Πολιτική οικονομικού λαϊκισμού

Το πρώτο έτος μιας αντιφατικής διακυβέρνησης που σε βάθος χρόνου επέτεινε τα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας

5' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το οργανωτικό πλαίσιο του κειμένου αυτού είναι ένα έτος – το πρώτο έτος κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ. Αυτό περιορίζει το οπτικό πεδίο, καθώς αφήνει λίγο χώρο για τις δομικές αλλαγές που συμπληρώθηκαν τα επόμενα χρόνια μέχρι την πρώτη κρίση του 1985. Ομως ήδη το 1982 έχουμε τις απαρχές αμφισημιών και αντιφατικών ρευμάτων σκέψης και πολιτικής, που σημάδεψαν τις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης.

Πολιτική οικονομικού λαϊκισμού-1
Ο Ανδρέας Παπανδρέου με τον υπουργό Οικονομικών Μανόλη Δρεττάκη. 

Η εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ και ο σχηματισμός κυβέρνησης τον Νοέμβριο του 1981 σήμαινε διαφορετικά πράγματα για διαφορετικά τμήματα της κοινωνίας. Για πολλούς, συνυφάνθηκε με αντιφατικές προσδοκίες για αποτελεσματικότερη διαχείριση της οικονομίας, που είχε περιέλθει σε κατάσταση στασιμοπληθωρισμού, ληξιπρόθεσμο κοινωνικό εκσυγχρονισμό, αλλά και προάσπιση «κεκτημένων» τα οποία θεωρούσαν ότι απειλούσε η ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Στο σύνθημα της «Αλλαγής» ο καθένας έδινε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά το τρόπον τινά επίσημο ιδεολογικό στίγμα που καθόριζε ο χαρισματικός Ανδρέας Παπανδρέου ήταν σαφώς αντιδυτικό και ασαφώς «σοσιαλιστικό», και τοποθετούσε την Ελλάδα στον χώρο της παγκόσμιας περιφέρειας την οποία εκμεταλλεύονται οι μητροπόλεις.

Αύξηση ελάχιστου μισθού 40% και ΑΤΑ

Το πλέον πολυσυζητημένο χαρακτηριστικό της δεκαετίας του ’80 ήταν η χαλαρή δημοσιονομική πολιτική, που οδήγησε σε ελλείμματα και δύσκολα διαχειρίσιμη συσσώρευση δυσβάστακτων χρεών. Ανταποκρινόταν στο πρότυπο του μακροοικονομικού λαϊκισμού. Οι κριτικοί επισήμαναν ότι μια χώρα με συνεχή τεράστια ελλείμματα συσσωρεύει χρέη και θα αντιμετωπίσει, αργά ή γρήγορα, προβλήματα δανεισμού.

Χαρακτηριστικό της δεκαετίας του ’80 ήταν η χαλαρή δημοσιονομική πολιτική, που οδήγησε σε ελλείμματα και συσσώρευση δυσβάστακτων χρεών.

Η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ μόλις σχηματίσθηκε επέτεινε την πολιτική ελλειμμάτων που ήδη είχε αρχίσει από την προκάτοχό της το 1981, αυξάνοντας τις δαπάνες για μισθούς και συντάξεις στο Δημόσιο, την απασχόληση στο Δημόσιο και καλύπτοντας τα διευρυμένα ελλείμματα της κοινωνικής ασφάλισης, των δημοσίων επιχειρήσεων και τις νέες υποχρεώσεις για την εξυπηρέτηση του χρέους, ενώ τα φορολογικά έσοδα υστερούσαν σε σχέση με αυτές. Ο ελάχιστος μισθός αυξήθηκε κατά 40%! Οι δαπάνες άμβλυναν τις κοινωνικές ανισότητες – προσωρινά. Η πολιτική αυτή στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση ότι οι νέες δαπάνες θα παρέσυραν προς τα επάνω την παραγωγή σε συνδυασμό, πάντως, με μια πολιτική προγραμματισμένης αντιμετώπισης των «διαρθρωτικών προβλημάτων» της ελληνικής οικονομίας μέσω επεκτεινόμενης κρατικής παρέμβασης. Ετσι, μεσο- ή μακροπρόθεσμα η ανάπτυξη θα επέτρεπε την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία.

Η πολιτική εκείνη όμως παρέβλεπε τις αρνητικές επιπτώσεις στις ιδιωτικές επενδύσεις, την αναποτελεσματικότητα του Δημοσίου και των κομματικών στελεχών, το γεγονός ότι η Ελλάδα μόλις είχε ενταχθεί στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (το 1981) και, επομένως, άνοιγε την αγορά της στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Αναπόφευκτα, οι εισοδηματικές αυξήσεις οδήγησαν σε ενίσχυση των εισαγωγών καταναλωτικών αγαθών αντί της εγχώριας παραγωγής. Γενικά, ακόμη και προβεβλημένα στελέχη της κυβέρνησης όπως ο Απόστολος Λάζαρης αναγνώρισαν αργότερα ότι οι πάσης φύσεως εισοδηματικές αυξήσεις ήταν συνολικά λαθεμένη επιλογή (Βλ. Γιάννης Βούλγαρης «Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης 1974-1990», Θεμέλιο, 2001, 173-4).

Πολιτική οικονομικού λαϊκισμού-2
Ο τότε υπουργός Συντονισμού Απόστολος Λάζαρης ήταν από τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που αναγνώρισαν αργότερα ότι οι πάσης φύσεως εισοδηματικές αυξήσεις ήταν συνολικά λαθεμένη επιλογή.

Το 1983, η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να υποτιμήσει τη δραχμή και το 1985 να εφαρμόσει ένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα έναντι έκτακτης βοήθειας από την Ε.Ε.

Ενα ενδιαφέρον μέτρο γενικής οικονομικής πολιτικής του 1982 ήταν η αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή (ΑΤΑ). Οπως είχε αναγγείλει στις προγραμματικές δηλώσεις της η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, «η προσαρμογή θα ήταν πλήρης για εισοδήματα μέχρις ενός επιπέδου ανεκτής διαβίωσης», πέρα από το οποίο θα κλιμακωνόταν σε χαμηλότερα επίπεδα (βλ. Πρακτικά της Βουλής, 22 Νοεμβρίου 1981). Ο κύριος στόχος της ήταν να αποκαθιστά συνεχώς την αγοραστική δύναμη των χαμηλόμισθων που χανόταν λόγω του πληθωρισμού. Η αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή επικρίθηκε έντονα με το σκεπτικό ότι θα επιτάχυνε τον πληθωρισμό γιατί θα προκαλούσε ένα σπιράλ μισθών-τιμών και θα δημιουργούσε προβλήματα ανταγωνιστικότητας στην παραγωγική βάση της χώρας. Η αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή θα διορθωθεί δύο χρόνια αργότερα με κάποιους ντροπαλούς ετεροχρονισμούς των μισθολογικών αυξήσεων, μεταθέτοντας την καταβολή τους κατά ένα τετράμηνο.

Το περιβόητο Μνημόνιο για εξαίρεση από τους κανόνες της ΕΟΚ

Συμβατή με τη γενικότερη κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής ήταν και η αναζήτηση νέας ισορροπίας ανάμεσα σε προεκλογικές διακηρύξεις για αποχώρηση από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και στη νέα κυβερνητική πλέον θέση για αναδιαπραγμάτευση των όρων της ένταξης. Η λύση βρέθηκε με το περιβόητο Μνημόνιο που υπέβαλε η κυβέρνηση τον Φεβρουάριο του 1982. Κατά την άποψη της κυβέρνησης, οι κανόνες της Κοινής Αγοράς είχαν αρνητικές επιπτώσεις στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Τις επιπτώσεις αυτές δεν αντιστάθμιζαν οι μεταφορές πόρων μέσω του κοινοτικού προϋπολογισμού. Για τους λόγους αυτούς, το Μνημόνιο ζητούσε εξαίρεση από τους κανόνες της Kοινής Aγοράς και περισσότερη βοήθεια (βλ. Πάνος Καζάκος «Ανάμεσα σε κράτος και αγορά. Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα», εκδ. Πατάκη, 2001, σελ. 366 και μετά).

Πολιτική οικονομικού λαϊκισμού-3
7.5.1982. Η επέκταση της ΑΤΑ και στον ιδιωτικό τομέα, στην πρώτη σελίδα της «Κ». 

Για την πολιτική αξιολόγηση του μνημονίου εκείνου έχει σημασία να λάβουμε υπόψη ότι θεμέλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ήταν και παραμένουν οι κανόνες της Κοινής Αγοράς (σήμερα: της εσωτερικής αγοράς) που ρυθμίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, εργασίας και κεφαλαίου. Δεν έπρεπε να αναμένεται ότι η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να πετύχει εν λευκώ εξουσιοδότηση για να αποκλίνει μονίμως από το πλαίσιό τους. Συναφώς, η επιδίωξη της εξαίρεσης υποβάθμιζε την ανάγκη για προσαρμογή στο νέο οικονομικό περιβάλλον.

Παράλληλα, σειρά ολόκληρη μέτρων εξέφραζαν διάθεση θεσμικού εκσυγχρονισμού. Επομένως είναι άδικο να τη θεωρήσουμε συνολικά και αποκλειστικά την πολιτική εκείνη λαϊκιστική. Εδώ εντάσσεται ο νόμος-πλαίσιο για τα ΑΕΙ (νόμος 1268/1982, συν προεδρικά διατάγματα) που επέφερε σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση και λειτουργία των πανεπιστημίων. Ωστόσο, οι νέες τυπικές ρυθμίσεις δεν άργησαν να νοθευθούν ώς ένα βαθμό στην πράξη από την κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα του κομματισμού και της πελατειακής συναλλαγής.

Σημαντικότερη ήταν ίσως η μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου. Ο νόμος 1250/82 καθιέρωσε τον πολιτικό γάμο παράλληλα με τον θρησκευτικό. Ο επόμενος νόμος 1329/1983 είχε ριζοσπαστικό χαρακτήρα και ήταν ίσως η σπουδαιότερη έκφραση του θεσμικού εκσυγχρονισμού που προώθησε το κίνημα. Ο νόμος εκείνος στηρίχθηκε στις πρόνοιες του Συντάγματος του 1975 (άρθρα 2 και 116), πρόβλεψε μεταξύ άλλων την κατάργηση της προίκας που έδινε στον γάμο χαρακτήρα αγοραίας συναλλαγής, αποποινικοποίησε τη μοιχεία, κατοχύρωσε τον πολιτικό γάμο, αφαίρεσε από το διαζύγιο τον θρησκευτικό του χαρακτήρα, αποδέσμευσε τη διατροφή από την αναζήτηση του υπαιτίου για το διαζύγιο, άλλαξε τις σχέσεις των παιδιών με τους γονείς. Συνολικά, όπως πυκνά εκτίμησε η Χριστίνα Ακριβοπούλου, «ο νόμος αναίρεσε το μοντέλο της πατριαρχικής οικογένειας» (βλ. πυκνογραμμένο λήμμα της στο Β. Βαμβακάς και Π. Παναγιωτόπουλος [επιμέλεια] «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80», εκδ. Πέρασμα, 2010).

Τέλος, μέρος της ευρύτερης αλλαγής του θεσμικού πλαισίου ήταν και ο νόμος 1264/1982 για τον συνδικαλισμό, που σηματοδότησε μια νέα φάση στην οποία η ευρύτερη συμμετοχή (ο εκδημοκρατισμός) συνδέθηκε με διαφορετικό κομματικό έλεγχο των οργανώσεων.

Πολιτική οικονομικού λαϊκισμού-4
7.1.1982. Τις αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής πολιτικής στις επενδύσεις προβάλλει η «Κ».

Συνολικά αποτιμώντας τα γεγονότα, το 1982 δόθηκε το έναυσμα για μια υπερβολικά επεκτατική (μακρο)οικονομική πολιτική και πολλές θεσμικές αλλαγές που ανταποκρίθηκαν εν πολλοίς σε διάχυτα αιτήματα για εκσυγχρονισμό. Ομως, περαιτέρω μέτρα τη δεκαετία που ακολούθησε (ευρείας κλίμακας κρατικοποιήσεις, ψευδοδημοκρατικός προγραμματισμός, «κοινωνικοποίηση» των «κρατικών» επιχειρήσεων, «εποπτικά συμβούλια» σε επιλεγμένους κλάδους κ.ά.) προκάλεσαν νέες αβεβαιότητες και επέτειναν τα διαρθρωτικά προβλήματα της χώρας.

*Ο κ. Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνών, Οικονομικών και Ευρωπαϊκών Σχέσεων του ΕΚΠΑ. Πρόσφατα εκδόθηκε το βιβλίο που συνέγραψε με τον Πάνο Κολιαστάση «Αφανείς και ορατές αντιθέσεις. Παράδοση και νεωτερικότητα στη μεταδικτατορική Ελλάδα», εκδ. Επίκεντρο, 2023.

*Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT