Ιωάννης Δεμέστιχας – Από το έπος της Μακεδονίας στις κορυφές του Ολύμπου

Ιωάννης Δεμέστιχας – Από το έπος της Μακεδονίας στις κορυφές του Ολύμπου

«Η μόνη μου επιθυμία είναι να ευοδωθή ο εθνικός αγών, προς όφελος και δόξαν της Πατρίδος»

ιωάννης-δεμέστιχας-από-το-έπος-της-μ-562881550

Ο Ιωάννης ∆εμέστιχας (1882-1960) υπήρξε γόνος μιας ιστορικής οικογένειας της Μάνης και εξέχουσα φυσιογνωμία, που άφησε έντονο το αποτύπωμά της στη ναυτική οικογένεια. Η σταδιοδρομία του στο Πολεμικό Ναυτικό, ως κυβερνήτης πλοίων επιφανείας και θωρηκτών, υπήρξε πολυκύμαντη. Ως επιχειρησιακός αξιωματικός διακρινόταν από πνεύμα κρυστάλλινης διαύγειας, υλοποιώντας με εντυπωσιακή αποτελεσματικότητα τις επιχειρησιακές αποφάσεις. Οι ικανότητές του τον οδήγησαν στην εκλογή του σε σημαντικές διοικητικές και αρχηγικές θέσεις σε νευραλγικούς τομείς του Πολεμικού Ναυτικού, συνεισφέροντας σημαντικά στην πολιτική του ελληνικού κράτους στον χώρο αυτόν. Ο ∆εμέστιχας ανήκε σε μια γενιά αξιωματικών για τους οποίους ο ατυχής Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 αποτέλεσε ορόσημο για τον προσδιορισμό του ρόλου τους, αλλά και αφετηρία ανάπτυξης προβληματισμών για τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να εκσυγχρονισθεί το Ναυτικό. Έχοντας νοοτροπίας φιλελεύθερου αντάρτη, ο Ιωάννης ∆εμέστιχας έδρασε σε εποχές όπου ο στρατός δρούσε αυτόνομα ή με κυβερνητική καθοδήγηση, διεκδικώντας άποψη για τα κρίσιμα θέματα, ως θεματοφύλακας του έθνους, τα οποία αφορούσαν είτε διεκδικήσεις στη βάση της αλυτρωτικής πολιτικής της Μεγάλης Ιδέας είτε συμπεριφορές παρεμβατισμού στην πολιτική σκηνή, στη βάση της συνακόλουθης αντίληψης των ενόπλων δυνάμεων ως θεσμού ενός κυρίαρχου κράτους ο οποίος εκφράζεται πολιτικά, εξεγείρεται και συχνά χειραγωγείται από πολιτικά πρόσωπα.

Το έπος της Μακεδονίας

Καπετάν Νικηφόρος, ένας βράχος θελήσεως και τόλμης.

Ο ∆εμέστιχας ανήκει σ’ ένα πλήθος αξιωματικών που ακολούθησαν το παράδειγμα του Παύλου Μελά, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση ενόπλων σωμάτων κατόπιν επανειλημμένων συνεννοήσεων με το προξενείο Θεσσαλονίκης, υπό το ψευδώνυμο «Νικηφόρος». Τα πεπραγμένα του αποτέλεσαν πυξίδα έμπνευσης στο πεδίο της λογοτεχνίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα Μυστικά του βάλτου της Πηνελόπης ∆έλτα. Ο ∆εμέστιχας χρήζει ιδιαίτερης περιγραφής, καθώς γύρω από το πρόσωπό του ενσαρκώνονται τα χαρακτηριστικά ενός ψύχραιμου και αδιά­σπαστου βράχου θελήσεως και τόλμης. Ο καπετάν Νικηφόρος παρουσιάζεται πάντα φροντισμένος, καλοντυμένος και με γερή κορμοστασιά. Η εξιδανίκευση που προκύπτει από την επίκληση της εντυπωσιακής πειθαρχίας, καθώς επίσης και της μεγαλοψυχίας του, αναδεικνύουν έναν άνθρωπο προσηλωμένο στον στόχο του, δίχως βυζαντινισμούς.

Ιωάννης Δεμέστιχας  – Από το έπος της Μακεδονίας στις κορυφές του Ολύμπου-1
Ομαδική φωτογραφία στην Ιερά Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Αριδαία Πέλλας. O Ι. Δεμέστιχας διακρίνεται καθιστός, δεξιά του ιερέα στη φωτογραφία, με το καπέλο λίγο ανασηκωμένο [Αρχείο Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και της Νεότερης Ιστορίας της Μακεδονίας (ΙΜΜΑ)].

Η δράση του στη Μακεδονία διήρκεσε οκτώ μήνες (Σεπτέμβριος 1906 – Απρίλιος 1907). Ο νεαρός ανθυποπλοίαρχος διακρίθηκε από εξαιρετική πατριωτική φιλοτιμία, διότι, σύμφωνα με την αφήγησή του, «Ελθών επικεφαλής ενόπλων ως υπερασπιστής και προστάτης των Ελλήνων χωρικών, ησθηνόμην μεγάλην υπερηφάνειαν, ώστε μοι εφαίνετο εντελώς ταπεινωτικόν να μένω κεκλεισμένος εκ φόβου μήπως γίνω αντιληπτός» [Ι. Ν. ∆εμέστιχας, Ο Μακεδονομάχος ναύαρχος Ιωάννης Ν. ∆εμέστιχας (1882-1960), Νέα Θέσις, Αθήνα 2012, σελ. 57]. Ο ∆εμέστιχας κινητοποιήθηκε στο πλαίσιο της ατομικής πρωτοβουλίας για τη σωτηρία της εθνικής κληρονομιάς της Μακεδονίας. Οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα δύσκολες, διότι οι βουλγαρικές καλύβες ήταν καθ’ υπόθεσιν γνωστές και η κατάληψή τους αποτελούσε επιχείρηση μακράς προπαρασκευής. Ο ∆εμέστιχας εγκαταστάθηκε αρχικά στην καλύβα Τσέκρι-Παραλίμνη, όπου «επί μήνα σχεδόν έμεινα [∆εμέστιχας] εκεί προετοιμάζων την εργασίαν μου, λαμβάνων γνώσιν των χωρίων της λίμνης και συλλέγων πληροφορίας περί του διαμερίσματος […]» (ό.π., σελ. 58). Η επικοινωνία του ∆εμέστιχα με το προξενείο της Θεσσαλονίκης και οι μετακινήσεις του προς αρωγή των υπόλοιπων αντάρτικων σωμάτων υπήρξαν διαρκείς. Οι συνθήκες διαβίωσης στη λίμνη των Γιαννιτσών, ειδικά τον χειμώνα του 1906-1907, υπήρξαν οδυνηρές, καθώς «αι συγκοινωνίαι […] έγιναν […] αδύνατοι. […] Έξω των καλυβών τα πάντα ήσαν παγωμένα. Αι τροφαί μας ηλλατώθησαν, με μύριας δε δυσκολίας μόλις ετρεφόμεθα» (ό.π., σελ. 67), με αποτέλεσμα τη διοχέτευση αισθημάτων μελαγχολίας και φρίκης. Η τήξη των πάγων προκαλούσε νέες δυσχέρειες, διότι το ένοπλο σώμα του ∆εμέστιχα επιφορτιζόταν με μια εξαντλητική και διαρκή επαγρύπνηση όσον αφορά την αντιμετώπιση της προσαρμοσμένης στα καιρικά φαινόμενα τακτικής των Βουλγάρων.

Ιωάννης Δεμέστιχας  – Από το έπος της Μακεδονίας στις κορυφές του Ολύμπου-2
Το ένοπλο σώμα του Σαράντου Αγαπηνού στη λίμνη των Γιαννιτσών. Στο μέσο (τέταρτος από δεξιά), όρθιος με τα κιάλια ο Ι. Δεμέστιχας [Αρχείο Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και της Νεότερης Ιστορίας της Μακεδονίας (ΙΜΜΑ)].

Η δράση του σώματος του ∆εμέστιχα οδήγησε σε μια αναδιάταξη της θέσης του, αναλαμβάνοντας το ανατολικό τμήμα της λίμνης, όπου ευθύς αμέσως εξέδωσε διαταγή προς τους αντάρτες με στοιχεία εθνικής εμψύχωσης αλλά και διαμόρφωσης πλαισίου κανονισμών προς ισχυροποίηση της θέσης του. Η μέριμνά του ήταν αξιόλογη, διότι προχώρησε στη σύλληψη ενός σχεδίου σημαντικής οργάνωσης οχυρωματικών έργων, συστήματος επιμελητείας,επισκέψεων σε χωριά πλησίον της λίμνης και εκπαιδεύσεως των γηγενών πληθυσμών, πραγματοποιώντας επί της ουσίας το περιεχόμενο των αρχικών του σκέψεων που είχε εκθέσει σε υπόμνημα προς το Μακεδονικό Κομιτάτο προ της άφιξής του. Επίσης, συστατικό στοιχείο αποτελούσε η αποφυγή συγκρούσεων και η επιδίωξη ευνοϊκών σχέσεων με τις οθωμανικές αρχές της περιοχής. Όμως, η στρατολόγηση ντόπιων Μακεδόνων εξελίχθηκε σε μια απαιτητική υπόθεση, διότι οι περισσότεροι ήταν εντελώς αγύμναστοι για πολεμικές ενέργειες. Ωστόσο, ο ∆εμέστιχας ασχολήθηκε με ιδιαίτερο ζήλο με την εκγύμναση χωρικών, εκπονώντας ένα σχέδιο που προέβλεπε ότι «έκαστον χωρίον υπεχρεώθη να αποστέλλη εις την Λίμνην ανά δύο νέους 18-25 ετών διά μίαν βδομάδαν» (ό.π., σελ. 77), καθώς και την κατασκευή της καλύβας «Νίκη» προς επίρρωση της συνολικής στρατιωτικής και εν μέρει πνευματικής εκπαίδευσης. Επιπροσθέτως, ο ∆εμέστιχας διενεργούσε τακτικές επισκέψεις στα χωριά πλησίον της λίμνης, προπαγανδίζοντας τον σκοπό του Αγώνα και κοινοποιώντας τις υποχρεώσεις των χωρικών. Παρ’ όλα αυτά, υφίσταντο και αρκετοί κίνδυνοι, όπως τα φαινόμενα προδοσίας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός Οθωμανού, του Αλή, τον οποίο ο ∆εμέστιχας χρησιμοποιούσε επ’ αμοιβή για συλλογή και αποστολή πληροφοριών. Ο Αλής όμως είχε συλλάβει ένα καταχθόνιο σχέδιο δολοφονίας του ∆εμέστιχα, βάσει εντολών των οθωμανικών αρχών στα Γιαννιτσά. Το σχέδιο εκείνο τελικά απέτυχε λόγω της αδεξιότητας του ίδιου αλλά και της ευφυούς ανάλυσης της προβληματικής κατάστασης από τον ∆εμέστιχα, που τον οδήγησε στην αντίληψη της προδοτικής συμπεριφοράς. Ο Αγώνας στη Μακεδονία συνίστατο, μεταξύ άλλων, στη συντήρηση και τη μεταστροφή συνειδήσεων όπου ο καλός αγωνιστής ενσάρκωνε συγχρόνως και τον φωτισμένο εθνικό απόστολο. Ο Ιωάννης ∆εμέστιχας πληρούσε επαρκώς τις προϋποθέσεις, αποδεικνύοντας de facto το αποστολικό έργο που του είχε ανατεθεί.

Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι, όπως παραθέτει η Πηνελόπη Δέλτα στα Μυστικά του βάλτου «[…] όταν αποφάσιζε κάτι ο καπετάν Νικηφόρος, δεν τον σταματούσαν τα εμπόδια και οι δυσκολίες».

Στα τέλη Φεβρουαρίου το σώμα του ∆εμέστιχα αριθμούσε 75 άνδρες κατανεμημένους σε επτά καλύβες, καθιστώντας μοιραία την επέκταση της δραστηριότητάς του εντός και εκτός της λίμνης. Η καλύβα Τσέκρι είχε μετατραπεί σε διοικητήριο όλου του διαμερίσματος, όπου «οι χωρικοί ήρχοντο πολυπληθείς […] φέροντες τας υποθέσεις των προς εκδίκασιν […] ήρχοντο ενίοτε και Τούρκοι ιδιοκτήται εκλιπαρούντες […] την συνδρομήν ημών δι’ ωρισμένας υποθέσεις. Χωρικοί ήρχοντο μετά πάσης μυστικότητος προς συννενόησιν δίδοντες πληροφορίας περί Βουλγαρικής προπαγάνδας και Τουρκικού στρατού. Πράκτορες και διδάσκαλοι και ιερείς συννενοούντο με εμέ [∆εμέστιχας] επί πλείστων ζητημάτων της δικαιοδοσίας των» (ό.π., σελ. 78-79). Η παραμονή του ∆εμέστιχα στο ανατολικό τμήμα της λίμνης συνδέθηκε με τη λήψη σκληρών μέτρων εναντίον των φανατικών σχισματικών και με την υλοποίηση στρατηγικών σχεδίων επέκτασης προς τον Βορρά. Συγκεκριμένα, η επιχείρηση στο χωριό Μπόζετς (Άθυρα) απαιτούσε μεγάλη μυστικότητα, ιδιαίτερη προσοχή και ταχύτητα ενεργειών, καθώς πάσα συμπλοκή ή εμπόδιο θα δυσχέραινε την επιστροφή, καθιστώντας πραγματικότητα το απευκταίο σενάριο συνάντησης με τον οθωμανικό τακτικό στρατό. Παρ’ όλα αυτά η επιχείρηση στέφθηκε με επιτυχία, καθώς το σώμα του ∆εμέστιχα κατόρθωσε με τη δολοφονία σημαντικών στελεχών του τοπικού βουλγαρικού κομιτάτου να εδραιώσει το κύρος του. Επιπλέον, σημαντική υπήρξε και η επιχείρηση εναντίον του χωριού Κουφάλια, το οποίο «ήτο φωλέα Βουλγάρων κομιτατζήδων, […] η έδρα και το κέντρον όλων των βουλγαρικών ενεργειών από πλείστων ετών» (ό.π., σελ. 88). Επρόκειτο για μια επιχείρηση που απαιτούσε ψυχραιμία, θάρρος και εχεμύθεια, με τον ∆εμέστιχα να δίνει σαφείς κατευθυντήριες γραμμές όπου μεταξύ άλλων απαγορεύτηκε η χρήση όπλου απέναντι σε γυναίκες, παιδιά και γέροντες, διότι «[…] η επιχείρησίς μας έχει σκοπόν όχι την εκδίκησιν, αλλά την τιμωρίαν» (ό.π., σελ. 92). Η επιχείρηση στα Κουφάλια αποτέλεσε χτύπημα στην καρδιά του Βουλγαρικού Κομιτάτου, καθώς ο ∆εμέστιχας με σώμα 75 ανδρών κατόρθωσε να θορυβήσει έτι περαιτέρω τον πληθυσμό βουλγαριζόντων, κερδίζοντας στο πεδίο της φημολογίας και του δέους που παράγει αυτή.

Ιωάννης Δεμέστιχας  – Από το έπος της Μακεδονίας στις κορυφές του Ολύμπου-3
Ο Καπετάν Γεώργιος Γιώτας με άνδρες του ένοπλου σώματός του [Αρχείο Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και της Νεότερης Ιστορίας της Μακεδονίας (ΙΜΜΑ)].

Ωστόσο οι προαναφερθείσες επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με τους δυσμενείς όρους ζωής, συνέβαλαν στην πνευματική και σωματική κόπωση του Ιωάννη ∆εμέστιχα. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην αντικατάστασή του από τον ανθυπασπιστή Ιωάννη Γαρέζο-«καπετάν Λέφα» και στην επιστροφή του στην Ελλάδα. Η κληρονομιά του Ιωάννη ∆εμέστιχα υπήρξε σημαντική, καθώς συνέβαλε στην οργάνωση της άμυνας και του ετοιμοπόλεμου των ελληνόφωνων χωριών. Ο Ιωάννης ∆εμέστιχας υπήρξε μεταξύ αυτών που κατά τη διάρκεια του 1906 κατόρθωσαν να ανατρέψουν τις ισορροπίες υπέρ των Ελλήνων, μειώνοντας το αποτύπωμα των κομιτατζήδων και εξασφαλίζοντας μεγάλη άνεση κινήσεων ελευθερίας για τα ελληνικά αντάρτικα σώματα. Το ελληνικό αποτύπωμα στη λίμνη των Γιαννιτσών έγινε σταθερότερο με την παρουσία του ∆εμέστιχα. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι, όπως παραθέτει η Πηνελόπη ∆έλτα στα Μυστικά του βάλτου, «[…] όταν αποφάσιζε κάτι ο καπετάν Νικηφόρος, δεν τον σταματούσαν τα εμπόδια και οι δυσκολίες» (έκδ. Εστία, Αθήνα 1988, σελ. 255).

Ο «Κουρσάρος» Δεμέστιχας

Παράτολμοι πλόες με ένα τορπιλοβόλο του Πολεμικού Ναυτικού

Με την επιστροφή του ο Ιωάννης ∆εμέστιχας συνέχισε τον αντάρτικο αγώνα στη θάλασσα. Η εμπειρία του το προγενέστερο διάστημα, ως αρχηγού σώματος στη Μακεδονία, τον είχε προικίσει με σημαντικό βαθμό επιχειρησιακής ωριμότητας και ικανοτήτων που έχρηζαν εκμετάλλευσης από τους ιθύνοντες νόες του Κέντρου των Αθηνών.

Το κίνημα των Νεοτούρκων έφερε την κατάπαυση των ένοπλων συγκρούσεων στη Μακεδονία, υπό το πρίσμα συνθημάτων περί ισοπολιτείας και συναδέλφωσης, περιπλέκοντας τον τρόπο διεξαγωγής της αλυτρωτικής δράσης. Το Βουλγαρικό Κομιτάτο όμως, εκμεταλλευόμενο αυτή την κατάσταση, ξεκίνησε τη συστηματική εισαγωγή οπλισμού σε Μακεδονία και Θράκη. Επομένως, η επιβολή της σύλληψης και της εκτέλεσης ενός πρωτότυπου σχεδίου με σκοπό την αποστολή οπλισμού σε γηγενείς, ήταν απαραίτητη.

Η επιλογή των θαλάσσιων οδών προς επίρρωση του προαναφερθέντος σχεδίου ήταν η μόνη δυνατή και ουσιαστική λύση που μπορούσε να ακολουθηθεί. Προς υλοποίηση αυτής, ο Παναγιώτης ∆αγκλής κατέληξε «εις το συμπέρασμα ότι μόνο πλοίον με κυβερνήτη και πλήρωμα της ημετέρας εκλογής […] θα ηδύναντο να φέρει εις πέρας την εν λόγω επιχείρησιν […]» (Συλλογικό, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, Γενικόν Επιτελείον Στρατού/∆ιεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Αθήνα, 1979, σελ. 349). Για την επιχείρηση ναυλώθηκε ένα παλαιό, γαλλικής κατασκευής τορπιλοβόλο, ο «Κουρσάρος», και ως κυβερνήτης επελέγη ο Ιωάννης ∆εμέστιχας με πλήρωμα 12 ατόμων της απόλυτης εμπιστοσύνης του, πραγματοποιώντας συνολικά πέντε ταξίδια υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες. Ο ∆εμέστιχας επιφορτίστηκε με όλο τον διακανονισμό των λεπτομερειών και την αντιμετώπιση απρόοπτων γεγονότων. Όλα τα ταξίδια έγιναν με βάση εκκίνησης τη Σκόπελο, όπου το σκάφος του ∆εμέστιχα «[…] απησχολήθη από της 21ης Ιανουαρίου μέχρι της 4ης Απριλίου 1909, […] και εξετέλεσε πέντε πλόας, ων τρεις εις τον κόλπον του Ορφανού και δύο εις την Θράκην, καθ’ ους απεβίβασεν 6.650 όπλα και 658.000 φυσίγγια» (ό.π., σελ. 349).

Η προθυμίατου πληρώματος του Δεμέστιχα και του ίδιου είναι αξιοθαύμαστη, καθώς κατόρθωσαν εντός έξι ωρών να φέρουν εις πέρας την αποστολή ενώ ήδη ήταν «κατάκοποι, κάθυγροι, ριγώντες υπό την απειλήν πιθανού πάντοτε από ξηράς αιφνιδιασμού […]».

Ο Ιωάννης ∆εμέστιχας δίνει πληροφορίες στο ημερολόγιό του για τον τρίτο και τον πέμπτο πλου. Τα ταξίδια πραγματοποιήθηκαν σε κλίμα ηθικής και εθνικής υπερδιέγερσης. Το πλήρωμα του ∆εμέστιχα αποτελούνταν από υπαξιωματικούς και ναύτες του Πολεμικού Ναυτικού οι οποίοι έφεραν πολιτική ενδυμασία. Ο ∆εμέστιχας είχε προνοήσει για την υιοθέτηση συγκεκριμένων οργανωτικών βημάτων που αφορούσαν πτυχές της έναρξης και της λήξης του εκάστοτε ταξιδιού, αλλά και παρεμφερείς απρόβλεπτους παράγοντες που θα μπορούσαν να δυσχεράνουν τις αποστολές.

Όσον αφορά τη θαλάσσια κίνηση, κατά τον τρίτο πλου οι καιρικές συνθήκες υπήρξαν ακραίες και έθεσαν την ασφάλεια του πλοίου και του πληρώματος σε κίνδυνο. Συγκεκριμένα, οι συνθήκες εξανάγκασαν τον ∆εμέστιχα να σκεφτεί τρόπους έτσι ώστε να διασφαλίσει την επιτυχή αντιμετώπιση των θυελλωδών ανέμων και του γοργού κυματισμού. Η προσάραξη του πλοίου ήταν δυσχερής, διότι «δύο άμεσοι κίνδυνοι μας ηπείλουν […] ή η συντριβή του πλοίου επί των βράχων της ακτής ή μία πραγματική τραγωδία συνηνωμένων δυσχερειών άνευ διεξόδου» (ό.π., σελ. 119). Οι υπαρξιακοί κίνδυνοι ενισχύθηκαν έτι περαιτέρω από την επιπολαιότητα των πρακτόρων οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με τον συντονισμό της προσάραξης του πλοίου και της παραλαβής του φορτίου του. Ωστόσο, η δυσκολία εκφόρτωσης, οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες και η πρόχειρη οργάνωση συνεννόησης κάμφθηκαν λόγω της ψύχραιμης ναυτικής δεξιοτεχνίας που επέδειξε ο ∆εμέστιχας, κατορθώνοντας μια προσεκτικά σχεδιασμένη πρόχειρη αγκυροβόληση του «Κουρσάρου», στρέφοντας «[…] αμέσως […] την πρώραν του πλοίου, ελαττώσας συγχρόνως εις το ελάχιστον την ταχύτητάν του» (ό.π., σελ. 120) και διασφαλίζοντας την επιτυχημένη εκφόρτωση του οπλισμού.

Ιωάννης Δεμέστιχας  – Από το έπος της Μακεδονίας στις κορυφές του Ολύμπου-4
H στολή του ναυάρχου Ιωάννη Δεμέστιχα [Συλλογή Ιδρύματος Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και της Νεότερης Ιστορίας της Μακεδονίας (ΙΜΜΑ)].

Ο πέμπτος πλους προοριζόταν για τη Θράκη και συγκεκριμένα οκτώ μίλια ανατολικά της Αλεξανδρούπολης. Η επιχείρηση απαιτούσε πληρέστερη ενημέρωση για τις κινήσεις των οθωμανικών αρχών και ιδιαίτερη προσοχή, διότι αναγκαία ήταν η συντόμευση χρόνου. Επί τρεις ημέρες και τρεις νύχτες κυριαρχούσαν αισθήματα ανησυχίας στον ∆εμέστιχα όσον αφορά την εκπλήρωση της εκφόρτωσης. Βασικό πρόβλημα αποτελούσε ο συντονισμός της ενημέρωσης με τους παραλήπτες στην ξηρά, γεγονός που καθιστούσε τον εντοπισμό τους εν μέσω νυκτός δυσχερέστατο. Η έλλειψη παραληπτών μετέβαλε τον σχεδιασμό του ∆εμέστιχα, ο οποίος επέλεξε τον υπολοχαγό Πυροβολικού Βλάση στο προξενείο της Αλεξανδρούπολης, όπου ήταν «[…] εργαζόμενος ως υπάλληλος πράκτωρ της όλης τοπικής Οργανώσεως […]» (ό.π., σελ. 127). Ήταν μια ριψοκίνδυνη λύση η οποία δέχθηκε αρκετές τροποποιήσεις, με καταληκτική τοποθεσία εκφόρτωσης την περιοχή των εκβολών του Έβρου. Όμως, οι μη ευνοϊκοί άνεμοι και η έλλειψη καυσίμων έθεταν προβλήματα ως προς το εύρος των κινήσεων του «Κουρσάρου». Παρ’ όλα αυτά, κατόρθωσε να φτάσει στις εκβολές του Έβρου, όπου «δύο μεγάλαι λέμβοι εντοπίων ψαράδων, αναμένουσαι […] από αρκετής ώρας. Θα παρελάμβανον όσα όπλα και φυσίγγια ηδύναντο και μετά την εκφόρτωσιν αυτών εις κατάλληλον μέρος θα επανήρχοντο […] μέχρι πλήρους εκφορτώσεως […]» (ό.π., σελ. 129). Ωστόσο, στη διαδικασία εκφόρτωσης παρουσιάστηκαν διάφορα κωλύματα, γεγονός που ανάγκασε τον ∆εμέστιχα να κινητοποιήσει το πλήρωμά του, έτσι ώστε να διεκπεραιώσει την πλήρη εκφόρτωση του πλοίου. Η προθυμία του πληρώματος του ∆εμέστιχα και του ίδιου είναι αξιοθαύμαστη, καθώς κατόρθωσαν εντός έξι ωρών να φέρουν εις πέρας την αποστολή, ενώ ήδη ήταν «κατάκοποι, κάθυγροι, ριγώντες υπό την απειλήν πιθανού πάντοτε από ξηράς αιφνιδιασμού […]» (ό.π., σελ. 130).

Μετά την επιτυχή έκβαση του πέμπτου πλου είχε λήξει η αποστολή, η οποία αποτέλεσε ιδιαίτερη τιμή για το Βασιλικό Ναυτικό και όπου σύμφωνα με τον Παναγιώτη ∆αγκλή ήταν αναγκαίο να ανταμειφθούν «[…] ηθικώς άνδρες μετ’ αυταπαρνήσεως και οικειοθελώς περιφρονήσαντες κινδύνους προς εξυπηρέτησιν των εθνικών ιδεωδών» (ό.π., σελ. 350). Παρ’ όλα αυτά, οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες δεν εδέησαν να μεριμνήσουν επαρκώς για την ανταμοιβή του πληρώματος του ∆εμέστιχα και του ίδιου σχετικά με τους προαναφερθέντες άθλους. Η ζοφερή αυτή πραγματικότητα δεν πτόησε την υπερηφάνεια του ∆εμέστιχα, ο οποίος αρκέστηκε στην προσωπική ικανοποίηση που αποκόμισε από την εκτέλεση του καθήκοντος προς την πατρίδα.

Το κίνημα στου Γουδή

Mια εμφύλια σύρραξη αντιτορπιλικών με θωρηκτά που έμεινε γνωστή ως δεύτερη ναυμαχία της Σαλαμίνας.

Το κίνημα στου Γουδή, ως σύμπτωμα της πολυκύμαντης κρίσης που ακολούθησε μετά την ήττα του 1897, αποτελεί σταθμό στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους. Το κίνημα ενσαρκώνει την πρώτη οργανωμένη παρέμβαση του στρατού στο πολιτικό σκηνικό. Ο στρατός, εκκινώντας από εθνικιστικούς και επαγγελματικούς σκοπούς, εκμεταλλεύτηκε το εξουσιαστικό κενό του 1897, το οποίο συμπλήρωσε εκπροσωπώντας την ανάγκη εξαγνισμού από τη φθοροποιό ηγεμονική πολιτική τάξη. Αίτια του κινήματος ήταν η ολιγωρία της πολιτικής ηγεσίας στην οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων, η διαφθορά του πολιτικού συστήματος, η οικονομική δυσπραγία των πολιτών και το αίτημα απομάκρυνσης του διαδόχου Κωνσταντίνου από τη Γενική ∆ιοίκηση Στρατού. Φορέας του κινήματος ήταν ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος (Σ.Σ.) των κατώτερων αξιωματικών ξηράς και Ναυτικού, με σκοπό τη δρομολόγηση ενός συνόλου μεταρρυθμίσεων, με προεξάρχοντα στόχο την πολεμική προπαρασκευή.

Η επάνοδος των Μακεδονομάχων συνοδεύτηκε από την άμεση ένταξή τους στον Στρατιωτικό Σύνδεσμο. Το Μακεδονικό ζήτημα βρισκόταν στην αιχμή της επικαιρότητας, όπου η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αξίωνε αποτελεσματικές και εθνικά υπερήφανες λύσεις. Η πνιγηρή ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην ελληνική κοινωνία δεν άφηνε περιθώρια υιοθέτησης συμβιβαστικών λύσεων. Στα τέλη Απριλίου 1909, προσχώρησαν πολλοί Μακεδονομάχοι αξιωματικοί, μεταξύ των οποίων και ο Ιωάννης ∆εμέστιχας, στον συνωμοτικό πυρήνα των κατώτερων αξιωματικών. Ο ∆εμέστιχας υπήρξε επικεφαλής του πρώτου οργανωμένου τμήματος με 50 ναύτες, υπαξιωματικούς και οπλίτες Μακεδονομάχους που εισήλθαν στους στρατώνες στου Γουδή για να υποστηρίξουν το πρόγραμμα του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης και της περιόδου που ακολούθησε, οι αξιωματικοί του Ναυτικού είχαν αναπτύξει σε μεγάλο βαθμό έναν ιδιόρρυθμο χαρακτήρα ως συλλογικότητα. Ο χώρος του Ναυτικού ανέκαθεν αποτελούσε ένα τμήμα των ενόπλων δυνάμεων το οποίο διακρινόταν από ένα πρόσημο συμπαγούς συσσωμάτωσης, χωρίς ιδιαίτερες συγκρούσεις και αντιμαχίες. Η αναδιοργάνωση του Ναυτικού στη βάση εξάλειψης της ευνοιοκρατίας ήταν ένα κρίσιμο ζήτημα. Ωστόσο, το Υπουργείο Ναυτικών εισηγούνταν νομοσχέδια πάνω στα χνάρια παλαιών αντιλήψεων.

Ιωάννης Δεμέστιχας  – Από το έπος της Μακεδονίας στις κορυφές του Ολύμπου-5
Ο ναύσταθμος της Σαλαμίνας το 1900 [πηγή: «Το Πολεμικό Ναυτικό», Επτά Ημέρες/Η Καθημερινή, 7/7/1996].

Επιπλέον, η ύπαρξη αλαζονικών συμπεριφορών από ανώτερους αξιωματικούς προς τους κατώτερους οδήγησε τους τελευταίους να απευθυνθούν στον υποπλοίαρχο Κωνσταντίνο Τυπάλδο. Ο Τυπάλδος υπήρξε πρωτεργάτης του Σ.Σ. με ιδιόρρυθμο χαρακτήρα, καθώς ήταν θιασώτης ριζοσπαστικότερων πρωτοβουλιών. Η πρώτη κίνηση του Τυπάλδου αφορούσε το αίτημά του προς τον υπουργό των Ναυτικών Ιωάννη ∆αμιανό για την επίλυση των προβληματικών ζητημάτων. Η συνάντηση αυτή βασίστηκε στον καταρτισμό ενός καταλόγου αιτημάτων με περιεχόμενο την απομάκρυνση των ανώτερων αξιωματικών που δεν είχαν προσόντα και την ανάθεση της κατάρτισης του ναυτικού προγράμματος σε κατωτέρους αξιωματικούς. Ο Ιωάννης ∆εμέστιχας μάλιστα πρωτοστάτησε μεταξύ των αξιωματικών που συμμετείχαν στον καταρτισμό του προαναφερθέντος καταλόγου των αιτημάτων και απαίτησαν ακολούθως την επιβολή τους. Μεταξύ άλλων οι θερμοκέφαλοι αξιωματικοί απαιτούσαν λύσεις βίαιης διευθέτησης του πολιτειακού καθεστώτος, διατυπώνοντας θέσεις περί βίαιης έξωσης της δυναστείας. Ωστόσο, η μη αποδοχή αιτημάτων οδήγησε στη διεκδίκηση αυτών με βίαια μέσα υπό τη μορφή ενός κινήματος ως «αντεπανάσταση».

Ο Ιωάννης ∆εμέστιχας σε ομιλία του προς τους εργάτες του ναυστάθμου στις 17 Οκτωβρίου 1909 προσδιορίζει τα κίνητρα του κινήματος διευκρινίζοντας ότι δεν ζήτησαν «[…] ούτε γαλόνια ούτε αύξησιν μισθού. Ημείς εζητήσαμεν να φύγουν εκείνοι οι γηραλέοι μέσα από τα πολεμικά […]» και «ηθελήσαμεν του Ναυτικού την ανόρθωσιν και την απαλλαγήν του από τις αρρώστιες εκείνες που σαπίζανε μέσα στους καφενέδες. Έπαιρναν χονδρούς μισθούς και παρέλυον με την γεροντικήν των ανικανότητα, όλην την Ναυτικήν της Ελλάδος ∆ύναμιν» (Κ. Παΐζης, «Ναύαρχος Ιωάννης ∆εμέστιχας: ένας ασυμβίβαστος ιδεολόγος», Ναυτική Επιθεώρηση 129, τχ. 457/1989, σελ. 378). Στα λόγια του ∆εμέστιχα διαφαίνεται η βούληση μιας γενιάς αξιωματικών που αποτελούν «προϊόν» μακροχρόνιων κοινωνικο-πολιτισμικών αλλαγών και αποζητούν διαρθρωτικές αλλαγές. Το κίνημα αυτό αποδοκιμάστηκε από όλα τα μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου, καθώς θεωρήθηκε ότι ενεργούσε στο πλαίσιο εξυπηρέτησης προσωπικών φιλοδοξιών, βλάπτοντας τον χαρακτήρα των αιτημάτων του Σ.Σ. και θέτοντας το κίνημα σε κίνδυνο.

«Ημείς εζητήσαμεν να φύγουν εκείνοι οι γηραλέοι μέσα από τα πολεμικά […]» και «ηθελήσαμεν του Ναυτικού την ανόρθωσιν και την απαλλαγήν του από τις αρρώστιες εκείνες που σαπίζανε μέσα στους καφενέδες».

Ο Τυπάλδος μετέβη στις 15 Οκτωβρίου στην κεντρική επιτροπή του Σ.Σ. κατόπιν εντολής των συναδέλφων του μέσω του υπογραφέντος πρωτοκόλλου περί εκκαθαρίσεως του Ναυτικού, το οποίο προέβλεπε την εγκαθίδρυση δικτατορίας και την αναστολή του συντάγματος. Μεταξύ άλλων, απείλησε ότι θα προέβαινε στη χρήση βίας για να επιβάλει τη θέλησή του στη διαμόρφωση του Ναυτικού. Εκείνη η εξέλιξη οδήγησε σε ρήξη με την κεντρική επιτροπή του Σ.Σ. και σήμανε ουσιαστικά την έναρξη του σχεδίου της «αντεπανάστασης». Ο ∆εμέστιχας συμμετείχε ενεργά στο σχέδιο, καθώς συνέβαλε στην κατάληψη των πυριτιδαποθηκών του στόλου που ήταν εγκατεστημένες στις νήσους Λέρο και Κύρα. Επιπρόσθετα, με βάση τις εκ των υστέρων καταθέσεις των πληρωμάτων ενώπιον της δικαιοσύνης, ο ∆εμέστιχας είχε καταλυτικό ρόλο στην κινητοποίηση αυτών, καθώς «[…] διέταξε να συναθροισθώμεν όλοι και μεταβώμεν εις το πυροβολείον όπου μας έδωκεν όπλα […] και μας απήγγειλε λόγον όπως υπακούσωμεν τας διαταγάς του αρχηγού του κινήματος κ. Τυπάλδου […]» (Σκριπ, 18/10/1909).

Ακολούθησε η κατάληψη του Ναυστάθμου Σαλαμίνας και η απόκτηση του ελέγχου επί των αντιτορπιλικών «Σφενδόνη», «Ναυκρατούσα» και «Θύελλα». Η αντίδραση του Σ.Σ. επήλθε με τον αποκλεισμό του ναυστάθμου από τα θωρηκτά «Ύδρα», «Σπέτσαι» και «Ψαρά». Ακολούθησε μια σύρραξη αντιτορπιλικών με θωρηκτά που έμεινε γνωστή ως δεύτερη ναυμαχία της Σαλαμίνας, με τις δυνάμεις του Τυπάλδου τελικά να ηττώνται.

Συγκεκριμένα, ο ∆εμέστιχας, ο οποίος είχε σταλεί εξαρχής με το τορπιλοβόλο «14» στον Πόρο για να προκαλέσει επανάσταση, συνάντησε έντονες τοπικές αντιδράσεις, γεγονός που τον ανάγκασε να επιστρέψει στον Ναύσταθμο και να αποβιβαστεί στην Ελευσίνα όπου ενώθηκε με τους άλλους καταδιωκόμενους (Εμπρός, 18/10/1909). Ύστερα από εννιά μέρες, ο ∆εμέστιχας παραδόθηκε στις αρχές, αποστέλλοντας μια επιστολή προς τον εισαγγελέα Πρωτοδικών Σπηλιάδη με την οποία δήλωνε ότι βρισκόταν στη διάθεση της εξουσίας (Εμπρός, 29/10/1909). Οι στασιαστές του Ναυτικού παραπέμφθηκαν με βούλευμα των Πλημμελειοδικών για να δικαστούν στο Κακουργιοδικείο με την καταγγελία της ενόπλου στάσης. Κατόπιν αυτής της κατηγορίας διενεργήθηκαν ανακρίσεις και εγκρίθηκαν εντάλματα φυλακίσεως των στασιαστών, μεταξύ αυτών και του ∆εμέστιχα.

Ωστόσο, οι στασιαστές, αντιλαμβανόμενοι την οικτρή θέση τους, υπέβαλαν υπόμνημα προς τον αρχηγό του Σ.Σ. Νικόλαο Ζορμπά, υποστηρίζοντας ότι είχαν πέσει θύματα δολοπλοκίας. Το υπόμνημα οδήγησε στη δημιουργία διαμετρικά αντιθετικών απόψεων στα μέλη του Σ.Σ. σχετικά με την τύχη των στασιαστών, με αποτέλεσμα την υποβολή από τα μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου στην επιτροπή, πρότασης περί αμνήστευσης. Επιπλέον, η έκκληση των στασιαστών είχε αποκτήσει ευήκοα ώτα τόσο στο πεδίο της κοινής γνώμης όσο και στο βασιλικό περιβάλλον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρωτοβουλία φοιτητών εκ των υπόδουλων περιοχών Μακεδονίας, Ηπείρου, Κρήτης και Θράκης, όπου «δι’ αιτήσεως των προς […] τον Βασιλέα παρακαλούσι όπως […] δώση αμνηστείαν εις τους κατηγορουμένους […] αξιωματικούς του Ναυτικού […] πρωτίστως δε προς τους κ. κ. Τυπάλδον και ∆εμέστιχαν […]» (Σκριπ, 19/12/1909).

Αργότερα, η κυβέρνηση Στέφανου ∆ραγούμη υπέβαλε στον βασιλιά σχετικό διάταγμα, το οποίο δημοσιεύθηκε στα τέλη Ιανουαρίου 1910 προβλέποντας για τους αποφυλακισθέντες αξιωματικούς του Ναυτικού, μεταξύ αυτών και για τον Ιωάννη ∆εμέστιχα, χορήγηση τριετούς εκπαιδευτικής άδειας (Εμπρός, 28/1/1910).

Απελευθερωτής της Χίου

Ο πολεμικός ενθουσιασμός του αγήματος Δεμέστιχα και η εθνική υπερδιέγερση των κατοίκων της Χίου.

Η συμμετοχή του Ιωάννη ∆εμέστιχα στην εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων υπήρξε ουσιαστική στην υπόμνηση μίας εκ των λαμπρότερων σελίδων της ιστορίας του Πολεμικού Ναυτικού, που ήταν η απελευθέρωση της Χίου. Η απόβαση στη Χίο ήταν η πρώτη πολεμική επιχείρηση του στόλου στο Αιγαίο. Μέχρι τότε, οι καταλήψεις των νησιών διενεργούνταν αναίμακτα μέσω μιας απλής απόβασης στρατευμάτων και αγημάτων, χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση. Είχε ήδη προηγηθεί η κατάληψη της Λέσβου, παραχωρώντας υψηλό επίπεδο διευκόλυνσης σχετικά με τον επιτελικό σχεδιασμό των επιχειρήσεων απελευθέρωσης του νησιού. Στη Μυτιλήνη, άλλωστε, βρίσκονταν οι στρατιωτικές δυνάμεις οι οποίες θα αναλάμβαναν αποφασιστική δράση στη νέα σελίδα στόχων που προέκυψε για το ελληνικό στράτευμα. Οι επιχειρήσεις απελευθέρωσης της Χίου διήρκεσαν από τις 10 Νοεμβρίου έως τις 21 ∆εκεμβρίου.

Ιωάννης Δεμέστιχας  – Από το έπος της Μακεδονίας στις κορυφές του Ολύμπου-6
Η κατάληψη της Χίου όπως αποτυπώθηκε στη λαϊκή εικονογραφία της εποχής [πηγή: Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, Ελληνική λαϊκή εικονογραφία, τόμ. Α, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα 2013].

Ήδη από τις 19 Οκτωβρίου υπήρξε πρόθεση της κυβέρνησης για την κατάληψη των μεγάλων νήσων του Αιγαίου. Συγκεκριμένα, είναι ενδεικτική η επισήμανση του Υπουργείου Ναυτικών προς τον αρχηγό του στόλου Παύλο Κουντουριώτη όπου εκφράζει την ελπίδα «[…] εν ευχή αύριον δοθή ενίσχυσις. Εν πάση περιπτώσει ετοιμάσατε 3 λόχους αγήματος ∆εμέστιχα, Κουρμούλη, Χορν, και εστέ έτοιμοι όπως πρωίαν Τετάρτης» (Επ. Σ. Μπαμπούρης, Το Ναυτικόν μας κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913. Αθήνα 1939, σελ. 64). Ο αναφερόμενος στην εντολή ∆εμέστιχας υπηρετούσε έως τότε στα πλοία της διαλυθείσης μοίρας Ιονίου που συμμετείχαν στην κατάληψη της Πρέβεζας. Όμως, η διάλυση της μοίρας του Ιονίου οδήγησε στην ενσωμάτωση των επιτελείων και των πληρωμάτων τους στον στόλο του Αιγαίου και πιο συγκεκριμένα στα πεζοναυτικά αγήματα και στη μοίρα των Ευδρόμων. Ο υποπλοίαρχος Ιωάννης ∆εμέστιχας τοποθετήθηκε επικεφαλής ναυτικού αγήματος που θα χρησιμοποιούνταν στην κατάληψη των νησιών του Αιγαίου.

Η μεταφορά των συνολικών δυνάμεων, μεταξύ αυτών και του υπό τον ∆εμέστιχα ναυτικού αγήματος, θα διενεργούνταν μέσω των επιταγμένων μεταγωγικών πλοίων «Εσπερία», «Αρκαδία» και «Μακεδονία», που συναποτελούσαν τη μοίρα των Ευδρόμων. Τα μεταγωγικά συνοδεύτηκαν προ της πόλεως της Χίου από τα αντιτορπιλικά «Νέα Γενεά» και «Κεραυνός». Ωστόσο, η Χίος ήταν ένα βαριά οχυρωμένο νησί με στρατιωτική δύναμη 2.500 ανδρών υπό τον συνταγματάρχη Ζεχνή μπέη, γεγονός που καθιστούσε επιτακτική ανάγκη την εκπόνηση προσεκτικού επιχειρησιακού σχεδιασμού. Σύμφωνα με την αφήγηση του ∆εμέστιχα, η πατριωτική έξαρση που διακατείχε τα μέλη του αγήματος ήταν διάχυτη, καθώς «η θέα της νήσου και το μαρτυρικόν της παρελθόν, υπεκορύφωσαν τον πολεμικόν ενθουσιασμόν μας» (ό.π., σελ. 151). Για τον Ιωάννη ∆εμέστιχα η συμμετοχή στο εν λόγω πεδίο της μάχης αποτελούσε, στον αστερισμό της ηθικής υποχρέωσής του προς την πατρίδα, μια έμπρακτη επιβεβαίωση της σημασίας που είχε για την Ελλάδα η προ τριών ετών συμμετοχή του στο κίνημα στου Γουδή, όπου εκκίνησε τις διαδικασίες για την επίτευξη του σχεδίου απελευθέρωσης των υπόδουλων Ελλήνων. Μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων για αναίμακτη παράδοση του νησιού, αποφασίστηκε η απόβαση στρατιωτικών δυνάμεων στα νότια της πόλεως της Χίου, στην ακτή Κοντάρι. Οι επιχειρήσεις κατάληψης της Χίου δεν προβλέπονταν αναίμακτες, καθώς η αντίσταση του εχθρού αποτελούσε ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός, που απαιτούσε δυναμική έναρξη από την ελληνική πλευρά. Ήταν ακριβώς το σημείο όπου, σύμφωνα με τον ∆εμέστιχα, «αι προς απελευθέρωσιν της νήσου επιχειρήσεις εισήρχοντο ούτως εις νέαν φάσιν» (ό.π., σελ. 150). Το κλίμα της νέας φάσης πριμοδότησε στο ναυτικό άγημα του ∆εμέστιχα αισθήματα ανυπομονησίας και διακαούς επιθυμίας συμμετοχής στις επικείμενες επιχειρήσεις.

Για τον Δεμέστιχα συμμετοχή εις τους εθνικούς αγώνας […] και η εξυπηρέτησις γενικώς παντός ανωτέρου σκοπού έχουν πάντοτε ως αντίκρυσμα μίαν […] σημαντικήν αμοιβήν: την ιδίαν εκάστου ηθικήν ικανοποίησιν.

Η έναρξη των επιχειρήσεων αφορούσε ένα πλέγμα βημάτων με κανονιοβολισμούς προς τις οχυρωμένες θέσεις των Οθωμανών, λειτουργώντας ως χρήσιμη κάλυψη στις δεκάδες λέμβους που προορίζονταν να αποβιβάσουν στρατιωτικές δυνάμεις. Το ναυτικό άγημα του οποίου ηγούνταν ο Ιωάννης ∆εμέστιχας είχε ως αρμοδιότητα εντολές προφυλακής και παρουσίαζε υψηλό επίπεδο ετοιμότητας. Ωστόσο, οι αρχικές εκκλήσεις του ∆εμέστιχα για συμμετοχή στην επιχείρηση αποβίβασης στο νησί της Χίου έμειναν αναπάντητες. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε μια θαρραλέα και μεμονωμένη πρωτοβουλία επιβίβασής του σε λέμβους έτσι ώστε να συνδράμει τις βαλλόμενες στρατιωτικές δυνάμεις. Ο ∆εμέστιχας βασιζόταν πλήρως «[…] στους αξιωματικούς και ναύτας […] αποφασισμένους και θέλοντας να ριψοκινδυνεύσουν, αλλά και προεξοφλών ως βεβαίαν την καταπτόησιν και τον κλονισμόν του αντιπάλου» (ό.π., σελ. 152). Η πρωτοβουλία του ∆εμέστιχα οδήγησε σε αλυσιδωτές εξελίξεις, σχετιζόμενες με την κάμψη του ηθικού των αντιπάλων, οι οποίοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Στο προαναφερθέν υπήρξε καταλυτική και η συνεισφορά των πυροβόλων όπλων από τα πολεμικά πλοία.

Η πιο σημαντική μάχη ήταν αυτή του οροπεδίου Αίπους, όπου οι ελληνικές δυνάμεις κατόρθωσαν να αιφνιδιάσουν τον αντίπαλο. Οι Οθωμανοί, έχοντας πέσει θύματα του αιφνιδιασμού των Ελλήνων στρατιωτών, εκκίνησαν διαδικασίες σύμπτυξης. Με πρωτοβουλία του ∆εμέστιχα, η ταχεία και αποφασιστική προέλαση εναντίον των καλά οχυρωμένων οθωμανικών στρατευμάτων κρίθηκε ως η καλύτερη λύση, δεδομένης της επιτευχθείσας συνθήκης του αιφνιδιασμού. Όπερ και εγένετο! Ο ∆εμέστιχας «[…] επελαύνων εν μέσω βροχής σφαιρών ηδυνήθη να καταλάβει τους πρώτους λόφους βραχώδους οροσειράς […]» (Σκριπ, 1/12/1912). Η εξέλιξη της μάχης κατέστη δυσχερής για το ναυτικό άγημα του ∆εμέστιχα, διότι βρέθηκε σε μια κατάσταση άνευ ενισχύσεων και πυρομαχικών. Η κατάσταση ήταν εξαιρετικά δύσκολη, καθώς η μόνη προστασία για τις ελληνικές δυνάμεις αποτελούσε η μερική φυσική οχύρωση των απόκρημνων περιοχών του Αίπους, οι οποίες προσέφεραν στοιχειώδη κάλυψη. Παρ’ όλα αυτά ο ∆εμέστιχας επέδειξε ιδιαίτερη επιμονή, προκαλώντας σοβαρές απώλειες στο οθωμανικό στρατιωτικό απόσπασμα. Η μάχη του Αίπους υπήρξε ιδιαίτερα φονική και σκληρή για την ελληνική πλευρά, παρά την πύρρειο νίκη, διότι, σύμφωνα με τον ∆εμέστιχα, «διαρκούσης της συγκρούσεως βαρεία συμφορά έπληξε το άγημα και εμέ προσωπικώς» (ό.π., σελ. 153). Ένας λόγος που οδήγησε στην υπερέκθεση του ναυτικού αγήματος στα οθωμανικά πυρά και σε σημαντικές απώλειες ήταν ο εύκολος στόχος από μακρόθεν της ναυτικής ενδυμασίας η οποία δεν διακρινόταν για τα μελανά χρώματά της. Το ναυτικό άγημα υπέστη σημαντικές απώλειες και ο επικεφαλής του, υποπλοίαρχος Ιωάννης ∆εμέστιχας, τραυματίστηκε διαμπερώς στην αριστερή κνήμη.

Ιωάννης Δεμέστιχας  – Από το έπος της Μακεδονίας στις κορυφές του Ολύμπου-7
Η κατάληψη της Χίου στη λαϊκή εικονογραφία της εποχής [πηγή: Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-1913, Ελληνική λαϊκή εικονογραφία, τόμ. Α, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα 2013].

Πολλά χρόνια αργότερα, ο Ιωάννης ∆εμέστιχας, σε ομιλία του για την επέτειο απελευθέρωσης του νησιού στις 11 Νοεμβρίου 1952, εξήρε το σημαντικό έργο και τον ψυχισμό του χιακού λαού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αναφορά του σε εθνική υπερδιέγερση των κατοίκων, οι οποίοι διαδήλωναν φλογερώς υπέρ της απελευθέρωσης του νησιού από τον ελληνικό στρατό και δήλωναν προθύμως το ενδιαφέρον τους για κάθε δυνατή προσφορά στις αποβατικές δυνάμεις κρούσης. Οι ριψοκίνδυνες και ευγενείς πράξεις των γηγενών κατοίκων συγκίνησαν τον ∆εμέστιχα, ο οποίος θεώρησε την αρωγή τους αποφασιστικής σημασίας για την απελευθέρωση του νησιού από την οθωμανική κυριαρχία. Άλλωστε, η συμμετοχή στους εθνικούς αγώνες αποτελούσε για όλους ηθική υποχρέωση. Για τον ∆εμέστιχα η συμμετοχή στις επιχειρήσεις απελευθέρωσης της Χίου και της εξάλειψης του οθωμανικού αποτυπώματος ήταν η εκπλήρωση των αυτονόητων καθηκόντων του. Για εκείνον «η συμμετοχή εις τους εθνικούς αγώνας […] και η εξυπηρέτησις γενικώς παντός ανωτέρου σκοπού έχουν πάντοτε ως αντίκρυσμα μίαν […] σημαντικήν αμοιβήν: την ιδίαν εκάστου ηθικήν ικανοποίησιν» (ό.π., σελ. 156).

Η κατάληψη της Χίου υπήρξε μια σημαντική επιχείρηση κατά την προσπάθεια της απελευθέρωσης αλύτρωτων ελληνικών περιοχών. Το στοιχείο που ξεχωρίζει και συνάμα αναδεικνύει τη σημασία της ήταν η χρήση της θέσης του νησιού ως στρατηγικής βάσης διεκπεραίωσης επικείμενων ναυτικών επιχειρήσεων. Στην κατεύθυνση αυτή εντάσσεται και η σθεναρή αντίσταση του στρατιωτικού μηχανισμού της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας. Το νησί της Χίου έμελλε να αποδειχθεί η πρώτη περίπτωση στην οποία δοκιμάστηκαν οι αντοχές της ελληνικής πολεμικής μηχανής σε επιχειρήσεις που δεν χαρακτηρίζονταν από αναίμακτο αποτέλεσμα.

Κατακτώντας τις κορυφές του Ολύμπου

Στην ευρύτερη προσωπική ζωή του, ο Ιωάννης ∆εμέστιχας διακατεχόταν από ένα πνεύμα ευαισθησίας όσον αφορά το πεδίο του αθλητισμού, καθώς υπήρξε ο ίδιος στα νεανικά του χρόνια αθλητής του στίβου στο άλμα εις ύψος και ολυμπιονίκης στη Μεσολυμπιάδα του 1906 στο αγώνισμα των 400 μ. Οι προαναφερθείσες ενδείξεις μαρτυρούν μια ιδιαίτερη ροπή προς την ενασχόληση με ευρύτερες αθλητικές δραστηριότητες, οι οποίες είχαν κατεξοχήν πρόσημο σωματικής και συνάμα ψυχικής εκγύμνασης. Επομένως, εκτός από την πλούσια αθλητική του σταδιοδρομία, ο ∆εμέστιχας συμμετείχε ενεργά και σε άλλους συγγενικούς κοινωνικούς τομείς. Ένας εξ αυτών ήταν η ενασχόλησή του με την ορειβασία, καθώς επίσης και οι μετέπειτα πρωτοβουλίες του για την προώθηση της σημασίας της στον ευρύτερο πληθυσμό της χώρας.

Το 1927 ο ∆εμέστιχας υπήρξε μέλος μιας πολυεθνικής ομάδας εκδρομέων, οι οποίοι επιχείρησαν τον ορειβατικό άθλο της ανάβασης του Ολύμπου. Ο Όλυμπος δεν ήταν ένα οποιοδήποτε βουνό, καθώς στέκεται επιβλητικός, σεβαστός και αιώνιος. Εκείνη την περίοδο μάλιστα αποτελούσε πόλο έλξης πολυεθνικών ομάδων με αλπινιστικές και ορειβατικές ικανότητες. Το βουνό των «Θεών» και η επιτυχής ανάβαση στην κορυφή του αποτελούσε για όλους αυτούς ένα προσωπικό στοίχημα. Άλλωστε, ο Όλυμπος ενσάρκωνε καινοπρεπώς τις φαντασιώσεις ισχυρών συναισθημάτων δέους και θαυμασμού όσων προσπάθησαν διαχρονικά να επιχειρήσουν την ολική ανάβασή του. Μέσα σε αυτό το κλίμα έντονου ενθουσιασμού συμμετείχε και η ελληνική ομάδα, η οποία καλούνταν, μεταξύ άλλων, να ξεχυθεί στους παγερούς λαβύρινθους του βουνού, σηματοδοτώντας την έναρξη της περιπετειώδους και απαιτητικής ανάβασης του Ολύμπου.

Ιωάννης Δεμέστιχας  – Από το έπος της Μακεδονίας στις κορυφές του Ολύμπου-8
Ο Ι. Δεμέστιχας (δεύτερος από δεξιά στη δεύτερη σειρά από πάνω) μεταξύ των νικητών της Μεσολυμπιάδας του 1906 [πηγή: Απ. Δούβαρης, Σωτήριος Χρηστίδης (1858-1940), ΕΛΙΑ, Αθήνα 1993].

Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας υπήρξαν δύο ξεχωριστές ελληνικές ομάδες. Η πρώτη θα κατευθυνόταν προς την κορυφή του Προφήτη Ηλία, απ’ όπου θα παρακολουθούσε τη δεύτερη ομάδα που θα ακολουθούσε το μονοπάτι της ανάβασης της κορφής του Στεφανίου. Η δεύτερη ελληνική ομάδα, της οποίας μέλος υπήρξε ο ∆εμέστιχας, ήρθε αντιμέτωπη με την περιφρόνηση μιας ομάδας Ελβετών αλπινιστών, κυρίως ως προς το χαμηλό επίπεδο πείρας στην ορειβατική τέχνη.

Γενικότερα, για τους ξένους η ανάβαση ήταν μια εκδήλωση τόλμης και άσκηση αλπινισμού, καθώς είχαν όλα τα μέσα που θα διευκόλυναν την αναρρίχησή τους. Επιπλέον, το επίπεδο εμπειρίας τους ήταν πολλαπλάσιο, καθώς είχαν εξασκηθεί αλπινιστικώς, στο παρελθόν, στην ανάβαση του Ολύμπου, γεγονός που τους εξοικείωνε με το γεωμορφολογικό κλίμα και τις ατμοσφαιρικές συνθήκες.

Ο πλοίαρχος Δεμέστιχας επέδειξε λυσσαλέο θάρρος και τόλμη, καθώς «[…] χωρίς να σταματήση ούτε λεπτό, κατεβαίνει τρέχοντα σχεδόν στο διάσελο που εχώριζε τους δύο βράχους Στεφάνι και Θρόνον». Με ακλόνητη ψυχραιμία και τρομερή ευκινησία, κατόρθωσε τροχάδην να σκαρφαλώσει στο Στεφάνι, ενώ κάτω από τα πόδια του εκτεινόταν η άβυσσος του απόλυτου κενού.

Ωστόσο, το ελληνικό δαιμόνιο πάτησε γερά στα πόδια του, διεκδικώντας δυναμικά την υπόληψη της νεότευκτης έως τότε ελληνικής ορειβατικής συνείδησης. Ο ∆εμέστιχας ήταν αυτός που ενσάρκωσε το ελληνικό φιλότιμο «[…] καθώς εδήλωσεν ορθά-κοφτά ότι θ’ ανέβη ό π ω σ δ ή π ο τ ε» (Ελεύθερον Βήμα, 24/9/1927).

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της ανάβασης, η ελληνική ομάδα, αποτελούμενη από πέντε μέλη, συνοδευόταν από την ομάδα Ελβετών αλπινιστών. Η πορεία προς τους διάφορους ενδιάμεσους σταθμούς αποτελούσε μια εκθετικά αυξανόμενη πρόκληση για τη σωματική αντοχή των ορειβατών, οι οποίοι παράλληλα έρχονταν αντιμέτωποι με τις μυθολογικές εκφάνσεις κάθε γωνιάς του Ολύμπου. Από στιγμή σε στιγμή, το αίσθημα της αντίληψης των ορειβατών για την ανθρώπινη φύση τους γιγαντωνόταν. Η συνειδητοποίηση της θνητότητάς τους ήταν έκδηλη στα πρόσωπά τους. Η διαδικασία ανάβασης στη δυσκολότερη κορφή του Ολύμπου, το Στεφάνι, ήταν δυσχερής. Ο ελλιπής τεχνικός εξοπλισμός της ελληνικής ομάδας είχε ουσιαστικά αποτελέσματα στην εικόνα των Ελβετών αλπινιστών, καθώς για μία στιγμή σκέφτηκαν να μη φέρουν την ευθύνη ανάβασής της με σχοινί στο Στεφάνι. Ωστόσο, ο πλοίαρχος ∆εμέστιχας επέδειξε λυσσαλέο θάρρος και τόλμη, καθώς «[…] χωρίς να σταματήση ούτε λεπτό, κατεβαίνει τρέχοντα σχεδόν στο διάσελο που εχώριζε τους δύο βράχους Στεφάνι και Θρόνον» (ό.π., σελ. 3). Με ακλόνητη ψυχραιμία και τρομερή ευκινησία, κατόρθωσε τροχάδην να σκαρφαλώσει στο Στεφάνι, ενώ κάτω από τα πόδια του εκτεινόταν η άβυσσος του απόλυτου κενού. Η κίνησή του αυτή προκάλεσε την αναθάρρηση της λοιπής ελληνικής ομάδας που ακολούθησε τα χνάρια του ∆εμέστιχα στην ανάβαση της κορφής. Ακολούθησαν οι θηριώδεις ζητωκραυγές του πλήθους και η έκπληξη των Ελβετών που παρακολουθούσαν με δέος τον ορειβατικό άθλο του ∆εμέστιχα και το ξεδίπλωμα της γαλανόλευκης στην κορφή του Μύτικα.

Η συνεισφορά του Ιωάννη ∆εμέστιχα στον τομέα της ορειβατικής δραστηριότητας υπήρξε σημαντική και δαψιλής. Συγκεκριμένα, η δραστηριότητα του ∆εμέστιχα επεκτάθηκε στη σωματειακή δημιουργία ενός φορέα με ορειβατικό και χιονοδρομικό πρόσημο. Το αποτέλεσμα υπήρξε εντυπωσιακό. Το 1928 ιδρύθηκε ο Ελληνικός Ορειβατικός Σύνδεσμος ως κεντρική οργάνωση των υπαρχόντων ορειβατικών σωματείων σε Πάτρα και Αθήνα, καθώς επίσης και αυτών που επρόκειτο να ιδρυθούν στο άμεσο μέλλον. Οι σκοποί του συνδέσμου είχαν να κάνουν με την ευρύτερη διάδοση της ορειβασίας στα πρότυπα του συστήματος των ευρωπαϊκών αλπινιστικών συνδέσμων. Αυτό σηματοδοτούσε την ίδρυση καταφυγίων, την επισήμανση ατραπών και την οργάνωση σχεδίων λεπτομερούς εξερεύνησης των ελληνικών βουνών.

Ο τότε αρχηγός του στόλου Ιωάννης ∆εμέστιχας υπήρξε εις εκ των αντιπροέδρων του συνδέσμου, συντείνοντας στην επιτυχή προώθηση των αναβάσεων των ελληνικών βουνών (Ελεύθερον Βήμα, 8/5/1930). Η ύπαρξη του συνδέσμου συνεχίζεται απρόσκοπτα μέχρι σήμερα, συμβάλλοντας ενεργητικά και ουσιωδώς στην προώθηση των σκοπών του. Το αποτύπωμα του ∆εμέστιχα, μεταξύ άλλων, ως προς τη διάδοση της ορειβατικής δραστηριότητας των χειμερινών αθλημάτων και της αύξησης των νέων προσήλυτων, υπήρξε καθοριστικό για την επικαιροποίηση της επαφής όλο και περισσότερων Ελλήνων με τα ελληνικά κορφοβούνια, στα οποία θα αντηχούσαν οι ζωηρές φωνές νέων επίδοξων ορειβατών. Άλλωστε, η εν λόγω αποτίμηση γίνεται διακριτή στο πλαίσιο του πρώτου χορού που διοργάνωσε ο Ελληνικός Ορειβατικός Σύνδεσμος προς ενίσχυση των εθνωφελών σκοπών του (Ελεύθερον Βήμα, 25/1/1931).

Ιωάννης Δεμέστιχας  – Από το έπος της Μακεδονίας στις κορυφές του Ολύμπου-9
Ο Ι. Δεμέστιχας την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα [Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα].
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT