρατιωτική αποστολή είχε φτάσει από τη Δράμα στη Σόφια και ήρθε σε επαφή με αξιωματικούς του επιτελείου του Σοβιετικού στρατάρχη Φιόντορ Τολμπούχιν, ο οποίος ηγείτο των σοβιετικών στρατευμάτων στα Βαλκάνια. Οι Σοβιετικοί και οι Βρετανοί αξιωματικοί «συζήτησαν το αίτημα για απόσυρση των βουλγαρικών στρατευμάτων από την Αιγαιακή Μακεδονία και Θράκη». Ο Στάλιν έδωσε εντολή στον Τολμπούχιν λίγες ημέρες αργότερα «να [αποφύγει] κάθε πολιτική συζήτηση με τους εκπροσώπους της Βρετανίας και των ΗΠΑ – οι συνομιλίες θα διεξαχθούν απευθείας στη Μόσχα».
Στις αρχές Οκτωβρίου μια ρωσική στρατιωτική αντιπροσωπεία περιόδευσε στη βουλγαροκρατούμενη Θράκη, επισκεπτόμενη την Αλεξανδρούπολη, το Σουφλί, την Κομοτηνή και το Διδυμότειχο. Σύμφωνα με έκθεση του OSS (Εγγραφο 1, 226-CID-L47712), η σοβιετική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής έναν συνταγματάρχη, συζήτησε με εκπροσώπους του βουλγαρικού στρατού και του ΕΑΜ [και] δήλωσε ότι είχε έρθει να βοηθήσει στην απελευθέρωση της Ελλάδας μαζί με τους Συμμάχους και τους Βούλγαρους. Οι Ρώσοι έτυχαν θερμής υποδοχής από μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.
Στις 9 Οκτωβρίου 1944, σε συνάντηση με τον Στάλιν στη Μόσχα, ο Τσώρτσιλ πρότεινε στον Σοβιετικό οικοδεσπότη του: «Ας τακτοποιήσουμε τις υποθέσεις μας στα Βαλκάνια» και μουντζούρωσε σε ένα κομμάτι χαρτί αυτό που έγινε γνωστό ως «συμφωνία των ποσοστών» [ή σφαιρών επιρροής]. Αναγράφοντας μια κατανομή εξουσιών για τη Βρετανία και τη Σοβιετική Ενωση που αφορούσε πέντε κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, πρότεινε 90% για τη Ρωσία επί της Ρουμανίας και 90% για τη Βρετανία επί της Ελλάδας. Σύμφωνα με την αφήγηση του Τσώρτσιλ, μετά από μια μικρή παύση, ο Στάλιν έκανε ένα μεγάλο τικ με το μπλε μολύβι του και το επέστρεψε (Churchill, Triumph and Tragedy, 227).
ΚΚΕ καλεί Δημητρόφ για τη Μακεδονία
Στις αρχές Νοεμβρίου, το ΚΚΕ έστειλε μήνυμα στον Γκεόργκι Δημητρόφ, τον Βούλγαρο κομμουνιστή ηγέτη που ζούσε στη Μόσχα, στο οποίο συζητούσε ένα πιθανό αυτόνομο μακεδονικό κράτος. Το KKE ανέφερε ότι εφόσον η Βουλγαρία ήταν πρόθυμη να παραχωρήσει την περιοχή του Πέτριτς σε μια ανεξάρτητη Μακεδονία, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας δεν έβλεπε λόγο να μην παραχωρήσει η Ελλάδα στη Μακεδονία τις ελληνικές επαρχίες Καστοριάς και Φλώρινας. Ωστόσο, το μήνυμα συνέχιζε λέγοντας ότι οι Ελληνες κομμουνιστές ήταν σταθερά της άποψης ότι κανένα τμήμα των περιοχών Σερρών, Δράμας και Καβάλας δεν θα έπρεπε να παραχωρηθεί στη Μακεδονία, αλλά θα έπρεπε να παραμείνει ως τμήμα της Ελλάδας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνομιλίας θεωρήθηκε ως δεδομένο ότι η νέα Μακεδονία θα αποτελούσε μέρος της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας.
Η αγωνία για την ενημέρωση
Πίσω στην πατρίδα, οι ανησυχίες της κομμουνιστικής ηγεσίας ήταν πολύ πιο πεζές, αλλά εξίσου πιεστικές, καθώς η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος σε οδηγία προειδοποιούσε την Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ στις 23 Οκτωβρίου: «Η πολιτική μας στερείται κατεύθυνσης και αν είχαμε δώσει μεγαλύτερη σημασία σε αυτό, θα μπορούσαμε να είχαμε αυξήσει την επιρροή μας στις μάζες». Το ΚΚΕ περιέγραφε πέντε βήματα που θα έπρεπε να κάνει το ΕΑΜ για να διορθώσει την κατάσταση:
«1. Η Κ.Ε. του ΕΑΜ πρέπει να επισκεφθεί τον Βρετανό πρέσβη και να τον συνοδεύσει στα γραφεία μας, όπου πρέπει να προετοιμάσουμε μια καλή υποδοχή, την οποία θα προβάλουμε στον Τύπο μας. 2. Ο συνταγματάρχης Ποπώφ πρέπει να επισκεφθεί το αρχηγείο του 1ου Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ, γεγονός που θα δημοσιευθεί στον Τύπο μας. 3. Πρέπει να ζητήσουμε από τη Μόσχα να φροντίσει να μεταδίδονται τακτικές και πιο ενδιαφέρουσες ελληνικές εκπομπές. Τα σημερινά προγράμματα είναι πολύ φτωχά. Οι γαλλικές μεταδόσεις από τη Μόσχα είναι εξαιρετικές. 4. Εχουμε επιρροή σε πολλές πολιτικές προσωπικότητες και έχουμε πολλά μέλη που είναι δικηγόροι, τραπεζικοί υπάλληλοι, δημόσιοι υπάλληλοι κ.λπ. Οπότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην τοποθετήσουμε κάποιους από αυτούς σε επίσημες ή ημιεπίσημες κυβερνητικές θέσεις, ώστε να ελέγξουμε τη διοίκηση, η οποία σήμερα βρίσκεται στα χέρια των φασιστών… 5. Γιατί οι εφημερίδες μας δεν σχολίασαν το τηλεγράφημα που έστειλε ο Παπανδρέου στον Στάλιν ευχαριστώντας τον για τη βοήθειά του στην απελευθέρωση της Μακεδονίας; Ηταν μια περίπτωση όπου θα μπορούσαμε να είχαμε κερδίσει μια πραγματική πολιτική νίκη».
Το ΚΚΕ αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στη διατήρηση καλών σχέσεων με τους Γιουγκοσλάβους παρτιζάνους, κάτι που απαιτούσε παραχωρήσεις στη μακεδονική αυτονομία, και στην πολιτική υποστήριξη του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στην ελληνική Μακεδονία. Σε τηλεγράφημα του Λεωνίδα Στρίγκου, του ηγέτη του ΚΚΕ στη Μακεδονία, προς τον Γιάννη Ιωαννίδη στα κεντρικά γραφεία του ΚΚΕ στις 4 Νοεμβρίου, ο Στρίγκος (Εγγραφο 2, 226-CID-L52222) ανέφερε ότι ένα τάγμα 300 σλαβόφωνων στρατιωτών του Γκότσε είχε περάσει στην Ελλάδα, βόρεια της Φλώρινας, ενώ ένα άλλο τάγμα βρισκόταν στα σύνορα.
«Προσπάθησαν να καταλάβουν τη Φλώρινα, αλλά μετά από μια δίωρη μάχη υποχώρησαν προς Αγία Παρασκευή. …Ο [Γιουγκοσλάβος αρχηγός των παρτιζάνων] Τέμπο έκανε την ακόλουθη δήλωση στον εκπρόσωπό μας [του ΚΚΕ]: “Φοβάμαι πολύ ότι το ΚΚΕ θα βρεθεί, μαζί με τους Βρετανούς, αντιμέτωπο με τη Νέα Γιουγκοσλαβία και τη Σοβιετική Ενωση. Οι μονάδες που έφτασαν θα οπλιστούν από εμάς και θα σταλούν προς τον Νότο – αν ο ΕΛΑΣ προσπαθήσει να τις εμποδίσει, θα αμυνθούν. Αν τους επιτεθείτε θα στείλουμε βοήθεια”. Στη σερβική Μακεδονία ο κόσμος φώναζε στον εκπρόσωπό μας: “Εις θάνατον! Κρεμάστε τους!” για τους αφοπλισμένους και ξεγυμνωμένους Σλαβομακεδόνες που είχαν λιποτακτήσει προς εμάς. Τηλεγραφήστε αν εγκρίνετε τη στάση μας. Η κατάσταση παραμένει κρίσιμη. Η διατάραξη των σχέσεών μας με τη Γιουγκοσλαβία θα βλάψει τον αγώνα μας».
Σήμα για επιφυλακή
Στην Αθήνα, η πολιτική ηγεσία του ΚΚΕ είχε συμφωνήσει να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ, αλλά μόνο αν γινόταν το ίδιο και για τις δυνάμεις της 3ης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας («Ρίμινι») και του Ιερού Λόχου, πριν δημιουργηθεί εθνικός στρατός. Καθώς ο Παπανδρέου χρονοτριβούσε, η ηγεσία του ΚΚΕ στην Αθήνα με τηλεγράφημά της στις 9 Νοεμβρίου προειδοποίησε την ηγεσία του ΕΑΜ στη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα για πιθανό δεξιό πραξικόπημα:
«Η αντίδραση αποσκοπεί στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για πραξικόπημα και δικτατορία. Προσοχή. Ο ΕΛΑΣ θα πρέπει να παραμείνει στη θέση του μέχρι να εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις για την ομαλή εξέλιξη της κατάστασης. Θα διαλυθεί μόνο όταν αφοπλιστούν οι δυνάμεις από την Αίγυπτο και συγκροτηθεί νέος στρατός υπό τη διοίκηση ανδρών που απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης του αγωνιζόμενου λαού. Η πολιτοφυλακή [αστυνομική δύναμη του ΕΑΜ] θα πρέπει να παραμείνει στη θέση της μέχρι να σχηματιστεί μια εθνοφυλακή [κυβερνητική αστυνομική δύναμη] που να ανταποκρίνεται στη θέληση του λαού. Η χωροφυλακή πρέπει να διαλυθεί. Φροντίστε να δημιουργηθεί δημοκρατικό μέτωπο απέναντι στον κίνδυνο της μοναρχίας».
Το ΚΚΕ δεν επεδίωξε να πολώσει περαιτέρω την κατάσταση. Στις 20 Νοεμβρίου, έντεκα ημέρες μετά την προειδοποίηση προς τις δυνάμεις του να είναι σε επιφυλακή, ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Γιώργος Σιάντος («ο Γέρος») έδωσε εντολή στον στρατηγό Σαράφη, επικεφαλής του ΕΑΜ, να συναντηθεί με τον στρατηγό Σκόμπι –ο Σιάντος επέπληξε κι αυτός τον Aρη Βελουχιώτη για τη δημιουργία προκλήσεων– και του είπε:
«…να μην υπογράψει την αλληλογραφία προς τον στρατηγό Σκόμπι. Η συνάντηση του Καπετάνιου και οι υποδείξεις σας προς αυτούς [να κατέβουν στην Αθήνα] είναι απερίσκεπτες. Την παρούσα στιγμή αυτό δημιουργεί σύγχυση και πολύ επικίνδυνες παρεξηγήσεις. Σας εφιστούμε την προσοχή σε τέτοια ζητήματα. Ο Μάρκος πρέπει να πάει στο πόστο του [στη Μακεδονία]».
Σε μια άλλη ένδειξη ότι το ΚΚΕ εξακολουθούσε να επιδιώκει να κρατήσει τις επιλογές του ανοιχτές, δύο ημέρες αργότερα ο Σιάντος κάλεσε τα μέλη του κόμματος, τα μέλη του ΕΛΑΣ και τα μέλη της Εθνικής Πολιτοφυλακής του ΕΑΜ να είναι οι πρώτοι που θα ενταχθούν στην Εθνοφρουρά που δημιουργείται από την κυβέρνηση.
«Οι κομμουνιστές και οι ΕΑΜίτες πρέπει να οργανωθούν με ασφάλεια μέσα στην Εθνοφρουρά. Τα μέλη αυτού του σώματος θα πρέπει να είναι απολύτως ελεύθερα να διαβάζουν οποιαδήποτε εφημερίδα και να συζητούν για πολιτική. Αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει την άσκηση των καθηκόντων τους με υποδειγματικό τρόπο. Τα μέλη του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής του 1936 πρέπει να παραδώσουν τα όπλα τους στον ΕΛΑΣ πριν ενταχθούν στην Εθνοφρουρά. Τα υπόλοιπα μέλη της Εθνικής Πολιτοφυλακής, αφού περάσουν τα καθήκοντά τους στην Εθνοφρουρά, πρέπει να ενταχθούν στον ΕΛΑΣ με όλα τα όπλα και τον εξοπλισμό τους. Θα σας κρατάμε ενήμερους για οποιαδήποτε αλλαγή της κατάστασης».
Στις 25 Νοεμβρίου (Εγγραφο 3 226-CID-L51021) ο Στέργιος Αναστασιάδης, ο ηγέτης του ΚΚΕ στη Μακεδονία, μετέφερε στην Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ στην Αθήνα άλλες ανησυχίες από τον Βορρά:
«Το παρακάτω ελήφθη από τους Βούλγαρους. Αρχή: (1) Καμία πληροφορία σχετικά με την επίθεση που δέχτηκε ο Αντών Τσαούς στο (;) Νευροκόπι. 2.000 Ελληνες Εθνικιστές θέλησαν να περάσουν τα σύνορα στο Πέτριτς λόγω της απειλής των Κομμουνιστών, αλλά η [βουλγαρική] κυβέρνηση διέταξε να μην περάσουν τα σύνορα οι Εθνικιστές. Ενημερώστε μας για την εκστρατεία κατά των Εθνικιστών ώστε να μπορέσουμε να παράσχουμε κάθε δυνατή βοήθεια. Κοστόφ (Τέλος)».
«Ετοιμοι για την πρόκληση»
Στα τέλη Νοεμβρίου, η πολιτική τύχη του ΚΚΕ στην Αθήνα έμοιαζε να δυσκολεύει. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου είχε απορρίψει τη συμφωνία των κομμουνιστών για αποστράτευση του ΕΛΑΣ υπό τον όρο ότι θα αποστρατεύονταν και η Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος. Θορυβημένος, ο Σιάντος τηλεγράφησε στα γραφεία του ΚΚΕ όλης της χώρας, στις 28 Νοεμβρίου:
«Αυτό είναι απαράδεκτο. Η κατάσταση είναι κρίσιμη. Να είστε σε επιφυλακή και έτοιμοι να αποκρούσετε κάθε κίνδυνο. Η βρετανική και η ελληνική αντιπολίτευση απαιτούν τη διάλυση του Λαϊκού Στρατού μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου. Ταυτόχρονα επιμένουν στη διατήρηση των ελληνικών ένοπλων σωμάτων που έχουν οργανωθεί από Ελληνες φασίστες στη Μέση Ανατολή, με το επιχείρημα ότι αποτελούν συμμαχική δύναμη. Σκοπεύουν να επιβάλουν φασιστική δικτατορία με τη βοήθεια των παραπάνω φασιστικών σωμάτων και των μυστικών ενόπλων δυνάμεων των φασιστών στην Αθήνα μετά τη διάλυση του ΕΛΑΣ. Εμπιστευόμενοι τις οργανωμένες λαϊκές μας δυνάμεις, μεγάλο μέρος των οποίων είναι ένοπλες, θέσαμε ως όρο για τη διάλυση του ΕΛΑΣ την ταυτόχρονη διάλυση όλων των ενόπλων δυνάμεων της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένης της Χωροφυλακής. Οι Βρετανοί το αρνήθηκαν και πιέζουν την αντιπολίτευση να ξεκινήσει εμφύλιο πόλεμο. Αυτό μπορεί να γίνει ανά πάσα στιγμή. Εμείς είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε την πρόκληση».
Τα έγγραφα που παρουσιάζει σήμερα η «Κ» κατασχέθηκαν από Βρετανούς αξιωματούχους κατά τη διάρκεια εφόδων στα γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις στις αρχές Δεκεμβρίου του 1944 και περιήλθαν στο αμερικανικό Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS).
Την επόμενη ημέρα ο Σιάντος τηλεγράφησε και πάλι στις βάσεις του ΚΚΕ/ΕΑΜ σε Μακεδονία, Ηπειρο, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο ότι η κατάσταση είναι «εξαιρετικά κρίσιμη. Η αντιπολίτευση είναι έτοιμη να ξεκινήσει εμφύλιο πόλεμο εμμένοντας στη διατήρηση της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου και στη διάλυση του ΕΛΑΣ. Ενημερώστε [τον] κόσμο. Λάβετε όλα τα μέτρα για την αντιμετώπιση κάθε ενδεχόμενου. Το δίκαιο είναι με το μέρος μας. Εχετε πίστη στην πολιτική μας και στις δυνάμεις μας. Η νίκη είναι δική μας».
Την επόμενη ημέρα, στις 30 Νοεμβρίου, το ΚΚΕ προετοιμαζόταν για στρατιωτική δράση. Ο στρατηγός Μάντακας, στρατιωτικός διοικητής του ΕΛΑΣ στην Αθήνα, έστειλε τηλεγράφημα στο Αρχηγείο του ΕΛΑΣ για να στείλουν «εκρηκτικά και νάρκες για πιθανές μάχες σε κατοικημένες περιοχές, κατά προτίμηση μέσω της 2ης Μεραρχίας. Ομοίως θεωρείται σκόπιμο να πάνε έξι ομάδες δυναμιτιστών στο 1ο Σώμα Στρατού. Οι άνδρες τους θα πρέπει να σταλούν ανά μικρές ομάδες (“σποραδικά”) με το πρόσχημα της (εξόδου λόγω) άδειας, το συντομότερο δυνατό. Θα πρέπει επίσης να επισπευσθεί η αποστολή των ζητούμενων συσκευών ασύρματης μετάδοσης, μαζί με το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό».
Την ίδια ημέρα ο Σιάντος ενημέρωσε το Αρχηγείο του ΕΛΑΣ ότι η διαταγή του στρατηγού Σκόμπι για αποστράτευση του ΕΛΑΣ θα έπρεπε να αγνοηθεί:
«Ο Σκόμπι τύπωσε διαταγή και προκήρυξη σχετικά με την αποστράτευση του ΕΛΑΣ στις 10 Δεκεμβρίου. Καμία παρόμοια κυβερνητική διαταγή δεν έχει υπογραφεί από το Υπουργικό Συμβούλιο. Αυτό εξαρτάται από την πολιτική συμφωνία που ακόμη δεν έχει επιτευχθεί. Μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση δεν πρέπει να γίνει καμία αποστράτευση του ΕΛΑΣ. Αντίθετα, πρέπει να είστε έτοιμοι να αποκρούσετε οποιαδήποτε επίθεση που μπορεί να προκύψει. Θα σας κρατάμε ενήμερους για τις εξελίξεις. Υπό τις παρούσες συνθήκες είναι αδύνατον η Εθνική Πολιτοφυλακή να παραδώσει τα καθήκοντά της στη νεοσύστατη Εθνοφρουρά».
Ο Τίτο και οι Βούλγαροι
Στα τέλη Νοεμβρίου, το ΚΚΕ είχε στείλει τον Ανδρέα Τζήμα και τον Στέργιο Αναστασιάδη για διαβουλεύσεις με τον Τίτο και τους Βούλγαρους ηγέτες. Τέσσερις ημέρες πριν από τους πυροβολισμούς στην πλατεία Συντάγματος, στις 30 Νοεμβρίου, ο Αναστασιάδης ανέφερε στους ηγέτες του ΚΚΕ στην Αθήνα σε ένα δεύτερο μήνυμα από τα κεντρικά γραφεία του ΚΚΕ/ΕΑΜ στη Μακεδονία ότι «είχε δει τους Βούλγαρους και τον Τίτο. Συνιστούν να επιμείνουμε να μην αφοπλιστούμε. Καμία βρετανική παρέμβαση».
Από εκείνο το σημείο και στο εξής οι συνθήκες επιδεινώθηκαν ραγδαία. Την Παρασκευή 1η Δεκεμβρίου παραιτήθηκαν οι τρεις υπουργοί του ΕΑΜ στην κυβέρνηση Παπανδρέου, και την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου δόθηκε για πρώτη φορά άδεια στο ΕΑΜ να πραγματοποιήσει διαδήλωση διαμαρτυρίας στην πλατεία Συντάγματος, η οποία ακυρώθηκε αιφνιδιαστικά για να επιτραπεί και πάλι. Καθώς οι διαδηλωτές πλησίαζαν το αρχηγείο της Αστυνομίας στην πλατεία, η μεγάλη φρουρά της άνοιξε πυρ και πολλοί διαδηλωτές σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν. Τις ημέρες που ακολούθησαν, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιτέθηκαν στα αστυνομικά τμήματα της πόλης, ενώ σε πολλά σημεία της Αθήνας και στα προάστια ξέσπασαν μάχες μεταξύ του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και των ελληνικών δυνάμεων ασφαλείας, που σύντομα είχαν και την υποστήριξη των βρετανικών στρατευμάτων.
Στις 5 Δεκεμβρίου ο Τσώρτσιλ έδωσε εντολή στον Σκόμπι να αναλάβει αποφασιστική δράση (Churchill, Triumph & Tragedy, 289):
«Είσαι υπεύθυνος για τη διατήρηση της τάξης στην Αθήνα και για την εξουδετέρωση ή διάλυση των ομάδων του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ που πλησιάζουν την πόλη… Μπορείς να θεσπίσεις οποιουσδήποτε κανονισμούς χρειάζονται για τον αυστηρό έλεγχο των δρόμων ή για τη συγκέντρωση οποιουδήποτε αριθμού απείθαρχων ατόμων… Μη διστάσεις να ενεργήσεις σαν να βρισκόσουν σε πόλη υπό κατοχή, όπου βρίσκεται σε εξέλιξη τοπική εξέγερση…».
Αμερικανική κριτική στη Βρετανία
Η βία στην Αθήνα προκάλεσε έντονο διεθνές ενδιαφέρον και κριτική κατά των βρετανικών αρχών. Παρά τις στενές σχέσεις μεταξύ Λονδίνου και Ουάσιγκτον, κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, η αμερικανική πρεσβεία και το OSS παρέμειναν παθητικοί παρατηρητές, αλλά σαφείς επικριτές των Βρετανών. Ο πρέσβης ΜακΒέι ανέφερε στο ημερολόγιό του (Ambassador MacVeagh Reports, 660-661) ότι ο Σβώλος, ο υπουργός του ΕΑΜ που είχε παραιτηθεί από το υπουργικό συμβούλιο του Παπανδρέου, του είπε: «Οι Βρετανοί πρέπει να δώσουν στους Ελληνες την εντύπωση τουλάχιστον ότι είναι ένας ελεύθερος λαός…». Στον πρόεδρο Ρούζβελτ, ο ΜακΒέι έγραψε στις 8 Δεκεμβρίου ότι, όπως φοβόταν εδώ και πολλούς μήνες, «οι πειθαρχημένοι Βρετανοί και οι ανυπότακτοι Ελληνες έφτασαν επιτέλους σε σύγκρουση». Πίστευε ότι το πρόβλημα ήταν ο «τρόπος που η Βρετανία αντιμετώπιζε αυτή τη φανατικά φιλελεύθερη χώρα (που ποτέ δεν έχει υποκύψει σε διαταγές με ήσυχο τρόπο) σαν να αποτελείτο από ιθαγενείς υπό το βρετανικό Ρατζ… Η πρόσφατη απαγόρευση του κ. Τσώρτσιλ προς τους Ελληνες να επιχειρήσουν μια πολιτική λύση τη δεδομένη χρονική στιγμή, αν ήταν γκάφα, ήταν μόνο η πιο πρόσφατη από μια μακρά σειρά από γκάφες κατά τη διάρκεια ολόκληρης της πορείας του σημερινού πολέμου».
Κατά τις αρχικές ημέρες των συγκρούσεων στην Αθήνα, ο επικεφαλής του OSS στην πρωτεύουσα, Τζέραλντ Ελς, έγραψε στους ανωτέρους του στο Κάιρο ότι «δεν θα μπορούσα να υπερτονίσω την εντύπωσή μου για τον αδιάλλακτο και συνάμα αδέξιο τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν [οι Βρετανοί] όλη αυτή την υπόθεση». Σε επιστολή του (Εγγραφο 4, 226-210-WΝ10690) σημείωνε ότι δύο φορές οι Βρετανοί είχαν «ασκήσει βέτο σε συμφωνίες που επιτεύχθηκαν από την ίδια την κυβέρνηση και οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν προλάβει τις σημερινές εχθροπραξίες. Η πρώτη φορά ήταν όταν η κυβέρνηση συμφώνησε ότι όλες οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Ορεινής Ταξιαρχίας, θα διαλύονταν. Ο ίδιος ο Παπανδρέου συμφώνησε σε αυτό, αλλά ο Σκόμπι το απαγόρευσε. Η δεύτερη φορά ήταν όταν ο Τσώρτσιλ απαγόρευσε στον Παπανδρέου να παραιτηθεί. Οι διαπραγματεύσεις είχαν ήδη προχωρήσει για να αναλάβει ο Σοφούλης – ναι, μια ανεπαρκής λύση, αλλά μια ελληνική λύση, και οι Κομμουνιστές θα έμεναν στην κυβέρνηση».
Στην Ουάσιγκτον, αξιωματούχοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ απηχούσαν παρόμοια αισθήματα. Σε ένα σχέδιο υπομνήματος προς τον Πρόεδρο, το οποίο στη συνέχεια δεν εστάλη, έγραφαν ότι:
«Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι το τραγικό αποκορύφωμα αρκετών ετών ανεπαρκούς, αλλά αυταρχικής βρετανικής παρέμβασης στις υποθέσεις του εξόριστου Ελληνα βασιλιά και της ελληνικής κυβέρνησης. Παρά τις προσπάθειές μας να διαχωρίσουμε τη θέση μας από αυτή τη βρετανική πολιτική, αναπόφευκτα, στο μυαλό της κοινής γνώμης, είμαστε εμπλεγμένοι. Μέχρι σήμερα ο Βασιλιάς δεν έχει δώσει καμία οριστική υπόσχεση ότι δεν θα επιστρέψει στην Ελλάδα πριν από το δημοψήφισμα και έχει αρνηθεί να διορίσει Αντιβασιλέα. (Εχει υπάρξει πρόταση για τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό ο οποίος χαίρει της αποδοχής όλων των ομάδων). Αυτός φαίνεται να είναι ο βασικός λόγος που το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ αρνείται να παραδώσει τα όπλα του, εκτός αν αφοπλιστούν ταυτόχρονα η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος, όρος που η κυβέρνηση απέρριψε με βρετανική στρατιωτική υποστήριξη. Μπορεί να υπάρχει βάση για την καχυποψία του ΕΑΜ απέναντι στον ελληνικό “Στρατό” και την απαίτησή του να αφοπλιστεί ταυτόχρονα αυτός ο “Στρατός”, όσο παράλογη και αν φαίνεται επιφανειακά μια τέτοια απαίτηση. Θα θυμόσαστε ότι οι ελληνικές δυνάμεις στην Αίγυπτο εκκαθαρίστηκαν από τους συμπαθούντες το ΕΑΜ (περίπου τα δύο τρίτα της δύναμής τους) μετά την ανταρσία της περασμένης άνοιξης».
Πόνταραν στον αντίκτυπο της σύγκρουσης
Η ηγεσία του ΚΚΕ σύντομα διαπίστωσε ότι το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ είχε ελάχιστες πιθανότητες να νικήσει τις συνασπισμένες βρετανικές και ελληνικές δυνάμεις, αλλά ακόμη ήλπιζε να επωφεληθεί στο τέλος από τη βία. Ηδη στις 6 Δεκεμβρίου ο γενικός γραμματέας του ΕΑΜ Δημήτριος Παρτσαλίδης δήλωσε στην Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ ότι «με την επέκταση και παράταση του αγώνα θα δοθεί η εντύπωση, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ότι το κίνημα είναι πολύ διαδεδομένο και υποστηρίζεται από μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Η εντύπωση αυτή, ελπίζουμε, θα επιφέρει τελικά τη ρωσική και αμερικανική παρέμβαση».
«Ακόμα και αν υπάρχει μικρή ή και καμία ελπίδα νίκης κατά των βρετανικών δυνάμεων», ο Παρτσαλίδης προέτρεψε να συνεχιστεί η αντίσταση:
«Η παράταση του αγώνα θα προκαλέσει τον μέγιστο αριθμό θυμάτων στον ελληνικό άμαχο πληθυσμό και θα δημιουργήσει έτσι ένα άνευ προηγουμένου μίσος για τους Βρετανούς. Αυτό», υποστήριζε, «θα σήμαινε μεγαλύτερη λαϊκή υποστήριξη του ΚΚΕ. Ετσι θα άνοιγε ο δρόμος για να περιέλθει η Ελλάδα υπό ρωσική επιρροή και να ενταχθεί στη Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία, εις βάρος των βρετανικών συμφερόντων».
Απευθυνόμενος στην ίδια συγκέντρωση, εκ μέρους του ΚΚΕ, ο Γιάννης Ζέβγος, πρόσθεσε ότι ακόμη και αν ηττηθούν από τους Βρετανούς στη Νότια Ελλάδα, οι αριστερές δυνάμεις «θα συγκεντρωθούν στη Μακεδονία, η οποία θα ανακηρυχθεί αυτόνομο κράτος. Ο ΕΛΑΣ θεωρεί ότι στη Μακεδονία θα λάβει άφθονο πολεμικό υλικό από τη Βουλγαρία».
Η αισιοδοξία των Ελλήνων κομμουνιστών ηγετών ως προς τη διεθνή στήριξη στον αγώνα τους αποδείχτηκε προϊόν πλάνης. Στη Μόσχα, στις 8 Δεκεμβρίου, ο Δημητρόφ κατέγραψε (Γκεόργκι Δημητρόφ, «Σελίδες από το απόρρητο ημερολόγιο», εκδ. Καστανιώτης) ότι διαβίβασε στον Σοβιετικό υπουργό Εξωτερικών Μολότοφ ένα ερώτημα του στελέχους του ΚΚΕ Πέτρου Ρούσσου, ο οποίος είχε φθάσει πρόσφατα στη Σόφια: «Μπορεί να παρασχεθεί βοήθεια στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας για να αντιταχθεί στην ένοπλη επέμβαση της Αγγλίας;». Την επόμενη ημέρα έγραψε στο ημερολόγιό του ότι είχε ενημερώσει τη Σόφια ότι «στην παρούσα κατάσταση οι Ελληνες φίλοι μας δεν θα μπορούν να υπολογίζουν σε ενεργό επέμβαση και βοήθεια από εδώ. Επίσης συμβούλεψα την Κ.Ε. του Βουλγάρικου Κομμουνιστικού Κόμματος να μην εμπλακεί άμεσα [με] την απαρχή του εσωτερικού αγώνα στην Ελλάδα».
Προσκλητήρια μετά την ανακωχή
Η ήττα δεν αποθάρρυνε την ιεραρχία του κόμματος. Ημέρες μετά την ανακωχή, οι ελληνικές στρατιωτικές αρχές απέσπασαν τρία έγγραφα, με ημερομηνία τέλη Ιανουαρίου 1945, από την ηγεσία του ΚΚΕ Πελοποννήσου. Το πρώτο, με ημερομηνία 19 Ιανουαρίου, απευθύνεται απλώς στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας:
«Αγαπητοί σύντροφοι: Μετά την ανακωχή, η Επιτροπή του ΕΑΜ αναχώρησε για την Αθήνα για να διαπραγματευτεί με την κυβέρνηση. Η βάση αυτών των διαπραγματεύσεων θα είναι η εξασφάλιση των λαϊκών ελευθεριών, η εκκαθάριση του στρατού και των κρατικών αρχών από τους φασίστες και η διευκόλυνση των εκλογών μέσω δημοψηφίσματος. Από τη συμμαχία των Βρετανών με την αντιπολίτευση ζητάμε, επίσης, μια Συμμαχική Επιτροπή που θα αποτελείται από Αμερικανούς, Ρώσους, Βρετανούς και Γάλλους αντιπροσώπους για να αναλάβει τη λύση του ελληνικού προβλήματος.
Πέρα από τα παραπάνω, η οργάνωσή μας, εντός της υπό βρετανικό έλεγχο επικράτειας, πρέπει να συνεχίσει να οργανώνει λαϊκές διαδηλώσεις για τη διασφάλιση των λαϊκών ελευθεριών, υποστηριζόμενες από οικονομικά αιτήματα. Ομοίως, η οργάνωσή μας πρέπει να υλοποιήσει την τεχνική οργάνωση για την προσαρμογή σε νέες συνθήκες, σύμφωνα με τις οδηγίες που εκδόθηκαν προηγουμένως. Η αδιαλλαξία της δεξιάς, που βασίζεται στην αμέριστη βρετανική υποστήριξη, μπορεί να οδηγήσει σε μια νέα σύγκρουση, οπότε είναι πιθανό η νέα εκστρατεία να πάρει τη μορφή ανταρτοπόλεμου, ανεξάρτητα από τις μάχες στις πόλεις. Σε κάθε περίπτωση η οργάνωσή μας πρέπει να ξεκινήσει να σαμποτάρει την κινητοποίηση του Πλαστήρα. Ταυτόχρονα πρέπει να ληφθούν όλα τα μέτρα για την οργάνωση “πυρήνων” του ΚΚΕ στις ομάδες του Πλαστήρα για να γίνει εντατική διαφωτιστική δουλειά. Πρέπει να επιλέξουμε από τους άνδρες μας εκείνους που βρίσκονται σε ηλικία κινητοποίησης, οι οποίοι δεν είναι γνωστοί ως κομμουνιστές, και να τους τοποθετήσουμε στον νέο Στρατό, αφού τους εκπαιδεύσουμε στα καθήκοντά τους. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε στην τρέχουσα εκστρατεία, ειδικά για τα νέα μέλη μας, καθιστούν απαραίτητο να αναπτύξουμε στον οργανισμό μας πίστη, αυτοπεποίθηση και ενθουσιασμό για την τελική μας νίκη. Η νίκη είναι δική μας.
Καταστρέψτε αυτή την επιστολή μόλις τη διαβάσετε, αλλά κρατήστε τα σημεία της στο μυαλό σας. Με συντροφικούς χαιρετισμούς, Κομματική Επιτροπή Περιοχής Πελοποννήσου».
Το δεύτερο έγγραφο, που συντάχθηκε στην Τρίπολη και είχε ημερομηνία 17 Ιανουαρίου, ήταν από τη Διοίκηση Πελοποννήσου προς την Επαρχιακή Επιτροπή:
«Αγαπητοί σύντροφοι,
Σας έχουν δοθεί προηγούμενες οδηγίες για τη δημιουργία μυστικού παράνομου μηχανισμού για την εξασφάλιση της τακτικής πολιτικής καθοδήγησης υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Σας δίνουμε τώρα την ακόλουθη εντολή για άμεση εκτέλεση.
(Στη συνέχεια δίνονται έξι εντολές οι οποίες συνοψίζονται ως εξής):
Επίταξη σπιτιών με μυστικές κρυψώνες κατάλληλες για τη στέγαση κρυφών “Γιαφκών”, (στα ρωσικά) σπιτιών ή καταστημάτων που θα χρησιμοποιούνται ως σημεία σύνδεσης. Συγκρότηση μυστικών τυπογραφείων με αποθέματα χαρτιού και διαφόρων εκτυπωτικών μηχανημάτων. Οδηγίες για τον τρόπο λειτουργίας της υπόγειας προπαγάνδας και του κομματικού μηχανισμού. Τα νέα μέλη που εντάσσονται στο κόμμα να έχουν καλή κάλυψη, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πράκτορες και τα σπίτια τους ως σημεία συνάντησης. Ειδικά οι γυναίκες πρέπει να χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοι. Κατά την οργάνωση όλων αυτών πρέπει να έχουμε κατά νου ότι είμαστε “εκτός νόμου”. Θα συνεχίσουμε την κινητοποίηση του λαού για την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών και, την ίδια στιγμή, ας είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε όλα τα γεγονότα. Πρέπει να δοθεί ειδική προσοχή στη δημιουργία ενός δημοκρατικού μετώπου που θα ενθαρρύνει το μαζικό πολιτικό έργο.
Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην προπαγάνδα σε όλες τις μαζικές οργανώσεις, εταιρείες, σωματεία και συνδικάτα.
Πρέπει να δοθεί προσοχή στην επαρχία, ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ομάδων ένοπλης αντιπολίτευσης και η διείσδυσή τους από τη Βόρεια στη Νότια Πελοπόννησο. Πρέπει να φροντίσετε και να προσπαθήσετε να επιβάλετε το σύστημα των επιτροπών διοίκησης.
Καταστρέψτε το παρόν έγγραφο και ενημερώστε μας για την παραλαβή του. ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΦΑΣΙΣΜΟ – ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟ ΛΑΟ για την Επιτροπή Πελοποννήσου. (Σφραγίδα του ΕΑΜ)».
Το τρίτο έγγραφο, με ημερομηνία 24 Ιανουαρίου, περιγράφει τις πληροφορίες που ζητούσε το ΚΚΕ:
«1. Συνολικές εχθρικές δυνάμεις σε διάφορες περιοχές. 2. Λεπτομέρειες για τον διοικητή της δύναμης. 3. Δραστηριότητα. Περίπολοι, κινήσεις, μέθοδοι φύλαξης στρατώνων, αποθηκών και στρατιωτικών γραφείων, συμπεριφορά έναντι πολιτών, οργανώσεων κ.λπ. 4. Οπλισμός. Λεπτομέρειες για τυφέκια, αυτόματα, πυροβόλα, ποσότητες πυρομαχικών, τεθωρακισμένα οχήματα. 5. Μεταφορές. Αριθμός φορτηγών με τις πινακίδες τους, ζώα μεταφοράς. 6. Εξοπλισμός. Αποθήκες τροφίμων, πυρομαχικών, όπλων, καυσίμων και αποθηκευτικοί χώροι. 7. Προμήθειες. Πού και με ποια μέσα φέρνουν τρόφιμα και πυρομαχικά; 8. Οχύρωση: Θέσεις πολυβόλων, αμυντικά πεδία, συρματοπλέγματα κ.λπ. 9. Ηθικό. Αξιωματικών και στρατιωτών. Αίσθημα αξιωματικών και ανδρών 10. Στρατοπέδευση. (Τι είδους εξοπλισμός;). 11. Σήματα. Μέσω ραδιοφώνου, ασύρματου κ.λπ. 12. Θαλάσσια μέσα. Αριθμός πλοίων στο λιμάνι σε περιπολία, κ.λπ. 13. Ηθικό των οργανώσεων και των ανθρώπων στην περιοχή. 14. Ηθικό και δραστηριότητα της αντιπολίτευσης. Ο πληροφοριοδότης πρέπει να αναφέρει τον τόπο, τον χρόνο και την πηγή της πληροφορίας, ελέγχοντας κάθε λεπτομέρεια και δίνοντας την εκτίμησή του. Οι πληροφορίες πρέπει να μεταβιβάζονται γρήγορα και ο πληροφοριοδότης πρέπει να είναι διακριτικός».
«Ενήργησαν ανόητα»
Στη Μόσχα, προφανώς αγνοώντας τις υπόγειες δραστηριότητες του ΚΚΕ στην Πελοπόννησο, ο Δημητρόφ καταγράφει στις 19 Ιανουαρίου (Γκεόργκι Δημητρόφ, «Σελίδες από το απόρρητο ημερολόγιο», εκδ. Καστανιώτης) ένα τηλεφώνημα με τον Στάλιν, ο οποίος του είπε:
«Συμβούλεψα να μην αρχίσουν αυτές οι μάχες στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι του ΕΛΑΣ δεν έπρεπε να είχαν παραιτηθεί από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Εχουν αναλάβει περισσότερα από όσα μπορούν να διαχειριστούν. Προφανώς υπολόγιζαν ότι ο Κόκκινος Στρατός θα κατέβαινε στο Αιγαίο. Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Ούτε μπορούμε να στείλουμε τα στρατεύματά μας στην Ελλάδα. Οι Ελληνες ενήργησαν ανόητα… Οι Γιουγκοσλάβοι θέλουν να πάρουν την ελληνική Μακεδονία. Θέλουν και την Αλβανία, όπως και τμήματα της Ουγγαρίας και της Αυστρίας. Αυτό είναι παράλογο…».
Στις 12 Φεβρουαρίου, οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες ανέφεραν ότι: «Ο αντιπρόσωπός μας στην Αθήνα μας τηλεγράφησε τον ακόλουθο απολογισμό για τις σχέσεις του ΕΑΜ/ΚΚΕ με τον Τίτο και τους Ρώσους, από την αρχή της εξέγερσης. Ο απολογισμός αυτός προέρχεται από μια συνήθως αξιόπιστη ελληνική πηγή, η οποία έχει επαφές με το Πολιτικό Γραφείο Διασύνδεσης του ΕΑΜ και η οποία είναι πεπεισμένη ότι οι πληροφορίες της είναι απολύτως ακριβείς:
8 Δεκεμβρίου. Ο Τζήμας φτάνει στη Θεσσαλονίκη από το αρχηγείο του Τίτο.
10 Δεκεμβρίου. Εκφωνεί λόγο διαβεβαιώνοντας για την ηθική υποστήριξη του Τίτο στον αγώνα.
11 Δεκεμβρίου. Συναντά τον Σιάντο και τον Ζέβγο στη Λαμία για να αναφέρει τα αποτελέσματα της αποστολής του στον Τίτο. Λέει ότι ο Τίτο εκφράζει τη συμπάθειά του, αλλά δεν θα προχωρήσει περαιτέρω χωρίς τη ρωσική συγκατάθεση, την οποία δεν είναι διατεθειμένος να ζητήσει. Ο Τίτο τον συμβούλεψε να πει στην Κ.Ε. του ΚΚΕ να στείλει αντιπροσώπους στη Μόσχα.
15 Δεκεμβρίου. Η Κ.Ε. του ΚΚΕ αποφασίζει να στείλει στη Μόσχα τον Ρούσσο, γνωστό κομμουνιστή που είχε εκπαιδευτεί εκεί.
18 Δεκεμβρίου. Ο Ρούσσος παρουσιάζεται στις ρωσικές αρχές στη Σόφια, οι οποίες τον θέτουν αμέσως σε κατ’ οίκον περιορισμό.
21 Δεκεμβρίου. Ο Ρούσσος συνοδεύεται από Ρώσους στα ελληνικά σύνορα και επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, όπου ενημερώνει το ΚΚΕ για τις περιπέτειές του.
13 Ιανουαρίου. Η Κ.Ε. του ΚΚΕ λαμβάνει μήνυμα (πιθανότατα μέσω του αρχηγείου του Τίτο) με το οποίο ενημερώνεται ότι οι Ρώσοι αποδοκιμάζουν κατηγορηματικά την πολιτική και τις ενέργειές τους και επαναλαμβάνουν την οδηγία που δόθηκε στην Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) από τον Ποπώφ ότι το ΚΚΕ πρέπει να παραμείνει πιστό στο Κράτος και να συμμετέχει στην Εθνική Κυβέρνηση.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Μπακιρτζής παρατήρησε στον πληροφοριοδότη μας, στις 15 Ιανουαρίου, ότι η πολιτική του ΚΚΕ ήταν αδικαιολόγητη από τη στιγμή που ο Ποπώφ είχε εξηγήσει με σαφήνεια τη ρωσική στάση στον Μπακιρτζή, όταν ήταν πρόεδρος της ΠΕΕΑ.
Ο Κωνσταντόπουλος του Πολιτικού Γραφείου Διασύνδεσης του ΕΑΜ επισκέπτεται πολιτικούς στην Αθήνα, δηλώνοντας ότι η Επιτροπή Αθήνας του ΕΑΜ θεωρεί πλέον δεδομένη τη διευθέτηση και προσβλέπει στην επαναφορά της κανονικής πολιτικής δραστηριότητας σύντομα».
«Από καλοσύνη…»
Το ερώτημα γιατί η ΕΣΣΔ δεν έστειλε στρατεύματα στην Ελλάδα συνέχισε να συζητείται στους κύκλους του ΚΚΕ, ακόμη και μετά την ήττα του στον εμφύλιο πόλεμο. Οπως ο Τζήμας ανέφερε στο Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ, στις 16 Ιουνίου 1951 (Κόντης & Σφέτας 19-20): «Σε ερώτηση γιατί δεν προχώρησαν από τη Βουλγαρία κατευθείαν στην Ελλάδα όπου υπήρχαν Γερμανοί, λέγεται ότι οι Σοβιετικοί απάντησαν ότι είχε αποφασιστεί να φτάσουν στην Αθήνα από τα σύνορα πριν από τους Βρετανούς, οι οποίοι είχαν αποβιβαστεί στην Ελευσίνα, αλλά από καλοσύνη ο στρατάρχης Στάλιν υπέκυψε στις παρακλήσεις του Τσώρτσιλ και τους υποχρέωσε να αλλάξουν κατεύθυνση προς τη Γιουγκοσλαβία…».
Η ήττα του ΚΚΕ/ΕΑΜ στις μάχες στην Αθήνα και στον Πειραιά έβαλε τέλος στις συγκρούσεις των Δεκεμβριανών. Μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, το Τμήμα Μυστικών Πληροφοριών του OSS, στις 20 Φεβρουαρίου, ανέλυσε τις πολιτικές επιπτώσεις της συμφωνίας και προέβλεψε ότι: «Το σημαντικότερο αποτέλεσμα της συμφωνίας είναι ότι το ΕΑΜ, ως ένα είδος δεύτερης κυβέρνησης, εξαφανίζεται από τη σκηνή και η ευθύνη για την επόμενη φάση περνάει στην κυβέρνηση και τους Βρετανούς». Και συνεχίζοντας την ανάλυση:
«Ετσι υπάρχει κάθε λόγος να πιστεύουμε ότι δεν θα υπάρξουν άλλες εχθροπραξίες στην Ελλάδα φέτος, ή ακόμη και για αρκετά χρόνια. Τόσο οι Βρετανοί όσο και η Αριστερά έχουν φτάσει σε ένα σημείο που οδηγεί σταθερά μακριά από τον πόλεμο. Και η Δεξιά δεν μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα χωρίς τη βρετανική υποστήριξη.
Η επόμενη κίνηση εξαρτάται από την κυβέρνηση και τους Βρετανούς. Αν η συμφωνία εφαρμοστεί τίμια, οι περισσότερες από τις έντονες δυσαρμονίες θα αμβλυνθούν σταδιακά. (Πολλά εξαρτώνται επίσης από τον χειρισμό της αρωγής και της οικονομικής ανασυγκρότησης). Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι και στις δύο πλευρές που θα προσπαθήσουν να σαμποτάρουν τη συμφωνία. Πολλά εξαρτώνται από τους υπεύθυνους επικεφαλής –τους Βρετανούς από τη μία πλευρά και τους υψηλόβαθμους κομμουνιστές από την άλλη– ώστε να εμποδίσουν αυτούς τους δυσαρεστημένους από το να ρίξουν τη χώρα σε πολιτική αναταραχή. Αλλά σε κάθε περίπτωση θα πρόκειται για πολιτική αναταραχή, όχι για πόλεμο».
Ο σκεπτικισμός του ΚΚΣΕ
Σίγουρα, στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν τα ∆εκεμβριανά, οι αναγνώστες μπορεί να βγάλουν διαφορετικά συμπεράσματα σχετικά με την ιστορική σημασία των εγγράφων που περιλαμβάνονται σε αυτή τη συλλογή. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τις απόψεις τους για συγκεκριμένες πτυχές της κρίσης, είναι πιθανό να συμφωνήσουν ότι η έκβαση της αιματηρής σύγκρουσης δεν καθορίστηκε από τους Ελληνες, αλλά από τις ενέργειες και την αδράνεια των Συμμάχων, ιδίως της Βρετανίας του Τσώρτσιλ και της Σοβιετικής Ενωσης του Στάλιν. Οπως παρατήρησε δεκαετίες αργότερα ο γραμματέας του ΕΑΜ Δημήτρης Παρτσαλίδης:
«Από την αρχή, το Κ.Κ. της ΕΣΣΔ έβλεπε με σκεπτικισμό την έκβαση του ένοπλου αγώνα… [Ωστόσο] το Κ.Κ. της ΕΣΣΔ δεν μπορούσε να αποφασίσει να μας συμβουλεύσει να εγκαταλείψουμε τον ένοπλο αγώνα… Μας συμβούλευε μόνο να τον αναπτύξουμε με προσοχή. Δεν είχαμε καμία αντίρρηση…» (Μήτσος Παρτσαλίδης, «Διπλή Αποκατάσταση της Εθνικής Αντίστασης», σελ. 200, εκδ. Θεμέλιο).
*Ο κ. Ιωάννης Ο. Ιατρίδης είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Κρατικό Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ, συγγραφέας του βιβλίου «Revolt in Athens. The Greek Communist “Second Round,” 1944-1945» (1972) και επιμελητής της έκδοσης «Greece in the 1940s. A Nation in Crisis» (1981). Υπηρέτησε στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμυνας (1956-1958) και στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών του πρωθυπουργού (1956-1958).
**Ο κ. Ελίας Βλάντον είναι συγγραφέας του βιβλίου «Who Killed George Polk: The Press Covers Up a Death in the Family». Είναι ερευνητής με έδρα την Ουάσιγκτον, έχει μελετήσει αμερικανικά αρχεία για την Ελλάδα για περισσότερα από 40 χρόνια. Η συλλογή του αποτελούμενη από 5.000 έγγραφα για την Ελλάδα της εποχής του πολέμου (συμπεριλαμβάνονται πολλά από τα έγγραφα στα οποία βασίζεται αυτό το άρθρο) θα είναι σύντομα διαθέσιμη στο κοινό.