Γεώργιος Χατζανέστης – Από την αρχιστρατηγία στη θανατική καταδίκη

Γεώργιος Χατζανέστης – Από την αρχιστρατηγία στη θανατική καταδίκη

«Υπάρχουν στρατηγοί δαφνοστεφείς, εις τους οποίους δεν ανήκουν αι δάφναι και υπάρχουν αφ' ετέρου στρατηγοί ατυχείς, τους οποίους δεν βαρύνουν αι ευθύναι»

γεώργιος-χατζανέστης-από-την-αρχιστ-562905967

Ο Γεώργιος Χατζηανέστης ή Χατζανέστης (1863-1922) έχει ταυτιστεί με την κατάρρευση του μετώπου της Μικράς Ασίας τον Αύγουστο του 1922 και συγκαταλέγεται στις αινιγματικές προσωπικότητες της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Υπήρξε γόνος εύπορης φαναριώτικης οικογένειας και γεννήθηκε το 1863 στην Αθήνα. Πατέρας του ήταν ο Νικόλαος Χατσόπουλος-Χατζανέστης και μητέρα του η Μαρία Πιτσιπίου, κόρη του Χιώτη λόγιου Ιάκωβου Πιτσιπίου. Μεγαλώνοντας σε ένα πλουσιοπάροχο περιβάλλον, ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Σχολείον Αντωνιάδου στην πλατεία Ομονοίας, φοίτησε στο Γυμνάσιο και αμέσως μετά, με απόφαση των γονιών του, σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποφοίτησε το 1884 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού του Πυροβολικού. Η συμμετοχή του σε εμπόλεμη σύρραξη απαντάται πρώτη φορά το 1886 στην οροθετική γραμμή της Λάρισας. Έναν χρόνο αργότερα μετέβη διαδοχικά στη Γαλλία, την Αγγλία και τη Γερμανία για συμπληρωματικές στρατιωτικές σπουδές. Κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 διετέλεσε επιτελάρχης της 3ης Ταξιαρχίας και διοικητής της 2ης Ορεινής Πυροβολαρχίας. Το 1904 ενετάγη στο Σώμα των Γενικών Επιτελείων και το 1906 προήχθη σε ταγματάρχη. Το 1909, όταν ξέσπασε το κίνημα στου Γουδή, ο Χατζανέστης, αποδοκιμάζοντας τις ενέργειες του στρατού, υπέβαλε την παραίτησή του και αναχώρησε για την Ελβετία. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων επανήλθε στην ενεργό δράση, διετέλεσε επιτελάρχης της 6ης και της 5ης Μεραρχίας, προήχθη σε συνταγματάρχη και στη συνέχεια υπηρέτησε ως διοικητής στη Σχολή Ευελπίδων. Το 1915, όταν ξέσπασε στάση της 5ης Μεραρχίας εναντίον του, παραιτήθηκε για δεύτερη φορά. Οπαδός του βασιλιά Κωνσταντίνου, μετά την πτώση της βενιζελικής παράταξης επανήλθε στο στράτευμα μόλις το 1921, αναλαμβάνοντας διαδοχικά το 1922 τη διοίκηση της Στρατιάς Θράκης και την αρχιστρατηγία της Στρατιάς Μικράς Ασίας.

Ο γεωδαίτης

Η κλίση προς τη χαρτογραφία και η διάκρισή του για την ακρίβεια, την ταχύτητα, τη μεθοδικότητα και την τάξη των υπολογισμών του.

Το 1889, μετά από συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ του Υπουργείου Στρατιωτικών της Ελλάδας και του Υπουργείου Εξωτερικών της Αυστρίας, κατέφθασε στην Ελλάδα η αποστολή του Καισαροβασιλικού Στρατιωτικού Γεωγραφικού Ινστιτούτου της Βιέννης για να οργανώσει μια στρατιωτική υπηρεσία που θα χαρτογραφούσε την Ελλάδα. Είχε ήδη προηγηθεί σχετικό αίτημα του Χαριλάου Τρικούπη προς την αυστριακή κυβέρνηση για τη συνδρομή της «προς καταρτισμόν του Γεωδαιτικού Τριγωνισμού εφ’ ου επρόκειτο να στηριχθεί ο καταρτισμός του κτηματικού και του τοπογραφικού χάρτου του Βασιλείου της Ελλάδος», ενώ στις 22 Νοεμβρίου 1888 είχε εκδοθεί Βασιλικό ∆ιάταγμα με το οποίο μετέβησαν στην Κεντρική Ευρώπη οι μηχανικοί Κ. Καρούσος και Ν. Παλαμάς να διερευνήσουν τρόπους ταχείας μέτρησης γαιών και οργάνωσης τμήματος χαρτογραφικής υπηρεσίας.

Γεώργιος Χατζανέστης – Από την αρχιστρατηγία στη θανατική καταδίκη-1
Ταξιαρχία Ιππικού. Επιθεώρηση της μεραρχίας από τον Γ. Χατζανέστη (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Την αυστριακή αποστολή αποτέλεσαν ο αντισυνταγματάρχης και φημισμένος χαρτογράφος Heinrich Hartl, ο λοχαγός Franz Lehrl και ο υποπλοίαρχος Julius Lohr. Οι τρεις τους συγκρότησαν τη «Γεωδαιτική Αποστολή», επικουρούμενοι από τρεις Έλληνες αξιωματικούς του Μηχανικού, τον υπολοχαγό Ευλάμπιο Μεσσαλά, τον ανθυπολοχαγό Κωνσταντίνο Νίδερ και τον ανθυπολοχαγό Κωνσταντίνο Κωνσταντινόπουλο. Το 1890 η υπηρεσία μετονομάστηκε σε «Γεωδαιτικό Απόσπασμα», για να αποτελέσει το 1897 τη «Χαρτογραφική Υπηρεσία Στρατού», με πρώτο Έλληνα διοικητή τον λοχαγό Αλέξανδρο Ι. Κοντόσταυλο και από το 1926 μέχρι σήμερα τη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού.

Στις 8 Μαρτίου 1890 τοποθετήθηκε στο «Γεωδαιτικό Απόσπασμα» και ο υπολοχαγός Γεώργιος Χατζανέστης, όπου υπηρέτησε έως και τις 14 Φεβρουαρίου 1897, όταν ξέσπασε ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897. Η εξοικείωση του Χατζανέστη με τη χαρτογραφία χρονολογείται από το 1887, όταν είχε μεταβεί στη Γαλλία προκειμένου να συμπληρώσει τις στρατιωτικές του σπουδές. Μετά την άρνηση, ωστόσο, της γαλλικής κυβέρνησης να φοιτήσει στην περίφημη στρατιωτική σχολή École de la Guerre (Σχολή Πολέμου), ακολούθησε τη Γαλλική Χαρτογραφική Υπηρεσία στην Αλγερία, όπου επρόκειτο να αποτυπώσει την περιοχή. ∆ιαθέτοντας μαθηματικό μυαλό και πειθαρχημένο χαρακτήρα, ο Χατζανέστης διακρίθηκε, μεταξύ των Γάλλων τοπογράφων, για τη σχεδιαστική του ικανότητα και ακρίβεια, ενώ ο χάρτης που εκπόνησε κατατέθηκε στα αρχεία του Υπουργείου Στρατιωτικών στο Παρίσι. Τις υψηλές χαρτογραφικές επιδόσεις του Χατζανέστη υπογράμμισε και ο αξιωματικός R.M. Hopital, βοηθός του Γάλλου στρατηγού Foch, σε απαντητική επιστολή προς την αδελφή του Λαίδη Λω το 1924, η οποία αιτήθηκε την εξακρίβωση των αποτελεσμάτων της εργασίας του για να τη συμπεριλάβει σε βιβλίο που ετοίμαζε για τον Χατζανέστη.

Διαθέτοντας μαθηματικό μυαλό και πειθαρχημένο χαρακτήρα, ο Χατζανέστης διακρίθηκε, μεταξύ των Γάλλων τοπογράφων, για τη σχεδιαστική του ικανότητα και ακρίβεια.

Η αγάπη και η κλίση του προς τη χαρτογραφία οδήγησαν τον Χατζανέστη, αμέσως μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του σε Αγγλία και Γερμανία, στην Αυστρία, όπου μαθήτευσε δίπλα στον συνταγματάρχη Hartl. Έτσι, όταν μετατέθηκε στη Χαρτογραφική Υπηρεσία, υπήρξε πολύτιμος μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες αξιωματικούς. Στο διάστημα της θητείας του στη συγκεκριμένη υπηρεσία, προήχθη σε λοχαγό και παρέμεινε επτά χρόνια.

Γεώργιος Χατζανέστης – Από την αρχιστρατηγία στη θανατική καταδίκη-2
4 Ιουνίου 1922. Άφιξη του Γ. Χατζανέστη στον σταθμό διοίκησης της μεραρχίας (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Από μαρτυρία του αντιστρατήγου Ανδρέα Αναγνωστόπουλου, διοικητή της Χαρτογραφικής Υπηρεσίας κατά το διάστημα 1920-1922, ο «Γεώργιος Χατζανέστης απεδείχθη, εν μεν τη εργασία του πεδίου απαράμιλλος παρατηρητής, εν τη παρατηρήσει δε (καταμετρήσει) του ∆ικτύου 1ης τάξεως και εν τω γραφείω, κατά τους υπολογισμούς του Γραφείου τούτου, τους μεν τόσον δυσχερείς και απροσίτους εις οιονδήποτε, απεδείχθη πρώτος μεταξύ των πάντων, διά την ακρίβειαν, ταχύτητα, μεθοδικότητα και τάξιν των υπολογισμών του. Εκ των 140 εν όλω σημείων του ελληνικού ∆ικτύου, ο ακαταπόνητος γεωδαίτης Χατζανέστης παρετήρησε (καταμέτρησε) εν όλω 32 σημεία. Ήτοι ανήλθεν επί των υψηλοτέρων κορυφών των ελληνικών ορέων διατρέξας την χώραν από της Πίνδου μέχρι του Ταινάρου και από των Κυκλάδων μέχρι της Κερκύρας ακαταπόνητος πάντοτε και παλαίων καθ’ όλων των δυσχερειών, ας εδοκίμασεν τότε η νεοφανής διά την Ελλάδα εργασία, με έλλειψιν μέσων, άτινα τότε το Κράτος μετ’ άκρας φειδούς παρείχε, με έλλειψιν συγκοινωνιών και δημοσίου ασφαλείας, παλαίων άμα και εναντίον των στοιχείων της φύσεως, άτινα ως εκ της διαμορφώσεως της χώρας και της ιδιαζούσης ταύτης ατμοσφαιρικής καταστάσεως σκληρώς δοκιμάζουσι τον Έλληνα Γεωδαίτην».

Γεώργιος Χατζανέστης – Από την αρχιστρατηγία στη θανατική καταδίκη-3
Ο αρχιστράτηγος Γ. Χατζανέστης ετοιμάζεται να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητό του, στις 4 Ιουνίου 1922 (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Χανιά). 

Σύμφωνα με τον Αναγνωστόπουλο, η εργασία του Χατζανέστη υπήρξε αθόρυβη αλλά και άγνωστη μεταξύ των συναδέλφων του και του επιστημονικού κόσμου της χώρας, αλλά ευρέως αναγνωρισθείσα από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα, μετά τη δημοσίευσή της το 1896, όταν δηλαδή ολοκληρώθηκαν οι εργασίες του ελληνικού δικτύου 1ης τάξεως. Ο Χατζανέστης δεν επανήλθε στην υπηρεσία κατά την ανασύσταση του Γεωδαιτικού Αποσπάσματος. Υπήρξε ωστόσο από τα πρώτα μέλη της Γεωγραφικής Εταιρείας, η οποία ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 1901 από μια ομάδα γεωγράφων και αξιωματικών του ελληνικού στρατού με σκοπό «να ενισχύση και αναδείξη τας γεωγραφικάς σπουδάς εν Ελλάδι, εν γένει δε να συντελέση εις την πρόοδον της Γεωγραφικής επιστήμης». Πρώτος πρόεδρος της Ελληνικής Γεωγραφικής Εταιρείας διετέλεσε ο στρατηγός και τοπογράφος Ιφικράτης Κοκκίδης και γενικός γραμματέας ο Κωνσταντίνος Ράδος, ιστορικός με πλούσιο συγγραφικό έργο και πρόεδρος τότε της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος. Ο Χατζανέστης μαζί με 39 ακόμα μέλη εξελέγη στην κεντρική επιτροπή που απαρτιζόταν από τρία τμήματα, το διοικητικό, το τμήμα δημοσιεύσεων και το τμήμα ανταποκρίσεων και θα διηύθυνε το έργο της Εταιρείας.

Η στάση της 5ης Μεραρχίας

Η τυπολατρία του Χατζανέστη, η αφορμή της στάσης και η συσχέτισή της με το διχαστικό κλίμα και την παρατεταμένη επιστράτευση.

Το 1915, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα κήρυξε επιστράτευση κυρίως για προληπτικούς λόγους, αφού είχε προηγηθεί η επιστράτευση της γειτονικής Βουλγαρίας. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου ο Γεώργιος Χατζανέστης ανέλαβε τη διοίκηση της 5ης Μεραρχίας στη ∆ράμα, αφού είχε επανέλθει στην κανονική στρατιωτική ιεραρχία και είχε προαχθεί σε συνταγματάρχη του Πυροβολικού. Είναι η περίοδος κατά την οποία ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επιδιώκοντας την εθνική ενότητα ως προϋπόθεση για την επιτυχία του ελληνικού στρατού, είχε αποκαταστήσει το πληγωμένο κύρος των φιλοβασιλικών στρατιωτικών και των πολιτικών στελεχών. Επιπλέον η 5η Μεραρχία, μετά το ατύχημα που είχε υποστεί στη Μάχη της Βεύης (21 Οκτωβρίου 1912) και την άτακτη υποχώρησή της προς την Κοζάνη μερικές ημέρες αργότερα, έπρεπε να ανασυνταχθεί καθώς είχε χάσει το ηθικό της και μεγάλο μέρος των δυνάμεών της.

Γεώργιος Χατζανέστης – Από την αρχιστρατηγία στη θανατική καταδίκη-4
Επιθεώρηση τμήματος από τον Γ. Χατζανέστη (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Το διάστημα της θητείας του Χατζανέστη στη ∆ράμα αποδείχθηκε ιδιαίτερα επεισοδιακό. Οι οπλίτες της 5ης Μεραρχίας ξεσηκώθηκαν εναντίον του και η κυβέρνηση, για να εκτονώσει την κατάσταση, τον μετέθεσε σε άλλη μεραρχία με συνέπεια τη δεύτερη παραίτησή του από το στράτευμα. Ποικίλες και αντιφατικές είναι οι ερμηνείες γι’ αυτά τα γεγονότα. Οι περισσότεροι από τους συγχρόνους του τα αποδίδουν στον απαιτητικό και εκκεντρικό χαρακτήρα του, στην προβληματική ψυχοσύνθεση και στην ακραία τυπολατρία του. Ορισμένοι, ωστόσο, υιοθετώντας και τις απόψεις του Χατζανέστη για τη ζημιογόνο ανάμειξη των αξιωματικών στην πολιτική, επιρρίπτουν ευθύνες στις πολιτικές εξελίξεις μετά τον ∆ιχασμό, που επηρέαζαν και τον στρατό.

Ο στρατηγός Αλέξανδρος Μαζαράκης, επιτελάρχης της 5ης Μεραρχίας Πεζικού (∆ράμας) από το 1914 έως το 1916, στα Απομνημονεύματά του αναφέρεται εκτενώς στα γεγονότα της ∆ράμας, σκιαγραφώντας την προσωπικότητα του Χατζανέστη. Η κρίση του αυτή, μολονότι έχει χαρακτηριστεί η λιγότερο προκατειλημμένη από τις εν γένει αφοριστικές κρίσεις που έχουν γραφεί για τον Χατζανέστη, δεν είναι ιδιαίτερα κολακευτική. Γράφει σχετικά:

Ο φιλοβασιλικός ταγματάρχης αποδίδει την υποκινούμενη στάση των στρατιωτών εναντίον του Χατζανέστη στον πολιτικό διχασμό της περιόδου, στον ημερήσιο Τύπο που καλλιεργούσε την πόλωση.

«Περιφρονητικός προς όλους τους αξιωματικούς και δη τους ανωτέρους, θεωρών ότι πλην παραχωρήσεων ουδεμίαν άλλην προς αυτούς έπρεπε να έχη επικοινωνίαν, ούτε υπηρεσιακήν ούτε κοινωνικήν, αποδίδων σημασίαν εις δευτερεύοντα και τριτεύοντα ζητήματα σπασμωδικών κινήσεων χαιρετισμού, χρώματος αντισκήνων και απολύτου ομοιομορφίας εξαρτύσεως, ιματισμού, παρημέλει τα κύρια ενός διοικητού μονάδος εν επιστρατεύσει μελήματα: να γνωρίσει δηλαδή εις παραμονάς πολέμου τους ανωτέρους του αξιωματικούς και τι εξ εκάστου δύναται να αναμένη, να δώση ενιαίαν τακτικήν κατεύθυνσιν εις τας ασκήσεις ώστε να εξασφαλίση ενότητα σκέψεως μεταξύ διοικήσεως και εκτελεστών, να εμπνεύση την αγάπην και εμπιστοσύνην αξιωματικών και οπλιτών προς τον μέραρχόν των. Ανέβαλλε διαρκώς την εκτέλεσιν ασκήσεων… ασχολούμενος εις επιθεωρήσεις λεπτομερειών και εις πολυημέρους αυτοπροσώπους μελέτας των ονομαστικών καταστάσεων των οπλιτών διά να κατατάξη αυτούς αναλόγως εις τα διάφορα, μάχιμα ή μη, κλιμάκια εκάστης μονάδος, έργον δηλαδή των ιδίων σωματαρχών, διατασσομένων προς τούτο. Υπό τοιούτους όρους ταχέως εκίνησε την αντιπάθειαν αξιωματικών και οπλιτών […]».

Ο Μαζαράκης ως αιτία της στάσης των στρατιωτών αναφέρει την απόκρυψη της αλληλογραφίας με τους οικείους τους από τον ίδιο τον μέραρχο. Και μολονότι η πράξη αυτή αποδείχθηκε ανακριβής, αποτέλεσε μάλλον την αφορμή για να ξεσπάσουν οι στρατιώτες για τη σκληρή συμπεριφορά του Χατζανέστη και τις κοπιώδεις ασκήσεις που τους επέβαλλε. Ο Μαζαράκης τα Χριστούγεννα του 1915, κατά το διάστημα ολιγοήμερης παρουσίας του στην Αθήνα, είχε παραστήσει «εις το Γενικόν Επιτελείον την ανικανότητα αυτού να διοικήση μεραρχίαν και την επικίνδυνον αντιπάθειαν κατ’ αυτού αξιωματικών και οπλιτών. Εφάνησαν παραξενευόμενοι διότι είχε διαδοθή παντού η φήμη ότι «ο Χατζηανέστης έφτιασε μια μεραρχία πρωσσική». Καταλήγοντας επισημαίνει: «Η εις όλον τον στρατιωτικόν κόσμον γνωστή εγωπάθεια και ανισορροπία του, αι προς όλους τους κατά καιρόν ανωτέρους του ρήξεις, η κλασσική του τέλος αποτυχία εις την διοίκησιν της μεραρχίας την οποίαν επλήρωσε με την απομάκρυνσίν του, δεν ημπόδισεν μετά πενταετίαν να διορισθή αρχιστράτηγος και να πάρη στον λαιμόν του και τον εαυτόν του και όλον τον υπ’ αυτόν στρατόν και τον ελληνισμόν ολόκληρον».

Στον αντίποδα, ορισμένοι επιδοκίμαζαν την τακτική του Χατζανέστη και συμφωνούσαν με την πειθαρχία και τη σκληρή εκπαίδευση που επέβαλλε στο στράτευμα. Ο ταγματάρχης Ν. Β. Στάης, για παράδειγμα, που υπηρετούσε στην 5η Μεραρχία το ίδιο διάστημα, εκθειάζει τον τρόπο με τον οποίο κατόρθωσε να την καταστήσει εκ νέου αξιόμαχη. Αναφέρει ότι αυτή απετελείτο από 10.000 άνδρες «αέργους, ρακένδυτους και δι’ όλης της ημέρας καφφενοβιούντες ανθρώπους». Ο νέος μέραρχος, από την επόμενη μέρα της άφιξής του, θεωρώντας ότι με τέτοια πολυμορφία δεν μπορούσε να βαδίσει σε πόλεμο, φρόντισε για την άμεση συμπλήρωση ιματισμού και εξαρτύσεως και στη συνέχεια ανέλαβε την εκπαίδευση των στελεχών και του στρατεύματος. Με καθημερινές επιθεωρήσεις, αφού κατέγραψε όλες τις αδυναμίες και τις ανάγκες της μεραρχίας, συστηματοποίησε τις υπηρεσίες που είχαν σε καιρό ειρήνης μετατραπεί σε αποθήκες. Επί Χατζανέστη αξιοποιήθηκαν όλες οι ειδικότητες των στρατιωτών και στελέχωσαν τις αντίστοιχες υπηρεσίες στα νοσοκομεία, στα χειρουργεία, στην εφορία, στις συζυγαρχίες και στα συνεργεία. Αφού ολοκλήρωσε την εξωτερική εμφάνιση, σφυρηλατώντας ταυτόχρονα την πειθαρχία με προτροπές και νουθεσίες, ανέλαβε αυτοπροσώπως με προοδευτική και συστηματική μέθοδο την εκγύμναση των στρατιωτών. Η απαιτητική εκπαίδευση, η υποχρεωτική συμμετοχή των ανώτερων αξιωματικών σε αυτήν, κατά την οποία, σύμφωνα με τον Στάη, αναδεικνύονταν οι αδυναμίες τους και η έλλειψη γνώσεων, ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στην υπονόμευση του Χατζανέστη και στην απομάκρυνσή του από τη διοίκηση της μεραρχίας, ξεσηκώνοντας τους στρατιώτες και εκμεταλλευόμενοι την ψυχολογική τους κατάσταση. Ο φιλοβασιλικός ταγματάρχης αποδίδει την υποκινούμενη στάση των στρατιωτών εναντίον του Χατζανέστη στον πολιτικό διχασμό της περιόδου, στον ημερήσιο Τύπο που καλλιεργούσε την πόλωση, την πολιτική κατ’ επέκταση που είχε εισχωρήσει στους κόλπους του στρατού, τις πολεμικές εξελίξεις στο μέτωπο του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και την παρατεταμένη επιστράτευση, που είχε κουράσει μεγάλο μέρος του στρατεύματος. Καταλήγοντας ο Στάης επισημαίνει για την απομάκρυνσή του: «Ατυχώς και διά τον Στρατόν, στερηθέντα των υπηρεσιών τοιούτου ηγήτορος, και διά τον Χατζανέστην, πληγέντα καιρίως εκ της αδίκου εκείνης απομακρύνσεως εκ της ∆ιοικήσεως της 5ης Μεραρχίας, υπήρξαν τινές μεν των ανωτέρων του φθονήσαντες την αίγλην του, τινές δε των κατωτέρων του φοβηθέντες την δικαίαν του κρίσιν, συμμαχήσαντες επέτυχον την αθέμιτον επιθυμίαν τους».

Γεώργιος Χατζανέστης – Από την αρχιστρατηγία στη θανατική καταδίκη-5
Ο Γ. Χατζανέστης επιθεωρεί τμήμα έτοιμο προς αναχώρηση (Αρχείο Μιχάλη Τσάγκαρη – Βιβλιοθήκη της Βουλής/Μπενάκειος Βιβλιοθήκη).

Ο Χατζανέστης κατά τη δευτερολογία του στη ∆ίκη των Εξ υποστήριξε με πάθος τον τρόπο διοίκησής του, στηλιτεύοντας τους κατηγόρους που επιδίωξαν να χρησιμοποιήσουν τα γεγονότα της ∆ράμας ως όπλο εναντίον του. Μεταξύ των άλλων υπογράμμισε: «∆εν θα απασχολήσω το ∆ικαστήριον με λεπτομερείας της εποχής εκείνης, διότι δεν κατηγορούμαι δι’ ό,τι εγένετο τότε, ουχ ήττον, επειδή εν τη δικογραφία ουδέν σχετικόν αναφέρεται περί τούτου και επειδή ωρισμέναι λεπτομέρειαι εξετέθησαν από τον κ. Επίτροπον, θέλω να εξάρω την σημασίαν, ότι πόσον πρέπει κανείς να πείθεται εις ό,τι μάρτυρες μη ενόρκως καταθέτοντες αναφέρουσιν. Η δραστηριότης μου εθεωρήθη υπερβολική, επί τω λόγω ότι εζήτουν παρά του Στρατεύματος ν’ ασκήται επί πολλάς ώρας, υπό χιόνια και καύσωνα και επί τοσούτον ώστε θύματα ηλιάσεως 200 εν ενί τάγματι εσημειώθησαν. Κύριοι Στρατοδίκαι! Υπηρέτησα εις την ∆ράμαν μεταξύ Σεπτεμβρίου και Μαρτίου. ∆εν ήμουν μάγος ώστε να κατορθώσω εις αυτήν την εποχήν να φθάση η θερμοκρασία εις 40 βαθμούς ώστε να συμβούν ηλιάσεις· θα έπρεπε ο μεταδώσας τας πληροφορίας αυτάς εις τον κ. Επίτροπον να προσθέση και μερικάς λεπτομερείας, αι οποίαι είναι απαραίτητοι. […] Συνέπεσε δε πράγματι να πέση ραγδαία βροχή και επειδή εγώ εφόρουν στρατιωτικόν μανδύαν τον επέταξα διά να βραχώ κι εγώ μαζύ με τους στρατιώτας. Κατόπιν τινές των σωματαρχών είπον ότι δεν είναι η βροχή αλλ’ ότι γλυστρά το έδαφος και επειδή είμαι έφιππος, δεν το αντιλαμβάνομαι. Εις πρώτην περίστασιν έστειλα οπίσω τον ίππον μου και παρηκολούθουν τας ασκήσεις πεζή. Θέλω να είπω ότι τοιαύτη δραστηριότης δε μοι φαίνεται ότι δεν είναι συντελεστική όταν το παράδειγμα το δίδει αυτός ο ∆ιοικητής […] Ότε παρέλαβον την Μεραρχίαν, ήτο εις κατάστασιν ελεεινήν, διότι είχεν εκεί όλα τα περιμαζεύματα από όλην την Ελλάδα η μεραρχία εκείνη, και εντός τριών μηνών αύτη υπήρξε το υπόδειγμα. Αν επήλθεν όχι στάσις, αλλ’ εθορύβησαν 100 άνδρες, αυτό είναι προς τιμήν μου, διά τον λόγον ότι έδειξα, πως πράγματι μια πυγμή δύναται να βάλη αμέσως τάξιν άμα εκδηλωθή τοιαύτη στάσις των στρατιωτών […]».

Τρεις μήνες στην ηγεσία της Στρατιάς Μικράς Ασίας

Οι εσφαλμένες εντυπώσεις, η έλλειψη σχεδίου και οι άκαιρες διαταγές.

Τον Μάιο του 1922 η αρχιστρατηγία της Στρατιάς Μικράς Ασίας ανατέθηκε από την κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη στον Γεώργιο Χατζανέστη, μετά και την υπόδειξη του παραιτηθέντος, λόγω ορίου ηλικίας, Αναστάσιου Παπούλα. Ο Χατζανέστης, που είχε επανέλθει στην ενεργό υπηρεσία μόλις το 1921, έναν χρόνο δηλαδή αργότερα από την επάνοδο του Κωνσταντίνου στον θρόνο, είχε ήδη αναλάβει τον Απρίλιο του 1922 τη διοίκηση της Στρατιάς Θράκης. Ο διορισμός του νέου αρχιστρατήγου στο μικρασιατικό μέτωπο προκάλεσε πολλές αντιδράσεις, με επιπτώσεις και στην ψυχολογία του στρατεύματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αρχιστράτηγος Παπούλας, από μαρτυρίες των συγχρόνων του, παρά τις αδυναμίες και την ευθύνη που έφερε για τις εξελίξεις στο μικρασιατικό μέτωπο, έχαιρε εκτιμήσεως μεταξύ των αξιωματικών. Σύμφωνα δε με τον Στυλιανό Γονατά, «είχε κατορθώσει να διοικήση αμερολήπτως και μετά σωφροσύνης και είχεν αποκτήσει τας συμπαθείας του στον στρατό».

Γεώργιος Χατζανέστης – Από την αρχιστρατηγία στη θανατική καταδίκη-6
Παρέλαση τμήματος μπροστά από τον Γ. Χατζανέστη (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Συνεπώς η στρατιά, υπό νέα ηγεσία, στερήθηκε τις υπηρεσίες ικανότατων αξιωματικών που ζήτησαν να μετατεθούν στο εσωτερικό. Νέος επιτελάρχης, στη θέση του υποστρατήγου Κωνσταντίνου Πάλλη, ανέλαβε ο Γ. Βαλέτας. Ο Μιχαήλ Πάσσαρης αντικατέστησε τον συνταγματάρχη Πτολεμαίο Σαρηγιάννη, υπαρχηγό του Επιτελείου και άριστο γνώστη του μετώπου και των μετόπισθεν, αφού παρέμενε σε αυτή τη θέση από το 1919, ενώ ο ικανότατος αξιωματικός Γεώργιος Πολυμενάκος, διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού, αντικαταστάθηκε από τον υποστράτηγο Πέτρο Σουμίλα. Αντίστοιχα αντικαταστάθηκαν οι αξιωματικοί στα Α΄ και Β΄ Σώματα Στρατού, ενώ οι διοικήσεις των συνταγμάτων είχαν στελεχωθεί από μέτριους και σχετικά απροετοίμαστους αξιωματικούς. Η πείρα που είχαν αποκτήσει στους Βαλκανικούς Πολέμους, παρωχημένη πλέον, δεν ήταν αρκετή να οδηγήσει με επιτυχία τις μονάδες στις μάχες. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί η γενικότερη απογοήτευση μετά τις απώλειες κατά την εκστρατεία του Σαγγάριου το 1921, αλλά και η κόπωση του στρατεύματος, που πολεμούσε συνεχώς από το 1912.

Όταν έφθασε στο μέτωπο ο νέος αρχιστράτηγος, είχε ήδη διαμορφωμένη άποψη. Όπως αναφέρεται στην Επίτομο Ιστορία Εκστρατείας Μικράς Ασίας 1919-1922 της ∆ιευθύνσεως Ιστορίας Στρατού, υποστήριζε ότι: «Η επίλυσις του Μικρασιατικού Ζητήματος δεν ευρίσκετο εις Μικράν Ασίαν, αλλ’ εξηρτάτο εκ της τύχης της Κωνσταντινουπόλεως και των Στενών» και «προέτεινε την σύμπτυξιν του εν Μικρά Ασία μετώπου, οπότε θα επετυγχάνετο εξοικονόμησις δυνάμεων προς ενίσχυσιν του εν Θράκη στρατού». Κατά τη γνώμη του, η σύμπτυξη του μετώπου έπρεπε να γίνει «επί γραμμής διηκούσης από της Κίου μέχρι του κόλπου του Αδραμυττίου, στηριζομένης αφ’ ενός εις την Ασκανίαν λίμνην και αφ’ ετέρου επί του ορεινού όγκου του Ολύμπου. Ταυτοχρόνως προέτεινε την κατάληψιν γραμμής περιβαλλούσης την Σμύρνην, επί μόνω σκοπώ να κρατηθή αύτη ως ενέχυρον μέχρι διευθετήσεως του όλου ζητήματος, όπερ κατ’ αυτόν έδει να περιορισθή εις την εξασφάλισιν των εν Μικρά Ασία μειονοτήτων, άνευ άλλης περαιτέρω σκέψεως».

Η τότε κυβέρνηση όμως είχε «την γνώμην, ότι η σύμπτυξις του μετώπου ήτο ασύμφορος, εφ’ όσον δεν απεδεικνύετο εκ των πραγμάτων ως απαραίτητος και επιτακτική. Αλλά και εις την περίπτωσιν ταύτην η Κυβέρνησις επεθύμει όπως η νέα γραμμή περιλαμβάνη τουλάχιστον τα υπό της Συνθήκης των Σεβρών καθοριζόμενα όρια, επεκτεινομένη προς Βορράν μέχρι της Προποντίδας».

Οι εσφαλμένες εντυπώσεις του Χατζανέστη για την κατάσταση του μετώπου, οι πληροφορίες των σωματαρχών και η κατάσταση του εχθρού οδήγησαν σε μια σειρά ατυχών αποφάσεων και μοιραία στην ολοκληρωτική καταστροφή.

Παρά τις διαφωνίες του ο Χατζανέστης «απεδέχθη να αναλάβη την διοίκησιν της Στρατιάς, ίνα εξετάση επί τόπου την κατάστασιν». Πρώτο του μέλημα ήταν η εκτίμηση του μετώπου και κυρίως η διάταξή του. Η πρώτη μάλιστα αντίδραση του νέου αρχιστρατήγου προς τον επιτελάρχη Πάλλη –«πώς κοιμάσθε ήσυχοι με ταύτην παράταξιν του στρατεύματος και άνευ δευτέρας γραμμής εκ των προτέρων προπαρασκευασμένης;»– φανέρωνε και τις προθέσεις του. Την επομένη της άφιξής του (26 Μαΐου) ανέθεσε στο Επιτελείο την άμεση εκπόνηση σχεδίου σύμπτυξης και ο ίδιος ξεκίνησε για επιθεώρηση του μετώπου. Όπως σημειώνει στο ημιτελές ημερολόγιό του, για δεκαπέντε ημέρες «διέτρεξα 750 σιδηροδρομικώς, υπέρ τα 700 τοιαύτα δι’ αυτοκινήτου και περί τα 100 έφιππος και πεζή. […] Μη λογιζομένης της εις Σμύρνην επιστροφής, δι’ ην διήνυσα υπέρ τα 200 ναυτικά μίλια… εν διαρκεί κινήσει και νυχθημερόν». Ο Μαρκεζίνης, περιγράφοντας τις σκληρές καιρικές συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η επιθεώρηση, παραθέτει με δηκτικό τρόπο και τα σχόλια εκείνων που είχαν την άποψη ότι «έζη υπό την ψευδαίσθησιν ότι οι πόδες του ήσαν εκ σακχάρεως και ως τούτου τόσον εύθραυστοι ώστε αν ηγείρετο θα εθραύοντο». (Το ειρωνικό αυτό σχόλιο του ίδιου του Χατζανέστη προς τον Αμερικανό δημοσιογράφο Constantine Brown λίγο πριν από την αντικατάστασή του αναπαράχθηκε εις βάρος του και από τον Βρετανό πρωθυπουργό Λόιντ Τζορτζ.)

Γεώργιος Χατζανέστης – Από την αρχιστρατηγία στη θανατική καταδίκη-7
Ταξιαρχία Ιππικού. Η παράδοση της σημαίας στο 3ο Σύνταγμα Πεζικού από τον αρχιστράτηγο Γ. Χατζανέστη (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Ολοκληρώνοντας την επιθεώρηση της στρατιάς, ο Χατζανέστης εκτίμησε ότι το μικρασιατικό μέτωπο ήταν προσωρινά ασφαλές, το ηθικό των ελληνικών δυνάμεων ικανοποιητικό μετά και τις καθησυχαστικές εκτιμήσεις των σωματαρχών και των μεράρχων και εγκατέλειψε την ιδέα του επείγοντος για το σχέδιο σύμπτυξης. Επιπροσθέτως, πείστηκε από τις διαβεβαιώσεις των διοικητών των μονάδων ότι ο τουρκικός στρατός ήταν «ελεεινός και αξιοδάκρυτος, ως μη δυνάμενος ουδέ σκεπτόμενος καν να κινηθεί». Επικεντρώθηκε στη συνέχεια στην ενίσχυση του ∆΄ Σώματος Στρατού, με μετακίνηση σημαντικού αριθμού δυνάμεων στη Θράκη, αλλά και στο σχέδιο απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης. Ο ίδιος για την επίτευξη του στόχου εγκαταστάθηκε στη Ραιδεστό (12 Ιουλίου 1922) για να διευθύνει τις επιχειρήσεις. Το σχέδιο αυτό, ωστόσο, εγκαταλείφθηκε εν τη γενέσει του, λόγω της διαφωνίας των Συμμάχων, που δεν επέτρεψαν την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο οι δυνάμεις αυτές δεν επανήλθαν εγκαίρως στη Μικρά Ασία, όπως επιβαλλόταν μετά τις 22 Ιουλίου και ενώ υπήρχαν σαφείς ενδείξεις για μεγάλες συγκεντρώσεις των Τούρκων στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ. Ο αρχιστράτηγος μερικές μέρες μετά (26 Ιουλίου) επέστρεψε στη Σμύρνη, πριν από τις παραπλανητικές κινήσεις του εχθρού για την τελική επίθεση στις 6 Αυγούστου.

Οι εσφαλμένες εντυπώσεις του Χατζανέστη για την κατάσταση του μετώπου, οι πληροφορίες των σωματαρχών και η κατάσταση του εχθρού οδήγησαν σε μια σειρά ατυχών αποφάσεων και μοιραία στην ολοκληρωτική καταστροφή. Συγκεκριμένα, δεν ενέκρινε τις προτάσεις που υπέβαλε ο υπαρχηγός του Επιτελείου Πάσσαρης για την αναδιάταξη των μεραρχιών του μετώπου και τη δημιουργία ισχυρής στρατηγικής εφεδρείας, που θα εξασφάλιζε την αποτελεσματική άμυνα του Αφιόν Καραχισάρ. Επίσης, με διαταγή του (12 Ιουνίου) καταργήθηκαν τα δύο Συγκροτήματα, Βόρειο και Νότιο, οι μονάδες κατανεμήθηκαν σε τρία Σώματα Στρατού –Α΄, Β΄, Γ΄– και μαζί με το ∆΄ ΣΣ της Θράκης ετέθησαν απευθείας υπό τον αρχιστράτηγο. Η απόφαση αυτή θεωρήθηκε από τους εν συνεχεία κριτές του βαρύτατο σφάλμα, δεδομένου ότι η διοίκηση της στρατιάς εξακολούθησε να εδρεύει στη Σμύρνη και βρισκόταν περί τα 400 χιλιόμετρα μακριά από το μέτωπο.

Με αυτά τα μειονεκτήματα και τις ελλείψεις, οι ελληνικές δυνάμεις ήρθαν αντιμέτωπες με έναν πολύ καλά οργανωμένο και ενισχυμένο αντίπαλο. Ο Χατζανέστης δεν αντελήφθη εγκαίρως το μέγεθος του κινδύνου, ενώ ευθύνες τού προσάπτονται και για τον τρόπο αντιμετώπισης της τουρκικής επίθεσης. Καθηλωμένος στη Σμύρνη, χωρίς σχεδιασμό μετακίνησης και αμυντικής οργάνωσης και κυρίως χωρίς να είναι γεωπολιτικά προσανατολισμένος προς το μικρασιατικό μέτωπο, διοικούσε εξ αποστάσεως και οι διαταγές του, ανεπίκαιρες και παρωχημένες, όταν έφταναν στις μονάδες λόγω έλλειψης καλής επικοινωνίας μέσω τηλεγράφου, έβλαψαν εν τέλει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η αντικατάστασή του στις 21 Αυγούστου δεν κατόρθωσε, ωστόσο, να αποτρέψει την από καιρό διαφαινόμενη ολοκληρωτική κατάρρευση του μετώπου.

Γεώργιος Χατζανέστης – Από την αρχιστρατηγία στη θανατική καταδίκη-8
Ο Γ. Χατζανέστης με αξιωματικούς του επιτελείου του, νοσοκόμους και γιατρούς, στην είσοδο της εταιρείας τροχιοδρόμων του Γκιοζ Τεπέ (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα). 

Συμπερασματικά, η στρατιωτική ήττα της Μικρασιατικής Εκστρατείας βάρυνε τυπικά στο ακέραιο την αρχιστρατηγία του Χατζανέστη, γεγονός που οδήγησε στη σύλληψη και την εκτέλεσή του τον Νοέμβριο του 1922. Ουσιαστικά όμως ήταν αποτέλεσμα των πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών και ιστορικών παραγόντων που επηρέασαν την ποιότητα του στρατεύματος. Σύμφωνα με τον Σπ. Πλουμίδη, δεν ήταν το κατάλληλο πρόσωπο για την ηγεσία του στρατεύματος, καθώς δεν θεωρούσε απαραίτητη την τόνωση της ψυχολογίας του, ενώ ο Γ. Μαυρογορδάτος υποστηρίζει ότι, ως πολιτική επιλογή, ο ιδιόρρυθμος Χατζανέστης, ως μη αντιπροσωπευτικότερος του Σώματος των Ελλήνων αξιωματικών, αποτέλεσε το προσφορότερο εξιλαστήριο θύμα.

Μια δίκη με προδιαγεγραμμένη ετυμηγορία

Από τη Μικρασιατική Καταστροφή στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την τραγωδία του Ελληνισμού, οι πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες. Οι φιλομοναρχικοί κύκλοι στην Αθήνα προσανατολίζονταν στη δημιουργία μιας κυβέρνησης με έκτακτες εξουσίες για να αντιμετωπίσει την οργή της κοινωνίας, των προσφύγων και των στρατιωτών που κατέφθαναν στην πρωτεύουσα και εν τέλει την προστασία του θρόνου.

Στις 11 Σεπτεμβρίου, ωστόσο, εκδηλώθηκε κίνημα στις τάξεις του στρατεύματος στη Χίο και στη Μυτιλήνη, όπου είχαν αποβιβαστεί μεγάλες μονάδες στρατού, υπό τους συνταγματάρχες Νικόλαο Πλαστήρα, Στυλιανό Γονατά και τον αντιπλοίαρχο ∆ημήτριο Φωκά, τη λεγόμενη επαναστατική τριανδρία. Αντίστοιχα, στην πρωτεύουσα συγκροτήθηκε επαναστατική επιτροπή, που βρισκόταν σε συνεχή επικοινωνία μαζί τους. Το στρατιωτικό καθεστώς Πλαστήρα-Γονατά απαιτούσε την απομάκρυνση του βασιλιά, τη διάλυση της φιλομοναρχικής Βουλής και τον σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης, φιλικά διακείμενης προς την Entente, ώστε να διενεργήσει εκλογές και να ενισχύσει το μέτωπο της Θράκης. Η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου, που είχε διαδεχτεί την κυβέρνηση του Πρωτοπαπαδάκη αμέσως μετά την καταστροφή της Σμύρνης, κάτω από την πίεση των γεγονότων παραιτήθηκε. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος άφησε τον θρόνο στον διάδοχο Γεώργιο, ενώ πριν από την αναχώρησή του στο εξωτερικό σχηματίστηκε πολιτική κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Σωτ. Κροκιδά και το σύνολο της εξουσίας στην Επαναστατική Επιτροπή.

Η Επαναστατική Επιτροπή, πενταμελής μετά την προσχώρηση του συνταγματάρχη Λ. Σακελλαρόπουλου και του πλοιάρχου Αλ. Χατζηκυριάκου, γνωστοποίησε στις εφημερίδες την πρόθεσή της να παραπεμφθούν οι υπεύθυνοι σε τακτικό δικαστήριο. Κάτω από την πίεση όμως των κατώτερων στελεχών του στρατού, το κλίμα εχθρότητας εναντίον των πολιτικών αλλά και την παρασκηνιακή πίεση του Θ. Πάγκαλου, που επιθυμούσε την ηγεσία της Επανάστασης, αποφάσισε την «παραδειγματική» τιμωρία των υπευθύνων. Προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλαν και οι διπλωματικές εξελίξεις, αφού στο πλαίσιο της υπογραφής της Ανακωχής των Μουδανιών (25 Σεπτεμβρίου/11 Οκτωβρίου) επιβλήθηκε από τη Γαλλία, την Αγγλία και την Τουρκία η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης.

Γεώργιος Χατζανέστης – Από την αρχιστρατηγία στη θανατική καταδίκη-9
«Ο τέως αρχιστράτηγος Χατζανέστης απολογούμενος». Σκίτσο του Περικλή Βυζάντιου από τη Δίκη των Έξι. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος, στις 8/21 Νοεμβρίου 1922 (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Η Επαναστατική Επιτροπή, για να αντιμετωπίσει τη βίαιη πολιτική κατακραυγή, στις 5 Οκτωβρίου με διάγγελμά της διακήρυττε: «Η Επανάστασις αποβλέπει εις συναδέλφωσιν του πλανηθέντος λαού, ο οποίος υπέστη υπό των αναξίων Αρχόντων τας σκληροτάτας θυσίας αίματος, χρήματος και τιμής. Αλλά θεωρεί επιβεβλημένην την παραδειγματικήν ποινικήν τιμωρίαν των εχθρών της πατρίδος, εις τους οποίους οφείλεται η κατάρρευσις του Μικρασιατικού Μετώπου καθώς και η διεθνής καταδίκη της Θράκης, η οποία δυστυχώς είχε προηγηθεί της Επαναστάσεως, καθώς και τον οριστικόν, ηθικόν και πολιτικόν θάνατον των πρωτεργατών της καταστροφής».

Άμεσα συγκροτήθηκε και η Ανακριτική Επιτροπή Ενόχων Εθνικής Καταστροφής, με αποστολή «την διακρίβωσιν των υπευθύνων της τελευταίας εθνικής συμφοράς, στρατιωτικών και μη, και την ταχίστην τιμωρίαν αυτών». ∆ύο εβδομάδες αργότερα εξέδωσε το πόρισμά της, παραπέμποντας στο στρατοδικείο τους ∆. Γούναρη, Π. Πρωτοπαπαδάκη, Γ. Μπαλτατζή, Ξ. Στρατηγό, Μ. Γούδα, Ν. Στράτο, Ν. Θεοτόκη και Γ. Χατζανέστη με την κατηγορία της «εσχάτης» προδοσίας, αφού «εκουσίως και εκ προθέσεως υπεστήριξαν την εισβολήν ξένων στρατευμάτων, ήτοι του τουρκικού εθνικιστικού στρατού, εις την επικράτειαν του Βασιλείου… παραδώσαντες άμα εις τον εχθρόν πόλεις, φρούρια, μέγα μέρος του στρατού και μεγίστης αξίας υλικόν πολέμου».

Ο Γεώργιος Χατζανέστης ήταν ο μοναδικός εν ενεργεία στρατιωτικός που παραπέμφθηκε σε δίκη. Το κατηγορητήριο για τον τελευταίο αρχιστράτηγο αλλά και σύσσωμης της πολιτικής ηγεσίας της μίας εκ των δύο πολιτικών παρατάξεων θεμελίωνε και στοιχειοθετούσε την εσχάτη προδοσία σε δεκαπέντε στοιχεία. Ο Χατζανέστης, που χαρακτηρίστηκε «ανισόρροπο και διαλυτικό στοιχείο», κατηγορήθηκε για τα στρατιωτικά λάθη που οδήγησαν στην Καταστροφή καθώς και για τη μετακίνηση δυνάμεων στη Θράκη «προς παιδαριώδην σκοπόν».

Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο Χατζανέστης, εκτός από τους πολιτικούς λόγους, τις νομικές παρατυπίες και την καταπάτηση των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τη υπεράσπισή του, ήρθε αντιμέτωπος και με εκείνους που είχαν προσωπικά κίνητρα να τον οδηγήσουν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ο πρώτος ήταν ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Ο βασικός συντάκτης του κατηγορητηρίου και ως εκ τούτου θεσμικός και εξωθεσμικός παράγοντας που ασκούσε επιρροή για τις εκτελέσεις, σύμφωνα με τον καθηγητή Αθ. ∆ιαμαντόπουλο, είχε προηγούμενα μαζί του από την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων. Ο τότε επιτελάρχης Χατζανέστης, αυστηρά προσηλωμένος στο ∆ίκαιο του Πολέμου αλλά και των άγραφων αξιών που διέπουν τον στρατό, είχε συγκρουστεί δύο φορές μαζί του για τις ακρότητες που διέπραξαν οι Έλληνες στρατιώτες, προτείνοντας μάλιστα την παραπομπή του στο στρατοδικείο. Τα περιστατικά αναφέρει ο ίδιος ο Πάγκαλος στα Απομνημονεύματά του, σχολιάζοντας ανακουφισμένος ότι «ευτυχώς ο διάδοχος Κωνσταντίνος δεν συνεφώνησε με την γνώμην του».

Ο Αναστάσιος Παπούλας, στη συνέχεια, αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων στη Μικρά Ασία από το 1920 έως και τον Μάιο του 1922, μολονότι αρχικά συγκαταλέχθηκε στον κατάλογο των κατηγορουμένων, υπήρξε ο βασικότερος μάρτυρας κατηγορίας κατά την ακροαματική διαδικασία. Εκείνος ήταν που είχε υποστηρίξει την προέλαση του ελληνικού στρατού στη γραμμή Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ τον Αύγουστο του 1921, διαβεβαιώνοντας τότε την κυβέρνηση Γούναρη για την επιτυχία των επιχειρήσεων. Θέλοντας λοιπόν να αποσιωπήσει τις δικές του ευθύνες για τα στρατιωτικά λάθη που έγιναν συνολικά και οδήγησαν στην καταστροφή, έσπευσε στην κατάθεσή του να εξαπολύσει δριμείες κατηγορίες εναντίον του Χατζανέστη, ξεκινώντας από το ηθικό του στρατού, που στις μέρες του ήταν καλό. Το απέδωσε δε στην ιδιόρρυθμη προσωπικότητά του, στην αυστηρότητά του και στην τυπολατρία του. Λίγο χρόνια αργότερα, στα Απομνημονεύματά του, παραθέτοντας διάφορα περιστατικά που προκάλεσαν την αγανάκτηση του στρατεύματος και ως εκ τούτου την πτώση του ηθικού του, σημείωνε ότι «η εν γένει πολιτεία του υπήρξε τοιαύτη κατά την εποχήν εκείνην, ώστε πάντες οι υπηρετήσαντες τότε εις την Στρατιάν της Μικράς Ασίας μόνον μετά δυσφορίας -διά να μην μεταχειρισθώμεν βαρυτέραν έκφρασιν- ενθυμούνται την ∆ιοίκησιν του ατυχήσαντος στρατηγού».

Γεώργιος Χατζανέστης – Από την αρχιστρατηγία στη θανατική καταδίκη-10
«Το τίμημα της ήττας». Εξώφυλλο του Le Petit Journal Illustré (10/12/1922), στο οποίο απεικονίζονται οι καταδικασθέντες στη Δίκη των Έξι καθώς οδηγούνται στον τόπο της εκτέλεσής τους (Leemage/Afp/Visualhellas.gr).

Ο Παπούλας αναφέρθηκε απαξιωτικά στη στρατιωτική σταδιοδρομία του Χατζανέστη, τον κατηγόρησε για την εξ αποστάσεως διοίκηση του στρατεύματος στις κρίσιμες εκείνες ώρες, αλλά και την έλλειψη εμπειρίας, αφού είχε χρόνια να ασκήσει διοίκηση. Παροιμιώδης υπήρξε η απάντηση του κατηγορουμένου: «Νομίζετε ότι όταν είναι κανείς στη φυλακή έχει περισσότερη πείρα παρά όταν είναι στην Ελβετία;» (εν. την περίοδο παραμονής του Παπούλα στη φυλακή από το 1917 έως το 1920 λόγω της ανάμειξής του στα Νοεμβριανά του 1916). Η πιο έντονη αντιπαράθεση μεταξύ τους, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, σημειώθηκε όταν ο Χατζανέστης τον ρώτησε εάν θεωρούσε ότι «η ήττα ήταν προϊόν της δικής μου διοίκησης ή της δικής σας;». Απτόητος ο Παπούλας απάντησε: «Της δικής σας. ∆ιότι επί της δικής μου έγιναν επιχειρήσεις που φόρτωσαν το στράτευμα με τιμή και δόξα». Σε επόμενη ερώτηση του Χατζανέστη για το χρονικό διάστημα που ηγήθηκαν του στρατεύματος, ο Παπούλας παραδέχτηκε ότι εκείνος υπηρέτησε σχεδόν 20 μήνες και ο Χατζανέστης μόλις δυόμισι μήνες. Καταλήγοντας ο Χατζανέστης ρώτησε: «Αποδίδετε επομένως την επελθούσα καταστροφή σε φθοροποιούς αιτίες των δύο και μισών αυτών μηνών; Αυτή τη μεγάλη καταστροφή την αποδίδετε στους δύο και μισούς μήνες;» – για να λάβει επιβεβαιωτική απάντησή από τον προκάτοχό του.

Ο Χατζανέστης, παρά τα στρατιωτικά λάθη που διέπραξε ή την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεσή του, ήταν αξιωματικός με μεγάλη στρατιωτική παιδεία και αδιαμφισβήτητο ήθος. Στις 15 Νοεμβρίου 1922 εκτελέστηκε με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας». Σήμερα, η ιστορική έρευνα έχει αποφανθεί ότι οι κατηγορούμενοι ήταν αθώοι για την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας» και αποτέλεσαν τα εξιλαστήρια θύματα για την εκτόνωση της λαϊκής οργής για την ήττα και την Καταστροφή. Ο Πάγκαλος αργότερα παραδέχτηκε ότι η διεξαγωγή και η απόφαση της δίκης καθορίστηκαν από τις πολιτικές σκοπιμότητες της περιόδου και την πορεία των γεγονότων, διασαφηνίζοντας ότι «ο ατυχής Χατζανέστης κατεδικάσθη ως υπαίτιος διά την εθνικήν καταστροφήν, ενώ δεν ήτο».

Μια αδελφική αγιογραφία

Μια συλλογή ευνοϊκών μαρτυριών για τον Χατζανέστη.

Ο Γεώργιος Χατζανέστης προερχόταν από ένα μεγαλοαστικό περιβάλλον πολιτικών και πνευματικών ανθρώπων, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Ο πατέρας του διετέλεσε βουλευτής και νομάρχης Αττικής, ενώ ο παππούς του Ανέστης υπήρξε ένας επιτυχημένος έμπορος στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, με πλούσιο φιλανθρωπικό έργο. Μεγάλωσε με τα τρία ετεροθαλή αδέλφια του από τον πρώτο γάμο της μητέρας του με τον τυπογράφο Ανδρέα Κορομηλά, τον ∆ημήτριο, τον Λάμπρο, μετέπειτα πρεσβευτή και πολιτικό, και τη Χριστίνα. Από τον δεύτερο γάμο της με τον Νίκο Χατζόπουλο-Χατζανέστη απέκτησε μια αδελφή την Αικατερίνη ή Καίτη. Η τελευταία στη σύγχρονη ιστοριογραφία αναφέρεται εσφαλμένα ως ετεροθαλή αδελφή του. Η εντύπωση αυτή προέκυψε από την απόφαση της Καίτης να διατηρήσει το όνομα του παππού τους Ανέστη, ο οποίος το 1836, όταν εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα, άλλαξε το επώνυμό του σε Χατσόπουλο. Αντίθετα, ο γιος του και πατέρας τους, όταν ο Γεώργιος εισήχθη στη Σχολή Ευελπίδων, επιδίωξε τη μετονομασία του για να μη διακοπεί η ιστορική οικογενειακή παράδοση.

Η Καίτη, γνωστή ως Λαίδη Λω μετά τον γάμο της με τον Βρετανό διπλωμάτη Sir Edward Law, εν συνεχεία αντιβασιλέα των Ινδιών, αποτέλεσε χαρακτηριστική φυσιογνωμία της αθηναϊκής κοινωνίας στις αρχές του 20ού αιώνα. Κατά γενική ομολογία των συγχρόνων της διέθετε απαράμιλλη ομορφιά, ήταν μορφωμένη, ευφυής, γλωσσομαθής, φιλόδοξη αλλά και εκκεντρική. Προκαλούσε με τις ενδυματολογικές της επιλογές, τις κοινωνικές εκδηλώσεις στο αρχοντικό της αλλά και την προσωπική της ζωή. Είχε συνάψει προηγουμένως έναν νεανικό γάμο, ενώ μετά τον θάνατο του Law, σε μεγάλη ηλικία, παντρεύτηκε τον κατά τριάντα χρόνια νεότερό της αστυνομικό Γεώργιο Πειρουνάκη, που διετέλεσε υπουργός της κατοχικής κυβέρνησης αργότερα και εκτελέστηκε από την ΟΠΛΑ.

Παρά την περιπετειώδη ζωή της και τα συχνά ταξίδια της, η Καίτη είχε αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση με τον αδελφό της. Από τη μεταξύ τους αλληλογραφία κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, εκτός από τον σχολιασμό των πολιτικών και στρατιωτικών εξελίξεων της περιόδου, διαφαίνεται μια τρυφερή σχέση αλλά και αμοιβαία εμπιστοσύνη. Η Καίτη, ο πιο κοντινός του άνθρωπος, τρέφει θαυμασμό και λατρεία και του συμπαραστέκεται αφοσιωμένη έως το τέλος. Έχοντας αποδεχτεί την ψυχολογική του κατάσταση, τον προμηθεύει με ηρεμιστικά σκευάσματα. Γνώριζε άλλωστε ότι αυτή την περίοδο, εκτός από τις συνθήκες του πολέμου, αντιμετώπιζε τον θάνατο της μητέρας τους, για την οποία ο Γεώργιος έτρεφε μεγάλη αδυναμία, ενώ το 1913 έχασε και τη σύζυγό του Ελένη Λεβίδη. Ειδικότερα, μετά και από αυτή την απώλεια, η συμπεριφορά του Χατζανέστη, κατά μαρτυρίες των συγχρόνων του, έγινε περισσότερο ακραία και αλλοπρόσαλλη.

Μετά την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου και τη σύλληψή του αδελφού της ως υπευθύνου, η Λαίδη Λω βρίσκεται συνεχώς δίπλα του. Κατά τη διάρκεια της κράτησής του στις φυλακές Αβέρωφ, μέχρι και την εκτέλεσή του τον Νοέμβριο του 1922, επισκεπτόταν συχνά τον αδελφό της, έχοντας προμηθευτεί ειδική άδεια από το Φρουραρχείο Αθηνών. Καθημερινή επίσης ήταν και η παρουσία της στη ∆ίκη των Εξι.

Μετά τον θάνατό του, η Λαίδη Λω άρχισε να συγκεντρώνει υλικό για την έκδοση ενός βιβλίου που θα αποκαθιστούσε τη στρατιωτική του τιμή, με τη βοήθεια του δημοσιογράφου Μιχαήλ Π. Παπαστρατηγάκη (1889-1965). Ο τελευταίος υπηρέτησε ως αρχισυντάκτης και διευθυντής σε αθηναϊκές, κυρίως αντιβενιζελικές εφημερίδες, ενώ από τον Νοέμβριο του 1941 ανέλαβε την αρχισυνταξία και στη συνέχεια τη διεύθυνση της εφημερίδας Νέα Ευρώπη, που εκδιδόταν στη Θεσσαλονίκη, και για τριάμισι χρόνια υπηρέτησε τη γερμανική προπαγάνδα. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι αμειβόταν με έναν ιδιαίτερα παχυλό μισθό, αφού κανένας δημοσιογράφος δεν αναλάμβανε τη θέση. Για την επιλογή του αυτή καταδικάστηκε αργότερα ερήμην σε ισόβια.

Το βιβλίο, μολονότι ήταν έτοιμο από το 1924, κυκλοφόρησε τελικά το 1927, εξαιτίας των περιστάσεων, όπως επισημαίνεται, που είχαν προηγηθεί, τις πολιτικές εξελίξεις δηλαδή που ακολούθησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Γεώργιος Χατζανέστης – Από την αρχιστρατηγία στη θανατική καταδίκη-11
«Η Λαίδη Λω παρακολουθούσα τον αδελφόν της (στρατηγόν Χατζανέστην) απολογούμενον». Σκίτσο του Περικλή Βυζάντιου από τη Δίκη των Έξι. Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος, στις 8/21 Νοεμβρίου 1922 (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Η συγκεκριμένη έκδοση αποτελεί, σύμφωνα με τους νεότερους μελετητές της περιόδου, μια αγιογραφία του Χατζανέστη. Στην αφιέρωση δε της Λαίδης Λω, που προτάσσεται των κειμένων, επεξηγείται ο σκοπός και το περιεχόμενό της: «Αδελφέ μου, δύο έτη παρήλθον αφ’ ης στιγμής ΣΕ ησπάσθην το τελευταίον… Σε ανέμενεν εντός της ώρας το μαρτύριον, αλλά ΣΥ, άκαμπτος, ακλόνητος και κατά την υστάτην εκείνην στιγμήν, ίπτασο ήδη υπεράνω των εγκοσμίων… την μορφήν φωτιζομένην υπό μειδιάματος υπερανθρώπου. Εγώ, η ουχί μόνον το αίμα αλλά και το πνεύμα αδελφήν ΣΟΥ, ως με ετίμας αποκαλών με, έτρεμον και διά την καθαίρεσιν, πλήγμα χείρον της αναμενούσης ΣΕ θυσίας, ΣΥ όμως, Α∆ΕΛΦΕ μου, έσωσας εαυτόν, προλαβών. Χειρ βέβηλος δεν έθιξεν τα διάσημα εκείνα, άτινα τόσον επαξίως ετίμησας… κατόπιν δε ούτε αυταί αι σφαίραι ηδυνήθησαν να εξαφανίσωσι το θείον εκείνο μειδίαμά ΣΟΥ. Έκτοτε ΣΥ, το θύμα του άφθαστου πατριωτισμού, αναπαύεσαι· η ΜΝΗΜΗ ΣΟΥ όμως ΖΗ… και φίλοι πιστοί ΣΟΥ, αφιερούσι συν εμοί, μετά πόνου ψυχής, το παρόν Μνημόσυνον».

Πράγματι, τα περισσότερα κείμενα υπογράφονται από αξιωματικούς του αντιβενιζελικού χώρου που υπηρέτησαν μαζί με τον Χατζανέστη, καταγράφουν τις προσωπικές τους μαρτυρίες και καλύπτουν όλες τις πτυχές του βίου του, από τα μαθητικά του χρόνια έως και την εκτέλεσή του. Είναι επιστολές ή αποσπάσματα από τα απομνημονεύματά τους, στα οποία διαφαίνεται η πολιτική και στρατιωτική τους ταύτιση με τον αξιωματικό Χατζανέστη. Όλα υπογραμμίζουν τη στρατιωτική του υπεροχή, τον πατριωτισμό του και τις αρετές του χαρακτήρα του. Έτσι, σκιαγραφείται μια πολύ ισχυρή και εξιδανικευμένη προσωπικότητα με ατσαλένια θέληση, απεριόριστη αντοχή και απίστευτη εργατικότητα, αλλά και ευαισθησίες, ιδιότητες που, όπως υποστηρίζεται, διατήρησε αναλλοίωτες έως το τέλος.

Η έκδοση περιλαμβάνει επίσης το υπόμνημα που έστειλε ο Χατζανέστης προς τον υπουργό Στρατιωτικών Ελευθέριο Βενιζέλο, μετά την παραίτηση του το 1909, αποδοκιμάζοντας το κίνημα στο Γουδί. Στο υπόμνημα αυτό, υποστηρίζοντας μέχρι τέλους ότι η ανάμειξη του στρατού στην πολιτική είναι επιζήμια για τη χώρα, ο Χατζανέστης αναπτύσσει τις απόψεις του για την πρόοδο και την ανάπτυξη του στρατεύματος. Αιτιολογώντας την αποστολή του υπομνήματος, σημείωνε χαρακτηριστικά: «Περαίνω το παρόν υπόμνημα, εις ο περιέβαλον τα κατά την εμήν κρίσιν πρωτεύοντα, απαραίτητα και μάλλον επείγοντα, προς αναχαίτισιν της καταστροφής, εις ην αγόμεθα ακολουθούντες και ως προς τα στρατιωτικά την πεπατημένην. Θέσωμεν μιαν κεφαλήν εις τον ακέφαλον ή πολυκέφαλον Στρατόν. Τονώσωμεν τα νεύρα και τον εν γένει Οργανισμόν αυτού διά βαθείας των ανωτέρων ∆ιοικήσεων εξυγιάνσεως. Αποκαταστήσωμεν την πειθαρχίαν και εδραιώσωμεν αυτήν, υψούντες ταύτην εις δευτέραν θρησκείαν. Εμπνεύσωμεν εις πάντας την ιδέα της εκτελέσεως του καθήκοντος. Μορφώσωμεν χαρακτήρας, εμφυσήσωμεν φρόνημα γενναίον και ψυχήν, ων άνευ εις ουδέν συμβάλλει ουδεμία προπαρασκευή. Αναλογιζόμενοι δε τας βαρείας υποχρεώσεις της μεγάλης ημών κληρονομίας, θέσωμεν κατά μέρος πάσαν προσωπικήν φιλοδοξίαν ή ίδιον συμφέρον, ένα κοινόν μόνον πόθον έχοντες και εις εν μόνον αποβλέποντες, την τιμή και το μεγαλείον της Πατρίδος». Το Υπόμνημα αρχικά δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Εστία (7-14 Νοεμβρίου 1910), ενώ το 1911 περιελήφθη στη δική του έκδοση Στρατιωτικαί αλήθειαι μαζί με μια δεύτερη μελέτη που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πατρίς, από 13 Ιανουαρίου έως 10 Φεβρουαρίου 1911, με τίτλο «Περί της πολεμικής του Κράτους συντάξεως».

Ακολουθούν τα ημιτελή απομνημονεύματά του, οι σημειώσεις που κρατούσε στις φυλακές Αβέρωφ προετοιμαζόμενος για τη ∆ίκη και, τέλος, η απολογία του. Στο τελευταίο κεφάλαιο, που αφορά την εκτέλεσή του, παρατίθεται η μαρτυρία αυτόπτη για τις τελευταίες στιγμές του πριν από την εκτέλεση, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εποχή. Σύμφωνα με αυτήν, «ο Χατζανέστης ανέμενε το βλήμα το δολοφόνον με μυθική αξιοπρέπειαν εις στάσιν στρατιωτικής προσοχής». Και, όταν τον πλησίασαν για τη στρατιωτική καθαίρεση, εκείνος τους απώθησε, αφαίρεσε μόνος του τα διάσημα της στολής του λέγοντας: «Αισχύνομαι ότι διώκησα τοιούτον στρατόν».

Σήμερα λείπει από την ιστοριογραφία μια λεπτομερής βιογραφία του Χατζανέστη, που θα αναδεικνύει όλες τις πλευρές της προσωπικότητάς του, τις αδυναμίες και τις αστοχίες του. Καθώς οι σύγχρονες μελέτες, αναζητώντας τους υπευθύνους της Μικρασιατικής Καταστροφής, έχουν επικεντρωθεί δικαιολογημένα στην τελευταία περίοδο της ζωής του, οι πληροφορίες για τη στρατιωτική δράση του εντοπίζονται αποσπασματικά.

Γεώργιος Χατζανέστης – Από την αρχιστρατηγία στη θανατική καταδίκη-12
Ο Γ. Χατζανέστης στον τεκέ του Σεϊντή Γαζή (Φωτογραφικό Αρχείο ΙΕΕΕ/Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT