Δημήτριος Γούναρης – Ο ηγέτης των αντιβενιζελικών με το τραγικό τέλος

Δημήτριος Γούναρης – Ο ηγέτης των αντιβενιζελικών με το τραγικό τέλος

«Oυδεμίαν υποστήριξιν παρέσχομεν εις τον εχθρόν, αλλ’ αντετάξαμεν παν ό,τι ήτο δυνατόν ν’ αντιταχθή κατά της επιδρομής αυτού». Από την απολογία του Γούναρη στο στρατοδικείο

δημήτριος-γούναρης-ο-ηγέτης-των-αντ-563035900

Ο ∆ημήτριος Γούναρης γεννήθηκε το 1867 στην Πάτρα. Πατέρας του ήταν ο ευκατάστατος έμπορος της πόλης, με καταγωγή από το Άργος, Παναγιώτης και μητέρα του η Μαρία Αλεξοπούλου, κόρη επίσης ευκατάστατης οικογένειας των Πατρών. Αφού έλαβε τις εγκύκλιες γνώσεις του, σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών (1884-1889), όπου αρίστευσε. Από το 1890 έως το 1892 παρακολούθησε μαθήματα σε πανεπιστήμια της Γερμανίας, χωρίς να επιδιώξει να πάρει κάποιον επίσημο μεταπτυχιακό τίτλο. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, άσκησε στη γενέτειρα πόλη του το επάγγελμα του δικηγόρου και γρήγορα απέκτησε τη φήμη ικανότατου νομικού και εξαιρετικού ρήτορα. Το 1902, με παρότρυνση του Γεωργίου Θεοτόκη, θα αναμειχθεί στην πολιτική, εκλεγόμενος, ως ανεξάρτητος, βουλευτής Πατρών. Θα επανεκλεγεί το 1906, οπότε μαζί με άλλους ανεξάρτητους βουλευτές θα συμπήξουν την «Ομάδα των Ιαπώνων», όπως αποδόθηκε συνοπτικά από τον εκδότη της Ακροπόλεως, Βλάση Γαβριηλίδη, το συγκεκριμένο πολιτικό μόρφωμα. Το 1908 θα αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών και θα παραμείνει στη θέση αυτή έως τον Φεβρουάριο του 1909. Αποστασιοποιήθηκε από το κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου (1909) και επανήλθε στην ενεργό πολιτική το 1912. Τη δεκαετία που ακολούθησε, το πολιτικό του άστρο θα λάμψει και σύντομα θα αναγνωριστεί ως ο κύριος πολιτικός ηγέτης της αντιβενιζελικής παράταξης. ∆ιετέλεσε για ένα εξάμηνο πρωθυπουργός το 1915 και πάλι από τον Μάρτιο του 1921 έως τον Μάιο του 1922, όταν κορυφώθηκε η Μικρασιατική Εκστρατεία. Καταδικάστηκε σε θάνατο τον Νοέμβριο του 1922, ως ένας από τους υπευθύνους της Καταστροφής.

Ενας «Ιάπωνας» στο υπουργείο των Οικονομικών

Η δραστηριότητά του ως ανεξάρτητου βουλευτή και οι προτάσεις του για τη ριζική αναδιοργάνωση του υπουργείου.

Κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, η Ελλάδα βρέθηκε στη δίνη μεγάλων κρίσεων. Το 1893, η κυβέρνηση του Χαριλάου Τρικούπη κήρυξε πτώχευση, με αποτέλεσμα το εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα που είχε ξεκινήσει από τις αρχές του 1880 να ανακοπεί. Και ενώ διεξάγονταν διαπραγματεύσεις με τις πιστώτριες χώρες για τη ρύθμιση των χρεών, το 1897 ξέσπασε ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος, ο οποίος οδήγησε σε συντριπτική ήττα και απέδειξε το απαράσκευον του ελληνικού στρατού για την άσκηση αλυτρωτικής πολιτικής. Απότοκο γεγονός του πολέμου υπήρξε η επιβολή του ∆ιεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, κάτι που υπογράμμιζε την περιορισμένη κυριαρχία του ελληνικού κράτους έναντι των ξένων διαχειριστών.

Δημήτριος Γούναρης – Ο ηγέτης των αντιβενιζελικών με το τραγικό τέλος-1
Ο πρωθυπουργός Δ. Γούναρης στα Μουδανιά, το 1921 (Αρχείο Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Χανιά).

Ο 20ός αιώνας ξεκίνησε με μια βαριά κληρονομιά και ένα γενικευμένο οικονομικό και πολιτικό αδιέξοδο. Κύριο γνώρισμα της περιόδου ήταν η παρατεταμένη εσωστρέφεια και η αναζήτηση ευθυνών για την κακή πορεία της χώρας. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε τη σταφιδική κρίση που ενέσκηψε και τη σκληρή δοκιμασία που υπέστησαν οι σταφιδοπαραγωγοί, κυρίως της Πελοποννήσου, έχουμε πληρέστερη εικόνα της βαθιάς κρίσης που ταλάνιζε τη χώρα. Στην πολιτική κονίστρα κυριαρχούσε η φυσιογνωμία του Γεωργίου Θεοτόκη, διαδόχου στην ηγεσία του Νεωτερικού Κόμματος μετά τον θάνατο του Τρικούπη. Ίσως είναι ο πολιτικός που κατέβαλε κάποιες προσπάθειες για έξοδο από την κρίση, με τη λήψη εκσυγχρονιστικών μέτρων, κυρίως στις ένοπλες δυνάμεις, προσπάθειες πάντως οι οποίες δεν σηματοδοτούσαν την εθνική ανάταξη.

Το 1902 πραγματοποιήθηκε το μνημόσυνο ενός από τους πιο σημαντικούς πολιτικούς άνδρες των Πατρών, του Θάνου Κανακάρη-Ρούφου. Τον επικήδειο εκφώνησε ο καταξιωμένος πλέον δικηγόρος ∆ημήτριος Γούναρης, προκαλώντας την προσοχή των παρευρισκομένων όχι μόνο για τη ρητορική του δεινότητα, αλλά και για τον γεμάτο πολιτική ουσία λόγο του. Ακολούθησε αμέσως η προτροπή του παρευρισκόμενου στην τελετή Θεοτόκη προς τον νέο νομικό για να αναμειχθεί στην ενεργό πολιτική. Η παρότρυνση θα γίνει αποδεκτή και ο Γούναρης τον ίδιο χρόνο θα πάρει το βάπτισμα του πυρός στην κομματική αρένα. Το πλεονέκτημα του 35χρονου πολιτικού ήταν η ηλικία του, δεδομένου ότι η κρίση εκπροσώπησης των παλαιών κομμάτων και πολιτευτών ήταν διάχυτη σε μια πολιτικά κουρασμένη κοινωνία. Από την άλλη, μειονέκτημα αποτελούσε το γεγονός ότι θα έπρεπε να αντιπαρατεθεί με αντιπάλους οι οποίοι προέρχονταν από μεγάλα «πολιτικά τζάκια» και μονοπωλούσαν, μέσω κυρίως των πελατειακών σχέσεων, την προτίμηση του εκλογικού σώματος.

Δημήτριος Γούναρης – Ο ηγέτης των αντιβενιζελικών με το τραγικό τέλος-2
Πορτρέτο του Δημητρίου Γούναρη (Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ).

Στο προεκλογικό πρόγραμμά του, όπως το φιλοξένησε η εφημερίδα Ακρόπολις του Βλάση Γαβριηλίδη, μπορούμε να διακρίνουμε θέσεις εγγύτερες προς το θεοτοκικό κόμμα, με έντονα πάντως τα ίχνη ενός κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Ως νομικός, άλλωστε, στηλίτευε τις παθογένειες της ελληνικής ∆ικαιοσύνης, κυρίως λόγω του ασφυκτικού εναγκαλισμού της από τον στείρο κομματισμό. Επίσης, επεσήμαινε τον μονοδιάστατο προσανατολισμό της σχολικής εκπαίδευσης, με τον οποίο στερούνταν οι μαθητές την ουσιαστική γνώση των πρακτικών επιστημών. Στο ζήτημα της φορολογίας δεν διακρίνει κανείς συγκεκριμένες και επεξεργασμένες ακόμη θέσεις, ωστόσο ήταν ευδιάκριτο το ενδιαφέρον του για τα μεσαία και κατώτερα στρώματα –εργάτες, αγρότες, έμποροι– που επωμίζονταν με τρόπο άδικο τα περισσότερα φορολογικά βάρη. Συναφές με το τελευταίο ζήτημα ήταν εκείνο της σταφιδικής κρίσης, το οποίο έπληττε σε μεγάλο βαθμό και τους παραγωγούς την εκλογικής του περιφέρειας, της Αχαΐας. Το αποτέλεσμα των εκλογών του 1902 θα είναι θριαμβικό για τον Γούναρη και την άνετη επικράτησή του θα χαιρετίσει τόσο ο πατραϊκός όσο και ο αθηναϊκός Τύπος. Μια νέα ελπίδα ανέτελλε στο άγονο πολιτικό πεδίο της εποχής.

Ως νέος ανεξάρτητος βουλευτής επέδειξε αξιοσημείωτη δραστηριότητα συμμετέχοντας σε κοινοβουλευτικές επιτροπές, με εξαιρετικές αγορεύσεις και χαράσσοντας από την πρώτη στιγμή μια ιδιαίτερη πολιτική γραμμή, σύμφωνη με αυτά που πρέσβευε, χωρίς κάποια διάθεση να ελιχθεί προσεγγίζοντας κάποιον κομματικό μηχανισμό. Ήταν φυσικό το ενδιαφέρον του να επικεντρωθεί στο μείζον κοινωνικό ζήτημα της αδιάθετης σταφίδας, ωστόσο δεν δίστασε να τηρήσει και αντιδημοφιλή στάση, όταν για παράδειγμα υπέδειξε στους συμπατριώτες του να σταματήσουν τα συλλαλητήρια, διότι θεωρούσε πως οι κεφαλαιούχοι έτσι γίνονταν περισσότερο αδιάλλακτοι στις διαπραγματεύσεις. Όπως επίσης θα υπερψηφίσει τον Φεβρουάριο του 1904 το νομοσχέδιο της κυβέρνησης Θεοτόκη για την επιβολή φόρων, προκειμένου να ενισχυθεί το πρόγραμμα για την αναδιοργάνωση του στρατού. Στην προκειμένη περίπτωση γνώριζε ότι η στάση του ήταν αντιδημοφιλής, ειδικά στην Πάτρα που μαστιζόταν από τη σταφιδική κρίση. Προτίμησε όμως να ευθυγραμμιστεί με τη στρατιωτική πολιτική του Θεοτόκη, για να εισπράξει τα επίχειρα της στάσης του, όταν περίπου 8.000 Πατρινοί συγκεντρώθηκαν έξω από το σπίτι του για να το λιθοβολήσουν.

Δημήτριος Γούναρης – Ο ηγέτης των αντιβενιζελικών με το τραγικό τέλος-3
Σκίτσο του Δ. Γούναρη (Darling Archive/Alamy/Visualhellas.gr).

Αυτό το οποίο βδελυσσόταν κυρίως ο Γούναρης, στη δεδομένη συγκυρία, ήταν οι αδιάκοπα επαναλαμβανόμενες δημοκοπικές μεγαλοστομίες του γέροντα Θεόδωρου ∆ηλιγιάννη. Μη έχοντας περιθώρια οποιασδήποτε συνεργασίας με το συγκεκριμένο κόμμα, θα προσεγγίσει το θεοτοκικό, διατηρώντας όμως την ανεξαρτησία της γνώμης του. Και έτσι, ως ανεξάρτητος, συμμετείχε στις εκλογές του 1905, στις οποίες όμως απέτυχε να εκλεγεί. Αναφερόμαστε σε μια περίοδο κυβερνητικής αστάθειας, η οποία επιτάθηκε και από τη δολοφονία του ∆ηλιγιάννη, τον Μάιο του 1905.

Με τις εκλογές του Μαρτίου του 1906 και την καθαρή νίκη του θεοτοκικού κόμματος. ξεκίνησε μια περίοδος σπάνιας κυβερνητικής σταθερότητας τριάμισι ετών και με τον Γούναρη ξανά βουλευτή. Τότε θα ηγηθεί της ομάδας των ανεξάρτητων βουλευτών, στους οποίους ο Γαβριηλίδης απέδωσε το προσωνύμιο «Ιάπωνες», λόγω της ορμητικότητας των θέσεών τους και της πολιτικής τόλμης, που παρέπεμπε στους Ιάπωνες πολεμιστές του πολέμου του 1905 με τη Ρωσία. Ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης και ο Εμμανουήλ Ρέπουλης θα αποτελέσουν τον πρώτο πυρήνα της ομάδας και θα προστεθούν συν τω χρόνω κι άλλοι, όπως ο Χαράλαμπος Βοζίκης, ο Απόστολος Αλεξανδρής αλλά και ο Στέφανος ∆ραγούμης.

Η ομάδα θα σταθεί με σταθερά κριτική διάθεση απέναντι στην κυβέρνηση Θεοτόκη, μολονότι οι θέσεις της προσέγγιζαν περισσότερο το πρόγραμμα του Κερκυραίου πολιτικού απ’ ό,τι τα άλλα κόμματα. Σημείο αιχμής της κριτικής των «Ιαπώνων» ήταν η οικονομική πολιτική, ιδιαίτερα οι κοινωνικά επαχθείς έμμεσοι φόροι και η αβασάνιστα εύκολη περικοπή δαπανών, προκειμένου ο αρμόδιος υπουργός Ανάργυρος Σιμόπουλος να παρουσιάζει ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Οι αλλεπάλληλες αστοχίες του υπουργείου Οικονομικών, με τις δυσκίνητες λειτουργίες του, οδήγησαν τον Γούναρη να υποδείξει ριζική αναδιοργάνωση του υπουργείου και την καλύτερη στελέχωσή του, χωρίς οικονομική φειδώ. Η επιβολή υψηλών έμμεσων φόρων και φόρων κατανάλωσης, οι οποίοι έπλητταν τα κατώτερα και μεσαία στρώματα, δέχτηκε τα πυρά της κριτικής του, ενώ τάχθηκε υπέρ μιας αναλογικότητας της φορολογίας διά μέσου της άμεσης. Επιπλέον, η ύψωση δασμολογικών φραγμών, προκειμένου να προστατευτεί η αδύναμη ελληνική βιομηχανία, θεωρούσε ότι συνιστά ένα πρόχειρο μέσο, χωρίς προοπτικές για την εγχώρια ανάπτυξη και συνέβαλλε απλώς σε έναν αντιπαραγωγικό και παρασιτικό δευτερογενή τομέα. Αλλά η κορύφωση της κριτικής που προκάλεσε και πολιτικές ανακατατάξεις, ήταν η αποκάλυψη του σκανδάλου με την Εταιρεία για την Προστασία της Παραγωγής και της Εμπορίας της Σταφίδας, με βασικό μέτοχο την Τράπεζα Αθηνών. Με ρύθμιση του Σιμόπουλου η Εταιρεία επωφελείτο περίπου 1.500.000 δραχμές εις βάρος των παραγωγών. 

Δημήτριος Γούναρης – Ο ηγέτης των αντιβενιζελικών με το τραγικό τέλος-4
Κασόνια γεμάτα σταφίδα προς εξαγωγή, στο λιμάνι της Πάτρας. Επιστολικό δελτάριο των αρχών του 20ού αιώνα (Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ).

Έτσι ο Θεοτόκης θεώρησε ότι ένας καλός τρόπος για να απαλλαγεί από την κριτική των «Ιαπώνων» θα ήταν να τους ενσωματώσει στην κυβέρνησή του. Εξάλλου, η συγκεκριμένη ομάδα είχε μάλλον συγκυριακά συγκροτηθεί, χωρίς κάποια συνεκτική δομή. Ο Γούναρης ορκίστηκε υπουργός των Οικονομικών και η ομάδα διαλύθηκε το 1908. Ο πρώην πλέον «Ιάπων» όφειλε να υλοποιήσει εκείνα τα οποία υποστήριζε με θέρμη το προηγούμενο διάστημα. Σε τρεις βασικούς άξονες κινήθηκε: αναδιοργάνωση του υπουργείου, περιορισμός του λαθρεμπορίου και φορολογική μεταρρύθμιση. Οι πρωτοβουλίες που θα αναλάβει και τα σχετικά νομοσχέδια θα βρουν, ωστόσο, σθεναρή αντίσταση από ένα ετερόκλητο κοινωνικό τείχος, αποτελούμενο από λαθρεμπόρους, μικροπαραγωγούς και κεφαλαιούχους, στους οποίους η κυβέρνηση Θεοτόκη στάθηκε αδύναμη να αντιπαρατεθεί. Όταν ο Γούναρης κατανόησε τη διστακτικότητα του πρωθυπουργού, προτίμησε να παραιτηθεί.

Η τομή του 1909

Το κίνημα στου Γουδή, ο Γούναρης και η ένταξη στον παλαιό πολιτικό κόσμο.

Στις 15 Αυγούστου 1909 εκδηλώθηκε το κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου, μιας οργάνωσης χαμηλόβαθμων αξιωματικών, με αιτήματα που άπτονταν ολόκληρου του φάσματος της ελληνικής κοινωνίας. Η κυβέρνηση ∆ημητρίου Ράλλη αρνήθηκε να διαπραγματευτεί με τους συγκεκριμένους αξιωματικούς και οδηγήθηκε σε παραίτηση. Οι Συνδεσμίτες αξιωματικοί βρήκαν στο πρόσωπο του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη έναν τύποις κοινοβουλευτικό πρωθυπουργό, στην ουσία όμως οι ίδιοι έλεγχαν τα πολιτικά πράγματα. Ωστόσο δεν προχώρησαν στην επιβολή δικτατορίας και το κοινοβούλιο συνέχισε να λειτουργεί, κάτω όμως από την ασφυκτική πίεση του Συνδέσμου. Η εύκολη επικράτησή του, πάντως, υποδηλώνει την παρατεταμένη αδυναμία του πολιτικού συστήματος να προχωρήσει στις καίριες αλλαγές που χρειαζόταν η χώρα, προκειμένου να υλοποιηθεί αυτό που συνοπτικά ονομάστηκε εκείνη την περίοδο «Ανόρθωσις» και απαιτήθηκε σε διαδοχικά συλλαλητήρια.

Οι ηγεσίες των κομμάτων θεώρησαν παράνομο και αντισυνταγματικό το κίνημα και αποστασιοποιήθηκαν. Την ίδια στάση θα κρατήσει και ο Γούναρης, ο οποίος την ημέρα της εκδήλωσης του κινήματος βρισκόταν στο εξωτερικό. Ο ίδιος, μετά την παραίτησή του από τον υπουργικό θώκο, παρέμενε πιστός στον Θεοτόκη και παρείχε όποτε του δινόταν η ευκαιρία τη σημαντική του πολιτική αρωγή. Και μπορεί η υπουργική του θητεία να ολοκληρώθηκε απότομα, με έργο μάλλον ημιτελές, ωστόσο ο ίδιος παρέμενε ένα σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο σε εφεδρεία, έτοιμο να επανακάμψει σε κυβερνητική θέση.

Κατ’ αρχάς, πρώτα έπρεπε να διαψεύσει κατηγορηματικά ότι είχε οποιαδήποτε επαφή με τον Σύνδεσμο, παρέχοντάς του βοήθεια ή συμβουλή. Και καλύτερος τρόπος για να διασκεδάσει οποιαδήποτε παρόμοια φήμη ήταν η οργάνωση συλλαλητηρίου στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όταν ο χολωμένος από τις εξελίξεις διάδοχος Κωνσταντίνος, έχοντας παραιτηθεί από την ηγεσία του στρατού, πέρασε από την Πάτρα με τελικό προορισμό την Κέρκυρα και γνώρισε θερμή υποδοχή. Η συγκεκριμένη περιοδεία του Κωνσταντίνου μπορεί να ερμηνευθεί ως μια πρώτη προσπάθειά του να δοκιμάσει τις δυνάμεις του ενώπιον της νέας κατάστασης, μια δοκιμασία στη λαϊκή κολυμβήθρα για τον μέλλοντα βασιλιά. Παραμένει πάντως αδιευκρίνιστο το ερώτημα αν ο ίδιος ο Γούναρης είχε οργανώσει την εν λόγω φιλοβασιλική εκδήλωση.

Δημήτριος Γούναρης – Ο ηγέτης των αντιβενιζελικών με το τραγικό τέλος-5
14 Σεπτεμβρίου 1909. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ μιλάει από τον εξώστη των ανακτόρων στους συμμετέχοντες στο συλλαλητήριο που οργανώθηκε στο πλαίσιο της επανάστασης στου Γουδή. Λιθογραφία λαϊκού καλλιτέχνη (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).

Αρχικά θέλησε να κερδίσει πολιτικό χρόνο, περιοριζόμενος σε συνεχείς επαφές με τον Θεοτόκη και άλλους βουλευτές για τη στάση που θα κρατούσαν απέναντι στην κυβέρνηση Μαυρομιχάλη. Προκρίθηκε μια ήπια στάση, προκειμένου να αποτραπεί είτε μια εκλογική αναμέτρηση είτε η συνταγματική εκτροπή, τέτοια που θα έθετε μάλιστα πολιτειακό ζήτημα ή απροκάλυπτη δικτατορία. Σε αυτή τη στάση αναμονής του Γούναρη διακρίνουμε μια στενότερη προσέγγιση με τον Θεοτόκη, αποφεύγοντας να προβεί στην ίδρυση κόμματος, όπως επιχείρησαν το ίδιο διάστημα άλλοι «Ιάπωνες». Και είναι γεγονός ότι ως νέος και άφθαρτος πολιτικός θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την περίσταση και να συμπορευτεί με τη νέα κατάσταση, τη στιγμή που ανεζητείτο πολιτικό πρόσωπο για να ηγηθεί των επιλογών του Συνδέσμου.

Αλλά στη στάση αυτή μπορούμε να διακρίνουμε έναν πολιτικό ο οποίος απέκρουε οποιαδήποτε εμπλοκή του στρατεύματος στην πολιτική και παρέμενε πιστός στις κοινοβουλευτικού χαρακτήρα λύσεις. Για παράδειγμα, έστω και υπαινικτικά, τον Νοέμβριο του 1909, όταν κλήθηκε να εκφωνήσει τον επικήδειο λόγο στην κηδεία του στρατηγού Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου, πιστού επί χρόνια συμβούλου του βασιλιά Γεωργίου, επεσήμανε την αφοσίωσή του στο πολίτευμα και την αποφυγή οποιασδήποτε ανάμειξης στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Όπως, επίσης, δεν συμμεριζόταν την ισοπεδωτική κριτική προς το σύνολο του πολιτικού συστήματος και των κυβερνήσεων της προηγούμενης δεκαετίας, διότι κάτι τέτοιο απαξίωνε σε επικίνδυνο βαθμό τον κοινοβουλευτισμό και άνοιγε τον δρόμο για συνταγματικές εκτροπές.

Ως νέος και άφθαρτος πολιτικός, θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί την περίσταση και να συμπορευτεί με τη νέα κατάσταση, τη στιγμή που ανεζητείτο πολιτικό πρόσωπο για να ηγηθεί των επιλογών του Συνδέσμου. Προέκρινε όμως μια ήπια στάση.

Η συνέχιση των λειτουργιών της Βουλής μετά το κίνημα προσέδιδε, τυπικά τουλάχιστον, μια επίφαση λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, μολονότι η εθνική αντιπροσωπεία αποφάσιζε κάτω από τη φανερή και ασφυκτική παρουσία των αξιωματικών, οι οποίοι παρίσταντο στις συνεδριάσεις. Ο τερματισμός αυτού του ιδιότυπου και ασφαλώς φαλκιδευμένου κοινοβουλευτισμού αποτέλεσε τον πρώτο στόχο του Γούναρη. Μέχρι την επάνοδο στην κοινοβουλευτική κανονικότητα, ο ίδιος εργάστηκε σε διάφορες επιτροπές της Βουλής, κυρίως σε εκείνη που ασχολήθηκε με τα άρθρα του συντάγματος, τα οποία θα αναθεωρούσε η επόμενη Εθνοσυνέλευση. Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι χαρακτηριστικό της κοινοβουλευτικής εκείνης περιόδου ήταν η ψήφιση μεγάλου αριθμού νόμων, χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία και συζήτηση, με τους οποίους ωστόσο επέρχονταν σημαντικές αλλαγές. Η συμμετοχή του Γούναρη σε πολλές από τις συνεδριάσεις παρέπεμπε μάλλον στον ριζοσπαστισμό του «Ιάπωνα» της περιόδου 1906-1908, όταν για παράδειγμα εισηγήθηκε τη λύση ενός χρονίζοντος κοινωνικού προβλήματος, της διανομής των τσιφλικιών της Θεσσαλίας στους άκληρους αγρότες-κολίγους.

Στις 15 Μαρτίου του 1910, ο Σύνδεσμος, αφού προηγουμένως είχε προσκαλέσει από την Κρήτη τον Βενιζέλο για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, χωρίς πάντως επιτυχία, διαλύθηκε. Είχαν δρομολογηθεί οι εξελίξεις, με την προκήρυξη εκλογών, από τις οποίες θα προέκυπτε η αναθεωρητική Εθνοσυνέλευση.

Οι εκλογές διεξήχθησαν στις 8 Αυγούστου 1910 και δύο ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά που προέκυψαν: η ανάδειξη ενός νέου πολιτικού ρεύματος εκσυγχρονιστικού πολιτικού προσανατολισμού και η συσπείρωση του παλαιού πολιτικού κόσμου σε έναν ενιαίο συνασπισμό, απόδειξη προφανώς της πολιτικής απειλής που ένιωθαν ότι επερχόταν από τη νέα πολιτική τάση, την «Ανορθωτική», όπως καθιερώθηκε να λέγεται. Ο Αχαιός πολιτικός δεν είχε δίλημμα ως προς την παραταξιακή ένταξή του. Η στάση του μετά το κίνημα στου Γουδή τον ωθούσε σε μια εκλεκτική πολιτική συγγένεια με τον Θεοτόκη, συνεπώς θα είναι ένας από τους 211 βουλευτές που θα αναδείξει ο παλαιός πολιτικός κόσμος.

Στη δίνη του Διχασμού

Από την «ευμενή ουδετερότητα» και την πρώτη πρωθυπουργία, στην εξορία.

Η Ελλάδα θα συμμετάσχει από το 1917 στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού προηγουμένως όφειλε η πολιτειακή και πολιτική ηγεσία να απαντήσει στο δίλημμα: συμμετοχή στο πλευρό των δυτικών δυνάμεων ή ουδετερότητα; Ο Βενιζέλος θεωρούσε πάντοτε ότι το συμφέρον της χώρας υπαγόρευε μια εξωτερική πολιτική που θα ήταν φιλική προς την Αγγλία και τη Γαλλία. Θεωρούσε ότι οι όποιες εθνικές επιδιώξεις, το ζήτημα της εθνικής ολοκλήρωσης με την ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος των αλύτρωτων περιοχών, μπορούσαν να εκπληρωθούν εφόσον η Ελλάδα ήταν σύμμαχος με τις συγκεκριμένες δυνάμεις.

Αντίθετη πολιτική προς τον Βενιζέλο εξέφραζε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Έχοντας μετεκπαιδευτεί στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου της Γερμανίας, εμποτίστηκε στη σκέψη και στη νοοτροπία του από έναν θαυμασμό προς οτιδήποτε γερμανικό. Αν σ’ αυτό το στοιχείο προσθέσουμε και το γεγονός ότι νυμφεύθηκε τη Σοφία, αδελφή του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου, μια γυναίκα με δυναμικό χαρακτήρα, κατανοούνται σε μεγάλο ποσοστό τα φιλογερμανικά του αισθήματα. Ήδη από την πρώτη στιγμή της ανάρρησής του στον θρόνο εκδήλωσε την πρόθεσή του να συνδέσει την εξωτερική πολιτική της χώρας με τη Γερμανία, όταν προσέγγισε το Βερολίνο για να προτείνει την ανάπτυξη διμερών σχέσεων σε στρατιωτικό επίπεδο. Ο Κωνσταντίνος, εν αντιθέσει με τον πατέρα του Γεώργιο, εμφορείτο από πολιτικές αντιλήψεις που απείχαν από ό,τι ορίζεται ως βασιλευομένη δημοκρατία και θα επιδείξει μια επίμονη άρνηση να προσαρμοστεί στα αυστηρώς προσδιορισμένα συνταγματικά όρια, ιδίως στην εξωτερική πολιτική. Στην ίδια γραμμή, δύο αξιωματικοί του Γενικού Επιτελείου, ο Βίκτωρ ∆ούσμανης και ο Ιωάννης Μεταξάς, ομοίως με μετεκπαίδευση στη Γερμανία.

Δημήτριος Γούναρης – Ο ηγέτης των αντιβενιζελικών με το τραγικό τέλος-6
Γελοιογραφία για τις εκλογές της 31ης Μαΐου 1915. Ο ψηφοφόρος απεικονίζεται να πρέπει να επιλέξει μεταξύ Γούναρη και Βενιζέλου, υπό το βλέμμα του πολέμου (Ίδρυμα Ιστορίας Ελευθερίου Βενιζέλου, Αθήνα).

Η άρνηση του Κωνσταντίνου να δεχτεί τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο οδήγησε τον Βενιζέλο σε παραίτηση τον Φεβρουάριο του 1915. Ο Κωνσταντίνος στράφηκε στον Γούναρη, ο οποίος σχημάτισε κυβέρνηση, με σκοπό να διαχειρισθεί προσωρινά, κυρίως, την εξωτερική πολιτική και να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, οι οποίες ορίστηκαν για τις 31 Μαΐου. Ένα είδος, δηλαδή, υπηρεσιακής κυβέρνησης. Ο Πατρινός πολιτικός χριζόταν κατ’ αυτόν τον τρόπο ηγέτης του αντιβενιζελισμού, σχετικά άφθαρτος και δυναμικός, πολλά υποσχόμενος για τους οπαδούς μιας παράταξης της οποίας η ηγεσία αδυνατούσε να ανακόψει τη βενιζελική πολιτική πλημμυρίδα που είχε ενσκήψει στη χώρα μετά το 1910. Όπως σημειώνει εύστοχα ο γνησιότερος απολογητής του βενιζελισμού, Γεώργιος Βεντήρης, «η νεοελληνική ολιγαρχία, ηττηθείσα βιαίως το 1909, συνετάσσετο εκ νέου. Είχεν αρχηγόν ένα Βασιλέα θεληματικόν και ισχυρόν, ένδοξον. ∆ιά του Επιτελείου ήσκει αποφασιστικήν επιρροήν εις τα μεγάλα ζητήματα της Πολιτείας. Εκ της παλαιάς παντοδυναμίας τής απέμενεν η κομματική οργάνωσις. Της έλλειπεν ο συγχρονισμένος και άφθορος κοινοβουλευτικός αρχηγός. Αυτόν ευρήκεν εις το πρόσωπον του ∆ημητρίου Γούναρη».

Με εξαίρεση τον Γεώργιο Χρηστάκη-Ζωγράφο, τον υπουργό των Εξωτερικών, τα υπόλοιπα μέλη του υπουργικού συμβουλίου τάσσονταν εναντίον της πολιτικής του Βενιζέλου και υπέρ της ουδετερότητας. Στην ουσία, η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Γούναρη συνοψιζόταν στο δόγμα «ευμενής ουδετερότης». Αλλά «ευμενής» στάση προς την Αντάντ δεν σήμαινε τίποτα ουσιαστικό και πρακτικό για τους Άγγλους και τους Γάλλους. Στις διαπραγματεύσεις με την Αντάντ ζητούσε διευκρινίσεις και εγγυήσεις για την Ελλάδα, στην πραγματικότητα όμως ήθελε να παρατείνει τις συνομιλίες προκειμένου να αποκομίσει εκλογικά οφέλη στην επικείμενη αναμέτρηση του Μαΐου. Από την άλλη, ο Ζωγράφος πίεζε να εξέλθει η χώρα από την πολιτική της ουδετερότητας και απαιτούσε από την Αντάντ να παράσχει εγγυήσεις δεκαετούς διάρκειας για την ακεραιότητα της Ελλάδας. Οι ∆υτικοί, βέβαια, δεν μπορούσαν να παράσχουν εγγυήσεις, γιατί κάτι τέτοιο θα δυσαρεστούσε τη Βουλγαρία, αλλά και δεν το επιθυμούσαν από τη στιγμή που υπογράφηκε συνθήκη στο Λονδίνο, με την οποία η Ιταλία άλλαζε στρατόπεδο και τασσόταν πλέον ως αντίπαλος των Κεντρικών ∆υνάμεων. Έτσι, υπόσχονταν στην Ελλάδα ένα τμήμα της δυτικής Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα το βιλαέτι του Αϊδινίου, χωρίς καμιά άλλη δέσμευση. Είναι αναμφισβήτητο ότι η απομάκρυνση του Βενιζέλου από την εξουσία είχε επηρεάσει δυσμενώς τη στάση των ∆υτικών και οι διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση Γούναρη γίνονταν μέσα σε ένα κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας.

Δημήτριος Γούναρης – Ο ηγέτης των αντιβενιζελικών με το τραγικό τέλος-7
Ο Ίων Δραγούμης με τον Δημήτριο Γούναρη και την Ειρήνη Πεσματζόγλου κατά την περίοδο της εξορίας τους στην Κορσική (Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, Τμήμα Αρχείων, Αρχείο Ίωνος Δραγούμη).

Το προεκλογικό κλίμα που επικράτησε προοιωνιζόταν την πολιτική θύελλα που πλησίαζε, με τα εθνικά θέματα να γίνονται βορά των προεκλογικών διενέξεων. Η συγκεκριμένη περίοδος, αν γίνουν δεκτές οι καταγγελίες της βενιζελικής πλευράς για την εκμετάλλευση του κρατικού μηχανισμού υπέρ της κυβέρνησης Γούναρη και την παρακώλυση της προεκλογικής εκστρατείας των Φιλελευθέρων, μπορούμε να πούμε ότι αποτελούσε τρόπον τινά μια γενική δοκιμή για ό,τι ακολούθησε το αμέσως επόμενο διάστημα.

Στο προεκλογικό οπλοστάσιο των αντιβενιζελικών, κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα υπήρξε ο φιλειρηνικός οίστρος και οι συγκινησιακά φορτισμένες αναφορές για τη «φρίκη» του «πανευρωπαϊκού σφαγείου». Η κλιμακούμενη οξύτητα κατά την προεκλογική περίοδο προσέδωσε στην αναμέτρηση της 31ης Μαΐου δημοψηφισματικό χαρακτήρα. Επρόκειτο στην ουσία για την επανάληψη της προ πενταετίας σύγκρουσης του συνασπισμένου παλαιού πολιτικού κόσμου με τον αστικοφιλελεύθερο εκσυγχρονισμό που επαγγελλόταν ο Κρης πολιτικός.

Ως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, ο Γούναρης επέλεξε να ακολουθήσει μια ασαφή πολιτική, η οποία συνοψιζόταν στην έκφραση «ευμενής ουδετερότης» προς την Αντάντ, αποκλείοντας τη συμμετοχή στον πόλεμο. Η ετυμηγορία του εκλογικού σώματος πάντως επιβράβευσε την πολιτική –εσωτερική και εξωτερική– του Βενιζέλου, το κόμμα του οποίου κέρδισε 189 έδρες έναντι 127 του συνασπισμένου αντιβενιζελισμού. Πλην όμως, ενώ κατά την προεκλογική περίοδο όλοι είχαν αποδεχθεί ότι το διακύβευμα της κάλπης ήταν η έξοδος ή μη της χώρας στον πόλεμο, την επομένη το μήνυμα των εκλογών διαστρέφεται από τους αντιβενιζελικούς, καθώς ο Γούναρης διατεινόταν από το βήμα της βουλής ότι δεν θα μπορούσε ο Βενιζέλος «να ισχυρίζεται ότι απεφάνθη επί ετέρου ζητήματος ο ελληνικός λαός παρά επί του ζητήματος της προσωπικής εμπιστοσύνης προς αυτόν». Ή αλλιώς: ναι μεν νίκησαν οι Φιλελεύθεροι, όμως ήταν νίκη «κατά πλάσμα», όπως «έδειξαν» οι αντιδράσεις του λαού «εις τους μετέπειτα χρόνους». Πάντως, ο Γούναρης μετά από πεντέμισι μήνες στην πρωθυπουργία θα την παραδώσει στα μέσα Αυγούστου στον νικητή των εκλογών. Η συζήτηση στη Βουλή τη νύχτα της 21ης προς 22α Σεπτεμβρίου του 1915 θα αποτελέσει τη θρυαλλίδα για την πολιτική έκρηξη που θα ακολουθήσει. Η κυβέρνηση έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης, ωστόσο η πείσμων άρνηση του Κωνσταντίνου να συμπλεύσει στην εξωτερική πολιτική οδήγησε τον Βενιζέλο σε νέα παραίτηση και στην ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Στις νέες εκλογές που διεξήχθησαν στις 6 ∆εκεμβρίου, το Κόμμα Φιλελευθέρων κήρυξε αποχή. 

Δημήτριος Γούναρης – Ο ηγέτης των αντιβενιζελικών με το τραγικό τέλος-8
Στιγμιότυπο από την άφιξη του πρωθυπουργού Δ. Γούναρη στη Σμύρνη, τον Μάιο του 1921 (Αρχείο Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Χανιά).

Το γεγονός ότι το νεοπαγές Κόμμα Εθνικοφρόνων του Γούναρη κέρδισε τις 256 από τις 316 έδρες επισφράγιζε απλώς τη διαπίστωση ότι αποτελούσε τον αδιαφιλονίκητο ηγέτη της αντιβενιζελικής παράταξης. Το γεγονός, επίσης, ότι στις κάλπες προσήλθε το 48,8% των εκλογέων, εν σχέσει με τις εκλογές του Μαΐου, δεν συνιστά έκπληξη, δεδομένης της πολιτικής κηδεμονίας των Φιλελευθέρων. Πολύ μεγαλύτερη σημασία έχει ίσως ο τίτλος του κόμματος που επιλέχθηκε από τον Αχαιό πολιτικό, διότι κατά τις επόμενες δεκαετίες θα (αυτο)χαρακτηρίζει μια ολόκληρη παράταξη, είτε αυτό δηλωνόταν θεσμικά με τον επίσημο τίτλο είτε εξωθεσμικά, προσδίδοντας εθνικά αρνητικό πρόσημο και χαρακτηρισμό στους πολιτικούς αντιπάλους. Η χώρα βυθιζόταν σε έναν πολυαίμακτο διχασμό, κύριο γνώρισμα του οποίου ήταν η αδυσώπητη βία, κυρίως εις βάρος των βενιζελικών.

Το γεγονός ότι το νεοπαγές Κόμμα Εθνικοφρόνων κέρδισε τις 256 από τις 316 έδρες επισφράγιζε τη διαπίστωση ότι αποτελούσε τον αδιαφιλονίκητο ηγέτη των αντιβενιζελικών.

Μετά τον αποκλεισμό που επέβαλαν οι γαλλικές δυνάμεις στην Ελλάδα, η χώρα ενοποιήθηκε υπό τον Βενιζέλο (1917) και εισήλθε στον πόλεμο. Προηγουμένως, η κυβέρνηση εκκαθάρισε το εσωτερικό μέτωπο, προχωρώντας στη λήψη εκτεταμένων και σκληρών μέτρων διώξεων των αντιπάλων της. Ο Γούναρης, όπως και άλλοι πολιτικοί, εξορίστηκαν στην Κορσική, ενώ την ίδια τύχη είχαν βασικοί πυλώνες του αντιβενιζελισμού στο στράτευμα.

Δεύτερη πρωθυπουργία και Μικρασιατική Εκστρατεία

Από τον Μάρτιο του 1921 στην Καταστροφή του 1922.

Το ημερολόγιο στις Σέβρες έγραφε 10 Αυγούστου 1920 όταν ο Βενιζέλος υπέγραφε την ομώνυμη συνθήκη και δημιουργούσε αυτό που συνθηματικά αποδόθηκε κυρίως από τους οπαδούς του: η «Ελλάς των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων». Αλλά αυτό που απέκρυπτε το κλίμα της εθνικής ευφορίας που επικρατούσε ήταν ότι η υλοποίηση της συνθήκης δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Πρώτα πρώτα, διότι οι σύμμαχοι που την υπέγραψαν άρχισαν από νωρίς να την αμφισβητούν, με εξαίρεση την Αγγλία, η οποία για δικούς της στρατιωτικούς κυρίως λόγους τουλάχιστον δεν θα την υπονόμευε. Ταυτοχρόνως, το κίνημα αντίστασης των Τούρκων υπό τον Μουσταφά Κεμάλ θα αρχίσει να ενισχύεται, οικονομικά, στρατιωτικά και διπλωματικά. Και τη συνθήκη την είχε υπογράψει ο αδύναμος πλέον σουλτάνος. Ουσιαστικά, συνεπώς, μόνη η Ελλάδα έπρεπε να υπερασπισθεί ό,τι επιτεύχθηκε στις Σέβρες. 

Οι εκλογές που ακολούθησαν την 1η Νοεμβρίου είχαν ένα απρόσμενο αποτέλεσμα, καθώς το Κόμμα Φιλελευθέρων όχι απλώς ηττήθηκε, αλλά και ο ίδιος ο ηγέτης του δεν κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής. Η κόπωση του εκλογικού σώματος από τους συνεχείς πολέμους ή ίσως και οι διώξεις των βενιζελικών εναντίον των αντιπάλων τους την περίοδο 1917-1920 εξηγούν εν μέρει το αποτέλεσμα της κάλπης. Και σε αυτά να προστεθεί ότι η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις των αντιβενιζελικών, αν και όχι επίσημα, άφηνε να εννοηθεί ότι θα τερμάτιζε σύντομα τις επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία, οι οποίες είχαν ξεκινήσεις από το Μάιο του 1919. Ταυτόχρονα, το εκλογικό αποτέλεσμα έθεσε αναπόφευκτα και το ζήτημα της παλινόρθωσης του Κωνσταντίνου, ο οποίος από το 1917 εγκαταβιούσε στην Ελβετία, έχοντας αφήσει ως τοποτηρητή στον θρόνο τον γιο του Αλέξανδρο.

Δημήτριος Γούναρης – Ο ηγέτης των αντιβενιζελικών με το τραγικό τέλος-9
Ιούλιος 1921. Ο Δ. Γούναρης εν μέσω αξιωματικών στην Κιουτάχεια της Μικράς Ασίας. Αριστερά του στην εικόνα ο αρχιστράτηγος Αν. Παπούλιας και δεξιά του ο στρατηγός Β. Δούσμανης, ο υπουργός Στρατιωτικών Νικ. Θεοτόκης και ο υποστράτηγος Ξεν. Στρατηγός (Αρχείο Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», Χανιά).

Ο Γούναρης, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε επιστρέψει στην Ελλάδα από την εξορία και ηγείτο του αντιπολιτευτικού σχήματος, φαινόταν να αποτελεί την πιο αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση ηγεσίας για τη χώρα και ήταν σαφής για το ζήτημα του θρόνου: «Υπαρχούσης περιπτώσεως εκλογής Βασιλέως, είς και μόνος είναι ο αρμόδιος να εκλέξη: ο ελληνικός λαός. Και είς και μόνος τρόπος ίνα ερωτηθή: το δημοψήφισμα». Ή, ακόμη, «δεν υπάρχει ζήτημα θρόνου. Βασιλεύς της Ελλάδος είνε ο Κωνσταντίνος». Πράγματι, οι αντιβενιζελικοί διενήργησαν δημοψήφισμα στις 22 Νοεμβρίου και επέστρεψε ο Κωνσταντίνος, γεγονός όμως που έδωσε την αφορμή στους συμμάχους να αποστασιοποιηθούν από οποιαδήποτε υποχρέωσή τους προς την Ελλάδα. 

Τα αναποτελεσματικά κυβερνητικά σχήματα πρώτα υπό τον Ράλλη και κατόπιν υπό τον Νικόλαο Καλογερόπουλο ακολούθησε η κυβέρνηση Γούναρη τον Μάρτιο του 1921. Ο νέος πρωθυπουργός, στη δεύτερη θητεία του, θα ανελάμβανε την επιχείρηση αναστροφής των εξελίξεων, πιστός ωστόσο στη φιλοπόλεμη πολιτική των Φιλελευθέρων. Ήδη, μετά το ναυάγιο που σημειώθηκε στις διαπραγματεύσεις του Λονδίνου τον Φεβρουάριο, διεμήνυσε στον αρχιστράτηγο της Μικράς Ασίας Αναστάσιο Παπούλα να προετοιμάσει γενική επίθεση.

Όλες οι επίμονες και επίπονες διπλωματικές προσπάθειες του Γούναρη για να αποσπάσει την ουσιαστική συμμαχία των δυτικών εταίρων στο μικρασιατικό εγχείρημα έπεφταν στο κενό. Την ίδια στιγμή, ο πρωθυπουργός, αγορεύοντας στο κοινοβούλιο, έμοιαζε να απευθύνεται αποκλειστικά στο εσωτερικό, παραταξιακό και μη ακροατήριο, όχι πάντως στην ψυχρά υπολογισμένη ευρωπαϊκή διπλωματία: «Η φυλή παρέμεινε πάντοτε εν ταις χώραις ταύταις χάρις εις τον πολιτισμόν, του οποίου ήτο φορεύς». Παράλληλα, φαίνεται να αγνοεί –ηθελημένα ή μη– τελείως τις αρνητικές εξελίξεις των στρατιωτικών επιχειρήσεων: «Ο Ελληνικός στρατός ευρίσκεται εις απόστασιν εκατοντάδων χιλιομέτρων από της γραμμής, ήτις διά της συνθήκης μάς παρεχωρήθη. Και όμως ευρίσκεται εκεί αδιατάρακτος και εν πλήρει ασφαλεία».

Δημήτριος Γούναρης – Ο ηγέτης των αντιβενιζελικών με το τραγικό τέλος-10
Ο πρωθυπουργός Δ. Γούναρης με τον υπουργό Εξωτερικών Γ. Μπαλτατζή, το 1921 (The History Collection/Alamy/Visualhellas.gr).

Οι τακτικές διακοπές της ομιλίας από τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα από όλες τις πτέρυγες της βουλής δεν μπορούσαν όμως να συγκαλύψουν τις διπλωματικές, οικονομικές και στρατιωτικές δυσκολίες, που επιτείνονταν. Και οι πρώτες σοβαρές δυσχέρειες που παρουσιάστηκαν στο πολεμικό μέτωπο υποχρέωσαν την κυβέρνηση να επιχειρήσει τη φυγή προς τα μπρος, με κίνηση που παρέπεμπε στο χθες και με τρόπο που επιβεβαίωνε το αδιέξοδο. Στις 29 Μαΐου, λοιπόν, 468η επέτειο της αλώσεως της Πόλης και 100ή της εθνικής παλιγγενεσίας, ο Γούναρης θα συνόδευε τον βασιλιά στη Σμύρνη. Και όταν ζήτησε την αναστολή των εργασιών της εθνικής αντιπροσωπείας, ο βουλευτής Ζάχος μέσα σε παρατεταμένα χειροκροτήματα διατύπωσε τις ευχές του: «Ας ευχηθώμεν πάντες, κύριε Πρόεδρε, όπως συντόμως μας καλέσητε να συνεχίσωμεν τας εργασίας ημών εις άλλην αίθουσαν, εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου ασφαλώς θα μας οδηγήση ο δαφνοστεφής Στρατηλάτης και Μέγας Βασιλεύς Κωνσταντίνος».

Να σημειωθεί ότι τη στήριξη των κυβερνητικών προσπαθειών παρείχε και η κοινοβουλευτική ομάδα των Φιλελευθέρων. Ωστόσο, αυτές οι γεμάτες συγκινησιακό συμβολισμό πρακτικές απέδιδαν μόνο εφήμερες εντυπώσεις. Και σαν μια νέα κακοστημένη φάρσα η κυβέρνηση επιχείρησε να βγει από το αδιέξοδο, θέλοντας να ανασυστήσει το παλαιό Επιτελείο των Βαλκανικών Πολέμων. Έτσι, ο Γούναρης απευθύνθηκε στον Μεταξά, ο οποίος όμως αρνήθηκε κατηγορηματικά, έχοντας από το 1915 διαφωνήσει με οποιαδήποτε στρατιωτική εμπλοκή στη Μικρά Ασία, πολύ δε περισσότερο που δεν ήταν διατεθειμένος ούτε να υπηρετήσει υπό την αρχιστρατηγία του Παπούλα, αλλά ούτε να τον αντικαταστήσει.

Δημήτριος Γούναρης – Ο ηγέτης των αντιβενιζελικών με το τραγικό τέλος-11
Μάιος-Ιούλιος 1922. Η ελληνική αντιπροσωπεία στη Διάσκεψη της Γένοβας. Στο κέντρο ο πρωθυπουργός Δ. Γούναρης (Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ).

Στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Κορδελιό αποφασίστηκε η προέλαση, με σκοπό την τελική επικράτηση εις βάρος των κεμαλικών δυνάμεων. Το καλοκαίρι του 1921 ήταν γεμάτο από σκληρές μάχες, στη μικρασιατική ενδοχώρα, όπως αυτή που συνάφθηκε στις 2-3 Ιουλίου στην Κιουτάχεια, η οποία υπήρξε νικηφόρα, μόνο που οι τουρκικές δυνάμεις υποχώρησαν ανατολικότερα. Ακολούθησε νέα νικηφόρα μάχη στο Εσκί Σεχίρ στις 8 Ιουλίου, χωρίς να καταστεί εφικτή η υλοποίηση του σχεδίου. Κατά την ευρεία σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην Κιουτάχεια στις 15 του ίδιου μήνα, διατυπώθηκαν για πρώτη φορά έντονες επιφυλάξεις για τη σκοπιμότητα της περαιτέρω προελάσεως, ακόμη και από τον Παπούλα, ο οποίος επεσήμανε τους κινδύνους που ελλόχευαν από την περαιτέρω προέλαση. Την ίδια στιγμή, «εν τω Συμβουλίω ο Βασιλεύς ηκροάτο χωρίς να εκφέρη ουδεμίαν απολύτως γνώμην, μάλλον δε εφαίνετο εκ της εν γένει στάσεώς του ότι απέκλινεν υπέρ των διατυπωθεισών γνωμών της Στρατιάς». Υπερίσχυσε η άποψη που είχε κύριους εκφραστές τον πρωθυπουργό Γούναρη, τον υπουργό των Στρατιωτικών Νικόλαο Θεοτόκη και τον επιτελικό Ξενοφώντα Στρατηγό: προέλαση με έναρξη την 1η Αυγούστου. Η φονική προέλαση πέραν του Σαγγαρίου υπογράμμισε απλώς το αδιέξοδο του πολέμου. Ο Κεμάλ υποχώρησε ανατολικότερα και η ελληνική ηγεσία αποφάσισε αμυντική σύμπτυξη.

Όλες αυτές οι δυσκολίες και ο απόηχος από την ατελέσφορη και πολύνεκρη εκστρατεία δημιούργησαν αρνητικό κλίμα στην Αθήνα και η κυβέρνηση Γούναρη φαινόταν να κλονίζεται. Και ενώ ο Έλληνας πρωθυπουργός παρέμενε στην Ευρώπη αναζητώντας αγωνιωδώς κάποια λύση, ένας ισχυρός διπλωματικός κόλαφος έφτανε από την έδρα του Κεμάλ, την Άγκυρα: το γαλλοκεμαλικό Σύμφωνο Φρανκλίν Μπουγιόν (7 Οκτωβρίου 1921), με το οποίο η Γαλλία ενίσχυε ποικιλοτρόπως την τουρκική αντίσταση. Εν μέσω διπλωματικών και στρατιωτικών αδιεξόδων, η κυβέρνηση Γούναρη παρουσίασε στη Bουλή τα αποτελέσματα των κοπιωδών –και αναποτελεσματικών όπως αποδείχθηκε– διαπραγματεύσεων στην Ευρώπη. Όμως καταψηφίστηκε, ανατέθηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης πρώτα στον Νικόλαο Στράτο, κατόπιν στον Γεώργιο Μπούσιο, χωρίς να εξασφαλισθεί κοινοβουλευτική πλειοψηφία, οπότε σχηματίσθηκε ξανά κυβέρνηση από τον Αχαιό πολιτικό. Η νέα κυβέρνηση Γούναρη, αν διέφερε σε κάτι, ήταν ότι ορισμένοι υπουργοί που ανέλαβαν χαρτοφυλάκια χαρακτηρίζονταν από ακραιφνή αντιβενιζελισμό. Αλλά η παραταξιακή ενότητα των αντιβενιζελικών ήταν επίπλαστη. Το πολλαπλό αδιέξοδο οδήγησε την κυβέρνηση Γούναρη στην παραίτηση στις 3 Μαΐου 1922, αφού ο πρωθυπουργός έκρινε ότι η οριακή πλειοψηφία με μία μόλις έδρα δεν ήταν ικανή για να χειριστεί τα συσσωρευμένα προβλήματα. Η νέα κυβέρνηση του Στράτου είχε νέα πρόσωπα, αλλά ήταν εξαιρετικά αμφίβολο αν διέθετε νέες, αποτελεσματικές, ιδέες. Και αυτό θα αποδειχθεί με τραγικό τρόπο στην πυρπολημένη Σμύρνη τον Αύγουστο.

Η Νέμεση

Η αιματηρή «κάθαρση» μετά την τραγική αποτυχία της Μικρασιατικής Εκστρατείας.

Η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου και η καταστροφή που ακολούθησε προκαλούσαν στην Αθήνα πανικό και σπασμωδικές αντιδράσεις. Στην πραγματικότητα, μπορούμε να μιλάμε για κυβερνητικό κενό. Παράλληλα, ο Κωνσταντίνος αποφάσιζε να παραιτηθεί υπέρ του διαδόχου Γεωργίου. Από τον Τσεσμέ είχε καταπλεύσει στη Χίο ο συνταγματάρχης Νικόλαος Πλαστήρας και, μετά τις πρώτες επαφές με συναδέλφους του, αποφάσισε να παρέμβει στις εξελίξεις προσεταιριζόμενος και τον πολεμικό στόλο που ναυλοχούσε στην περιοχή. Μαζί με τον συνταγματάρχη Στυλιανό Γονατά και τον αντιπλοίαρχο ∆ημήτριο Φωκά, τέθηκε επικεφαλής του «Αποβατικού Σώματος Καταλήψεως Αθηνών», όπως ονομάστηκαν οι στρατιωτικές μονάδες που συμμετείχαν στο μόλις εκραγέν κίνημα. ∆εν ήταν δύσκολο να αναλάβουν την εξουσία, από τη στιγμή που η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου ήταν ένα σκιώδες εξουσιαστικό σχήμα, ανήμπορο να χαράξει οποιαδήποτε πολιτική.

Ένα από τα ζητήματα που είχε να διευθετήσει η νέα κυβέρνηση υπό τον Σωτήριο Κροκιδά ήταν αυτό της τιμωρίας των ενόχων της εθνικής καταστροφής. Οι πιέσεις που ασκούνταν για άμεση λύση ολοένα εντείνονταν. Πρωταγωνιστής και σε αυτή την περίπτωση ο Θεόδωρος Πάγκαλος, ο αδιάλλακτος υποστράτηγος που «εξηρέθιζε τους κατωτέρους ιδία αξιωματικούς», σύμφωνα με τον Γονατά. Μάλιστα, ένας μεγάλος αριθμός χαμηλόβαθμων αξιωματικών απειλούσε με βίαιη είσοδο στις φυλακές για να εκτελέσουν τους κρατούμενους χωρίς δίκη. 

Ο Γούναρης γνώριζε ότι το τέλος του πλησίαζε, ωστόσο όταν του προτάθηκε από φίλους του να τον φυγαδεύσουν στην Πελοπόννησο αρνήθηκε, διότι όπως έλεγε δεν ήθελε να αποφύγει την «ευθυνοδοσία». Συνελήφθη μαζί με άλλα στελέχη της αντιβενιζελικής παράταξης και οδηγήθηκε στην Αστυνομική ∆ιεύθυνση Αθηνών. Κατά ατυχή συγκυρία, κατά τη σύλληψή του χάθηκε το ιδιωτικό του αρχείο.

Ο Γούναρης γνώριζε ότι το τέλος του πλησίαζε, ωστόσο όταν του προτάθηκε από φίλους του να τον φυγαδεύσουν στην Πελοπόννησο αρνήθηκε, διότι όπως έλεγε δεν ήθελε να αποφύγει την «ευθυνοδοσία».

Αποφασίστηκε, λοιπόν, η σύσταση έκτακτου στρατοδικείου και όχι η παραπομπή σε πολιτικό, όπως ήταν ο αρχικός προσανατολισμός και οι διαβεβαιώσεις της επαναστατικής επιτροπής προς τους ξένους πρεσβευτές. Την προεδρία της Ανακριτικής Επιτροπής ανέλαβε ο Πάγκαλος, γεγονός που προοιωνιζόταν την τελική απόφαση και ενίσχυε την αρχική σκέψη του Γούναρη για θανατικές καταδίκες, ακόμη κι αν εκδηλώνονταν αντιρρήσεις και πιέσεις από το εξωτερικό.

Δημήτριος Γούναρης – Ο ηγέτης των αντιβενιζελικών με το τραγικό τέλος-12
Στιγμιότυπο από τη Δίκη των Έξι. Σε πρώτο πλάνο οι κατηγορούμενοι (Αρχείο Μιχάλη Τσάγκαρη – Βιβλιοθήκη της Βουλής/Μπενάκειος Βιβλιοθήκη, Αθήνα).

Παραπέμφθηκαν σε δίκη οκτώ –∆ημήτριος Γούναρης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Γεώργιος Μπαλτατζής, Νικόλαος Θεοτόκης, Νικόλαος Στράτος, Γεώργιος Χατζανέστης, Μιχαήλ Γούδας και Ξενοφών Στρατηγός–, με την κατηγορία «περί εσχάτης προδοσίας». Πρόεδρος του Στρατοδικείου ορίστηκε ο υποστράτηγος Αλέξανδρος Οθωναίος. Η δίκη ξεκίνησε στις 31 Οκτωβρίου και ολοκληρώθηκε στις 14 Νοεμβρίου 1922. Οι μόλις δεκατέσσερις συνολικά συνεδριάσεις αποδεικνύουν τον «έκτακτο», πράγματι, χαρακτήρα που είχε η δίκη. Εν τω μεταξύ, από την πέμπτη ημέρα της δίκης, ο Γούναρης είχε προσβληθεί από τύφο και παρουσίαζε υψηλό πυρετό, οπότε μεταφέρθηκε σε κλινική. Το αίτημα για αναβολή της διαδικασίας, που υπέβαλε η υπεράσπιση, απορρίφθηκε. Ο ίδιος συνέταξε μια απολογία, για «να μείνη κάτι γραμμένον», όταν ο ίδιος πλέον θα είχε εκτελεστεί. Η συγκεκριμένη αναλυτική απολογία χρησιμοποιήθηκε έκτοτε για να οικοδομήσει τον αντιρρητικό λόγο της αντιβενιζελικής πλευράς τα επόμενα χρόνια. Σε γενικές γραμμές, ο Γούναρης υποστήριξε ότι το μικρασιατικό εγχείρημα που είχε αναλάβει ο Βενιζέλος ήταν ευθύς εξαρχής προβληματικό και δεν υπήρχε η δυνατότητα ευνοϊκής για την Ελλάδα μεταστροφής των εξελίξεων. Για την αλλαγή της στάσης των συμμάχων, μετά την επάνοδο του Κωνσταντίνου, υποστήριξε ότι οι ευρωπαϊκές χώρες καθόριζαν την πολιτική τους μόνο βάσει των συμφερόντων τους και ο ίδιος έπραξε ως πρωθυπουργός ό,τι μπορούσε για να ενισχύσει το μέτωπο. Η μάχη που έδωσαν οι επτά συνήγοροι υπεράσπισης και οι μάρτυρες υπεράσπισης αποδείχθηκε μάταιη. Στις 6.30 το πρωί της 15ης Νοεμβρίου εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση: έξι σε θάνατο, ενώ δύο, ο Γούδας και ο Στρατηγός, σε ισόβια, επειδή τελούσαν «εν μετρία συγχύσει». Την απόφαση ανέγνωσε ο συνταγματάρχης Νεόκοσμος Γρηγοριάδης στους κρατουμένους στις φυλακές Αβέρωφ καταδικασθέντες και την ίδια ημέρα έπεσε η αυλαία με την εκτέλεση στη θέση Γουδή, μια τοποθεσία το όνομα της οποίας έκτοτε αποτέλεσε συνώνυμο της, γεμάτης οργή, απαίτησης για παραδειγματική τιμωρία κάποιων πολιτικών που κατά καιρούς εφέροντο ως ένοχοι. Μια λεπτομέρεια, όχι τόσο ασήμαντη, βάρυνε ηθικά τη βενιζελική παράταξη, καθώς το αίτημα να εκτελεστεί ο Γούναρης μετά την ανάρρωσή του απορρίφθηκε. Έτσι, οδηγήθηκε υποβασταζόμενος στον τόπο της εκτέλεσης. 

Η αδιαλλαξία των ηγετών του κινήματος προκάλεσε κυβερνητικούς τριγμούς και, τελικά, παραιτήσεις υπουργών, μέχρι που ο μετριοπαθής Κροκιδάς υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησής του στις 14 Νοεμβρίου, λίγο πριν από τις εκτελέσεις, τις οποίες η αδύναμη κυβέρνησή του δεν μπορούσε να επωμισθεί.

Πάντως, για να γίνει κατανοητή η καταδίκη και η εκτέλεση των Eξ, θα πρέπει να εξεταστεί η πολιτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην Ελλάδα εκείνο το φθινόπωρο του 1922 και η πίεση που ασκείτο στην κυβέρνηση. Χιλιάδες πρόσφυγες, σε άθλια σωματική και ψυχολογική κατάσταση, κατέφθαναν με πλοία και στοιβάζονταν όπως όπως, όπου υπήρχε χώρος, στο ύπαιθρο ή σε αποθήκες. Άγνωστος ο αριθμός των νεκρών, απροσδιόριστος των αγνοουμένων και των τραυματιών. Η οργή ξεχείλιζε. Στις 9 Οκτωβρίου, για παράδειγμα, οργανώθηκε ένα ογκώδες συλλαλητήριο στην πρωτεύουσα, στο οποίο διαδηλώθηκε η υποστήριξη στην «επανάσταση», ταυτόχρονα όμως απαιτήθηκε η παραδειγματική τιμωρία των ενόχων της Καταστροφής. Αν δεν υπήρχε αιματηρή κάθαρση, πιθανόν οι αντιδράσεις να ήταν ανεξέλεγκτες. Ήταν φανερό ότι η οργή θα καταλάγιαζε κάπως, αν κάποιοι μεγαλόσχημοι πλήρωναν βαρύ τίμημα.

Δημήτριος Γούναρης – Ο ηγέτης των αντιβενιζελικών με το τραγικό τέλος-13
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ με τον πρωθυπουργό Δημήτριο Γούναρη στη Σμύρνη, το 1921 (Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ).
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT