Σαν σήμερα: 27 Φεβρουαρίου 1933 – Εμπρησμός του Ράιχσταγκ

Σαν σήμερα: 27 Φεβρουαρίου 1933 – Εμπρησμός του Ράιχσταγκ

3' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το βράδυ της 27ης Φεβρουαρίου 1933, περαστικοί άκουσαν ήχους γυαλιών που έσπαγαν μέσα από το κτίριο του Ράιχσταγκ, του γερμανικού κοινοβουλίου. Λίγο αργότερα είδαν φλόγες να βγαίνουν από το κτίριο. Αμέσως κλήθηκε η πυροσβεστική. Χρειάστηκαν ώρες προκειμένου τα πυροσβεστικά οχήματα –εξήντα συνολικά– να μπορέσουν να σβήσουν τη φωτιά, η οποία προκάλεσε εκτεταμένες ζημιές: καταστράφηκε ολοσχερώς η αίθουσα συνεδριάσεων της Ολομέλειας καθώς και ο γυάλινος θόλος της, ενώ οι φλόγες εξαπλώθηκαν ταχύτατα σε ολόκληρο το κτίριο.

Στο μεταξύ, οι αστυνομικοί που έσπευσαν στο σημείο συνέλαβαν περίπου είκοσι λεπτά μετά το ξέσπασμα της πυρκαγιάς έναν νεαρό Ολλανδό κομμουνιστή εργάτη ονόματι Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε, ο οποίος περιγράφηκε στις αστυνομικές αναφορές ως «τελείως εξαντλημένος από τη σωματική προσπάθεια». Ο Βαν ντερ Λούμπε παραδέχθηκε αμέσως την ενοχή του ισχυριζόμενος, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, ότι ο εμπρησμός ήταν ένας τρόπος να καλέσει τους πολίτες σε εξέγερση εναντίον του καθεστώτος.

Τον Ιανουάριο του 1933, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης Πάουλ φον Χίντενμπουργκ διόρισε ως καγκελάριο τον αρχηγό του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Αδόλφο Χίτλερ. Μέχρι τότε, οι Ναζί κατείχαν σχεδόν το 33% της εκλογικής ψήφου, χωρίς όμως να μπορέσουν να συγκεντρώσουν την απαραίτητη πλειοψηφία για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Η πολιτική σκηνή της μεσοπολεμικής Γερμανίας, αναμφίβολα επηρεασμένη από το παγκόσμιο οικονομικό Κραχ του 1929, ήταν πεδίο μεγάλων αντιπαραθέσεων και εξαιρετικά ευαίσθητων ισορροπιών. Η επιλογή του Χίντενμπουργκ, αν και διστακτική, βασιζόταν και σε μια προτροπή του πρώην καγκελάριου Φραντς φον Πάπεν, ο οποίος πίστευε ότι τα αστικά συντηρητικά κόμματα θα έπρεπε να συνεργαστούν με τους Ναζί, προκειμένου να εμποδίσουν τους κομμουνιστές από το να βρεθούν στην εξουσία. Προκηρύχθηκαν εκλογές για την 5η Μαρτίου, με την ελπίδα ότι ένα από τα κόμματα θα συγκέντρωνε επιτέλους την πολυπόθητη πλειοψηφία.

Πάντως, ήταν φανερό ότι οι Ναζί είχαν ήδη θέσει στο στόχαστρό τους τους κομμουνιστές. Συγκεκριμένα, ο νέος υπουργός Εσωτερικών Χέρμαν Γκαίρινγκ διέταξε επιδρομή στα κεντρικά γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Βερολίνο στις 24 Φεβρουαρίου. Οι Αρχές ισχυρίστηκαν ότι ανακάλυψαν στασιαστικό υλικό, συμπεριλαμβανομένων φυλλαδίων που ενθάρρυναν ένοπλη εξέγερση. Το έδαφος για την ολοκληρωτική κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί είχε προλειανθεί.

Έτσι, ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ ήταν εκείνη η «χρυσή ευκαιρία» για τον Χίτλερ που θα του επέτρεπε να δικαιολογήσει την περαιτέρω συγκέντρωση εξουσιών και την καταπάτηση των πολιτικών ελευθεριών που επιχειρούσε παντοιοτρόπως για να εξουδετερώσει κάθε πολιτικό του αντίπαλο.  Μάλιστα, όταν έφτασε στο Ράιχσταγκ λίγο μετά το ξέσπασμα της φωτιάς, είπε στον Φον Πάπεν: «Αυτό είναι ένα θεόσταλτο σήμα. Αν αυτή η φωτιά είναι, όπως πιστεύω, έργο των κομμουνιστών, τότε πρέπει να συντρίψουμε αυτό το δολοφονικό παράσιτο με σιδερένια γροθιά».

Λίγες ώρες μετά τον εμπρησμό,, ο πρόεδρος Χίντενμπουργκ, επικαλούμενος το Άρθρο 48 του γερμανικού Συντάγματος, το οποίο έδινε στον πρόεδρο δικτατορικές εξουσίες και το δικαίωμα να παρεμβαίνει άμεσα στη διακυβέρνηση των 19 εδαφικών κρατιδίων της Γερμανίας, εξέδωσε το «Διάταγμα του Προέδρου του Ράιχ για την Προστασία του Λαού και του Κράτους». Η πράξη καταργούσε την ελευθερία του λόγου, του συνέρχεσθαι, της ιδιωτικής ζωής και του Τύπου, νομιμοποιούσε τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις και την υποκλοπή της αλληλογραφίας και ανέστειλε την αυτονομία των ομόσπονδων κρατιδίων, όπως η Βαυαρία. Εκείνη τη νύχτα περίπου 4.000 άνθρωποι συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν από τα ναζιστικά τάγματα εφόδου, τα οποία λειτουργούσαν σε μεγάλο βαθμό ως βοηθητική αστυνομία. Μετά την πυρκαγιά, συνελήφθησαν επίσης πολλοί από τους εκλεγμένους κομμουνιστές βουλευτές και κρατήθηκαν επ’ αόριστον.

Όμως, αυτό δεν ήταν αρκετό για τον Χίτλερ. Στις 23 Μαρτίου, υπερψηφίστηκε από το Ράιχσταγκ o Εξουσιοδοτικός Νόμος, ο οποίος παραχωρούσε στην κυβέρνησή του σαρωτικές εξουσίες με το να θεσπίζει νόμους χωρίς τη συμμετοχή του Ράιχσταγκ ή του προέδρου, συγκεντρώνοντας ουσιαστικά όλη τη νομοθετική εξουσία στα χέρια του καγκελάριου και του υπουργικού του συμβουλίου.

Ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ θεωρείται ως ο καταλύτης που οδήγησε στην εδραίωση της εξουσίας του Χίτλερ και το σημείο έναρξης της συστηματικής διάλυσης από πλευράς του των δημοκρατικών θεσμών. Θεωρείται επίσης μία από τις πιο χαρακτηριστικές προβοκάτσιες στην Ιστορία. Μάλιστα, πολλοί θεωρούν ότι ο Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε –ο οποίος τελικά εκτελέστηκε δι’ αποκεφαλισμού το 1934– ήταν αθώος (όπως άλλωστε αποφάνθηκε η γερμανική βουλή το 2008) και ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ ήταν εξ αρχής έργο των Ναζί.

Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

Σαν σήμερα: 27 Φεβρουαρίου 1933 – Εμπρησμός του Ράιχσταγκ-1
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT