Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν

1936: Αποστολή στον ισπανικό εμφύλιο

νίκος-καζαντζάκης-τι-είδα-40-ημέρες-ει-562995112

Λίγους μήνες μετά την έναρξη του εμφυλίου πολέμου (Ιούλιος 1936 – Απρίλιος 1939), ο Νίκος Καζαντζάκης ταξιδεύει στην Ισπανία ως απεσταλμένος της Καθημερινής. Θα ακολουθήσει σειρά 43 κειμένων, υπό τον γενικό τίτλο «Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν», τα οποία δημοσιεύτηκαν από τις 24 Νοεμβρίου 1936 έως και τις 17 Ιανουαρίου 1937. Σε αυτά, ο μεγάλος Έλληνας συγγραφέας μεταφέρει στο ελληνικό κοινό την εικόνα της βαθύτατα ταραγμένης Ισπανίας.

Με την άδεια του Φρανθίσκο Φράνκο, ο Καζαντζάκης συνόδευσε τις δυνάμεις του στο μέτωπο, ήταν παρών στον βομβαρδισμό της Μαδρίτης, επισκέφθηκε το Τολέδο και την εκκλησία του Σάντο Τομέ, όπου βρισκόταν η «Ταφή του κόμη Οργκάθ» του Γκρέκο, συνάντησε επιζήσαντες της πολιορκίας του Αλκάθαρ και περιπλανήθηκε στα ερείπιά του. Κατάφερε, τέλος, να πάρει συνέντευξη από τον Βάσκο συγγραφέα και φιλόσοφο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο λίγες ημέρες πριν από τον θάνατό του, αλλά και από τον ίδιο τον στρατηγό Φράνκο.

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-1
Μαδρίτη, Νοέμβριος 1936. Με το όπλο στο χέρι, πίσω από έναν τοίχο στον οποίο ανοίχτηκαν πρόχειρα τρύπες (AP Photo).

Στον επίλογο των άρθρων του, εξομολογείται: «Παραβάρυνε πια την καρδιά μου το όραμα της Ισπανίας… Είδα, άκουσα, ένοιωσα πράγματα που δεν μπορούν να γραφούν και μένοντας έτσι μέσα στην καρδιά τη βαραίνουν…».

Η πρώτη εντύπωση

Ποια είναι η πρώτη εντύπωση όταν μπαίνεις σήμερα, στην τραγική αυτή στιγμή, στην Ισπανία; Τούτη η καταπληκτική: Αλλεγκρία, κέφι, βουητό πανηγυριού, ψυχολογία απαράλλακτη με την ψυχολογία του κοινού που παρακολουθεί ταυρομαχίες. Αγριάδα παλαιστών, σκηνογραφία λαϊκού θεάτρου, παχιές μπογιές, ζωηρά χρώματα, γραφικά, όλο κουρελαρία και βελούδο, κοστούμια…

Γυναίκες, παιδιά, άντρες, μασούν πασσατέμπο, διαβάζουν εφημερίδες, καπνίζουν και πάνε κι’ έρχονται συζητώντας δυνατά ανάμεσα στους διαδρόμους του αιματηρού θεάτρου, ανάμεσα Μπούργκος και Σαλαμάγκας, Τολέδου και Σεβίλιας, Βαρκελώνας και Βαλένθιας, Μπιλμπάου, Μάλαγας και Μαδρίτης…

Όποιος μπαίνει σήμερα στην Ισπανία βρίσκεται μπροστά σ’ ένα θέαμα σκληρό, ελκυστικό κι’ απροσδόκητο.

Το θέαμα αυτό θα προσπαθήσω όσο μπορώ, κι’ όσο μπορείτε, να το δούμε μαζί.

Σύνορα Ισπανίας και Πορτογαλίας. – Γέλια, τραγούδια, Αρρίμπα Εσπάνια! Τρέχουν στρατιώτες με τη χακιά στολή κ’ η φουντίτσα χορεύει μπροστά στο πηλήκιο, πηδούν στον τραίνο, γυναίκες στα κατώφλια κουνούν τα μαντήλια, προκηρύξεις στους τοίχους του σταθμού, μεγάλα κεφαλαία γράμματα: «Θεός, Πατρίδα, Βασιλιάς!»

Φεύγουμε. Το βαγόνι όπου στριμώγνουμαι γεμάτο στρατιώτες. Μεσημέρι. Σμίγουν τα γόνατα, ξαπλώνουν απάνω μιαν καρτονένια βαλίτσα για τραπέζι. Γρήγορα-γρήγορα ανοίγει καθένας τον μπόγο του: κουτιά σαρδέλλες, άσπρο σαν ασβέστης ψωμί, μαύρες ελιές, τεράστιες, άφθονες κόκκινες πιπεριές. Τρώνε. Ένα ασκάκι –η «μπότα»– κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα χωρίς να το αγγίξη. Κάνουν κέφι.

Σφεντονίζουν από το παραθύρι τ’ αδειασμένα κουτιά τις σαρδέλλες, κατεβάζουν τη βαλίτσα, ξαναπίνουν κρασί. Αρχίζουν να τραγουδούν τον ύμνο της ισπανικής φάλαγγας: «Θάρθει πάλι η άνοιξη να γελάση – στον ουρανό, στα πέλαγα, στη γη! – Εμπρός, λεγεώνες, στη νίκη! – Αρχίζει πια στην Ισπανία να ξημερώνη!»

Ένας παχουλός, εύθυμος στρατιωτάκος, δεν μπορεί πια να κρατήση τον ενθουσιασμό, τινάζεται απάνω, ανοίγει τα μπράτσα στον αγέρα:

– Βίβα λα μουέρτε! φωνάζει. Ζήτω ο θάνατος!

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-2
Το πρωτοσέλιδο και σελίδες της Καθημερινής στις 24 Νοεμβρίου 1936, την ημέρα που άρχισαν να δημοσιεύονται τα κείμενα του Νίκου Καζαντζάκη.

Η «μπότα» κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα. Από το παράθυρο σκληροί γκρίζοι γρανίτες, ασημένιες ελιές, κόκκινα αμπέλια. Κάπου-κάπου ένα σπιτάκι, όλο πέτρα, ξερολίθι. Κίτρινα αραποσίτια κρέμουνται αρμαθιές στις πόρτες. […]

Έπεφταν οι παθητικές επικλήσεις από τον ουρανό στην ποδιά της. Μα η Μαδρίτη χαμογελούσε ανένδοτη, αντιστέκουνταν και κάθε βράδυ φώναζε με το ραδιόφωνο: Όχι! Πίσω μου πέντε έξη Μαροκηνοί είχαν καθίσει διπλοπόδι στο χώμα, απίθωσαν τα τουφέκια τους στα γόνατα και την κοίταζαν άπληστα. Τα μάτια τους ήσαν βυθισμένα σε ανείπωτη συγκρατημένη λαχτάρα. Έβλεπαν τον Παράδεισο: μιαν πολιτεία πλούσια, γεμάτη χρυσαφικά, μεταξωτά, φαγιά, γυναίκες… Πότε να μπούνε!

Στράφηκα στον αξιωματικό που με συνώδευε:

– Θα την βομβαρδίσετε; ρώτησα με αγωνία.

– Αύριο, αποκρίθηκε.

– Και δεν τη λυπάστε;

Σήκωσε τους ώμους του.

– Πόλεμος, μου λέει. Τι θα πει λύπη; Πόλεμος.

– Όλα τούτα τα κτίρια, φώναξα, οι Εκκλησίες, τα Μουσεία, ο Τισιανός, ο Γκρέκο, ο Βελάσκεθ, ο Γκόγια κι’ όλες οι ψυχές που είναι κάτω από τις στέγες, θα γίνουν στάχτη.

– Ας γίνουν, αποκρίθηκε ο αξιωματικός με ήσυχη φωνή. Η πατρίδα μας να σωθή!

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-3
Το πρωτοσέλιδο και σελίδες της Καθημερινής στις 24 Νοεμβρίου 1936, την ημέρα που άρχισαν να δημοσιεύονται τα κείμενα του Νίκου Καζαντζάκη.

Ανατρίχιασα. Ήταν ένας νέος ιδαλγός, με μεγάλο ιστορικό όνομα, λιγομίλητος, συγκρατημένος, αδυσώπητος. Το μάτι του, κοιτάζοντας τη Μαδρίτη, ήταν γεμάτο λαχτάρα και μίσος.

– Πότε θ’ αρχίση ο βομβαρδισμός;

– Αύριο πρωί, ξημερώματα.

– Θάρθω, είπα. Έχω άδεια από τον αρχιστράτηγο. […]

Όλη τη νύκτα δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Πρωί πρωί ανέβηκα πάλι στο αυτοκίνητο. Με βία κρατούσα τη συγκίνησή μου. Πήγα να ιδώ ένα από τα ωραιότερα πράγματα της γης να καταστρέφεται. Για πρώτη φορά σήμερα ο εθνικός στρατός θα βομβάρδιζε τη Μαδρίτη. Ένοιωθα πως θα έβλεπα κάτι τρομερό.

Μα αν μπορούσα να μαντέψω το θέαμα που μου μέλλουνταν να δω, η καρδιά μου ίσως θα δείλιαζε. Σπάνια στη ζωή μου είδα ένα τόσο τρομακτικό και συνάμα τόσο αφάνταστα μεγαλόπρεπο θέαμα και ποτέ δεν ένοιωσα τόση πίκρα.
Η Καθημερινή, 24 Νοεμβρίου 1936

Οι αερομαχίες της Μαδρίτης

Φαρδύς, ασφαλτοστρωμένος, εβδομήντα περίπου χιλιόμετρα ο δρόμος από το Τολέδο στη Μαδρίτη. Πρωΐ-πρωΐ περνούμε τις αραβικές καστρόπορτες του Τολέδου, κατεβαίνουμε στον κάμπο. Η καρδιά μου είναι βαρειά· πηγαίνω να δω τη Μαδρίτη να χάνεται.

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-4
Το πρωτοσέλιδο και σελίδες της Καθημερινής στις 24 Νοεμβρίου 1936, την ημέρα που άρχισαν να δημοσιεύονται τα κείμενα του Νίκου Καζαντζάκη.

Αυτοκίνητα με αξιωματικούς, καμιόνια όπου στοιβαγμένοι οι στρατιώτες τραγουδούν και τρέχουν να πολεμήσουν, άλλα καμιόνια γεμάτα πολεμοφόδια και τρόφιμα. Οι Μαροκηνοί ουρλιάζουν έξαλλοι, βιάζουνται να φτάσουν στο μέτωπο.

Ήλιος λαμπερός, ο ουρανός ολογάλαζος. Δυο τρεις γερόντοι οργώνουν τα χωράφια. Γρηές προβαίνουν στα κατώφλια και χαιρετούν, αδέξια και περίφοβα, φασιστικά. Ο σωφέρ μου τους φωνάζει: «Αρρίμπα Εσπάνια!» και χαιρετάει.

Περνούμε βιαστικά τους διάμεσους σταθμούς. Όλιας, Μοθέχος, Καμπάνιας, Γιούνκος, Ιλλιέσκας, Τορρεχόν, Πάρλα Χετάφε. Κάθε τόσο στρατιώτες φρουροί, φαλαγγίτες οι περισσότεροι, παιδιά ακόμα, με τα πέντε κόκκινα βέλη της φάλαγγας κεντημένα στο στήθος, προχωρούν και μας φράζουν τον δρόμο. Απλώνουν τα τουφέκια, μας σταματούν, αγριεμένοι.

– Την άδεια!

Δείχνουμε την άδεια, περνούμε. Χωριά ερειπωμένα, τρυπημένοι τοίχοι από τις μπόμπες. Οι πόρτες, σπίτια και μαγαζιά, ανοιχτές, τα στρώματα, τα μαξιλάρια, τα ασπρόρουχα ξεσκισμένα, πεταμένα στον δρόμο. Οι φακές, τα φασόλια, οι ζάχαρες χυμένες στα πεζοδρόμια. Κάπου-κάπου στις άκρες του δρόμου, στα χωράφια, η γη ανασηκωμένη λίγο: μνήματα.

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-5
Απόγνωση από τις καταστροφικές συνέπειες του εμφυλίου (AP Photo).

Στη Χετάφε οι φρουροί σταματούν το αυτοκίνητο.

– Δεν επιτρέπεται παραπέρα.

– Γιατί;

– Δεν ξέρουμε. Τέτοια η διαταγή. Κατεβήτε!

Τρέχω στον αξιωματικό. Παρακαλώ, δείχνω την άδεια, λέω πως είναι μεγάλη ανάγκη. Θέλω να δω τη Μαδρίτη. Η ιδέα πως μπορεί να πληγωθή χωρίς να τη δω, με αναστατώνει. Ξέρω πως μέσα σε όλον αυτόν τον στρατό κανένας δε θα της έρριχνε μια ματιά συμπάθειας και γλύκας. Κανένας δε θα την πονούσε. Όλη τη μισούν γιατί είναι «κόκκινη». Μα εγώ ήξερα πως δεν είναι μήτε κόκκινη μήτε άσπρη. Είναι πάντα με τη γνώμη του αντρός που την κατακτούσε. Άκουγα πολύ κοντά τις κανονιές που τη χτυπούσαν, είχα ιδή μέσα από τα χωράφια τα αεροπλάνα να ξυπνούν και ν’ απλώνουν τις φτερούγες τους καταπάνω της. Βιαζόμουν.

Τηλεφωνήματα, αγωνία, η ώρα περνούσε, ο ήλιος πια είχε ψηλώσει. Τέλος έρχεται διαταγή, φεύγω. Βιάζομαι, σαν να τρέχω προς βοήθειά της. Σαν να μπορούσα να τη σώσω.

Όσο προχωράς, νοιώθεις πως ο πόλεμος, ο φοβερός αλήτης, πέρασε από εδώ. Οι δρόμοι γέμισαν σπασμένα αυτοκίνητα και καμιόνια, μπλούζες εργατικές, αίματα. Άλογα με τούμπανα πρασινισμένες κοιλιές ανάσκελα στα χωράφια με τα πόδια τεντωμένα. Κοράκια. Σύννεφα μύγες. Βρώμα αναγουλιαστική από σάρκες που αποσυντίθενται. Παγούρια πεταμένα στον δρόμο, αρβύλες, πουκάμισα. Χωριά ερημωμένα. Ένας στρατιώτης κλωτσάει με λύσσα ένα σεντούκι που έχει βγάλει έξω και θέλει να το σπάση. Μας βλέπει και σταματάει. Πιο πέρα στρατιώτες άναψαν φωτιές και καίνε βιβλία. Κόκκινα βιβλία, προπαγανδιστικές φυλλάδες, λιθογραφίες, όπου διακρίνεται η βαρειά, με πυκνά γένεια μορφή του Μαρξ και το σατανικό χαμόγελο του Λένιν. Χορεύουν γύρα από την πυρά και χαίρουνται σαν να καίνε ζωντανούς ανθρώπους.

Όσο προχωράς νοιώθεις πως ο πόλεμος, ο φοβερός αλήτης, πέρασε από εδώ.

Ολοένα τα κανόνια ακούγουνται και πιο κοντά. Σ’ ένα χωριό, αμέριμνη, μια γρηά κάθεται στο κατώφλι και καθαρίζει χόρτα. Το τσουκάλι βράζει απόξω από την πόρτα, η ζωούλα εξακολουθεί το δρόμο της τον ταπεινό και αιώνιο. Μερικοί στρατιώτες έχουν φορέσει γυναικείες κομπιναιζόν με δαντέλες που είχαν βρει στα σπίτια, γελούν και τις σκίζουν, φορούν άλλες, τις ξανασκίζουν.

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-6
19 Νοεμβρίου 1936. Φαλαγγίτες του Φράνκο στον δρόμο προς τη Μαδρίτη (AP Photo).

Στο Λεγκανές έχουν στηθή οι πυροβολαρχίες. Κατεβαίνω από το αυτοκίνητο. Πιο πέρα σήμερα ο δρόμος δεν είναι ακόμα ελεύθερος. Τα τεράστια κανόνια έχουν γυρίσει το στόμα τους προς τη Μαδρίτη. Η γη τρέμει στην κάθε κανονιά. Η εκκλησία χωρίς στέγη, χωρίς καμπαναριό, με τις καμπάνες πεσμένες, μισοβουλιαγμένες στο χώμα. Από πού μπορώ να δω τη Μαδρίτη; Βιάζουμαι.

Βουή ακούστηκε στον ουρανό, δυο αεροπλάνα φάνηκαν. Οι Μαροκηνοί πηδούν από τα καμιόνια, σφίγγουν τις ζώνες, τρέχουν προς το μέτωπο.

Σηκώνουμε όλοι τα μάτια στον ουρανό.

– Σον νουέστρος! φωνάζει ένας, είναι δικά μας!

– «Ρόχος! Ρόχος!» ακούγεται τότε μια δυνατή φωνή. Κόκκινα! Κόκκινα!

Ξεχωρίζουμε τώρα καθαρά από πάνω μας τις κόκκινες φτερούγες.

– Σκορπιστήτε! φωνάζει ένας αξιωματικός.

Τρέχουμε όλοι, σκορπίζουμε. Άλλοι ξαπλώνουν στα χωράφια, άλλοι καταφεύγουν μέσα στην εκκλησία, άλλοι ακουμπούν στον τοίχο και κοιτάζουν.

Τα αεροπλάνα καμπάνισαν μια στιγμή αποπάνω μας, πέρασαν.

Ένας χωριάτης φάνηκε τότε με το γαϊδουράκι του φορτωμένο με δύο κόφες σταφύλια. Τρέξαμε όλοι, γεμίσαμε τις φούχτες μας μαύρα στυφά σταφύλια, δροσιστήκαμε. Λες κι ο κίνδυνος είχε στεγνώσει τα λαρύγγια μας, χαρήκαμε. Μονάχα μερικοί Μαροκηνοί δεν είχαν κουνήσει. Είχαν ανάψει φωτιές πίσω από την εκκλησία και μαγέρευαν. Είχαν ξετρυπώσει κάτι πολυθρόνες με βυσινί βελούδο και κάθουνταν· είχαν βγάλει έξω ένα μεγάλο κρεββάτι, το έκοβαν με αξίνες και το έρριχναν στη φωτιά. Τα ασπράδια των ματιών τους έλαμπαν στις αναλαμπές της φλόγας, άγρια.

Ανέβηκα σ’ ένα ύψωμα μπροστά από το χωριό και ξαφνικά απλώθηκε μπροστά μου, μέσα στον ήλιο, τεράστια, κάτασπρη, φιλήδονη, η Μαδρίτη. Διέκρινα καθαρά πάλι τους δρόμους της, το Παλάτι, τους κήπους, τις πλατείες. Με τα κιάλια έβλεπα τους ανθρώπους να τρέχουν, να κρύβουνται και πάλι να ξαναφαίνουνται και να τρέχουν. Πανικός. Μια μεγάλη κόκκινη σημαία κυμάτιζε στο ψηλό κτίριο του Ταχυδρομείου. Έβλεπα πλήθος αυτοκίνητα και καμιόνια να τρέχουν αλαλιασμένα στον μεγάλο δρόμο προς τη Βαλένθια. Ένας αξιωματικός μού έλεγε το πρωί πως υπολόγισαν πως χτες θα πέρασαν τρέχοντας προς τη Βαλένθια και τη Βαρκελώνη έως 6.000 αυτοκίνητα και καμιόνια γεμάτα κόσμο. Έφευγαν οι γυναίκες και τα παιδιά προς τα ανατολικά παράλια να σωθούν.

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-7
Μαδρίτη, Φεβρουάριος 1937. Δύο μικρά κορίτσια έχουν καταφύγει στο άνοιγμα του αποχετευτικού δικτύου για να προστατευτούν κατά τη διάρκεια αεροπορικής επιδρομής (AP Photo).

Φθινοπωρινά σύννεφα μαζώχτηκαν και περνούσαν γρήγορα απάνω από τη Μαδρίτη και τη σκέπαζαν ανάλαφρα με τον ήσκιο τους· η Μαδρίτη σκοτείνιαζε. Έφευγαν και πάλι η Μαδρίτη έλαμπε, σαν να γελούσε. Η εναλλαγή αυτή από φως και σκιά τη ζωντάνευε· θαρρείς πως περνούσε από τον νου της κάποιος θλιβερός στοχασμός και πάλι τον ξεχνούσε και πάλι ξανάρχουνταν…

Μερικοί στρατιώτες ήρθαν μαζύ μου κ’ ένας αξιωματικός. Δεν επιτρέπεται να κυκλοφορής μονάχος στις πρώτες γραμμές. Σε κάθε κανονιά φώναζαν: «Αρρίμπα Εσπάνια!» και κοίταζαν με σαδικήν ανυπομονησία πού έπεσε η μπόμπα κι αν σηκώθηκε καπνός.

– Δεν την πονάτε; ρωτώ.

– Ποιαν;

– Τη Μαδρίτη.

– Είναι κόκκινη, απάντησε ένας στρατιώτης. Άμα ασπρίση!

Η λέξη «κόκκινη» έχει πάρει τώρα στην Ισπανία ένα μυστηριώδες αποτρόπαιο περιεχόμενο όπως στον μεσαίωνα θα ήταν η λέξη: «διάβολος». Όταν λεν τώρα στην εθνικιστική Ισπανία πως ένας άνθρωπος είναι «κόκκινος», η ανθρώπινη υπόστασή του αμέσως εξαφανίζεται και είμαι βέβαιος πως στη φαντασία του απλού λαού και το σώμα του «κόκκινου» θα παίρνη τερατώδεις διαστάσεις κι’ αληθινά θα χρωματίζεται κόκκινο – ένα είδος ερυθρόδερμου με φτερά και κέρατα και τεράστια δόντια.

Κι όχι μονάχα οι άνθρωποι παρά και τα πράγματα όταν τα πουν «κόκκινα» παίρνουν μίαν καταχθόνια δύναμη γεμάτη φρίκη. Προχτές στη Χετάφε ένας στρατιώτης μού έδειχνε ένα φυσέκι. Ένα απλούστατο, κοινότατο φυσέκι μάνλιχερ.

– Το βλέπεις; μου λέει και μου δείχνει κάτι ρούσικα γράμματα χαραγμένα απάνω του, το βλέπεις; Είναι κόκκινο!

Και το κρατούσε με τρόμο σαν να ήταν μπόμπα έτοιμη να εκραγή. Και συνάμα μαζύ με τον τρόμο που τους γεννά η λέξη «κόκκινος» ξεσπάει κ’ ένα μίσος θανάσιμο. Μια μυστικόπαθη αποστροφή, όπως στους παλιούς χριστιανικούς χρόνους η επαφή του σατανά ή όπως στους άγριους η έννοια του ταμπού.

Ήμουν έτοιμος να βυθιστώ στο παράξενο αυτό τόσο ελκυστικό πρόβλημα: τι ρόλο έπαιξαν στην ανθρώπινη ιστορία οι λέξεις που ο ίδιος ο άνθρωπος κατασκεύασε, όταν ξαφνικά από τον νότο ακούστηκε η τρομαχτική βουή των αεροπλάνων που έρχουνται.

Οι στρατιώτες πηδούν από τη χαρά τους.

– Νουέστρος! φωνάζουν, δικά μας! Τώρα θα την κάμουν στάχτη! […]

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-8
16 Αυγούστου 1936. Μαχητής των Δημοκρατικών στην κορυφή λόφου, βορειοδυτικά της Μαδρίτης (AP Photo).

Βάσταξα την αναπνοή μου. Θαυμασμός και φρίκη με είχε κυριέψει για τη διαβολική δύναμη του ανθρώπινου νου και πίκρα αβάσταχτη για τη Μαδρίτη: αποπάνω της είχαν σταθή τώρα ουρλιάζοντας τα σαρκοβόρα πουλιά.

Άξαφνα ρυθμικοί ξεροί κρότοι ακούστηκαν: Κρο! κρο! κρο! εννέα φορές.

– Βομβαρδίζουν! Φώναξε ο αξιωματικός δίπλα μου και τινάχτηκε απάνω.

Δεν είχε τελειώσει την κραυγή και εννέα πυκνότατες κολώνες καπνός τινάχτηκαν από τη νότια πλευρά της Μαδρίτης, ισιόγραμμα όπως είχαν παραταχτή και τα αεροπλάνα. Εννέα τρύπες στα σπλάχνα της Μαδρίτης. Ένοιωθες πως σε κάθε μπόμπα μια συνοικία γίνουνταν σκόνη και τινάζουνταν στον αγέρα.

– Κάθε μπόμπα είναι διακόσια κιλά! φώναξε ο αξιωματικός χαρούμενος και προσπαθούσε να διακρίνη με τα κιάλια του την καταστροφή που είχε γίνει. Τα μάτια του έλαμπαν αχόρταγα.

Μα όλη η Μαδρίτη είχε σκεπαστή με βαρειούς στρουφιχτούς καπνούς. Δεν διέκρινες πια τίποτα. Και ο ήλιος μέσα στους καπνούς είχε θαμπώσει.

Σιγά-σιγά, άρχιζε να σκορπίζη ο καπνός και να προβαίνουν πάλι μέσα από την αντάρα τα σπίτια. Τέντωσα το αυτί μου σαν να ήθελα ν’ ακούσω τις φωνές που θα έσερνε η Μαδρίτη από τον πόνο. Σίγουρα πληγώθηκε και θα πονάη, σε πολλά σπίτια φάνηκαν πυρκαγιές, οι άνθρωποι στους δρόμους εξαφανίστηκαν.

Τα αεροπλάνα είχαν γυρίσει τώρα τα κεφάλια τους, είχαν εκτελέσει τον τρομακτικό σκοπό τους και τώρα έφευγαν.

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-9
Γράφοντας μια επιστολή στους αγαπημένους, στην ανάπαυλα των μαχών (AP Photo).

Μα τότε πίσω από τη Μαδρίτη, στον αγέρα, ακούστηκε βαρειά μεταλλική βουή. Σύννεφα είχαν μαζωχτή στον ουρανό, όλοι σηκώσαμε τα μάτια και κάτω από τα σύννεφα διακρίναμε εφτά σιδερένια πουλιά. Οι εκδικητές εωσφόροι της Μαδρίτης σηκώθηκαν να την υπερασπίσουν και να την εκδικηθούν. Τα εννέα αεροπλάνα έκαμαν τότε μια βίαιη στροφή και χύθηκαν να παλέψουν.

Η αναπνοή μας πιάστηκε. Είχα ξαπλωθή κάτω στο χώμα ανάσκελα και κοίταζα. Η εναέριος μάχη είναι από τα ωραιότερα θεάματα που δημιούργησε ο σατανικός νους του ανθρώπου. Έχει μαγική χάρη και δύναμη, απλότητα, κ’ ευγένεια, ευστροφία πουλιού συνάμα και μυαλού. Νοιώθεις ξαφνικά μιαν περίεργη, τόσο σπάνια, υπερηφάνεια που είσαι άνθρωπος. Ένας δηλ. οργανισμός μυστηριώδης, πολυμήχανος, ανήσυχος. Μια επιθυμία που ολοένα οξύνεται, αλαζονεύεται, εξεγείρεται εωσφορικά, δεν καταδέχεται πια τους βαρειούς προγονικούς δρόμους της γης και της θάλασσας κ’ υψώθηκε στο πιο ανάλαφρο κι’ άνετο στοιχείο του αγέρα.

Τα εννέα αεροπλάνα είχαν σχηματίσει κύκλο, ένα χορό παλλόμενο. Τα εφτά καταδιωκτικά, πιο ευκίνητα, ανέβαιναν, κατέβαιναν με εξαίσιες καμπύλες, χύνουνταν κατακόρυφα σαν γεράκια. Νόμιζες πως έπαιζαν. Πως ήταν ένας χορός ανοιξιάτικος κ’ ήταν οι θηλυκές στη μέση και γύρα τους οι γαμπροί, έξαλλοι, παράβγαιναν σε δύναμη και χάρη. Τσικ! τσικ! τσικ! όμως ακούγουνταν καθαρά τα μυδραλλιοβόλα, ο χορός ταράχτηκε, χάλασαν οι γραμμές, τυλίχτηκαν, ξετυλίχτηκαν στρόβιλοι στον αγέρα. Ένα σμάρι αεροπλάνα έφυγε, ξαναγύρισε, χάθηκε μια στιγμή πάνω από τα σύννεφα. Πιο πέρα, μέσα σ’ ένα κατάμπλαβο άνοιγμα του ουρανού, δυο αεροπλάνα είχαν πιαστεί σε θανάσιμη μονομαχία.

Άξαφνα ένα αεροπλάνο άρχισε να σούρνη μια ιδιαίτερη φωνή, η μια φτερούγα χαλαρώθηκε και μονομιάς βίαια σαν αστροβολίδα, χύθηκε κάτω στη γη. Έπεσε πίσω από ένα λόφο της Μαδρίτης και χάθηκε. Και πίσω του μονομιάς, χύθηκε ένα άλλο κατακέφαλα.

– Ρόχος! Ρόχος! Φώναξαν οι στρατιώτες αλαλάζοντας από χαρά!

Τα σύννεφα άνοιξαν, τρία καταδιωκτικά κυνηγούσαν ένα μεγάλο βομβαρδιστικό. Στέκουνταν όρθια, ανέβαιναν αποπάνω του, γύριζαν ανάσκελα, κάποτε νόμιζες πως έσμιγαν όλα και κρέμουνταν μια αρμαθιά μεσούρανα. Θυμήθηκα τους αγγέλους που ζωγράφισε ο Γκρέκο, μιαν κρεμανταλιά φλόγες απάνω από τη ζωγραφιά του Τολέδου…

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-10
Σεπτέμβριος 1936. Από τις τελευταίες στιγμές της πολιορκίας του Αλκάθαρ του Τολέδου, η οποία άρχισε τον Ιούλιο του 1936 (AP Photo).

Μα δεν πρόλαβα να ξαναφέρω στο νου μου με όλες του τις λεπτομέρειες τον σφοδρότατον αυτόν ερωτικό χορό των αγγέλων, γιατί μια κραυγή φρίκης ακούστηκε γύρα μου και την ίδια στιγμή ένα αεροπλάνο κατρακύλισε στρουφίζοντας με φοβερό βουητό και καρφώθηκε μια διακοσαριά μέτρα μπροστά μας, στα χωράφια.

Τρέξαμε όλοι, με αγωνία. Φτάσαμε. Όλο το χωράφι ήταν γεμάτο κομμάτια από αλουμίνιο· και σπασμένες μηχανές και φυσέκια. Στη μέση του χωραφιού, χωμένο κατακέφαλα στη γη, ένας άμορφος σωρός, το αεροπλάνο.

– Νουέστρο! ψιθύρισε ένας αξιωματικός δαγκάνοντας τα χείλια.

Γύρα στα χώματα διακρίναμε αίματα. Κι ανάμεσα από τα στρουφιγμένα, τσαλακωμένα συντρίμμια είδαμε έναν όγκο γλοιτσερό, μια ζύμη κόκκινη, ένα κασκέτο πέτσινο.

Ανάγκασα τον εαυτό μου που ήθελε να φύγη, να σταθή. Να δη. Να μη χάση μήτε μια σταλαγματιά από τη φρίκη του πολέμου

– Ο πιλότος! φώναξαν οι στρατιώτες κι άρχισαν ν’ αναμερίζουν τα σίδερα, τις μηχανές, τις σπασμένες φτερούγες. Ο πιλότος!

Ανάγκασα τον εαυτό μου που ήθελε να φύγη, να σταθή. Να δη. Να μη χάση μήτε μια σταλαγματιά από τη φρίκη του πολέμου.

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-11
Ένα Savoia-Marchetti SM.81 των δυνάμεων του Φράνκο εν ώρα αεροπορικού βομβαρδισμού (Alamy/Visualhellas.gr).

Ήρθε ένα φορείο, έσκυψαν οι στρατιώτες, κουβάλησαν φουχτιά φουχτιά τον ανθρώπινο πολτό στο φορείο.
Η Καθημερινή, 25 Νοεμβρίου 1936

Η πολιορκία του Αλκάθαρ

Σήμερα όμως βρήκα τον άνθρωπο που ζητούσα. Έναν πολεμιστή απλό, όλο αίσθημα και παρατήρηση, που έζησε τις μέρες του Αλκάθαρ όχι σαν όραμα, παρά σαν μια πραγματικότητα γεμάτη ηρωισμό και φόβο, γέλιο και κλάματα, απελπισία και νίκη.

Έναν άνθρωπο απλό που ένοιωθε υποσυνείδητα και βαθειά πως συνεργάζεται σ’ ένα έργο ανώτερο από τον εαυτό του. […]

Όπως το είχα πάρει συνήθεια σεργιάνιζα πρωί-πρωί στο Αλκάθαρ. Σκοντάφτοντας, πηδώντας τους σωρούς, ακολουθώντας ένα στενό μονοπάτι που είχε κιόλας χαραχτή μέσα σε χαλάσματα, είχα ανεβή πάλι στη μεγάλη αυλή του κάστρου. Ένας στρατιώτης χλωμός, με ξανθά γενάκια, με γαλανά ξέθωρα μάτια, καθόταν σε μια πέτρα ήσυχα ήσυχα και λιάζουνταν.

Ζύγωσα, έπιασα κουβέντα.

– Ήσουν κι συ στο Αλκάθαρ;

Ο στρατιώτης μάζεψε τα φρύδια.

– Γιατί ρωτάς; μου είπε.

Του εξήγησα πως έρχουμαι από μακριά, είχα μάθει πως γκρεμίστηκε το Αλκάθαρ, το γνώριζα προτήτερα κ’ είχα έρθει να το δω.

– Όπως πηγαίνουμε να δούμε ένα αγαπημένο φίλο που πληγώθηκε, πρόσθεσα.

Ο στρατιώτης συγκινήθηκε.

– Ήμουν, είπε. Αν θες έλα να σου δείξω.

Περάσαμε την αυλή, μπήκαμε στα χαλάσματα.

– Υποφέρατε πολύ; ρώτησα.

– Αρκετά. Μα μην ακούς αυτά που λένε. Ζούσαμε ημέρα με την ημέρα και, το πιστεύεις; Δεν είχαμε καιρό να στενοχωρηθούμε. Από το πρωί καθένας έπιανε τη δουλειά του. Αλλάζαμε βάρδιες. Άλλοι μαγείρευαν, άλλοι έκαναν προχώματα, άλλοι έτριβαν σε γουδιά το στάρι με μια σπασμένη οβίδα, άλλοι κουβαλούσαν νερό, έσφαζαν αλόγατα ή πολεμούσαν. Δουλειά πολλή. Περνούσαν οι μέρες.

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-12
Αφίσες των αντίπαλων παρατάξεων που κυκλοφόρησαν κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου (Alamy/Visualhellas.gr).

Μπήκαμε σ’ έναν μεγάλο διάδρομο, πλακόστρωτο.

– Νά, εδώ κοιμούμαστε, είπε. Κατάχαμα. Είχαμε όμως και μερικά στρώματα. Κοιμούνταν από τέσσερεις στο καθένα, κολλητά. Οι πιο αδύνατοι. Οι γυναίκες κοιμούνταν εκεί αντίκρυ στον άλλο διάδρομο, δίπλα στ’ άλογα.

– Μα πού βρέθηκαν εδώ οι γυναίκες;

– Ήρθαν από τα χωριά, για να μείνουν μαζί με τους άντρες τους. Υπόφεραν κι αυτές μαζί μας. Τους λέγαμε να φύγουν, μα δεν ήθελαν. Τι να κάνης; Γυναίκες είναι. Τις αφήκαμε.

– Κι ο διοικητής του Αλκάθαρ, ο συνταγματάρχης Μοσκαρντό;

– Αυτός υπόφερε περισσότερο απ’ όλους μας. Αυτός είχε όλες τις έγνοιες. Μα το χειρότερο μαρτύριό του ήταν άλλο…

Σταμάτησε λίγο, αναστέναξε,

– Έχεις παιδί; μου είπε.

– Όχι.

– Ε, τότε, πού να καταλάβης!

– Λέγε και μπορεί να καταλάβω.

– Ο Μοσκαρντό είχε ένα παιδί, μοναχογυιό, και το κρατούσαν όμηρο οι κόκκινοι. Κάθε τόσο γκρινν! γκρινν! το τηλέφωνο: – «Παράδωσε το Αλκάθαρ γιατί θα σκοτώσουμε τον γυιο σου». – «Δεν το παραδίνω!» αποκρίνουνταν ο Μοσκαρντό και κλειούσε το τηλέφωνο.

Μια μέρα τού τηλεφώνησε το ίδιο το παιδί του: 

– «Πατέρα, εδώ μου λεν πως αν δεν παραδώσης το Αλκάθαρ, θα με σκοτώσουν. Μην το παραδώσης, μπαμπά! Τι αξίζει εμένα η ζωή μου; Τίποτα!». Κι ο Μοσκαρντό τού αποκρίθηκε: – «Μην ανησυχής, παιδί μου και δε θα το παραδώσω. Η ζωή σου αξίζει, μα πιο πολύ αξίζει η τιμή της Ισπανίας. Ζήτω η Ισπανία, παιδί μου!».

Ύστερα από λίγες μέρες οι κόκκινοι τηλεφωνούν πάλι στο Μοσκαρντό:

– «Παράδωσε το Αλκάθαρ, γιατί θα σκοτώσουμε το παιδί σου!» – «Δεν το παραδίνω!». – «Τότε μην κλείσης το τηλέφωνο ν’ ακούσης τη ντουφεκιά που θα σκοτώση τον γυιο σου!»

Ο Μοσκαρντό δεν έκλεισε το τηλέφωνο. Κι άκουσε την τουφεκιά· σκότωσαν οι κόκκινοι τον γυιο του.

Ο στρατιώτης κοίταζε χάμω, τα μάτια του θα είχαν γεμίσει δάκρυα και ντρέπουνταν.

Προχωρήσαμε, αυτός μπροστά κ’ εγώ πίσω του. Κάθε τόσο σταματούσε και μου έδειχνε:

– Εδώ μαγειρεύαμε, εδώ σφάζαμε τα άλογα, εδώ έπεσε μια οβίδα…

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-13
Αφίσες των αντίπαλων παρατάξεων που κυκλοφόρησαν κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου (Alamy/Visualhellas.gr).

Και πιο πέρα:

– Εδώ ανατινάχτηκε η πρώτη μίνα και γκρέμισε το μισό Αλκάθαρ. […]

Τις μέρες εκείνες ίσια ίσια, μέσα Σεπτεμβρίου, ήρθε από τη Μαδρίτη ο Καμαράσας.

– Τι ήταν αυτός;

– Ο παπάς. Ένας άτιμος, πουλημένος, κόκκινος παπάς. Ήρθε να μας πη να παραδοθούμε. Έκαμε τη λειτουργία, κρατούσε τον Σταυρωμένο στο χέρι και μας εξώρκιζε:

– «Παραδοθήτε! Ανάθεμα σε όποιον αντιστέκεται στον νόμο!». Στράφηκε στις γυναίκες που έτρεμαν και τους φώναζε: – «Όλες θα πάτε στην Κόλαση, αν δεν παραδοθήτε! Λυπηθήτε τις ψυχές σας!»

Οι γυναίκες έκλαιγαν. – «Δε θα παραδοθούμε! Δε θα παραδοθούμε!» φώναζαν κ’ έκλαιγαν. Διώξαμε τον παπά. Δύο παιδιά που είχαν γεννηθή στο Αλκάθαρ τα βάφτισε, δύο γέροι είχαν πεθάνει και τους έψαλε το νεκρώσιμο απάνω στον τάφο. Μεταλάβαμε όλοι. Κι’ ύστερα τον διώξαμε.

– «Θα πάτε στην Κόλαση!» φώναζε ο καταραμένος φεύγοντας. «Θα πάτε στην Κόλαση!».

– «Αρρίμπα Εσπάνια!» του φωνάζαμε κι εμείς αποπάνω.

Από την ημέρα εκείνη οι κόκκινοι λύσσαξαν. Μέρα νύχτα κανονιές, τουφεκιές, τενεκέδες βενζίνα, μπόμπες από τ’ αεροπλάνο, χειροβομβίδες… Τρέχαμε σαν δαιμονισμένοι, σβήναμε τις πυρκαγιές, ωχυρώναμε τα παραθύρια, κλειούσαμε τις τρύπες που έκαναν οι κανονιές, μαζεύαμε τους νεκρούς μας και τους θάβαμε.

Στην αρχή τούς θάβαμε έξω. Μα όταν στένεψαν την πολιορκία, τους θάβαμε μέσα. Δεν είχαμε χώμα πολύ, τους παραχώναμε ανάβαθα κι άρχισε η βρώμα… Έλα να δης!

Με πήρε από το χέρι, με πέρασε από ένα σκοτεινό διάδρομο, κατεβήκαμε σ’ ένα υπόγειο.

– Φράξε τη μύτη σου! μου λέει.

Αβάσταχτη, φρικαλέα αποφορά. Γραμμή, σε ανακουφωτή γη, ήταν παραχωμένα τα πτώματα που σάπιζαν. Αποπάνω τους κάτι χάρτινα στέφανα, ξύλινοι σταυροί. Μου ερχόταν λιποθυμιά.

– Να φύγουμε! είπα, και χύθηκα έξω.

– Βρώμα… βρώμα… ψιθύρισε ο στρατιώτης αναστενάζοντας. Κ’ έπειτα δεν είχαμε και γιατρικά. Κάθε πληγή γίνουνταν γάγγραινα και βρωμούσε κι’ αυτή. Σαπίζαμε.

Κ’ έπειτα το νερό ήταν σάπιο κι’ αυτό. Όλοι είχαμε διάρροια. Όλοι οι ήρωες που ακούς να λεν οι εφημερίδες είχαμε διάρροια.

Έκαμε να γελάση, μα δεν μπόρεσε.

– Πώς σε λένε; τον ρώτησα.

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-14
Αφίσες των αντίπαλων παρατάξεων που κυκλοφόρησαν κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου (Alamy/Visualhellas.gr).

Είχαμε πια βγη έξω από την κόλαση, είχαμε προβάλει στην αυλή, στον καθαρόν αγέρα. Προς τον βορρά, προς το μέρος της Μαδρίτης ακούγονταν ακατάπαυστα οι κανονιές.

– Μιγκουέλ Γκόμεθ Κασκαχάρες, μου αποκρίθηκε. Από το Μπούργκος.

Ένα μπρούντζινο ανάγλυφο είχε διασωθή, εντειχισμένο στην αυλή: Ένας στρατιώτης πέφτει πεθαμένος στην αγκαλιά μιας καλοθρεμμένης, με όρθια στήθη αντρογυναίκας. Κι’ αποπάνω με χρυσά κεφαλαία γράμματα, που όλα είχαν διασωθή:

«Όποιος πεθαίνει για την πατρίδα τον δέχεται στους κόλπους της η Αθανασία». […]

Τότε ο Μιγκουέλ έβγαλε από τον κόρφο του κάτι κιτρινισμένα χαρτιά, γραμμένα με μολύβι. Και δύο τρία φύλλα χοντρό χαρτί γραμμένο στη μηχανή.

– Κρατούσα ημερολόγιο, μου είπε με διστακτική φωνή, σαν να ντρέπουνταν. Κι’ αυτά εδώ τα χαρτιά με τη γραφομηχανή ήταν η εφημερίδα μας.

– Βγάζατε κ’ εφημερίδα στο Αλκάθαρ;

Πήρα τα χαρτιά στα χέρια μου με συγκίνηση. Τσαλακωμένα μαυρισμένα, λερωμένα από τον ιδρώτα κι’ από κάτι μαυροκόκκινες βούλες, σαν ξεραμένο αίμα.
Η Καθημερινή, 8 Δεκεμβρίου 1936

Οι τύχες του Γκρέκο

Κι ο Γκρέκο;

Ο Γκρέκο μέσα στα κανόνια, τα καμιόνια, τους νεοσύλλεκτους που γυμνάζουνται μπροστά από το σπίτι του, στην πλατεία, ο Γκρέκο ο μεγάλος Κρητικός, χάθηκε. Έρχεται πριν από τα άρματα, έρχεται μετά, μαντεύει το μελλούμενο, αθανατίζει τα περασμένα. Τώρα ποιος νοιάζεται για τους αποστόλους του και τους αγγέλους του μέσα στη φοβερή τούτη ατμόσφαιρα; Οι απόστολοι τώρα έχουν άλλα ονόματα. Λέγονται Φράνκο και Λάργκο Καμπαλλιέρο, Μόλλας και Πασιονάρια. Κ’ οι αγγέλοι τού σήμερα λέγονται αεροπλάνα. Αργότερα θα έρθη ένας άλλος Γκρέκο –να δώση ο Θεός– και θ’ αθανατίση τα εφήμερα τούτα όντα και μηχανήματα που σαλεύουν, τους αιματηρούς τούτους προδρομικούς μήνες, στον φθινοπωρινόν ουρανόν του Τολέδου. 

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-15
Μαδρίτη, 16 Δεκεμβρίου 1936. Παιδιά καθισμένα μπροστά από ένα κτίριο διάτρητο από σφαίρες (AP Photo).

Δυστυχώς δεν αναπνέω αποκλειστικά τον σύγχρονον αντιαισθητικόν αγέρα, παλιές παλαιϊκές αγάπες μ’ εμποδίζουν να ζήσω άρτια τον σημερινό σιδερένιο αιώνα όπου μπήκαμε. Και κάποτε-κάποτε –σπάνια τ’ ομολογώ με υπερηφάνεια– θυμούμαι μέσα στον πυρετό του ισπανικού παλμού, περνώντας από την Ιλλιέσκας, κοιτάζοντας από το Αλκάθαρ, τον πανύψηλο, μυστικόπαθο, πνευματικόν αθλητή Γκρέκο.

Το Τολέδο, όπως το ετελειοποίησαν τώρα οι πυρκαγιές κ’ οι μπόμπες, μοιάζει τόσο με το όραμα του Γκρέκο, που μου φαίνεται, κυκλοφορώντας κάτω απ’ όσους τοίχους μένουν ακόμη όρθιοι, πυρπολημένοι κ’ ανένδοτοι, πως κυκλοφορώ μέσα στο έργο του Γκρέκο. Κ’ έτσι δεν έχω ανάγκη να δω τις μινιατούρες του έργου, τις περιωρισμένες σε χοντρές χρυσωμένες κορνίζες.

Μα μια μέρα, στο Τολέδο, ο παλιός μέσα μου αδιόρθωτος άνθρωπος, που αγαπά ακόμα αυτό που λέμε ομορφιά και πιστεύει σε αυτό που λέμε ιδέα, νίκησε. Και βιαστικά, για να μην προλάβω να μετανοιώσω, πέρασα το μακρύ, πλακόστρωτο δρομάκι της «Τρινιτά» και στάθηκα κάτω από το τετράγωνο καμπαναριό του Σάντο Τομέ.

Εδώ είναι το περίφημο έργο του, η «Θανή του κόμητα Οργκάθ». Χιλιάδες «καθυστερημένες» καρδιές έτρεμαν σε όλο τον κόσμο, όταν άκουγαν πως βομβαρδίζεται το Τολέδο. Αν καμμιά μπόμπα πέση στον Σάντο Τομέ; Ένοιωθαν πως θα λιγόστευε απάνω στη φλούδα της γης.

Χιλιάδες «καθυστερημένες» καρδιές έτρεμαν σε όλον τον κόσμο, όταν άκουγαν πως βομβαρδίζεται το Τολέδο. Αν καμμιά μπόμπα πέση στο Σάντο Τομέ;

Χτυπώ, η βαρειά πόρτα κλειστή. Τρέχω στο σπίτι του θυρωρού, που τόσο συχνά το είχα χτυπήσει άλλοτε, στην οδό των Αγγέλων 17. Ο θυρωρός, παχύς, πλαδαρός, χλωμός, με γαλάζια θλιμμένα μάτια, παίρνει τα τρία τεράστια κλειδιά περασμένα από χοντρή αλυσίδα και μπαίνει μπροστά. Ανοίγει τη μιαν κλειδαριά, ανοίγει την άλλη, έπειτα την τρίτη. Σε όλο τον δρόμο δε μιλούσε. Τον είχα γνωρίσει, τώρα και λίγα χρόνια εύθυμο και πολυμίλητο· τώρα τα μάτια του έχουν γεμίσει θλίψη. Τι άρα γε να έχουν ιδή;

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-16
Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (Γκρέκο), «Η ταφή του κόμη Οργκάθ» (1586-88), ελαιογραφία σε μουσαμά, 4,80 x 3,80 μ., εκκλησία Σάντο Τομέ, Τολέδο.

Ο έρημος ναός αντηχεί, η ιερή καστρόπορτα ανοίγει. Έτρεξα γραμμή δεξιά, στο αγαπημένο μέρος. Η «Θανή του κόμητα Οργκάθ» έλαμπε πάνω από τις αναμμένες λαμπάδες. Απλώθηκε και πάλι μπροστά μου το θείο δισυπόστατο όραμα: Κάτω οι αρχόντοι, οι άγιοι, ο νεκρός, με τις στέρεες σάρκες του, τα εξαίσια μακροδάχτυλα χέρια, τα εκστατικά μάτια – η απερίγραπτη περισυλλογή των ανθρώπων που βλέπουν το θαύμα. Ο γέρο άγιος Αυγουστίνος κι ο νεαρός άγιος Στέφανος, σκυμμένοι, ανασηκώνουν τον νεκρόν άρχοντα· κι ο γυιος του Γκρέκο, ο Γιωργής, το τέλειο κρίνο, στέκεται μπροστά τους κρατώντας τη λαμπάδα. Κι απάνω, στο δεύτερο πάτωμα της οπτασίας, στο δεύτερο, το υψηλότερο πάτωμα της αλήθειας, ο Θεός κ’ οι αγγέλοι που υποδέχουνται τη μικρούλα, σαν κούκλα φασκιωμένη, ψυχή του Οργκάθ.

Στάθηκε πάλι ο καιρός, αφανίστηκε ο πόλεμος, ανέβηκα μια στιγμή κ’ εγώ στο δεύτερο πάτωμα, το αόρατο, το πιο στέρεο, της πραγματικότητας. 

Μια μονάχα στιγμή. Γιατί δίπλα μου ο θυρωρός άρχισε τώρα να μιλάη και με κατέβασε κάτω.

– Ήμουνα σπίτι μου, κοιμόμουν. Μεσάνυχτα το σπίτι σείστηκε, οι κόκκινοι με τον υποκόπανο χτυπούσαν την πόρτα. Προβαίνω από το παραθύρι. Έτρεμα. Έλεγα: «Έφτασε η στερνή μου ώρα», γιατί εκείνες τις μέρες είχαν σκοτώσει όλους τους παπάδες του Τολέδου. Ξέρετε πόσοι ήταν; Εκατό πέντε. Και ξέρετε πόσους σκότωσαν; Εκατό δύο!

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-17
Αλκάθαρ, Τολέδο, 29 Σεπτεμβρίου 1936. Εικόνα καταστροφής δύο ημέρες μετά τη λήξη της πολιορκίας (AP Photo).

Σκύβω από το παραθύρι και φωνάζω:

– Τι θέτε;

– Φέρε τα κλειδιά του Σάντο Τομέ! μου φώναξαν.

Τι να κάμω; Τα πήρα κάτω από το μαξιλάρι μου όπου τα είχα και τους τα πέταξα.

Έφυγαν. Σε λίγο, νά τους, ξαναγυρίζουν.

– Τι θέτε; φωνάζω πάλι κ’ έτρεμα.

– Κατέβα να μας ανοίξης τον Σάντο Τομέ!

Κατέβηκα. Με έβαλαν στη μέση με τις μπαγιονέτες, φτάσαμε στην Εκκλησία, πήρα τα τρία κλειδιά, άνοιξα.

Μπήκαμε μέσα. Ανάβουν τα ηλεκτρικά, τραβούν γραμμή στη ζωγραφιά του Γκρέκο.
Φέρνουν σκάλες, ανεβαίνουν.

– Σιγά, σιγά! φωνάζει ένας. Προσοχή! Μην το ξεσκίσετε, γιατί σας τουφεκίζω!
Μια ώρα έκαμαν να το ξεκαρφώσουν. Το άπλωσαν στις πλάκες, εδώ.

– Φεύγα! μου λεν.

Έφυγα. Τα γόνατά μου ελύγιζαν.

– Μην προβάλης στον δρόμο, κακομοίρη, μου φώναξαν, γιατί σε σκοτώνουμε.

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-18
Ο στρατηγός Φρανθίσκο Φράνκο το 1936, πρώτο έτος του ισπανικού εμφυλίου πολέμου (AP Photo).

Μιλούσε, μιλούσε ο θυρωρός κι’ ακόμα τα μάτια του ήταν γεμάτα τρόμο. Έρριξα μια στερνή ματιά, γεμάτη ευγνωμοσύνη, στη θεία ζωγραφιά κ’ έφυγα. […]
Η Καθημερινή, 16 Δεκεμβρίου 1936

Συνέντευξη με τον Φράνκο

Στο στρατηγείο βρήκα τρεις δημοσιογράφους να περιμένουν. Πήγαιναν κ’ ερχόνταν ανήσυχοι, με το καρνέ στο χέρι. Ο Φράνκο σπάνια δέχεται τώρα δημοσιογράφους, εργάζεται μέρα νύχτα, δε σηκώνει κεφάλι. Ένας στενός συνεργάτης του μου έλεγε στη Σαλαμάνκα:

– Έχω δεκαπέντε ημέρες να τον δω…

Παπάδες, πολιτικοί, αξιωματικοί περίμεναν στον διάδρομο. […]

Κάθουμαι κ’ εγώ και περιμένω. Συλλογίζουμαι τον άνθρωπο αυτόν που κρατάει σήμερα στα χέρια του τη μοίρα της πατρίδας του. Γύρω του έχει κιόλας κρυσταλωθή ο θρύλος. Δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν παίζει χαρτιά, δεν αγαπάει γυναίκες. Διατηρεί την ηρεμία του και στις πιο κρίσιμες στιγμές, έχει μεγάλη αντοχή, επιμονή και πείσμα. Δε βιάζεται, οχυρώνει κάθε σημείο της ενέργειάς του πριν να προχωρήση να κάμη νέο βήμα. Μεγάλος οργανωτής, παρέλαβε το «Τέρθιο», την ισπανική λεγεώνα των ξένων, και σε λίγο διάστημα έγινε στα χέρια του θαυμαστό υπάκουο όργανο πολεμικής εφόδου.

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-19
Προπαγανδιστική αφίσα κατά του Φράνκο το πρώτο έτος του ισπανικού εμφυλίου πολέμου (Alamy/Visualhellas.gr). 

Στο Τολέδο, ένας αξιωματικός μού μιλούσε με θαυμασμό για τον Φράνκο και μού έδινε πλήθος βιογραφικές πληροφορίες που του ζητούσα:

[…] Στο 1933 όμως διορίζεται διοικητής των Βαλεαρίδων, στο 1934 αρχιστράτηγος του ισπανικού στρατού στο Μαρόκο, στο 1935 αρχηγός του Γενικού Επιτελείου. Όταν όμως κατέλαβε την εξουσία το Λαϊκό Μέτωπο, τον Φλεβάρη του 1936, άρχισε ο διωγμός. Στέλνουν τον Φράνκο, για να τον εξορίσουν, διοικητή στα Κανάρια νησιά. Γιατί ήξεραν καλά πως ήταν εχθρός της αναρχίας και του Λαϊκού Μετώπου.

Ξύπνησε όμως η Ισπανία, κηρύχτηκε η Επανάσταση και μια μέρα ο Φράνκο ο «Αφρικανός» καβαλικεύει ένα αεροπλάνο και φτάνει στο Τετγάν.

Και ξέρετε βέβαια την ιστορική προκήρυξη που ο Φράνκο μαζί με τον στρατηγό Μόλα και με τον Καμπανέλλας εξαπέστειλε στον ισπανικό λαό.

Πώς να μην τη θυμούμαι; Ένα βράδυ σ’ ένα σπίτι, που με είχε καλέσει ένας Τολεδάνος φίλος μου, μετά το δείπνο ο γυιος, ένας μικρούλης, μαθητάκος, μου την είχε απαγγείλει ολάκερη, με δυνατή φωνή, με μεγάλες ισπανιόλικες χειρονομίες:

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-20
Προπαγανδιστική αφίσα υπέρ του Φράνκο μετά τη λήξη του ισπανικού εμφυλίου πολέμου (Alamy/Visualhellas.gr). 

«Ισπανοί!

Κάθε δισταγμός πια θα ήταν έγκλημα! Η Ισπανία, κάτω από την πιο φρικαλέα αναρχία, αποσυντίθεται και πεθαίνει.

Παραβιάστηκε το Σύνταγμα· καταπατήθηκαν τα πιο στοιχειώδη δικαιώματα του πολίτη και πρώτα πρώτα το δικαίωμα της ζωής. Πολιτείες και χωριά τρομοκρατούνται από τους μπράβους.

Καταστράφηκε η γεωργία. Καταποντίστηκε η βιομηχανία. Ψυχομαχάει το εμπόριο. Σπρώχνουνται σε αποτρόπαια αδελφοκτόνα πάλη οι εργαζόμενες μάζες. Η Ισπανία παρουσιάζει πρωτοφανές στην ιστορία θέαμα αθλιότητας, οδύνης και αίματος.

Η πείνα πλάκωσε. Από την εσωτερική αποσύνθεσή μας κινδυνεύουμε να εξαφανιστούμε. Στο εξωτερικό το όνομα της Ισπανίας έχει εξευτελιστή. Όλοι κοιτάζουν κατάπληκτοι ένα έθνος που χάνεται, ενώ μπορούσε να ξαναγίνη μεγάλο και ένδοξο.

Δεν πρέπει μήτε μία μέρα πια ν’ ανεχθούμε αυτό το αίσχος!

Δεν είμαστε εμείς αντάρτες γιατί και τώρα και πάντα υπακούομε στην υπέρτατη φωνή της πατρίδας. Δε θέλουμε να σφετεριστούμε την εξουσία· θέλουμε να την ανασηκώσουμε από τη λάσπη και το αίμα όπου την είχαν κυλήσει.

Δεν είμαστε εμείς αντάρτες γιατί και τώρα και πάντα υπακούομε στην υπέρτατη φωνή της πατρίδας.

Η αποστολή μας, μεταβατική μονάχα, δεν έχει καμμιά σχέση με τις μικρότητες και τις αθλιότητες της συνηθισμένης πολιτικής.

Μία είναι η επιθυμία μας, ένας ο σκοπός μας: ν’ αναστηλώσουμε πάλι την εξουσία, να εξασφαλίσουμε τη ζωή, την τιμή και την περιουσία των πολιτών, να ενισχύσουμε το πατριωτικό αίσθημα, να δώσουμε υλική και ηθική γαλήνη στον τόπο μας. Κι’ ακόμα: να στερεώσουμε τις νόμιμες κατακτήσεις του προλεταριάτου, να ξαναδώσουμε ασφάλεια, εμπιστοσύνη κ’ ελευθερία στον εθνικό πλούτο.

Τίποτα στον κόσμο και κανένας δε θα μας εμποδίση να εκτελέσουμε τον ιερό τούτον σκοπό μας. Στην κρίσιμη τούτην ώρα που αντηχάει στην ψυχή μας η μεγάλη φωνή της ιστορίας κ’ η απηλπισμένη κραυγή του μέλλοντος, ορκιζόμαστε να σώσουμε την Πατρίδα που κινδυνεύει.

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-21
20 Φεβρουαρίου 1938. Ο Φράνκο με δύο επιτελείς του μελετούν έναν χάρτη τις τελευταίες ημέρες των συγκρούσεων στην Τερουέλ (AP Photo).

Ισπανοί! Ενωμένοι όλοι ας αναφωνήσουμε: Ζήτω η Ισπανία!».

Κάθουμε στον διάδρομο τώρα του Φράνκο και περιμένω με συγκίνηση τη στιγμή που θ’ αντικρύσω τον μυστηριώδη απλόν αυτόν άντρα που ανέλαβε ένα δυσκολώτατον άθλο.

Οι δημοσιογράφοι –ένας Άγγλος, ένας Γάλλος, ένας Αμερικάνος– ξεφυλλίζουν τα καρνέ τους, ανάβουν, σβήνουν τα τσιγάρα τους, ανυπομονούν.  Ήξερα πως ο στρατηγός Φράνκο τίποτα βέβαια μυστικό δε θα μας ανακοίνωνε. Θα μας έλεγε σίγουρα τις συνηθισμένες αοριστολογίες και διαβεβαιώσεις που έως τώρα έχει εμπιστευτή στους δημοσιογράφους:

«Η επανάσταση δε θα παραδώση μήτε μια σπιθαμή ισπανικό έδαφος σε ξένους. Δε θα επιτρέψη να διασπαστή η εσωτερική ενότητα του Κράτους. Θα διατηρήση τα προνόμια που είχαν ανέκαθεν οι διάφορες επαρχίες, ποτέ όμως δε θα επιτρέψη την ολική τους ανεξαρτησία. Ο πόλεμος αυτός δεν είναι πόλεμος τάξεων· είναι πόλεμος εθνικός, που σκοπόν έχει την αδελφική συνεργασία όλων των τάξεων…»

Ανυπομονώ κ’ εγώ μαζί με τους δημοσιογράφους, μα όχι για ν’ ακούσω τι θα πη ο Φράνκο, παρά μονάχα για να τον δω. Πώς είναι, πώς μιλάει, τι αγέρα δημιουργεί η παρουσία του. […]

Ένας αξιωματικός πρόβαλε και μας έγνεψε. Τιναχτήκαμε, απάνω κ’ οι τέσσερεις.

Απλή μεγάλη αίθουσα, χάρτες στους τοίχους, δύο μεγάλα τραπέζια, τηλέφωνα, γραφομηχανές. Τα παράθυρα ανοιχτά κ’ έμπαινε ο ήλιος. Στο βάθος, τριγυρισμένος από μερικούς αξιωματικούς, ένας άνθρωπος με απλή στολή από χακί, μέτριο ανάστημα, ήσυχη, συνηθισμένη, ισπανική φυσιογνωμία, χωρίς ρομαντική έξαρση, με ματιά γαλήνια και διαπεραστική. Ο Φράνκο.

Δεν είναι καθόλου όπως τον δείχνουν οι επίσημες φωτογραφίες του. Έχει λιγνέψει τώρα, το πρόσωπό του έχει βαθειά χαραχτή, δυο κύκλοι γαλάζιοι στεφανώνουν τα πολυαγρυπνισμένα μάτια.

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-22
Φρ. Φράνκο: Στην κρίσιμη τούτην ώρα που αντηχάει στην ψυχή μας η μεγάλη φωνή της ιστορίας κ’ η απελπισμένη κραυγή του μέλλοντος, ορκιζόμαστε να σώσουμε την πατρίδα που κινδυνεύει (AP Photo).

Προχώρησε ένα βήμα, άπλωσε το χέρι.

– Κύριοι, είπε με ήσυχη θερμή φωνή, οι στιγμές είναι κρίσιμες, δεν έχουμε καιρό για πολλά λόγια. Τι θέλει η Επανάσταση, το ξέρετε. Πώς πολεμούν οι στρατιώτες μας, τους είδατε. Το ηθικό τους είναι ακμαίο, έχουν πίστη στην επιτυχία, γιατί ξέρουν πως πολεμούν για να σώσουν την πατρίδα.

Είχαμε φτάσει στο χείλος του γκρεμού. Αναρχία, εγκλήματα, καταπατούσαν τα στοιχειώδη δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, η Ισπανία χάνουνταν. Προσπαθούμε να τη σώσουμε… Και, με τη δύναμη του Θεού και του γνήσιου ισπανικού λαού, θα τη σώσουμε!

– Εξοχώτατε, είπε τότε ο Γάλλος, θα ηθέλαμε να μας πήτε τι σκοπεύετε για τη Μαδρίτη…

– Να την πάρουμε… αποκρίθηκε ο Φράνκο χαμογελώντας.

– Το ξέρουμε, εξοχώτατε, μα πώς;

Ο Φράνκο σκέφτηκε μια στιγμή.

– Όπως μπορούμε, αποκρίθηκε.

– Και στάχτη ακόμα να γίνη; ρώτησε ο Αμερικάνος, υψώνοντας τη φωνή του περισσότερο ίσως απ’ ό,τι έπρεπε.

– Δε μας χρειάζεται καθόλου στάχτη, τι να την κάνουμε; είπε ο Φράνκο. Προτιμούμε σπίτια, καταστήματα, πλατείες, δρόμους, εκκλησίες, μουσεία. Θα κάμουμε ό,τι μπορούμε να μη γίνουν όλα αυτά στάχτη.

– Μα αν δεν μπορέσετε αλλιώς; επέμενε ο Αμερικάνος.

– Τότε…

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-23
Μαδρίτη, 16 Δεκεμβρίου 1936. Μια ηλικιωμένη γυναίκα στα ερείπια του κατεστραμμένου από τους βομβαρδισμούς σπιτιού της (AP Photo).

Στα μάτια του Φράνκο τινάχτηκε ξαφνικά μια λάμψη. Μα ευθύς με μια συγκρατημένη κι’ απότομη χειρονομία διώρθωσε:

– Όχι, όχι! Θα μπορέσουμε να την πάρουμε ζωντανή! Μην ανησυχήτε!

Σώπασε· νοιώσαμε πως ήθελε να διακοπή εδώ η συνομιλία. Μα ο Άγγλος τότε είπε:

– Και οι Μαροκηνοί, εξοχώτατε;

– Τι; έκαμε ο Φράνκο, ελαφριά νευριασμένος. Τι; Είναι πιστοί, πειθαρχημένοι στρατιώτες. Υπηρετούν κι’ αυτοί μαζί μας μιαν υψηλή ιδέα. Συντελούν κι’ αυτοί, και με μεγάλο ηρωισμό, να σωθή ο πολιτισμός μας κι’ ο πολιτισμός της Ευρώπης. Τους αγαπώ γιατί τους γνωρίζω καλά.

Άπλωσε το χέρι και μας αποχαιρέτησε. Οι σύντροφοί μου έκαμαν έναν ελαφρό μορφασμό δυσφορίας. Μα εγώ ήμουν χαρούμενος, γιατί είδα έναν άνθρωπο αποφασισμένο και γαλήνιο, τέλειο όργανο της εποχής του, πειθαρχημένον εργάτη και συνεργάτη του φοβερού, ανήλεου καιρού που ζούμε.
Η Καθημερινή, 22 Δεκεμβρίου 1936

Μαδρίτη, η «αλαργινή Κόρδοβα»

Περνούμε την Πόρτα Βισάγκρα, φτάνουμε στην πλατεία Θοκοντοβέρ. Βρέχει. Τα χαλάσματα ποτίζουνται, σαπίζουν τα ξύλα, ακίνητα τα κρεμάμενα σίδερα στάζουν. Αρχίζουν οι βροχές να γλείφουν το Αλκάθαρ και να το τρώνε. Αύριο θα έρθουν ο ήλιος, ο άνεμος, ο σεισμός, θα συνωμοτήσουν όλες οι φυσικές δυνάμεις, που τόσο μισούν το έργο του ανθρώπου, και θα εξαφανίσουν τα πολύτιμα, ιερά απομεινάρια της επιμονής και της ανδρείας.

Ο γνωστός μας ταβερνιάρης απέναντι στην Πόρτα ντε λα Σάγκρε, έχει ανοίξει την ταβέρνα του.  Έχει στήσει τη φουφού του πίσω από την πόρτα και τηγανίζει. Η γυναίκα του, η κυρία Ροσάρνο, έχει πάλι φορτωθή όλα της τα ρούχα και στέκεται στο κατώφλι, με τη φουσκωμένη τσάντα της έτοιμη.

Πεινούσα. Η μυρωδιά της τηγανισμένης πατάτας μού έσπασε τα ρουθούνια. Μπήκα στην ταβέρνα, κάθισα σε μια γωνιά με τον σωφέρ, φάγαμε πατάτες τηγανητές, σηκοτάκια κι’ άσπρο απαίσιο σαν ασβέστη ψωμί.

Προσπαθήσαμε να πιάσουμε κουβέντα με τον ταβερνιάρη. Αδύνατο. Ήταν κατσουφιασμένος, δάγκανε τα μουστάκια του, κάτι μουρμούριζε, σαν να βλαστημούσε.

Γεμίσαμε τα ποτήρια μας μαύρο πηχτό κρασί.

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-24
9 Φεβρουαρίου 1939. Προσφυγόπουλα από την Καταλονία στα σύνορα Ισπανίας-Γαλλίας (AP Photo).

– Καλή Μαδρίτη! είπε ο σωφέρ αναστενάζοντας.

Ο ταβερνιάρης στράφηκε αγριεμένος και τον κοίταξε.

– «Κε πάσα;» τον ρωτάει ο σωφέρ ανήσυχος. Τι τρέχει;

– Ο διάολος τρέχει! έγρουξε ο ταβερνιάρης. Ο διάολος τρέχει! Να! Δεν ξέρεις πως έχει πολλά ποδάρια; Να, τρέχει!

– Και πού πάει; ρώτησα γελώντας.

– Στους κόκκινους! μούγκρισε σιγά ο ταβερνιάρης κ’ έσκυψε πάλι απάνω από το τηγάνι του.

– Δεν καταλαβαίνω τίποτα! μουρμούρισε ο σωφέρ ξεροκαταπίνοντας.

Μα εγώ άρχιζα σιγά-σιγά να καταλαβαίνω. Το Τολέδο είχε πια ξυπνήσει, περνούσαν οι νοικοκυρέοι ν’ ανοίξουν τα μαγαζάκια τους, περνούσαν οι στρατιώτες ντυμένοι με τις πολύχρωμες κουβέρτες τους, δυο νοσοκόμες ξερακιανές έτρεχαν με τον κόκκινο σταυρό στα μαραμένα τους στήθη.

Όλα τα πρόσωπα ήταν σκοτεινιασμένα. Ένα σύννεφο βαρύ στέκουνταν θαρρείς αποπάνω και τα σκοτείνιαζε. Ένα σύννεφο, ή το πτώμα που είδε ένας παλιός μυστικός στ’ όνειρό του;

Ωνειρεύτηκε πως κρατούσε, λέγει, τον σπάγκο του χαρταητού του κ’ έτρεχε, από δρόμο σε δρόμο, σε μια μεγάλη πολιτεία. Άνεμος φυσούσε βολικός κι’ ο χαρταητός πετούσε κ’ έτριζε.  Έφτασε στην πλατεία, στάθηκε. Σήκωσε τα μάτια και τι να ιδή; Δεν ήταν χαρταητός· ήταν ψηλά στον αγέρα, απάνω από τα σπίτια, ένα πτώμα και πετούσε τεντωμένο πίστομα. Πρασινισμένο, τούμπανο, κ’ έπεφταν απάνω στις στέγες και στους δρόμους και στα κεφάλια των ανθρώπων μικρά άσπρα σκουλίκια.

– «Ο Πόλεμος!» φώναξε και τινάχτηκε από τον ύπνο.

Άξαφνα, έτσι που περπατούσα στους δρόμους και κοίταζα τους ανθρώπους, ένοιωσα απάνω στο Τολέδο τον μακάβριο αυτόν χαρταητό.

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-25
30 Δεκεμβρίου 1936. Στρατιώτες του Φράνκο εφορμούν στην Ουέσκα, ενώ δέχονται επίθεση με πυκνά πυρά από τους υπερασπιστές της.

Όλα τα πρόσωπα ήταν ανήσυχα κι’ αφώτιστα. Ο φίλος μου ο Ροδρίγκεθ ο φωτογράφος δε στέκουνταν πια στο κατώφλι του, χαμογελαστός, να καταχτυπάη τ’ ασημένια «ντούρος» στην τσέπη του. Τον βλέπω σκυμμένο στα βάθη του ατελιέ του, σαν αξιωματικό του επιτελείου που σκύβει απάνω στο χάρτη, να διαβάζη σκυφτός, κατσουφιασμένος μιαν εφημερίδα.

– Υπάρχει καμμιά άσκημη είδηση, σενιόρ Ροδρίγκεθ; ρωτώ.

– Όχι, όχι… όλα πάνε καλά… μου αποκρίθηκε κι’ άλλαξε κουβέντα.

Ζητώ τον φίλο μου Μιγκουέλ Κασκαχάρες, τον ήρωα του Αλκάθαρ. Πληγωμένος στο νοσοκομείο. Δεν επιτρέπεται η είσοδος… Οι γνωστοί μου όλοι στο μέτωπο. Το λεωφορείο στην πλατεία Θοκοντοβέρ που έγραφε: «Τολέδο – Μαδρίτη» κ’ ήταν γεμάτο βαλίτσες, εξαφανίστηκε…

Στη μεγάλη πόρτα του Επισκοπικού μεγάρου συναντώ τον φίλο μου δημοσιογράφο δον Διάζ Λόπεθ.

– Ξέρεις, μου είπε, σκότωσαν τον ποιητή που αγαπούσες…

– Ποιον; ρώτησα ανατριχιάζοντας.

– Τον Φρεδερίκο Γκάρθια Λόρκα…

– Τον Λόρκα; Ποιοι;

– Άλλοι λεν’ οι κόκκινοι· άλλοι λεν εμείς. Κανένας δεν ξέρει.

– Γιατί;

– Δεν ξέρω. Ίσως από παρεξήγηση… πρόσθεσε σηκώνοντας τους ώμους.

Όπως στις τραγωδίες του Σαιξπήρου οι άνθρωποι σκοτώνουνται έτσι, χωρίς λόγο, η ζωή κρέμεται από μιαν τρίχα και την τρίχα αυτή καμπανίζει στα χέρια της η ασυνείδητη, τυφλή Τύχη. Γιατί μοιάζουν τα ονόματα, γιατί θάρρεψαν πως είπαν μια λέξη που δεν την είπαν, γιατί φορούσαν τα ίδια ρούχα με κάποιον άλλον…

Ακούμπησα στον τοίχο, εξαντλημένος. Ήταν νέος γεμάτος ζωή και δύναμη, τον είχα γνωρίση ένα βράδυ στη Μαδρίτη, που έπαιζε μαζύ με ερασιτέχνες φοιτητές ένα «μυστήριο» του Καλδερόν. Τα τραγούδια του ήταν γεμάτα έρωτα της γης, λαχτάρα για την κορυφή, δίψα για την ηδονή, για τα μεγάλα έργα, για το ανέφικτο. […]

– Χούλιο, είπα στον σωφέρ, πάμε στο μέτωπο.

Ο Χούλιο είχε κι’ αυτός γυρίσει μέσα στους δρόμους και τώρα επέστρεφε συνωφρυωμένος.

– Τι να κάμουμε; είπε με ένα τόνο απερίγραπτης κούρασης.

– Να δούμε τη Μαδρίτη…

Τη Μαδρίτη, συλλογίστηκα, την αλαργινή Κόρδοβα…

Το αυτοκίνητο προχωράει, λες, χωρίς κέφι, ανάμεσα σε αόρατα, ολοένα ανανεούμενα εμπόδια… Ο κάμπος άλλαξε όψη, χειμωνιάτικος. Οι λεύκες πια στέκουνται ολόγυμνες και τουρτουρίζουν, οι πόρτες στα σπιτάκια έκλεισαν, άνθρωποι ζουν κάτω από τις στέγες, μα καπνός δεν ανεβαίνει… Τα σκοτωμένα άλογα κοίτουνται τώρα, κόκκαλα μονάχα, κι’ άρχισαν κι’ όλας ν’ ασπρίζουν.

Η Ισπανία απλώνεται άγρια, τραχειά, σχεδόν ακατοίκητη, σχεδόν καταραμένη, όπως την ωραματίστηκε ο μεγάλος ποιητής της Αντώνιο Ματσάδο: «ένα κομμάτι πλανήτη, όπου περιπλανάται ο ήσκιος του Κάιν…».

Σε κάθε βήμα φρουροί μάς σταματούν, τυλιμένοι σε παρδαλούς μανδύες, με τα όπλα στον ώμο.

– «Περιοδίστα, εστρανχέρο». Ξένος δημοσιογράφος.

– Περάσετε!

Μα τα πρόσωπα πια δε χαμογελούν, μας κοιτάζουν χωρίς αγάπη· νοιώθεις πως δεν θέλουν πια θεατές…

Φτάνουμε τέλος απέξω από τη Μαδρίτη, στο γνωστό μας προάστειο Καραβανστέλ. Ο ουρανός σκεπασμένος, τ’ αεροπλάνα, χωμένα στις κρύπτες τους, δε σκίζουν τον ουρανό. Η Μαδρίτη πλαντάζει κάτω από βαρειάν ομίχλη. Τα βουνά γύρα είναι σκεπασμένα με χιόνι.

Οι Μαροκηνοί έχουν ανάψει φωτιές, μάζεψαν τα τελευταία έπιπλα –τραπέζια, καρέκλες, κρεββάτια– και τα καίνε. Απλώνουν τα λιγνά, σοκολατιά χέρια τους και πυρώνουνται. Κάπου-κάπου μέσα στην ομίχλη, κατά την Πανεπιστημιακή Πόλη και γύρα στο Παλάτι, ακούγουνται κανονιές μουντές μέσα στον υγρόν αγέρα. Μια γλώσσα πυρκαγιάς ανεβαίνει, γλείφει μια στιγμή κανένα σπίτι και πάλι πέφτει χάμω και σβύνει… Η Μαδρίτη μαδάει σιγά-σιγά, πέφτει κάρβουνο-κάρβουνο και γίνεται στάχτη…

Νίκος Καζαντζάκης – Τι είδα, 40 ημέρες, εις την Ισπανίαν-26
11 Απριλίου 1937. Μαχητές των Δημοκρατικών περιπολούν στους κατεστραμμένους από το πυροβολικό του Φράνκο δρόμους της Μαδρίτης (AP Photo).

– Την άτιμη! είπε ξαφνικά ένας στρατιώτης και ξεκρέμασε από την ζώνη του ένα παγούρι κρασί και το σφήνωσε στο στόμα του. Σαν να θυμήθηκε καμμιάν άπιστη γυναίκα που αγαπούσε κ’ έπινε κρασί να πάνε κάτω οι πίκρες.

– Την άτιμη! είπε κ’ ένας άλλος κι’ άρπαξε το παγούρι. Στην υγειά σου! έκαμε απλώνοντας το παγούρι κατά τη Μαδρίτη. Καλή στάχτη!

Την κοίταζαν με μίσος, με πείσμα και με αβάσταχτη αγάπη. Μιλούσαν για τη Μαδρίτη, σαν να ήταν γυναίκα. Και τη στόλιζαν με όλες τις βλαστήμιες και τις βρισιές και τις λαχτάρες που λέμε για μια γυναίκα πολυαγαπημένη που μας πρόδωκε…

Έρριχνε ψιλό χιονόνερο. Κοίταζα τα πρόσωπά τους μέσα στην παγωνιά, γύρα από τα αναλαμπίσματα της φλόγας. Λίγνεψαν, έλειωσαν, τα μάτια τους μεγάλωσαν, γέμισαν ήσκιους. Μέσα στο Καθαρτήρι της επιθυμίας και της προσπάθειας είχαν, επί τέλους, πάρει μιαν έκφραση σοβαρότητας και συγκέντρωσης.

Μιλούσαν για τη Μαδρίτη, σαν να ήταν γυναίκα. Και τη στόλιζαν με όλες τις βλαστήμιες και τις βρισιές και τις λαχτάρες που λέμε για μια γυναίκα πολυαγαπημένη που μας πρόδωσε.

Η νίκη είχε τοποθετηθή επί τέλους, στην υψηλή, επικίνδυνη θέση που της ταιριάζει. Είχε γίνει η αλαργινή Κόρδοβα, το κόκκινο μήλο της Σαπφώς που στέκεται στην κορυφή της μηλιάς, πολύ υψηλά, γιατί οι τρυγητές δεν μπόρεσαν να το φτάσουν:

«Οἶον τὸ γλυκύμηλον ἐρεύθεται ἄκρῳ ἐπ’ ὔσδῳ…»

Λάμπει το άφθαστο αυτό μήλο λουσμένο στο χιονόνερο, καταπόρφυρο… […]».
Η Καθημερινή, 15 Ιανουαρίου 1937

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT