Μεγάλη Εβδομάδα στην Αθήνα του χθες

Από τον 25άρη Γιώργο Σεφέρη, στον Δημήτρη Πικιώνη και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, μια αναπόληση στο τελετουργικό της πόλης

3' 24" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εικόνες, μνήμες και αφηγήσεις από τον απόηχο της Μεγάλης Εβδομάδας μέσα στον αστικό ιστό της Αθήνας συνωθούνται μαζί με προσωπικές ερμηνείες ενός κλίματος μυσταγωγίας. Κάποιοι το αποζητούν ακόμη σε μια πόλη τόσο αλλαγμένη. Αλλά όταν ανατρέξει κανείς στο σώμα μνήμης της ίδιας της πόλης, θα δει τα αληθινά ρίγη της συγκίνησης των ημερών αποτυπωμένα στη λογοτεχνία ή σε ημερολογιακές καταγραφές. Αν σταθούμε στον Γιώργο Σεφέρη θα τον συναντήσουμε νεότατο, το 1925, τη Μεγάλη Παρασκευή εκείνου του έτους. Επεφτε το Πάσχα αργά, όπως και φέτος. Ο Σεφέρης διάβαζε εκείνη τη μέρα την αλληλογραφία του Βερλαίν…

Ωσπου, την προσοχή του διασπούν ψαλμωδίες που έρχονται από τον δρόμο. «Ο Επιτάφιος», σκέφτεται. Σβήνει το φως και βγαίνει στο παράθυρο. Τον φέρνουμε στον νου, έτσι νέο, 25άρη, με το βιβλίο του Βερλαίν στο χέρι ακόμη, να παρατηρεί το πλήθος, μια «συνοδεία πλουμισμένη από μικρές φωτιές». Τα τραμ και τα «μπούσια», τα λεωφορεία, που προσπερνούν το πλήθος, υπενθυμίζουν τη ζωή που τρέχει. Ο Σεφέρης ανεβαίνει στην ταράτσα. Φιδωτός ο Επιτάφιος του Λυκαβηττού. Στα ριζά της Ακρόπολης βλέπει ρουκέτες πράσινες και κόκκινες. Από το Φάληρο πέρα φωτίζουν οι προβολείς από τον στόλο. «Στα παράθυρα και στα μπαλκόνια κεριά και θυμιατήρια. Τράμπες αυτοκινήτων, σιδερικά από τα τραμ και οι καμπάνες, χωρίς φτιασίδι και χωρίς θέληση, “υποσκάπτοντας”. Τ’ ακούω όλα αυτά. Δέκα το βράδυ».

Ο νεαρός Σεφέρης αφουγκράζεται το τελετουργικό της πόλης και τους ανεπαίσθητους κραδασμούς της. Τα βλέπει και τα νιώθει όλα σαν από θεωρείο, παρατηρεί στοχαστικός. Μέσα στους φωτισμένους μαιάνδρους της πόλης, πολλά βλέμματα, πολλά σώματα, νιώθουν τη Μεγάλη Εβδομάδα. Ο Δημήτρης Πικιώνης με τα κείμενά του θα μας οδηγήσει στους αυτοσχέδιους πάγκους της οδού Αιόλου με τα λαϊκά παιχνίδια, σε εκείνη την ατόφια λαϊκότητα της πόλης, που θυμίζει πανηγύρι, φωτισμένη σκηνή, ονειροπαγίδα και αστική φαντασμαγορία. Είναι εκεί γύρω στην πλατεία Κοτζιά οι πάγκοι των μικροπωλητών με τις λαμπάδες, τις καρτολίνες, τα φτωχά παιχνιδάκια. Και λίγο πιο κάτω ολόγυρα στην Ομόνοια, στα υπόγεια μαγαζιά, στα χαρτοπωλεία των Χαυτείων και της Σταδίου, οι ευχετήριες «κακότεχνες» αλλά τόσο οικείες πασχαλινές κάρτες του ’50 και του ’60, με σκηνές από την προαιώνια βουκολική Ελλάδα, με ροδαλές βοσκοπούλες, με παχουλά αρνάκια, με καμπάνες, κορδέλες και την Ανάσταση του Χριστού. Προσδοκία!

Μεγάλη Εβδομάδα στην Αθήνα του χθες-1
Εορταστικές κάρτες των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, στη διάρκεια των οποίων ανταλλάσσονταν ταχυδρομικώς για πασχαλινές ευχές.

«Ελλην την καρδίαν»

Αυτές οι ευχετήριες κάρτες στέλνονταν έως τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Μεγάλη πέραση είχαν στους ομογενείς της μακρινής Αυστραλίας ή του Καναδά και των ΗΠΑ. «Καλή Ανάσταση!». Κατά μία έννοια, ένας μετανάστης ήταν και ο μπαρμπα-Πύπης, «Ιταλοκερκυραίος απλοϊκός, Ελληνίδος μητρός, Ελλην την καρδίαν». Το είχε καύχημα πως ο πατέρας του όταν ήταν στρατιώτης του Ναπολέοντος Α΄, «είχε μεταλάβει ρωμέικα», όταν κινδύνευσε να πεθάνει.

Εχουμε αναστήσει τον μπαρμπα-Πύπη από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Πάσχα ρωμέικο» και αυτό γιατί ο συμπαθής αυτός γηραιός ήρωας (σε αντιδιαστολή ηλικίας και διάθεσης με τον νεαρό Σεφέρη του 1925) βρισκόταν στην Αθήνα της δεκαετίας του 1880. Το είχε τάμα να κατεβαίνει κάθε χρόνο με τα πόδια ώς τον Πειραιά, να ακούει την Ανάσταση στον Αγιο Σπυρίδωνα. Και «μετά την απόλυσιν», έπαιρνε τον ίδιο δρόμο, αυτός ο «ευλαβής» γέρων για να επιστρέψει στην Αθήνα. Ηθελε να ακούσει το «Χριστός Ανέστη», «εις τον ναόν του ομωνύμου και προστάτου του, διά να κάμη Πάσχα ρωμέικο κ’ ευφρανθή η ψυχή του».

Κατέβαινε στον Πειραιά με τη λαμπάδα του στα χέρια και παρά τα ευτράπελα και επικίνδυνα στον δρόμο του, τηρούσε με ευλάβεια το τάξιμο. Μια σκιά από το νεφέλωμα της μνήμης. Η Ανάσταση είχε πάντα χαρακτήρα συμβολικό. Το 1945, το Πάσχα είχε πέσει στις 6 Μαΐου. Τη Μεγάλη Παρασκευή εκείνου του δύσκολου έτους, ο Σεφέρης είχε πάει στον Επιτάφιο. Οι σκοτεινές λάμψεις του θυμίζουν «το φως συσκοτισμένων εμπολέμων δρόμων». Κι αυτό θα περάσει, όπως λέει, «μαζί με τ’ άλλα της ζωής μας». Εκείνο το Πάσχα, του Μαΐου του 1945, έγραφε η «Καθημερινή», ότι «πολλά Ατθίδες –ως άλλα μυροφόροι– εστόλισαν τον “Γλυκύτατον Ναζωραίον”» με νωπά άνθη της Αττικής. Αυτά θα τα είχε δει εκείνο το Πάσχα ο Σεφέρης. Στην πασχαλιάτικη Αθήνα του 1945, τα φώτα των κεντρικών οδών ήταν αναμμένα και καλυμμένα με κρέπια. Πάνδημο πένθος της Μεγάλης Παρασκευής σε άλλους χρόνους…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT