Σαν σήμερα: 3 Μαρτίου 1878 – Υπογράφεται η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου

Σαν σήμερα: 3 Μαρτίου 1878 – Υπογράφεται η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου

3' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τις απαρχές του Μακεδονικού Ζητήματος συναντά κανείς στον εκκλησιαστικό αγώνα των Βουλγάρων κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά το τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα. Στόχος των Βούλγαρων διανοούμενων και ιεραρχών ήταν η ίδρυση μιας αυτοκέφαλης βουλγαρικής Εκκλησίας, τα όρια της οποίας θα περιλάμβαναν τόσο τις περιοχές βορείως του Αίμου όσο και τη Μακεδονία και τη Θράκη. Τα όρια αυτής της Εκκλησίας επρόκειτο, κατά τη βουλγαρική ερμηνεία, να είναι και τα όρια του μελλοντικού βουλγαρικού κράτους. 

Κατά παράβαση των εκκλησιαστικών κανόνων, στις 28 Φεβρουαρίου/12 Μαρτίου 1870 ιδρύθηκε η Βουλγαρική Εξαρχία με φιρμάνι που εξέδωσε ο Οθωμανός σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ. Αντιδρώντας σε αυτήν την παράβαση, το Οικουμενικό Πατριαρχείο κήρυξε τη βουλγαρική Εξαρχία σχισματική δύο χρόνια αργότερα, το 1872. Η Εξαρχία αρχικά περιλάμβανε 15 επαρχίες, ως επί το πλείστον περιοχές της σημερινής βορειοανατολικής Βουλγαρίας. Ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική πλευρά είχε ο όρος (άρθρο 10) ότι μπορούσαν να προσχωρήσουν στην Εξαρχία και άλλες επαρχίες, εφόσον το επιθυμούσαν τα 2/3 των κατοίκων της. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε μείζον σημείο τριβής ανάμεσα σε Έλληνες και Βουλγάρους τα επόμενα χρόνια, καθότι άφηνε στους τελευταίους πολλά περιθώρια δράσης στον μακεδονικό χώρο.

Στην περιοχή της Μακεδονίας, η αφύπνιση των Σλάβων εκδηλώθηκε ως βουλγαρική. Πρώτοι φορείς της βουλγαρικής εθνικής ιδέας στην περιοχή ήταν ελληνομαθείς διανοούμενοι, όπως τα αδέρφια Ντίμιταρ και Κονσταντίν Μιλαντίνοφ και ο Γκριγκόρ Παρλίτσεφ, οι οποίοι διαμόρφωσαν βουλγαρική συνείδηση υπό την επίδραση των ιδεών του πανσλαβισμού. Οι ίδιοι δεν μπορούσαν να ταυτιστούν με την τότε ανύπαρκτη εθνική ιδεολογία του μακεδονισμού, η οποία έκανε την εμφάνισή της υπό συγκεκριμένες συνθήκες τον 20ό αιώνα. Παρότι υπήρχαν τοπικές ιδιαιτερότητες, ταυτίστηκαν με τη βουλγαρική εθνική ιδέα εξαιτίας της γλωσσικής συγγένειας της ομιλούμενης γλώσσας τους (βουλγαρική διάλεκτος) με την επίσημη βουλγαρική, του κοινού μεσαιωνικού βουλγαρικού παρελθόντος και της ελπίδας για απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό με τη συνδρομή της Ρωσίας.

Η μεγάλη κρίση του Ανατολικού Ζητήματος, η οποία ξέσπασε το καλοκαίρι του 1875 και επεκτάθηκε τον Απρίλιο του 1876 στη Βουλγαρία, έδωσε την ευκαιρία στη Ρωσία να αναμιχθεί πιο ενεργά στις βαλκανικές υποθέσεις. Η εξέγερση των Βουλγάρων καταπνίγηκε γρήγορα από τα οθωμανικά στρατεύματα. Ωστόσο, κατάφερε να γίνει γνωστή στο εξωτερικό, κυρίως από τον φιλελεύθερο Βρετανό πολιτικό Ουίλιαμ Γκλάντστοουν, ο οποίος έκανε εκτενείς αναφορές στη σφαγή των Βουλγάρων από άτακτους Βαζιβουζούκους του οθωμανικού στρατού στο χωριό Μπατάκ. 

Οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις πρότειναν αρχικά την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στο ευρωπαϊκό τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι άμεσα ενδιαφερόμενες για τις βαλκανικές υποθέσεις δυνάμεις, η Ρωσία και η Αυστρο-Ουγγαρία, παρακολουθούσαν από κοντά τις εξελίξεις. Η Ρωσία επιθυμούσε μια οριστική λύση του Ανατολικού Ζητήματος, παίρνοντας εκδίκηση για την ήττα της στον Κριμαϊκό Πόλεμο και την ακόλουθη περιθωριοποίησή της από τις υπόλοιπες δυνάμεις. Στόχος της ήταν η δημιουργία ενός εκτενούς βουλγαρικού κράτους στα Βαλκάνια, το οποίο θα λειτουργούσε ως προτεκτοράτο της στην περιοχή. Στους στόχους της περιλαμβανόταν και η επέκταση στον Καύκασο.

Μετά την κατάρρευση των μεταξύ τους συζητήσεων, η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τον Απρίλιο του 1877. Παρότι συνάντησε ορισμένες δυσκολίες στο βαλκανικό μέτωπο του πολέμου, στις αρχές του 1878 ο ρωσικός στρατός κατάφερε να φτάσει έξω από την Αδριανούπολη. Ο δρόμος για την Κωνσταντινούπολη ήταν ανοικτός για τους Ρώσους, προκαλώντας την άμεση αντίδραση των Βρετανών, οι οποίοι έστειλαν τον στόλο τους στη Θάλασσα του Μαρμαρά για να προστατεύσουν την οθωμανική πρωτεύουσα από ενδεχόμενη ρωσική επίθεση. Γνωρίζοντας πως οι Βρετανοί και οι Αυστριακοί θα αντιδρούσαν, ενδεχομένως και με πόλεμο, απέναντι στα ρωσικά σχέδια για τα Βαλκάνια και έχοντας συναίσθηση της αδυναμίας της Ρωσίας να αντιμετωπίσει αυτές τις δυνάμεις στα πεδία των μαχών, ο τσάρος Αλέξανδρος Β΄ έδωσε την εντολή στον πρέσβη Νικολάι Π. Ιγκνάτιεφ να υπογραφτεί η επικείμενη συνθήκη ειρήνης ως προκαταρκτική. Τόνισε πως αυτό δεν αποκλείει την υπογραφή της από τον σουλτάνο. Εφόσον, όμως, η υπόθεση θα λυθεί σε δεύτερη φάση, η παρούσα συνθήκη θα λειτουργούσε ως ισχυρό διπλωματικό χαρτί για τη Ρωσία. 

Στις 19 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1878 υπογράφτηκε στοn Άγιο Στέφανο, προάστιο της Κωνσταντινούπολης, η ομώνυμη συνθήκη. Η συνθήκη προέβλεπε τη δημιουργία μιας Μεγάλης Βουλγαρίας, τα σύνορα της οποίας εκτείνονταν από τον Δούναβη έως τη Ροδόπη, περιλαμβάνοντας και τη Μακεδονία, εκτός της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής. Η συνθήκη ανέτρεψε την ενδοβαλκανική ισορροπία προκαλώντας την αντίδραση των Ελλήνων και των Σέρβων, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Αυστρο-Ουγγαρίας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ζήτησαν αμέσως την αναθεώρηση της συνθήκης, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Ρώσου τσάρου. Η Ρωσία με την τακτική της επιδίωξης του μείζονος για την επίτευξη του ελάσσονος κατάφερε να πετύχει τον στόχο της ίδρυσης ενός βουλγαρικού κράτους, έστω και με περιορισμένα σύνορα. Προσθέτοντας εξαρχής πολλά ζητήματα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, κατάφερε να βγει κερδισμένη από το Συνέδριο του Βερολίνου (Ιούλιος 1878), παρότι οι σύνεδροι έκαναν δεκτά μόνον μερικά από τα αιτήματά της. Η συγκεκριμένη μέθοδος αποτελεί πάγια τακτική των αναθεωρητικών δυνάμεων έως και τις ημέρες μας.

Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT