Η πτώση της χούντας στην Αργεντινή

Η ήττα στα Φόκλαντ και το μεγάλο ζήτημα των αγνοουμένων ήταν καθοριστικά στη διαδικασία της δημοκρατικής μετάβασης

7' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ταπεινωτική ήττα της Αργεντινής στον πόλεμο των νήσων Φόκλαντ τον Ιούνιο του 1982 έγινε η αρχή του τέλους του δικτατορικού καθεστώτος, που κυβερνούσε τη χώρα από το 1976, εφαρμόζοντας τις πιο σκληρές μεθόδους καταστολής στο όνομα του δόγματος της εθνικής ασφάλειας. Η ουσιαστική κατάρρευση του καθεστώτος μετά την οδυνηρή για την αργεντινή κοινωνία πολεμική ήττα, καθόρισε τον χαρακτήρα που πήρε η διαδικασία της δημοκρατικής μετάβασης στη χώρα: σε αντίθεση με άλλες λατινοαμερικανικές χώρες, όπου οι στρατιωτικοί δικτάτορες διαπραγματεύτηκαν επιτυχώς τους όρους αποχώρησής τους από την εξουσία, εξασφαλίζοντας αμνηστία και τη διατήρηση υψηλών αξιωμάτων, στην Αργεντινή οι ένοπλες δυνάμεις, ανίσχυρες και πλήρως απονομιμοποιημένες κοινωνικά, δεν ήταν σε θέση να επιβάλουν το πλαίσιο της δημοκρατικής μετάβασης, παρόλο που το επιχείρησαν άκαρπα κατά την τελική φάση του δικτατορικού καθεστώτος.

Η εσωτερική κρίση του καθεστώτος

Η απόφαση της κατάληψης των νήσων Φόκλαντ, που βρίσκονταν υπό αγγλική διοίκηση, ελήφθη τους πρώτους μήνες του 1982 από τον τότε ντε φάκτο πρόεδρο, στρατηγό Λεοπόλντο Γκαλτιέρι, σε μια κρίσιμη στιγμή για το καθεστώς που, λόγω της έντονης οικονομικής κρίσης και των κοινωνικών αντιδράσεων, έβλεπε να εξαντλούνται τα προπαγανδιστικά μέσα που χρησιμοποιούσε μέχρι τότε. Ο Γκαλτιέρι είχε αναλάβει την προεδρία τον Δεκέμβριο του 1981 ύστερα από ένα συγκαλυμμένο εσωτερικό πραξικόπημα κατά του στρατηγού Ρομπέρτο Βιόλα, που είχε διαδεχθεί ως ντε φάκτο πρόεδρος της χώρας τον Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα τον Οκτώβριο του 1980. Σε αντίθεση με τον Βιόλα, ο οποίος θεωρούνταν ότι ανήκε στον κύκλο των μετριοπαθών, που έβλεπαν θετικά τον διάλογο με τα νόμιμα πολιτικά κόμματα, ο Γκαλτιέρι, της σκληροπυρηνικής πτέρυγας, έθεσε στόχο την ανασύνταξη της χούντας, τη διατήρηση της αδιάλλακτης γραμμής, τον αυστηρό έλεγχο των πολιτικών δυνάμεων και την επιστροφή στο μεσσιανικό πνεύμα της πρώτης φάσης του καθεστώτος, που πρόβαλε την ενθοσωτήρια αποστολή των ενόπλων δυνάμεων.

Ο στρατηγός Λεοπόλντο Γκαλτιέρι, το πιο ορατό πρόσωπο της ήττας, αναγκάστηκε να παραιτηθεί λόγω της αμφισβήτησής του από τη στρατιωτική ιεραρχία.

Αιχμή του δόρατος αυτής της στρατηγικής έγινε η κινητοποίηση του πατριωτικού ενθουσιασμού του αργεντίνικου λαού, που κορυφώθηκε με τη στρατιωτική κατάληψη των Φόκλαντ τον Απρίλιο του 1982, η οποία κατέληξε σε πόλεμο. Οι λανθασμένες πολιτικές εκτιμήσεις της χούντας, που υποτίμησε τη γεωπολιτική σημασία που είχαν τα νησιά για την Αγγλία και υπολόγιζε στην ουδετερότητα των Ηνωμένων Πολιτειών, σε συνδυασμό με τις σοβαρές ελλείψεις σε επίπεδο στρατιωτικής προετοιμασίας, οργάνωσης και συντονισμού, οδήγησαν την Αργεντινή σε μια ήττα που άφησε πίσω της εκατοντάδες νεκρούς στρατιώτες, χιλιάδες τραυματίες και μια κοινωνία έτοιμη να εκραγεί.

Η παράδοση των αργεντινών στρατευμάτων στις βρετανικές δυνάμεις στις 14 Ιουνίου 1982 επιτάχυνε τη διαδικασία διάσπασης της χούντας. Η διαχείριση της ήττας όξυνε τις ήδη υπάρχουσες διαφορές ανάμεσα στα τρία σώματα των ενόπλων δυνάμεων, αλλά και τις οριζόντιες διαιρέσεις ανάμεσα σε πτέρυγες που έβλεπαν διαφορετικά την οικονομική ανόρθωση της χώρας, τις προοπτικές του καθεστώτος και την πορεία μετάβασης στη δημοκρατική ομαλότητα.

Ο Γκαλτιέρι, το πιο ορατό πρόσωπο της ήττας, αναγκάστηκε να παραιτηθεί λόγω της αμφισβήτησής του από τη στρατιωτική ιεραρχία. Στη θέση του ο στρατός ξηράς, με νέο αρχηγό τον ελληνικής καταγωγής στρατηγό Κριστίνο Νικολαΐδη, όρισε μονομερώς ως πρόεδρο της χώρας τον στρατηγό Ρεϊνάλντο Μπινιόνε, επιταχύνοντας έτσι την απομάκρυνση του πολεμικού ναυτικού και της αεροπορίας από την πολιτική ηγεσία του καθεστώτος. Οι αλλαγές στη σύνθεση της χούντας και στην ιεραρχία των ενόπλων δυνάμεων ακολουθήθηκαν από μια διαδικασία περιορισμένης απόδοσης ευθυνών για την ήττα: λόγω των πιέσεων της κοινωνίας, που ανέμενε το mea culpa των στρατιωτικών, το καθεστώς θα προχωρούσε, τον Νοέμβριο του 1982, σε ένα είδος αυτοκάθαρσης μέσω της παραπομπής των επικεφαλής των πολεμικών επιχειρήσεων σε στρατιωτική εξεταστική επιτροπή, το πόρισμα της οποίας θα οδηγούσε το 1986 στην καταδίκη των τότε αρχηγών των ενόπλων δυνάμεων από στρατιωτικό δικαστήριο.

Σε αναζήτηση συμφωνίας με τις πολιτικές δυνάμεις

Αφότου ανέλαβε το αξίωμα του προέδρου την 1η Ιουλίου 1982, ο Μπινιόνε επιδίωξε τη συνεννόηση του καθεστώτος με τις πολιτικές δυνάμεις. Από τον Ιούλιο του 1981 είχε συσταθεί η λεγόμενη «Πολυκομματική», μια συμμαχία μεταξύ των πέντε κομμάτων που αναγνωρίζονταν από το καθεστώς ως νόμιμα, ανάμεσα στα οποία και οι μεγαλύτερες δυνάμεις, δηλαδή το Περονικό κόμμα και η Ενωση Ριζοσπαστών. Στόχος της συμμαχίας, που ενέτεινε τη δημόσια δράση της τους πρώτους μήνες του 1982, ήταν να λειτουργήσει ως αντικαθεστωτικός πόλος και να πιέσει τη χούντα για επιστροφή στη δημοκρατική ομαλότητα.

Ενα μήνα μετά την ανάληψη της προεδρίας, ο Μπινιόνε εξέδωσε το «Καταστατικό των Πολιτικών Κομμάτων», ανοίγοντας έτσι τον δρόμο της διαπραγμάτευσης με τις πολιτικές δυνάμεις, και ανακοίνωσε τη δέσμευση των ενόπλων δυνάμεων για επιστροφή στη δημοκρατία το αργότερο κατά το πρώτο τρίμηνο του 1984. Παράλληλα, προκειμένου να ανοίξει τον διάλογο με τους συνδικαλιστικούς φορείς και να εξασφαλίσει μια ελάχιστη κοινωνική ειρήνη, άλλαξε το οικονομικό επιτελείο της ντε φάκτο κυβέρνησης, αποσκοπώντας στη σταδιακή αποκατάσταση των εισοδημάτων των εργαζομένων. Τους επόμενους μήνες, ο Μπινιόνε θα προωθούσε μια σειρά από αποτυχημένες πρωτοβουλίες για την επίτευξη μιας συμφωνίας με τις πολιτικές δυνάμεις ως προς το πλαίσιο της δημοκρατικής μετάβασης.

Η οικονομική κρίση που είχε γίνει αισθητή στην κοινωνία ήδη από το 1979, κυριάρχησε στις ζυμώσεις εκείνης της περιόδου. Από την πρώτη φάση της χούντας, το οικονομικό πρόγραμμα του Μαρτίνες ντε Ος, πρώτου υπουργού Οικονομίας από το 1976, είχε προκαλέσει σοβαρά προβλήματα, καθώς μείωσε σημαντικά τα εισοδήματα των εργαζομένων, ευνόησε τη συγκέντρωση πλούτου, επιβάρυνε παραγωγικές δραστηριότητες του πρωτογενούς τομέα στο εσωτερικό της χώρας και έπληξε ορισμένους βιομηχανικούς κλάδους. Από την αρχή του 1982, ο υψηλός πληθωρισμός, η υποτίμηση του πέσο, η ανεργία και η διόγκωση του εξωτερικού χρέους έφερναν το καθεστώς της χούντας συνεχώς αντιμέτωπο με πολιτικούς, συνδικαλιστικούς και επιχειρηματικούς φορείς, ενώ, παρά το γενικό κλίμα καταστολής, όλο και μαζικότερες κινητοποιήσεις οργανώνονταν στο Μπουένος Αϊρες, αλλά και σε επαρχιακές πόλεις. Σε αυτό το πλαίσιο, τόσο οι πολιτικές δυνάμεις όσο και τα συνδικάτα θα επιχειρούσαν να ανασυνταχθούν και να ανακτήσουν μέρος από τη διαπραγματευτική τους δύναμη.

Οι «εξαφανισμένοι»

Το άλλο μεγάλο θέμα που εξελίχθηκε σε κορυφαίο πρόβλημα για το παραπαίον στρατιωτικό καθεστώς και καθόρισε τελικά τη διαδικασία της δημοκρατικής μετάβασης στην Αργεντινή, ήταν αυτό της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κατά τα έτη 1981-1982, το ακανθώδες θέμα των εξαφανισμένων προσώπων συμπεριλήφθηκε ξεκάθαρα στις ομιλίες και δηλώσεις μιας σειράς πολιτικών και θεσμικών παραγόντων, καθώς και των πολιτικών κομμάτων, των συνδικάτων και της Καθολικής Εκκλησίας. Οσο και αν οι εκπρόσωποι των ενόπλων δυνάμεων αρνούνταν δημόσια τα εγκλήματά τους, αποδίδοντάς τα σε «υπερβολές» ή παράπλευρες απώλειες ενός μη τυπικού πολέμου κατά των ανατρεπτικών στοιχείων, υπήρχαν πλέον αδιάσειστα στοιχεία που αποδείκνυαν τη μαζική και συστηματική παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το στρατιωτικό καθεστώς. Ταυτόχρονα, πλήθαιναν οι καταγγελίες από διεθνείς οργανισμούς όπως η Υποεπιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών και η Διαμερικανική Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών.

Η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με χιλιάδες θύματα, εξελίχθηκε σε κορυφαίο πρόβλημα για το παραπαίον στρατιωτικό καθεστώς.

Τελικά, η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έγινε το μεγαλύτερο «αγκάθι» για το στρατιωτικό καθεστώς. Τον Οκτώβριο του 1982, ήρθε στο φως μια σειρά από μακάβρια ευρήματα σε παράνομους ομαδικούς τάφους, γεγονός που πίεσε το καθεστώς να συστηματοποιήσει τη δική του γραμμή σε σχέση με το καυτό θέμα των αγνοουμένων: βάσει αυτής, η χούντα θα προασπιζόταν μέχρι τέλους τον αγώνα της ενάντια στις «δυνάμεις της ανατροπής» και θα απέδιδε τις όποιες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε «λάθη» και «υπερβολές». Το θέμα των εξαφανισμένων συμπεριλήφθηκε και στους «Κανόνες για την οικονομική, πολιτική και κοινωνική συμφωνία» που όρισε το στρατιωτικό συμβούλιο της χούντας τον Νοέμβριο του 1982, θέτοντας έτσι τις κόκκινες γραμμές για τη διαδικασία επιστροφής στη δημοκρατική ομαλότητα. Ηταν πλέον ξεκάθαρο ότι η αναζήτηση συμφωνίας με τα πολιτικά κόμματα προϋπέθετε για τη χούντα τη μη αναζήτηση ευθυνών από τις ένοπλες δυνάμεις για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Οι πολιτικές δυνάμεις απέρριψαν τους όρους της χούντας και κατάφεραν να συγκροτήσουν κοινό μέτωπο με τους συνδικαλιστικούς φορείς και το κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η κοινή δράση τους οργανώθηκε γύρω από τρία μεγάλα αιτήματα: την άμεση προκήρυξη εκλογών, την άρση της κατάστασης πολιορκίας και την απαίτηση επίσημων απαντήσεων γύρω από το ζήτημα των αγνοουμένων. Αυτό το τελευταίο ζήτημα θα ανάγκαζε την εμφανώς φοβισμένη χούντα να πάρει τους επόμενους μήνες μια σειρά από πρωτοβουλίες, προκειμένου να αποτρέψει τη δικαστική της δίωξη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Αποκορύφωση αυτών των κινήσεων θα ήταν η ψήφιση το 1983 ενός νόμου αυτο-αμνηστίας, που αφαιρούσε από τη μελλοντική νόμιμη κυβέρνηση τη δυνατότητα να δικάσει τις ένοπλες δυνάμεις για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αντίδραση που προκάλεσαν αυτές οι πρωτοβουλίες ατσάλωσε τη βούληση της κοινωνίας για απονομή δικαιοσύνης, γεγονός που εκφράστηκε, τον Οκτώβριο του 1983, στην εκλογική νίκη του Ραούλ Αλφονσίν, ο οποίος ήταν ο πολιτικός αρχηγός που είχε δεσμευθεί περισσότερο από όλους στο θέμα της απόδοσης δικαιοσύνης για τα εγκλήματα της χούντας.

Τελικά, η αδυναμία των ενόπλων δυνάμεων μετά την ήττα στα Φόκλαντ, η αποτυχία εξασφάλισης συμφωνίας με τα πολιτικά κόμματα, αλλά και η αδιαλλαξία που επέδειξαν οι στρατιωτικοί στο θέμα των αγνοουμένων, καθόρισαν τα χαρακτηριστικά της δημοκρατικής μετάβασης στην Αργεντινή, η οποία κατέληξε στη δίκη της ηγεσίας της χούντας το 1985 και στην προοδευτική αποστρατιωτικοποίηση του κράτους.

*Η κ. Μαρία Δαμηλάκου είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.

*Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT