Η καθιέρωση του πολιτικού γάμου

Ενα τολμηρό νομοθετικό βήμα και η αναζήτηση συνεννόησης μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας

6' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, μετά τη νικηφόρο επικράτησή του στις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981, προμήνυε την αλλαγή και στις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, με δεδομένο ότι στην Καταστατική Διακήρυξη της 3ης Σεπτεμβρίου 1974 προβλεπόταν ρητώς ότι «διαχωρίζεται οριστικά η Εκκλησία από το Κράτος και κοινωνικοποιείται η μοναστηριακή περιουσία». Αν και τελικώς η σχέση με την Εκκλησία παρέμεινε αμετάβλητη, δεν έλειψαν οι επιμέρους κυβερνητικές πρωτοβουλίες, οι οποίες τη ρηγμάτωσαν και δοκίμασαν τις αντοχές της, καθώς προκάλεσαν την έντονη αντίδραση της Εκκλησίας. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η απόφαση της «κυβερνήσεως της Αλλαγής» να θεσμοθετήσει τον πολιτικό γάμο ως ισόκυρο με τον θρησκευτικό, η οποία ελήφθη κατά το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης και έχει καταγραφεί ως η πρώτη μεταπολιτευτικά σοβαρή κρίση στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας.

Δύο ατελέσφορες απόπειρες

Με τη Νεαρά 89 του Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού (τέλη 9ου αιώνα) ορίζεται η ιερολογία από ορθόδοξο κληρικό ως απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητα του γάμου («[…] καί τά συνοικέσια τῇ μαρτυρίᾳ τῆς ἱερᾶς εὐλογίας ἐρρῶσθαι κελεύομεν»). Αυτή η σύνδεση ιεροτελεστίας και σύναψης του γάμου, αφού διατηρείται σε όλη τη βυζαντινή περίοδο και την Τουρκοκρατία, περνάει στη νομοθεσία του νεότερου ελληνικού κράτους με το διάταγμα της Αντιβασιλείας της 23ης Φεβρουαρίου 1835 και εξακολουθεί να ισχύει αρχικώς μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα και αργότερα, με το παλαιό άρθρο 1367 ΑΚ, έως το 1982.

Η καθιέρωση του πολιτικού γάμου-1
Στον Δήμο Δάφνης οι πρώτοι που παντρεύονται με πολιτικό γάμο είναι δύο Βιετναμέζοι. 

Πριν από την εισαγωγή του πολιτικού, δηλαδή ενός θρησκευτικά αποχρωματισμένου γάμου από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, είχαν προηγηθεί αντίστοιχες, πλην ατελέσφορες απόπειρες κατά το παρελθόν. Οι προσπάθειες για την κατακύρωση της συνένωσης μέσω της πολιτικής οδού είχαν ξεκινήσει ήδη το 1926 από τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Ιωσήφ Κούνδουρο, που απορρίφθηκαν όμως από τον δικτάτορα Θ. Πάγκαλο. Το ζήτημα επανήλθε στην επικαιρότητα από τον Ελ. Βενιζέλο κατά την τελευταία περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον φιλελεύθερο πολιτικό. Ειδικότερα, κατά τη συνεδρίαση της Αναθεωρητικής Επιτροπής του Αστικού Κώδικα στις 2 Δεκεμβρίου 1930 ο Ελ. Βενιζέλος εισηγείται την αθροιστική συνύπαρξη πολιτικού και θρησκευτικού γάμου, αντιδρώντας με έμφαση στη μονομερή υποχρεωτικότητα του πρώτου. Στο ερώτημα, πάντως, εάν μπορεί ένας ορθόδοξος χριστιανός να κάνει πολιτικό γάμο, απάντησε: «Ενώ είμαι πλήρως σύμφωνος υπέρ της ελευθερίας της συνειδήσεως, λέγω μόνον εις τον πολίτην να είναι και αυτός ειλικρινής. Του λέγω: Θέλεις την ελευθερίαν της συνειδήσεώς σου; Την έχεις. Αλλά να μη μου λέγη κανείς ότι θέλει και ορθόδοξος χριστιανός να είναι, αλλά να μη κάμη τον γάμον με ιεροτελεστία…».

Πολυτάραχες συζητήσεις

Η καθιέρωση του πολιτικού γάμου-2
Εκδήλωση κατά της θέσπισης του πολιτικού γάμου. Οι αντιδράσεις της Εκκλησίας ήταν εντονότατες. Τελικά ο πολιτικός γάμος καθιερώνεται απλώς ως εναλλακτική, ισόκυρη εκδοχή του θρησκευτικού στο πλαίσιο μιας «win-win» συμφωνίας της Πολιτείας με την Εκκλησία.

Για πενήντα χρόνια ουδεμία σχετική πρωτοβουλία αναλαμβάνεται. Μέχρι τις 17 Φεβρουαρίου 1982, όταν, στο πλαίσιο των μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών της «κυβερνήσεως της Αλλαγής» του Ανδρέα Παπανδρέου στο πεδίο του οικογενειακού δικαίου, ο αρμόδιος επί της Δικαιοσύνης υπουργός Στάθης Αλεξανδρής εισάγει προς συζήτηση στη Βουλή νομοσχέδιο για την καθιέρωση του πολιτικού γάμου, δικαιολογώντας τη σχετική κυβερνητική απόφαση ως εξής: «Η μεγάλη αυτή καινοτομία στο δίκαιό μας επιβάλλεται από την ανάγκη περιφρούρησης της ανεξιθρησκίας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας που κατοχυρώνεται από το Σύνταγμά μας». Επειτα από πολύωρες και πολυτάραχες συζητήσεις, εντός και εκτός του Κοινοβουλίου, το νομοσχέδιο υπερψηφίζεται κατά πλειοψηφία στις 22 Μαρτίου με τις αρνητικές ψήφους της Νέας Δημοκρατίας, επί προεδρίας Ευάγγελου Αβέρωφ, και λίγο αργότερα, στις 7 Απριλίου, ο οικείος ν. 1250 δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενώ με το Προεδρικό Διάταγμα 391 καθορίζονται οι λεπτομέρειες για την τέλεση του πολιτικού γάμου. Να σημειωθεί, ασφαλώς, ότι δεν νομοθετείται η υποχρεωτικότητα του πολιτικού γάμου, όπως ήταν η αρχική κυβερνητική πρόθεση, αλλά καθιερώνεται απλώς ως εναλλακτική, ισόκυρη εκδοχή του θρησκευτικού στο πλαίσιο μιας «win-win» συμφωνίας της Πολιτείας με την Εκκλησία.

Η στάση της Ιεραρχίας

Ο κυβερνητικός σχεδιασμός για τη θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου συναντά τη σθεναρή αντίδραση της Εκκλησίας ήδη πριν από την ολοκλήρωσή του. Για την Εκκλησία είναι θέμα αρχής. Ο γάμος για αυτήν δεν αντιμετωπίζεται ως δικαιοπραξία ή απλώς ως πράξη ιδιωτικής ευσέβειας, αλλά αποτελεί μυστήριο, γεγονός που συνέχει όλη τη ζωή της Εκκλησίας, για αυτό, ως γνωστόν, τους πρώτους αιώνες ήταν συνδεδεμένος με τη Θεία Ευχαριστία. Στο πλαίσιο αυτό, συγκαλείται το τριήμερο 19-21 Ιανουαρίου 1982 σε έκτακτη συνεδρίαση η Ι. Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος για να ασχοληθεί με το ζήτημα, μετά τη συνάντηση εργασίας που είχαν στις 16 Ιανουαρίου οι αρμόδιες επιτροπές Πολιτείας και Εκκλησίας που συγκροτήθηκαν σχετικώς. Προηγείται ενημέρωση του επισκοποσυνοδικού σώματος από τον μητροπολίτη Δημητριάδος (μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών) Χριστόδουλο, ο οποίος, ως εισηγητής, επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι, για λόγους συνταγματικής συνέπειας προς το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, η Πολιτεία επιβάλλεται να εισαγάγει και τον πολιτικό γάμο ως εναλλακτική λύση για όσους δεν επιθυμούν ή δεν μπορούν να τελέσουν θρησκευτικό γάμο, διάφορο όμως ζήτημα συνιστά η υποχρεωτικότητά του για όλους ανεξαιρέτως.

Η καθιέρωση του πολιτικού γάμου-3
17 Φεβρουαρίου 1982: Η κατάθεση στη Βουλή του νομοσχεδίου με το οποίο θεσπίζεται ο πολιτικός γάμος, στην κορυφή της πρώτης σελίδας της «Κ».

Ακολούθως, αποφασίστηκαν ομοφώνως τα εξής: «[…] ὁ γάμος εἶναι μυστήριον καί ἡ ἱερολογία του ἀπαραίτητον στοιχεῖον κανονικῆς καί νομίμου συστάσεως αὐτοῦ. […] Ὡς ἐκ τούτου ὁ πολιτικός γάμος ἀποτελεῖ κατά τήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας ὄχι μόνον πορνείαν καί μοιχείαν ἀλλά καί παραβίασιν τῆς δογματικῆς της περί Μυστηρίων διδασκαλίας». Αν και δηλώνει η Εκκλησία ότι ανέχεται τον πολιτικό γάμο για όσους αρνούνται την ιερότητά του, αποφαίνεται ότι «οἱ τελοῦντες πολιτικόν γάμον ὀρθόδοξοι, θέτουν ἑαυτούς μόνοι των ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας […], ἀποκόπτονται [αυτής] ἐξ ἰδίας αὐτῶν ὑπαιτιότητος καί στεροῦνται τῶν εὐλογιῶν καί τῶν εὐχῶν της». Αξίζει να αναφερθεί ότι δεν τους απομακρύνει η Εκκλησία από τους κόλπους της, αλλά θεωρείται ότι οι ίδιοι με τη στάση τους τίθενται εκτός Εκκλησίας. Μάλιστα, στο πλαίσιο διαφώτισης της κοινής γνώμης για το ζήτημα, η Ι. Σύνοδος εξέδωσε τον Φεβρουάριο 1982 σχετικό ενημερωτικό φυλλάδιο «Προς το Λαό», υπό τον τίτλο «Εκκλησία και Πολιτικός Γάμος», όπου αποτυπώνει τη θέση της για τον πολιτικό γάμο, αναδεικνύοντας τις ποικίλες συνεπαγωγές και συνάφειές του από τη δική της οπτική.

Κλασικό παράδειγμα διαπάλης νομιμότητας και κανονικότητας

Η καθιέρωση του πολιτικού γάμου-4
Ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ. 

Σε μεταγενέστερη, από 5 Σεπτεμβρίου 1984 εγκύκλιό της, η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι «πολλοί πολιτικοί γάμοι τελοῦνται ὑπό τήν πίεσιν καί τήν ἀνάγκην εἰδικῶν οἰκογενειακῶν καί κοινωνικῶν συνθηκῶν καί ὄχι λόγῳ περιφρονήσεως τοῦ θρησκευτικοῦ γάμου καί ἀρνήσεως τῆς Ἐκκλησίας», με αποτέλεσμα, εφόσον ακολουθεί η τέλεση και θρησκευτικού γάμου, να αποκαθίσταται η κανονικότητα που είχε διασαλευθεί. Στη συνάφεια αυτή, η Εκκλησία της Ελλάδος χαρακτηρίζει την άρνηση βάπτισης, εκ μέρους ορισμένων κληρικών, τέκνων τα οποία προέρχονται από πολιτικό γάμο ως άστοργη και αδικαιολόγητη, «ἄνευ οὐδενός κανονικοῦ καί θεολογικοῦ ἐρείσματος». Δεν γίνονται, όμως, δεκτοί ως ανάδοχοι όσοι έχουν τελέσει πολιτικό γάμο, ενώ η τέλεση εξόδιας ακολουθίας (εκκλησιαστική κηδεία) σε αυτούς επαφίεται στην «ποιμαντικήν σύνεσιν καί διάκρισιν τοῦ ἐπιχώριου Μητροπολίτη».

Η Πολιτεία αποπειράται να νομοθετήσει εκλογικεύοντας το κανονικό δίκαιο και η Εκκλησία να «κανονικοποιήσει» τη νομοθεσία.

Η επιλογή από την Πολιτεία του διαζευκτικού συστήματος για την τέλεση του γάμου προϋποθέτει ασφαλή γνώση για το ποιος έχει την ιδιότητα του θρησκευτικού λειτουργού, από τη στιγμή που αυτή επάγεται και έννομες συνέπειες. Σε αυτό έχει συμβάλει αποφασιστικά η κατάρτιση ηλεκτρονικού μητρώου θρησκευτικών λειτουργών που τηρείται στο υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων ήδη από το έτος 2014, στους οποίους περιλαμβάνονται από το 2018 και εκείνοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ωστόσο, η καθιέρωση του πολιτικού γάμου, του οποίου η Εκκλησία σήμερα αναγνωρίζει τη νομική δεσμευτικότητα, δεν αποδέχεται όμως την κανονική εγκυρότητα, αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα διαπάλης νομιμότητας (νόμων της Πολιτείας) και κανονικότητας (κανόνων της Εκκλησίας). Η τελευταία έγκειται κυρίως στο ότι «η Πολιτεία αποπειράται να νομοθετήσει εκλογικεύοντας το κανονικό δίκαιο και η Εκκλησία να “κανονικοποιήσει” τη νομοθεσία». Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να επιβληθεί στην Εκκλησία η αποδοχή του πολιτικού γάμου, καθώς αυτή απολαμβάνει τη δική της θρησκευτική αυτονομία. Στο πλαίσιο αυτό, μάλιστα, έχει την ευχέρεια να επιλέξει τον τρόπο με τον οποίο θα μεταχειριστεί εκείνα από τα μέλη της τα οποία θα αποφασίσουν να τελέσουν πολιτικό γάμο, αφού ο τελευταίος προβλέπεται, ορθώς, ως δυνατότητα εκ του νόμου και για αυτά. Η ad hoc εξέταση κάθε περίπτωσης θα οδηγήσει σίγουρα στις δικαιότερες και πλέον φιλάδελφες λύσεις…

*Ο κ. Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δικηγόρος.

*Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT