Παναγιώτης Δαγκλής – Υπέρμαχος της εθνικής σύμπνοιας

Παναγιώτης Δαγκλής – Υπέρμαχος της εθνικής σύμπνοιας

«Απέναντι του προς την πατρίδα καθήκοντος δεν υπάρχουν Φιλελεύθεροι και μη. Υπάρχουν μόνο Έλληνες»

παναγιώτης-δαγκλής-υπέρμαχος-της-εθ-562859308

Ο Παναγιώτης Γ. ∆αγκλής γεννήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 1853 στην Αταλάντη Φθιώτιδας. Γονείς του ήταν ο Γεώργιος ∆αγκλής και η Ζαφειρούλα, κόρη του ταγματάρχη Γεωργίου Μαλάμου. Καταγόταν και από τους δύο γονείς του από το Σούλι της Ηπείρου, γεγονός για το οποίο ο ίδιος αισθανόταν ιδιαίτερα υπερήφανος. Μεγάλωσε σε μια οικογένεια με μεγάλη στρατιωτική παράδοση. Οι ιστορίες τις οποίες άκουγε μικρός μιλούσαν για τα κατορθώματα του συνονόματου παππού του στην Επανάσταση του 1821, δημιουργώντας στον ίδιο την επιθυμία να σταδιοδρομήσει στον ελληνικό στρατό. Η σχεδόν εξηκονταετής υπηρεσία του πατέρα του στον στρατό αποτέλεσε ένα επιπλέον κίνητρο για εκείνον να εγγραφεί στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1870. Στη συνέχεια, ακολούθησε μια άκρως επιτυχημένη στρατιωτική σταδιοδρομία, φθάνοντας μέχρι τον βαθμό του αντιστρατήγου μετά το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων. Παρότι ο ίδιος δεν ήταν συγκρουσιακός ως χαρακτήρας, βρέθηκε στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων την περίοδο του Εθνικού ∆ιχασμού, αποτελώντας ένα εκ των τριών ηγετικών μελών της Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης. Τα έντονα πολιτικά πάθη δεν επηρέασαν τον χαρακτήρα του, παραμένοντας έως το τέλος της ζωής του μετριοπαθής στις αντιλήψεις του. Απόδειξη της σύνεσης του χαρακτήρα του υπήρξε η περίοδος στην οποία βρέθηκε στο τιμόνι του Κόμματος Φιλελευθέρων, οπότε απέφυγε να υπεισέλθει σε μικροκομματισμούς στηρίζοντας τις αντιβενιζελικές κυβερνήσεις για χάρη της επίτευξης εθνικής σύμπνοιας. Όταν έφυγε από τη ζωή στις 9 Μαρτίου 1924, οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάστηκε στα δύσκολα χρόνια του ∆ιχασμού αναγνώρισαν το ήθος και τον πολιτισμό με τον οποίο πολιτεύτηκε.

Στην υπηρεσία της πατρίδας

Εθνική Εταιρεία, Μακεδονικός Αγώνας, Βαλκανικοί Πόλεμοι.

Έχοντας μεγαλώσει σε μια οικογένεια με μακρά στρατιωτική παράδοση, θα αποτελούσε έκπληξη να ακολουθήσει ο Παναγιώτης ∆αγκλής μια σταδιοδρομία διαφορετική από εκείνη του αξιωματικού του ελληνικού στρατού. Ξεκίνησε τις σπουδές του στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων τον Νοέμβριο του 1870 και αποφοίτησε επτά χρόνια αργότερα, ως αριστούχος, με τον βαθμό του ανθυπασπιστή Πυροβολικού. Επιθυμώντας διαρκώς να εμπλουτίζει τις γνώσεις του, την περίοδο 1883-1884 μετέβη στο Βέλγιο για μετεκπαίδευση. Πριν ακόμα περάσουν τρεις μήνες από την επιστροφή του στην Ελλάδα, τον Νοέμβριο του 1884 διορίστηκε υπασπιστής του επικεφαλής της γαλλικής αποστολής, η οποία κλήθηκε στην Ελλάδα με σκοπό την οργάνωση του ελληνικού στρατού, υποστράτηγου Victor Vosseur. Ευρισκόμενος στο πλευρό του Vosseur καθ’ όλη τη διάρκεια των τριάντα επτά μηνών της παραμονής του στην Ελλάδα, ο ∆αγκλής είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τις μεθόδους και τις τακτικές των Γάλλων στην οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων και στην προετοιμασία για έναν πόλεμο. Πολύτιμες για τον ίδιο αποδείχθηκαν οι γνωριμίες του με τους Γάλλους αξιωματικούς, με πολλούς εκ των οποίων διατήρησε επαφή δι’ αλληλογραφίας τα επόμενα χρόνια.

Παναγιώτης Δαγκλής – Υπέρμαχος της εθνικής σύμπνοιας-1
Ο Π. Δαγκλής και άλλες σημαίνουσες προσωπικότητες σε λαϊκή λιθογραφία της περιόδου μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Χανιά).

Μετά την ολοκλήρωση της υπηρεσίας του στο επιτελείο της γαλλικής αποστολής στην Ελλάδα, ο ∆αγκλής εθεωρείτο ένας από τους πιο καλά καταρτισμένους στο αντικείμενό τους αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, γεγονός το οποίο δεν διέφυγε της προσοχής της ηγεσίας του Υπουργείου Στρατιωτικών. Το 1889 ανέλαβε τα καθήκοντα καθηγητή της Πυροβολικής στη Σχολή Ευελπίδων, διατηρώντας τη θέση έως το καλοκαίρι του 1897. Έχοντας αφήσει πολύ καλές εντυπώσεις, το φθινόπωρο του 1899 ο ∆αγκλής κλήθηκε από τον βασιλιά Γεώργιο Α΄ να διδάξει στρατιωτικά μαθήματα στον πρίγκιπα Ανδρέα, ο οποίος επρόκειτο έπειτα από δύο χρόνια να αναλάβει καθήκοντα αξιωματικού του Ιππικού.

Η πρόσκληση του Γεωργίου Α΄ προκάλεσε αίσθηση στον ∆αγκλή, ο οποίος θεωρούσε ότι είχε πέσει σε δυσμένεια, επειδή υπήρξε «εκ των πρωτουργών μελών της Εθνικής Εταιρείας, ήτις ένεκα κακών και συκοφαντικών εισηγήσεων και παρεξηγήσεων εξελαμβάνετο υπό του βασιλέως ως αντιβασιλική και ως αιτία του επελθόντος ατυχούς Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897». Έχοντας διατελέσει διοικητικό στέλεχός της, αξιολόγησε θετικά το έργο της Εθνικής Εταιρείας, η οποία «είχεν συστηθή επί των ηθικωτέρων, αφιλοκερδεστέρων και πατριωτικωτέρων βάσεων». Εκτιμούσε πως το ατυχές αποτέλεσμα του πολέμου του 1897 δεν οφειλόταν τόσο στη δράση της Εταιρείας, όσο στην ταχύτητα με την οποία εξελίχθηκαν τα γεγονότα έπειτα από τις σφαγές εις βάρος των χριστιανών στην Κρήτη το 1896 και στην «αδέξια και αμφιταλαντευομένη πολιτεία της Κυβερνήσεως ∆εληγιάννη» [Ξ. Λευκοπαρίδης (επιμ.), Στρατηγού Π. Γ. ∆αγκλή. Αναμνήσεις – Έγγραφα – Αλληλογραφία, το Αρχείον του, τόμ. Α΄, Βιβλιοπωλείον Ε. Γ. Βαγιονάκη, Αθήνα 1965, σελ. 197].

Η Εθνική Εταιρεία δεν ήταν η μοναδική μυστική πατριωτική οργάνωση στην οποία συμμετείχε ο ∆αγκλής. Όπως σημείωσε ο ίδιος στις Αναμνήσεις του,: «Την 12ην Φεβρουαρίου 1908, κληθείς εν τω Υπουργείω των Στρατιωτικών υπό του Προέδρου της Κυβερνήσεως κ. Θεοτόκη, παρεκλήθην υπ’ αυτού να συμμετάσχω του Μακεδονικού Κομιτάτου, με την εντολήν να διευθύνω το ανατολικόν διαμέρισμα της εν Μακεδονία εργασίας, το αποτελούμενον εκ του Βιλαετίου Θεσσαλονίκης» (ό.π., τόμ. Α΄, σελ. 312). Αιτία για την ανάθεση της διεύθυνσης στον ∆αγκλή ήταν η άρνηση πολλών αξιωματικών, οι οποίοι είχαν αποσπαστεί στα ελληνικά προξενεία στη Μακεδονία, να υπαχθούν στη δικαιοδοσία του Μακεδονικού Κομιτάτου διαφωνώντας με τις μεθόδους δράσης του. Οι αξιωματικοί Μακεδονομάχοι δήλωσαν πως θα υποχωρούσαν στο θέμα της ανάληψης της οργάνωσης του αγώνα στο βιλαέτι Θεσσαλονίκης από το Κομιτάτο, αν ανετίθετο η ηγεσία του στον έμπειρο συνταγματάρχη. Φαίνεται πως ο ∆αγκλής ενέπνεε εμπιστοσύνη στους νέους αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν γοητευθεί από τις γνώσεις, τη μεθοδικότητα και τον χαρακτήρα του κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους στη Σχολή Ευελπίδων.

Παναγιώτης Δαγκλής – Υπέρμαχος της εθνικής σύμπνοιας-2
Λαϊκή λιθογραφία της εποχής που απεικονίζει τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο να εισέρχεται 
στη Θεσσαλονίκη έχοντας δίπλα του τον Π. Δαγκλή (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Χανιά).

Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο ∆αγκλής προχώρησε στη συγκέντρωση στοιχείων για την εκτίμηση της κατάστασης που επικρατούσε στον τομέα της δικαιοδοσίας του. Γρήγορα κατάλαβε πως οι εσωτερικές διαμάχες ήταν η βασική αιτία για την αποδιοργάνωση που εμφάνιζε ο αγώνας στη Μακεδονία. Οι προτάσεις του ∆αγκλή για ριζική αναδιοργάνωση του τρόπου με τον οποίο πραγματοποιείτο η ελληνική δράση στη Μακεδονία προσέκρουσαν στην αντίδραση του Συμβουλίου του Κομιτάτου και στην απροθυμία του πρωθυπουργού Γεωργίου Θεοτόκη να συγκρουστεί μαζί του. Ο ∆αγκλής επιχείρησε να εκβιάσει την αποδοχή των προτάσεών του δηλώνοντας την παραίτησή του. Παράλληλα, υπέβαλε στις 17 Απριλίου τις προτάσεις του ως υπόμνημα στον διάδοχο Κωνσταντίνο. Με τον κίνδυνο να βρεθεί ακέφαλος ο αγώνας στη Μακεδονία, η παραίτηση του ∆αγκλή ανακλήθηκε και επιτεύχθηκε συμβιβασμός ανάμεσα στις δύο πλευρές, όχι όμως στο μέτρο που ανέμενε ο συνταγματάρχης.

«Τι όνειρο απίστευτο! Τα Γιάννενά μας ελεύθερα με το σπαθί μας […]. Ο Διάδοχός μας όπως τον ονειρευθήκαμε μεγάλος, κατακτήσας την καρδιά παντός Έλληνος με το σπαθί του. Κοντά του σεις, ο γενναίος και σοφός στρατηγός, ο Ηπειρώτης ο μεγαλόκαρδος», ανέφερε σε επιστολή του προς τον Δαγκλή ο Κωνσταντίνος Μελάς.

Η εξέλιξη των γεγονότων στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων μετά την Επανάσταση των Νεοτούρκων κατέστησε επιτακτική την αναδιοργάνωση της ελληνικής δράσης στα αλύτρωτα εδάφη. Μέσα στον Αύγουστο του 1908, ο ∆αγκλής εξουσιοδοτήθηκε να καταρτίσει από κοινού με άλλους αξιωματικούς και διπλωμάτες, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει στη Μακεδονία, ένα «ειδικό στρατιωτικό γραφείο» για την υποκατάσταση του ανεπαρκούς πλέον να επιτελέσει τον ρόλο του Μακεδονικού Κομιτάτου. Έτσι προέκυψε η Πανελλήνιος Οργάνωσις «προς συνένωσιν των απανταχού ελληνικών δυνάμεων επί τω τέλει της υπερασπίσεως και προαγωγής των συμφερόντων του ελληνισμού» (ό.π., τόμ. Α΄, σελ. 359). Ο ∆αγκλής και οι συνεργάτες του κατάφεραν σε σύντομο χρονικό διάστημα να επιτελέσουν σημαντικό έργο, δημιουργώντας επαναστατικές δομές στα μείζονα αστικά κέντρα της Ηπείρου, της Μακεδονίας, της Θράκης και της Κωνσταντινούπολης.

Οι προτάσεις του ∆αγκλή, όμως, για θεσμική κατοχύρωση της οργάνωσης ως υπηρεσίας συνδεδεμένης στο Υπουργείο Εξωτερικών δεν εισακούστηκαν. Η ανακάλυψη της οργάνωσης από τις οθωμανικές αρχές τον Ιούλιο του 1909 σήμανε την αρχή του τέλους της δράσης της. Τον Νοέμβριο του 1909, ο ∆αγκλής υπέβαλε την παραίτησή του από τη διεύθυνσή της.

Αναμφίβολα, η κορυφαία στιγμή στη στρατιωτική σταδιοδρομία του Παναγιώτη ∆αγκλή υπήρξε ο διορισμός του ως αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, τον Αύγουστο του 1912. Από κοινού με τον αρχιστράτηγο διάδοχο Κωνσταντίνο και τον υπαρχηγό του Επιτελείου Βίκτωρα ∆ούσμανη, «έχοντας ως βοηθούς τους καλλίστους αξιωματικούς Μεταξάν, Πάλλην και Στρατηγόν», κατέστρωσαν τα επιχειρησιακά σχέδια για τη νικηφόρα εκστρατεία του ελληνικού στρατού στη Μακεδονία το φθινόπωρο του 1912. Στις 28 Οκτωβρίου εισήλθε έφιππος στην ελληνική, πλέον, Θεσσαλονίκη πλάι στον διάδοχο Κωνσταντίνο. Κατά την ολιγοήμερη παραμονή του στην πόλη, ο ∆αγκλής είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με τον Οθωμανό στρατηγό Χασάν Ταχσίν, ο οποίος υπέγραψε το πρωτόκολλο παράδοσης της μακεδονικής πρωτεύουσας. Όπως μετέδωσε η Νέα Ημέρα Τεργέστης στις 3 Νοεμβρίου, «Ο φρούραρχος της Θεσσαλονίκης Χασάν Ταχσίν εφαίνετο λίαν στεναχωρημένος, εθεάθη υπό πολλών δακρύων διά την ταπείνωσιν την οποίαν εφρόνει ότι υπέστη. Ο στρατηγός κ. ∆αγκλής μαθών τούτο έσπευσε να τον πλησιάση και να του είπη παραμυθητικούς λόγους, τονίσας ιδίως ότι οι Έλληνες αξιωματικοί δεν αμφιβάλλουν ποσώς περί της αξίας του. […] –Άλλως τε –προσέθεσεν ο αρχηγός του Ελληνικού Επιτελείου– εις εμέ θα εύρετε αφοσιωμένον φίλον, διότι είμεθα εκτός των άλλων και… συμπατριώται. Και επειδή ο Χασάν Ταχσίν εξεπλήσσετο, ο κ. ∆αγκλής προσέθεσεν: –Βεβαίως, είμεθα συμπατριώται, διότι κατάγομαι από Ελληνικήν επαρχίαν της πρώην Ευρωπαϊκής Τουρκίας».

Παναγιώτης Δαγκλής – Υπέρμαχος της εθνικής σύμπνοιας-3
Χάνι Εμίν Αγά, Ιωάννινα, 1913. Διακρίνονται από αριστερά οι: πρίγκιπας Αλέξανδρος, υποστράτηγος Παν. Δαγκλής, άγνωστος, αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος, υποστράτηγος Αλ. Σούτζος, πρίγκιπας Χριστόφορος, αντισυνταγματάρχης Β. Δούσμανης, πρίγκιπας Ανδρέας, λοχαγός Ιω. Μεταξάς και πρίγκιπας Νικόλαος (Ίδρυμα Ακτία Νικόπολις, Πρέβεζα).

Ο ∆αγκλής ουδέποτε ξέχασε την καταγωγή του από την Ήπειρο. Όταν επέστρεψε από το Λονδίνο, όπου συμμετείχε ως τεχνικός σύμβουλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στη διάσκεψη για την ειρήνη, μετέβη απευθείας στο ελληνικό στρατηγείο στη Φιλιππιάδα, αναλαμβάνοντας ξανά τα καθήκοντα του αρχηγού του Επιτελείου.

Μερικές εβδομάδες αργότερα, στις 21 Φεβρουαρίου 1913, η πρωτεύουσα της Ηπείρου, τα Ιωάννινα, απελευθερώθηκε. «Τι όνειρο απίστευτο! Τα Γιάννενά μας ελεύθερα με το σπαθί μας […]. Ο ∆ιάδοχός μας όπως τον ονειρευθήκαμε μεγάλος, κατακτήσας την καρδιά παντός Έλληνος με το σπαθί του. Κοντά του σεις, ο γενναίος και σοφός στρατηγός, ο Ηπειρώτης ο μεγαλόκαρδος», ανέφερε σε επιστολή του προς τον ∆αγκλή ο Κωνσταντίνος Μελάς, ο οποίος παρακολούθησε την είσοδο του ελληνικού στρατού στην πόλη.

Σε ανταπόδοση των υπηρεσιών του προς την πατρίδα κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πόλεμου, ο βασιλιάς (από τον Μάρτιο του 1913) Κωνσταντίνος απένειμε στον ∆αγκλή τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος.

Το πυροβόλο “Schneider-Danglis”

Η πολυκύμαντη ιστορία της κατασκευής του όπλου που αποτέλεσε το βασικό ορειβατικό πυροβόλο του ελληνικού στρατού στις επιχειρήσεις των Βαλκανικών Πολέμων.

Το 1893 αποτελεί έτος-καμπή στη ζωή του Παναγιώτη ∆αγκλή. Παρότι ήταν μόλις σαράντα ετών, διέθετε αξιοζήλευτη στρατιωτική εμπειρία και γνώσεις. Φρόντιζε να παρακολουθεί ανελλιπώς τις εξελίξεις τόσο στη χρήση του πυροβολικού εν καιρώ πολέμου, όσο και στην κατασκευή των νέων πυροβόλων από τις μεγάλες βιομηχανίες όπλων της Ευρώπης, γεγονός που τον καθιστούσε έναν από τους πιο ειδικούς στρατιωτικούς στο αντικείμενό του στην Ελλάδα. ∆εν είναι τυχαίο ότι επιλέχθηκε το 1889 να διδάξει το μάθημα της Πυροβολικής στις Σχολές Ευελπίδων και Ναυτικών ∆οκίμων, προκειμένου να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του σχετικά με το όπλο στο οποίο υπηρετούσε στους μελλοντικούς αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων της χώρας.

∆ιαθέτοντας ευρεία γνώση της κατασκευής και της χρήσης πυροβόλων όπλων, ο ∆αγκλής σχεδίασε ένα νέο πυροβόλο, το οποίο πληρούσε σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες του ελληνικού στρατού της εποχής. Επρόκειτο για ένα ορειβατικό πυροβόλο διαμετρήματος 75 χιλιοστών, το οποίο οι πυροβολητές είχαν τη δυνατότητα να αποσυναρμολογήσουν προκειμένου να το μεταφέρουν πιο εύκολα στα πεδία των μαχών. Τον Σεπτέμβριο του 1893 υπέβαλε στη ∆ιοίκηση της Σχολής Ευελπίδων το σχέδιο του λυόμενου ορειβατικού πυροβόλου του για να τεθεί υπόψη του Υπουργείου Στρατιωτικών. Ο ίδιος δικαιολόγησε την απόφασή του να υποβάλει το σχέδιο γράφοντας στην αναφορά την οποία κατέθεσε στη Σχολή:

«Η ιδέα ότι το ορειβατικόν ημών πυροβόλον είναι όλως ανίσχυρον να παλαίση κατά του πεδινού πυροβολικού και ότι θάττον ή βράδιον επιβάλλεται ημίν η αντικατάστασις αυτού δι’ ετέρου […] ενέπνευσεν ημίν την μελέτην του ζητήματος τούτου, καθ’ ην κατελήξαμεν εις το υποβαλλόμενον σχέδιον οργανισμού λυομένου τινός πυροβόλου του αυτού διαμετρήματος.

Παναγιώτης Δαγκλής – Υπέρμαχος της εθνικής σύμπνοιας-4
Βαλκανικοί Πόλεμοι, Οκτώβριος 1912. Προετοιμασία για την επόμενη μάχη (Ίδρυμα Ακτία Νικόπολις, Πρέβεζα).

»Το προτεινόμενον πυροβόλον φαίνεται ημίν αφ’ ενός μεν ως εκ της απλότητος αυτού και της προσδοκωμένης μεγάλης ευχερείας περί την σύνθεσιν και αποσύνθεσιν, αφ’ ετέρου δε ως εκ της ανωτέρας βλητικής δυνάμεως, καταλληλότατον προς οπλισμόν των ορειβατικών ημών πυροβολαρχιών εν γένει» [Ξ. Λευκοπαρίδης (επιμ.), Στρατηγού Π. Γ. ∆αγκλή. Αναμνήσεις – Έγγραφα – Αλληλογραφία, το Αρχείον του, τόμ. Α΄, Βιβλιοπωλείον Ε. Γ. Βαγιονάκη, Αθήνα 1965, σελ. 252].

Το Τεχνικό Συμβουλευτικό Τμήμα του Πυροβολικού εξέτασε διεξοδικά το προτεινόμενο σχέδιο του ∆αγκλή για την κατασκευή του λυόμενου ορειβατικού πυροβόλου. Παρότι το σχέδιο του νέου πυροβόλου ήταν σε γενικές γραμμές πλήρες, η υπηρεσία ανακοίνωσε τον Ιούνιο του 1894 «ότι δεν συμφέρει εις το Κράτος να παραδεχθή λυομένην ορειβατικήν σκευήν ένεκα των σημερινών αυτή γνωστών μειονεκτημάτων, εκτός εάν η σκευή αύτη έχη βλητικήν δύναμιν ίσην τη του ελαφρού πεδινού πυροβολικού, […] τότε δε και μόνον να γίνωσι και παρ’ ημίν δεκταί, αφο’ ού προηγουμένως, μετά μακράν δοκιμασίαν, εισαχθώσιν εις άλλους Ευρωπαϊκούς στρατούς».

Η αρνητική απόφανση της αρμόδιας υπηρεσίας του στρατού σχετιζόταν αφενός με την οικονομική δυσπραγία του ελληνικού κράτους και αφετέρου με τη διστακτικότητα των Ελλήνων αξιωματικών να εγκρίνουν ένα οπλικό σύστημα το οποίο δεν είχε ακόμα δοκιμαστεί από τους στρατούς των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Κατά τον ∆αγκλή, όμως, το επιχείρημα της δοκιμής του λυόμενου ορειβατικού πυροβόλου του πρώτα από τους ευρωπαϊκούς στρατούς στερείτο ισχυρής βάσης, καθότι δεν περιλαμβανόταν καν η χρήση ενός τέτοιου όπλου στους σχεδιασμούς των επιτελείων τους.

Παρά ταύτα, ο ∆αγκλής δεν πτοήθηκε από την άρνηση των υπηρεσιών του ελληνικού στρατού να χρηματοδοτήσουν την κατασκευή του πυροβόλου του. Χρησιμοποιώντας τις γνωριμίες του με αξιωματικούς της γαλλικής αποστολής Vosseur, ήρθε σε επικοινωνία με τον Gustave Canet, μηχανικό και διευθυντή της εταιρείας Forges et Chantiers de la Méditerranée, ο οποίος είχε σχεδιάσει στο παρελθόν τα πυροβόλα των θωρηκτών «Ύδρα», «Σπέτσαι» και «Ψαρά». Στις επιστολές του προς τον ∆αγκλή ο Canet επαίνεσε το σχέδιο του λυόμενου πυροβόλου. Ωστόσο, δεν ανταποκρίθηκε θετικά στο αίτημά του να χρηματοδοτήσει η εταιρεία του την κατασκευή ενός ή δύο πυροβόλων, προκειμένου να τεθούν στη συνέχεια σε δοκιμές. Και πάλι ο ∆αγκλής δεν έχασε την αυτοπεποίθησή του για την αξία του πυροβόλου του. Προσέγγισε τη γερμανική εταιρεία Krupp, στην οποία υπέβαλε το σχέδιό του. Τον Ιούλιο του 1896 έλαβε την επίσημη απάντηση της εταιρείας, η οποία για ακόμα μία φορά ήταν αρνητική.

Από την πρώτη στιγμή που ο ∆αγκλής γνωστοποίησε το σχέδιό του για το νέο λυόμενο ορειβατικό πυροβόλο, σημειώθηκαν αντιδράσεις από τον ομόβαθμό του ταγματάρχη του Μηχανικού Πέτρο Λυκούδη. Ο Λυκούδης είχε δημοσιεύσει το 1891 ένα άρθρο, στο οποίο, αφού πρώτα εξέταζε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των εν ενεργεία λυόμενων ορειβατικών πυροβόλων, πρότεινε ένα νέο σχέδιο κατασκευής τους. ∆ιαπιστώνοντας ορισμένα ελαττωματικά σημεία του προτεινόμενου πυροβόλου του Λυκούδη, ο ∆αγκλής περιέλαβε στο δικό του σχέδιο ορισμένες τροποποιήσεις, το οποίο όμως δεν συνεπαγόταν αντιγραφή του σχεδίου του πρώτου.

Επρόκειτο περί μιας πολύ καλής συμφωνίας εκ μέρους του Δαγκλή, την οποία η εταιρεία προσπάθησε ουκ ολίγες φορές να επαναδιαπραγματευτεί τα επόμενα χρόνια, όταν άρχισαν να καταφθάνουν μεγάλες παραγγελίες του πυροβόλου.

Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1893 ο ∆αγκλής προσπάθησε να εξηγήσει αυτήν τη διαφορά στον Λυκούδη. Παρουσιάζοντας το σχέδιό του στην Εφημερίδα Στρατιωτική και Ναυτική της 3ης Οκτωβρίου 1893, ο ∆αγκλής ανέφερε ότι το πυροβόλο του βασιζόταν στο σχέδιο του Λυκούδη, το οποίο, όμως, ο ίδιος θεωρούσε πολύπλοκο και προβληματικό σε ορισμένα σημεία.

Μεσολάβησαν σχεδόν οχτώ χρόνια έως ότου ασχοληθεί ξανά ο ∆αγκλής, ως αντισυνταγματάρχης πλέον, με το ζήτημα της κατασκευής του πυροβόλου του. Είχε προηγηθεί το 1896 η δημοσίευση ενός νέου σχεδίου από τον Λυκούδη, το οποίο, σύμφωνα με τον ∆αγκλή, «ήτο αντιγραφή του ιδικού μου». Όταν πληροφορήθηκε ότι η κυβέρνηση Γεωργίου Θεοτόκη εξέταζε το ενδεχόμενο ανανέωσης του υλικού του πυροβολικού, ο ∆αγκλής άδραξε την ευκαιρία να υποβάλει εκ νέου το σχέδιό του στο Υπουργείο Στρατιωτικών τον ∆εκέμβριο του 1904. Ζήτησε, μάλιστα, από τον διάδοχο Κωνσταντίνο να μεσολαβήσει προκειμένου να μελετηθεί και το δικό του σχέδιο από την εταιρεία Krupp με τον ίδιο τρόπο που ζητήθηκε η γνωμάτευσή της για το σχέδιο του Λυκούδη.

Το Υπουργείο Στρατιωτικών, όμως, καθυστέρησε υπερβολικά να αποστείλει το σχέδιο του ∆αγκλή στη γερμανική εταιρεία, με αποτέλεσμα να εγκριθεί η κατασκευή μόνον του σχεδίου του Λυκούδη. Εξοργισμένος ο ∆αγκλής με τη βραδύτητα με την οποία κινήθηκαν οι υπηρεσίες του Υπουργείου, κάτι που ο ίδιος θεωρούσε πως έγινε σκόπιμα, απευθύνθηκε στη γαλλική εταιρεία Schneider et Cie για να υλοποιήσει το σχέδιό του. Στην εταιρεία είχε αναλάβει διοικητική θέση ο Gustave Canet, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά το έργο του ∆αγκλή. Αυτήν τη φορά δεν αρνήθηκε να κατασκευάσει ένα υπόδειγμα του πυροβόλου του, προκειμένου να τεθεί σε δοκιμές από τον ελληνικό στρατό. Φαίνεται πως ο εντεινόμενος γαλλογερμανικός ανταγωνισμός δεν άφηνε ανεπηρέαστη την Ελλάδα, η οποία βρισκόταν σε περίοδο ανασυγκρότησης των ενόπλων δυνάμεών της. Αμφότερες οι δύο μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν συμφέρον να επιλέξει η Ελλάδα το δικό της εργοστάσιο για την κατασκευή των πυροβόλων της.

Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1905 οι δύο πλευρές συμφώνησαν διά αλληλογραφίας τις λεπτομέρειες του συμβολαίου για την κατασκευή του λυόμενου ορειβατικού πυροβόλου, το οποίο θα λάμβανε την ονομασία «Schneider-Canet-Danglis» (αργότερα, το όνομα του Canet έπαψε να τοποθετείται στην ονομασία του πυροβόλου). Σε περίπτωση που κρινόταν άξιο να ενταχθεί στις ένοπλες δυνάμεις κάποιας χώρας, ο ∆αγκλής θα λάμβανε το 5% των κερδών από την κάθε παραγγελία. Επρόκειτο περί μίας πολύ καλής συμφωνίας εκ μέρους του ∆αγκλή, την οποία η εταιρεία προσπάθησε ουκ ολίγες φορές να επαναδιαπραγματευτεί τα επόμενα χρόνια, όταν άρχισαν να καταφθάνουν μεγάλες παραγγελίες του πυροβόλου.

Παναγιώτης Δαγκλής – Υπέρμαχος της εθνικής σύμπνοιας-5
Πυροβόλο τύπου «Schneider-Δαγκλή» στο Πολεμικό Μουσείο, στην Αθήνα (Alamy/Visual Hellas.gr).

Ο ∆αγκλής μετέβη στη Γαλλία το 1905-1906 για να επιβλέψει την κατασκευή του πυροβόλου του. Παράλληλα, παρακολουθούσε με αγωνία την εξέλιξη της κατασκευής του πυροβόλου του Λυκούδη από την Krupp. Στην αλληλογραφία του με τον Canet, όμως, παραθέτει την αισιοδοξία του για την κατάληξη της συνεργασίας τους. Τον Μάρτιο του 1907 έφτασε στην ελληνική πρωτεύουσα το πρώτο πυροβόλο «Schneider-∆αγκλής». Από τις 18 έως τις 30 Μαΐου το πυροβόλο του ∆αγκλή υποβλήθηκε στις απαραίτητες δοκιμές για την εξέταση της λειτουργίας, της αντοχής και της ακρίβειάς του στις βολές. Η επιτροπή, η οποία ανέλαβε την εξέταση του πυροβόλου, κατέληξε στο συμπέρασμα «ότι το λυόμενον πυροβόλον του συστήματος Σνάιδερ-∆αγκλή πληροί πάσας τας απαιτουμένας βλητικάς και υπηρεσιακάς συνθήκας». Ο επικεφαλής της επιτροπής πρίγκιπας Νικόλαος δεν έκρυψε την ενθουσιασμό του για το πυροβόλο του ∆αγκλή, παρότι, όπως ο ίδιος δήλωσε, είχε αρχικά πολλές επιφυλάξεις.

Στον δημόσιο λόγο, η συζήτηση για την τελική επιλογή του ορειβατικού πυροβόλου του ελληνικού στρατού ήταν μεγάλη. Πλήθος δημοσιευμάτων κατέκλυσαν τον Τύπο παραθέτοντας επιχειρήματα υπέρ του ενός ή του άλλου πυροβόλου. Σε αυτή τη συζήτηση συμμετείχε και ο ∆αγκλής, ο οποίος δημοσίευσε ανυπόγραφα ένα άρθρο στην εφημερίδα Χρόνος στις 25 Απριλίου 1907. Άξια προσοχής είναι η επισήμανσή του στον επίλογο του άρθρου του: «Αι συμπάθειαι και οι πολιτικοί λόγοι ουδεμίαν πρέπει να εξασκήσωσιν επιρροήν. Βεβαίως η διπλωματία θα θελήση και εν τω ζητήματι τούτω να επέμβη, αλλ’ η επέμβασις αυτής θα είνε ανίσχυρος, όταν πεισθή περί της αμερολήπτου εκτελέσεως των πειραμάτων και περί της αμερολήπτου κρίσεως της Επιτροπής και αποφάσεως της Κυβερνήσεως».

Η ∆ιοικούσα Επιτροπή του Ταμείου Εθνικής Αμύνης αποφάσισε στις 26 Σεπτεμβρίου 1907 να συμπεριλάβει στο εξοπλιστικό πρόγραμμα της Ελλάδας την αγορά των πυροβόλων «Schneider-∆αγκλής». Η πρώτη παραγγελία υπογράφτηκε στις 20 Νοεμβρίου 1907 και περιλάμβανε την προμήθεια είκοσι τεσσάρων πυροβόλων του συστήματος, οι οποίες θα στελέχωναν έξι πυροβολαρχίες.

Πολύ γρήγορα αρκετές χώρες έδειξαν ενδιαφέρον να προμηθευτούν τα λυόμενα ορειβατικά πυροβόλα «Schneider-∆αγκλής». Πρώτη η Ρωσία προέβη στη σύναψη συμφωνίας με την εταιρεία και στη συνέχεια ακολούθησαν το Μαρόκο, η Σερβία, η Βολιβία και η Ρουμανία. Μέχρι το 1912 η Ελλάδα προέβη στην αγορά ακόμη δώδεκα πυροβόλων.

Το σύστημα «Schneider-∆αγκλής» αποτέλεσε το βασικό ορειβατικό πυροβόλο του ελληνικού στρατού στις επιχειρήσεις των Βαλκανικών Πολέμων. Στα πεδία των μαχών κατέστη εμφανής η υπεροχή του έναντι του εχθρικού πυροβολικού δικαιώνοντας την αυτοπεποίθηση του δημιουργού τους και της κατασκευάστριας εταιρείας. Χρησιμοποιήθηκε εκτενώς τόσο στις επιχειρήσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου όσο και της Μικρασιατικής Εκστρατείας.

Η ενασχόληση με την πολιτική

Στο πλευρό του Ελευθέριου Βενιζέλου.

Η απόφαση του Παναγιώτη ∆αγκλή να πολιτευτεί δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Αρκετές φορές στο παρελθόν είχε περάσει από τον νου του η ιδέα της ενασχόλησης με την πολιτική. Το κύρος που διέθετε τόσο μεταξύ των αξιωματικών όσο και στον λαό ήταν τέτοιο, ώστε το 1903 είχε γραφτεί σε εβδομαδιαίο φύλλο του Αγρινίου το αίτημα κατοίκων της περιοχής της Αμβρακίας να κατέλθει στις επόμενες εκλογές. Λίγα χρόνια αργότερα, στην περίοδο πριν από το ξέσπασμα του Κινήματος στου Γουδή, το ίδιο αίτημα εξέφρασαν στον ίδιο αρκετοί συγγενείς και φίλοι του.

Ο ∆αγκλής δίσταζε να αναμειχθεί στην πολιτική, κυρίως εξαιτίας της ανησυχίας του πώς η ένταξή του σε ένα κόμμα θα του στερούσε την ελευθερία κινήσεων όσον αφορά τις πολιτικές επιλογές. Όπως ο ίδιος τόνισε σε επιστολή του προς τον δήμαρχο Αγρινίου Β. Μπέλλο τον Ιούλιο του 1909: «Μου είναι δύσκολον να χρησθώ αμέσως Θεοτοκικός ή Ραλλικός και ν’ αναλάβω υποχρεώσεις. Προτιμώ να είμαι ανεξάρτητος, διότι, αν πολιτευθώ θ’ ακολουθήσω πολιτική πατριωτικήν και εθνικήν και όχι την μέχρι τούδε εν χρήσει ρουσφετολογικήν» [Ξ. Λευκοπαρίδης (επιμ.), Στρατηγού Π. Γ. ∆αγκλή. Αναμνήσεις – Έγγραφα – Αλληλογραφία, το Αρχείον του, τόμ. Α΄, Βιβλιοπωλείον Ε. Γ. Βαγιονάκη, Αθήνα 1965, σελ. 127].

Παναγιώτης Δαγκλής – Υπέρμαχος της εθνικής σύμπνοιας-6
Ο αντιστράτηγος Π. Δαγκλής και ο Ελ. Βενιζέλος λίγο πριν από την παράδοση της στραταρχικής ράβδου (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Αυτές οι επιφυλάξεις του ήρθησαν όταν γνώρισε τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Οι δύο άνδρες πρωταγωνίστησαν, ο καθένας από το αξίωμά του, στους Βαλκανικούς Πολέμους και ανέπτυξαν φιλική σχέση. Τον Σεπτέμβριο του 1914, ο ∆αγκλής εξέφρασε στον Βενιζέλο την επιθυμία του να αποστρατευθεί και να κατέλθει στις επόμενες εκλογές ως υποψήφιος των Φιλελευθέρων στον νομό Ιωαννίνων. Στις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915 ο ∆αγκλής εξελέγη πρώτος σε ψήφους βουλευτής στα Ιωάννινα και στη συνέχεια ανέλαβε το Υπουργείο Στρατιωτικών.

Ο ∆αγκλής υποστήριξε εξαρχής την επιλογή του Βενιζέλου να συμμετάσχει η Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, όπως τόνισε σε επιστολή του προς τον Κρητικό πολιτικό στις 25 Φεβρουαρίου 1915, μετά από την παραίτηση του τελευταίου από την πρωθυπουργία: «Φρονώ ως και ο πλείστος κόσμος ότι η πολιτική σας ήτο η μόνη αρμόζουσα εις την περίστασιν ταύτην και η μόνη παρέχουσα μεγίστην πιθανότητα επιτυχίας μεγάλων ηθικών και υλικών ωφελημάτων εις το έθνος». ∆ιακρινόμενος από σύνεση, επισήμανε τους κινδύνους της συμμετοχής της Ελλάδας στη ναυτική επιχείρηση των Βρετανών και των Γάλλων στα ∆αρδανέλια. Παρατήρησε, όμως, πως η επιλογή της εισόδου στον πόλεμο στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ ενείχε τον μικρότερο κίνδυνο για την Ελλάδα και πως τέτοιες επιχειρήσεις «δεν είναι δυνατόν ν’ αναλαμβάνωνται ποτέ εκ του ασφαλούς». Ευχήθηκε, μάλιστα, να ακολουθήσει την πολιτική του Βενιζέλου στο ζήτημα ο διάδοχός του στην πρωθυπουργία ∆ημήτριος Γούναρης.

Η θητεία του ∆αγκλή στο Υπουργείο Στρατιωτικών δεν διήρκεσε πολύ. Στις 22 Σεπτεμβρίου/5 Οκτωβρίου η κυβέρνηση Βενιζέλου παραιτήθηκε και λίγες ημέρες αργότερα σχημάτισε νέα κυβέρνηση ο Αλ. Ζαΐμης. Αναγνωρίζοντας την αξία του ∆αγκλή ως αξιωματικού και λαμβάνοντας υπόψη την επιρροή του στο στράτευμα, ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να τον πείσει να παραμείνει στο Υπουργείο Στρατιωτικών. Εκείνος, όμως, δεν αποδέχθηκε την πρόταση του βασιλιά, εμμένοντας στις θέσεις του.

Η κυβέρνηση Ζαΐμη δεν μακροημέρευσε και η διάδοχη κυβέρνηση υπό τον Στέφανο Σκουλούδη προκήρυξε νέες εκλογές για τις 6/19 ∆εκεμβρίου. Οι Φιλελεύθεροι αρνήθηκαν να συμμετάσχουν δίνοντας το σύνθημα της αποχής. Σε ομιλία, την οποία εκφώνησε στις 3 ∆εκεμβρίου ενώπιον υποστηρικτών των Φιλελευθέρων στα Ιωάννινα, ο ∆αγκλής ανέλυσε τις αιτίες και τον σκοπό της αποχής του κόμματος. ∆εν δίστασε μάλιστα να ασκήσει δριμεία κριτική στην πολιτική της ουδετερότητας του Κωνσταντίνου:

Παναγιώτης Δαγκλής – Υπέρμαχος της εθνικής σύμπνοιας-7
Ο Παναγιώτης Δαγκλής σε σκίτσο της Θάλειας Φλωρά-Καραβία (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

«Η υπό του αρχηγού του κόμματος των Φιλελευθέρων προδιαγραφείσα πολιτική εθεωρήθη και ήτο ίσως ριψοκίνδυνος, αλλ’ ουδέν άνευ κινδύνου γενναίον αποκτάται. Μήπως η σημερινή πολιτική, η της τελείας ουδετερότητος είναι εντελώς αμέτοχος κινδύνων; Κατ’ εμέ αύτη εγκυμονεί περισσοτέρους κινδύνους και κινδύνους εις τους οποίους δυνατόν να περιπέσωμεν αδόξως. […] Ποία τα αποτελέσματα της πολιτικής ταύτης; Επί του παρόντος δυσχέρειαι μέγισται εν τη εθνική οικονομία της χώρας, μείωσις των κυριαρχικών δικαιωμάτων, αθέτησις της προς την Σερβίαν συνθήκης, και το χείριστον πάντων εξέγερσις καθ’ ημών της δυσπιστίας και της έχθρας ίσως των προστατίδων του έθνους μας δυνάμεων, στέρησις δε εν τω μέλλοντι της προστασίας αυτών, χωρίς αφ’ ετέρου να είμεθα βέβαιοι ότι θα έχωμεν εν πάση περιπτώσει την υποστήριξιν της Γερμανίας» (ό.π., τόμ. Β΄, σελ. 148-149).

Η διαρκώς εντεινόμενη πολιτική κρίση ανάγκασε τον Παναγιώτη ∆αγκλή να χρησιμοποιήσει κάθε δυνατό μέσο προκειμένου να επιτευχθεί κάποια συνεννόηση ανάμεσα στους Φιλελεύθερους και τον βασιλιά. Στις 28 Ιανουαρίου 1916 απηύθυνε μακροσκελή ιδιωτική επιστολή στον Κωνσταντίνο, στην οποία του ανέλυσε τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα όφειλε να εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ παροτρύνοντάς τον να επανεξετάσει τη θέση του. «Ας πιστεύση η Υμ. Μεγαλειότης ότι πάλη δεινή συνήφθη εν εμοί μεταξύ της επιθυμίας να ευχαριστήσω τον Βασιλέα μου και της συνειδήσεως, ήτις μοι έλεγεν ότι η αντίθετος προς τας ιδέας του αρχηγού του κόμματος των Φιλελευθέρων εξωτερική πολιτική υποστηριζομένη υπό του νυν Υπουργείου και παραδεδεγμένη υπό της Υμ. Μεγαλειότητος ήτο επιζημία προς τα Ελληνικά συμφέροντα» δήλωσε χαρακτηριστικά.

Η επιστολή έμεινε αναπάντητη. Κυκλοφόρησαν, όμως, διάφορες φήμες πως ο Κωνσταντίνος ήταν δυσαρεστημένος από τη στάση του ∆αγκλή. Σε επιστολή του προς τον ∆αγκλή ο υπασπιστής του βασιλιά Κ. Σκουμπουρδής εξήγησε πως «η Α.Μ. ουδέποτε πιστεύει ότι έχεις αντιβασιλικά φρονήματα, ως παραπονείσαι διά της επιστολής σου, αλλά φρονεί ότι επηρεάζεσαι πολύ από τας σκέψεις του κόμματος». Οι εξελίξεις έδειξαν πως η παρατήρηση αυτή δεν επηρέασε τον ∆αγκλή στις πολιτικές επιλογές του.

Η Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης

Η Ελλάδα διχασμένη.

Καταλύτης για την εκδήλωση του Κινήματος της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη υπήρξε η εισβολή βουλγαρικών και γερμανικών στρατευμάτων στην Ανατολική Μακεδονία την άνοιξη του 1916. Η παράδοση του οχυρού Ρούπελ δυσαρέστησε πολλούς από τους εν ενεργεία και απόστρατους αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν συμμετάσχει στον Μακεδονικό Αγώνα και είχαν πολεμήσει στους Βαλκανικούς Πολέμους εναντίον των Βουλγάρων για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Ανάμεσά τους συγκαταλεγόταν και ο Παναγιώτης ∆αγκλής, ο οποίος φρόντισε να εκφράσει δημόσια τη δυσφορία του για τούτη την εξέλιξη σε άρθρο του στην εφημερίδα Πατρίς στις 20 Μαΐου 1916. «Πώς απεφάσισεν η Κυβέρνησις να παραδώση τόσον ευκόλως εις τους θανασίμους εχθρούς ημών τόσον ισχυρόν έρεισμα; ∆εν υπήρχεν άρα γε μέσον τι, ώστε να διατηρήσωμεν τούτο, τηρούντες την ουδετερότητα;» διερωτήθηκε στο τέλος. Επέδειξε, όμως, κατανόηση για τη δεινή θέση στην οποία βρέθηκε η κυβέρνηση Σκουλούδη, δείγμα της μετριοπαθούς προσέγγισής του σε κρίσιμα εθνικά θέματα.

Γενικότερα, φαίνεται πως ο ∆αγκλής έως και την τελευταία στιγμή προ της εκδήλωσης του Κινήματος στη Θεσσαλονίκη υπερτόνιζε σε άρθρο του, το οποίο δεν δημοσιεύτηκε ποτέ για διαφόρους λόγους, την «εθνική ανάγκη όπως επέλθη τάχιστα συνεννόησις μεταξύ των δύο τούτων μεγάλων παραγόντων της Πατρίδος και πάντες οι δυνάμενοι και αγαπώντες την πατρίδα οφείλουσι να συντελέσωσιν εις τούτο». Παρότι τασσόταν σταθερά στο πλευρό του Βενιζέλου, ζήτησε από εκείνον «να μετριάση την άκραν και τραχείαν αυτού πολεμικήν, […] να επιζητήση δε να έλθη εις συνεννόησιν μετά του Βασιλέως και μετά των πολιτικών ανδρών της χώρας μας, και των αντιπάλων του έστω, προς εξεύρεσιν των από των επικειμένων κινδύνων μέσων σωτηρίας» (Λευκοπαρίδης, ό.π., τόμ. Β΄, σελ. 178-179).

Παναγιώτης Δαγκλής – Υπέρμαχος της εθνικής σύμπνοιας-8
Οι Ελ. Βενιζέλος, Π. Κουντουριώτης και Π. Δαγκλής στο ταξίδι τους από την Κρήτη στη Θεσσαλονίκη, τον Σεπτέμβριο του 1916 (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Ο ∆αγκλής θεώρησε καθήκον του να παρατείνει την αναχώρησή του για τα Χανιά, όπου είχαν μεταβεί από τις 14/27 Σεπτεμβρίου οι Βενιζέλος και Παύλος Κουντουριώτης, ελπίζοντας πως θα μπορούσε να φέρει σε συνεννόηση τις δύο πλευρές ακόμη και την ύστατη ώρα. Οι προσπάθειες του στρατηγού Γιαννακίτσα, ο οποίος δρούσε κατ’ εντολή των ανακτόρων, να πείσει τον ∆αγκλή να μην ακολουθήσει τον Βενιζέλο απέβησαν άκαρπες. Η πλευρά του Κωνσταντίνου δεν φάνηκε πρόθυμη να προβεί σε υποχωρήσεις προκειμένου να επιτευχθεί κάποιος συμβιβασμός. Έπειτα από τρεις ημέρες, αναχώρησε και ο ∆αγκλής για τα Χανιά. Ο ίδιος σημείωσε πως είχε «την συνείδησιν ήσυχον, ότι κανέν μέσον δεν έμεινεν αχρησιμοποίητον όπως αποσοβηθή ο Εθνικός Διχασμός. ∆εν διέβημεν τον Ρουβίκωνα, ή μόνον όταν εξηκριβώσαμεν ότι δεν υπελείπετο άλλη διέξοδος» (Λευκοπαρίδης, ό.π., τόμ. Β΄, σελ. 184). Στις 17 Σεπτεμβρίου η Προσωρινή Κυβέρνηση, η οποία είχε σχηματιστεί πριν από τέσσερις ημέρες, εξέδωσε διάταγμα διορισμού του Παναγιώτη ∆αγκλή ως του τρίτου μέλους της.

Η Τριανδρία Βενιζέλου, Κουντουριώτη και ∆αγκλή καταπιάστηκε αμέσως με το έργο της οργάνωσης του κινήματος και της επέκτασης της πολιτικής επιρροής του. Η Σάμος, η Χίος, η Λέσβος και η Λήμνος προσχώρησαν αμέσως στο κίνημα, ενώ η Θεσσαλονίκη και τα περίχωρά της βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της φίλιας προς τον Βενιζέλο Επιτροπής Εθνικής Άμυνας. Όπως κατέγραψε στο σημειωματάριό του ο ∆αγκλής, το απόγευμα της 21ης Σεπτεμβρίου η Τριανδρία και οι συνεργάτες της επιβιβάστηκαν στο ατμόπλοιο «Εσπερία» του εφοπλιστή Λεωνίδα Εμπειρίκου με τελικό προορισμό τη Θεσσαλονίκη.

Η άφιξη της Τριανδρίας στη Θεσσαλονίκη έγινε μέσα σε ένα πανηγυρικό κλίμα. Οι Θεσσαλονικείς και οι λοιποί Μακεδόνες ήλπιζαν πως η Προσωρινή Κυβέρνηση υπό τους Βενιζέλο, Κουντουριώτη και ∆αγκλή θα αποσοβούσε τον κίνδυνο κυρίευσης εδαφών της Μακεδονίας τόσο από τους Βουλγάρους, οι οποίοι είχαν εισβάλει ήδη στην Ανατολική Μακεδονία, όσο και από τους Σέρβους, οι οποίοι πίεζαν τον Γάλλο διοικητή της Συμμαχικής Στρατιάς Ανατολής, Μωρίς Σαράιγ, να τους αναθέσει τη διοίκηση της μακεδονικής πρωτεύουσας. Ο ∆αγκλής περιέγραψε ως εξής την υποδοχή που επιφύλαξε στην Τριανδρία ο κόσμος, ο οποίος βρισκόταν στο λιμάνι της πόλης:

«Κανέν μέσον δεν έμεινεν αχρησιμοποίητον όπως αποσοβηθή ο Εθνικός Διχασμός».

«Εις τας 10 π.μ. της δευτέρας, 26ης Σεπτεμβρίου, εφθάσαμεν εις το έξω του λιμένος Θεσσαλονίκης Καραμπουρνού, όπου εμείναμε, διότι είχεν αποφασισθή να καταπλεύσωμεν εις Θεσσαλονίκην τη 4½ μ.μ. διά να εξέλθωμεν την 5ην ώρ. παρασκευαζομένης καταλλήλου υποδοχής. […] Εις τας 5 μ.μ. εξερχόμεθα εις την προκυμαίαν κατακλυζομένην υπό απείρου πλήθους. Μας υποδέχεται ο Μητροπολίτης, ο δήμαρχος και πολλαί επιτροπείαι μετά των σχετικών προσφωνήσεων. […] Προσπαθώμεν να εξέλθωμεν της προκυμαίας, προχωρούντες ίνα επιβώμεν αναμένοντος αυτοκινήτου, αλλ’ είναι αδύνατον. Ο κόσμος είναι τόσον απειροπληθής, ώστε είναι αδύνατον να τον διασπάσωμεν και προχωρήσωμεν. […] μετ’ αγωνίας μεγάλης, εν μέσω απειροπληθών ζητωκραυγών, κατορθώνομεν να φθάσωμεν εις το περί τα 100 περίπου μέτρα αναμένον αυτοκίνητον και να επιβώμεν αυτού. Αλλά και τούτο δεν είναι δυνατόν ή μετά δυσκολίας και βραδύτατα να προχωρή. Βεβαίως πλέον των 100 χιλ. ανθρώπων θα κατεπλημμύρουν την μακράν παραλιακήν οδόν. Αφ’ ετέρου οι εξώσται πάντες, διακεκοσμημένοι καταλλήλως, ήσαν πλήρεις κυρίων και κυριών, αίτινες μάς έρριπτον άνθη, ενώ το πλήθος ουδέ στιγμήν έπαυσε ξελαρυγγιζόμενον εις ζητοκραυγάς. Εβαδίσαμεν ούτω επί ½ ώραν, μέχρι του Λευκού Πύργου, κατόπιν δε κάμψαντες αριστερά εφθάσαμεν εις το κτίριον της Εθνικής Αμύνης, πρώην νεοτουρκικήν λέσχην, όπου ανήλθομεν» (Λευκοπαρίδης, ό.π., τόμ. Β΄, σελ. 190-191).

Αμέσως μετά την άφιξη της Τριανδρίας στη Θεσσαλονίκη, η Επιτροπή Εθνικής Άμυνας της παρέδωσε την ηγεσία του Κινήματος. Η Προσωρινή Κυβέρνηση εγκαταστάθηκε στο διοικητήριο του Γ΄ Σώματος Στρατού και αμέσως ξεκίνησε το έργο της στελέχωσης των Υπουργείων και της συγκρότησης στρατιωτικών σωμάτων για τη συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις της Συμμαχικής Στρατιάς στο Μακεδονικό Μέτωπο. Το έργο αυτό ανέλαβε να διεκπεραιώσει ο ∆αγκλής εξαιτίας της στρατιωτικής εμπειρίας του αλλά και των γνωριμιών του με πολλούς Γάλλους αξιωματικούς, οι οποίοι κατείχαν τη διοίκηση των συμμαχικών στρατευμάτων στη Μακεδονία.

Η Προσωρινή Κυβέρνηση δεν περιορίστηκε να στρατολογήσει άνδρες μόνον από τις περιοχές, στις οποίες εκτεινόταν η εξουσία της, αλλά οργάνωσε αποστολές εθελοντών και από περιοχές της Παλαιάς Ελλάδας, τις οποίες εξουσίαζε η νόμιμη κυβέρνηση των Αθηνών. Σε επιστολή του προς τον ταγματάρχη Ι. Καλογερά ο ∆αγκλής αναγνώρισε τις δυσκολίες, τις οποίες αντιμετώπιζε η κυβέρνησή του στην οργάνωση του στρατού: «∆εν αποκρύπτω ότι το έργον μας είναι δυσχερές, ουδέ εφανταζόμεθα ποτέ ότι θα ανελαμβάνομεν ευχερή αγώνα. Ανελάβομεν να οργανώσωμεν στρατόν εκ του μη όντος και να επιφέρωμεν την πειθαρχίαν και την ευνομίαν εις χώραν επανεστατημένην· και δυνάμεθα να καυχηθώμεν ότι το κατορθώσαμεν». Μέχρι την άνοιξη του 1917, η Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης κατάφερε να συγκροτήσει στρατιωτική δύναμη περίπου εξήντα χιλιάδων ανδρών στελεχώνοντας τις μεραρχίες Σερρών, Αρχιπελάγους και Κρήτης.

Παναγιώτης Δαγκλής – Υπέρμαχος της εθνικής σύμπνοιας-9
Η τριανδρία Κουντουριώτη, Βενιζέλου, Δαγκλή σε δημοσίευμα της Le Miroir (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Χανιά).

Στις 2 Ιουνίου ο Κωνσταντίνος Α΄ αναχώρησε από την Ελλάδα έπειτα από απαίτηση των Γάλλων και στις 14 Ιουνίου η Τριανδρία Βενιζέλου, Κουντουριώτη και ∆αγκλή αποβιβάστηκε στον Πειραιά για να αναλάβει την εξουσία. Όλοι ανέμεναν πως ο ∆αγκλής θα αναλάμβανε το Υπουργείο Στρατιωτικών. Προς έκπληξη όλων, όμως, ο Βενιζέλος όρισε ως υπουργό τον Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, υποσχόμενος στον ∆αγκλή ότι τον προόριζε για αρχιστράτηγο των ενωμένων πλέον υπό μία κυβέρνηση ελληνικών Όπλων. Η ανάθεση της αρχιστρατηγίας στον ∆αγκλή έγινε με καθυστέρηση αρκετών μηνών, τον Ιανουάριο-Φεβρουάριο του 1918.

Εμπνεόμενος από υψηλά ιδανικά, δεν δίστασε να ασκήσει κριτική στις διχαστικές ενέργειες του Υπουργείου Στρατιωτικών επί της υπουργίας Μιχαλακόπουλου να αποστρατεύσει πολλούς αξιωματικούς, «οίτινες ουδεμίαν άλλην είχον καθ’ εαυτών κατηγορίαν παρά μόνον ότι έμειναν πιστοί εις τον προς την Βασιλείαν όρκον των και δεν ήλθον εις Θεσσαλονίκην, κατά τα άλλα όμως ήσαν ικανοί αξιωματικοί, φιλοπάτριδες, δυνάμενοι χάριν της πατρίδος να υπηρετήσωσι πιστώς και υπό το νέον καθεστώς και να ώσιν επωφελείς εις τον στρατόν» (Λευκοπαρίδης, ό.π., τόμ. Β΄, σελ. 253). Ο ίδιος φαίνεται πως δεν διακατεχόταν από την εκδικητική μανία πολλών στελεχών του βενιζελικού χώρου. Επιθυμούσε να αφεθούν στο παρελθόν τα εμφύλια πάθη και να επιτευχθεί εθνική ομόνοια τη στιγμή που η Ελλάδα εισερχόταν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στην ηγεσία των Φιλελευθέρων

Με γνώμονα το συμφέρον της πατρίδας.

Το αποτέλεσμα των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920 προξένησε τεράστια έκπληξη εντός και εκτός Ελλάδας. Αντιλαμβανόμενος το μέγεθος της ήττας του, ο Βενιζέλος παραιτήθηκε την επομένη των εκλογών και στις 4 Νοεμβρίου επιβιβάστηκε στη θαλαμηγό «Νάρκισσος», με προορισμό τη Νίκαια της Γαλλίας. Καθήκοντα του επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος ανέλαβε ο Παναγιώτης ∆αγκλής, ο οποίος αποτελούσε έναν από τους λίγους διασωθέντες του εκλογικού ναυαγίου των Φιλελευθέρων. Ο συνδυασμός, τον οποίο ο ∆αγκλής είχε καταρτίσει στην εκλογική περιφέρεια Ιωαννίνων, είχε βγει με διαφορά πρώτος σε ψήφους εκλέγοντας δώδεκα βουλευτές.

Ο ίδιος παραμέρισε την προσωπική του πικρία για τον Βενιζέλο, «ένεκα κακής και μη ευγενούς συμπεριφοράς αυτού προς εμέ», όταν τον απομάκρυνε τον Νοέμβριο του 1918 από την ηγεσία του στρατεύματος, και αφοσιώθηκε πλήρως στο έργο της διεύθυνσης του κόμματος. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στη διεύθυνση του κόμματος επικοινωνούσε δι’ αλληλογραφίας συχνά με τον Βενιζέλο, εκθέτοντάς του τους προβληματισμούς του για την πολιτική του κόμματος και ενημερώνοντάς τον για τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα.

Λίγες ημέρες μετά τις εκλογές, ο ∆αγκλής συγκάλεσε συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος, η οποία έκρινε «αναγκαίον […] διευθύνη τα του κόμματος επιτροπή εκ 3 ή 5 βουλευτών υπό την προεδρείαν» του ιδίου. Βέβαια, η ανάληψη της ηγεσίας του κόμματος μετά από τέτοια εκλογική ήττα αποτελούσε ένα εξαιρετικά δυσχερές έργο. Η επάνοδος των αντιβενιζελικών στην εξουσία συνοδεύτηκε από εκκαθαρίσεις βενιζελικών στελεχών από διοικητικές θέσεις στις δημόσιες υπηρεσίες και στον στρατό. Απέναντι στο δημοψήφισμα για την επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου, το οποίο εξήγγειλε η κυβέρνηση ∆ημητρίου Ράλλη για τις 22 Νοεμβρίου, ο ∆αγκλής και το κόμμα τήρησαν ουδέτερη στάση. Υποστήριξαν πως η διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος ήταν περιττή, δεδομένης της πρόσφατης χρονικά ετυμηγορίας του ελληνικού λαού, ο οποίος ψηφίζοντας την Ηνωμένη Αντιπολίτευση έλαβε θέση υπέρ της επιστροφής του Κωνσταντίνου.

Στις 9 Ιανουαρίου 1921 πραγματοποιήθηκε νέα σύσκεψη των Φιλελευθέρων, στην οποία επιβεβαιώθηκε η προεδρία του ∆αγκλή στην επιτροπή διεύθυνσης του κόμματος. Εξαρχής θέση του ∆αγκλή ήταν να τηρεί το κόμμα «πάντοτε στάσιν σύμφωνον προς τα συμφέροντα της Πατρίδος», επιθυμώντας να μην υπεισέλθει σε μικροκομματισμούς, οι οποίοι θα υπονόμευαν τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Απαντώντας στις προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού Νικολάου Καλογερόπουλου στη συνεδρίαση της Βουλής στις 25 Ιανουαρίου 1921, ο ∆αγκλής δήλωσε:

Παναγιώτης Δαγκλής – Υπέρμαχος της εθνικής σύμπνοιας-10
Θεσσαλονίκη 1917. Ο στρατηγός Π. Δαγκλής μιλάει στους στρατιώτες. Πίσω του ο Ελ. Βενιζέλος και ο Π. Κουντουριώτης (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

«Κύριοι αντιπρόσωποι, αι δηλώσεις της Κυβερνήσεως περί της ακολουθητέας εξωτερικής πολιτικής, της πολιτικής την οποίαν η προηγουμένη Κυβέρνησις εφήρμοσε μέχρι τούδε, είνε τόσον ρηταί, εθνικαί και πατριωτικαί, ώστε νομίζω ότι ουδείς δύναται να έχη την παραμικρήν αντίρρησιν. Η ουσιώδης υπόστασις των δηλώσεων είνε ότι πάση δυνάμει η Κυβέρνησις θέλει προασπίση την ακεραίαν εφαρμογήν της Συνθήκης των Σεβρών και πασών των συνθηκών, αι οποίαι τελευταίως υπεγράφησαν, αφορώσαι τα συμφέροντα τα Ελληνικά. […] Κάμνω την δήλωσιν ότι το κόμμα των Φιλελευθέρων τελείως επιδοκιμάζει την πολιτικήν της Κυβερνήσεως και θέλει παράσχη εις αυτήν παν μέσον όπως την φέρη εις αίσιον πέρας» (Λευκοπαρίδης, ό.π., τόμ. Β΄, σελ. 387).

Ο ∆αγκλής αναγνώριζε τα λάθη της διακυβέρνησης Βενιζέλου την τριετία 1917-1920. Φρόντιζε, όμως, διαρκώς να υπερασπίζεται τα επιτεύγματα εκείνης της περιόδου, με προεξάρχουσα τη Συνθήκη των Σεβρών. Η υποστήριξη των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων από τον ∆αγκλή πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο τόσο της διάσωσης της συγκεκριμένης συνθήκης όσο και της βαθιάς πίστης του ∆αγκλή, την οποία εξέφραζε συχνά δημόσια, «ότι απέναντι του προς την πατρίδα καθήκοντος δεν υπάρχουν Φιλελεύθεροι και μη. Υπάρχουν μόνο Έλληνες». Οπωσδήποτε, στην υιοθέτηση αυτής της στάσης από τον ∆αγκλή συνέβαλε το γεγονός πως το κόμμα των Φιλελευθέρων δεν διέθετε τις δυνατότητες αντίδρασης και επιρροής της ελληνικής πολιτικής, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.

Ο ∆αγκλής κατάφερε να χειριστεί με επιτυχία τις όποιες ιδεολογικές διαφωνίες εκφράστηκαν από στελέχη του κόμματος στις αρχές του 1922. Ο ίδιος δεν ανήκε στον χώρο του κόμματος ο οποίος επιθυμούσε την εγκαθίδρυση αβασίλευτης δημοκρατίας στη χώρα. Σε συνέντευξή του στον Ελεύθερο Τύπο στις 12 Φεβρουαρίου 1922 δήλωσε πως οι απόψεις που εκφράστηκαν στο ∆ημοκρατικό Μανιφέστο του Αλέξανδρου Παπαναστασίου ήταν καθαρά ακαδημαϊκές και πως «δεν έχουσι δε καμμίαν σχέσιν με την υπεύθυνον πολιτικήν του Κόμματος».

Μέσα στην άνοιξη του 1922, ο ∆αγκλής εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για την πολιτική της κυβέρνησης ∆ημητρίου Γούναρη στο μικρασιατικό ζήτημα. Κρίνοντας ανίκανη την κυβέρνηση να διαχειριστεί ένα ζήτημα τόσης μεγάλης σημασίας για τον ελληνισμό, ο ∆αγκλής κάλεσε «την Κυβέρνησιν να παραχωρήση την θέσιν της εις άλλους δεξιωτέρους, εις άλλους, οι οποίοι, διδασκόμενοι εκ των παθημάτων της, να φροντίσωσι, παντί σθένει, να σώσωσι το Έθνος εκ του αμεσωτάτου κινδύνου» (Λευκοπαρίδης, ό.π., τόμ. Β΄, σελ. 430). ∆ιακρινόμενος από μετριοπάθεια, θεωρούσε ότι σε ενδεχόμενη επάνοδο των Φιλελευθέρων στην εξουσία, δεν έπρεπε να ακολουθηθεί μια πολιτική τρομοκρατίας εις βάρος των πολιτικών τους αντιπάλων, κάτι το οποίο δήλωσε ξεκάθαρα σε επιστολή του προς τον αντισυνταγματάρχη ∆. Ψιάρρη τον Μάιο του 1922.

Η παρουσία του ∆αγκλή στην ηγεσία του Κόμματος Φιλελευθέρων την περίοδο 1920-1922 κρίθηκε ως επιτυχημένη από το σύνολο των στελεχών του (Μουσείο Μπενάκη, Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου, Φάκελος 317, έγγραφο 90). Παρέμεινε στην προεδρία της ∆ιοικούσας Επιτροπής των Φιλελευθέρων και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και το Κίνημα των Πλαστήρα – Γονατά, έχοντας στο πλάι του αξιόλογα στελέχη του κόμματος, όπως τον Θεμιστοκλή Σοφούλη και τον Γεώργιο Καφαντάρη. Η τριανδρία ∆αγκλή, Σοφούλη και Καφαντάρη τάχθηκε σθεναρά εναντίον οποιασδήποτε απόπειρας βίαιης έκπτωσης της δυναστείας και μεταβολής του πολιτεύματος προ των εκλογών της 16ης ∆εκεμβρίου 1923.

Παρά τη μείζονα πολιτική κρίση στη χώρα, ο ∆αγκλής κατάφερε να κρατήσει ενωμένο το κόμμα και να το οδηγήσει στην εκλογική νίκη. Με την άφιξη του Βενιζέλου στην Ελλάδα στις αρχές Ιανουαρίου 1924, παραιτήθηκε από την προεδρία της ∆ιοικούσας Επιτροπής παραδίδοντας την ηγεσία στον φυσικό αρχηγό της παράταξής του. Όταν έφυγε από τη ζωή λίγο καιρό αργότερα, στις 9 Μαρτίου, εξέλιπε από την πολιτική της χώρας μια προσωπικότητα με ακέραιο ήθος.

Παναγιώτης Δαγκλής – Υπέρμαχος της εθνικής σύμπνοιας-11
Ο Παναγιώτης Δαγκλής (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT